Tár Poster ΠόστερTár

του Todd Field. Με τους Cate Blanchett, Noémie Merlant, Nina Hoss, Sophie Kauer, Mark Strong, Julian Glover, Allan Corduner, Sylvia Flote.


Λυδία λίθος!
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

A conductor accused of misconduct

Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 24 Φεβρουαρίου του 1964 στην πόλη Πομόνα της Καλιφόρνιας στις ΗΠΑ, William Todd Field. Οι προηγούμενες δύο ταινίες που σκηνοθέτησε ήταν οι εξής: «Μυστικά της κρεβατοκάμαρας» (In the Bedroom, 2001) και «Κρυφές επιθυμίες» (Little Children, 2006). Στις προηγούμενες δύο ταινίες του, ο – γνωστός κατά βάση ως ηθοποιός στην αρχή της καριέρας του – Field, συνυπέγραφε το σενάριο, ενώ για το Tár έγραψε μόνος του το σενάριο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ειδικά για την Cate Blanchett: αν η Blanchett, δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να πρωταγωνιστήσει, η ταινία δεν θα γυριζόταν ποτέ!

Tár Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ της Βενετίας, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα, τιμώμενη τελικά με το βραβείο καλύτερης ερμηνείας για την Cate Blanchett. Από εκεί και πέρα συμμετείχε σε μια σειρά από φεστιβάλ, κερδίζοντας βραβεία (κυρίως για την Blanchett). Είναι μόλις η έβδομη ταινία στην ιστορία του trifecta, του άτυπου «συνόλου» που δημιουργούν οι ενώσεις κριτικών της Νέας Υόρκης, του Λος Άντζελες και της (Αμερικάνικης) Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, όπου οι τρεις ενώσεις ομόφωνα ανέδειξαν μία ταινία ως καλύτερη της χρονιάς! Οι προηγούμενες έξι ταινίες ήταν: «Τα καλά παιδιά» (Goodfellas, 1990) του Martin Scorsese, «Η λίστα του Σίντλερ» (Schindler’s List, 1993) του Steven Spielberg, «Λος Άντζελες, Εμπιστευτικό» (L.A. Confidential, 1997) του Curtis Hanson, «The Hurt Locker» (2008) της Kathryn Bigelow, «The Social Network» (2010) του David Fincher και «Drive My Car» (2021) του Ryûsuke Hamaguchi! Η ταινία ήταν υποψήφια για τρεις Χρυσές Σφαίρες, κερδίζοντας εκείνη για την καλύτερη γυναικεία ερμηνεία σε δράμα για την Cate Blanchett, ενώ είναι υποψήφια για πέντε βραβεία BAFTA και για έξι Όσκαρ και πιο συγκεκριμένα, διεκδικεί τα Όσκαρ: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρωτότυπου σεναρίου, α’ γυναικείου ρόλου, διεύθυνσης φωτογραφίας και μοντάζ.

Η υπόθεση: Η Λύδια Ταρ είναι μια πρωτοποριακή μαέστρος, που διευθύνει μια μεγάλη γερμανική ορχήστρα. Η Ταρ βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας της, καθώς προετοιμάζει τόσο την παρουσίαση ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου όσο και την πολυαναμενόμενη ζωντανή εκτέλεση της Πέμπτης Συμφωνίας του Γκούσταφ Μάλερ. Είναι ομοφυλόφιλη, παντρεμένη με την Σάρον (πρώτο βιολί στην ορχήστρα της), με την οποία έχουν υιοθετήσει μια προσφυγοπούλα από τη Συρία, την Πέτρα. Το δεξί της χέρι είναι η Φραντσέσκα, μια νεαρή, όμορφη γυναίκα, που κάνει τα πάντα για τη Λύδια. Η Λύδια δεν θα μπορούσε να ζητήσει τίποτε παραπάνω: ζει πραγματικά το όνειρό της. Ένας γεγονός, όμως, θα αρχίσει να αποδομεί την εικόνα της. Πολύ γρήγορα η Λύδια, από την κορυφή, θα κατρακυλήσει στον πάτο. Μέχρι πού θα φτάσει η πτώση της;

