Tár Poster ΠόστερTár
του Todd Field. Με τους Cate Blanchett, Noémie Merlant, Nina Hoss, Sophie Kauer, Mark Strong, Julian Glover, Allan Corduner, Sylvia Flote.


Λυδία λίθος!
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

A conductor accused of misconduct

Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 24 Φεβρουαρίου του 1964 στην πόλη Πομόνα της Καλιφόρνιας στις ΗΠΑ, William Todd Field. Οι προηγούμενες δύο ταινίες που σκηνοθέτησε ήταν οι εξής: «Μυστικά της κρεβατοκάμαρας» (In the Bedroom, 2001) και «Κρυφές επιθυμίες» (Little Children, 2006). Στις προηγούμενες δύο ταινίες του, ο – γνωστός κατά βάση ως ηθοποιός στην αρχή της καριέρας του – Field, συνυπέγραφε το σενάριο, ενώ για το Tár έγραψε μόνος του το σενάριο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ειδικά για την Cate Blanchett: αν η Blanchett, δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να πρωταγωνιστήσει, η ταινία δεν θα γυριζόταν ποτέ!

Tár Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ της Βενετίας, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα, τιμώμενη τελικά με το βραβείο καλύτερης ερμηνείας για την Cate Blanchett. Από εκεί και πέρα συμμετείχε σε μια σειρά από φεστιβάλ, κερδίζοντας βραβεία (κυρίως για την Blanchett). Είναι μόλις η έβδομη ταινία στην ιστορία του trifecta, του άτυπου «συνόλου» που δημιουργούν οι ενώσεις κριτικών της Νέας Υόρκης, του Λος Άντζελες και της (Αμερικάνικης) Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, όπου οι τρεις ενώσεις ομόφωνα ανέδειξαν μία ταινία ως καλύτερη της χρονιάς! Οι προηγούμενες έξι ταινίες ήταν: «Τα καλά παιδιά» (Goodfellas, 1990) του Martin Scorsese, «Η λίστα του Σίντλερ» (Schindler’s List, 1993) του Steven Spielberg, «Λος Άντζελες, Εμπιστευτικό» (L.A. Confidential, 1997) του Curtis Hanson, «The Hurt Locker» (2008) της Kathryn Bigelow, «The Social Network» (2010) του David Fincher και «Drive My Car» (2021) του Ryûsuke Hamaguchi! Η ταινία ήταν υποψήφια για τρεις Χρυσές Σφαίρες, κερδίζοντας εκείνη για την καλύτερη γυναικεία ερμηνεία σε δράμα για την Cate Blanchett, ενώ είναι υποψήφια για πέντε βραβεία BAFTA και για έξι Όσκαρ και πιο συγκεκριμένα, διεκδικεί τα Όσκαρ: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρωτότυπου σεναρίου, α’ γυναικείου ρόλου, διεύθυνσης φωτογραφίας και μοντάζ.

Η υπόθεση: Η Λύδια Ταρ είναι μια πρωτοποριακή μαέστρος, που διευθύνει μια μεγάλη γερμανική ορχήστρα. Η Ταρ βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας της, καθώς προετοιμάζει τόσο την παρουσίαση ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου όσο και την πολυαναμενόμενη ζωντανή εκτέλεση της Πέμπτης Συμφωνίας του Γκούσταφ Μάλερ. Είναι ομοφυλόφιλη, παντρεμένη με την Σάρον (πρώτο βιολί στην ορχήστρα της), με την οποία έχουν υιοθετήσει μια προσφυγοπούλα από τη Συρία, την Πέτρα. Το δεξί της χέρι είναι η Φραντσέσκα, μια νεαρή, όμορφη γυναίκα, που κάνει τα πάντα για τη Λύδια. Η Λύδια δεν θα μπορούσε να ζητήσει τίποτε παραπάνω: ζει πραγματικά το όνειρό της. Ένας γεγονός, όμως, θα αρχίσει να αποδομεί την εικόνα της. Πολύ γρήγορα η Λύδια, από την κορυφή, θα κατρακυλήσει στον πάτο. Μέχρι πού θα φτάσει η πτώση της;

Η άποψή μας: Επιτήδευση: αυτή είναι η πρώτη λέξη που σου έρχεται στο μυαλό πριν καν ξεκινήσει η ταινία! Είναι ο τίτλος της, που έχει μια... ενοχλητική οξεία πάνω από το a, κάτι που δεν υφίσταται σε καμία από τις σύγχρονες αγγλοσαξονικές γλώσσες. Κάνοντας μια μικρή έρευνα στο Chat GPT – OpenAI, που είναι και της μοδός, μου έβγαλε πως μια τέτοια γραφή επιθέτου υποδηλώνει προέλευση από χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπως Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Ουγγαρία και Πολωνία. Αν συνυπολογίσουμε το πάθος της πρωταγωνίστριας για τον Μάλερ, που ήταν Αυστριακής και Βοημικής καταγωγής, φαίνεται πως αυτή η γραφή του επιθέτου αποτελεί ένα είδος φόρου τιμής προς το είδωλό της (μιας που η Βοημία είναι μια ξακουστή περιοχή της Τσεχίας). Πολύ αργότερα μέσα στην ταινία αποκαλύπτεται στους πιο προσεκτικούς πως το πραγματικό ονοματεπώνυμο της Lydia Tár είναι Linda Tarr και πως έχει ταπεινή καταγωγή από τις ΗΠΑ. 

Και συνεχίζουμε: αρχίζει η ταινία και βλέπεις αυτό που βλέπεις στους τίτλους τέλους. Σαν το «Μη αναστρέψιμος» ένα πράμα! Τα ονόματα όλων μα όλων των συντελεστών της ταινίας (εκτός από εκείνα των ηθοποιών) παρελαύνουν μπροστά στα μάτια του αποσβολωμένου θεατή. Περνάνε τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά (πέντε τελικά, χα, ω ναι, πέντε, έχει σημασία, ίσως και όχι, κι όμως, ναι) και η αλήθεια είναι, ένας εκνευρισμός σε πιάνει, καθώς και διάφορες κακές σκέψεις: γιατί μας τυραννάει τώρα αυτός ο κυριούλης; Χμ, συνήγορος του διαβόλου εδώ: ο ιθύνων νους πίσω από την ταινία θέλει με αυτόν τον τρόπο να ευχαριστήσει έμπρακτα όλους όσοι συμμετείχαν στη δημιουργία της, οι οποίοι αναγνωρίζονται μόνο από όσους θεατές έχουν το... βίτσιο να κάθονται στην κινηματογραφική αίθουσα μέχρι να πέσει και ο τελευταίος τίτλος από τα ζενερίκ του φινάλε. 

Και μπαίνουμε στην πρώτη διαλογική σκηνή. Ο Adam Gopnik (που υποδύεται τον εαυτό του), δημοσιογράφος του έγκριτου περιοδικού The New Yorker, στο πλαίσιο του φεστιβάλ του περιοδικού, έχει καλεσμένη για live κουβέντα μπροστά σε ένα εκστασιασμένο κοινό, την Λύδια Ταρ. Έναν από τους ελάχιστους ανθρώπους που ανήκουν στην εκλεκτή κλίκα των EGOT, των δημιουργών εκείνων δηλαδή που έχουν τιμηθεί με Emmy, Grammy, Oscar και Tony! Η κουβέντα τους τώρα, πώς να το πω, είναι κάπως... ελιτίστικη. Ο μέσος θεατής (κι εγώ μαζί του) δεν μπορεί να παρακολουθήσει τι διαμείβεται στη συγκεκριμένη συζήτηση. Ομολογώ άγνοια σε ότι αφορά την κλασική μουσική. Δεν κατάλαβα Χριστό! Οι μουσικόφιλοι, οι λάτρεις της κλασικής μουσικής από την άλλη, μάλλον θα απολαύσουν την κουβέντα. Όπως και ο μαέστρο... Χριστόφορος Παπακαλιάτης!!! Ο μέσος θεατής, όμως, συνεχίζει να τσιμπιέται: μωρέ, τι 'ναι τούτο; Τι παράξενο φρούτο; 

Το στοίχημα που βάζει ο Field είναι μεγάλο. Γιατί ενώ η ταινία έχει προχωρήσει αρκετά, κινδυνεύει να πετάξει έξω από αυτήν τον μέσο θεατή. Τον ενδιαφέρει ο μέσος θεατής; Ή απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε μια κλειστή κάστα διανοούμενων; Χμ, νομίζω πως η ταινία μας αφορά όλους – οι περισσότεροι, όμως, αν συνεχίσουν να την παρακολουθούν, θα ξεκινήσουν έχοντας φάει γκολ από τα αποδυτήρια και θα έχουν μια αρκούντως δικαιολογημένη τσατίλα. Δεν τους κακολογώ: η ταινία παίζει με τα όρια – και τα νεύρα των θεατών. Όταν όμως ξεπεράσεις αυτόν τον ουδό της δυσανεξίας, ανοίγεται μπροστά σου πεδίο δόξης λαμπρό για να απολαύσεις, να σιχαθείς, να μισήσεις (ω ναι), να λατρέψεις μια ταινία τολμηρή (ποιος να μας το έλεγε αυτό κάποια χρόνια πριν, ε; ), που φτιάχτηκε για να διχάσει. 

Σαν το Babylon ένα πράμα (ξανά, ω ναι). Παρακολουθούμε το πορτρέτο μιας γυναίκας τρομερά ταλαντούχας, τρομερά εργατικής, τρομερά προνομιούχας, με απίστευτες γνώσεις, που αγαπάει τη μουσική με πάθος, που αγαπάει να έχει εξουσία, που χρησιμοποιεί και χειραγωγεί τους ανθρώπους γύρω της κατά το δοκούν, που έχει κατασταλαγμένες απόψεις, που έχει εκμαυλιστεί από τις απολαύσεις. Μιας γυναίκας που δείχνει σκληρή και ατσαλάκωτη, που για να υπερασπιστεί την κόρη της η οποία δέχεται bullying, κάνει η ίδια bullying, παρουσιαζόμενη ως ο πατέρας της μικρής, μιας γυναίκας ανασφαλούς, μικροβιοφοβικής, που καταπίνει χάπια για να καταπολεμήσει το άγχος της (και το κρύβει όποτε μπορεί). Μιας περήφανης λεσβίας, που δεν δέχεται να κρίνει τους ανθρώπους γενικότερα και τους καλλιτέχνες ειδικότερα με βάση τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. 

Η σκηνή στην περίφημη σχολή Τζούλιαρντ είναι χαρακτηριστική: κοντράρεται με τον φοιτητή, που ακυρώνει τον Μπαχ επειδή τον θεωρεί μισογύνη, για να εκφράσει ανοιχτά και χωρίς φόβο την άποψή της ότι ένας καλλιτέχνης κρίνεται από το έργο του κι όχι από τον χαρακτήρα του, τις πεποιθήσεις του ή τη σεξουαλική του ταυτότητα. Θα έρθει και η δική της σειρά να ακυρωθεί... Μιας γυναίκας από την άλλη, που θεωρεί εντελώς φυσιολογικό να εκμεταλλεύεται τη θέση της και την εξουσία της για να ικανοποιεί τις σεξουαλικές της ορέξεις, χρησιμοποιώντας νεαρές, ταλαντούχες ή μη, φιλόδοξες μουσικούς ως σκεύη ηδονής, από τα οποία απαλλάσσεται μετά τη χρήση, όταν πάψει το ενδιαφέρον. Μια λεσβία Χάρβεϊ Γουάινστιν! 

Ώπα! Μπορεί μια ομοφυλόφιλη γυναίκα να είναι σεξουαλικός κακοποιητής, ένας sexual predator; Η Marin Alsop, που για πολλούς αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης για τον χαρακτήρα της Λύδιας Ταρ, δήλωσε μετά την παρακολούθηση της ταινίας πως «προσβλήθηκα ως γυναίκα, προσβλήθηκα ως μαέστρος, προσβλήθηκα ως λεσβία». Και συνέχισε: «Υπάρχουν τόσοι πολλοί άντρες – πραγματικοί, τεκμηριωμένοι άντρες – στους οποίους αυτή η ταινία θα μπορούσε να βασιστεί, αλλά, αντίθετα, όχι μόνο βάζει μια γυναίκα στον ρόλο, αλλά της δίνει όλα τα χαρακτηριστικά αυτών των ανδρών. Αυτό δείχνει αντιγυναικείο». Μάλιστα. Μια χαρά ταινία θα προέκυπτε λοιπόν με τίτλο πχ «Smith», με ήρωα έναν John Smith, διευθυντή ορχήστρας, που χρησιμοποιεί τη θέση του για να περνάει από το κρεβάτι του φιλόδοξους, νεαρούς μουσικούς. Σωστά; 

Επομένως, ναι στην τέχνη, ναι στην καλλιτεχνική ελευθερία, αλλά ρε παιδί μου, να μην θίξουμε τις λεσβίες, να μην θίξουμε τους χοντρούς, να μην θίξουμε τους παράλυτους, να μην θίξουμε τους Μορμόνους, τους Βλάχους, τους Πόντιους, τους μαύρους, τους κίτρινους, τους μπλε, τους Αρειανούς, τους ανοργασμικούς, τους πανσεξουαλικούς. Ταινίες αλά καρτ και έμμεση λογοκρισία. Να περνάς από χίλια κόσκινα όλα όσα γράφεις, όλα όσα λες, όλα όσα σκέφτεσαι, για να μην θίξεις κάποιον. Γιατί, ελλοχεύει ο κίνδυνος, αφού καταφέρεις να γίνεις μεγάλος και τρανός, τζουπ, να φας μια ακύρωση και να βρεθείς στα τάρταρα. Γιατί δεν έχει νόημα η ακύρωση όταν δεν είσαι κάποιος, σωστά; Θα ακυρωθείς μόνο όταν γίνεις κάτι σημαντικό... Τι σκατά καλλιτεχνική ελευθερία είναι αυτή; Πόσο συγγενής τελικά είναι ο φασισμός με την πολιτική ορθότητα; Επιτρέπεται να εκφράζεις γνώμη πλέον ή το μόνο που επιτρέπεται να κάνεις, είναι να πουσάρεις μόνο συγκεκριμένες ατζέντες; Έχω διαβάσει μύδρους κατά της ταινίας. Μέχρι και για φασιστική την έχουν κατηγορήσει, δηλαδή, έλεος κάπου. Τεςπα, συνεχίζουμε. 

Ο Field με μεγάλη υπομονή, μεθοδικά και με ψυχρά χρώματα, δημιουργεί κάτι άξιο παρακολούθησης και επαίνων, που άλλοτε με τραβούσε στα χνάρια του «Birth» του Jonathan Glazer κι άλλοτε σε εκείνα του «Code inconnu» του Michael Haneke. Η Λύδια Ταρ είναι στην κορυφή και θέλει να πάει ακόμα πιο ψηλά! Έως ότου παθαίνει αυτό που τόσο εύγλωττα συμπυκνώνει σε μια λέξη ο ήρωας που υποδύεται ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος στην υπέροχη ταινία του Περικλή Χούρσογλου «Ο κύριος με τα γκρι»: «Γλίστρησα». Έτσι και η Λύδια. Γλιστράει. Φλερτάροντας την νεαρή τσελίστρια, το τελευταίο σκοτεινό αντικείμενο του πόθου της, και προσπαθώντας να της επιστρέψει ένα αρκουδάκι που ξέχασε στο αυτοκίνητό της, θα την ακολουθήσει σε ένα παράξενο σπίτι και... θα σπάσει τα μούτρα της. 

