The Fabelmans Poster ΠόστερThe Fabelmans
του Steven Spielberg. Με τους Michelle Williams, Paul Dano, Seth Rogen, Gabriel LaBelle, Judd Hirsch.


Το πορτραίτο ενός Νεαρού Μουσάτου Καλλιτέχνη
του gaRis (@takisgaris)

Με τον Σπηλβέργιο μεγαλώσαμε μαζί. Για την ακρίβεια αυτός ανάθρεψε εμένα (στα 75 πια εκείνος – στα 50 εγώ), και δεν το κρύβω, μένοντας χώρια με τον πατέρα μου από τα 10, ο σεβασμός μου για τον Steven υπήρξε ανέκαθεν γλυκά δεδομένος. Να εξομολογηθώ επίσης πως ποτέ δε με κατέκτησε ολοκληρωτικά η ναϊφ του προσέγγιση, αυτή η παιγνιώδης παιδικότητα όπου όλα δικαιολογούνται όταν παρουσιάζονται κεντημένα σε ένα θαυμαστό, ονειρώδη καμβά, καθότι το νίτι-γκρίτι του Scorsese και το ανατρεπτικό σύμπαν του Lynch με έπαιρναν πάντοτε αιχμάλωτο. Σε καμιά των περιπτώσεων όμως, το αξεγάδιαστο καδράρισμα, η οπτικο-ακουστική του αρμονία και η σιγουριά στην εκτέλεση δεν έπαψαν να αξιώνουν την αδιαίρετη προσοχή και τον εξέχοντα σεβασμό μου. 

The Fabelmans Quad Poster
Από τον Στηβ τον 8 ετών και την αναπαράσταση της σύγκρουσης τρένων από το Greatest Show on Earth (1952) του Cecil B. DeMille στον δαφνοστεφανωμένο Μούσια των 58 ταινιών, μεταξύ των οποίων αριστουργήματα (Schindler’s List, το μισό Saving Private Ryan) και μια σειρά από εικονικά μέρη της συλλήβδην παγκόσμιας φιλμογραφίας (Jaws, ET, Indiana Jones, Jurassic Park), ο ιστορικός χρόνος τον έχει ήδη κατατάξει στο πάνθεο της κινηματογραφικής τέχνης.

Με άλλες κουβέντες ο Steven Spielberg δεν έχει τίποτις άλλο να αποδείξει. Το περσινό ρημέηκ του West Side Story μόνο ως δήλωση, ως άγνοια φόβου σύγκρισης μπορεί να εκληφθεί (κατά μεγάλο μέρος δικαιωμένης). Ήθελε να διασκευάσει ένα μιούζικαλ ταμπού και το έκαμε δικό του. Φθάνουμε λοιπόν στο σήμερα, με τον σεβάσμιο μάγο του σελιουλόιντ να έχει βάλει στόχο την εκπλήρωση του πλέον της 20ετίας ονείρου, την εξιστόρηση της ίδιας της εφηβείας του, σε μια τυπική μεσοαστική οικογένεια του Τζέρζυ. Οι Fabelmans είναι μόνο κατ’όνομα(τα) το σπιτικό μιας τυπικής εβραϊκής οικογένειας αφού κατά ιδία δήλωση άπαντα συνέβησαν, τουλάχιστον ιδωμένα όπως ακριβώς τα έζησε. 

Κάθεται καταμεσό της πανδημίας λοιπόν με τον κολλητό Tony Kushner (West Side Story, Lincoln, Munich) και του παραθέτει τα γεγονότα. Καλεί Michelle Williams και Paul Dano να υποδυθούν τους γονείς του. Ο νεαρούλης Gabriel LaBelle, χωρίς περγαμηνές μεγάλης οθόνης μα με μια χαμαιλεοντική ικανότητα να ενθυλακώνει την σπηλμπερκιανή ουσία, ολοκληρώνει το οικογενειακό παζλ με τις τρεις αδερφές του και τον τρελό τσιρκολάνο θείο της μαμάς Judd Hirsch που κλέβει την παράσταση. Ρόλος καταλύτη για τον Seth Rogen, αυτός του κολλητού συνεργάτη του πατέρα του, ο οποίος προσκολλάται στην οικογένεια και αποτελεί τον κύριο μοχλό διάσπασής της. 

Είναι Σεπτέμβρης, η μεγάλη στιγμή του TIFF22, πρώτη φορά που ο Μούσιας κάνει πρεμιέρα εδώ στα χρονικά. Είμαι παρών, αμέσως μετά την προβολή, καθισμένος μερικά μέτρα από τη σκηνή, όπου ατενίζω το βασικό καστ, πλην Williams (λόγω εγκυμοσύνης) και αυτό που βλέπω είναι τον SPIELBERG να φορά τα συνήθη τζηνάκια και σπορτέξ του και να βγάζει τη συστολή και την ευγένεια σε αδιανόητο βαθμό. Κι όμως, λίγα λεπτά πριν είχα παρακολουθήσει το ντρημ τημ (Kaminski - Williams - Kahn - Carter - Bridges) να παίζει σε υψηλό επίπεδο για ταινία εποχής (50s) και τοπ-οφ-δε-τοπς για οικογενειακή, PG13. 

Ο συγκινητικός στην παραξενιά του Paul Dano και η μαγεύτρα Michelle Williams (που αν έπαιζε στην κατηγορία υποστηρικτικής γυναικείας ερμηνείας θα είχε το οφειλόμενο όσκαρ στο τσεπάκι) καθοδηγούν ένα καστ χάρμα ιδέσθαι σε μια ταινία που δεν ανατρέπει κατεστημένα ούτε τολμά υπερβολικά καθότι ο Στηβ ολοφάνερα τιμά την περίπλοκη σχέση που είχε με τη μητέρα του Mitzi όμως γοητεύει με τον εξομολογητικό της τόνο και επιτέλους μας γνωρίζει τον καλλιτέχνη -peter pan που μας πήρε από το χέρι στα δυσοίωνα 80s και μας έφθασε σώους στην πέρα όχθη του ενεστώτος χρόνου. 

Οι Fabelmans είναι το γράμμα του Μουσ-ουργού στην σινεματικά πλέρια παιδική μας ηλικία. Θα υπερισχύσει κατά κράτος εκτός συγκλονιστικού απροόπτου στα φετινά όσκαρς, ως φόρος τιμής στο σύνολο της πλέον αξιοζήλευτης καριέρας στην ιστορία του Hollywood. Χώρια που η τελευταία σκηνή -κατευόδιο, είναι ανθολογίας και μάλιστα δείχνει πως ο Στηβ κι εγώ έχουμε κάτι ιδιαίτερα κοινό: Τον πλέον αγαπημένο μας σκηνοθέτη.

The Fabelmans Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 24 Νοεμβρίου 2022 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Ο Σπόρος Μιας Αγάπης (Yin Ru Chen Yan / Return to Dust) Poster ΠόστερΟ Σπόρος Μιας Αγάπης
του Li Ruijun. Με τους Wu Renlin, Hai Qing.

Δραπετσώνα
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Γεννημένος στην επαρχία Γκάνσου της Βορειοδυτικής Κίνας στα 1983 και σπουδαγμένος στην Εθνική Σχολή Ραδιοφώνου, Κινηματογράφου και Τηλεόρασης, ο σκηνοθέτης Li Ruijun πραγματοποίησε το δημιουργικό του ντεμπούτο μόλις στα 24 του χρόνια. Έκτοτε τα πονήματα του γίνονται δεκτά σε όλα τα σημαντικά κινηματογραφικά ραντεβού της γης, όπως συνέβη άλλωστε και με την έκτη δουλειά του, Yin Ru Chen Yan / Return To Dust, που προβλήθηκε για πρώτη φορά στα πλαίσια του διαγωνιστικού τμήματος της φετινής Μπερλινάλε. Το παράξενο για τον Ασιάτη ντιρέκτορα - αν και η μαρκίζα του φιλμ αναγράφει πως πρόκειται για μια απλοική ιστορία αγάπης - είναι που Ο Σπόρος της Αγάπης, ελάχιστες εβδομάδες μετά την πρεμιέρα του στην πατρίδα του, λογοκρίθηκε και πάφθηκε από τις αίθουσες, καθώς οι αρχές θεώρησαν πως ασκεί δριμύτατη και επιθετική κριτική στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Δεν θα συμφωνήσω, αν καυτηριάζει κάτι, πρώτα και πάνω από όλα, είναι τους εκμεταλλευτές (απ)ανθρώπους που δημιουργεί το κοινωνικό γίγνεσθαι της έντονων ανισοτήτων αχανούς χώρας.

Ο Σπόρος Μιας Αγάπης (Yin Ru Chen Yan / Return to Dust) Quad Poster
Πάμφτωχος, χαμηλών τόνων και το κυριότερο τίμιος, ο μοναχικός Μα Γιούτι, εργάζεται σκληρά στα άνυδρα χωράφια του χωριού του, για να βγάλει τα ελάχιστα οικονομικά κέρδη, που του χαρίζουν μια μηδενικών ανέσεων, μα ανεκτή για εκείνον ζωή. Η επιμονή των υπολοίπων μελών της οικογένειας του, για να δημιουργήσει κι εκείνος κάποια στιγμή το δικό του σπιτικό, θα τον ωθήσουν να αποδεχτεί την πρόταση να νυμφευτεί με προξενιό, την επίσης απόκληρη από την δική της φαμίλια, Κάο. Που είναι αρκετά νεότερη του, δεν φέρει την παραμικρή προίκα, ενώ στο κορμί της είναι εμφανείς οι αναπηρίες, που έχουν προκληθεί από την κακή συμπεριφορά πάνω της, των στενών της συγγενών. Συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας να τεκνοποιήσει.

Την αρχική παγωνιά της συνύπαρξης με μιαν άγνωστη, θα ακολουθήσει γοργά η θέληση από πλευράς του, να την εντάξει για τα καλά στην δύσκολη καθημερινότητα του, προκειμένου να τον βοηθά στις αγροτικές εργασίες του χωραφιού. Η σχέση που θα αναπτυχθεί μεταξύ τους σταδιακά, θα οδηγήσει το ζευγάρι να κάνει όνειρα για μια λιγάκι ποιοτικότερη ζωή, που θα συμβεί αν αγωνιστούν ακόμη πιο μεθοδικά στην σπορά του σιταριού, που στον μελλοντικό του θερισμό θα τους αποφέρει κάποια περισσότερα κέρδη.

Μην φανταστεί κανείς τίποτα επαναστατικές απολαβές, μερικά γιουάν παραπάνω που θα πάρουν από τον χονδρέμπορο, ούτως ώστε μετά από μερικές σοδειές να κατορθώσουν να αποκτήσουν κι εκείνοι την δική τους τηλεόραση, μια πολυτέλεια που ελάχιστοι συγχωριανοί έχουν στην κατοχή τους. Συνάμα με το άροτρο και το ινί όμως, θα πρέπει να βάλουν τα θεμέλια για να κτίσουν με λάσπη και πέτρα, το δικό τους καλύβι, μην καταφέρουν και ανεξαρτητοποιηθούν από την αυστηρή ματιά του στενού συγγενικού περίγυρου.

Δεν την χωρά ο νους τέτοια φτώχεια, τέτοια ανέχεια. Που χαρακτηρίζει το συντριπτικά μεγαλύτερο περιφερειακό τμήμα μιας χώρας που επιδιώκει να ορίσει τον τρίτο υπερδυναμικό πόλο. Η κοινωνική μέριμνα για όλους εκείνους που διαβιώνουν σε καταστάσεις χειρότερες κι από εκείνες των ζώων, πίσω από τις λαμπερές βιτρίνες των πολυπληθών μητροπόλεων, ισούται με το απόλυτο μηδέν. Καμία ελάχιστη στήριξη στην αγροτιά, καμιά παροχή έστω για την δημιουργία των βασικών συνθηκών στέγασης, καμία, στην κυριολεξία, ευθύνη, για την ασφάλεια των πολιτών ενός κράτους, που μοιάζουν με τέταρτης κατηγορίας. Πέρα από κατώτερου Θεού...