Η άποψή μας: Επιτήδευση: αυτή είναι η πρώτη λέξη που σου έρχεται στο μυαλό πριν καν ξεκινήσει η ταινία! Είναι ο τίτλος της, που έχει μια... ενοχλητική οξεία πάνω από το a, κάτι που δεν υφίσταται σε καμία από τις σύγχρονες αγγλοσαξονικές γλώσσες. Κάνοντας μια μικρή έρευνα στο Chat GPT – OpenAI, που είναι και της μοδός, μου έβγαλε πως μια τέτοια γραφή επιθέτου υποδηλώνει προέλευση από χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπως Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Ουγγαρία και Πολωνία. Αν συνυπολογίσουμε το πάθος της πρωταγωνίστριας για τον Μάλερ, που ήταν Αυστριακής και Βοημικής καταγωγής, φαίνεται πως αυτή η γραφή του επιθέτου αποτελεί ένα είδος φόρου τιμής προς το είδωλό της (μιας που η Βοημία είναι μια ξακουστή περιοχή της Τσεχίας). Πολύ αργότερα μέσα στην ταινία αποκαλύπτεται στους πιο προσεκτικούς πως το πραγματικό ονοματεπώνυμο της Lydia Tár είναι Linda Tarr και πως έχει ταπεινή καταγωγή από τις ΗΠΑ. 

Και συνεχίζουμε: αρχίζει η ταινία και βλέπεις αυτό που βλέπεις στους τίτλους τέλους. Σαν το «Μη αναστρέψιμος» ένα πράμα! Τα ονόματα όλων μα όλων των συντελεστών της ταινίας (εκτός από εκείνα των ηθοποιών) παρελαύνουν μπροστά στα μάτια του αποσβολωμένου θεατή. Περνάνε τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά (πέντε τελικά, χα, ω ναι, πέντε, έχει σημασία, ίσως και όχι, κι όμως, ναι) και η αλήθεια είναι, ένας εκνευρισμός σε πιάνει, καθώς και διάφορες κακές σκέψεις: γιατί μας τυραννάει τώρα αυτός ο κυριούλης; Χμ, συνήγορος του διαβόλου εδώ: ο ιθύνων νους πίσω από την ταινία θέλει με αυτόν τον τρόπο να ευχαριστήσει έμπρακτα όλους όσοι συμμετείχαν στη δημιουργία της, οι οποίοι αναγνωρίζονται μόνο από όσους θεατές έχουν το... βίτσιο να κάθονται στην κινηματογραφική αίθουσα μέχρι να πέσει και ο τελευταίος τίτλος από τα ζενερίκ του φινάλε. 

Και μπαίνουμε στην πρώτη διαλογική σκηνή. Ο Adam Gopnik (που υποδύεται τον εαυτό του), δημοσιογράφος του έγκριτου περιοδικού The New Yorker, στο πλαίσιο του φεστιβάλ του περιοδικού, έχει καλεσμένη για live κουβέντα μπροστά σε ένα εκστασιασμένο κοινό, την Λύδια Ταρ. Έναν από τους ελάχιστους ανθρώπους που ανήκουν στην εκλεκτή κλίκα των EGOT, των δημιουργών εκείνων δηλαδή που έχουν τιμηθεί με Emmy, Grammy, Oscar και Tony! Η κουβέντα τους τώρα, πώς να το πω, είναι κάπως... ελιτίστικη. Ο μέσος θεατής (κι εγώ μαζί του) δεν μπορεί να παρακολουθήσει τι διαμείβεται στη συγκεκριμένη συζήτηση. Ομολογώ άγνοια σε ότι αφορά την κλασική μουσική. Δεν κατάλαβα Χριστό! Οι μουσικόφιλοι, οι λάτρεις της κλασικής μουσικής από την άλλη, μάλλον θα απολαύσουν την κουβέντα. Όπως και ο μαέστρο... Χριστόφορος Παπακαλιάτης!!! Ο μέσος θεατής, όμως, συνεχίζει να τσιμπιέται: μωρέ, τι 'ναι τούτο; Τι παράξενο φρούτο; 