Η πτώση της θα είναι θεαματική και απότομη. Θα βγουν όλα τα άπλυτά της στη φόρα. Κι εκεί που βρισκόταν στην κορυφή, θα βυθιστεί στον βούρκο. Απότομη κι επίπονη προσγείωση. Αυτός ο εγωπαθής, χειριστικός άνθρωπος, θα νιώσει στο πετσί του την ήττα. Αλλά, μια στιγμή. Γιατί ο τόνος του φιλμ μετά το «γλίστρημα» αλλάζει; Γιατί η Λύδια βλέπει τον παράξενο, τεράστιο σκύλο ( ; ) στο ερειπωμένο κτίριο; Γιατί ακούει θορύβους, γιατί βλέπει αυτά που βλέπει κι ακούει αυτά που ακούει; Ποιος θέτει τον μετρονόμο της σε λειτουργία; Γιατί υπάρχει διαφορετικό μοντάζ εδώ; Μήπως ό,τι ακολουθεί της πτώσης είναι όνειρο; Ή μάλλον, εφιάλτης; Μήπως όλα αυτά συμβαίνουν μόνο μέσα στο κεφάλι της; Μήπως η πραγματικότητα που βιώνει είναι μια προβολή του μέλλοντος έτσι όπως το φαντάζεται; Το φλερτ με το μεταφυσικό δίνει άλλη μια ενδιαφέρουσα διάσταση στην ταινία. Και ο Field αποφεύγει τις εύκολες κι έτοιμες απαντήσεις. 

Απίστευτο το πως μια ταινία είναι ταυτόχρονα μαξιμαλιστική και μινιμαλιστική, λεπτομερέστατη και ασαφής, «όλα στη φόρα» και κρυπτική. Η Λύδια δεν απολογείται, δεν μετανιώνει, δεν ζητάει ούτε την συμπάθεια ούτε την κατανόησή μας. Και μετά την πτώση της ετοιμάζει την επιστροφή της. Ακόμα και χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο τις Φιλιππίνες. Ετοιμάζεται να αναγεννηθεί από τις στάχτες της, κι ας νιώθει ότι την στοιχειώνει παντού αυτή η καταραμένη Πέμπτη Συμφωνία, αυτό το μαγικό νούμερο πέντε: Όταν ζητάει ένα μασάζ για να χαλαρώσει, χαμένη στη... μετάφραση, οδηγείται σε μπουρδέλο, όπου η κοπέλα που της τραβάει την προσοχή είναι εκείνη με το νούμερο πέντε! 

Στο φινάλε, εκεί όπου σε ζωντανή μετάδοση, θα «ντύσει» με μουσική τις εικόνες του videogame «Monster Hunter» μπροστά σε ένα ακροατήριο που σέβεται απόλυτα τους κανόνες του cosplay, ο αφηγητής θα μιλήσει για τον Πέμπτο Στόλο: το μαγικό νούμερο πέντε, που στοιχειώνει τη ζωή της. Από τον Γκούσταφ Μάλερ στο βιντεογκέιμ, ένα τσιγάρο δρόμος. Ελεύθερη πτώση είπατε; Και είναι ευτελές είδος τα βιντεογκέιμ; Χμ. Μόνο για λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά. Δεν φταίει η Λύδια Ταρ: στραβός είναι ο γιαλός. Γεμάτη στρεβλώσεις είναι η σύγχρονη νεοφιλελέ δυτική κοινωνία. 

Σπουδαία ταινία, με απίστευτη δουλειά στη διεύθυνση φωτογραφίας και στο μοντάζ, στην επιλογή και την εκτέλεση της μουσικής, στην αυθεντικότητα τοποθεσιών, μαγαζιών, προϊόντων και καταστάσεων (μόνο το... μαλλί του Strong βγάζει μάτι, αλλά τι, επειδή είναι φαλακρός δεν μπορεί να παίξει ρόλο μαλλιά; μουάχαχαχαχαχα) τίποτα όμως δεν θα είχε σημασία χωρίς την παρουσία της Cate Blanchett στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η γυναίκα έμαθε να μιλάει άπταιστα γερμανικά, τελειοποίησε το πιάνο της (ναι, ό,τι ακούγεται να παίζεται από την ίδια, παίζεται από την ίδια!), διευθύνει η ίδια κανονικά, ως μαέστρος, την αυθεντική φιλαρμονική και εννοείται, δίνει ερμηνεία – οδοστρωτήρα! Δίνει ζωή, σάρκα και οστά, σε έναν χαρακτήρα στα όρια του αντιπαθούς, και το κάνει με τρόπο αφοπλιστικό και απολαυστικό. 

Για το φινάλε κράτησα να μεταφέρω τα λόγια του αφηγητή του παιχνιδιού λίγο πριν τελειώσει η ταινία. Σαν να συμπυκνώνουν όλο το νόημα της ταινίας σε αυτές τις λίγες λέξεις. Ιδίως η κατακλείδα είναι όλα τα λεφτά: «Sisters and brothers of the Fifth Fleet, it’s time. I’ll keep my farewell brief - never was much with words. Once you board this ship, there’s no turning back. The next ground your feet will touch will be that of the New World. If any of you lost your nerve, then step away now, and let no one judge you».

Tár Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Φεβρουαρίου 2023 από την Tulip Ent.!
Περισσότερα... »

Χτύπος στην Καλύβα (Knock at the Cabin) Poster ΠόστερΧτύπος στην Καλύβα
του M. Night Shyamalan. Με τους Dave Bautista, Jonathan Groff, Ben Aldridge, Nikki Amuka-Bird, Kristen Cui, Abby Quinn, Rupert Grint.

I want to put on, my my my my my Boogie shoes, just to boogie with you!
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Η πρώτη γραμμή της τριλογίας, γράφηκε δυο δεκαετίες και κάτι πριν, ελάχιστα κατοπινά του μιλένιουμ. Στο Signs (2002) ένας χήρος ιερέας που έχει την ευθύνη του μεγαλώματος δύο ανήλικων παιδιών μετά τον αιφνίδιο θάνατο της συζύγου, του, καλείται να εντοπίσει τι ακριβώς κρύβουν τα γιγαντιαία σημάδια που έχουν δημιουργηθεί στις φυτείες καλαμποκιών και περιβάλλουν την δική του φάρμα. Με την Πίστη του να δοκιμάζεται σφόδρα λόγω της άδικης απώλειας, οφείλει να αναπροσαρμόσει τις δυνάμεις του, προκειμένου να προστατέψει τους δικούς τους ανθρώπους από μια απροσδιόριστη απειλή. Ομοίως, στο The Happening (2008) ένας ιδεαλιστής καθηγητής γυμνασίου, που αντιμετωπίζει διάφορα ζόρια στην σχέση με την συμβία του, παλεύει να ξεφύγει μακριά από τον αόρατο εχθρό που οδηγεί τους συνανθρώπους του σε αυτοκτονικές τάσεις. Με τον καλύτερο φίλο και συνάδελφο του να ολοκληρώνει την αυτοχειρία, θα αναγκαστεί να πάρει υπό την προστασία του την ορφανή θυγατέρα του, οδηγώντας την μακριά από το μαζικό κακό που παραμονεύει. Στις δύο προαναφερθείσες δημιουργίες, που άσχετα από την καλλιτεχνική τους αξία, δύναται κανείς να αναπτύξει θεωρίες συγγραφής ολάκερης εγκυκλοπαίδειας, έρχεται να προστεθεί ακόμη μία, το Knock At The Cabin, για να κλείσει επιτέλους ο κύκλος. Ορίζοντας το εξαιρετικά ενδιαφέρον Τρίπτυχο των Μεταφυσικά Δοκιμαζόμενων Προσωπικών και Οικογενειακών Αξιών, όπως το συνέλαβε και το εκτέλεσε σε φιλμ, ένας από τους πλέον αγαπημένα άνισους δημιουργούς στην ιστορία του κινηματογράφου.

Χτύπος στην Καλύβα (Knock at the Cabin) Quad Poster
Τις ευτυχισμένα νηνεμικές στιγμές ξεγνοιασιάς της επτάχρονης Γουέν, που περνά ένα Σαββατοκύριακο αναμελιάς μαζί με τους θετούς της γονείς, Έρικ και Άντριου στο απόμερο εξοχικό καλύβι, θα διακόψει μονομιάς η άφιξη ενός μυστηριώδη ξένου, που θα την τρομάξει με τα λόγια του. Κατάσταση που θα εξελιχθεί σε ακόμη πιο τρομακτική, αφού κατόπιν του φιλικού Λέοναρντ, στην καταπράσινη αυλή του κτήματος θα εμφανιστούν ακόμη τρεις άγνωστοι, δυο γυναίκες κι ένας ακόμη άντρας, που με την βία και αρματωμένοι με αυτοσχέδια όπλα, θα επιδιώξουν να εισβάλλουν στο σπίτι.

Μια επίθεση που θα βρει απροετοίμαστη την τριμελή οικογένεια, που από την μια στιγμή στην άλλη θα βρεθεί αιχμάλωτη της ετερόκλητης τετράδας των αγνώστων, ακόμη και μεταξύ τους μέχρι προ ολίγων ωρών, όπως θα ομολογήσουν εξηγώντας την έφοδο τους. Και που απλά θα θέσουν ένα απρόσμενο τελεσίγραφο στους δύο γονείς, πως αν σε ελάχιστο χρόνο δεν αποφασίσουν να θυσιάσουν ένα μέλος από την φαμίλια τους, ολάκερος ο κόσμος θα καταστραφεί. Δίλημμα που θα εκληφθεί ως αστείο από τους δεμένους πισθάγκωνα ανάδοχους πατεράδες της μπεμπέκας, ωσότου περίεργα φαινόμενα θα αρχίσουν να λαμβάνουν χώρα, οδηγώντας στο συμπέρασμα πως η ανθρωπότητα, ελέω της μη αποφασιστικότητας τους, βρίσκεται στ αλήθεια σε κίνδυνο!

Πως λέμε λοιπόν στην θεωρία του χάους, πως ένα πέταγμα μιας οποιασδήποτε πεταλούδας στον Αμαζόνιο, δύναται να φέρει βροχή στον αντίποδα της Κίνας? Έτσι ακριβώς στην πράξη του αληθινού ολέθρου, μόνον μια ανθρωποθυσία, συγκεκριμένη και με χρονικό deadline, είναι ικανή να διατηρήσει τον κόσμο στην ασφάλεια του και να αποτρέψει τον Αρμαγεδδόνα που το μοιραίο κουαρτέτο έχει δει στα όνειρα του. Στο τραπέζι λοιπόν θα πέσει το ζωτικής σημασίας ερώτημα: Πόσα πράγματα θα ήσασταν διατεθειμένοι να θυσιάσετε, αν στα χέρια σας βρισκόταν η σωτηρία του πλανήτη? Πόσο σημαντική είναι η διατήρηση στην ζωή του ενός, πλην αγαπημένου, λατρεμένου, μοναδικού και αναντικατάστατου, σε σύγκριση με αυτή των δισεκατομμυρίων, μα ξένων και αγνώστων.

Για να τα βάζουμε σε μια τάξη, αφηγηματικά πρωτίστως, μόνο ως ένα κακόγουστο αστείο θα μπορούσε κανείς να εκλάβει την παρουσία τεσσάρων μουρλών, που εκστομίζουν παλαβομάρες περί του επερχόμενου τέλους και της ολοκληρωτικής καταστροφής. Το πράγμα θα πάρει ανάποδη στροφή όμως, από την ώρα που η τετράδα δεν θα εμφανιστεί απειλητική προς τους ομήρους, το αντίθετο μάλιστα, αφού οι περισσότερες τάσεις φέρουν προς την ευγένεια και την πραότητα. Μα το κυριότερο με τον δικό τους, θυσιαστικό, τρόπο που θα αντιδράσουν, παίρνοντας την μία μετά την άλλη τις αρνητικές απάντησεις των μοναδικών - κατ εκείνους - Σωτήρων.

Στην ουσία λοιπόν σε αυτό το λιτότατο από σκηνικά, εφέδες και φιοριτούρες θρίλερ, η θεματική βάση κτίζεται πάνω στην ύπαρξη των Τεσσάρων Ιπποτών της Αποκάλυψης, τους σύμφωνα με τις γραφές του Ιωάννη, εκείνους τους καβαλάρηδες που λειτουργούν ως οι πρόδρομοι των αβάσταχτων δεινών που θα επακολουθήσουν. Και που δεν είναι παρά τύποι της καθημερινότητας, ένας προπονητής σε ομάδα νέων, μια νοσοκόμα, μια μαγείρισσα, αλλά κι ένας παράξενος κοκκινοτρίχης μουσάτος, που κάτι αδιόρατο θυμίζει στους δυο μπαμπάδες. Οι οποίοι από την μεριά τους, εκτιμούν πως επιλέχθηκαν από την τετράδα να υποστούν αυτό τον (δεν ξέρεις πως θα εξελιχθεί) εξευτελισμό, ως συνέπεια της σεξουαλικής τους προτίμησης, αλλά και της μάγκικης αποφασιστικότητας τους να στήσουν σπιτικό, μεγαλώνοντας κι ένα δύσμοιρο ορφανό, δίνοντας του την ευκαιρία σε μια καλύτερη ζωή, που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να του προσφέρει.

Το κλίμα έτσι από αρχικά κλειστοφοβικό, περνά μέσα από τις ανατρεπτικές απολήξεις του κάθε "τέλους χρόνου", μα και από τα πληροφοριακά φλασμπάκς που μας δείχνουν τι έχει τραβήξει το ομοφυλόφιλο ζευγάρι στην πορεία της σχέσης του, σε κάτι πιο προβληματισμένο στην συνέχεια. Λες οι βίαιοι, μόνον προς ιδίους, εφορμούντες, πραγματικά να λένε την αλήθεια και η τύχη της γης να διακυβεύεται από την απάντηση που θα πάρουν από τους μπερδεμένους γκέι γονείς? Ο Shyamalan που από καιρό έχει πάψει να είναι ο σχεδιαστής των ευρηματικών τουίστ, δίχως να λησμονεί να τροφοδοτήσει την μαρκίζα του πιασάρη εμπορικά, μια χαρά το στήνει το ντεκόρ του, θέτοντας ως αφετηρία το τρομακτικό μπάσιμο των ξένων στο οικογενειακό άσυλο, συνεχίζοντας όμως, δια μέσου της θρησκευτικών αναζητήσεων οδού, στο σκόρπισμα μπόλικων διλημμάτων, γύρω από το ατομικό θέλω και πρέπει.

Ασχέτως των εμβόλιμων χρονικών πέρα δώθε, όμως το πλάνο του στην πορεία μοιάζει ανακόλουθο προκαλώντας όχι και λίγα ερωτηματικά, στον θεατή που παίρνει στα σοβαρά την κάθε κίνηση του Ινδού. Φυσικά και η ευκολία είναι να καταλήξουμε στην συμβολική θεώρηση των πάντων ή ακόμη χειρότερα στην γενίκευση της κρίσης της ηθικής του καθενός. Το σενάριο από την άλλη, βασισμένο στο πρωτότυπο σύγγραμμα του Paul Tremblay, προσεγγίζει τους χαρακτήρες μεθοδικά, χωρίς να τους εκθέτει, σε βαθμό που να μην διαχωρίζονται στην εξέλιξη οι καλοί από τους κακούς. Να μην υπάρχουν καν, οι δεύτεροι ίσως. Το φινάλε με την ρηχή του εκτόνωση, σε στιγμές που έξω χαλάει το σύμπαν, είναι που κάπου με συγκράτησε από το να θεωρήσω το Cabin ως την πιο αξιόλογη στιγμή του MNS, εδώ και αρκετό καιρό. Μαζί με τα ακατάπαυστα σε πρώτο πρόσωπο πλάνα, που στην δική μου ματιά, λειτουργούν πλήρως αντίθετα από τον λόγο αμεσότητας που τα φίλμαρε ο ντιρέκτορ. Αντιπαθητικά!