Υπό αυτή την πραγματικότητα, οι διαφορές στις διαστρωματώσεις κτίζονται ακόμη κι από τα πολύ λίγα. Ανώτερος εκείνος που διαθέτει κούρσα, από αυτόν που μονάχα ένα ψωριάρικο μουλάρι έχει στην κατοχή του. Υπέρτερος εκείνος που στην τσέπη έχει πέντε παράδες, από αυτόν που δεν έχει να πληρώσει ούτε για πέντε κοτίσια αβγά. Συνεπώς μονομιάς ο δεύτερος τίθεται στο περιθώριο, βγαίνει από το κάδρο και υπόκειται σε διαρκείς κρατικές τιμωρίες και εξευτελιστικές ποινές, ακόμη κι αν το ελάχιστο δίκαιο φέρνει προς το μέρος του. Δεν συζητούμε καν, δε, τι πρόκειται να συμβεί αν ο "εύπορος" της περιοχής χρειαστεί την βοήθεια του φουκαρά. Μια, δυο φιάλες αίμα ας πούμε για νοσοκομειακή χρήση. Δεν θα την ζητήσει, θα την απαιτήσει! Χωρίς αντίτιμο!

Άρα τι απομένει στον κακόμοιρο μεσήλικα και την ταλαιπωρημένη κυρά του, που σαν τους σύγχρονους σίσυφους χτίζουν λασπένιες τρώγλες, περιμένοντας την οργή της πολεοδομίας για το πότε θα τις γκρεμίσει με την δύναμη της μπολντόζας? Μόνο η αγάπη τους. Αυτή που δεν είχε την παραμικρή ρίζα, γεννημένη στο συνοικέσιο, μα που φούντωσε σαν το ίδιο το σιτάρι, πάνω στο χώμα, με λίγο αγέρα και δυο σταγόνες νερό από το κοντινό ρέμα. Απαιτήσεις τιποτένειες. Είναι αρκετό το τιτίβισμα των πουλιών, που έχουν κτίσει την φωλιά τους στα κεραμίδια, το τραγούδι της βροχής όταν κυλά από την στέγη και το θέατρο σκιών που δημιουργεί η λίγων κηρίων λάμπα, που φωτίζει το χαρτοκιβώτιο κοτετσάκι.

Πολύ συγκινητικές εικόνες, ρεαλιστικές, ανείπωτα δραματικές, που ζωγραφίζουν στο εκράν τις βασανισμένες ψυχές ενός ανδρόγυνου που δίχως να έχει στον ήλιο μοίρα, ονειρεύεται πως την επαύριον κάτι, μισό πόντο, καλύτερο τους επιφυλάσσει ο Ύψιστος. Και απλά πιστεύουν. Όπου πάμφτωχος κι η μοίρα του όμως. Η αφήγηση του Ruijun, τοποθετημένη μπροστά στην έξοχα φωτογραφημένη, κοκκινοχώματη, απέραντη ερημιά του τόπου του, εκτός από βολίδα στην καρδιά του συστήματος, είναι και δυσβάσταχτα σκληρή για τους ανθρώπους - ποντίκια του. Και εντέλει άκαρδα απαισιόδοξη, σε αντίθεση με τις συλλογιστικές των καλλιτεχνικών του διδασκάλων του, πρωτεργατών του ανθρωπιστικού σινεμά, που τόσο πιστά κι ευλαβικά ακολουθεί τις προσταγές. Με ολίγη από "εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί", θα με είχε ενθουσιάσει ο πραγματικά αξιόλογος και με έντονη  ματιά κινηματογραφιστής.

Ο Σπόρος Μιας Αγάπης (Yin Ru Chen Yan / Return to Dust) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Νοεμβρίου 2022 από την AMA Films!
Περισσότερα... »

Το Μενού (The Menu) Poster ΠόστερΤο Μενού
του Mark Mylod. Με τους Ralph Fiennes, Anya Taylor-Joy, Nicholas Hoult, Hong Chau, Janet McTeer, Reed Birney, Judith Light, John Leguizamo.


Η εκδίκηση του 99% ως απόλυτη γκουρμεδιά
του gaRis (@takisgaris)

Αδελφοί, 

η άναρχη συσσώρευση πλούτου είναι κάκιστο πράμα. Βουλιαγμένοι στο γκραμ, φέης, τουήτα κάθε ώρα -όλη μέρα, νοιώθετε το 1% να μοστράρει την ανοίκεια αναίδειά του κάτω από το πετσί σας, γραπώνοντας άγαρμπα το φυλλοκάρδι της ταξικής σας ασημαντότητας. Ουδείς λόγος ανησυχίας όμως, υπάρχει το καταφύγιο του σινεμά για να αποκαταστήσει τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Για δεύτερη φορά εφέτο μετά την αγαλλιαστικά αστική αγένεια του Triangle of Sadness, ενσκήπτει το κυνικότερα μέηνστρημ, νηχιλιστικά εστέτ αδελφάκι του, The Menu για να γαργαλήσει τη γευστική παλέτα με δυναμωτική τροφή για σκέψη.

Το Μενού (The Menu) Quad Poster
Ο Mark Mylod, ικανότατος τηλεορασάς (Game of Thrones, βραβευμένος δις την τελευταία 3ετία για το άχαστο Succession) έχει προ 20ετίας δώσει δήγμα (sic) γραφής με το ρηξικέλευθο Ali G in Da House. Εδωνά ενορχηστρώνει μια θεατρικάλε, γραμμική ιστοριούλα που ακούγεται μάλλον σχηματική. Καμιά ντουζίνα μπουρζουάδες, ζάμπλουτοι επιχειρηματίες, ανθυπο-μούβι σταρ, σνομπ κριτικοί γευσιγνωσίας, μεταβαίνουν με πλοιάριο ως γνωστοί θαμώνες μα σίγουρα όχι φίλιοι σε απομονωμένο νησί, προσκεκλημένοι υπέρτατης αίγλης μάστερ σεφ που τους υπόσχεται το "γεύμα τησ ζωής τους". Μα εντελώς κυριολεκτικά όμως! Ένα βράδυ, αυτό μόνο. 

Ο σαλεμένος ψυχικά μα ιδιοφυής σεφ Ralph Fiennes, δεν την αντέχει πχιά την μπουρζουαζί, είναι ένας χείμαρρος καταπιεσμένης οργής και αυτομεμψίας, ενώ στο φινάλε-φινάλε, δεν ορρωδεί προ ουδενός: Οι υψηλοί καλεσμένοι με τα όχι τόσο σημαντικά για τους ίδιους ταίρια τους (προεξάρχοντες οι Anya Taylor-Joy, Nicholas Hoult, Hong Chau, John Leguizamo, Janet McTeer) θα τραβήξουν του λιναριού τα πάθη σε ένα εξυφαινόμενο ολοκαύτωμα που θα παρασύρει μεθοδικά και αδυσώπητα δικαίους και αδίκους εκεί που όλοι ανήκουμε. Στο πυρ το εσώτερο (sic). 

Στα χνάρια λοιπόνε των Get Out, The Hunt και εννοείται (είπαμε) του Triangle, ο chef Slowik (Fiennes) κεντά με συντροφιά την ταπεινή κολγκέρλα Margo (Taylor-Joy) το γιλεκάκι που φορείς, φίλος, διπλοφοδραρισμένο. Τα μαγείρια και τα γκαρσόνια αντεπιτίθενται, ασκέρι έτοιμο να τα κάνει όλα κούγκι, έτσι για το γαμώτο, για την οριστική καταδίκη του κατεστημένου ναούμ. 

Ορθοτομημένο προντάξιον ντηζάιν, πληθωριστικό στην υποβολιμιαία καυστική του θωριά, το The Menu διαθέτει σχεδόν πλήρη κατάλογο γκαγκς, θριλς και τσιλς για γερά στομάχια. Το ντηζέρτ πέφτει στην ευκολία λιγονά και οι χαρακτήρες πλην Fiennes είναι κάπως τζενέρικ (ευτυχώς που Joy και Chau γεμίζουν το κενό με στυλ και προσωπικότητα). Πα μαλ, θα του βάλω 3 1/2 αστέρια (και άλλα δυο Michelin).

Το Μενού (The Menu) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Νοεμβρίου 2022 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Κορσές (Corsage) Poster ΠόστερΚορσές
της Marie Kreutzer. Με τους Vicky Krieps, Florian Teichtmeister, Katharina Lorenz, Jeanne Werner, Colin Morgan, Alma Hasun, Manuel Rubey, Finnegan Oldfield.


Η άλλη αυτοκράτειρα Σίσσυ
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Πιο σφιχτά / fester!

Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η γεννημένη στις 4 Δεκεμβρίου του 1977, στο Γκρατς της Αυστρίας σκηνοθέτιδα, Marie Kreutzer. Αφού αποφοίτησε από το Modellschule, μια εναλλακτική σχολή με καλλιτεχνικό προσανατολισμό, ξεκίνησε τις σπουδές της στην Ακαδημία Κινηματογράφου της Βιέννης στο τμήμα σεναρίου και δραματουργίας απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα. Στη συνέχεια εργάστηκε ως επιμελήτρια σεναρίου σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, ενώ γύρισε μικρού μήκους ταινίες, οι οποίες προβλήθηκαν και βραβεύτηκαν σε πολλά παγκόσμια κινηματογραφικά φεστιβάλ. Εκτός από τη δουλειά της ως σκηνοθέτης, εργάστηκε ως λέκτορας στην Ακαδημία Κινηματογράφου της Βιέννης και ως σεναριογράφος και δραματουργός. Η έως τώρα φιλμογραφία της σε ότι αφορά τις μεγάλου μήκους ταινίες της, έχει ως εξής: «Die Vaterlosen» (The Fatherless, 2011), «Gruber geht» (Gruber Is Leaving, 2015 – προβολή στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), «Was hat uns bloß so ruiniert» (We Used to Be Cool, 2016 – πρώτη συνεργασία με την Vicky Krieps) και «Der Boden unter den Füßen» (The Ground Beneath My Feet, 2019).

Κορσές (Corsage) Poster Πόστερ Wallpaper
Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας «Κορσές» έλαβε χώρα στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο παράλληλο του επίσημου διαγωνιστικού πρόγραμμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Εκεί, η Vicky Krieps τιμήθηκε με το βραβείο ερμηνείας, εξ ημισείας με τον πρωταγωνιστή της ταινίας «Harka», Adam Bessa. Από εκεί και πέρα έλαβε μέρος σε μια σειρά από φεστιβάλ, κερδίζοντας το βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ του Λονδίνου. Είναι υποψήφια για τρία βραβεία σε ότι αφορά τα Ευρωπαϊκά Κινηματογραφικά Βραβεία, ενώ αποτελεί την επίσημη υποψηφιότητα της Αυστρίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Η πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας δόθηκε πριν λίγες μέρες, καθώς αποτέλεσε την ταινία λήξης στο πρόσφατο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Η υπόθεση: Τα Χριστούγεννα του 1877, η Σίσσυ γιορτάζει τα 40α της γενέθλια. Ως Πρώτη Κυρία της Αυστρίας και σύζυγος του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α', δεν της επιτρέπεται να εκφράζεται και πρέπει να παραμείνει για πάντα η όμορφη νεαρή αυτοκράτειρα. Για να ανταποκριθεί σε αυτές τις προσδοκίες, ακολουθεί ένα αυστηρό πρόγραμμα νηστείας, άσκησης, χτενίσματος και καθημερινής μέτρησης της μέσης. Πνιγμένη από αυτές τις συμβάσεις, πεινασμένη για γνώση και ζωή, η Σίσσυ επαναστατεί όλο και περισσότερο ενάντια σε αυτή την εικόνα.