Το στοίχημα που βάζει ο Field είναι μεγάλο. Γιατί ενώ η ταινία έχει προχωρήσει αρκετά, κινδυνεύει να πετάξει έξω από αυτήν τον μέσο θεατή. Τον ενδιαφέρει ο μέσος θεατής; Ή απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε μια κλειστή κάστα διανοούμενων; Χμ, νομίζω πως η ταινία μας αφορά όλους – οι περισσότεροι, όμως, αν συνεχίσουν να την παρακολουθούν, θα ξεκινήσουν έχοντας φάει γκολ από τα αποδυτήρια και θα έχουν μια αρκούντως δικαιολογημένη τσατίλα. Δεν τους κακολογώ: η ταινία παίζει με τα όρια – και τα νεύρα των θεατών. Όταν όμως ξεπεράσεις αυτόν τον ουδό της δυσανεξίας, ανοίγεται μπροστά σου πεδίο δόξης λαμπρό για να απολαύσεις, να σιχαθείς, να μισήσεις (ω ναι), να λατρέψεις μια ταινία τολμηρή (ποιος να μας το έλεγε αυτό κάποια χρόνια πριν, ε; ), που φτιάχτηκε για να διχάσει. 

Σαν το Babylon ένα πράμα (ξανά, ω ναι). Παρακολουθούμε το πορτρέτο μιας γυναίκας τρομερά ταλαντούχας, τρομερά εργατικής, τρομερά προνομιούχας, με απίστευτες γνώσεις, που αγαπάει τη μουσική με πάθος, που αγαπάει να έχει εξουσία, που χρησιμοποιεί και χειραγωγεί τους ανθρώπους γύρω της κατά το δοκούν, που έχει κατασταλαγμένες απόψεις, που έχει εκμαυλιστεί από τις απολαύσεις. Μιας γυναίκας που δείχνει σκληρή και ατσαλάκωτη, που για να υπερασπιστεί την κόρη της η οποία δέχεται bullying, κάνει η ίδια bullying, παρουσιαζόμενη ως ο πατέρας της μικρής, μιας γυναίκας ανασφαλούς, μικροβιοφοβικής, που καταπίνει χάπια για να καταπολεμήσει το άγχος της (και το κρύβει όποτε μπορεί). Μιας περήφανης λεσβίας, που δεν δέχεται να κρίνει τους ανθρώπους γενικότερα και τους καλλιτέχνες ειδικότερα με βάση τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. 

Η σκηνή στην περίφημη σχολή Τζούλιαρντ είναι χαρακτηριστική: κοντράρεται με τον φοιτητή, που ακυρώνει τον Μπαχ επειδή τον θεωρεί μισογύνη, για να εκφράσει ανοιχτά και χωρίς φόβο την άποψή της ότι ένας καλλιτέχνης κρίνεται από το έργο του κι όχι από τον χαρακτήρα του, τις πεποιθήσεις του ή τη σεξουαλική του ταυτότητα. Θα έρθει και η δική της σειρά να ακυρωθεί... Μιας γυναίκας από την άλλη, που θεωρεί εντελώς φυσιολογικό να εκμεταλλεύεται τη θέση της και την εξουσία της για να ικανοποιεί τις σεξουαλικές της ορέξεις, χρησιμοποιώντας νεαρές, ταλαντούχες ή μη, φιλόδοξες μουσικούς ως σκεύη ηδονής, από τα οποία απαλλάσσεται μετά τη χρήση, όταν πάψει το ενδιαφέρον. Μια λεσβία Χάρβεϊ Γουάινστιν! 

Ώπα! Μπορεί μια ομοφυλόφιλη γυναίκα να είναι σεξουαλικός κακοποιητής, ένας sexual predator; Η Marin Alsop, που για πολλούς αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης για τον χαρακτήρα της Λύδιας Ταρ, δήλωσε μετά την παρακολούθηση της ταινίας πως «προσβλήθηκα ως γυναίκα, προσβλήθηκα ως μαέστρος, προσβλήθηκα ως λεσβία». Και συνέχισε: «Υπάρχουν τόσοι πολλοί άντρες – πραγματικοί, τεκμηριωμένοι άντρες – στους οποίους αυτή η ταινία θα μπορούσε να βασιστεί, αλλά, αντίθετα, όχι μόνο βάζει μια γυναίκα στον ρόλο, αλλά της δίνει όλα τα χαρακτηριστικά αυτών των ανδρών. Αυτό δείχνει αντιγυναικείο». Μάλιστα. Μια χαρά ταινία θα προέκυπτε λοιπόν με τίτλο πχ «Smith», με ήρωα έναν John Smith, διευθυντή ορχήστρας, που χρησιμοποιεί τη θέση του για να περνάει από το κρεβάτι του φιλόδοξους, νεαρούς μουσικούς. Σωστά; 