Σε γενικές γραμμές πάντως η 15η κίνηση του πάλαι ποτέ χρυσού παιδιού του Χόλιγουντ, καταφέρνει τον σκοπό της, αφού η λυτρωτική έξοδος από το αδιέξοδο που έχει περιέλθει ολάκερο το σύμπαν, εγκλωβισμένο στο καλύβι της Πενσυλβάνιας, πανεύκολα θα δημιουργήσει υπέρμαχους και αντιδραστικούς. Με καθένα από μέρους του να παλεύει να συντάξει τις χίλιες σκέψεις που σαν ζιζάνια σκόρπισε μέσα του αυτό το, σαν μαγεμένο από μια υπέρτατη δύναμη, παραλήρημα των αλαφροΐσκιωτων Ζηλωτών. Στα συν καταγράφω που ο Night δεν στρογγυλοκάθεται στον ολόχρυσο θρόνο που του έχουν κτίσει τα 3 και βάλε τρις δολάρια των εσόδων των ταινιών του, μα συνεχίζει να το ψάχνει, να το ζορίζει, να το στίβει το μυαλό του, αναζητώντας το ξεπέρασμα του ζενίθ της 6ης Αισθήσεως. Στα πλην, νιώθω απογοητευμένος, που αυτή του η πάλη κρατά, πια, ένα τέταρτο του αιώνα. Κι ο πήχης αντί να πλησιάζεται, μάλλον νιώθω να ξεμακραίνει.

Χτύπος στην Καλύβα (Knock at the Cabin) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Φεβρουαρίου 2023 από την Tulip Ent.!
Περισσότερα... »

Μέρες Ξηρασίας (Kurak Günler / Burning Days) Poster ΠόστερΜέρες Ξηρασίας
του Emin Alper. Με τους Selahattin Paşalı, Ekin Koç, Erol Babaoğlu, Erdem Şenocak, Seli̇n Yeni̇nci̇.

Into The Gap
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Δεν υπάρχει χώρα σε ετούτο τον πλανήτη που να μην απαντάται αυτό το φαινόμενο. Των σημαντικών διαφορών δηλαδή, σε τρόπο σκέψης και αντίληψης, λογικής και συμπεριφοράς, μεταξύ των ανθρώπων που διαβιώνουν στο κέντρο, στην πρωτεύουσα, στην μητρόπολη, με εκείνους που ζουν στην περιφέρεια. Η ένταση του αυξομειώνεται και μάλιστα σε πολύ σημαντικά ποσοστά, ανάλογα με το μέγεθος του τόπου, αφού έχει παρατηρηθεί σε πιο συμμαζεμένα σε έκταση κράτη, πολύ μικρότερη η τάση της αστυφιλίας, όσο και της απόστασης σε εκφραστικούς τρόπους. Αντιθέτως, χώρες αχανείς σε εύρος, μετά μεγάλης ευκολίας σπάζουν τους δεσμούς με το πολιτισμένο επίκεντρο, συνεπώς όσο πλησιάζουμε στα άκρα τους να συναντάμε φερσίματα που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την βιτρινική κουλτούρα. Προς καμία φοβερή έκπληξη μας, αφού αυτή την τεράστια σε οποιουδήποτε είδους μήκος απόσταση βάσης - πλευρών, την έχουμε πληρώσει με μια εθνική καταστροφή, η εξ ανατολών γείτονας μας, λογικά προβάλλει στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας λίστας εκδήλωσης του φαινομένου.

Μέρες Ξηρασίας (Kurak Günler / Burning Days) Quad Poster
Από τις πρώτες κιόλας ώρες που θα βρεθεί στην απομονωμένη επαρχία του Γιανικλάρ, ο νεαρότατος και λουστραρισμένος εισαγγελέας Εμρέ, θα αντιληφθεί πως αυτή η παρθενική του μετάθεση δεν είναι ότι ακριβώς θα περίμενε. Παρόλα αυτά τάχιστα θα θελήσει να περάσει τις δικές του πολιτισμένες πεποιθήσεις, καταργώντας άμεσα τις πρωτόγονες των ντόπιων που αρέσκονται στο να περιφέρονται δημόσια οπλισμένοι βαρώντας μπαλοθιές σε κάθε ευκαιρία, επιδεικνύοντας και τα βάναυσα κατορθώματα τους στο κυνήγι αγριογούρουνων.

Στάση που φυσικά θα τον φέρει μονομιάς σε ρήξη με τους τοπικούς άρχοντες, που χάρη στην τεράστια ισχύ τους, έχουν μεγάλη πέραση στην μάζα, που τους στηρίζει ειδωλολατρικά. Αποφασισμένος ο δικαστικός λειτουργός να μην αφήσει να συνεχιστούν τα απολίτιστα έθιμα, δεν θα διστάσει να προβεί και σε διώξεις κατά παντός υπευθύνου, όποιο κι αν είναι το αξίωμα του. Μια βραδιά καλωσορίσματος στο κονάκι του Δημάρχου, που θα οδηγήσει τον Εμρέ σε βαθιά μέθη από την αλόγιστη κατανάλωση ρακής, θα ορίσει και το μεγάλο του σφάλμα, αφού πλέον τίποτα στην δράση του, ελέω κενού μνήμης, δεν θα μπορέσει να είναι το ίδιο.

Το σοκ του διοικητικού ρούκι θα μεγεθυνθεί ακόμη περισσότερο στην αντίληψη της ατελείωτης ξηρασίας που μαστίζει ολάκερη την Ανατολία, με συνέπεια οι κάτοικοι να παίρνουν νερό με το δελτίο, πιστεύοντας πάντως τις υποσχέσεις των προυχόντων, πως με την επανεκλογή τους στον θώκο, θα εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα που (λένε πως) κρύβει το σκονισμένο υπέδαφος. Μακρά αναβροχιά που έχει δημιουργήσει ακραία γεωλογικά φαινόμενα σε όλη την περιοχή, με την γη να υποχωρεί προκαλώντας γιγάντιες και άκρως επικίνδυνες για την ασφάλεια των πολιτών καταβόθρες.

Σε αυτό το νοσηρό και φουντωμένο από το κοκκινόχωμα που αιωρείται στην ατμόσφαιρα κλίμα, καλείται να εργαστεί με βάση τα όσα έχει διδαχθεί, αλλά και με γνώμονα τις ηθικές του αρχές, ο δημόσιος λειτουργός, που ούτε την εμπειρία διαθέτει, ούτε το κύρος να επιβληθεί στους προσφάτως δημιουργηθέντες εχθρούς του. Που από την μεριά τους και την καπατσοσύνη έχουν στο τσεπάκι, όπως και την άγνοια τιμωρίας τους για τις παραβατικές τους ενέργειες, προκειμένου να στήσουν την παγίδα στον κολαρισμένο υπάλληλο του υπουργείου δικαιοσύνης. Κι έτσι κάτω από τον καυτό ήλιο που ισοπεδώνει διαθέσεις και συναισθήματα, θα στηθεί η μονομαχία του εξευγενισμένου ενός με το υποανάπτυκτο σύνολο.

Φυσικά και δεν μιλάμε για κάποια υπερβολικά πρωτότυπη ιστορία, αφού με το συγκεκριμένο κοινωνικό κοντράστ, έχουν μπόλικοι κινηματογραφιστές ασχοληθεί κατά καιρούς. Πέρα του γεγονότος πως ο φιλόδοξος και ιδιαίτερα αγαπητός στα απανταχού φεστιβάλια σκηνοθέτης Emin Alper (Abluka), έχει στήσει ένα σενάριο σωστά δομημένο και καταρτισμένο, οφείλουμε να αποδεχτούμε και το ότι στην Τουρκία, τέτοιου είδους καυστικές προς το καθεστώς, πολιτικές θέσεις, δεν είναι και τόσο ελεύθερες να εκφραστούν. Άρα αυτομάτως παίρνει ένα πόιντ ο 50χρονος σκηνοθέτης, στο τέταρτο μεγάλου μήκους βήμα του.

Και είναι πραγματικότητα πως στο μεγαλύτερο τμήμα της δίωρης ταινίας του, πετυχαίνει να αναπτύξει όλη αυτή την φρενίτιδα που προκαλεί η δίψα, η ξηρασία, αλλά και η πλήρης έλλειψη πολιτισμικού υπόβαθρού, που θα αντιμετώπιζε τις δύσκολες συνθήκες αλλιώς. Εντάσσοντας στην σεναριακή του γραμμή και το αστυνομικό στοιχείο - τον βιασμό μιας ανήλικης Ρομά, την νυχτιά μέθης του εισαγγελέα - προχωρά μεθοδικά στην δόμηση των κεντρικών ιδεών, που έχουν σαν βάση τον καθορισμό των απίστευτων αντιθέσεων. 

Στα υπέρ του στέκεται, εννοείται, η άριστα φωτογραφημένη μορφολογία της γειτονιάς που εκτυλίσσεται το δράμα, στην περίπτωση μας η Καισαρεία, που ορίζει ένα γνώριμο και από άλλες, παρόμοιου ύφους τουρκικές παραγωγές, δυστοπικό σκηνικό. Εξαιρετική και η αρωγή του μοντάζ, που προσφέρει μερικές ανθολογικές, μακροσκελείς σε διάρκεια, αλλά απόλυτα πειστικές και ρεαλιστικές σεκάνς, όπως εκείνη της μάζωξης στον δημαρχιακό οντά, που θα αποφέρει τόσο την σεξουαλική κακοποίηση, όσο και το μπλακ άουτ στο μυαλό του νομικού. 

Σε αυτή ακριβώς την εξέλιξη βοηθούν τα μέγιστα οι αληθινές περιφερειακές ερμηνείες των "κακών" του στόρι, που είναι τόσο όσο εριστικές, ξεδιάντροπες και χυδαίες, ώστε να δημιουργήσουν το αίσθημα της αποτροπής στον θεατή. Και της στήριξης στο "παιδάκι", που οι ιθύνοντες του φόρεσαν μια θεσμική γραβάτα και το έστειλαν από τον κοσμοπολίτη Βόσπορο στα Εσκισεχίρ, σαν κάπρο προς σφαγή. Δεν θα έλεγα το ίδιο, για την στάση του μοναδικού συμμάχου του, ενός ντόπιου ρεπόρτερ που εναντιώνεται στο σύστημα, που μάλλον δεν είναι πλήρως εξηγήσιμη, ούτε ομοίως άρτια μελετημένη. Είναι και εκείνη η αδιόρατα γκέι έκφανση, που και αταίριαστη με το σύνολο μοιάζει και αποπροσανατολιστικά δρα, δίχως να είναι και η πρώτη φορά που το homosexual στοιχείο παρεμβάλλεται έτσι ξεκάρφωτο και ανούσιο σε arthouse φιλμικό πόνημα.

Συνολικά όμως η ταινία του Alper είναι και ενδιαφέρουσα και θέτει τα θεμέλια που πάνω τους μπορεί να διεξαχθεί μπόλικη κουβέντα πάνω στο υπαρκτό κενό μεταξύ της χάι σοσάιτι και της χωριατιάς. Της φωτεινής Ιστανμπούλ, εδώ και του απόμερου, αφιλόξενου και ιμπέριουμ ιν ιμπέριο Μπαλκάγια. Τόσο βαθιού και απροσπέλαστου χάσματος, όσο αυτό που στήνουν οι τρυπάρες στα εδάφη της κοινής πατρίδας. Εμείς, οι σπουδαγμένοι άριστοι θα είμαστε πάντα από εδώ, εσείς οι κατιμάδες απέναντι, εκεί θα παραμείνετε, άλογα και άφιλα ζώα σαν κι αυτά που βάζετε σημάδι.

Μέρες Ξηρασίας (Kurak Günler / Burning Days) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Φεβρουαρίου 2023 από την Mikrokosmos!
Περισσότερα... »

Αστερίξ και Οβελίξ: Στο δρόμο για την Κίνα (Astérix & Obélix: L'Empire du Milieu / Asterix & Obelix: The Middle Kingdom) Poster ΠόστερΑστερίξ και Οβελίξ: Στο δρόμο για την Κίνα
του Guillaume Canet. Με τους Guillaume Canet, Gilles Lellouche, Vincent Cassel, Jonathan Cohen, Marion Cotillard, Julie Chen, José Garcia, Ramzy Bedia, Pierre Richard, Zlatan Ibrahimovic.


Ολ-ιν-δε-μιξ!
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Τσιν τσον τσαν ρε, τσιν τσον τσαν

Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία live action (κι όχι κινουμένων σχεδίων) με ήρωες τους αγαπημένους ήρωες των René Goscinny και Albert Uderzo. Έχουν προηγηθεί οι εξής ταινίες: «Αστερίξ & Οβελίξ εναντίον Καίσαρα» (Astérix & Obélix contre César, 1999) σε σκηνοθεσία Claude Zidi (κόστος 42 εκατομμύρια ευρώ, έκοψε 8.95 εκατομμύρια εισιτήρια στη Γαλλία), «Αστερίξ & Οβελίξ: Επιχείρηση Κλεοπάτρα» (Astérix & Obélix: Mission Cléopâtre, 2002) σε σκηνοθεσία Alain Chabat (κόστος 50 εκατομμύρια ευρώ, έκοψε 14.56 εκατομμύρια εισιτήρια στη Γαλλία), «Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες» (Astérix aux jeux olympiques, 2008) (κόστος 78 εκατομμύρια ευρώ, έκοψε 6.82 εκατομμύρια εισιτήρια στη Γαλλία) και «Αστερίξ και Οβελίξ στη Βρετανία» (Astérix & Obélix: Au service de sa Majesté, 2012) σε σκηνοθεσία Laurent Tirard (κόστος 61 εκατομμύρια ευρώ, έκοψε 3.82 εκατομμύρια εισιτήρια στη Γαλλία). Έχουν περάσει λοιπόν πάνω από 10 χρόνια από την προηγούμενη ταινία της σειράς. Αυτά που ξεχωρίζουν τούτη την ταινία σε σχέση με τις προηγούμενες είναι βασικά δύο: α) είναι η πρώτη στην οποία δεν πρωταγωνιστεί ο Gérard Depardieu στο ρόλο του Οβελίξ και β) είναι η πρώτη που βασίζεται σε πρωτότυπο σενάριο, όχι δηλαδή σε σενάριο βασισμένο σε κάποιο από τα κόμικ που έχουν ήδη κυκλοφορήσει.

Αστερίξ και Οβελίξ: Στο δρόμο για την Κίνα (Astérix & Obélix: L'Empire du Milieu / Asterix & Obelix: The Middle Kingdom) Poster Πόστερ Wallpaper
Και λίγη... προϊστορία. Γραμμένη από τον Ρενέ Γκοσινί και εικονογραφημένη από τον Αλμπέρ Ουντερζό, η σειρά «Περιπέτειες του Αστερίξ» πρωτοκυκλοφόρησε στο γαλλο-βελγικό περιοδικό κόμικ «Pilote» στις 29 Οκτωβρίου του 1959. Στην Ελλάδα, το κόμικ πρωτοκυκλοφόρησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και πλέον είναι διαθέσιμο από τη Μαμούθ Comix σε άλμπουμ των 50 περίπου σελίδων. Η επιτυχία της σειράς είναι αδιαμφισβήτητη: το κόμικ είναι ένα από τα πιο δημοφιλή στον κόσμο, έχοντας μεταφραστεί σε πάνω από 100 γλώσσες (στην Ελλάδα, μάλιστα, υπάρχουν διαθέσιμα τεύχη και στα αρχαία ελληνικά, αλλά και στην κυπριακή, κρητική και ποντιακή διάλεκτο!) και σημειώσει πωλήσεις πάνω από 325 εκατομμυρίων αντιτύπων. Έχει, επίσης, εμπνεύσει ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, μια σειρά από παιχνίδια, ακόμη κι ένα θεματικό πάρκο. Η τελευταία ταινία κόστισε 65 εκατομμύρια ευρώ και βγαίνει στην Ελλάδα μία μόλις ημέρα μετά την έξοδό της σε Γαλλία, Βέλγιο και Καναδά!