Η άποψή μας: Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναγνώστες σίγουρα θα έχουν δει την τριλογία του Ernst Marischka για την πριγκίπισσα Σίσσυ, την μετέπειτα αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας, με την νεότατη, πανέμορφη και απαστράπτουσα Βιεννέζα, Romy Schneider, στον ομώνυμο ρόλο (μάλιστα, στην πρώτη ταινία, του 1955, η ηθοποιός ήταν μόλις 17 χρονών, όσο περίπου ήταν η πραγματική Σίσσυ όταν παντρεύτηκε). Οι μη Κερκυραίοι, που έχουν βρεθεί στο νησί στο πλαίσιο πχ της πενταήμερης, έχουν επισκεφτεί 100% το «Αχίλλειον», μία από τις γνωστότερες βασιλικές επαύλεις της Ευρώπης, ησυχαστήριο της Ελισάβετ, που χτίστηκε εξ ολοκλήρου με δική της δαπάνη. Οι πιο σινεφίλ, θα θυμούνται, πάλι τη Romy Schneider ως Σίσσυ, στο αριστούργημα του Luchino Visconti «Λούντβιχ, το Λυκόφως των Θεών» - τον Λούντβιχ τον βλέπουμε και εδώ, μια εμφατική επιβεβαίωση της μορφάρας, που είχε κεντρικό ρόλο στο φιλμ του Ιταλού μαέστρου. 

Τούτη η ταινία βλέπει τον μύθο της Σίσσυ(ς) αλλιώς. Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο αυτό: αντισυμβατικό πορτρέτο εστεμμένης είχαμε και στην «Ευνομούμενη» του Λάνθιμου (δεν νομίζω πως η ομοιότητα των αφισών των δύο ταινιών είναι τυχαία), ενώ η «Μαρία Αντουανέτα» της Coppola ήταν μια ποπ βιογραφία, γεμάτη από τραγούδια, γραμμένα 200 χρόνια μετά την βασιλεία της, από Cure και New Order μέχρι Phoenix και Air. Τι κάνει τούτη την ταινία ξεχωριστή λοιπόν; Πολλά, πολλά πράγματα. 

Η ερμηνεία της Vicky Krieps είναι ένα από αυτά. Η ηθοποιός από το Λουξεμβούργο κάνει πολλά πράγματα όπως τα έκανε και η Σίσσυ: μιλάει άπταιστα Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Ουγγαρέζικα. Ξέρει να ιππεύει άλογο: η Σίσσυ θεωρούνταν μία από τις καλύτερες ιππείς της εποχής της. Κυρίως, όμως, πετυχαίνει να αποδώσει φανταστικά τον εγκλωβισμό της αυτοκράτειρας. Μια γυναίκα, που ουσιαστικά συνέβαλε στη δημιουργία της Αυστρο-ουγγαρέζικης Αυτοκρατορίας, μια γυναίκα, θεωρητικά, η πιο ισχυρή στην αυτοκρατορία της, εγκλωβισμένη σε κανόνες και πρωτόκολλα, που την έκαναν να ασφυκτιά. 

Μια γυναίκα, που ένιωθε ελεύθερη, που ανάπνεε καλύτερα όταν ήταν εκτός παλατιού, στη φύση, επάνω στο άλογό της, στα ταξίδια της – και έκανε πολλά. Μια γυναίκα, που προτιμούσε να ξαπλώσει στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, καθώς μοιραζόταν ένα τσιγάρο με έναν τραυματισμένο στρατιώτη, παρά να παραβρίσκεται στα μεγαλοπρεπή γεύματα, όπου εν πολλοίς της απαγορευόταν να μιλήσει. Μια γυναίκα, που κουβαλούσε την πληγή της απώλειας της κόρης της. Μια γυναίκα, που φλέρταρε, που ήθελε να ζήσει κι όχι να υποκρίνεται, αναγκαζόταν όμως να ακολουθεί κανόνες, που την καταπίεζαν. Και με τον κορσέ, σύμβολο της καταπίεσης σε βαθμό ασφυξίας, να έχει αναπτύξει μια σχέση αγάπης και μίσους: είναι χαρακτηριστικό το «πιο σφιχτά» που έλεγε στις υπηρέτριές της, όταν τη βοηθούσαν να τον φορέσει. 

Η Marie Kreutzer έχει κάνει τρομερή δουλειά. Υπογράφοντας και το σενάριο του φιλμ (όπως και στις προηγούμενες τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες, που έχει σκηνοθετήσει) διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, ενώ παίρνει ελευθερίες, τόσο σεναριακά όσο και αισθητικά, που έχουν τρομερό ενδιαφέρον. Γιατί, μπορεί να φαίνεται «εύκολο» και «προχώ» να έχεις μια αυτοκράτειρα να βγάζει τη γλώσσα της ή να δείχνει το μεσαίο δάχτυλο, θα φαινόταν όμως απλά δήθεν και out of context αν όλο το υπόλοιπο δημιούργημα δεν μπορούσε να υποστηρίξει τέτοιους αναχρονιστικούς εξτρεμισμούς. Και το σύμπαν που δημιουργείται στην ταινία είναι σπουδαίο. Ένα αριστούργημα αισθητικής, με τρομερή δουλειά να έχει γίνει στα κοστούμια, στα ντεκόρ και στα μαλλιά, ιδίως της Σίσσυ(ς) – αυτό που τελικά κάνει στα μαλλιά της είναι μια επαναστατική πράξη, είναι η κίνησή της προς την ελευθερία, είναι το σύμβολο της ενδυνάμωσης και της ανεξαρτητοποίησης. 

Η σκηνοθέτιδα μελέτησε πολύ το βιογραφούμενο πρόσωπο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι αρκετά κοντά στην ιστορική αλήθεια. Πήρε ελευθερίες η σκηνοθέτιδα εννοείται: λογικά, η Σίσσυ δεν συνάντησε ποτέ στη ζωή της (αν και σύγχρονός της) τον Louis Le Prince, πιθανότατα τον πρώτο άνθρωπο στην Ιστορία, που κατάφερε να γυρίσει «ταινία» ως μια αλληλουχία φωτογραφιών αποτυπωμένη σε φιλμ. Επίσης, το εξαιρετικό φινάλε της ταινίας δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα: η αυτοκράτειρα Σίσσυ δολοφονήθηκε στα 61 της στη Γενεύη. Όμως, ναι, είχε τατουάζ μια άγκυρα πχ και στα τελευταία χρόνια της ζωής της κυκλοφορούσε με καλυμμένο το πρόσωπό της. 

Να μην παραλείψω το μουσικό κομμάτι, που πάντα με ενδιαφέρει σε μια ταινία. Το «She Was» της Camille κάνει συχνά πυκνά την παρουσία του (κι αν διαβάσετε τους στίχους, θα καταλάβετε την αντιστοιχία που επιχειρείται) ενώ όταν άκουσα το αθάνατο «As Tears Go By» των Rolling Stones σε εκτέλεση σε άρπα, έμεινα... Πάκης! Όπως και να τη δει κανείς, αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, που δεν μπορεί να σε αφήσει αδιάφορο. Ιδίως από τη στιγμή που δεν επιχειρείται αγιογραφία από τη μια, ενώ από την άλλη δεν πέφτει το ανάθεμα στους καταπιεστές της, εντός και εκτός εισαγωγικών. Εντέλει, η εξουσία ως μηχανισμός, όλους τους εγκλωβίζει σε πρέπει, σε ρόλους, σε συμπεριφορές. Κι όπως έλεγε και ο Πανούσης: «Τα λεφτά λοιπόν δεν φέρνουν την ευτυχία, καλό είναι όμως να τα έχουμε». Έτσι και με την εξουσία...

Κορσές (Corsage) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Νοεμβρίου 2022 από την Cinobo!
Περισσότερα... »

Άμστερνταμ (Amsterdam) Poster ΠόστερΆμστερνταμ
του David O. Russell. Με τους Christian Bale, Margot Robbie, John David Washington, Chris Rock, Anya Taylor-Joy, Zoe Saldaña, Mike Myers, Michael Shannon, Timothy Olyphant, Andrea Riseborough, Taylor Swift, Matthias Schoenaerts, Alessandro Nivola, Rami Malek, Robert De Niro.

We'll Always Have Paris.
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Υπέροχη πόλη το Άμστερνταμ. Όχι από αυτές που θα διάλεγα για να ζήσω, αφού δεν αντέχω στιγμή την νοοτροπία και την κουλτούρα των Ολλανδών, αλλά από εκείνες που θα περνούσα με άνεση ένα Σαββατοκύριακο, ειδικά ανοιξιάτικο, μπας και χαθώ πέρα από τα πολύχρωμα τουλίπανς στενάκια ή πάνω στα καγκελένια γεφύρια των καναλιών. Ή να βολτάρω στο Γιόχαν Κρόιφ Αρένα για να θαυμάσω το καμάρι του Αίαντα ή να ξαπλάρω στα γρασίδια με μια αγκαλιά βαρελίσιες, που μόλις βγήκαν από το φούρνο ή έστω και να σκοταδιστώ στα καλντεριμένια σοκάκια της Ρεντ Λάιτ και των βιτρινίσιων κοριτσόπουλων της. Ακόμη ωραία ιδέα θα ήταν να δούμε και καμιά ταινία που να φιλμάρει τις ομορφιές της πιο ονομαστής πόλης των Κάτω Χωρών. Για να μην σε ξεγελά η μαρκίζα, ετούτη εδώ, δεν είναι μια από αυτές...

Άμστερνταμ (Amsterdam) Quad Poster
Άμστερνταμ, λίγο μετά το πέρας του πρώτου μεγάλου πολέμου. Για τους βαριά τραυματισμένους στο μέτωπο, Αμερικάνους στρατιώτες Μπερτ Μπέρεντσεν και Χάρολντ Γούντμαν, η πόλη του ευρωπαϊκού βορρά θα ορίσει το προσωρινό καταφύγιο, ώστε να βρουν τον χρόνο που χρειάζονται για να επουλώσουν τις πληγές τους. Την μεγαλύτερη βοήθεια θα πάρουν από την εκκεντρικών μεθόδων, αλλά κοντινών τους αντιλήψεων, νοσοκόμα, Βάλερι Βοζ που επιβλέπει την ανάρρωση τους. Ανάμεσα στα μέλη του ετερόκλητου τριγώνου θα αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη φιλιά, μια ξεχωριστή σχέση, που όμως θα διαλυθεί μονομιάς, όταν οι δύο άντρες επιστρέψουν στην πατρίδα τους.

Δεκαπέντε χρόνια κατοπινά, στα 1933, ο Μπερτ, θεραπευτής από εμπειρία, που με ιδιόμορφες τακτικές γιατρεύει βετεράνους πολέμου κι ο Χάρολντ, διπλωματούχος δικηγόρος, θα κληθούν να πραγματοποιήσουν αυτοψία στο πτώμα του Γερουσιαστή Μίκινς, που στο παρελθόν διατέλεσε διοικητής του συντάγματος τους. Γνωρίζοντας τις αγωνίες της θυγατέρας του, Ελίζαμπεθ, που πιστεύει πως ο πατέρας της έχει πέσει θύμα δολοφονίας. Και πραγματικά οι εξέταση θα αποκαλύψει πως στο χώμα του νεκρού υπάρχει υψηλή περιεκτικότητα σε δηλητήριο, ικανή να τον σκοτώσει. Ο μυστηριώδης φόνος της κόρης, που αυτομάτως θα τους καταστήσει ως τους βασικούς υπόπτους, θα τους ωθήσει, μέσα σε έκδηλη αγωνία, να βρουν τι κρύβεται πίσω από την μηχανορραφία, που έχει στηθεί εις βάρος τους.

Κι αρχίζει που λες η πάρλα, που σταματημό δεν έχει, ούτε κόμμα για να πάρεις μια ανασεμιά, μήπως και επεξεργαστείς στο μυαλό σου, που δέχεται μια μπόρα πληροφοριών, όλα όσα σου εξιστορεί το πανί. Με τους χαρακτήρες να εισβάλλουν από το πουθενά με πολυβολικό ρυθμό, φέροντας επίσης από μια ολιγόλεπτη ρουμπρίκα ο καθείς για να σου επεξηγήσει την σημασία της ύπαρξη του, χωρίς καμία υπερβολή, πέρα από το ότι δεν πρέπει να χάσεις ρούπι από όσα συμβαίνουν στο εκράν, θα ήταν φρόνιμο να κρατάς και σημειώσεις για το who is who των καθοδικά μυρίων παρελαύνοντων περσόνων. Θα σου χρειαστεί, χωρίς αμφιβολία.

Σε αυτό τον χαοτικό αχταρμά, που εκ πρώτης όψης προσπαθεί να προσεγγίσει ένα δραματικό συμβάν, αλλά και καμιά εκατοστή δευτερεύοντα ξωπίσω του, με την πιο γλαφυρή γραφίδα, μπερδεύονται κι ανακατεύονται πρακτικοί δοκτόροι, ευφυείς συνηγόροι, πατριώτες σενατόροι, ζάπλουτοι επιχειρηματίες, νεόπλουτοι εισοδηματίες, φασιστοτραφείς στασιαστές κι ένα κακό συναπάντημα, που μέχρι να μπει κάπως το νερό στο αυλάκι κατά την επανάληψη, ούτε σου πηγαίνει το μυαλό πως στην ευχή, κάποια βολά, θα γίνουν σώμα ένα.

Αν σε όλο αυτό το παρανάλωμα χαρακτήρων, που ο ντιρέκτορας λογικά τους μάζεψε για να τους αθροίσει σαν σε μικρόκοσμο, προσθέσεις το στοιχείο του μεθυσμένου οπερατέρ, που επιμένει να ζουμάρει στις scarface μούρες των πάσης φύσεων παραμορφωμένων, από τις σφαίρες του οχτρού, αντιηρώων, αντί να γυρίσει τον φακό στην δράση, που αναγκαστικά την φανταζόμαστε, τότε αληθινά έχεις απλωμένο μπρος σου το τελικό συμπέρασμα για το πιο πρόσφατο πόνημα του φαντασμένου Κυρίου O. Russell. Που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μεγαλομανής επίδειξη πεταμένων λεφτών του στούντιο της Fox, προς τέρψη της ματαιοδοξίας του, να σερβίρει μια από τις τρομερότερες εμπορικές φλόπες στα χρονικά του σινεμά.

Με το πρόσχημα βέβαια της αφήγησης ιστορικών γεγονότων, τάχαμου, αλλά και της άμεσης αναγωγής τους στο μετά βεβαιότητος υποχθόνιας δράσης, από μπόλικους κατέχοντες την ισχύ, σήμερα. Τελικός απολογισμός? Δυο ντουζίνες αστέρες πρώτου μεγέθους, που πληρωμένοι κανονικότατα για να συμμετάσχει ο καθείς από ένα δεκάλεπτο (πλέον της βασικής τρόικας των Bale / Robbie / Washington) εκτόξευσαν τον προϋπολογισμό στα 80 εκατομμύρια, εκ των οποίων ούτε το ένα τέταρτο δεν έχει γυρίσει στα ταμεία. Μακελειό εισπρακτικό, που θα μας άφηνε αδιάφορους αν έστω για λιγάκι, η πλοκή πρόσφερε κομματάκι συναίσθημα, έναν αλαφρύ ορθολογισμό ή έστω ένα λιγότερο ακανθώδες μονοπάτι ανάγνωσης.

Ανταυτού η κριτική κατά των απανταχού υπονομευτών του Έθνους - φυσικά στην περίπτωση μας των Τραμπιστών, που έχουν βαλθεί, σύμφωνα με την φιλελεύθερη γνώμη, να ισοπεδώσουν την Land of the Free - καζαντά εμμονή, τσαλακώνοντας ακόμη κι αυτή την τάση αισιοδοξίας που το φιλμ μοιράζει προς την λήξη του. Πουθενά οι βετεράνοι, πουθενά οι μαχητές, πουθενά οι πληγωμένοι, πουθενά οι ρομαντικοί κυρίως, μα σε σώμα ένα αν γίνεται, χωρίς ταυτότητα και σαφή πρόσοψη, όλοι να ενωθούμε για να βάλουμε τέλος μια για πάντα στο πορτοκαλόμαλλο δεινό που μας υποθάλπει. Πουλάνε κάτι καλά στριφτά στο Amsterdam, εκεί δίπλα στον Κεντρικό σταθμό, που σε κάνουν να θαρρείς τον κόσμο κάπως έτσι, fuzzy και μπουρδούκλη. Εμείς οι κακόμοιροι. θεατές απλοί είμαστε και θα μας έκανε και κάτι λιγότερο αγχωτικά σουρεαλιστικό, καλέ μας David.

Άμστερνταμ (Amsterdam) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Νοεμβρίου 2022 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Dodo Poster ΠόστερDodo
του Πάνου Χ. Κούτρα. Με τους Σμαράγδα Καρύδη, Άκη Σακελλαρίου, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Νίκο Γκέλια, Άγγελο Παπαδημητρίου, Μαριέλλα Σαββίδου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Πολύδωρο Βογιατζή, Τζεφ Μοντάνα, Κρις Ραντάνοφ, Άννα Τζορτζίκια, Τζώρτζη Παπαδόπουλο, Αχμάντ Κοντάρ, Τζομάνα Αλχασάν.


Ένα πουλί θα μας σώσει!
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης (@PAOK1969)

Το ντόντο στην χώρα των θαυμάτων!

Ο Πάνος Χ. Κούτρας γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε κινηματογράφο στο London Film School και στη Σορβόννη. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και στο Παρίσι. Το 1995 ίδρυσε την εταιρεία παραγωγής 100% Synthetic Films. Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του. Η έως τώρα φιλμογραφία του έχει ως εξής: «Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» (1999), «Αληθινή ζωή» (2004), «Στρέλλα» (2009) και «Xenia» (2014). Και είναι η πρώτη φορά που ανάμεσα στις ταινίες του δεν παρεμβάλλονται πέντε χρόνια (ως συνήθως) αλλά οχτώ, ενώ είναι και η πρώτη φορά που υπογράφει μόνος του το σενάριο της ταινίας κι όχι με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη, όπως συνέβαινε ως τώρα.

Dodo Poster Πόστερ Wallpaper
Η παγκόσμια πρεμιέρα του Dodo έλαβε χώρα στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, στο επίσημο πρόγραμμα και ειδικότερα στο τμήμα «Cannes Première». Η πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας έγινε με μια προ-φεστιβαλική προβολή στις 31 Οκτωβρίου, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, συμπαραγωγού της ταινίας. Στη συνέχεια παρουσιάστηκε σε ειδική προβολή στο πλαίσιο του 63ου φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στις 7 Νοεμβρίου. Η ταινία βγήκε στις αίθουσες της Γαλλίας τον περασμένο Αύγουστο κι έκοψε 20 χιλιάδες εισιτήρια.

Η υπόθεση: Ένα παράξενο πουλί θα κάνει ανέλπιστα την εμφάνισή του στην Αθήνα, μέσα στην πολυτελή κατοικία μιας οικογένειας, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής καταστροφής. Πρόκειται για ένα ντόντο, είδος πουλιού, που επισήμως έχει εξαφανιστεί από το 1662. Η παρουσία του θα αναστατώσει όσους βρίσκονται στη βίλα, που ο καθένας τους όμως έχει κι άλλα πράγματα στο μυαλό του. Στην απομονωμένη βίλα ζει η Μαριέλλα, μια συνταξιοδοτημένη ηθοποιός, πρώην τηλεοπτική σταρ, με τον άντρα της, τον Παύλο Καρακώστα, επιχειρηματία, που έχει διατελέσει και βουλευτής. Μαζί τους ζει η κόρη τους, η Σοφία. Είναι αυτή που πρόκειται να «θυσιαστεί», συναινώντας σε έναν γάμο συμφέροντος, ο οποίος θα σώσει οικονομικά την οικογένειά της. 

Η δεξίωση του γάμου είναι να λάβει χώρα μέσα στις επόμενες 38 ώρες και στη βίλα επικρατεί κανονικός πανικός. Σε όσα θα ακολουθήσουν, ο καθένας από τους παρευρισκόμενους θα παίξει τον δικό του ρόλο. Ο συνέταιρος του συζύγου, που έχει τη δική του ατζέντα, η wedding planner, που προσπαθεί να διαχειριστεί το χάος, οι δυο πρόσφυγες στη σωτηρία των οποίων η Μαριέλλα προσπαθεί να βρει ένα σκοπό ζωής και οι δεκάδες εργάτες που δουλεύουν στο κτήμα για το γαμήλιο πάρτι. Ένα πλήθος ετερόκλητων χαρακτήρων όλων των ηλικιών, φυλών, σεξουαλικών ταυτοτήτων και κοινωνικών τάξεων. Και στη μέση, το ντόντο, να παρακολουθεί τα δρώμενα...

Η άποψή μας: Είναι πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση ο Κούτρας. Ακολουθεί τη δική του, ιδιαίτερη και ξεχωριστή πορεία στον χώρο του ελληνικού σινεμά. Δεν έχει γυρίσει πολλές ταινίες. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να γυρίσει περισσότερες. Ας είναι. Το θέμα είναι πως δείχνει μια συνέπεια και μια συνέχεια σε όλα όσα έχει κάνει ως τώρα. Ναι, κάθε ταινία του είναι διαφορετική από την άλλη, όλες τους όμως κουβαλούν την ίδια (σ)τρέλα, και φανερώνουν την αγάπη του δημιουργού τους σε συγκεκριμένα θέματα, με κυριότερο, εκείνο της ταυτότητας και της μοναδικότητας σε έναν κόσμο που μισεί το διαφορετικό. 

Τούτη του η ταινία μοιάζει περισσότερο με την «Αληθινή ζωή» αν θέλουμε να βρούμε εκλεκτικές συγγένειες με το φιλμικό παρελθόν του δημιουργού. Νιώθοντας όμως πλέον πιο σίγουρος, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει τίποτε, προσθέτει μπόλικες δόσεις ευπρόσδεκτου χιούμορ στο παράδοξο σύμπαν που δημιουργεί. Ναι, αγαπά το μελόδραμα αλά Almodovar, από την άλλη, όμως, σκιαγραφεί χαρακτήρες, που θα λάτρευε ο Ισπανός συνάδελφός του. Και καταφέρνει να ελέγχει το ετερόκλητο πλήθος χαρακτήρων και τις πάμπολλες παραφυάδες της βασικής πλοκής, σε ένα υπέροχα υπολογισμένο χάος. 

Η πολαρόιντ στιγμής που φωτογραφίζει, δείχνει μια εικόνα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας: το λαμόγιο, η ξεπεσμένη σταρ, η νέα που πλήττει, η οικιακή βοηθός από την Ουκρανία, ο νταλαβερτζής της βίλας από την Αλβανία, η βοηθός της πλάνερ από την Γεωργία, η non binary τρανσέξουαλ, τα «αδέλφια» από την Αλγερία. Όλοι οι χαρακτήρες καλούνται να διαχειριστούν μια χρήση. Και όλοι οι χαρακτήρες αντιδρούν διαφορετικά απέναντι στο ντόντο. Το καλόκαρδο ντόντο, η weird πινελιά, το στοιχείο που παραπέμπει στον σουρεαλισμό, λειτουργεί ως σύμβολο που όλους τους ενώνει (μ.γ.δ.), είναι αυτό που θα έπρεπε να φροντίσει να μείνει ζωντανό ο άνθρωπος, αλλά το εξαφάνισε (παλιά) ή το κρατά φυλακισμένο (τώρα). 

Εκείνο, όμως, έχει άλλα σχέδια. Κι εκεί που δείχνει πως πάει να (ξανα)πεθάνει, κι εκεί που κανείς εκτός βίλας δεν πιστεύει στην ύπαρξή του, κι εκεί που κάποιος πετάει την άποψη ότι μπορεί να είναι το προϊόν μαζικής υστερίας, θα δραπετεύσει, αφήνοντας πίσω του την ελπίδα: ένα καλύτερο νέο μπορεί να εκκολαφτεί, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε τι ακριβώς να κάνουμε με αυτό. Ας είναι: μια πετσέτα που το τυλίγει και το κρατάει ζεστό, είναι μια καλή αρχή... Το ντόντο λοιπόν λειτουργεί ως σύμβολο, σε καμία περίπτωση όμως δεν λειτουργεί ως καταλύτης. 

Θέλω να πω, εν πολλοίς ως εύρημα μοιάζει ωραίο αλλά μένει και ανεκμετάλλευτο. Επίσης, μια δραματική αποκάλυψη είναι τοποθετημένη σε λάθος σημείο της ταινίας. Έρχεται πολύ νωρίς και αποδυναμώνει τη συνέχεια. Μικρό το κακό όμως. Κι αυτό επειδή παρακολουθείς την ταινία και περνάς καλά. Διασκεδάζεις. Γελάς. Με διάρκεια παραπάνω από δύο ώρες κι όμως η ταινία κυλάει σαν νεράκι. Δεν κουράζει. Από τις υποπλοκές αγάπησα περισσότερο εκείνη της κόρης με τον νεαρό, που χρειάζεται 50 ευρώ για να τη γαμήσει. 

Από τις ερμηνείες, ξεχωρίζει η Σμαράγδα Καρύδη, σε έναν ρόλο πιο δραματικό από ότι την έχουμε συνηθίσει. Ο Άκης Σακελλαρίου είναι σταθερά καλός σε ότι κι αν κάνει (αν δεν ήταν και... Αρειανός, τα πράγματα θα ήταν σούπερ – μην δίνετε σημασία, κάτι δικά μου, Παοκσίδικα), αγαπάμε Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου ό,τι κι αν κάνει και η Τζεφ Μοντάνα βγάζει το ρόλο της με παρρησία και σιγουριά. Με τον ίδιο τρόπο που τα καταφέρνει τελικά και η ίδια η ταινία. Που σε εκπλήσσει με τον αφοπλιστικό και γενναιόδωρο ουμανισμό της.

Dodo Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Νοεμβρίου 2022 από την Tulip Ent.!
Περισσότερα... »

Τα Ίχνη της Βίας (Zeby Nie Bylo Sladów / Leave No Traces) Poster ΠόστερΤα Ίχνη της Βίας
του Jan P. Matuszyński. Με τους Mateusz Górski, Agnieszka Grochowska, Tomasz Ziętek, Tomasz Kot, Robert Wieckiewicz, Jacek Braciak, Aleksandra Konieczna.


Αδύναμη Γροθιά Στο Στομάχι
του gaRis (@takisgaris)

Είναι 1983. Πολωνία, στρατιωτικός νόμος, στρατηγός Γιαρουζέλσκι και στην αντίσταση το Συνδικάτο Αλληλεγγύη του συντρόφου Λεχ Βαλέσα. Σκληρές καταστάσεις, το σταλινικό τοτέμ του υπαρκτού σοσιαλισμού στο βδελυρό του λυκόφως. Στην Ελλάδα είχαμε τότενες Αλλαγή και θα τον μεθύσουμε τον ήλιο (σίγουρα, ναι), με αδιάφορα σφυρίγματα για τα τοιαύτα και κολεγιές με Καντάφι και Αραφάτ.

Τα Ίχνη της Βίας (Zeby Nie Bylo Sladów / Leave No Traces) Quad Poster
Ο Jan P Matuszyński με μικρή προϋπηρεσία σε μυθοπλασία (The Last Family, 2016) αλλά και στο ντοκυμαντέρ (Deep Love, 2013), θέτει τη βελόνα κάπου στη μέση για να εξιστορήσει τα πραγματικά γεγονότα γύρω από τη δολοφονία ενός 18χρονου (Mateusz Gorski) δυο εβδομάδες πριν την έναρξη της φοιτητικής του ζωής από δυο αστυνομικούς, άνευ λόγου και σοβαρής αφορμής. Ο κολλητός του δολοφονηθέντος (Tomasz Ziętek), ο οποίος παρεμπί τρέφει μιαν ιδιαίτερη εκτίμηση στην ποιήτρια – ακτιβίστρια χαροκαμένη μάνα (Sandra Korzeniak), τυγχάνουσα μέλος της Αλληλεγγύης, ως κύριος αυτόπτης μάρτυρας της εγκληματικής ενέργειας, παρουσιάζεται έτοιμος να καταθέσει ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη, χωρίς να λογαριάζει τον ξενοδόχο που εδώ είναι το Καθεστώς. 

Το στυγερό, ανελεύθερο, φασιστικό Καθεστώς που θα επιστρατεύει δόλια μέσα για να εκβιάσει τους γονείς του, καίτοι φίλιοι πολιτικά έναντί του. Θα στήσει δυο τραυματιοφορείς, αποσπώντας ομολογία φόνου για την περίπτωση που η μάνα δεν ενδώσει να αποσύρει τις κατηγορίες, καθώς η ίδια απειλείται με γαργαλιστικά σκανδαλώδεις αποκαλύψεις από το κρυφό της παρελθόν. Κοριοί, στενές παρακολουθήσεις, εννοείται πως δεν απορείς φίλος, αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες (βλ. Δημοκρατικά καθεστώτα - όνομα και μη χωριό). 

Ο Ματουζίνσκι τώρα, ενώ ως άποψη και σκηνοθετική ενορχήστρωση το πάει στρωτά το πράμα, πέφτει εύκολα μάλλον στη λούμπα της ακριβοθιγούς αναπαράστασης, σε ένα μαραθώνιο 160 λεπτών, που άνετα η μία ώρα λιγότερη θα έντυνε με σιδερογροθιά την αγωνιστική του θωριά. Για τον σημερινό 20άρη αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι τούτο το ντοκουντράμα ενδείκνυται για υποχρεωτική παρακολούθηση, πολλώ δε μάλλον απευθυνόμενο σε φοιτητές πολιτικών επιστημών αλλά, η τηλεοπτικίζουσα προσέγγιση της ευθέως γραμμικής αφήγησης συντείνει σε μια πλαδαρή παρακολούθηση. 

Οι ερμηνείες ποικίλλουν κι ως εκ τούτου ασυνταίριαστα τρέπουν το ύφος της ταινίας από τα χωρικά ύδατα του σινεμά των Κώστα Γαβρά και Άλαν Πάκουλα ως τα χωράφια της άκομψης σάτιρας (όπως όταν η εισαγγελέας έδρας Aleksandra Konieczna στη δίκη ρωτά πως σφάδαζε ο φονευθείς, αναπαράγοντας άναρθρες κραυγές για να αποπροσανατολίσει το νεαρό βασικό μάρτυρα). Το Leave No Traces, τιτλοφορούμενο από την εντολή του αρχηγού των μπάτσων - δολοφόνων του νεαρού να τον χτυπούν στο στομάχι, εκεί όπου δεν αφήνει σημάδι, δυστυχώς τηρεί τούτη την εντολή, άνευρα όμως και χάνοντας την ευκαιρία να αφήσει μνήμη και οργή ανεξίτηλη στο θεατή, σε μια ντροπιαστικά τραγική ιστορία καθεστωτικής δολοφονίας που παρέμεινε ιστορικά ατιμώρητη.

Τα Ίχνη της Βίας (Zeby Nie Bylo Sladów / Leave No Traces) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Νοεμβρίου 2022 από την Cinobo!
Περισσότερα... »

Φύγαμε! (Jaddeh Khaki / Hit the Road) Poster ΠόστερΦύγαμε!
του Panah Panahi. Με τους Hassan Madjooni, Pantea Panahiha, Rayan Sarlak, Amin Simiar.


"Εδώ είναι το ταξίδι"
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης (@PAOK1969)

They’re on the road to somewhere...

Ο Panah Panahi γεννήθηκε στην Τεχεράνη το 1984 και σπούδασε κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών της πρωτεύουσας του Ιράν. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του σκηνοθέτησε την πρώτη μικρού μήκους ταινία του, με τον εύγλωττο τίτλο «The First Film» (2009), η οποία βραβεύτηκε σε πολλά τοπικά και διεθνή φεστιβάλ. Αργότερα, ο Panah Panahi εργάστηκε ως φωτογράφος πλατό, κατόπιν ως βοηθός διευθυντή φωτογραφίας και βοηθός σκηνοθέτη και τελικά ως σύμβουλος σεναρίου, μοντέρ και βοηθός σκηνοθέτη στις πιο πρόσφατες ταινίες του πατέρα του, Jafar Panahi. Το «Φύγαμε!» είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία.

Φύγαμε! (Jaddeh Khaki / Hit the Road) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στις 10 Ιουλίου του 2021, όταν κι έλαβε μέρος στο τμήμα «Το Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» του (καλοκαιρινού, λόγω πανδημίας) φεστιβάλ των Καννών, όπου ήταν υποψήφια για Χρυσή Κάμερα. Την πανελλήνια πρεμιέρα της η ταινία την πραγματοποίησε στο περσινό φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας». Γενικά, έλαβε μέρος σε πολλά φεστιβάλ ανά τον κόσμο κι έχει να επιδείξει το βραβείο καλύτερης ταινίας στο διαγωνιστικό τμήμα του περσινού φεστιβάλ του Λονδίνου.

Η υπόθεση: Μια τετραμελής, χαοτική οικογένεια ταξιδεύει με ένα δανεικό SUV στην τραχιά ιρανική ερημιά. Πού κατευθύνεται άραγε; Στο πίσω κάθισμα, ο μπαμπάς έχει το πόδι του στον γύψο, όμως είναι στ’ αλήθεια σπασμένο; Η μαμά προσπαθεί να γελά όταν δεν συγκρατεί με κόπο τα δάκρυά της. Ο μικρός υπερκινητικός γιος εκρήγνυται αναπάντεχα σε διάφορες στιγμές, δίνοντας παραστάσεις καραόκε μέσα στο αυτοκίνητο. Όλοι τους έχουν την έγνοια για το άρρωστο σκυλάκι τους, που τους συνοδεύει σε αυτό το ταξίδι. Κι όλοι τους καταφέρνουν να σπάνε ο ένας τα νεύρα του άλλου. Ο μυστηριώδης μεγαλύτερος αδελφός οδηγεί, παραμένοντας σιωπηλός...

Η άποψή μας: Το ιρανικό σινεμά είναι μία από τις αγαπημένες μου εθνικές κινηματογραφίες. Όποτε πέσω πάνω σε ιρανική ταινία είτε για λόγους κριτικής αποτίμησής της εξαιτίας της εξόδου της στις ελληνικές αίθουσες είτε στο πλαίσιο παρουσίας της σε κάποιο φεστιβάλ, σπανίως θα έχω κάτι κακό να γράψω. Και παρά την χλευαστική αντιμετώπιση της ιρανικής κινηματογραφίας από κάποιους συναδέλφους, με βασικό επιχείρημα ότι βαδίζει πάνω σε συγκεκριμένα χνάρια «φεστιβαλικής κοπής» από τα οποία δεν μπορεί να ξεφύγει, κάθε νέα ταινία που βλέπουμε από το Ιράν έρχεται και διαψεύδει αυτόν ακριβώς τον ισχυρισμό. 

Να, ας πούμε, πάρτε αυτήν την ταινία. Αυτήν την υπέροχη ταινία. Θα μπορούσε να είναι ένα εντελώς δυτικότροπο road movie, με προέλευση, οποιαδήποτε χώρα μαζικής παραγωγής ταινιών για ευρεία κατανάλωση! Το... διαφορετικό εδώ είναι το τοπίο, η γλώσσα και το γεγονός ότι η μαμά της ταινίας φοράει χιτζάμπ. Με γκρι μακριά μαλλιά. Αυτό που περισσεύει (και ολοένα και περισσότερο σπανίζει από τις ταινίες για μαζική κατανάλωση) είναι η ομορφιά, η μαγεία και η επιβεβαιωμένη ικανότητα των Ιρανών σκηνοθετών να ξεφεύγουν από την κρατική λογοκρισία, περνώντας αυτά που θέλουν να πουν, υπογείως. Γιατί, ναι, το να προσπαθεί κάποιος να περάσει την ιρανοτουρκική μεθόριο παρανόμως, δεν γίνεται απλά για να... παντρευτεί μια κοπέλα και για να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή. Σε αυτήν την περίπτωση δεν θα χρειαζόταν το δανεικό αυτοκίνητο, η απαγόρευση της παρουσίας κινητών, και η υποψία ότι οι πάντες παρακολουθούν τον ίδιο και την οικογένειά του! Να φοβάμαι επειδή θα πάω να παντρευτώ μια νέα κάπου αλλού; 

Όχι παιδιά, και πάλι το ζήτημα που «κρύβεται» σε κοινή θέα είναι εξόχως πολιτικό. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς άλλωστε; Ο Panah είναι γιος του Jafar Panahi, ενός από τους πιο κυνηγημένους σκηνοθέτες του ιρανικού καθεστώτος, αυτού του καθεστώτος, που τελευταία ξεσήκωσε την παγκόσμια κοινή γνώμη εξαιτίας της δολοφονίας μιας κοπέλας, που δεν φορούσε «όπως έπρεπε» την χιτζάμπ της. Θα μπορούσαν να γραφτούν μυθιστορήματα με τους τρόπους με τους οποίους ο πατήρ Panahi έχει γυρίσει κρυφά κάποιες ταινίες του ή τις έχει στείλει κρυφά με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο, που μπορεί κανείς να φανταστεί, στο εξωτερικό, για να προβληθούν σε φεστιβάλ. Ο Jafar, που έχει τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό κι έχει προφυλακιστεί για παλιότερη ποινή που του έχει επιβληθεί – για αντικαθεστωτική προπαγάνδα. 

Ο γιος, λοιπόν, στην πρώτη του μεγάλη μήκους ταινία, με μια λέξη, εντυπωσιάζει. Εντυπωσιάζει και με αυτά που λέει και με τον τρόπο που τα λέει. Μιλάμε και για το πρώτο επίπεδο και για το δεύτερο και για το όγδοο. Μιλάμε για τον τρόπο που μπορεί να αφορά έναν θεατή είτε την ψάχνει λίγο περισσότερο είτε όχι σε ότι αφορά τις ταινίες που επιλέγει να δει. Μπορεί να ιδωθεί ως μια μικρή, γλυκιά, τρυφερή κωμωδία αλλά και ως μια παραβολή για τον Ιράν, σήμερα. Κι επειδή μιλάμε για σινεμά και στο σινεμά συνεχίζουμε να μιλάμε για 24 καρέ το δευτερόλεπτο (αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ) ε, ο μπαγάσας υιός Panahi μας προσφέρει άπειρα, υπέροχα καρέ. 

Καρέ που ενώνονται και δίνουν σκηνές, όπως εκείνη όπου ο μικρός γιος ξαπλώνει πάνω στον πατέρα, που αράζει στο γρασίδι, και το γρασίδι γίνεται ουρανός με άστρα, σε μια σκηνή που ενώνει από David Bowie (ναι, τι; ) μέχρι «Οδύσσεια του διαστήματος» (που αναφέρεται και ως η πλέον αγαπημένη ταινία του μεγάλου γιου) και... Πάνο Κούτρα (την υπέροχη σκηνή από το «Xenia» όπου ο ήρωάς μας ξαπλώνει στο τεράστιο, υπερμεγέθες, τριχωτό στήθος του αγαπημένου του). Ή η σκηνή προς το φινάλε, όπου μια ντουζίνα αυτοκίνητα οικογενειών, που βρίσκονται κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, μάλλον για τον ίδιο λόγο για τον οποίο η οικογένειά μας βρέθηκε εκεί, φωτίζουν με τα φώτα τους (σ)το σούρουπο, δίνοντας μια σπάνιας ομορφιάς εικόνα. Ή η καταληκτική σκηνή στην έρημο, που ενώ κλείνει κάπως αμήχανα είναι η αλήθεια την ταινία, είναι ταυτόχρονα τόσο εύγλωττη – και όμορφη. Ή ίσως η πιο όμορφη σκηνή – εκείνη του αποχωρισμού – αποτυπώνεται με τέτοιο τρόπο, τόσο διακριτικά, τόσο τρυφερό, χωρίς να έχουμε γκρο πλάνα, που θα εκβιάσουν το συναίσθημα: αντίθετα, το συναίσθημα σε κατακλύζει, κι ας είναι οι πρωταγωνιστές μικρές κουκκίδες σε ένα υπέροχο φόντο. 

Ο σκηνοθέτης είναι πολλές οι φορές που θέλει τον θεατή να ταυτίζεται με τον μικρό γιο, ο οποίος σκύβει και φιλά ευλαβικά το χώμα, κάθε φορά που βλέπει τόσο πολλή ομορφιά, μπρος στην οποία νιώθει δέος και «μικρός» και οφείλει να την προσκυνήσει. Ναι, αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας. Ο πιτσιρικάς έτσι κι αλλιώς είναι το μεγάλο ατού της ταινίας, είναι αεικίνητος, σκανδαλιάρης, χορευταράς, τραγουδισταράς κι όταν λέει «I love you» στη μητέρα του, θέλεις από τη μια να σκάσεις στα γέλια και από την άλλη να τα μπήξεις. Αυτός και η μητέρα του είναι και οι μόνοι που τραγουδάνε κοιτώντας μας κατάματα: είναι το κάλεσμά τους σε όλους εμάς. Σπουδαία ταινία, που μινιμαλιστικά μας προσκαλεί για να μας κάνει κοινωνούς και συνοδοιπόρους σε αυτό το παράξενο ταξίδι, ένα ταξίδι απόγνωσης, επίγνωσης, αποχαιρετισμού και αποχωρισμού. Δεν απαιτούνται μπαγκάζια σε αυτό το ταξίδι: απλώς, φύγαμε!

Φύγαμε! (Jaddeh Khaki / Hit the Road) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Νοεμβρίου 2022 από την Carousel Films!
Περισσότερα... »

Ανώνυμη Κλήση (On the Line) Poster ΠόστερΑνώνυμη Κλήση
του Romuald Boulanger. Με τους Mel Gibson, Kevin Dillon, William Moseley, John Robinson, Nadia Farès, Alia Seror-O’Neill, Yoli Fuller, Yann Bean, Enrique Arce, Carole Weyers, Avant Strangel, John Robinson, Paul Spera.

ΠλημMelημα!
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Δεν έχει να κάνει με το αν συμμετέχεις σε κάποια ταινία που είναι κακή. Έτσι κι αλλιώς, κατόπιν κόβιντ, μια, δυο να είναι εκείνες οι κινηματογραφικές στιγμές, που δεν θα σβήσω από την μνήμη στην υπόλοιπη ζωή μου, λίγο πολύ τα πράγματα από το άσχημο στο χειρότερο βαδίζουν. Έχει να κάνει με την 360 μοιρών κωλοτούμπα μιας ολάκερης καριέρας. Που αρχικά μας πήρε σιμά της με τον πιο παρτιζάνο των δυστοπικών υπερηρώων, μας έθεσε τους πυλώνες εξέλιξης ενός πιασάρικου φιλμικού genre σαν του buddy cop, μας έκανε να νιώθουμε πιο υπερήφανοι κέλτες και από τους ίδιους τους σκοτσέζους, άσε που στην δημιουργική της γραφή, πρόσφερε το απόλυτο άριστα δέκα στην καταγραφή του Θείου Δράματος. Κι έρχεσαι ρε συ "Αυστραλέ", με τόσα βραβεία και επαίνους στην τροπαιοθήκη σου, να με πείσεις πως έχεις την ανάγκη να φωτίζεις με το λαμπερό όνομα σου, μια τόσο μακριά λίστα από περιπέτειες βιντεοκασέτας, από εκείνες που κάποτε σπάγαμε πλάκα με τον Νταντίκοφ? Δεν το δέχομαι, είσαι φάουλ!

Ανώνυμη Κλήση (On the Line) Quad Poster
Πιθανότατα εντός των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού του, να φαντάζει σαν ο ιδανικός οικογενειάρχης, στην επαγγελματική του καριέρα όμως, ο ονομαστός ραδιοφωνικός παραγωγός, Έλβις Κούνευ, μοιάζει σαν ο ορισμός του υπερφίαλου κρετίνου. Απότομος και ασεβής με τους συναδέλφους του στον σταθμό KLAT FM του Λος Άντζελες, έχει κερδίσει με το σπαθί του τον τίτλο του πιο ασυμπάθηστου και αλλεργικού, σε σημείο που όλοι, από τον θυρωρό, μέχρι την ιδιοκτήτρια να τον κοιτούν με μισό μάτι. Και πάντοτε να τον προειδοποιούν πως έχει ξεπεράσει τα όρια, για χάρη της ακροαματικότητας.

Πλησιάζουν μεσάνυχτα και η εκπομπή επικοινωνίας On The Line ξεκινά, με τους ακροατές να καλούν στον σταθμό προκειμένου να συνομιλήσουν με τον Έλβις, ζητώντας του τις συμβουλές του, για να βάλουν σε τάξη τα προσωπικά τους ζόρια. Τα πάντα βαδίζουν ήρεμα όπως κάθε νύχτα, μέχρι που κάποιος μυστηριώδης άντρας, με το όνομα Γκάρι, από την άλλη άκρη της γραμμής, θα αρχίσει να αραδιάζει πληροφορίες και μυστικά από την προσωπική ζωή του ραδιοφωνικού παραγωγού. Μόνο που η κατάσταση σύντομα θα εκτραχυνθεί, αφού ο απειλητικός συνομιλητής, θα αποκαλύψει πως κρατά ομήρους την σύζυγο και την ανήλικη κόρη του φανφαρόνου Κούνευ.

Θρίλερ λοιπόν φαντάζεσαι ενόψει! Που δεν έχει και άσχημη βάση στην δημιουργία του βιλεν, καθώς εκείνος, εκ πρώτης όψης, λειτουργεί εκδικητικά προς το πρόσωπο του προβοκάτορα ραδιοφωνατζή, αφού εξαιτίας της προκλητικής του στάσης, δημιούργησε πάμπολλα ψυχολογικά ζητήματα σε μια καλή του φίλη, σε βαθμό ανεπανόρθωτο. Άρα βρισκόμαστε, όπως νομίζουμε, μπροστά σε ένα ρεπρίζ του Phone Booth, όπου ο άγνωστος παρανοϊκός, προκαλεί στα άκρα τον συνομιλητή του, μέχρι τους σημείου να εξαντλήσει κάθε σθένος και δύναμη του, ισοπεδώνοντας τον στα μάτια των συναδέλφων και στα αυτιά των ακροατών του.

Καμία σχέση βέβαια, αφού από την πρώτη κιόλας στιγμή καταλαβαίνουμε πως κάτι πολύ πιο παράξενο από το προφανές ισχύει, το οποίο χάρη στην εξέλιξης της μπιμουβιάς, μάλλον προς αρνητική έκπληξη μας οδηγεί, παρά σε μια εξέλιξη ευρηματικά ανατρεπτική. Πρόβλεψη που θα μας δικαιώσει δέκα μόνο λεπτά πριν σφυριχθεί η λήξη, με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, με τον ερχομό ενός τουίστ που το λιγότερο μπορώ να το αποκαλέσω από αστείο έως και εκνευριστικό. Η πλάκα? Ένα μόλις λεπτό μετά, το ίδιο αστείο επαναλαμβάνεται, δίνοντας σου την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε κάποια σαδιστική ζώνη του λυκόφωτος.

Η αφηγηματική μέθοδος του wanabe Fincher, Romuald Boulanger, δεν ακολουθεί την παραμικρή λογική συνέχεια, στήνοντας την μια παρανοϊκά αφελή σεκάνς μετά την άλλη, σε βαθμό που να ζητάει την πιο μπόλικη της καλής θέλησης του θεατή για να σταθεί έστω στα πόδια της. Και άντε η απορημένη πλατεία αντέχει το κακέκτυπο The Game, μέχρι λίγο πριν την εκπνοή, από εκεί και πέρα, το πράγμα καταντά ολοκληρωτικά απαράδεκτο, μέχρι σημείου προσβολής θα έλεγα.

Και σε αυτή την ανεπίδεκτη σάχλα, στο στάρινγκ αναγράφει το όνομα του Gibson. Με το χειρότερο όλων, να είναι πως δεν μιλάμε για την πρώτη, αλλά για την δέκατη φορά που ο Braveheart συμμετέχει σε φιλμ τόσο χαμηλού επιπέδου, κατά την πρόσφατη διετία. Εννοείται πως δεν αποδέχομαι ότι ο Mel έχει κακογεράσει, άλλοι άλλωστε στα 66 τους το παίζουν ακόμη Τζέιμς Μποντ. Αλλά να, δεν είναι εικόνα αυτή για έναν θρύλο αυτού του μεγέθους. Και με πειράζει ακόμη πιότερο, που παίρνει και τον ρόλο στα σοβαρά. Δεν ξέρω, κάνω πως δεν το είδα. Και αυτό...

Ανώνυμη Κλήση (On the Line) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Νοεμβρίου 2022 από την Tanweer!
Περισσότερα... »

Φυγή (Flugt / Flee) Poster ΠόστερΦυγή
του Jonas Poher Rasmussen.


Εμβληματική Απόδραση
του gaRis (@takisgaris)

Στη σημερινή πραγματικότητα του κινηματογράφου των ειδών, της DC-Marvelιάδας, των σήκουελς, των πρήκουελς και των ρημπούτς, είναι χάρμα ιδέσθαι όταν μια στο τόσο, στο μπλε φεγγάρι, ξεπετάγεται μια φιλμικά καταγεγραμμένη εμπειρία ικανή να πυροδοτήσει τη θρυαλλίδα που θα ανατινάξει κάθε λογής στερεότυπα και μισαλλοδοξίες. Δαύτες οι αριθμητικά πενιχρές, μα θεματικά τεράστιες παραγωγές είναι που μετατρέπουν τη βόλτα στους σινεμάδες από ζαβλακωμένη ανθυποδιασκέδαση σε συνειδητή έκφραση καθήκοντος, μια θετική ψήφο για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και μια εύψυχη αναγνώριση της ανάγκης των ασθενέστερων κοινωνικά ομάδων, όπως οι πρόσφυγες. Στην Ελλάδα (του 2023 εντός ολίγου) όμως, ακόμη προσπαθούμε να τα βγάλουμε πέρα με τη λέξη-κόλαφο «λαθρομετανάστης» και να ταμπουρωθούμε ιδεολογικά πίσω από αυτή. «Ανθρώπινα σκουπίδια». «εργαλειοποιημένα απόβλητα» των διασυνοριακών οχτρών καισούπαμούπες ασχήμιες.

Φυγή (Flugt / Flee) Quad Poster
Το Flee είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, απόπου κι αν το πιάσεις. Ένα Δανέζικο δημιούργημα, υβρίδιο μεταξύ ντοκιμαντέρ διανθισμένου με ευρείας κλίμακας χειροποίητο animation. Χρειάστηκε κόπος πολύς ώστε να πεισθεί από τον σκηνοθέτη Jonas Rasmussen ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο 36χρονος πια Αφγανός μετανάστης Amin Nawabi για να δημοσιοποιηθεί το προσωπικό του δράμα, όταν πίσω στα 1996 απέδρασε από τη γενέτειρα Καμπούλ, και μεταξύ Ρωσίας και Φιλανδίας να καταλήξει στη φιλόξενη Δανία και στην αγκαλιά, στον παρόντα χρόνο, του συντρόφου του Casper. Ο Amin, ξεριζωμένος άπατρις, αισθάνεται πιεσμένος από την επιθυμία του Casper να κουρνιάσουν σε ένα ήσυχο παραλίμνιο σπίτι, καθώς εκείνος ονειρεύεται Princeton και μετα-διδακτορικές σπουδές. Δεν το δικαιούται μήπως; 

Ποιός να κατηγορήσει έναν άνθρωπο στα πλέον δημιουργικά του χρόνια όταν έχει από τα μικράτα του εξοβελισθεί από τους Μουτζαχεντίν, προγόνους των Ταλιμπάν, λόγω του ότι φορούσε τα φουστάνια της αδερφής του και λιγουρευότανε τον Ζαν Κλοντ Βαντάμ στα τρισένδοξα 80s; Με πιλότο πατέρα εξαφανισμένο από το καθεστώς και οικογένεια απροστάτευτη απέναντι στη θρησκευτική-πολιτική μισαλλοδοξία του τόπου του, ο Amin θα περάσει δια human trafficking και σκυλοπνίχτη πλοιαρίου σε ένα ατέρμονο ταξίδι προς την ελευθερία. Τα επίκαιρα της εποχής εναλλάσσονται με έγχρωμο σχέδιο όταν ξεπροβάλει σαν ουράνιο τόξο μια ηλιαχτίδα ελπίδας, ενώ γκρεμίζονται στο ασπρόμαυρο όπου η φουρτουνιασμένη εκδοχή κινδύνου ύπουλα καραδοκεί. 

Εσύ που πας στον κινηματογράφο μια στο τόσο, δώσε στο Flee την ευκαιρία που του αξίζει. Όχι γιατί είναι η πρώτη ιστορικά ταινία που προτάθηκε ταυτόχρονα για τα τρία όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας - Ντοκιμαντέρ - Κινουμένου Σχεδίου στα 2021. Ούτε επειδή βρήκες ευκαιρία να το παίξεις προοδευτικός και τρέντης. Πράξτο γιατί είσαι Έλληνας, που παγκοσμίως σημαίνει ο πρόσφυγας και ο φιλόξενος, ο γενεσιάρχης του ουμανισμού και του αλτρουισμού. Έχε υπόψη σου, θα μαλακώσει η ψυχή σου.

Φυγή (Flugt / Flee) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Νοεμβρίου 2022 από την Strada Films!
Περισσότερα... »

Το Φως Του Διαβόλου (Prey For The Devil) Poster ΠόστερΤο Φως Του Διαβόλου
του Daniel Stamm. Με τους Jacqueline Byers, Posy Taylor, Colin Salmon, Christian Navarro, Lisa Palfrey, Nicholas Ralph, Ben Cross, Virginia Madsen.

Γυναικεία υπόθεση (?)
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Και το καίριο ερώτημα που τίθεται, είναι αν οι γυναίκες υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, έχουν την δυνατότητα να πραγματοποιήσουν εξορκισμό. Στον Καθολικισμό, που έχει ασχοληθεί με το συγκεκριμένο ζήτημα περισσότερο από κάθε άλλη έκφανση του Χριστιανισμού, για να γίνει κάποιος εξορκιστής, πρέπει να είναι κληρικός, συνεπώς οι γυναίκες αυτομάτως απορρίπτονται από αυτό τον ρόλο. Ωστόσο σε κάποιες περιόδους της ιστορίας, έχει παρατηρηθεί εντός της Εκκλησίας, κάποιες γυναίκες που είχαν το χάρισμα, μπορούσαν να λειτουργήσουν ως βοηθητικές στην ιεροτελεστία, έχοντας πάντοτε την καθοδήγηση των εμπειρότερων επισκόπων. 

Το Φως Του Διαβόλου (Prey For The Devil) Quad Poster
Ακολουθώντας την προσταγή της Καθολικής Εκκλησίας που υπηρετεί ως μοναχή, η αδελφή Ανν, μολονότι διαθέτει σημαντικές ικανότητες πάνω στη διαδικασία, δεν έχει το δικαίωμα να συμμετάσχει σε εξορκισμό. Ένα συντηρητικό στάτους που η χαρισματική γυναίκα έχει βάλει σκοπό της αν ανατρέψει, έχοντας και την αρωγή του Πατέρα Κουίν, που θα της επιτρέψει να συμμετάσχει σε εκπαιδευτικά σεμινάρια που διδάσκει, μαζί με όλη την τάξη των λοιπών αντρών ιερωμένων.

Κρύβοντας καλά μέσα της ένα μυστηριώδες παρελθόν, που σχετίζεται τόσο με τα τραύματα που της άφησε το προβληματικό δέσιμο με την μητέρα της, όσο και με ένα απελπισμένο βίωμα των νιάτων της, η αποφασιστική καλόγρια, θα δεχτεί να λάβει μέρος στην ομαδική απόπειρα της απόταξης των δαιμόνων, από το νεαρό κορμάκι μιας δεκάχρονης κοπέλας. Μόνο, που μπορεί να δηλώνει άφοβη για να αντιμετωπίσει τις ορδές του πονηρού, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα είναι προετοιμασμένη για την ανείπωτη έκπληξη που της επιφυλάσσει το Κακό.

Λογικά τέτοιου τύπου ταινίες, μεταφυσικού χαρακτήρα με βελζεβούληδες και σατανάδες, μπαστακομένους στα σώματα ανυποψίαστων ανθρώπων, που τα κατέλυσαν ενόσω εκείνοι βρέθηκαν σε μια στιγμή αδυναμίας, πρέπει να κυκλοφορούν μία ανά εβδομάδα. Όχι σήμερα, το φαινόμενο αυτό μοιάζει με αιώνιο, αν θυμηθώ τα τιγκάτα ράφια των βίντεο κλαμπς από δαύτες, που ούτε καν θα σκέφτονταν να διαβούν το κατώφλι της αίθουσας. Χωρίς δισταγμό μια τέτοια περίπτωση ορίζει και το Prey For The Devil, που ένας Θεός ξέρει από ποια σπόντα πήρε διανομή, καθώς δεν είναι ούτε κάτι το ξεχωριστό, ούτε τίποτα το πανάκριβο, ώστε να μην φύγει απευθείας για τα απανταχού νέτφλιξ.

Στην πραγματικότητα αν διέκρινα μια και μόνη πτυχή του θέματος, άξια αναφοράς, αυτή δεν είναι άλλη από την συζήτηση που ανοίγει το πόνημα του Daniel Stamm, για το αν έχουν δικαίωμα συμμετοχής σε όλα τα θρησκευτικά δρώμενα και εκπρόσωποι του ισχυρού φύλου. Πως είναι δυνατόν, τον 21ο αιώνα, που οι γυναίκες έχουν κατακτήσει το σύμπαν, ακόμη οι παγκόσμιες εκκλησίες να τις θέτουν στο περιθώριο, απεικονίζοντας τις μόνο ως φόντο, ως σκηνικό? Εκεί είναι η αλήθεια μια κουβέντα γίνεται από το φιλμάκι που δεν έχει και πολλά ακόμη, ούτε να μας πει, ούτε να μας δείξει.

Μέτριο στόρι, ου νομίζει πως οι ανατροπές είναι το φόρτε του, χωρίς όμως να διαθέτει το μέτρο για να τις συγκρατήσει, ακόμη πιο πενιχρή η σκηνοθετική ματιά, που ακολουθεί κάθε γνωστό κοινό τόπο, τόσο στα χαμηλού φωτισμού ντεκόρ, με τους πολυτελείς ναούς, τους ατέρμονους διαδρόμους, τις τεράστιες αίθουσες, όσο όμως και στα πάσης φύσης γνώριμα ειδικά εφέ, κακοσχεδιασμένα τα πιο πολλά, με τα σκαρφαλώματα στα ταβάνια, τα ανάποδα περπατήματα και τα υποδόρια άλιεν, που μαστίζουν τα σώματα των σαν σε άλλη διάσταση κυριευμένων από το δεινό. Ομορφούλα η καναδέζα Jacqueline Byers, που παίρνει το χρίσμα από τον τζειμσμποντικό ρολίστα Colin Salmon, ενώ άξιο αναφοράς είναι το γεγονός πως πρόκειται για το κύκνειο άσμα στην αξιόλογη καριέρα του θεατρικής παιδείας Ben Cross, που άφησε την τελευταία του πνοή κατά την διάρκεια των γυρισμάτων. Προσπερνάμε, εξόν κι αν είμαστε εικοσάχρονη παρέα που θέλει να σπάσει πλάκα στο μούλτιπλεξ...

Το Φως Του Διαβόλου (Prey For The Devil) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 27 Οκτωβρίου 2022 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Ο Άγνωστος (The Stranger) Poster ΠόστερΟ Άγνωστος
του Thomas M. Wright. Με τους Joel Edgerton, Sean Harris, Jada Alberts, Cormac Wright, Steve Mouzakis, Matthew Sunderland, Fletcher Humphrys, Graham Ikin, Alan Dukes.

Cluedo με έναν ύποπτο
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Στα αστυνομικά χρονικά της Αυστραλίας, η υπόθεση της εξαφάνισης του 13χρονου Ντάνιελ Μόρκομπ, καταγράφεται ως η πλέον μυστηριώδης και συγκλονιστική που απασχόλησε την περιοχή του Κουίνσλαντ, του βορειοανατολικού άκρου της νησιωτικής χώρας. Το νεαρό αγόρι, παραμονές Χριστουγέννων του 2003, θα ξεκινήσει ολομόναχο για τα γιορτινά του ψώνια, προς το τοπικό μολ της παραλιακής κωμόπολης που διαμένει και στην διαδρομή τα ίχνη του θα εξαφανιστούν. Οι μαρτυρίες των περαστικών θα είναι θολές, συγκεχυμένες και ελάχιστα βοηθητικές για τις Αρχές που θα αναζητήσουν την άκρη του νήματος, ενώ και η μη εξεύρεση πτώματος θα κάνει την δουλειά τους ακόμη πιο δύσκολη στο να εντοπίσουν το τι ακριβώς συνέβη εκείνο το μοιραίο απόγευμα. Κι έτσι θα περάσουν άκαρπες και χωρίς την ελάχιστη πρόοδο οι έρευνες της αστυνομίας, για τα επόμενα οκτώ χρόνια. Μέχρι το 2011...

Ο Άγνωστος (The Stranger) Quad Poster
Σε ένα βραδινό δρομολόγιο λεωφορείου, δύο άντρες, άγνωστοι μέχρι πρότινος μεταξύ τους, θα ανοίξουν διάλογο, αποκαλύπτοντας ο ένας στον άλλο, μπόλικα από τα εσώψυχα τους. Κι αν ο ένας, ο σαφώς πιο λιγομίλητος Χένρι Τίγκ, μοιάζει να κρατάει τα περισσότερα κρυμμένα μέσα του, ο εξίσου μοναχικός, μα διαχυτικότερος Τζο, θα ρίξει στην κουβέντα μια ιδέα που θα κεντρίσει μονομιάς το ενδιαφέρον του συνομιλητή του. Η αναφορά του σε μια μυστική οργάνωση, μια φιλική εταιρία, που με υπόγεια δράση καταφέρνει να σβήσει το όποιο ανήθικο έως και παράνομο παρελθόν των μελών της, θα ριζώσει για τα καλά μέσα στο μυαλό του Χένρι, που είναι προφανές πως κάτι παράξενο τον βασανίζει. 

Οφείλει λοιπόν να είναι ειλικρινής και αποκαλυπτικός για το ποιόν του, αν επιθυμεί να γίνει μέλος αυτής της ιδιαίτερης σέχτας, που λειτουργεί ως καθαρτήριο για τον οποιοδήποτε παραβατικό χαρακτήρα την προσεγγίσει. Και να προετοιμαστεί κατάλληλα για την συνάντηση με τα ανώτερα κλιμάκια της κλίκας, από τον σύνδεσμο που θα τοποθετηθεί δίπλα του για να τον κοουτσάρει, τον Μαρκ, που επίσης λυτρώθηκε κάποτε από τις ενέργειες της κλίκας, που του έσβησε από κάθε αρχείο, την οποιαδήποτε σχέση του με το έγκλημα. Η σχέση που θα αναπτυχθεί ανάμεσα στο εκπαιδευόμενο μέλος και τον αρχαιότερο, πρέπει να στηριχθεί στην εμπιστοσύνη. Κι ας μην περνά καν από του νου του Χένρι, πως ο καινούργιος φίλος του, δεν είναι παρά ένας ντέντεκτιβ σε μυστική αποστολή, που σκοπό του έχει να τον παγιδεύσει, θεωρώντας τον ως τον βασικό ύποπτο για την απαγωγή και την πιθανή δολοφονία ενός μικρού αγοριού, πριν από ακριβώς οκτώ έτη!

Κι έτσι αρχίζει να ταιριάζει κομματάκι με το κομματάκι η αφήγηση της ταινίας με την ανατριχιαστική υπόθεση Μόρκομπ που συντάραξε την κοινή γνώμη των Αντιπόδων κατά την πρώτη δεκαετία του τρέχοντος αιώνα. τα στοιχεία που χρησιμοποιεί το σενάριο είναι όλα παρμένα από την έρευνα της ρεπόρτερ Kate Kyriacou, όπως την κατέγραψε στο βιβλίο της The Sting: The Undercover Operation That Caught Daniel Morecomb's Killer, με δύο σημαντικές διαφορές. Πουθενά δεν γίνεται αναφορά στην δράση της οικογένειας του ανήλικου εξαφανισθέντα, η οποία υπήρξε συγκλονιστική σε όλη την περίοδο της αναζήτησης της αλήθειας - έως και εξειδικευμένο ίδρυμα δημιούργησαν οι γονείς του, δίνοντας συνάμα πανύψηλη αμοιβή σε όποιον έδινε στοιχεία που θα οδηγούσαν στην ταυτότητα του δράστη - συνεπώς, με την φαμίλια να μην εγκρίνει στο φιλμ, τα ονόματα που χρησιμοποιούνται δεν είναι τα πραγματικά. Μικρή σημασία έχει πάντως, αφού το φιλμ, δεν ακολουθεί σε κανένα του σημείο την γνώριμη δομή ενός κλασικού αστυνομικού θρίλερ.

Γι αυτό και πρόκειται για μια από τις ελάχιστες φορές, που ο υποψήφιος θεατής, απαιτεί την βοήθεια της ανάγνωσης του πλοτ (προσωπικά πάντα την απορρίπτω, όπως κι εδώ, κάτι που δεν με βοήθησε στην παρακολούθηση να παραδεχτώ) αφού για ένα σημαντικό κομμάτι του πρώτου μέρους, τα δεδομένα πετιούνται άτσαλα και ασύνταχτα ένθεν κακείθεν, με την αφελή ματιά να μην καταφέρνει να τα ενώσει σε σώμα ένα. Η ουσία είναι όμως πως ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Thomas Wright, πριν σερβίρει το ορντέβρ στο κοινό, το έχει αφήσει να σιγοβράσει σε χαμηλόφωτη, χαμηλότονη και χαμηλόρυθμη φωτιά, εξαντλώντας κατάτι τις πεινασμένες αντοχές του. 

Με το που εκκινούν οι αποκαλύψεις δε, για το ποιος μπορεί να είναι ποιος, το θέμα δεν μπαίνει στην κλισέ ράγα που μέσω του ρυθμικού θα μας οδηγήσει στην λύτρωση, παρά κατεβάζει ακόμη πιότερο ταχύτητες για να εισχωρήσει στα ενδότερα των δύο αντρών. Του φερόμενου ως δράστη, που δεν σου γεμίζει καν το μάτι έστω για ύποπτος και του αντεκάβερ κοπ, που καταβάλλεται από μπόλικα ψυχικά σύνδρομα, ερχόμενος σε άμεση επαφή με έναν πιθανό βιαστή και δολοφόνο ενός μικρού αγοριού. Συνομήλικου με τον δικό του γιο, για να ανεβάσουμε, ακόμη περισσότερο, τον εσωτερικό τρόμο του αστυνομικού στα ύψη.

Προσωπικά? Επιμένοντας απρόσκοπτα να μαντέψω τι μπορεί να κρύβει αυτό το υποχθόνιο παιχνιδάκι μεταξύ μουσάτων αγνώστων στην αυστραλιανή ύπαιθρο, εξαντλήθηκα. Έως και γονάτισα την υπομονή μου, μη καταφέρνοντας να κολλήσω το παραμικρό τουβλάκι σε συνέχεια του προηγούμενου. Η επιμονή μου όμως πήρε αυτό που της άξιζε με το που το αφήγημα άλλαξε ρότα και μπήκε στα λημέρια του Cluedo. Με έναν και μοναδικό σάσπεκτ, που για να μαρτυρήσει όμως τις πράξεις του, πρέπει οι κινήσεις των κυνηγών του να είναι χορογραφημένες τόσο τέλεια, για να μην του κινήσουν την περιέργεια και απομακρυνθεί. Κι όσο ανοίγεται φιλικά ο δράστης τόσο ξαλαφρώνει, σε αναντιστοιχία με τον νέο κομπανιέρο του, που λεπτό με το λεπτό, πέφτει στην δίνη του ψυχολογικού εφιάλτη.

Γενικά το έχουν αυτό το στοιχείο οι καλές αυστραλιανές παραγωγές, να μην τηρούν τα πρωτόκολλα, παρόλα αυτά να αφήνουν στο φινάλε την πιο όμορφη γεύση για το κινηματογραφικό μάθημα που παρέδωσαν στον αναγνώστη τους. Το The Stranger, που δεν παίζει στιγμή στο πεδίο της πομπώδους χολιγουντιανής crime drama, τσακίζει μεν την ανυπόμονη ματιά, αλλά συνάμα την επουλώνει με την περιορισμένη σε διαλόγους και περιθωριακή μέθοδο τύπου Animal Kingdom, που επιλέγει να πει το ποίημα. Στηρίζοντας την δομή της στις έως και συγκλονιστικές παρουσίες του κεντρικού υποκριτικού ντουέτου, που ορίζουν ο Όσι Joel Edgerton και ο Βρετανός Sean Harris, ως μπάτσος και φονιάς αντίστοιχα, που παλεύουν με τους δαίμονες, για να καταφέρουν να αποκαλύψουν τι συνέβη στον πιτσιρικά εκείνη την άτυχη ημέρα. Ο πρώτος επαγγελματικά κι ανθρώπινα, ο δεύτερος, μάλλον, εξομολογητικά και λυτρωτικά. Το αληθές της συνύπαρξης τους, στο επίκεντρο ενός φονικού πρωτοφανούς βιαιότητας για το χαμηλής εγκληματικότητας Down Under, λειτουργεί ακόμη καθηλωτικότερα στην συνείδηση της πλατείας. Αδάμας, προερχόμενος κι αυτός από το φετινό Ένα Κάποιο Βλέμμα των Καννών...

Ο Άγνωστος (The Stranger) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 27 Οκτωβρίου 2022 από την Odeon!
Περισσότερα... »