Επομένως, ναι στην τέχνη, ναι στην καλλιτεχνική ελευθερία, αλλά ρε παιδί μου, να μην θίξουμε τις λεσβίες, να μην θίξουμε τους χοντρούς, να μην θίξουμε τους παράλυτους, να μην θίξουμε τους Μορμόνους, τους Βλάχους, τους Πόντιους, τους μαύρους, τους κίτρινους, τους μπλε, τους Αρειανούς, τους ανοργασμικούς, τους πανσεξουαλικούς. Ταινίες αλά καρτ και έμμεση λογοκρισία. Να περνάς από χίλια κόσκινα όλα όσα γράφεις, όλα όσα λες, όλα όσα σκέφτεσαι, για να μην θίξεις κάποιον. Γιατί, ελλοχεύει ο κίνδυνος, αφού καταφέρεις να γίνεις μεγάλος και τρανός, τζουπ, να φας μια ακύρωση και να βρεθείς στα τάρταρα. Γιατί δεν έχει νόημα η ακύρωση όταν δεν είσαι κάποιος, σωστά; Θα ακυρωθείς μόνο όταν γίνεις κάτι σημαντικό... Τι σκατά καλλιτεχνική ελευθερία είναι αυτή; Πόσο συγγενής τελικά είναι ο φασισμός με την πολιτική ορθότητα; Επιτρέπεται να εκφράζεις γνώμη πλέον ή το μόνο που επιτρέπεται να κάνεις, είναι να πουσάρεις μόνο συγκεκριμένες ατζέντες; Έχω διαβάσει μύδρους κατά της ταινίας. Μέχρι και για φασιστική την έχουν κατηγορήσει, δηλαδή, έλεος κάπου. Τεςπα, συνεχίζουμε. 

Ο Field με μεγάλη υπομονή, μεθοδικά και με ψυχρά χρώματα, δημιουργεί κάτι άξιο παρακολούθησης και επαίνων, που άλλοτε με τραβούσε στα χνάρια του «Birth» του Jonathan Glazer κι άλλοτε σε εκείνα του «Code inconnu» του Michael Haneke. Η Λύδια Ταρ είναι στην κορυφή και θέλει να πάει ακόμα πιο ψηλά! Έως ότου παθαίνει αυτό που τόσο εύγλωττα συμπυκνώνει σε μια λέξη ο ήρωας που υποδύεται ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος στην υπέροχη ταινία του Περικλή Χούρσογλου «Ο κύριος με τα γκρι»: «Γλίστρησα». Έτσι και η Λύδια. Γλιστράει. Φλερτάροντας την νεαρή τσελίστρια, το τελευταίο σκοτεινό αντικείμενο του πόθου της, και προσπαθώντας να της επιστρέψει ένα αρκουδάκι που ξέχασε στο αυτοκίνητό της, θα την ακολουθήσει σε ένα παράξενο σπίτι και... θα σπάσει τα μούτρα της. 

Η πτώση της θα είναι θεαματική και απότομη. Θα βγουν όλα τα άπλυτά της στη φόρα. Κι εκεί που βρισκόταν στην κορυφή, θα βυθιστεί στον βούρκο. Απότομη κι επίπονη προσγείωση. Αυτός ο εγωπαθής, χειριστικός άνθρωπος, θα νιώσει στο πετσί του την ήττα. Αλλά, μια στιγμή. Γιατί ο τόνος του φιλμ μετά το «γλίστρημα» αλλάζει; Γιατί η Λύδια βλέπει τον παράξενο, τεράστιο σκύλο ( ; ) στο ερειπωμένο κτίριο; Γιατί ακούει θορύβους, γιατί βλέπει αυτά που βλέπει κι ακούει αυτά που ακούει; Ποιος θέτει τον μετρονόμο της σε λειτουργία; Γιατί υπάρχει διαφορετικό μοντάζ εδώ; Μήπως ό,τι ακολουθεί της πτώσης είναι όνειρο; Ή μάλλον, εφιάλτης; Μήπως όλα αυτά συμβαίνουν μόνο μέσα στο κεφάλι της; Μήπως η πραγματικότητα που βιώνει είναι μια προβολή του μέλλοντος έτσι όπως το φαντάζεται; Το φλερτ με το μεταφυσικό δίνει άλλη μια ενδιαφέρουσα διάσταση στην ταινία. Και ο Field αποφεύγει τις εύκολες κι έτοιμες απαντήσεις. 