Η υπόθεση: Βρισκόμαστε στο έτος 50 π.Χ. Η αυτοκράτειρα της Κίνας μόλις φυλακίστηκε μετά από πραξικόπημα που υποκινήθηκε από έναν προδότη πρίγκιπα. Με τη βοήθεια ενός εμπόρου και της πιστής της σωματοφύλακα (sic), η μοναχοκόρη της αυτοκράτειρας, πριγκίπισσα Σας-Γι, καταφέρνει να διαφύγει στη Γαλατία για να ζητήσει βοήθεια από - ποιούς άλλους; - τους ξακουστούς πολεμιστές, Αστερίξ και Οβελίξ. 

Οι δύο αχώριστοι φίλοι, παρά το γεγονός ότι η σχέση τους περνάει κρίση, δέχονται ευχαρίστως να βοηθήσουν την πριγκίπισσα να σώσει τη μητέρα της και να ελευθερώσει τη χώρα της. Έτσι, αρχίζουν ένα μεγάλο, περιπετειώδες ταξίδι προς την Κίνα. Όμως, τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο όταν ο Καίσαρας, νιώθοντας πως η Κλεοπάτρα όχι μόνο δεν τον αγαπά αλλά δεν τον σέβεται καν, αποφασίζει να κινηθεί - μαζί με τον ισχυρό στρατό του - κι αυτός προς την Κίνα, προκειμένου να την κατακτήσει, κάτι που θα τον κάνει πασίγνωστο σε όλη την γη.

Η άποψή μας: Ζήσαμε για να το δούμε κι αυτό: Μια ταινία που προσπαθεί να κάνει επίκαιρους τους αγαπημένους μας Αστερίξ και Οβελίξ, μπολιάζοντας μεταξύ των άλλων την πλοκή με στοιχεία women empowerment και με τον Αστερίξ να φαίνεται να έλκεται από την ιδέα του βιγκανισμού! Κι ενώ το πρώτο έχει νόημα και περνάει ουσιαστικά μηνύματα από τη μια δίνοντας και το έναυσμα για χιούμορ από την άλλη, το δεύτερο αγγίζει τα όρια της ιεροσυλίας! Ακούς εκεί να μην τρώει αγριογούρουνο ο Αστερίξ! Ευτυχώς, ο Οβελίξ ανθίσταται σθεναρά! 

Η αλήθεια είναι πως όταν έχεις στα χέρια σου μια τέτοια χρυσοφόρο όρνιθα όπως το όλο franchise των ανυπότακτων Γαλατών, προφανώς και θέλεις να το εκμεταλλευτείς για να βγάλεις παραπάνω χρήματα αλλά και για να παραμείνεις επίκαιρος και να αφοράς και νεότερες γενιές, που δεν έχουν γνωρίσει τους Αστερίξ και Οβελίξ μέσω των κόμικ. Όσο το ενδιαφέρον μένει ζωντανό, τόσο τα ποσά στους τραπεζικούς λογαριασμούς αυξάνονται. Θεμιτό, σωστά; 

Όπως θεμιτό είναι να γυρίζεται ταινία, που μεγάλο μέρος της διαδραματίζεται στην Κίνα, με μερικούς Κινέζους ηθοποιούς σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, οι οποίοι εννοείται μιλάνε άψογα γαλλικά! Η Κίνα είναι μια τεράστια αγορά, με εκατομμύρια πιθανούς θεατές, οπότε στρατηγικά το όλον έχει λογική. Ίσως στην επόμενη κινηματογραφική τους περιπέτεια, οι Αστερίξ και Οβελίξ να βρεθούν στην Ινδία ή το Πακιστάν ξέρωγω. Ή ακόμα ακόμα στην Αμερική, που ανακαλύφθηκε 14 αιώνες μετά. Ίδωμεν. Ταινίες γυρίζουν οι άνθρωποι, δεν διδάσκουν Ιστορία. 

Πάμε τώρα στο δια ταύτα. Η ταινία είναι μεν διασκεδαστική για όλους εμάς τους καλοπροαίρετους, που αγαπάμε Γκοσινί & Ουντερζό, αλλά μοιάζει και λίγο αμήχανη για να λέμε την πάσα αλήθεια. Πχ, διάβαζα αυτά που έλεγε ο Canet, πως πχ κάθε κουστούμι που βλέπουμε στην ταινία είναι χειροποίητο, φτιαγμένο κομμάτι κομμάτι, βαμμένο όπως βαφόταν τα υφάσματα τότε. Οκ. Προφανώς, ξοδεύτηκαν πολλά χρήματα σε αυτόν τον τομέα. Από την άλλη, δεν έχουμε πολλά γενικά, πανοραμικά πλάνα, για να δούμε τοπία, κομπάρσους, μεγαλοπρέπεια. Σαν να γυρίστηκε όλη η ταινία σε στούντιο με βαριά χρήση CGI. 

Εκεί όμως που περίμενα περισσότερα πράγματα ήταν στο χιούμορ. Στα γκαγκ. Στις στιγμές εκείνες, που η σπίθα τους θα πυροδοτήσει τους θεατές στην πλατεία και θα τους κάνει να γελάσουν με την ψυχή τους. Ε, λοιπόν, οι πιο πολλές τέτοιες στιγμές που λειτούργησαν, έχουν να κάνουν με την μουσική και τα τραγούδια ή με παραπομπές που αφορούν τραγούδια. Πχ, ο κακός Κινέζος ονομάζεται Ντεν Σινγκ Κουίν (Dancing Queen, duh). Ο Οβελίξ, που όλοι ξέρουμε ότι γουστάρει τρελά την Φραμπαλά, παθαίνει ζαβλαμά όταν βλέπει να παλεύει η σωματοφύλακας της Κινέζας πριγκίπισσας – αυτό γίνεται με υπόκρουση το «Say you, say me». 

Σε φάση που οι δικοί μας παλεύουν με Κινέζους χρησιμοποιώντας πολεμικές τέχνες, εννοείται ότι ακούγεται το «Kung Fu Fighting». Στο φινάλε ακούμε το «Time of my life» στα κινέζικα! Και η μεγάλη ατραξιόν της ταινίας, ο Zlatan Ibrahimovic, βγάζει γέλιο με την εμφάνισή του. Είναι ο μεγάλος στρατάρχης Αντιβίρους, ο οποίος πολεμάει υπό τους ήχους του «We will rock you» κι όταν τραυματίζεται γίνεται... αλλαγή, όπως έκανε στη θητεία του στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Οι ατάκες που λέει είναι μετρημένες και προέρχονται κατευθείαν από την προσωπικότητά του, αλλά με σαφή διάθεση διακωμώδησης κι έχει πλάκα και η χροιά της φωνής του, που δεν ταιριάζει καθόλου με το όλο φιζίκ του! 

Μεγάλη ήττα ο Gilles Lellouche στο ρόλο του Οβελίξ. Έτσι κι αλλιώς περιορισμένων ερμηνευτικών δυνατοτήτων, ο κολλητός του Canet (by the way, τι ωραία ταινία ήταν το «Rock'n Roll») δεν πιάνει ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι τον τεράστιο Gérard Depardieu. Ομοίως, η σύζυγος του Canet, η αγαπημένη γενικώς Marion Cotillard, μας δίνει μια καρικατουρίστικη κι ενοχλητική Κλεοπάτρα, που ωχριά μπροστά στην Κλεοπάτρα της πρώην του Vincent Cassel, Monica Bellucci, η οποία ενώ είναι χειρότερη ηθοποιός από την Cotillard, ήταν άψογη στην δεύτερη ταινία της σειράς, που είναι με διαφορά και η καλύτερη. Μικρός μα συγκινητικός ο ρόλος του Pierre Richard ως Πανοραμίξ, ενώ από το υπόλοιπο καστ θα ξεχώριζα τον José Garcia, τον κολλητό του Καίσαρα, που σημειώνει τις ατάκες του, μιλώντας με μια βαριά, κορσικανική διάλεκτο. 

Ο Guillaume Canet, σε τριπλό ρόλο σκηνοθέτη, σεναριογράφου και πρωταγωνιστή, κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Ας πούμε, μας δείχνει μεταξύ των άλλων σε φλάσμπακ πώς επιτέλους έπεσε ο Οβελίξ στη μαρμίτα με τον μαζικό ζωμό, κάτι που δεν έχει επιχειρηθεί ούτε καν στο κόμικ! Η σκηνή ως σκηνή βεβαίως δεν λέει και πολλά αλλά λέμε τώρα. Ή, δεν μπορείς να μου το βγάλεις από το μυαλό πως στη σκηνή όπου ο Καίσαρας πίνει το εθνικό ποτό της Κίνας, το baijiu (το σάκε είναι γιαπωνέζικο, χελόου) και την ακούει λίγο, στο κλείσιμό της «κλείνει το μάτι» στη σκηνή όπου ο Robert De Niro «ονειρεύεται» φτιαγμένος από όπιο στο υπέροχο «Κάποτε στην Αμερική». Και ο Cassel μοιάζει να το απολαμβάνει να παίζει τον Καίσαρα έτσι – και μάλλον είναι εκείνος που μοιάζει περισσότερο με τον ζωγραφισμένο ήρωα που υποδύεται. 

Η αλήθεια είναι πως περιμέναμε περισσότερα από την ταινία, αλλά κάτι μας λέει πως η μεγάλη πλειοψηφία όλων όσοι πάνε να την παρακολουθήσουν μια χαρά θα περάσουν και δεν θα το μετανιώσουν.

Αστερίξ και Οβελίξ: Στο δρόμο για την Κίνα (Astérix & Obélix: L'Empire du Milieu / Asterix & Obelix: The Middle Kingdom) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Φεβρουαρίου 2023 από την Rosebud.21!
Περισσότερα... »

Καθαρτήριο (Purgatory) Poster ΠόστερΚαθαρτήριο
του Βασίλη Μαζωμένου. Με τους Μαρία Ζορμπά, Θοδωρή Κατσαφάδο, Γιάννη Κοκιασμένο, Νεφέλη Κουρή, Ανδρέα Νάτσιο, Αγγελική Καρυστινού, Adrian Frieling, Άννα Γούλα.


Post-covid αμηχανία
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Λίγο πριν την «Κόλαση» του Δάντη

Ο Βασίλης Μαζωμένος είναι Έλληνας σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός ταινιών. Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής και της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Ιδρυτής και διευθύνων της εταιρείας Ορμή (Horme Pictures), έχει γράψει και σκηνοθετήσει δέκα μεγάλου μήκους ταινίες. Είναι επίσης γνωστός ως παραγωγός μικρού μήκους ταινιών. Με τούτη την ταινία του κλείνει η «Τριλογία της Κρίσης», που ξεκίνησε με την ταινία «Γραμμές» (2016) και συνεχίστηκε με την ταινία «Εξορία» (2019).

Καθαρτήριο (Purgatory) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τον περασμένο Νοέμβριο. Λίγο αργότερα πραγματοποίησε την αθηναϊκή της πρεμιέρα στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, όπου συμμετείχε στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα, κερδίζοντας το βραβείο σκηνοθεσίας. Η ταινία συνεχίζει τις προβολές της σε διάφορα φεστιβάλ, συμμετέχοντας μεταξύ των άλλων στο διαγωνιστικό τμήμα του Fantasporto και κερδίζοντας το βραβείο καλύτερης ταινίας στα Maverick Film Awards.

Η υπόθεση: Επτά διαφορετικές ιστορίες στη σύγχρονη Ελλάδα. Ιστορίες όπου οι ήρωές τους προσπαθούν να εξαγνιστούν μέσω της αγάπης. Ένας μοναχός ηγείται μιας πομπής. Ένα κορίτσι διασώζεται από την πορνεία. Δύο κολεγιόπαιδα γίνονται δράστες βίαιων περιστατικών. Ένας ηλικιωμένος πέφτει θύμα μιας αστυνομικού. Ένα ζευγάρι προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση του. Μια γυναίκα εκφράζει τον θυμό της σε έναν δημόσιο υπάλληλο. Ένας άνδρας απάγει τον καλύτερο του φίλο. Επτά διαφορετικές ιστορίες για την αγάπη στη σύγχρονη Ελλάδα, από ανθρώπους που την αναζητούν, τη βρίσκουν, τη χάνουν.

Η άποψή μας: Ο Βασίλης Μαζωμένος κάνει ιδιαίτερο, ιδιοσυγκρασιακό σινεμά, το οποίο υπηρετεί με συνέπεια. Είναι ένα σινεμά που δεν μπορεί να κάνει εύκολα γκελ στον πολύ κόσμο. Έτσι κι αλλιώς, υπάρχει μια προκατάληψη και μια δυσπιστία από το εγχώριο κοινό για τις ελληνικές ταινίες, που δεν παράγονται για μαζική κατανάλωση, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Είναι ένας φαύλος κύκλος λίγο, που δεν σπάει και συνεχίζεται εις το διηνεκές. Μπορώ να αναγνωρίσω τις αρετές της κάθε ταινίας του – όπως και τούτης εδώ – αλλά δεν μπορώ να πω πως με καλύπτουν αισθητικά, συναισθηματικά ή εγκεφαλικά. Από την άλλη σκέφτομαι: αν ανέβαζε λιγάκι τον σουρεαλισμό στα σενάριά του και οι πρωταγωνιστές του ήταν βαμμένοι με βαρύ μέικ απ, μια χαρά δεν θα μιλούσαμε όλοι για τον Έλληνα Roy Andersson; 

Ναι, ναι, γελάτε, αλλά αφήστε αυτήν την ιδέα να καθίσει μέσα σας. Στην τελευταία του δημιουργία, μιας που μιλάμε για σπονδυλωτή ταινία, είναι λογικό κάποιες ιστορίες να είναι πιο ενδιαφέρουσες από άλλες, να υπάρχει δηλαδή κάτι το άνισο, που εντέλει χαρακτηρίζει ολόκληρο το φιλμ. Η... πλάκα είναι πως, έτσι όπως είναι δομημένη η κάθε ιστορία, υπάρχει κάτι το άνισο σε κάθε μία από αυτές! Με πιο χαρακτηριστικό αυτό που συμβαίνει στην τέταρτη ιστορία, αυτήν που τιτλοφορείται «Με το κεφάλι στο χώμα». Στο πρώτο μισό της, βλέπουμε τρεις αστυνομικούς να κάνουν πρόβα για μια παράσταση που ετοιμάζουν, σχετική με την Εθνική Γιορτή της 25ης Μαρτίου. Στο δεύτερο μισό, η επίσης αστυνομικός, συγκάτοικος της κοπέλας που συμμετέχει στις πρόβες, συγκινείται από την παρουσία στο τμήμα ενός ανιακού γεράκου και τον απαγάγει, παίρνοντάς τον μαζί της στο σπίτι της. Αυτό το δεύτερο μισό τούτης της ιστορίας είναι το καλύτερο κατά την άποψή μου τμήμα ολόκληρης της ταινίας. 

Ξεπερνάει το καταγγελτικό, σκοτεινό κατά βάση, γεμάτο θυμό και ζοφερό κλίμα του υπόλοιπου φιλμ και βγάζει ψυχούλα, βοηθούμενο τα μάλα από την ερμηνεία της υπέροχης Μαρίας Ζορμπά στο ρόλο της αστυνομικού. Από εκεί και πέρα βρήκα πολύ έξυπνο και χαριτωμένο το γεγονός πως κάποιοι ήρωες σε μια ιστορία γίνονται κομπάρσοι κάποιας άλλης ιστορίας και το αντίστροφο. Η πρώτη ιστορία με τίτλο «Λυγισμένα βλέμματα» θα μπορούσε να αγγίξει καλτ διαστάσεις, με τον παπά και τους μπατριώτες πιστούς, που απαιτούν να μπουν σε εκκλησία, τις ημέρες που αυτό απαγορευόταν λόγω της επιδημίας του covid. 

Η δεύτερη ιστορία με τίτλο «Με τη συνοδεία ενός αγγέλου» έχει επίσης καλτ στιγμές, με την εμφάνιση ενός... Elvis που διευθύνει ένα κωλόμπαρο, που μοιάζει ύποπτα με παιδότοπο, όπου κάνει θεϊκή εμφάνα η Άννα Γούλα, με ατάκα «καλώς τους μαλάκες» και που κατά τα λοιπά παρουσιάζει την «σωτηρία» μιας νεαρής πεταλουδίτσας από τον πατέρα της, που είχε χρόνια να δει. Κι αν όλο αυτό βγάζει μια εσάνς «Στρέλλας» οφείλεται και στην παρουσία του Κοκιασμένου στο ρόλο του πατέρα. Στην τρίτη ιστορία με τίτλο «Σε πυκνό καπνό», την πιο αδύναμη από τις επτά, έχουμε τη δράση μπαχαλάκηδων αντιεξουσιαστών. Κι εδώ όμως υπάρχει ένα πολύ ωραίο, μπρεχτικό, θεατρικό εύρημα, που όμως λειτουργεί μια χαρά κινηματογραφικά: αυτό της συνομιλίας του ενός καλοταϊσμένου αντιεξουσιαστή με την φραγκάτη μάμι του, υποτίθεται μέσω κινητού, αλλά... χωρίς κινητό. 

Στην πέμπτη ιστορία με τίτλο «Βάρος γύρω από το λαιμό» το πόιντ είναι η αποξένωση. Η ανικανότητα όχι μόνο να αγαπήσουμε αλλά κι απλά να κάνουμε έρωτα με άλλους, με τον άνθρωπό μας. Οθόνες, τσόντες, αυτοϊκανοποίηση κι ένας... καταραμένος όφις μας σπρώχνουν στην κατά μόνας συναισθηματική εξορία μας. Στην έκτη ιστορία με τίτλο «Γύρισα από τους νεκρούς για να σε βρω» στο στόχαστρο μπαίνουν τα χάλια του δημοσίου και η νοοτροπία του Ελληνάρα, που βρίζει τους άλλους Ελληνάρες για το ότι είναι Ελληνάρες! Τέλος, στην έβδομη ιστορία με τίτλο «Γυρίζει προς το νερό και ατενίζει», ο φίλος ενός καρκινοπαθή σε τελικό στάδιο, τον βγάζει από το νοσοκομείο. Κι εδώ, όπως και στην τέταρτη ιστορία, έχουμε δύο διαφορετικά ευδιάκριτα μέρη. Και το δεύτερο μέρος είναι και πάλι αυτό που κερδίζει τις εντυπώσεις. 

Είναι εκεί όπου η ταινία δικαιώνει τον χαρακτηρισμό της καθαρά ως σινεμά, καθώς βγαίνει από τους εσωτερικούς χώρους και πηγαίνει έξω. Εκεί, το «ύφασμα» της ταινίας από τηλεοπτικό γίνεται καθαρά κινηματογραφικό. Εκεί, το μάτι αναπνέει επιτέλους σινεμά. Έτσι που λέτε: Καθαρτήριο. Όσοι πιστοί, προσέλθετε.

Καθαρτήριο (Purgatory) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Φεβρουαρίου 2023 από την New Star!
Περισσότερα... »

Η Αυτοκρατορία του Φωτός (Empire of Light) Poster ΠόστερΗ Αυτοκρατορία του Φωτός
του Sam Mendes. Με τους Olivia Colman, Micheal Ward, Monica Dolan, Tom Brooke, Tanya Moodie, Hannah Onslow, Crystal Clarke, Toby Jones, Colin Firth.

Ανία σε Εξοργιστικό Βαθμό
γράφει ο  gaRis (@takisgaris)

Στα χαρτιά, πριν καν ξεδιπλωθεί η περσινή κινηματογραφική παραγωγή, μια νέα ταινία υπογεγραμμένη από τον Sam Mendes (American Beauty, Skyfall, 1917) φάνταζε θελκτική όσο τα πυροτεχνήματα σε κάθε αλλαγή του χρόνου. Οσκαρίλας οσμή από (ναυτικά) μίλια. Καθότι διαθέτει αυτό που λέμε pedigree- γενεαλογία, που λέμε στο Κακοσάλεσι. Μια πρώτη αυτόνομη σεναριακή δουλειά του υπερεπιτυχημένου σκηνοθέτη, με συνοδηγό τον αειθαλή Roger Deakins στη Διεύθυνση Φωτογραφίας και κορώνα τη θεάρα Olivia Colman, πιθανότατα την πλέον φορμαρισμένη ηθοποιό της τελευταίας 5ετίας. Θεματολογικά δε, η κλασική φάση «για την αγάπη στο Σινεμά», κάπου στην skinhead-ska αναβράζουσα Ινγκλατέρα, εκεί στο μεταίχμιο 70s-80s. 

Η Αυτοκρατορία του Φωτός (Empire of Light) Quad Poster
Νότια Αγγλία, το διατηρητέο Empire (στην πραγματικότητα πρόκειται για το ιστορικό Dreamland στη Margate, κτισμένο στα 1923), βρίσκεται ήδη σε αποδρομή, με τους λιγοστούς σινεφίλ να προσέρχονται για να παρακολουθήσουν oldies - but - goodies, υπό τη φροντίδα της γενικών καθηκόντων Hilary (Colman), μεσόκοπης, ψυχαναγκαστικής, μοναχικής υπαλλήλου του κατ’ανάγκην εραστή/διευθυντή της, παντρεμένου Mr. Ellis (Colin Firth). 

H Hilary, στα πρόθυρα της παράνοιας που της δημιουργούν, αφενός η ανία της καθημερινότητας, αφετέρου δε η κρίση της ηλικίας, αναστατώνεται από τον ερχομό ενός καινούργιου cineδέλφου. Stephen (Micheal Ward), ένας δυναμικός, ερωτιάρης τζαμαϊκάνος, κοντά στα μισά της χρόνια. Μια οι φυλετικές προκαταλήψεις της εποχής, μια η διαφορά ηλικίας καθώς και οι ερωτοτροπίες εντός εργασιακού χώρου, μιαν αναμπουμπούλα θα την επιφέρουν που θα εξελιχθεί σε καταιγίδα, συμπαρασέρνουσα το αταίριαστο (?) ζευγάρι σε δραματικές ατραπούς, επικίνδυνες για την ίδια τους την επιβίωση. 

Πάμε τώρα μια στη δική μου πονεμένη ιστορία, καταμεσίς του TIFF22, τον περασμένο Σεπτέμβρη. Πρέπει να είμαι στο Royal Alexandra Theater, δίπλα στο Princess of Wales, επί της King Street West. Φεστιβαλικότερα δε γίνεται. Τέλεια επιλογή αιθούσης για την προβολή του Empire of Light. Εμφανίζονται λοιπόν, πριχού της ενάρξεως, Mendes, Colman, Deakins και Ward μετά υποκλίσεως. Ο Sam θα πει δυο λόγια καρδιάς, ταπεινός παρά τα αξιοζήλευτα καλλιτεχνικά του κατορθώματα και μας προϊδεάζει ότι πρόκειται για μια «μικρή», τρυφερά νοσταλγική ιστορία για ρομαντικές καρδιές που θίγει καυτά κοινωνικά ζητήματα όπως ο φυλετισμός και η ψυχική υγεία. 

Ξεκινούν να γυρνούσι οι μπομπίνες και μετά το πρώτο 10λεπτο αρχίζουν να με ζώνουσι τα φίδια. Μια αίσθηση δευτεροκλασάτης, BBC-δάτης τηλεταινίας, μια αφήγηση γενικόλογη, αποσπασματική, προβλέψιμη, ίσως δυο-ταινίες-σε μια που δε συναντώνται, κι ένα ερωτικό γράμμα στο σινεμά που απομένει εν πολλοίς ανεπίδωτο, επιτηδευμένο, προσχηματικό, σκέτο ντεκόρ. Στο 45ο λεπτό του πρώτου ημιχρόνου αυτομόλησα. 

Μου λέει στο κατόπι η κοράκλα (δικαιολογημένα) ότι πως μπόρεσα να το πράξω αυτό, που πήγε ο σεβασμός μου και τέτοια. Ε, κοντά στα Χριστούγεννα, άγιες ημέρες πούταν, του έδωκα ευκαιρίαν άλλην μιά. Μπα. Ειδικά η έκβασή του, αναιμική, χωρίς πρωταγωνιστική χημεία, ένας διδακτισμός παλιακός και μια Ολίβια να τσαλακώνεται αγόγγυστα χωρίς αληθινή συντροφιά ει μη μόνον την ονειρική, γαλήνια και πλήρη θαλπωρής φωτογραφία του Deakins η οποία δικαιολογημένα φιγουράρει ως μόνη οσκαρική υποψηφιότητα μιας ταινίας που ελέω προδιαγραφών προκύπτει εξοργιστικά ανιαρή για τους ρέκτες της κινηματογραφίας του Mendes. 

Εκεί κάπου, από ξανάστροφη τροχιά όμως, το Empire of Light τέμνεται με το έτερο σεναριακό μάλε-βράσε, Babylon του Chazelle. Το ένα προσεγγίζει τη σινεφιλία αναιμικά, υπαινικτικά σχεδόν ενώ το άλλο αυτοαναφλέγεται κανιβαλιστικά στην υπέρμετρη φιλοδοξία του. Τουλάχιστον όμως η Βαβυλωνία έχει ισχυρές εκλάμψεις ιδιοφυίας ενώ το Empire με έγειρε σε ύπνο βαθύ.

Η Αυτοκρατορία του Φωτός (Empire of Light) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Φεβρουαρίου 2023 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Η Μικρή Πυροσβέστης (Fireheart) Poster ΠόστερΗ Μικρή Πυροσβέστης
των Theodore Ty, Laurent Zeitoun. Με τις φωνές των Alice Pol, Vincent Cassel, Valérie Lemercier, Claudia Tagbo, Elie Semoun, Emmanuel Curtil.

Baby, i'm your man!
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Η L'Atelier Animation ιδρύθηκε στο Γαλλόφωνο Κεμπέκ του Καναδά το 2012, με την ελπίδα πως θα αποτελέσει ακόμη έναν διεθνή ανεξάρτητο πόλο δημιουργίας μοντέρνων φιλμς κινουμένων σχεδίων. Και η αλήθεια είναι πως δεν τα κατάφερε και άσχημα, αφού μια μόλις δεκαετία κατοπινά, εξαγοράστηκε από την πιο εξειδικευμένη φίρμα Cinesite, έχοντας καταγράψει στο ενεργητικό της δύο μεγάλου μήκους ταινίες. Την Ballerina (2016) και την τωρινή Fireheart, που έμελλε να είναι και η τελευταία της επιτυχημένης indie δημιουργικής δράσης της.

Η Μικρή Πυροσβέστης (Fireheart) Quad Poster
Από τα γεννοφάσκια της η 16χρονη Τζόρτζια Νόλαν, έναν και μοναδικό επαγγελματικό δρόμο ονειρευόταν να ακολουθήσει στην ζωή της, να γίνει πυροσβέστης. Άλλωστε ως η μοναχοκόρη του θρυλικού βετεράνου διοικητή του Πυροσβεστικού Σώματος της Νέας Υόρκης, Σον, αυτή της η επιλογή μόνο τυχαία δεν ήταν. Με την μόνη διαφορά πως ο πατέρας της, έχοντας εγκαταλείψει από καιρό την Υπηρεσία, προκειμένου να την μεγαλώσει, μετά από την τραγική απώλεια της μητέρας της, βγάζοντας πλέον τα προς το ζην ως ράφτης και γνωρίζοντας καλά τους τεράστιους κινδύνους του επαγγέλματος, πολύ νωρίς την απέτρεψε από αυτή της την επιθυμία.

Η παρουσία ενός παρανομιού πυρομανή, που καταστρέφει με απρόβλεπτη μέθοδο το ένα μετά το άλλο τα λαμπερά θέατρα του Μπροντγουέι, θα οδηγήσει τον Δήμαρχο της σε διαρκή ανάπτυξη μεγαλούπολης, να επαναφέρει τον Κάπτεν Νόλαν στην ενεργό δράση. Δίνοντας συνάμα την ώθηση στην ατρόμητη Τζόρτζια, να μεταμορφωθεί σε αγόρι, προκειμένου να γίνει αποδεκτή από τον ίδιο της τον γονιό στην αποτελούμενη αποκλειστικά από άντρες, ομάδα που θα κληθεί να αποκαλύψει την ταυτότητα του μυστηριώδη εμπρηστή!

Σύμφωνα με την πληροφορία που λαμβάνουμε στην εκπνοή του έργου, για πρώτη φορά που γυναίκα ντύθηκε την μάχιμη στολή του πυροσβέστη στην Αμερική, ήταν το σωτήριον έτος 1982. Εδώ η δράση μας γυρίζει πίσω μισό ακριβώς αιώνα, σε εποχές που το Μεγάλο Μήλο μαζεύει τα κομμάτια του από το δεινό του κραχ, που κυριολεκτικά της προκάλεσε αμέτρητα δεινά. Φυσικά σε ένα κινηματογραφικό έργο που απευθύνεται κατά κόρον σε ηλικίες σχολικές, τέτοιου είδους κοινωνικοί προβληματισμοί δεν έχουν θέση, συνεπώς η Μητρόπολη προβάλλεται πολύχρωμη και ζωηρή, καμία σχέση με όλο εκείνο το μουντό σύνολο από στα λαμαρινένια σκιάχτρα που υψώνονται ίσαμε τα ουράνια.

Και μπροστά σε αυτό το σκηνικό, στήνεται η βάση της ιστορίας που πρόκειται να παρακολουθήσουμε, που πραγματικά είναι ενδιαφέρουσα, ειδικότερα αν αναλογιστούμε το πως ο μπαμπάς ξεκόβει στην πιτσιρίκα του τα ονείρατα, με το πιο απλούστατο επιχείρημα: "Fireman είναι η λέξη, δεν λέει κανείς Firewoman..." Συνεπώς η κοπελούδα ακολουθώντας πιστά το θρυλικό επίτευγμα της Mulan, για να μην προκαλέσει εντύπωση στον περίγυρο, ούτε όμως για να την καταλάβει ο πατήρ, θα ντυθεί τα στενά τζιν, θα φορέσει την μουστάκα, θα βραχνύνει την φωνή και θα ριχτεί μονομιάς στην πυρόσβεση. Αλλά και στο κυνηγητό του μανιακού που σκορπάει ένθεν κακείθεν τις τιρκουάζ, τοξικές φωτιές.

Το δεύτερο ημίχρονο, όπου αρχίζουν να εξηγούνται μπόλικα από τα μεταφυσικά της πλοκής, δεν διαθέτει ούτε την σπιρτάδα, ούτε την ευρηματικότητα της εκκίνησης όμως. Από την κακιά της υπόθεσης απουσιάζει παντελώς το ορθολογικό θεμέλιο που θα την διατηρήσει στο προσκήνιο ίσαμε το φινάλε, την στιγμή που παίρνει μπροστά η γνώριμη φαντασμαγορία των εκρήξεων και των χρωμάτων, μπας και κρυφτεί ξωπίσω της η αδυναμία κτισίματος μιας ολοκληρωμένης ιστορίας, πίσω από την πιασάρικη βασική ιδέα. Η πλακίτσα πάντως δεν λείπει, στις στιγμές που η ετερόκλητα ασούμπαλη ομάδα πυροσβεστών του Αρχηγού Νόλαν θριαμβεύει, με την πιτσιρικαρία να πανηγυρίζει και στο φινάλε, εντέλει, να ζουν όλοι τους καλά κι εμείς καλύτερα!

Η Μικρή Πυροσβέστης (Fireheart) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Ιανουαρίου 2023 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Εκτός Ελέγχου (Plane) Poster ΠόστερΕκτός Ελέγχου
του Jean-François Richet. Με τους Gerard Butler, Mike Colter, Yoson An, Tony Goldwyn, Daniella Pineda, Paul Ben-Victor .

A Golan Globus Film...
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Μιλάμε για παραπεταμό, για εξοστρακισμό, για την απόλυτη υποβάθμιση. Αρκούσε και μόνο εκείνη την εποχή, μια ταινία να φέρει στην μαρκίζα της, το σηματάκι με το βελάκι που πετιέται μέσα από το εξάγωνο για να χαρακτηριστεί ως "ανάξια λόγου" για να ριχτεί στο πανέρι από τους επιλεκτικούς θεατρώνηδες, που έκριναν πως οι παραγωγές του στούντιο της Cannon, δεν ήσαν ικανές και άξιες για να προβληθούν στις καλλιτεχνικές αίθουσες τους. Ευτυχώς για όλους εμάς, τους προεφήβους τότε στα μέσα εκκεντρικών έιτις, που η λέξη Ταρκόφσκι παρέπεμπε απλά στο όνομα ενός εκ των ορκισμένων Σοβιετικών οχτρών του Τζον Ράμπο, που η γέννηση και άνθιση του βίντεο, έδωσε σε όλες αυτές τις μεσαίου κόστους περιπέτειες δράσης την δεύτερη ευκαιρία που ζητούσαν, για να γίνουν διάσημες. Κι έτσι δημιουργήθηκε ένας σημαντικού μεγέθους, όσο και ιδιαίτερα φανατικός πυρήνας σινεφίλ, που ζητωκραύγαζε σε κάθε μόστρα των μπρατσωμένων κομάντο σαν τον Norris, τον Dudikoff ή τον Van Damme, δημιουργώντας κινηματογραφικούς ήρωες - αναπόσπαστα στελέχη μιας λαϊκής κουλτούρας, κομματάκι ενοχικής στην παραδοχή της.

Εκτός Ελέγχου (Plane) Quad Poster
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και για τον έμπειρο πιλότο, με προϋπηρεσία στην ΡΑΦ, Μπρόντι Τόρανς, απομένει μια τελευταία πτήση σε δρομολόγιο του Ειρηνικού, προτού επιστρέψει στην κορούλα του στην Νέα Υόρκη, για να γιορτάσουν μαζί την έλευση του νέου έτους. Το δρομολόγιο της Τρέιλμπλέιζερ Ερλάινς, από την Σιγκαπούρη προς Χονολουλού, κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, έχοντας πέσει σε επικίνδυνα κενά αέρος, θα οδηγηθεί σε αναγκαστική προσγείωση, στην ατόλη Τζόλο, στα νότια των Φιλιππίνων. Έχοντας μεταξύ των επιβαινόντων δύο θύματα, μια άτυχη αεροσυνοδό κι έναν αστυνομικό, που συνοδεύει τον φυγόδικο, κατηγορούμενο για σωρεία εγκλημάτων Λουίς Γκασπάρ.

Δίχως την δυνατότητα της παραμικρής επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο, οι ταλαιπωρημένοι επιβάτες, θα κληθούν κάτω από την ψύχραιμη καθοδήγηση του κυβερνήτη, να οργανωθούν περιμένοντας την βοήθεια από την εταιρία. Για εκείνο που δεν είναι καν προετοιμασμένοι, είναι το γεγονός πως το νησί βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο πάνοπλων ανταρτών. Μια συμμορίας αφιονισμένων και πανέτοιμων να πεθάνουν μισθοφόρων, που θέτοντας σε ομηρεία τους τραυματισμένους πολίτες, θα διεκδικήσουν λύτρα από τις οικογένειες τους. 

Δεν έχουν υπολογίσει όμως πως ο καλά εκπαιδευμένος πιλότος μαζί με τον σωματώδη φυγά, που έχει υπηρετήσει στην λεγεώνα των Ξένων, κρυμμένοι στην ζούγκλα, σχεδιάζουν την δική τους αντεπίθεση, κερδίζοντας τον χρόνο που απαιτείται, ωσότου φτάσουν οι συμμαχικές δυνάμεις, για να καθαρίσουν μια και καλή. Μόνο που οι οιωνοί δεν είναι με το μέρος τους, καθώς οι αποφασισμένοι να δώσουν και την ζωή τους για το χρήμα, εγκληματίες, θα αρχίσουν να εξοντώνουν τον ένα μετά τον άλλο τους επιβάτες, σε αντίποινα για τις δικές τους απώλειες.

Και φυσικά, προκειμένου να στηθεί η απόλυτη μάχη, στο μέσον του πουθενά, που δεν γνωρίζει καμία αρχή και μηδένα νόμο, δεν μιλάμε για τίποτα τυχαίους παρτιζάνους, αλλά για έναν ολάκερο στρατό που στο οπλοστάσιο του διαθέτει από συμβατικά μαχαίρια και γιαταγάνια, μέχρι πανίσχυρα πολυβόλα αλλά και αντιαρματικά στίνκερς. Άρα το ντουέτο των άρτι δημιουργηθέντων φιλαράκων, του αποφασιστικού κάπτεν και του μάχιμου, αφού δεν έχει τίποτα να χάσει, φερόμενου ως δολοφόνου, οφείλει να δείξει τρομακτικές ικανότητες στο πεδίο της μάχης, προκειμένου να βάλει πλάτη τους γκουερίλας, που λεπτό με το λεπτό πολλαπλασιάζονται σαν τα μυρμήγκια.

Καμία πιθανότητα λοιπόν δεν είναι με την πλευρά των "καλών", κανένας φυσικός νόμος δεν γίνεται να λειτουργήσει, όταν απέναντι στους μυρίους, δεν βρίσκονται παρά μόνο δύο, έστω και λύκοι. Κι εκεί ακριβώς ξεκινάει να φλέγεται το action, αφού οι σφαίρες που θα πέσουν σαν το χαλάζι, θα βρουν στόχο μονάχα villain κεφάλια, κρατώντας τους ήρωες μας αναμενόμενα ζωντανούς και εννοείται νικητές στον άνισο αυτό πόλεμο. Κι εδώ εισβάλλει το it's up to you σου ως θεατή. Σε μέλλει ο δημιουργικός ορθολογισμός, οπότε αποχωρείς με αλαφρά? Ή στα μέσα σου τριβελίζεται η νοσταλγία των φοβερών, τρομερών, αλλά και υπερβολικών στην εξέλιξη τους Death Wish, American Ninja, Delta Force και δεν συμμαζεύεται?

Η αλήθεια είναι πως δεν ήμουν και τόσο έτοιμος για μια τέτοια ρετρό επιστροφή στο φιλμικό παρελθόν της περιπέτειας δράσης, με τις λιγοστές, πλην ακραία πομπώδεις ατάκες, τις αλόγιστες ακρότητες και τα εκρηκτικά σλόου μόσιον, με τα χέρια πόδια στον αέρα. Στο άκουσμα του ονόματος του σκηνοθέτη, Jean-Francois Richet, που στην καριέρα του μας πρόσφερε, μεταξύ άλλων, μια εντυπωσιακή - έως και καταπληκτική θα την αποκαλούσα - περιπετειώδη βιογραφία, όπως εκείνη του Mesrine, πήρα μπόλικα τα πάνω μου και αναθάρρησα. Ναι, αυτός ο απρόβλεπτος Φραντσέζος, μοιάζει ικανός να το ξαναστήσει το φασαριόζικο μακελειό, με όλη εκείνη την ασυγκράτητη αμετροέπεια που χαρακτήρισε μια φορά κι έναν καιρό, τις δημιουργίες της Cannon.

Συνεπώς για όλους εκείνους που αναπόλησαν εκείνη την ανεπανάληπτη εποχή του genre, το Plane είναι ένα μεγάλο ναι! Μια ταινία που πραγματοποιεί πασιφανώς επίτηδες το ένα παραφούσκωμα στην αφήγηση μετά το άλλο, για να προσεγγίσει στο καλτ, ορίζοντας ακόμη και την μαρκίζα της σχεδόν εκτός θέματος, αφού το Αεροπλάνο του τίτλου, εξαφανίζεται μετά την μακροσκελή εισαγωγή, για να εμφανιστεί και πάλι για ένα πεντάλεπτο, λίγο πριν την λήξη. Ενδεχόμενα Island ή Atoll να ήταν μια πιο σίγουρη επιλογή για τον τίτλο. Εξίσου δυνατή δηλαδή με το πρωταγωνιστικό dynamic duo, αφού ο This Is Sparta και ο σαν βγαλμένος από τους βάλτους του Predator, Mike Colter, δένουν άψογα ως το ετερόκλητο ζευγάρι που μέσα στις πιο αντίξοες των συνθηκών, επιβάλλεται να επαναφέρει την τάξη!

Εκτός Ελέγχου (Plane) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 26 Ιανουαρίου 2023 από την Spentzos Films!
Περισσότερα... »

Joyland Poster ΠόστερJoyland
του Saim Sadiq. Με τους Ali Junejo, Rasti Farooq, Sarwat Gilani, Alina Khan, Sohail Sameer, Salmaan Peerzada, Sania Saeed.


Καταπιεσμένης σεξουαλικότητας το ανάγνωσμα
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

"Για να δει τη θάλασσα"

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 28 Μαρτίου του 1991 στη Λαχόρη, Πακιστανός σκηνοθέτης. Έχει πτυχίο ανθρωπολογίας από το Πανεπιστήμιο της Λαχόρης και MFA στη σκηνοθεσία κινηματογράφου από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Νεώτερος δούλεψε ως δημοσιογράφος στη χώρα του. Η μικρού μήκους ταινία του «Darling» (2019) ήταν η πρώτη πακιστανική ταινία που έκανε πρεμιέρα στο 76ο φεστιβάλ Βενετίας, όπου κέρδισε το βραβείο Orizzonti καλύτερης ταινίας. Ήταν επίσημη επιλογή στο φεστιβάλ Τορόντο της ίδιας χρονιάς και κέρδισε ειδικό βραβείο κριτικής επιτροπής στο φεστιβάλ South by Southwest του 2020. Η προηγούμενη μικρού μήκους ταινία του «Nice Talking to You» (2018), ήταν επίσημη επιλογή του φεστιβάλ South by Southwest του 2019, μπήκε στη βραχεία λίστα BAFTA για την καλύτερη φοιτητική ταινία και κέρδισε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας του Vimeo στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Πανεπιστημίου Κολούμπια του 2018. Κέρδισε επίσης το Χρυσό Βραβείο Kodak Φοιτητικής Υποτροφίας.

Joyland Poster Πόστερ Wallpaper
Το Joyland έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Είναι η πρώτη ταινία από το Πακιστάν, που συμμετείχε ποτέ στο παράλληλο του επίσημου διαγωνιστικού, επίσης διαγωνιστικό τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα», κερδίζοντας μάλιστα το Βραβείο της Επιτροπής για το συγκεκριμένο τμήμα, αλλά και το Queer Palm, το βραβείο δηλαδή της καλύτερης LGBTQ+ ταινίας από όλες όσες συμμετείχαν σε όλα τα τμήματα του φεστιβάλ. Αποτέλεσε την επίσημη πρόταση του Πακιστάν για τα Όσκαρ, κατορθώνοντας να μπει στη βραχεία λίστα των 15 ταινιών, δεν κατόρθωσε όμως να μπει και στην τελική πεντάδα. Η προβολή της ταινίας στο Πακιστάν απαγορεύτηκε αρχικά. Εντέλει, προβλήθηκε, όχι όμως και στην περιοχή του Πουντζάμ, όπου βρίσκεται η Λαχόρη, η γενέτειρα του σκηνοθέτη. Στην Ελλάδα, η ταινία πραγματοποίησε την πρώτη της προβολή στο φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας», όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα, κερδίζοντας το βραβείο καλύτερου σεναρίου.

Η υπόθεση: Ο Χαϊντέρ Ράνα είναι ένας νεαρός άνδρας, που δεν έχει βγει ποτέ έξω από τη Λαχόρη, την πόλη όπου γεννήθηκε και ζει όλη του τη ζωή. Είναι άνεργος και ζει σε ένα σπίτι μαζί με τη γυναίκα του (από συνοικέσιο), Μουμτάζ, τον ευρισκόμενο σε αμαξίδιο χήρο πατέρα του, τον μεγαλύτερο σε ηλικία αδελφό του, Σαλίμ, τη δική του γυναίκα, Νούτσι και τα τρία κορίτσια τους. Όλοι λαχταρούν τη γέννηση ενός αγοριού: το τέταρτο παιδί που γεννάει η Νούτσι είναι και πάλι κορίτσι την ίδια ώρα που ο Χαϊντέρ δεν φαίνεται να έχει στα σχέδιά του να κάνει παιδί με την Μουμτάζ. Αντ’ αυτού, βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού, βρίσκοντας ευχαρίστηση να παίζει με τις ανιψιές του. 

Όταν ένας φίλος του Χαϊντέρ του βρίσκει δουλειά χορευτή σε ένα ερωτικό χοροθέατρο, όλα θα αλλάξουν. Τόσο οι ισορροπίες μέσα στο σπίτι της οικογένειας Ράνα όσο και στην καρδιά του Χαϊντέρ, μιας που θα ερωτευθεί σφόδρα τη δυναμική και φιλόδοξη τρανς στάρλετ, Μπίμπα, που διεκδικεί να πρωταγωνιστήσει στην παράσταση. Ο έρωτάς του είναι απαγορευμένος και οι συνέπειές του θα είναι τραγικές...

Η άποψή μας: Το Πακιστάν με τα 243 εκατομμύρια κατοίκων του, είναι η 5η μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα του κόσμου και η 2η πολυπληθέστερη μουσουλμανική χώρα, μετά την Ινδονησία. Από τη μια, είναι πυρηνική δύναμη κι από την άλλη, οι κάτοικοι της χώρας στις τεράστιες πόλεις της ζουν καθημερινά με πολύωρες διακοπές ρεύματος. Υπάρχει πολύς πλούτος από τη μια και αδυσώπητη φτώχεια από την άλλη. Γι’ αυτό και οι Πακιστανοί μεταναστεύουν για ένα καλύτερο μέλλον σε όλον τον κόσμο. Σαν τους Έλληνες ένα πράμα. Η χώρα δεν έχει πολλά χρόνια ζωής. Διακήρυξε την ανεξαρτησία της μόλις το 1947. Πριν τη δημιουργία του, το Πακιστάν ήταν μέρος της Ινδίας και οι κάτοικοί του είναι (απλουστευτικά) μουσουλμάνοι Ινδοί! Μάλιστα, υπήρξαν μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από την Ινδία στο Πακιστάν μετά την ανεξαρτησία του, κάτω από πολύ άσχημες συνθήκες. Και η σχέση γειτονίας Ινδίας – Πακιστάν δεν είναι και η καλύτερη. 

Το σύγχρονο Πακιστάν είναι μια χώρα τεράστιων αντιθέσεων. Δεν υπάρχουν εκεί αγιατολάδες και μουτζαχεντίδες: δεν υπάρχει λοιπόν θρησκευτική δικτατορία, όπως συμβαίνει σε πολλές, πολλές άλλες χώρες με μουσουλμανικό πληθυσμό. Κι ενώ οι σχέσεις του Πακιστάν με τη Δύση είναι καλές και η χώρα κλείνει το μάτι στον δυτικό τρόπο ζωής, από την άλλη, η πακιστανική κοινωνία είναι βαθιά συντηρητική, με κυρίαρχη την πατριαρχία. Ο σκηνοθέτης πετυχαίνει να μας δείξει αυτές τις αντιθέσεις. Η ματιά και η υφή της ταινίας του είναι τελείως σύγχρονη, «αμερικάνικη», την ίδια στιγμή που το σενάριο φλερτάρει με το μελόδραμα και περιγράφει καταστάσεις, παλιακές εν πολλοίς αλλά – ω, τι έκπληξη – εντελώς υπαρκτές ακόμα και σήμερα σε πιο... πολιτισμένες θεωρητικά χώρες, όπως η δική μας. 

Μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση η σχέση αγάπης και μίσους που φαίνεται να υπάρχει από την κοινή γνώμη απέναντι στην τρανς Μπίμπα. Από τη μια, μέσα στον συρμό του τραμ, μια μεσήλικη κυρία της λέει επιτακτικά – αλλά όχι προσβλητικά, έτσι το ένιωσα – να πάει να καθίσει με τους άνδρες κι από την άλλη η Μπίμπα αποθεώνεται σε κάθε της εμφάνιση από το – αποκλειστικά ανδρικό – φιλοθεάμον κοινό. Έχει μια παράδοξη ασυλία, την ίδια ώρα που η ομοφυλοφιλία τιμωρείται με θάνατο. Όπως και να έχει, η Μπίμπα περιγράφεται ως ο πιο ασυμβίβαστος χαρακτήρας στην ταινία: η κοινωνία γύρω του, του βάζει εμπόδια, αγαπημένοι του, του ζητούν πράγματα που δεν μπορεί και κυρίως δεν θέλει να τους δώσει (η αιτία χωρισμού με τον Χαϊντέρ), γνωρίζει τα δεδομένα, πορεύεται με αυτά αλλά ούτε κρύβεται ούτε κωλώνει, έχοντας βάλει έναν στόχο στη ζωή του, που κανείς δεν θα τον εμποδίσει να αποκτήσει. 

Οι γυναίκες της ταινίας είναι από την άλλη, εγκλωβισμένες, χωρίς διέξοδο. Η Μουμτάζ αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη δουλειά της, που τόσο γουστάρει, όταν ο Χαϊντέρ βρίσκει ο ίδιος δουλειά, προκειμένου να βοηθάει «στο σπίτι». Κάτι που της στοιχίζει πολύ. Είναι και κοινωνικά αποκλεισμένη και σεξουαλικά στερημένη, μιας που ο Χαϊντέρ, δεν... Η Νούτσι έχει αποδεχτεί το πεπρωμένο της, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ξεσπάει όταν της το επιβάλλει η συνείδησή της – αλλά μέχρι εκεί. Η μεσήλικη, χήρα γειτόνισσα, δεν επιτρέπεται να διεκδικήσει μερίδιο στην ευτυχία. Στην κρίσιμη στιγμή, η τύχη της κρίνεται από τις αποφάσεις του γιου της (εννοείται) και από την ατολμία του χήρου πατέρα του Χαϊντέρ. 

Το θέμα είναι πως ενώ σαφώς τα άρρενα μέλη της κοινωνίας διαθέτουν περισσότερες αβάντες και ελευθερία κινήσεων, είναι κι αυτά εγκλωβισμένα, ιδίως απέναντι στην τρισκατάρατη σεξουαλικότητα. Ο ανάπηρος πατέρας λειτουργεί σαφέστατα ως σύμβολο. Είναι αυτός που επιβάλλει τους κανόνες για πώς θα ζήσουν όλοι κάτω από την πατρική σκέπη και είναι αυτοί οι ίδιοι κανόνες στους οποίους και ο ίδιος εντέλει υποτάσσεται, κάνοντάς τον να ασφυκτιά. Ο Sadiq μοιράζει τον χρόνο της ταινίας στους ήρωές του: σε άλλους δίνει περισσότερο χρόνο, σε άλλους λιγότερο, όλους τους αγαπάει μα σε κανέναν δεν χαρίζεται. Κι αυτό επιφέρει μια θαυμαστή ισορροπία. 

Η ισορροπία είναι η λέξη που ταιριάζει σε όλη την ταινία, μιας που το δραματικό εναλλάσσεται με το ελαφρύ και η κοινωνιολογική ματιά και σχολιασμός είναι αρκούντως οξυδερκή αλλά παράλληλα υπάρχει διάθεση για... κάτι πιο ποπ. Σκηνές όπως εκείνη όπου ο Χαϊντέρ μεταφέρει με το μηχανάκι μια υπερμεγέθη αποτύπωση της Μπίμπα σε σκληρό χαρτόνι δίνουν τον τόνο. Κι εκεί που προς το φινάλε πέφτουν τα βαθιά σκοτάδια, έρχεται η σκηνή της πρώτης συνάντησης του Χαϊντέρ με την Μουμτάζ να ρίξει λίγο φως. Σαν ρομαντική κομεντί, ε; Πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα; Σ' αυτό το λούνα παρκ, σ' αυτήν τη «χώρα της απόλαυσης», δεν υπάρχει έξοδος κινδύνου. Πάλι καλά που υπάρχει η τεράστια θάλασσα...

Joyland Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 26 Ιανουαρίου 2023 από την Cinobo!
Περισσότερα... »

Νοσταλγία (Nostalgia) Poster ΠόστερΝοσταλγία
του Mario Martone. Με τους Pierfrancesco Favino, Francesco Di Leva, Tommaso Ragno, Aurora Quattrocchi, Sofia Essaidi, Nello Mascia, Emanuele Palumbo, Artem, Salvatore Striano, Virginia Apicella.


Νόστος ( = επιστροφή) + άλγος ( = πόνος)
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Felice's Way...

Αυτή είναι η 10η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του γεννημένου στις 20 Νοεμβρίου του 1959 στη Νάπολη, Ιταλού σκηνοθέτη. Έχει γυρίσει και μπόλικες μικρού μήκους ταινίες, ντοκιμαντέρ και δούλεψε και για την τηλεόραση, ενώ έχει να επιδείξει σημαντικό έργο στο θέατρο, διατελώντας μεταξύ των άλλων και καλλιτεχνικός διευθυντής του «Θεάτρου της Ρώμης». Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας ήταν το «Ο θάνατος ενός ναπολιτάνου μαθηματικού» (Morte di un matematico napoletano, 1992), που είχε προβληθεί στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αμέσως μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στο φεστιβάλ Βενετίας και της στάσης της στο φεστιβάλ του Τορόντο! Η πιο γνωστή του ταινία, πάντως, και η μοναδική (;) ως τώρα, που είχε πάρει εμπορική διανομή για την Ελλάδα, ήταν το «Βάναυση αγάπη» (L'amore molesto, 1995).

Νοσταλγία (Nostalgia) Poster Πόστερ Wallpaper
Η Nostalgia πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Ιταλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, ενώ ο πρωταγωνιστής της, Pierfrancesco Favino, είναι υποψήφιος για το βραβείο καλύτερης ερμηνείας στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου.

Η υπόθεση: Στα 15 του ο Φελίτσε εγκατέλειψε λόγω ανωτέρας βίας την αγαπημένη του Νάπολη, βρήκε καταφύγιο στη Μέση Ανατολή κι εντέλει εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, όπου δημιούργησε οικογένεια, ασπάστηκε τον μουσουλμανισμό και άφησε το παρελθόν του πίσω. 40 χρόνια μετά, επιστρέφει στη γενέθλια πόλη του. Αναζητά το πατρικό του, τις γειτονιές του, την μητέρα του. Βρίσκει τα πάντα αλλαγμένα. Τρομάζει που άλλοι κατοικούν στο σπίτι τους, που η κάποτε κούκλα αεροσυνοδός μητέρα του τώρα είναι μία γριούλα με εύθραυστη ραχοκοκκαλιά και αντίληψη, που οι παλιοί του φίλοι έχουν εξαφανιστεί. Ιδιαίτερα ο Ορέστης, ο κολλητός του που μαζί έτρεχαν στους δρόμους με τη μηχανή του, το έσκαγαν από το σχολείο τις μέρες για μπάνιο ή μπούκαραν για αλητείες σε σπίτια τα βράδια. Θα καταφέρει να βρει τον Ορέστη; Θα μπορέσει να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του; Θα κλείσει τους παλιούς λογαριασμούς του; Και με ποιο αντίκτυπο;

Η άποψή μας: Ο Mario Martone είναι από εκείνους τους δημιουργούς, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την αγαπημένη τους πόλη, τη γενέτειρά τους, τη μούσα τους. Το σύνολο σχεδόν του κινηματογραφικού του έργου αφορά την Νάπολη, άμεσα και έμμεσα. Είναι το πεδίο δράσης των ταινιών του, είναι η έμπνευσή του, είναι η εμμονή του. Και ναι, η δική του Νάπολη είναι διαφορετική από εκείνη του συναδέλφου του, του επίσης γεννημένου στη Νάπολη, Paolo Sorentino, που επίσης τη λατρεύει. 

Ο Martone παρουσιάζει την πόλη του όχι ως τουριστική καρτ-ποστάλ αλλά ως αυτό που λέει ο Σαίξπηρ «Όλος ο κόσμος, μια σκηνή». Ε, όλη η Νάπολη, μια σκηνή λοιπόν. Η φτωχή Νάπολη του Νότου, η πόλη στην οποία ανθίζει το οργανωμένο έγκλημα αλά ιταλικά και όπου ο καθολικισμός και η εκκλησία αποτελούν βασικές παραμέτρους της καθημερινότητας. Εκεί «προσγειώνεται» ο Φελίτσε, ο «ευτυχισμένος», όπως σημαίνει στην κυριολεξία το όνομά του. 40 χρόνια μετά την «απόδρασή» του. Μεγάλο μέρος της έναρξης του φιλμ μας δείχνει τον Φελίτσε να τριγυρνάει βουβά στην πόλη του. Να περπατάει τους δρόμους της Νάπολης, να αγκαλιάζει με το βλέμμα του μαγαζιά, κτίρια, ανθρώπους. Να βιώνει το παράξενο συναίσθημα όπου όλα του φαίνονται καινούρια μα ταυτόχρονα τόσο οικεία, τόσο πολύ εντυπωμένα στο dna του, σαν χαλκομανία, σαν τατουάζ. 

Ο Martone δεν βιάζεται. Σταδιακά μας παρέχει τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε. Γιατί έκανε τόσα χρόνια να επιστρέψει ο Φελίτσε; Τι έκανε εκεί που βρισκόταν; Ποιο ήταν το γεγονός που τον ανάγκασε να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του; Και γιατί επιστρέφει τώρα; Γιατί είναι τόσο σημαντικό για εκείνον να βρει τον Ορέστη και να μιλήσουν για τη νύχτα που τους σημάδεψε; Ναι, φαινομενικά στην Αίγυπτο τα είχε όλα. Κάτι όμως τον έτρωγε. Κάτι που έπρεπε να το βγάλει από μέσα του και να γαληνεύσει την ταραγμένη του ψυχούλα. Ερινύες; Μα έχει τη συνείδησή του καθαρή. Δεν έφταιγε αυτός. Δεν μίλησε. Το μόνο που θέλει είναι να τα βρει με το παρελθόν του. Χμ, be careful what you wish for... 

Το ξαναλέμε: η ταινία του Martone είναι ωδή σε μια πόλη: την Νάπολη. Είναι όμως και πολλά, πολλά πράγματα ακόμα. Είναι μια μελέτη για τη φιλία. Είναι μια ανάλυση πάνω στην ενοχή. Στο πως δύο διαφορετικοί άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά σε ένα σημαδιακό γεγονός: ο ένας, ο Ορέστης, το αποδέχεται και προχωράει με αυτό, ο άλλος, ο Φελίτσε, το κουβαλάει σαν βάρος, που δεν τον αφήνει να ηρεμήσει. Είναι η σχέση μας με τους γονείς μας: στην πιο όμορφη σκηνή της ταινίας, ο Φελίτσε κουβαλάει την γυμνή, γηραιά μητέρα του για να της κάνει μπάνιο. «Εσύ το έκανες όταν ήμουν μικρός, τώρα είναι η σειρά μου να σε καθαρίσω». Τόσο απλά, τόσο ειλικρινά, τόσο ελεγειακά. 

Σαν να αντιγράφει αντεστραμμένη την Pieta εδώ ο σκηνοθέτης. Και μόνο γι' αυτήν τη σκηνή, η ταινία αξίζει παρακολούθησης. Μια ταινία με λογική αρχαίας τραγωδίας: δεν είναι τυχαίο ότι ο παιδικός φίλος του Φελίτσε ονομάζεται Ορέστης. Ο Martone είναι και θεατράνθρωπος και στην ταινία του «Teatro di guerra» (1998) έδειχνε έναν ναπολιτάνικο θίασο να ετοιμάζεται να ανεβάσει το «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου στο ευρισκόμενο υπό πολιορκία Σαράγιεβο, την εποχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Η εξιλέωση είναι το ζητούμενο για τον Φελίτσε. Και είναι πολύ κοντά στο να την πετύχει. Αλλά αποδεικνύεται πως όλα όσα θέλει να πετύχει είναι ένα όνειρο. Ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό. 

Μικρή το δέμας, bittersweet ταινία, με χαμηλότονη, διακριτική, αλλά άμεση και λειτουργική σκηνοθεσία, υπέροχη διεύθυνση φωτογραφίας, ιδιαίτερο σάουντρακ, γεμάτο Tangerine Dream (να το πάλι το όνειρο!) και τον δημοφιλή στην Ιταλία, Pierfrancesco Favino, μάλλον στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του.

Νοσταλγία (Nostalgia) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 26 Ιανουαρίου 2023 από την AMA Films!
Περισσότερα... »

Η Χώρα του Θεού (Vanskabte Land / Godland) Poster ΠόστερΗ Χώρα του Θεού
του Hlynur Pálmason. Με τους Elliott Crosset Hove, Ingvar Eggert Sigurðsson, Jacob Lohmann, Vic Carmen Sonne, Ída Mekkín Hlynsdóttir.

Hlynur μου, τα Κάδρα σου
γράφει ο  gaRis (@takisgaris)

Ωφού, όχι πάλε φεστιβαλιστάν βρε παιδιά! Καρκινοβατώ αναμεσίς πλειάδος οσκαριστικών παραγωγών, πασχίζοντας να ενώσω τις τελείες ενόψει τον Οσκαρικών υποψηφιοτήτων της 24ης Γενάρη 2023 και τσούπ! – σκάει η σκανδιναβική κουλτουροβαρβατίλα, με φόντο την άγριας εμορφιάς βουκολικώς ηφαιστιογενούς Ισλανδίας, 2ου μισού του 19ου αιώνος άμα λάχει ναούμ. 

Η Χώρα του Θεού (Vanskabte Land / Godland) Quad Poster
Γυρεύει ολημερίς κι ολονυκτίς ο κοσμάκης να βγει λίγο έξω, να χαρεί στη σκοτεινή αίθουσα και καλείται ο πάσα εις (εγώ είμαι αυτούνος) να προτείνει μια Δανεζο-Ισλανδική παραγώγα, κοντά στις 2 ½ ώρες που βολοδέρνει στην φιλόξενη ύπαιθρο τη συνήθη πραμάτεια του Nordic genre: Λαογραφία, γδάρσιμο προβάτων και (προκεχωρημένη) σήψη αλόγων, αποικιοκρατία (καθότι η Ισλανδία ήτο υπό Δανική κατοχή κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο), Πίστη και θρησκευτική αποστασία, πάλη και τελική παράδοση στα κατώτερα ένστικτα επιβίωσης, μέσα στο εδραιωμένο κλίμα πολιτιστικής αποξένωσης. Κι όλα δαύτα να περιίπτανται υπό καταρακτώδη βροχή καρποσταλικών εικόνων που όχι απλά επιβάλλονται στην κατανόηση των χαρακτήρων αλλά δημιουργούν περίσπαση προσοχής και καταλήγουν ως μανιερίστικη καλλιγραφία.

Ο Lucas (lliott Crosset Hove) είναι ο νεαρός ιερέας που ξεκινά ένα τραχύ οδοιπορικό με συνοδεία μια φωτογραφική κάμερα που αποθανατίζει ντόπιους και ζώα, με σκοπό να ιδρύσει ενορία σε μια απομακρυσμένη κοινότητα στα βάθη του Ισλανδικού πουθενά. Με υπεροψία, και αρκετή άγνοια (κινδύνου) θα τακιμιάσει σταδιακά με τους αυτόχθονες χωρικούς, με ισχυρό όμως τίμημα τη διασάλευση της πίστης του και την πάλη ζωής-και-θανάτου για την ατομική του επιβίωση. 

Ο ασαράντιστος Hlynur Pálmason (A White, White Day και Winter Brothers οι προηγούμενες δουλειές του την τελευταία 4ετία) έχει βαλθεί να απλώσει ένα έπικ με πυξίδα τον Μάλικ και έμπνευση που φέρνει στον δικό μας Τεό Αγγελόπουλο. Συμβολισμοί, όνειρα, και ακουστική μπάντα που συνεπικουρούμενη από την στιλπνή φωτογραφία της μονίμου cineργάτιδός του Maria von Hausswolff, δημιουργεί μια ζεν κατάσταση η οποία προεκτείνεται σε ισχυρή βαρεμάρα έως το τελευταίο ημίωρο που το πράμα πιάνει φωτιά σεναριακά. 

Το Godland διαθέτει τις περγαμηνές που οι απανταχού ευρωπαίοι διανομείς γυρεύουν ως σιγουράντζα ώστε να ικανοποιήσουν (το πολύ περιορισμένου βεληνεκούς πια) φεστιβαλικό πόπολο. Πρώτο βραβείο μυθοπλασίας στο φεστιβάλ του Σικάγο, εύφημος μνεία στο Λονδίνο. Ο δημιουργός του, παρότι εντυπωσιάζει με τις σκηνοθετικές του αρετές, παθαίνει έναν αυτο-θαυμασμό και έναν φετιχισμό με τα κάδρα του που αποβαίνει επιζήμιος στη σύνδεση του καλοπροαίρετου (και μόνο, γιατί ο άλλος όπου φύγει-φύγει) με τα πάθια του ήρωά του, θεατή. 

Μια παραγωγή $5Μ που προόρισται να απασχολήσει πιότερο τον γεωγραφικό της περίγυρο κι ένα ακόμη ίσως κοινό που ορέγεται νάσιοναλ τζηογράφικ τσαχπινιές. Εγώ πάντως έγκωσα σε σημείο (τρου στόρυ) να χτυπήσω στο καπάκι ένα Puss in Boots: The Last Wish γιανάρθω στα ίσα μου. Μπορεί να υπερβάλλω. Μπορεί απλά να μεγαλώνω. Σίγουρα πάντως τούτο το έργο (φεστιβαλίτιδα) τόχω ξαναματαδεί.

Η Χώρα του Θεού (Vanskabte Land / Godland) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 26 Ιανουαρίου 2023 από την One From The Heart!
Περισσότερα... »

Πίσω Από Τις Θημωνιές (Behind The Haystacks) Poster ΠόστερΠίσω Από Τις Θημωνιές
της Ασημίνας Προέδρου. Με τους Στάθη Σταμουλακάτο, Λένα Ουζουνίδου, Ευγενία Λάβδα, Χρήστο Κοντογεώργη, Ντίνα Μιχαηλίδου, Πασχάλη Τσαρούχα.

Φάτε πιέτε και γλεντάτε όλοι βρε παιδιά...
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Κι έρχεται εκείνη η στιγμή που λογικά σκας, εκρήγνυσαι. Καθήμενος καταμεσίς του σημείου μηδέν της μπόχας και της δυσωδίας ετούτης, της πιο αφιλόξενης και σιχαμερής πρωτεύουσας της Γηραιάς, με το κεφάλι σου να περιστρέφεται σαν φάρος περιπολικού, παρατηρητής όλων όσων απάνθρωπων λαμβάνουν χώρα γύρω σου. Τα ζόμπι πρεζάκια να κατηφορίζουν την Καποδιστρίου, με βλέμμα αόρατο, εκείνο του σύντομα νεκρού, αντάμα με τους κάθε καρυδιάς καρύδι ξενόφερτους μαφιόζους που εκμεταλλεύονται συντοπίτες τους, μετανάστες με τους μπόγους παραμάσχαλα, παιδάκια, δεκάχρονα, εξάχρονα, θλιμμένα και εξαϋλωμένα, πατώντας άτσαλα πάνω στους δεκάδες κουρελήδες αστέγους, που έχουν στήσει νεκροταφειακή αλυσίδα με κουβέρτες ο ένας δίπλα στον άλλο, προκαλώντας την οργή των φουριόζων περαστικών, που δεν δίνουν δεκάρα αν μισό πόντο από τον υπόνομο διαβιώνουν ψυχές, φουκαράδες, άτυχοι, παίδες ενός κατώτερου Θεού. Και αποφασισμένος λες φεύγω, την κάνω μια για πάντα από ετούτο το κολαστήριο, πετάω εκατοντάδες μίλια παράμερα, ψηλά στο Τριεθνές, που βασιλεύει η αχανής ειρήνη και η ατέρμονη νηνεμία, να κάνω παρέα στα μυριάδες φτερωτά γλαρόνια. Απροετοίμαστος μου έμοιασες. Η μεγαλούπολη είναι η βιτρίνα όλων, ούτε εκεί στο ησυχαστήριο, όπως το θαρρείς, αλλάζει κάτι, απλά όλα δαύτα τα σε πρώτη μόστρα αποκρουστικά καθημερινά είναι θαμμένα στην λάσπη, βουτηγμένα κάτω από το νερό, κρυμμένα Πίσω Από Τις Θημωνιές...

Πίσω Από Τις Θημωνιές (Behind The Haystacks) Quad Poster
Με τις αγροτικές του εργασίες να μην πηγαίνουν καλά τον τελευταίο καιρό, ο Στέργιος κουτσά στραβά τα φέρνει βόλτα και φροντίζει την οικογένεια του, πιάνοντας ψάρια στην λίμνη και πουλώντας τα στα πέρα της μεθορίου εστιατόρια, για να βγάλει τα προς το ζην. Οι παλιές υποχρεώσεις και τα χρέη από την κακή οικονομική διαχείριση παραμένουν και οι δημόσιοι πιστωτές δεν δείχνουν διατεθειμένοι να ρίξουν νερό στο κρασί τους, απαιτώντας το συντομότερο τα χρήματα από τις επιδοτήσεις που φαγώθηκαν. Με την απελπισία να κυκλώνει τον μεσήλικα, που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις πληρωμές του, θα αποδεχθεί την πρόταση του αδελφού της γυναίκας του και γνωστού λαμόγιου σε όλους τους συνεταιρισμούς πέριξ της Δοϊράνης, για να μεταφέρει, έναντι αμοιβής, μετανάστες στην αντίπερα όχθη της Βόρειας Μακεδονίας.

Ατυχώς για τον ζορισμένο άντρα, τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά ούτε εντός του σπιτικού, αφού οι δυσκολίες έχουν φέρει αναστάτωση στις σχέσεις του, τόσο με την περιορισμένων καθηκόντων και ευθυνών, επίτροπο στην τοπική εκκλησία, κυρά του, όσο και με την ενήλικη, πλέον, θυγατέρα, που επιθυμεί να ανοίξει τα φτερά της και να απαγκιστρωθεί από την επαρχιακή μιζέρια. Η μοιραία νυχτιά στην κατάμεστη από γυναικόπαιδα, που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο, βάρκα του Στέργιου, θα είναι εκείνη που θα δώσει την χαριστική βολή στην οποιαδήποτε απελπισμένη προσπάθεια του να σταθεί ξανά στα πόδια του.

Το ημερολόγιο της αφήγησης είναι καρφωμένο ελάχιστο καιρό πριν την έλευση της πανδημικής ταφόπλακας, σε μια περίοδο που η ροή του εξ Ανατολών μεταναστευτικού κύματος έχει φτάσει στην κορύφωση της, με συνέπεια οι γειτονικές διέξοδοι να φράξουν, εγκλωβίζοντας χιλιάδες ταλαίπωρους πρόσφυγες εντός των ελληνικών ορίων. Με την κρατική μηχανή - ειδικά ετούτη την αστεία της συγκεκριμένης περιόδου '15, που αγνοώντας την ρητή λαϊκή εντολή, κατέγραψε την φασιστικότερη σελίδα στην νεότερη ιστορία του Έθνους - να δηλώνει ανήμπορη και ανάξια να διαχειριστεί την δύσκολη συνθήκη, δεν είναι τυχαίο που θα στηθούν κατά τόπους παραμάγαζα, από τους διαφόρους επιτήδειους, προς "εξυπηρέτηση" των αναζητούντων την διέξοδο προς Ευρώπας. Και μέσα σε αυτή την παραβατική δίνη, να υποκύπτουν ακόμη κι εκείνοι οι τίμιοι και νομοταγείς, που βιώνοντας την εγκατάλειψη της πολιτείας, της στρέφουν την πλάτη, κάνοντας το κουμάντο τους με χρήμα βρώμικο, ενίοτε και εγκληματικό.

Μια τέτοια ακριβώς περίπτωση είναι ο Στέργιος, που έστω κι αυτό το πενηντάρικο που θα του δώσει για μεροκάματο ο Σκοπιανός εστιάτορας, του φτάνει και του περισσεύει για να βγάλει την εβδομάδα. Σιγά και τα έξοδα που έχει να καλύψει, δυο βενζίνες και πέντε τσίπουρα στον καφενέ. Το περισσότερο είναι εκείνο που δεν δύναται να φροντίσει, να αναδιοργανώσει την αγροτική του επιχείρηση, να βγάλει δυο δραχμές παραπάνω, να κάνει ένα δωράκι έστω στην χαμηλών τόνων γυναίκα ή στην φιλόδοξη κόρη, έτσι για τα γενέθλια της, για το καλό. Το δάνειο που είναι αδύνατον να εξυπηρετηθεί, θα γίνει η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι, ρίχνοντας έναν φιλήσυχο πολίτη στην παρανομία. Το ντόμινο που θα ακολουθήσει το πέρασμα της κόκκινης γραμμής, θα μοιάσει καταστροφικό για την ψυχή του. Ας είναι καλά οι καλαμιές γύρω από τις όχθες του υδάτινου όγκου, που ξέρουν καλά να μπαλώνουν την πανέμορφα φυσική ζωγραφιά. Τα μέσα του ταλαίπωρου και των συν αυτώ που γνωρίζουν τι συμβαίνει, είναι αδύνατον να γιατρευτούν ποτέ.

Τραγική η ιστορία που επεξεργάζεται στο μεγάλου μήκους δημιουργικό της ντεμπούτο η Ασημίνα Προέδρου, αν και με τον ρυθμό που συμβαίνει στον καιρό μας, η κοινή γνώμη την προσπερνά με αδιαφορία και σφύριγμα, λες και στις θάλασσες πνίγονται κούκλες και μαριονέτες. Η μέθοδος που ακολουθεί η δημιουργός στην ανάπτυξη της αφήγησης της, είναι τριμερής, τρίπρακτη, με παράλληλη απεικόνιση των στιγμών, μέσα από την θωριά των τριών μελών αυτής της φαμίλιας της παραμεθορίου. Του πατέρα, που ορίζει και τον κεντρικό πυλώνα στήριξης της πλοκής, της θρησκευόμενης μητέρας, που βλέπει πολλά, μιλά ελάχιστα και αντιδρά μηδενικά και της μικρής, που αισθάνεται σαν να πνίγεται στην περιοριστική κοινότητα του χωριού, ελπίζοντας πως αργά ή γρήγορα η καλλιτεχνική της ικανότητα στο τραγούδι, θα της ανοίξει την τρύπα δραπέτευσης της από το συρματόπλεγμα.

Οι τρεις ξεχωριστές ενότητες, που η σκηνοθέτις δίχως να βρίσκω λόγο μαρκιζάρει, μάλλον σε υπερβολή αφού είναι προφανές, με το όνομα του πρωταγωνιστή της, στοιχειοθετούν την προσωπικότητα του καθενός, αλλά και τον ρόλο του στον κάθε λογής μικρόκοσμο που τον περιβάλλει. Τον συνεταιρισμό, την εκκλησία, την συντροφιά, την οικογένεια κατ επέκταση, το χωριό σαν γενικότερο σύνολο. Σε αντιστροφή σειρά, η διάβρωση των ηθικών αξιών του μαζικού, σταδιακά σαπίζει το κάθε παραπλήρωμα, με αποτελέσματα, όπως είναι πολύ φυσικό, μη αναστρέψιμα. Και εννοείται καταστροφικά. Ο δυτικός πολιτισμός, της παντί τρόπω ανάδειξης της μονάδας, κατεδαφίζεται, απούσης της σοβαρής κοινωνικής δομής, που οι αρχές της έχουν κατακερματιστεί.

Η κινηματογράφηση του απίστευτης ομορφιάς τοπίου της βόρειας συνοριογραμμής της χώρας είναι εκείνη που κερδίζει με την πρώτη ματιά την πλατεία. Ανοίγοντας με την σχεδιαστική αρτιότητα της την όρεξη για την σοσιολογική κουβέντα που στήνει η Ασημίνα, πάνω σε ένα (ακόμη) φλέγον ζήτημα που κατακαίει. Οι χαρακτήρες, αληθινοί και ρεαλιστικοί, τονίζονται δίχως περιττές εξάρσεις από την κύρια πρωταγωνιστική τριπλέτα. Τον Σταμουλακάτο, στο υποκριτικό φλιπ σάιντ του Μαχαιροβγάλτη, που η υπερπροστατευτική του (όχι φυσικά πατριαρχική, αυτές είναι πολύ βαριές έννοιες για να εκστομίζονται ελαφρά τη καρδία) συνήθεια τον βυθίζει ολοένα και περισσότερο στην απόγνωση, την πολυμορφική Ουζουνίδου, εδώ σε μια πιο δραματική, θηλυκά υποχωρητική, φοβισμένη έκφανση και την αποκάλυψη Ευγενία Λάβδα, που ως το κορίτσι της υπόθεσης, γράφει υπέροχα στο εκράν, ξεδιπλώνοντας το αληθινά ελπιδοφόρο ταλέντο της.

Ο επίλογος - εξίσου αναίτια η τιτλέζα, είναι δεδομένο από τα fades, ποιος είναι ο επίλογος - ορίζει και το σημαντικότερο ποιητικό εύρημα της δημιουργού. Τραγικός αλλά και ειρωνικός ταυτόχρονα, δοσμένος μέσα από το πένθιμο παραδοσιακό Ηπειρώτικο και τον διπρόσωπα μεθυσμένο σερνικό χορό του, βάζει την προβλεπόμενη άνω τελεία στην δράση των (αντι)ηρώων. Όχι όμως και στις ξεριζωμένες καρδιές τους, που πια δεν είναι το ίδιο αθώες όπως χθες. Το μοντέρνο κοινωνικό πλάνο, πέτυχε τον σκοπό του, η ενοχή πέρασε μέσω λίμνης, στην μεριά του λαουτζίκου. Εγώ είμαι ο φταίχτης των πάντων! Επειδής στέκομαι καυστικός παρατηρητής καταμεσίς της Πλατείας Βάθη, ενώ κανονικά θα έπρεπε να αμολάω αδαής, αζόριστος και μουγγός την καλούμπα...

Πίσω Από Τις Θημωνιές (Behind The Haystacks) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Ιανουαρίου 2023 από την Tanweer!
Περισσότερα... »