Απίστευτο το πως μια ταινία είναι ταυτόχρονα μαξιμαλιστική και μινιμαλιστική, λεπτομερέστατη και ασαφής, «όλα στη φόρα» και κρυπτική. Η Λύδια δεν απολογείται, δεν μετανιώνει, δεν ζητάει ούτε την συμπάθεια ούτε την κατανόησή μας. Και μετά την πτώση της ετοιμάζει την επιστροφή της. Ακόμα και χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο τις Φιλιππίνες. Ετοιμάζεται να αναγεννηθεί από τις στάχτες της, κι ας νιώθει ότι την στοιχειώνει παντού αυτή η καταραμένη Πέμπτη Συμφωνία, αυτό το μαγικό νούμερο πέντε: Όταν ζητάει ένα μασάζ για να χαλαρώσει, χαμένη στη... μετάφραση, οδηγείται σε μπουρδέλο, όπου η κοπέλα που της τραβάει την προσοχή είναι εκείνη με το νούμερο πέντε! 

Στο φινάλε, εκεί όπου σε ζωντανή μετάδοση, θα «ντύσει» με μουσική τις εικόνες του videogame «Monster Hunter» μπροστά σε ένα ακροατήριο που σέβεται απόλυτα τους κανόνες του cosplay, ο αφηγητής θα μιλήσει για τον Πέμπτο Στόλο: το μαγικό νούμερο πέντε, που στοιχειώνει τη ζωή της. Από τον Γκούσταφ Μάλερ στο βιντεογκέιμ, ένα τσιγάρο δρόμος. Ελεύθερη πτώση είπατε; Και είναι ευτελές είδος τα βιντεογκέιμ; Χμ. Μόνο για λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά. Δεν φταίει η Λύδια Ταρ: στραβός είναι ο γιαλός. Γεμάτη στρεβλώσεις είναι η σύγχρονη νεοφιλελέ δυτική κοινωνία. 

Σπουδαία ταινία, με απίστευτη δουλειά στη διεύθυνση φωτογραφίας και στο μοντάζ, στην επιλογή και την εκτέλεση της μουσικής, στην αυθεντικότητα τοποθεσιών, μαγαζιών, προϊόντων και καταστάσεων (μόνο το... μαλλί του Strong βγάζει μάτι, αλλά τι, επειδή είναι φαλακρός δεν μπορεί να παίξει ρόλο μαλλιά; μουάχαχαχαχαχα) τίποτα όμως δεν θα είχε σημασία χωρίς την παρουσία της Cate Blanchett στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η γυναίκα έμαθε να μιλάει άπταιστα γερμανικά, τελειοποίησε το πιάνο της (ναι, ό,τι ακούγεται να παίζεται από την ίδια, παίζεται από την ίδια!), διευθύνει η ίδια κανονικά, ως μαέστρος, την αυθεντική φιλαρμονική και εννοείται, δίνει ερμηνεία – οδοστρωτήρα! Δίνει ζωή, σάρκα και οστά, σε έναν χαρακτήρα στα όρια του αντιπαθούς, και το κάνει με τρόπο αφοπλιστικό και απολαυστικό. 

Για το φινάλε κράτησα να μεταφέρω τα λόγια του αφηγητή του παιχνιδιού λίγο πριν τελειώσει η ταινία. Σαν να συμπυκνώνουν όλο το νόημα της ταινίας σε αυτές τις λίγες λέξεις. Ιδίως η κατακλείδα είναι όλα τα λεφτά: «Sisters and brothers of the Fifth Fleet, it’s time. I’ll keep my farewell brief - never was much with words. Once you board this ship, there’s no turning back. The next ground your feet will touch will be that of the New World. If any of you lost your nerve, then step away now, and let no one judge you».

Tár Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Φεβρουαρίου 2023 από την Tulip Ent.!

1 σχόλια:

here είπε...

Hey! Nice article!

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική