Το Μυστικό Μας (The Secrets We Keep) PosterΤο Μυστικό Μας
του Yuval Adler. Με τους Noomi Rapace, Joel Kinnaman, Chris Messina, Amy Seimetz.

Ο Θάνατος και η Κόρη
του zerVo (@moviesltd)

Το ημερολόγιο δείχνει 2013. Ο κορυφαίος κινηματογραφιστής της μετά μιλένιουμ εποχής, μοιράζει αμέτρητα ηθικά διλήμματα στο εκράν, με μια ακόμη σπουδαία ταινία του, που στην θεματική της βάση προσεγγίζει το ευαίσθητο ζήτημα της αυτοδικίας, όπως την αντιλαμβάνεται ένας ταλαιπωρημένος ψυχικά πατέρας που η θυγατέρα του έχει εξαφανιστεί, προς το πρόσωπο εκείνου που για όλους, πλην της αστυνομίας, θεωρείται δεδομένα ως ο απαγωγέας. Ένα εξαιρετικής γραφής φιλμ που δανείζει πάμπολλα στοιχεία σε μια ακόμη κινηματογραφική περίπτωση απόδοσης δικαιοσύνης, κάτι που από μόνο του είναι αρκετό για να ανεβάσει την τωρινή παραλλαγή, τουλάχιστον στο επίπεδο του ανεκτού.

Το Μυστικό Μας (The Secrets We Keep) Quad Poster
Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από το πέρας του δευτέρου μεγάλου πολέμου. Η Μάγια, Ρουμάνα μετανάστης στις Ηνωμένες Πολιτείες, απολαμβάνει μια καινούργια, ήρεμη ζωή, πλάι στον αγαπημένο της σύζυγο Λιούις, έναν διακεκριμένο και αγαπητό σε ολόκληρη την κοινότητα των αστικών προαστείων γιατρό, που γνώρισε ενόσω εκείνος εργαζόταν ως εθελοντής στην Ευρώπη και το ήσυχο αγοράκι τους, τον Πάτρικ.

Μια νηνεμία που θα διαλυθεί μονομιάς, από την στιγμή που εκείνη θα αντιληφθεί την ύπαρξη ενός άντρα, όπως πιστεύει, πρωταγωνιστή της πιο τρομακτικής εμπειρίας της ζωής. Της μοιραίας νύχτας που αιμοσταγής διμοιρία των Ναζί, εισέβαλλε στο χωριό της και αφού βίασε όλες τις γυναίκες, τις δολοφόνησε εν ψυχρώ, με εκείνη να γλυτώνει σαν από θαύμα τον βέβαιο θάνατο. Και παρότι ο γείτονας εμφανίζεται με την ταυτότητα ενός Ελβετικής καταγωγής εργάτη στο τοπικό εργοστάσιο, η Μάγια είναι απόλυτα βέβαιη, πως αυτός ήταν ο αρχηγός της ομάδας των μεθυσμένων Ες Ες που προκάλεσε την ομαδική σφαγή.

Δυναμική, αποφασιστική και δίχως να το συζητήσει με κανέναν, η ζορισμένη ψυχικά γυναίκα αφού επιτεθεί στον ανυποψίαστο Τόμας Στάινμαν, θα τον πάρει αιχμάλωτο στο υπόγειο της οικίας της, επιθυμώντας τόσο να του αποσπάσει την ομολογία της ενοχής, όσο και να τον τιμωρήσει για το δεινό που της προκάλεσε. Μια κίνηση που από την πρώτη κιόλας στιγμή θα βρει ενάντιο τον ανθρωπιστή συμβίο της, ειδικά όταν για την βαρύτατη κατηγορία στο πρόσωπο του "Ελβετού", που αρνείται τα πάντα, δεν υπάρχει η παραμικρή απόδειξη πέραν των εφιαλτικών αναμνήσεων.

Και κάπως έτσι το κελάρι ενός σπιτιού σε μια γειτονιά που δεν ακούγεται κιχ στις ώρες κοινής ησυχίας, θα μετατραπεί σε δικαστήριο, όπου ο χειροπόδαρα δεμένος κατηγορούμενος καλείται να απολογηθεί για τα αίσχη που κατάφερε φορώντας την στολή των Γερμανών εισβολέων στην Βαλκανική. Αλήθεια? Ψέμα? Φαντασίωση ενός θύματος που το τραύμα στην ψυχή του είναι τόσο βαθύ, σε σημείο που παντού να αναγνωρίζει ένστολους φονιάδες? Εκεί ακριβώς, στην τάση της αμφιβολίας, κρύβεται το κλειδί που διαχωρίζει την περίπτωση του The Secrets We Keep από παρόμοιες δημιουργίες του σωρού, που πολυλογούν με αμέτρητα χρονικά πέρα δώθε για να στήσουν την υπόθεση τους.

Εδώ αντιθέτως, η επιστροφή της εικόνας στο παρελθόν δεν υπάρχει, τουλάχιστον δεν ξεπερνά κάποια ελάχιστα δευτερόλεπτα τεχνηέντως θολωμένης εικόνας, στοιχείο που όχι απλά δεν βοηθά στην αποκατάσταση της αλήθειας, αλλά κάμει ακόμη πιο fuzzy το περιβάλλον, μεγεθύνοντας πιότερο την πιθανότητα η Ρουμάνα να σφάλλει τραγικά. Είναι η στιγμή που οι παλμοί στο περιοριστικών, ελάχιστων τετραγωνικών μέτρων υπόγειο, ανεβαίνουν, ενώ ο κοινωνικός περίγυρος στενεύει ολοένα και πιο πολύ τον κλοιό γύρω από την οικία των Stowe υποθέτοντας πως κάτι πολύ παράξενο κρύβουν οι τοίχοι του. Η ανάδραση της συμπεριφοράς του χαμηλών τόνων γιατρού, που αγνοεί το φρικιαστικό χθες της κυράς του - εύκολα η καλύτερη ερμηνεία του έργου από τον εξαιρετικό και υποτιμημένο ρολίστα Chris Messina - είναι και εκείνη που ανοίγει τον δρόμο προς την τελική έξοδο - λύτρωση για κάποιους, παθογενής τιμωρία της παρελθούσας φρίκης, κατ άλλους.

Φυσικά και δεν φτάνει σε λέβελ Prisoners, ούτε και το επιδιώκει άλλωστε, αυτό το προσεγμένης κινηματογράφησης και λεπτομερούς αναπαράστασης της περιόδου b-movie, που υπογράφει ο άσημος Ισραηλινός Yuval Adler. Πετυχαίνει όμως, μέσα από την επιμελή σκηνοθεσία, το σφιχτό σενάριο και τους μελετημένους διαλόγους, να μοιράσει αμέτρητους επαμφοτερισμούς και αμφιταλαντεύσεις στον θεατή, γύρω από την σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον μορφονιό Θάνατο (έμπειρος ο Robocop, Joel Kinnaman) και την εκφραστική Κόρη (το πρώτο κορίτσι με το τατουάζ, Σκανδιναβή Noomi Rapace, που δεν εγκαταλείπει την μάχη της διεθνούς διάκρισης). Έστω και με μικρά μικρά θεματάκια στις υποπλοκές, πρόκειται για ένα αξιοπρεπές δράμα, που εστιάζει στα υπαρκτά τραύματα, ρατσιστικής δράσης και πρόκλησης, δικαιούμενο τουλάχιστον μιας ευκαιρίας θέασης.

Το Μυστικό Μας (The Secrets We Keep) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 22 Οκτωβρίου 2020 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Τα σκυλιά δεν φοράνε παντελόνια (Koirat eivät käytä housuja) Poster ΠόστερΤα σκυλιά δεν φοράνε παντελόνια
του J.-P. Valkeapää. Με τους Pekka Strang, Krista Kosonen, Ilona Huhta, Jani Volanen, Oona Airola, Iiris Anttila, Ester Geislerovà.


«Now I wanna be your dog»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Πονάνε μωρέ τα παλικάρια

Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος το 1977 στην πόλη Πόρβο της Φιλανδίας J.-P. Valkeapää – και η πρώτη που προβάλλεται στη χώρα μας. Οι προηγούμενες ταινίες της φιλμογραφίας του (οι οποίες δεν προβλήθηκαν ούτε καν σε κάποιο φεστιβάλ της χώρας μας) ήταν το «Muukalainen» (The Visitor, 2008) και το «He ovat paenneet» (They Have Escaped, 2014).

Τα σκυλιά δεν φοράνε παντελόνια (Koirat eivät käytä housuja) Poster Πόστερ Wallpaper
Τούτη η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ των Καννών του 2019, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Ακολούθησε η παρουσία της σε δεκάδες φεστιβάλ ανά τον κόσμο.

Η υπόθεση: Η ειδυλλιακή ζωή του Γιούχα, ενός καταξιωμένου καρδιολόγου, παντρεμένου με παιδί, θα γίνει σμπαράλια όταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα η λατρεμένη του σύζυγος πνιγεί στη λίμνη δίπλα στο εξοχικό τους. Από τότε, τίποτε δεν προκαλεί στον Γιούχα το ενδιαφέρον να το απολαύσει. Ζει την ρουτίνα στη δουλειά του και ανατρέφει την κόρη του όσο καλύτερα μπορεί αλλά χωρίς κέφι. Αρκετά χρόνια μετά την απώλεια που του σημάδεψε για πάντα τη ζωή, η κόρη του, η Έλι, του ζητάει ως δώρο για τα 16α γενέθλιά της, να κάνει piercing στη γλώσσα της. Ο Γιούχα δέχεται. Όσο περιμένει να γίνει το piercing στην κόρη του, ο Γιούχα κατεβαίνει τις σκάλες από το μαγαζί και βρίσκεται χωρίς να το καταλάβει μπροστά στη Μόνα, μια ντομινατρίξ. 

Η Μόνα θεωρεί ότι ο Γιούχα είναι πελάτης και τον... πονάει. Αυτή είναι η πρώτη τους συνάντηση. Ο Γιούχα, διστακτικά, αισθάνεται πως ίσως αυτός ο πόνος μπορεί να του γιατρέψει τον πόνο της απώλειας. Κι όταν σε επόμενη επίσκεψη, η Μόνα τον πνίγει στα όρια της ασφυξίας, ο Γιούχα «βλέπει» τη νεκρή του σύζυγο. Τα πράγματα κινδυνεύουν να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο. Και ο Γιούχα ζητάει ολοένα και μεγαλύτερο πόνο, ολοένα και μεγαλύτερη ασφυξία, καθώς αυτός είναι ο μόνος τρόπος να βρει τη γαλήνη που τόσο αναζητά...

Η άποψή μας: Δεν έχει πολλές μέρες που έγινε viral ένα βίντεο με μια αφέντρα να βγάζει βόλτα τον σκλάβο της, δεμένο με λουρί, να βαδίζει στα τέσσερα, σαν σκύλος. Μπαίνουμε σε περιοχές BDSM, κάτι για το οποίο δεν κατέχω και πολλά – ίσως δεν μου έχει δοθεί η ευκαιρία να ασχοληθώ με το σπορ, μάλλον παραείμαι συντηρητικός για να βουτήξω στη συγκεκριμένη άβυσσο. Τι σημαίνει όμως BDSM; Η πιο λογική ανάλυση των αρχικών λέει πως έχουμε να κάνουμε με τρία ζευγάρια: B/D (Bondage and Discipline – Δέσιμο και Πειθαρχεία), D/s (Dominance and submission – Κυριαρχία και υποταγή) και S/M (Sadism and Masochism – Σαδισμός και Μαζοχισμός). 

Εδώ, να παραθέσω ένα αριστουργηματικό, κλασικό ανέκδοτο, που έχει σχέση με έναν σαδιστή και μια μαζοχίστρια. Λέει η μαζοχίστρια: «Δείρε με, δείρε με» και απαντάει ο σαδιστής «όχι, όχι», μουάχαχαχαχαχα. Α, πάνω από όλα, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις: το BDSM αφορά ερωτικές σχέσεις ανάμεσα σε ενηλίκους, που συναινούν σε αυτό το role play. Νομίζω πως όλα αυτά είναι απαραίτητα για να προχωρήσουμε στο παρασύνθημα. Και βροχή, τίθενται τα ερωτήματα: είναι βιτσιόζοι όσοι εμπλέκονται σε BDSM ερωτικές πρακτικές; Η συμπεριφορά τους είναι αποκλίνουσα από τη φυσιολογική; Και ποιος ορίζει την φυσιολογική σεξουαλική συμπεριφορά; Ναι, έχουμε φτάσει στο 2020 κι ακόμα τα σεξουαλικά μας δεν τα έχουμε λύσει. Και να σου οι νευρώσεις και να σου οι δυσλειτουργίες και να σου οι δυστυχισμένοι άνθρωποι. 

Να πω την αμαρτία μου, το βλέπω το φαινόμενο ωσάν εξωτικό φρούτο και τους BDSM ως λίγο... καρναβαλιστές – μην βαράτε μωρέ, θα δευτερολογήσω. Από τον σαδίσταρο, όμως, πως θα πλακώσει στο ξύλο τον ερωτικό του σύντροφο χωρίς τη συναίνεσή του (και μην μου πείτε ότι δεν υπάρχουν ζευγάρια με abusive ερωτική συμπεριφορά – η νόρμα είναι μου φαίνεται κι όχι η εξαίρεση) προτιμητέο το BDSM ζευγάρι όπου αυτό που γίνεται, γίνεται με συναίνεση! Η μαγική λέξη εδώ λοιπόν είναι η συναίνεση. Δεν λέω πως αυτό όλο είναι για τους πάντες, Δεν θα γίνουμε όλοι BDSM επειδή είμαστε προχώ και μας αρέσει να πειραματιζόμαστε και τέτοια. Όχι. Αλλά θεωρώ πως σε πάμπολλους ανθρώπους ανάμεσά μας υπάρχει εν υπνώσει η συγκεκριμένη σεξουαλική συμπεριφορά, καλυμμένη κάτω από τόνους καταπίεσης, ανελευθερίας, πρέπει και φόβου. 

Ο ήρωας της ταινίας μας ανακαλύπτει ότι γουστάρει να πονάει... τυχαία. Ενδεχομένως, αν η γυναίκα του ζούσε, να είχε μια εντελώς φυσιολογική ερωτική ζωή – και δεν αφήνω ούτε ίχνος ειρωνείας πάνω σε αυτό το σχόλιο. Εκείνη, όμως, πνίγηκε. Οπότε, σε μια έξυπνη αντίστιξη, ο φίλος μας νιώθω ευτυχισμένος μόνο όταν και ο ίδιος βρίσκεται σε κατάσταση πνιγμού. Λένε (σημείωση: βασίζομαι στη συλλογική εμπειρία όταν δεν έχω προσωπική εμπειρία – ευχαριστώ) πως ο πνιγμός είναι ένας τρόπος που αυξάνει την ερωτική ηδονή εις την νιοστή. Και καθώς είναι ένα φλερτάρισμα ξεκάθαρα με τον θάνατο, είναι μια επικίνδυνη πρακτική, που ενδεχομένως να οδηγήσει και στον θάνατο! Γι' αυτό υπάρχουν οι λεγόμενες safe words, γι' αυτό και η dominatrix της ταινίας μας δίνει την μπάλα στα χέρια του Γιούχα, καθώς όταν πλησιάζει στο να χάσει τις αισθήσεις του, δεν μπορεί πλέον να την συγκρατήσει, του πέφτει από τα χέρια κι εκείνη καταλαβαίνει πως πρέπει να σταματήσει να τον πνίγει. Έχουν καταγραφεί αρκετά «ατυχήματα» κατά τη διάρκεια πρακτικών ασφυξίας κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Εδώ, ο David Carradine, έχασε τη ζωή του καθώς είχε ατύχημα κατά τη διάρκεια αυτοϊκανοποιητικής ασφυξίας. Τέτοια, καταλαβαίνετε. 

Ο Γιούχα λοιπόν όπως μας το παρουσιάζει η ταινία τουλάχιστον, δεν έχει σεξουαλικό ερεθισμό κατά τη διάρκεια των συνεδριών του με την dominatrix – εκτός κι αν έχασα κάτι. Ή αν ερεθίζεται σεξουαλικά (άντε, να το στρογγυλέψω) είναι γεγονός ήσσονος σημασίας. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι πως με τον συγκεκριμένο τρόπο έρχεται σε επαφή με την νεκρή του σύζυγο. Ο πόνος είναι η γιατρειά του – και η γιατρειά του γίνεται «αρρώστια» του! Είναι τόσο πολύ απορροφημένος στο να πετύχει κάθε φορά και πιο μεγάλη επαφή με την εκλιπούσα, που παρατάει όλα τα υπόλοιπα. Δεν τον ενδιαφέρει η δουλειά του και σχεδόν παρατάει την κόρη του! Ευτυχώς, η Γιούχα δείχνει πιο συνειδητοποιημένη από τον πατέρα της. Προφανώς και την τραυμάτισε κι εκείνη το γεγονός του χαμού της μητέρας της, κατάφερε πάντως να γίνει μια κοπέλα ανεξάρτητη, που μπορεί να αντιληφθεί τι είναι μόδα και πόσο εύκολη παγίδα είναι το να προσπαθείς να αρέσεις στους άλλους. 

Ο σκηνοθέτης αγαπάει τους ήρωές του, δεν στέκεται κριτικά απέναντί τους, δεν τους κοιτάζει αφ' υψηλού. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι πιο πολύ ως κοινό μας ελκύει η Μόνα. Η dominatrix. Ο σκηνοθέτης μας δίνει ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή της, για το παρελθόν της, για την ταυτότητά της. Προφανώς κουβαλάει κι εκείνη τα δικά της. Και κάτι μέσα της προφανώς έχει σπάσει, αλλά αυτή η παράξενη σχέση της με τον Γιούχα της κάνει καλό, είναι θεραπευτική και για εκείνη. Κάποιες σκηνοθετικές επιλογές είναι... weird. Πχ, η εναρκτήρια σκηνή του χαμού έχει μια περίεργη αίσθηση ποιητικού ονείρου. Και δύο σκηνές θα σας... πονέσουν. Η μία είναι εκείνη που ο Γιούχα «ξεφλουδίζει» το νύχι του και η άλλη όπου η Μόνα του βγάζει χωρίς αναισθητικό ένα υγιέστατο δόντι! Τέτοια που λέτε. Εντέλει, όμως, αυτός ο τραυματισμένος άνθρωπος μπαίνει σε μια διαδικασία συνειδητοποίησης, έστω και με έναν όχι από τους πιο συνηθισμένους δρόμους. Κι αυτή είναι μια μικρή νίκη, σωστά; 

Αν μη τι άλλο, αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία καθώς την ενδιαφέρει ουσιαστικά και ουμανιστικά η ανθρώπινη κατάσταση. Τώρα, αν φοράει πέτσινα, γόβες στιλέτο κι άλλα παραφερνάλια, μικρό το κακό, έτσι;

Τα σκυλιά δεν φοράνε παντελόνια (Koirat eivät käytä housuja) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Οκτωβρίου 2020 από την AMA Films!
Περισσότερα... »

Ο Μυστικός Κήπος (The Secret Garden) PosterΟ Μυστικός Κήπος
του Marc Munden. Με τους Dixie Egerickx, Colin Firth, Julie Walters, Edan Hayhurst, Amir Wilson, Isis Davis, Maeve Dermody.

Βρες το κλειδί...
του zerVo (@moviesltd)

Πως περνούν τα χρόνια ε? Κοντά τριάντα έχουν διαβεί από την τελευταία φορά που η πολυδιαβασμένη νουβέλα της Frances Hodgson Burnett, μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη, με τις ευλογίες του μεγάλου Coppoal και την υπογραφή της προερχόμενης από την μεγάλη επιτυχία του Europa Europa, βοηθού Wajda, Agneszka Holland. Οι έντυποι και πολυτελείς κινηματογραφικοί οδηγοί της σεζόν, μιλούσαν τότε για μια από τις πιο σημαντικές δημιουργίες της χρονιάς 1993, φιλοδοξία που δεν άγγιξε το έντονα διαφημισμένο πόνημα, καθώς θυμάμαι. Τουλάχιστον η τωρινή εκδοχή, που επίσης δεν ορίζει κάτι το ξεχωριστό, δεν προμοταρίστηκε ανάλογα, ώστε να απογοητεύσει όποιον την καρτερούσε με ενδιαφέρον.

Ο Μυστικός Κήπος (The Secret Garden) Quad Poster
Ινδία 1947. Έχοντας χάσει αναπάντεχα τους λατρεμένους της γονείς από την επιδημία της χολέρας, που έχει κτυπήσει την χώρα, η νεαρή βρετανίδα Μαίρη Λέννοξ, θα βρεθεί σε κατάσταση σοκ, ξεχασμένη, ταλαιπωρημένη και πεινασμένη στην ερημωμένη έπαυλη που μεγάλωσε. Ορφανή και ολομόναχη στον αχανή τόπο, που σταδιακά περνά από τα χέρια του στέμματος στην ανεξαρτησία, θα αναγκαστεί, παρόλες τις αντιρρήσεις της, να επιστρέψει στην πατρίδα της, προκειμένου να ζήσει στην επαρχία της Αλβιόνας, μαζί με τον μοναδικό συγγενή που της έχει απομείνει, τον ξεπεσμένο ευγενή Λόρδο Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν, σύζυγο της αδελφής της μητέρας της.

Στο εγκαταλελειμμένο ανάκτορο του Μισλγουέιθ, στα περίχωρα του Γιορκσάιρ, που εν καιρώ πολέμου χρησιμοποιήθηκε από τον στρατό ως νοσοκομείο, η μικρούλα θα υποχρεωθεί να συμβιώσει με τον ταλαιπωρημένο ψυχικά, από τότε που έχασε την σύζυγό του, θείο της, έχοντας λάβει την εντολή να μην αλωνίζει στα σφαλισμένα διαμερίσματα της βίλας. Δίχως το παραμικρό ενδιαφέρον στην καθημερινότητα της στο σπίτι, αφού ακόμη και ο συνομήλικος, φιλάσθενος εξάδελφος της, Κόλιν, θα απορρίψει την συντροφιά της, η Μαίρη θα αναζητήσει διέξοδο από τους τέσσερις τοίχους του πύργου, για να την εντοπίσει σε έναν μυστικό κήπο που κρύβεται ελάχιστα μακρύτερα του. Εκεί που ένας πολύχρωμος και ολοζώντανος κόσμος, διαφορετικός από την μουντάδα που την περιβάλλει, θα της ανοίξει την αγκαλιά του.

Και κάπως έτσι, ταξιδεύοντας μέρα με την ημέρα μέσα στον παράδεισο της, πλάι στην συννεφιά, τόσο της καθημερινότητας, μα κυρίως της ψυχής του, θα μαλακώσει τον θρήνο για την απώλεια που κρύβει μέσα του το προβληματισμένο κορίτσι. Ένα κακομαθημένο εκ πρώτης όψης δωδεκάχρονο, που το γαλούχησαν νταντάδες και υπηρέτριες, που όμως κανείς δεν μπορεί να φανταστεί την πληγή που έχει ρημάξει τα μέσα του, ο χαμός, κυριολεκτικά μονομιάς, των ανθρώπων που το έφεραν στον κόσμο. Μέσα από την παιδιάστική συλλογιστική της, η πιτσιρίκα, θα επιχειρήσει να προσεγγίσει τον καημό όλων όσων ορίζουν τον μικρόκοσμο της. Και ακόμη πιο απλούστερα σκεπτόμενη, αν μπορεί να τον επιλύσει. Εύκολο? Εκεί επιβάλλεται να βρει το κλειδί, ώστε να διαρρήξει τις σφαλισμένες αμπάρες της καρδιάς τους, μπας και μπει ένα κάποιο φως.

Χρονικά η τελευταία διασκευή του σπουδαίου λογοτεχνικού έργου, σε αυτή την αμιγώς made in England παραγωγή, από την ομάδα των υπεύθυνων για το σίριαλ του Harry Potter και τα συγκινητικά επεισόδια του αρκούδου του Paddington, τοποθετείται σε μια (διαφορετική του ορίτζιναλ) μυστηριώδη περίοδο για την ιστορία της Κοινοπολιτείας, που πολλάκις αποφεύγεται στα μοντέρνα σενάρια, θεωρούμενη, περίπου, ως ήττα, ως πανωλεθρία για το Ηνωμένο Βασίλειο. Συνεπικουρούμενο δε από την τραγωδία που έχει αφήσει πίσω του ο μεγάλος πόλεμος, το περιβάλλον που η ανήλικη καλείται να ωριμάσει, μοιάζει τρομακτικό, καταπιεστικό, αβάσταχτο και πένθιμο. Όσο κι αν η ματιά φυλακίζεται, οι αισθήσεις, ειδικά ενός μικρού παιδιού, δεν μπορεί ποτέ να τεθούν σε αιχμαλωσία. Η δίοδος, αργά ή γρήγορα θα ανακαλυφθεί και μαζί της και η γιατρειά.

Το πόνημα του όχι ιδιαιτέρων περγαμηνών Marc Munden, έχει την τύχη να βοηθιέται αφάνταστα από μια υπέροχη κινηματογράφηση, που συνδυάζει έξοχα το ομιχλώδες τοπίο με το παστέλ των αποχρώσεων του Κήπου. Τα ειδικά εφέ, μάλιστα, που χρησιμοποιούνται για να τον απεικονίσουν, λειτουργούν ευχάριστα στο μάτι, ειδικά εκείνο το νεανικό, που ορίζει και το βασικό τάργκετ γκρουπ του φιλμ. Και κακά τα ψέματα, δοσμένο και σε μεταγλωττισμένη βερσιόν το The Secret Garden, μου μοιάζει υπερβολικά δύσκολο να αφήσει κάποιον, κοντινού στα χρόνια της παιδούλας, θεατή, ανικανοποίητο.

Κι αυτό διότι με βασικό άξονα την ερμηνεία της πραγματικά καλής Dixie Egerickx, που υποδύεται το μελαγχολικό κορίτσι, κτίζεται μια φανταστική, ονειρώδης ιστορία με θέμα την εκβιαστική ωρίμανση ενός παιδιού, που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να παίζει με τις κούκλες και όχι να βασανίζεται από τα θλιβερά κατορθώματα των μεγαλυτέρων. Με προσθήκες στο καστ των ογκόλιθων του βρετανικού σινεμά, Julie Walters και Colin Firth, το πασίγνωστο παραμύθι ξετυλίγεται με αξιοπρέπεια στο εκράν, ανεβάζοντας σταδιακά εντάσεις και πείθοντας, τελικά, ως μια ακόμη καλοσχεδιασμένης οργάνωσης και εκτέλεσης φιλμική απόπειρά. Όπως ακριβώς προσεγμένη την περιμέναμε, όμως. Τίποτα περισσότερο.

Ο Μυστικός Κήπος (The Secret Garden) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 22 Οκτωβρίου 2020 από την Spentzos Films!
Περισσότερα... »

64th BFI London Film Festival 2020 Poster
64th BFI London Film Festival 2020 Live Ep.5 - Against all odds

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Είμαι φανατικά υπέρ της παρακολούθησης των ταινιών στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αγαπώ το σινεμά και ως τέχνη αλλά και ως τελετουργία. Να μπαίνεις μέσα στην σκοτεινή αίθουσα, να έχεις μπροστά σου μια τεράστια οθόνη, οι φωτεινές ακτίνες να πέφτουν επάνω της κι εσύ να γίνεσαι μέρος μια συλλογικής διαδικασίας. Μιας μυσταγωγίας. Ρε, υπάρχει κάτι καλύτερο; Ο κορωναϊός χτύπησε άσχημα το σινεμά – περισσότερο ως αίθουσες παρά ως δημιουργία και τρόπο έκφρασης. Μένει να φανεί αν το χτύπημα αυτό θα είναι τελειωτικό ή αν η αίθουσα θα καταφέρει να γλυτώσει και από αυτήν την κρίση. Μέχρι τότε, θεωρώ ότι τα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, που δεν μπορούν να λειτουργήσουν όπως έναν χρόνο πριν, με την παρουσία κόσμου σε γεμάτες αίθουσες, καλώς και επιλέγουν την εναλλακτική των μικτών προβολών, των προβολών δηλαδή που γίνονται και μέσω διαδικτύου. Ωραιότατη διοργάνωση ήταν αυτή του φεστιβάλ του Λονδίνου, που είναι πλέον παρελθόν. Καλές ταινίες παρακολουθήσαμε, είδαμε σινεμά από όλον τον κόσμο, από όλες τις ηπείρους σχεδόν, και η σεμνή τελετή έλαβε τέλος. Ευχόμαστε πως όλο αυτό την ερχόμενη άνοιξη να είναι μια άσχημη ανάμνηση. Against all odds – όπως δείχνουν τώρα τουλάχιστον τα πράγματα. Against all odds είναι και η βασική θεματολογία των τριών τελευταίων ταινιών του φεστιβάλ που θα σας παρουσιάσουμε εδώ. Στο τέλος του κειμένου παραθέτουμε και τα βραβεία του. Φύγαμε!

Ammonite 64th BFI London Film Festival 2020

Η ταινία που σήμανε την επίσημη λήξη του φεστιβάλ ήταν το Ammonite του γεννημένου το 1969 στην οικογενειακή φάρμα των γονέων του κάπου στο δυτικό Γιόρκσαϊρ, Francis Lee. Ο Lee δεν έχει σπουδάσει κινηματογράφο. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το «Του Θεού η χώρα» (God's Own Country, 2017). Το «Ammonite» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο περασμένο φεστιβάλ του Τορόντο και είναι να βγει εμπορικά στις αίθουσες στις ΗΠΑ στις 13 Νοεμβρίου.

Η υπόθεση: Αγγλία, κάπου στα 1840. Το παραθαλάσσιο μικρό χωριουδάκι Λάιμ Ρέτζις, στο νότο, κοντά στα στενά της Μάγχης, αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό της εποχής. Η Μαίρη Άνινγκ μαζεύει κοχύλια και κοινά απολιθώματα, τα οποία πουλάει στο μαγαζί της και με αυτόν τον τρόπο συντηρείται η ίδια και η άρρωστη μητέρα της. Οι μέρες της δόξας της έχουν παρέλθει. Παλιότερα είχε δημιουργήσει όνομα για τον εαυτό της με σημαντικές ανακαλύψεις μεγάλου παλαιοντολογικού ενδιαφέροντος. Στο χωριό φτάνει ο Ρόντερικ Μάρτσισον, πλούσιος τουρίστας και θαυμαστής της Άνινγκ. Μαζί του είναι και η νεαρή σύζυγός του, Σάρλοτ, η οποία αναρρώνει και προσπαθεί να συνέλθει μετά από ένα τραγικό γεγονός που τους συνέβη. 

Ο Ρόντερικ ζητάει από την Μαίρη να φροντίζει την Σάρλοτ, καθώς ο ίδιος πρέπει να συνεχίσει την ευρωπαϊκή του περιοδεία και θέλει η γυναίκα του να συνέλθει όσο το δυνατόν συντομότερα. Η Μαίρη δεν μπορεί να αρνηθεί καθώς τα χρήματα του Ρόντερικ της είναι απαραίτητα. Περήφανη και παθιασμένη καθώς είναι με τη δουλειά της η Μαίρη αρχικά θα έρθει σε σύγκρουση με την απρόσκλητη καλεσμένη της. Σιγά σιγά, όμως, και παρά την τεράστια απόσταση ανάμεσα στις δύο γυναίκες σε ότι αφορά την κοινωνική τάξη και τις προσωπικότητές τους, ένας έντονος δεσμός αναπτύσσεται μεταξύ τους, αναγκάζοντάς τες να ξεκαθαρίσουν την αληθινή φύση της σχέσης τους.

Η άποψή μας: First things first, που λένε και οι Βρετανοί φίλοι μας. Η Μαίρη Άνινγκ είναι ιστορικό πρόσωπο. Όντως γεννήθηκε και έζησε στο Λάιμ Ρέτζις τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Όντως έκανε μεγάλες παλαιοντολογικές ανακαλύψεις. Όντως δεν μπόρεσε να αναγνωριστεί στην εποχή της το έργο της καθώς ήταν γυναίκα. Όντως γιατροπόρευε την άρρωστη μητέρα της και έβγαζαν τα προς το ζην μέσω ενός μαγαζιού όπου πουλούσε απολιθώματα β' κατηγορίας – μη επιστημονικού ενδιαφέροντος δηλαδή. Όντως υπήρξε και η Σάρλοτ Μάρτσισον. Στην πραγματικότητα, τις δύο γυναίκες ένωσε μια μακροχρόνια φιλία. Δεν υπάρχουν ενδείξεις σεξουαλικής σχέσης. Τα υπόλοιπα λοιπόν στην ταινία είναι μυθοπλασία. 

Μια ταινία που διαθέτει έναν ιδιαίτερο τίτλο: Αμμωνίτης. Οι Αμμωνίτες ήταν μαλάκια, προϊόντα εξέλιξης των ναυτιλοειδών στην Ανώτερη Δεβόνια περίοδο. Αναπτύσσοντας χιλιάδες διαφορετικά είδη, κατέκλυσαν το θαλάσσιο περιβάλλον έως την Ύστερη Κρητιδική περίοδο και μετά εξαφανίστηκαν. Η μεγάλη διασπορά κατά την περίοδο εξάπλωσής τους καθιστά τους αμμωνίτες σημαντικά καθοδηγητικά απολιθώματα για τη χρονολόγηση πετρωμάτων. Στην ταινία ο αμμωνίτης χρησιμοποιείται συμβολικά ποικιλοτρόπως. Κυρίως ως κάτι σπάνιο και πολύ όμορφο, που για να ανακαλυφθεί και να αποκαλυφθεί θέλει πολύ δουλειά και τύχη. Ο Lee αφηγείται τη γέννηση, το θέριεμα και το τέλος (;) μιας σχέσης. Μιας ερωτικής σχέσης ανάμεσα σε δύο γυναίκες, εντελώς διαφορετικές σε πάνω από ένα επίπεδα. 

Η Μαίρη είναι φτωχή, η Σάρλοτ είναι πλούσια. Η Μαίρη είναι μεσήλικη, η Σάρλοτ είναι νέα. Η Μαίρη είναι ανύπαντρη, η Σάρλοτ είναι παντρεμένη. Και οι δύο είναι γυναίκες, θύματα της πατριαρχίας. Η Μαίρη δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως επιστήμονας, η Σάρλοτ ακολουθεί τις εντολές (για να το θέσουμε κομψά) του συζύγου της. Σε μια εποχή δύσκολη γενικώς, σκληρή, συντηρητική, η σχέση των δυο τους είναι κάτι το απαγορευμένο. Ο Lee δεν βιάζεται να μας πάει στο... παρασύνθημα. Παίρνει το χρόνο του για να μας δώσει τόσο το σοσιολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι δύο γυναίκες όσο και για να μας τις παρουσιάσει ως ζωντανούς, τρισδιάστατους χαρακτήρες, με λεπτομέρειες. 

Το ωραίο είναι πως κατορθώνει να είναι ταυτόχρονα ποιητικός και απόλυτα ρεαλιστής. Πχ η σχέση των δύο γυναικών δεν έχει να κάνει καθόλου με ρομάντζο. Η προσέγγιση του σκηνοθέτη στην ερωτική ιστορία ανάμεσα στις δύο γυναίκες δεν είναι καθόλου ρομαντική. Κι αυτό είναι ένα πάρα πολύ καλό νέο. Κι ας υπάρχει μια αλά «Απομεινάρια μιας ημέρας» σκηνή όπου η Σάρλοτ προσπαθεί να αρπάξει ένα βιβλίο από τα χέρια της Μαίρη. Περισσότερο με το έξοχο γαλλικό «Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται» της Sciamma έχει εκλεκτικές συγγένειες τούτο το φιλμ. Ο Lee παρουσιάζει τη σχέση της Μαίρη και της Σάρλοτ ως απότοκο μιας δυναμικής σωματικής έλξης. Οι δύο ερωτικές σκηνές έρχονται αργά στην ταινία. Και ιδίως η δεύτερη είναι τρομερή! Καμία σχέση με την αμηχανία του Haynes στο «Carol». Περισσότερο κοντά στο «Η ζωή της Αντέλ», αποφεύγοντας μάλιστα την διάθεση του Kechiche να «γαργαλίσει» και να ερεθίσει. 

Είναι δυο γυναίκες που παθιάζονται, που ρουφιούνται, που γκαβλώνουν, που αφήνονται στην ηδονή που προσφέρει η μία στην άλλη. Εξαιρετικό! Κι ευτυχώς, οι συγκεκριμένες σκηνές δεν είναι σεμνότυφες και είναι αληθινές παρά το γεγονός πως – όπως δήλωσε η Winslet σε συνέντευξή της – τις χορογράφησε, άρα, είναι προετοιμασμένες σκηνές. Βγάζουν αυθορμητισμό: μεγάλη επιτυχία. Ακόμα σημαντικότερο: οι σκηνές αυτές δεν καπελώνουν την ταινία. Έρχονται για να την ολοκληρώσουν: χωρίς αυτές η ταινία θα ήταν λειψή. Χωρίς δε την απίστευτη ερμηνεία της Kate Winslet δεν θα μιλούσαμε για την ίδια ταινία. Καταπληκτική. Τόση εσωτερικότητα, τόση φυσικότητα, τόσος δυναμισμός, τόση σημασία στη λεπτομέρεια, χωρίς να προσπαθεί με κόλπα να τραβήξει το ενδιαφέρον, απλά σε μαγεύει. Δεν χορταίνεις να τη βλέπεις. Και αφήνει δεύτερη και καταϊδρωμένη τη νεαρή, ταλαντούχα μεν αλλά έχει πολλά καρβέλια ακόμα για να τη φτάσει, Saoirse Ronan. Το παρατηρείς και στα σώματά τους: εκεί που η 26χρονη Saoirse είναι «άγουρη», η 45χρονη Kate είναι... γυναίκα! 

Κι εκεί που λες, οκ, η ταινία τελείωσε με την ερωτική σκηνή, χμ, έχει κι άλλο. Και σημαντικό! Γιατί οι κοινωνικές διαφορές μεγεθύνονται. Γιατί αλλιώς έχει η μία γυναίκα στο μυαλό της τη σχέση τους και αλλιώς η άλλη. Η νεαρή, με την οικονομική της άνεση, δείχνει διάθεση... πατριαρχίας. Χρυσό κλουβί. Και θα μείνουν να βλέπουν το ίδιο... απολίθωμα (χα!) από τις δύο πλευρές μιας γυάλινης προθήκης. Σούπερ ταινία, από αυτές τις σπάνιες όπου η γνώμη της κριτικής και η άποψη του κοινού συμβαδίζει. Και αποθεώνει. Όχι αδίκως.

Zanka Contact 64th BFI London Film Festival 2020

Επόμενη, μια ταινία από το Μαρόκο. Τίτλος της: Zanka Contact. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία για τον σκηνοθέτη της, τον Μαροκινό Ismael El Iraki. Ο σκηνοθέτης γύρισε την ταινία στο πλαίσιο της αποκατάστασής του από το PTSD (Post-Traumatic Stress Disorder) που βίωσε καθώς επιβίωσε από την επίθεση Ισλαμιστών τρομοκρατών στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015. Ήταν ανάμεσα στους θαμώνες που πήγαν στο Bataclan για να δουν τους Eagles of Death Metal, εκεί που τελικά δολοφονήθηκαν 90 άνθρωποι! Ο ίδιος σώθηκε από την επέμβαση ενός σεκιούριτι της συναυλίας, καθώς μια σφαίρα πέρασε δίπλα του! Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπου έλαβε μέρος στο τμήμα «Ορίζοντες», κερδίζοντας τελικά το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας για την πρωταγωνίστρια Khansa Batma.

Η υπόθεση: Ο Λάρσεν είναι ένας παλιοροκάς, που κάποτε ήταν σπουδαίος αλλά πλέον έχει καταντήσει τζάνκι. Επιστρέφει στη γενέτειρά του, την Καζαμπλάνκα, από το Λονδίνο, σε μια συμφωνία διευθέτησης μεγάλου χρέους. Η πορεία του τρακάρει κυριολεκτικά με εκείνη της Ράτζα, μιας πόρνης με φλογερό ταμπεραμέντο και όμορφη φωνή. Από τη στιγμή της σύγκρουσης των αυτοκινήτων που τους μεταφέρουν και μετά, η μοίρα θα τους δέσει. Κι ένα ειδύλλιο θα τους ενώσει. Όπως και η μουσική. Και οι δύο κουβαλάνε τραύματα από το παρελθόν τους, που τους έχουν σημαδέψει, ίσως για πάντα. Για να γλυτώσουν από όσα άσχημα τους κατατρέχουν φαίνεται πως η μόνη λύση είναι να φύγουν από την Καζαμπλάνκα. Θα τους κυνηγήσει ο μουσικόφιλος νταβατζής της Ράτζα κι ένας ιδιαιτέρως βίαιος άνθρωπος της νύχτα. Θα καταφέρουν να ξεφύγουν; Και μήπως η σωτηρία τους θα είναι ένα τραγούδι;

Η άποψή μας: Η «Ατίθαση καρδιά» συναντά το «Μαζί, ποτέ!» και μαζί συναντούν το «Ένα αστέρι γεννιέται» σε μια ταινία που θα ήθελε να μοιάζει με κάτι που θα γύριζε ο Tarantino ή το φιλαράκι του από το Μεξικό, ο Rodriguez! Κι αν ο σκηνοθέτης φρόντιζε να αποφύγει τα μπόλικα κλισέ και τις μπανάλ κοινοτυπίες με τις οποίες φορτώνει το φιλμ προς το φινάλε, θα μιλούσαμε για μια τρομερή έκπληξη. Κι έτσι, όμως, όπως είναι το φιλμ, για μένα ήταν μία από τις πιο απολαυστικές ταινίες του φεστιβάλ! 

Ο ρυθμός είναι γρήγορος, οι χαρακτήρες ενδιαφέροντες, η Καζαμπλάνκα μοιάζει με τη Θεσσαλονίκη – θέλω να πω, δεν ποντάρει ευτυχώς και στο φολκλόρ ο σκηνοθέτης – και η μουσική είναι σούπερ! Δεν υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό αλλά αυτό το ψεγάδι δίνει στην ταινία έναν επιπλέον λόγο να την αγαπήσεις. Ο χαλαρός κωμικός τόνος ελαφραίνει την ταινία, διαφορετικά θα μιλούσαμε για ένα βαρύ μελόδραμα. Ο Λάρσεν θαρρείς και έχει ως ίνδαλμά του τον Σέιλορ Ρίπλεϊ του Nicolas Cage από το «Wild at Heart»: μπουφάν φτιαγμένο από φιδόδερμα, μπότες από φιδόδερμα, κιθάρα ντυμένη με φιδόδερμα και το συγκρότημά του λεγόταν... Snakeskin, ήτοι, φιδόδερμα! Γιατί; Όλα αποκαλύπτονται σε μια εξομολόγησή του, όπου βγάζει από μέσα του ουσιαστικά την αιτία του τραύματος που έχει να γιατρέψει. 

Στην ίδια εξομολόγηση θα καταλάβουμε ποια είναι η γυναίκα με τα βαμμένα σαν μάτια βλέφαρα και το ματωμένο πρόσωπο, που τον επισκέπτεται στους εφιάλτες του. Την πονεμένη ιστορία της Ράτζα θα τη μάθουμε μέσω αφήγησης του νταβατζή της: και αυτή είναι μια εξαιρετική σκηνή της ταινίας. Γενικά, σε ενδιαφέρει να μάθεις τι θα απογίνουν αυτοί οι τόσο «χαλασμένοι» χαρακτήρες, που χτυπώντας πάτο έχουν μόνο δύο επιλογές: ή να παραμείνουν εκεί ή να αρχίσουν τη διαδικασία της ανόδου. Με τη βοήθεια ο ένας του άλλου. Η μουσική παίζει κομβικό ρόλο στην ταινία ακόμα και ως εργαλείο επιβίωσης. Ένα τραγούδι θα είναι εκείνο που θα σώσει τους δύο κατατρεγμένους και τραυματισμένους εραστές. Οι σκηνές με τα τραγούδια και τη μουσική είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες της ταινίας. Και οι ερμηνείες είναι αφοπλιστικά καλές. Κυριαρχεί ο ζουμερός ρόλος της Ράτζα, που την υποδύεται ορμητικά η καταξιωμένη στον αραβικό κόσμο τραγουδίστρια Khansa Batma. Ο ορισμός της feelgood ταινίας παρά τα σκοτεινά της μονοπάτια.

Never Gonna Snow Again (Sniegu juz nigdy nie bedzie) 64th BFI London Film Festival 2020

Για το τέλος άφησα την πιο αγαπημένη μου ταινία από όλες όσες είδα στο φεστιβάλ του Λονδίνου. Είναι η νέα ταινία της λατρεμένης Πολωνέζας Malgorzata Szumowska με τίτλο Never Gonna Snow Again (Sniegu juz nigdy nie bedzie). Η Malgorzata έδωσε credit συνσκηνοθέτη στον Michal Englert, ο οποίος είναι συνσεναριογράφος της ταινίας και – όπως σε όλες τις ταινίες μυθοπλασίας της Szumowska – ο διευθυντής φωτογραφίας της. Μιλάμε για την ένατη συνεργασία τους λοιπόν σε ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπου έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα, κερδίζοντας και Ειδική Μνεία. Και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Πολωνίας στην κατηγορία της ξενόγλωσσης ταινίας στα επόμενα Όσκαρ. 

Η υπόθεση: Ο Ζένια είναι ένας Ουκρανός που πλησιάζει τα 40. Γεννήθηκε στην πόλη Πρίπιατ, μια πόλη – φάντασμα πια, μετά την έκρηξη στο Τσερνομπίλ. Θα περάσει τα σύνορα με την Πολωνία και θα αρχίσει να δουλεύει ως μασέρ. Τα χέρια του είναι μαγικά και οι μπουρζουάδες πελάτες του σε έναν hitech οικισμό έξω από τη Βαρσοβία, τον λατρεύουν. Ανάμεσά τους, μια νοικοκυρά που για να αντέξει τη φροντίδα των παιδιών της και την αδιαφορία του συζύγου της, πίνει το κρασί σαν νερό. Ένας καρκινοπαθής σε τελικό στάδιο καρκίνου, που θέλει να προλάβει να συμμετάσχει στην σχολική παράσταση στην οποία συμπρωταγωνιστεί με την όμορφη σύζυγό του. Μια ώριμη και καυστική χήρα, που ζητάει να κομποστοποιήσει το νεκρό σώμα του αποδημήσαντα συζύγου της. Μια μοναχική κυρία, που η μόνη της έννοια και συντροφιά είναι τα σκυλιά της. Κι όλα αυτά ενώ ο καιρός είναι ολοένα και πιο ζεστός και χιόνι δεν φαίνεται να εμφανίζεται στον ορίζοντα.

Η άποψή μας: Αυτή είναι μία από τις ταινίες εκείνες που, για μένα τουλάχιστον, μπορούν να σου ανανεώσουν την πίστη σου στη δύναμη της 7ης Τέχνης. Ναι, είναι ένα αριστούργημα. Ένα καλλιτεχνικό επίτευγμα, ένα χάρμα ιδέσθαι. Ένα αυθεντικό έργο τέχνης που δεν παπαγαλίζει, που δεν καμώνεται πως είναι σπουδαίο (ενώ είναι!), που δεν σου προκαλεί πονοκέφαλο κι ας είναι γριφώδες, που κινητοποιεί το μυαλό σου αφήνοντας παράλληλα μια ποικιλία από συναισθήματα να σε πλημμυρίσουν. Αυτό που κάνει η Szumowska εδώ είναι ανάλογο (επιτρέψτε μου τον παραλληλισμό) με αυτό που έκανε ο Νταλί στα υπερρεαλιστικά του έργα. Υπάρχει το ρεαλιστικό πλαίσιο, υπάρχουν τα σύμβολα, δεν υπάρχει λυσάρι, είσαι μεν μόνος σου να προσπαθείς να κατανοήσεις αυτά που βλέπεις και αυτά που ακούς αλλά το μυαλό ερεθίζεται και «νιώθεις» το έργο. 

Το καταλαβαίνεις. Σε «φτιάχνει» και σε εγκεφαλικό αλλά και σε συναισθηματικό επίπεδο. Και είπαμε, έτσι; Χωρίς η δημιουργός να δίνει προκάτ ερμηνείες. Χωρίς ερμηνείες καλύτερα. Δεν στεναχωριέσαι που δεν «έπιασες» το σημαίνον και το σημαινόμενο. Το βίωσες. Το άγγιξες. Το ευχαριστήθηκες. Η ταινία θέτει δεκάδες πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα. Για την ξενοφοβία. Για τον ελιτισμό αλλά και τον ανταγωνισμό σε περίκλειστες κοινωνίες. Για την υπαρξιακή αγωνία. Για την ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει κάπου. Για τον τρόπο «εκπαίδευσής» μας από μικρά παιδιά. Λέει χαρακτηριστικά η χήρα στον Ζένια όταν εκείνος δείχνει να ενοχλείται από ένα σχόλιό της: «Αντιδράς συναισθηματικά σε μια απλούστατη επισήμανση βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Γιατί έτσι έμαθες από μικρός». Και τα μπολιάζει όλα αυτά τόσο αρμονικά μέσα στο φιλμικό σώμα ώστε να μην φαντάζουν σαν τσόντες. 

Υπάρχουν μερικά πολύ έξυπνα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, βαλμένα για να σε κάνουν να χαμογελάσεις, να σπάσει το δραματικό που κινδυνεύει να γίνει υπερδραματικό: οι ήχοι από τα κουδούνια που παραπέμπουν σε κλασικά μουσικά μοτίβα, η κλισέ φράση της σκυλούς για τα γαβγίσματα των σκύλων «είναι ο τρόπος τους να σε χαιρετίσουν» (πώς λένε τα memes: μην φοβάσαι, να σε μυρίσουν θέλουν μόνο), τέτοια. Σκηνές εντελώς σουρεάλ: ο Ζένια με τα εσώρουχά του, να γίνεται αποδέκτης επιθυμίας από την πελάτισσά του, να κάνεις μασάζ στην κοιλιά του... σκύλου της! Μετά, είναι τα ανοιχτά προς ερμηνεία ζητήματα, που ο κάθε θεατής τα αντιμετωπίζει όπως γουστάρει. Γιατί το μασάζ του Ζένια είναι τόσο ευεργετικό για τους πελάτες του; Έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι... ραδιενεργός; Πώς μπορεί και τους υπνωτίζει με τόση ευκολία; Και πώς τους επαναφέρει με ένα «σναπ» των δαχτύλων του, το αντίθετο του Thanos από το σύμπαν της Marvel στους «Avengers»; Και πού πάει όταν... εξαφανίζεται; Μπορεί το παιδάκι να ξέρει την αλήθεια; 

Η σκηνοθέτιδα δημιουργεί έναν κόσμο εξόχως γοητευτικό, στον οποίο κατοικούν άνθρωποι ατελείς, οι οποίοι στο πρόσωπο του Ζένια βλέπουν έναν Μεσσία, κάποιον που έχουν ανάγκη για να γαληνέψουν από το να τρώγονται με τα ρούχα τους, να ηρεμήσει το είναι τους, όταν εκείνος το μόνο που μπορεί να τους προσφέρει είναι ένα καλό... μασάζ. Το φιλμικό σύμπαν όμως είναι ιδιαίτερα ελκυστικό και εξαιτίας της διεύθυνσης φωτογραφίας του Michal Englert. Δεν νομίζω πως έχω δει σπουδαιότερη δουλειά σε επίπεδο φωτογραφίας τα τελευταία χρόνια! Οι εικόνες που συλλαμβάνει με την κάμερά του είναι πανέμορφες! Τόση ποίηση, τόση ομορφιά, σου έρχεται να βάλεις τα κλάματα! Το στήσιμο, η γεωμετρία των πλάνων, οι γωνίες λήψεις, το σλόμο όταν χρειάζεται, ο ευρυγώνιος (όχι αλά Malick παιδιά, με μέτρο), το χρώμα, τα νυχτερινά, τα εσωτερικά, παθαίνεις πλακάρα! 

Καλά, για τις ερμηνείες, κι εδώ ρέστα από όλους. Ο Alec Utgoff που υποδύεται τον Ζένια (οι σειράκηδες θα τον γνωρίζουν από την παρουσία του στον τρίτο κύκλο του «Stranger Things») είναι μια δύναμη της φύσης, άψογος στο ρόλο του. Είναι επιβλητικός και παίζει εξαιρετικά αυτήν την αμφισημία του χαρακτήρα του: είναι Άγγελος ή Διάβολος; Εμφανίστηκε από το πουθενά στη συγκεκριμένη κοινότητα για να άρει επάνω του τις αμαρτίες της; Τρομερός. Όπως όλοι οι ηθοποιοί, μεταξύ των οποίων συναντούμε (στο ρόλο της χήρας) την Agata Kulesza, πρωταγωνίστρια στο «Ida» και με μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο στο «Ψυχρός Πόλεμος» - και τα δύο του Pawel Pawlikowski. 

Κι έρχεται το υπερβατικό, υπέροχο φινάλε για να ωθήσει ακόμα περισσότερο την ταινία στο όριο του μύθου. Φανταστικά. Κι έρχεται και ο μεσότιτλος με το φινάλε της ταινίας για να «εξηγήσει» τον τίτλο της: οι μετεωρολόγοι προβλέπουν πως το 2025 θα είναι η τελευταία χρονιά που θα χιονίσει στην Ευρώπη! Cut. 

Τα βραβεία 
Το φεστιβάλ Λονδίνου έχει ως μοναδική κριτική επιτροπή, το κοινό του. Οπότε, τα βραβεία κοινού για το φετινό φεστιβάλ ήταν τα εξής: 
 Καλύτερης ταινίας μυθοπλασίας: «Another Round» (Druk) του Thomas Vinterberg 
 Καλύτερο ντοκιμαντέρ: «The Painter and the Thief» του Benjamin Ree 
 Καλύτερη ταινία μικρού μήκους: «Shuttlecock» του Tommy Gillard 
 Καλύτερη πειραματική ταινία: «To Miss the Ending» των Anna West και David Callanan 
Το μοναδικό βραβείο που δεν δίνεται από το κοινό ονομάζεται IWC Schaffhausen Filmmaker Bursary, είναι βραβείο σε πρώτη ή δεύτερη ταινία Βρετανού δημιουργού που συμμετέχει στο φεστιβάλ, είναι χρηματικό βραβείο ύψους 50 χιλιάδων λιρών και φέτος το κέρδισε η Cathy Brady για την ταινία της «Wildfire».

Θόδωρος Γιαχουστίδης

64th BFI London Film Festival 2020
Περισσότερα... »

Ma Rainey's Black Bottom PosterEverything Comes Out In The Blues! Μια μουσική ταινία, αφιερωμένη στο λατρεμένο μουσικό είδος του μπλουζ, είναι η περίπτωση του Ma Rainey's Black Bottom, που σκηνοθετεί ο Αμερικάνος George C. Wolfe, σκηνοθέτης των Nights in Rodanthe και You're Not You previously, όπως και του τηλεοπτικού The Immortal Life of Henrietta Lacks. Σικάγο, 1927. Οι εντάσεις ολοένα και αυξάνονται ανάμεσα στην Μα Ρέινυ, του φιλόδοξου τρομπετίστα Λέβι που πάντοτε την συνοδεύει και της λευκής διοίκησης της δισκογραφικής μπράντας Mother Of The Blues. Το σενάριο αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου του August Wilson, ενώ πίσω από την παραγωγή κρύβεται και ο Denzel Washington. Πρεμιέρα από τον δίαυλο του Netflix στις 18 Δεκεμβρίου, αφού προηγούμενα έχει κάνει την κινηματογραφική του διαδρομή σε επιλεγμένες αίθουσες.

Ma Rainey's Black Bottom Movie

Το δραματικότερο στοιχείο της ταινίας, ορίζει το γεγονός πως αποτελεί την τελευταία εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη για τον Chadwick Boseman, που τόσο γρήγορα έφυγε από την ζωή πριν από λίγες εβδομάδες. Τον βασικό πρωταγωνιστικό ρόλο κρατά η σπουδαία Viola Davis, ενώ στην περιφέρεια συνυπάρχουν και οι Colman Domingo, Michael Potts, Glynn Turman, Dusan Brown και Taylour Paige.

Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!

Περισσότερα... »

64th BFI London Film Festival 2020 Poster
64th BFI London Film Festival 2020 Live Ep.4 - Το δόγμα του σοκ!

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Αυτή, λογικά, είναι η προτελευταία ανταπόκρισή μας από το φεστιβάλ του Λονδίνου, το οποίο ολοκληρώνεται αύριο, Κυριακή. Είδαμε, κι εξακολουθούμε να βλέπουμε, πολύ δυνατές ταινίες, ευτυχώς. Απλά, στη σημερινή ανταπόκριση, οι τρεις ταινίες που την απαρτίζουν είναι από κυνικές το λιγότερο έως σκληρά απαισιόδοξες. Για το μέλλον αυτού του κόσμου, που θαρρείς και γυρίζει με αφέλεια κάθε μέρα γύρω από τον άξονά του, χωρίς να βλέπει ότι οδεύει με μαθηματική ακρίβεια προς την καταστροφή. Οι σκηνοθέτες αυτών των συγκεκριμένων ταινιών είναι του δόγματος, σόκαρε όσο μπορείς περισσότερο για να ταράξεις τις βεβαιότητες και τις σιγουριές των θεατών σου. Τα κατάφεραν οι μπαγάσες!

Possessor 64th BFI London Film Festival 2020

Ξεκινάμε με πρώτη ταινία το «Possessor» του υιού Cronenberg, του Brandon. Μου αρέσει που στην Wikipedia λένε ότι γεννήθηκε ή το 1979 ή το 1980, οπότε είναι ή 40 ή 41 ετών! Anyway, αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Brandon, οχτώ χρόνια μετά την πρώτη του, το «Antiviral», που είχε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ των Καννών, στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Το «Possessor» από την άλλη έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο φεστιβάλ του Σάντανς. Και ακολουθεί λίγο αντίθετη πορεία από το «Antiviral»: στην πρώτη του ταινία, ο σκηνοθέτης ξαναμόνταρε το υλικό του μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της, κόβοντας περίπου έξι λεπτά, για να την κάνει πιο σφιχτή. Στο Possessor προσέθεσε υλικό με περισσότερο... ακατάλληλες σκηνές σεξ και βίας μετά την πρώτη της φεστιβαλική προβολή. Έτσι έφτασε στο Λονδίνο: Uncut.

Η υπόθεση: Η Τάσια Βος είναι μια συνηθισμένη γυναίκα, που στην κανονική της ζωή είναι παντρεμένη και μητέρα ενός πιτσιρικά. Όμως, έχει κι άλλη μία, κρυφή ζωή, στην οποία είναι μία... πληρωμένη δολοφόνος. Εργάζεται σε μια μυστική εταιρία η οποία μέσω hitech τεχνολογίας «τηλεμεταφέρει» το πνεύμα της Τάσια στο σώμα ξενιστών, που επιλέγονται για να φέρουν εις πέρας εκτελέσεις υπεράνω κάθε υποψίας. Αφού ολοκληρώσουν το χτύπημά τους και η Τάσια «γυρίσει» πίσω στο σώμα της, οι ξενιστές αυτοκτονούν, αν δεν σκοτωθούν πρώτα από την αστυνομία. Όλα βαίνουν καλώς έως ότου σε μία της αποστολή η Τάσια συναντά τον ιδιαιτέρως ανθεκτικό Κόλιν, στου οποίου το σώμα εισβάλλει για να δολοφονήσει τον μεγιστάνα των μίντια πεθερό του. Ο Κόλιν αποδεικνύεται σκληρό καρύδι απέναντι στο μανιπουλάρισμα και η Τάσια Βος κινδυνεύει να μείνει για πάντα μέσα στο σώμα του, χωρίς ταυτότητα...

Η άποψή μας: Υπάρχουν και κάποιοι που υποστηρίζουν πως οι παροιμίες δεν λένε την αλήθεια. Πόσο λάθος! Τι ισχύει εδώ; Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει. Όταν έχεις πατέρα τον τιτανομέγιστο David Cronenberg όσο κι αν θέλεις να ξεφύγεις από την τροχιά του και να χαράξεις και καλά δικό σου δρόμο, δεν θα τα καταφέρεις. Οπότε, καλύτερα να το αποδεχτείς όσο το δυνατόν νωρίτερα και να το απολαύσεις. Για τούτη την ταινία του Brandon είμαι σίγουρος πως ο David θα είναι πάρα πολύ ευχαριστημένος. Διαθέτει και τη βασική προβληματική του πατέρα αλλά και την αισθητική του, χωρίς να χάνει την επαφή με το σήμερα και γιατί όχι, με το αύριο. 

Το σώμα λοιπόν. Το ανθρώπινο σώμα. Πόσο περιορίζεται από το πνεύμα. Και το αντίστροφο. Πόσο μας καθορίζει. Πόσο προσδιορίζει την ταυτότητά μας. Πόσο όμορφο είναι. Και πόσο όμορφα στραπατσάρεται. Πόσο μεταλλάσσεται. Πως του ταιριάζει το μέταλλο. Ο Brandon, όπως και ο πατέρας του, δεν κωλώνει. Οι ερωτικές του σκηνές δεν έχουν τίποτε το «ρομαντικό». Είναι μπρουτάλ, είναι σκληρές, είναι άδειες από συναίσθημα. Οι ήρωές του δεν κάνουν έρωτα: γαμιούνται. Και η κεντρική ερωτική σκηνή εδώ είναι παροξυσμική: η Τάσια Βος μέσα στο σώμα του ξενιστή της γαμεί την κοπέλα του. Γουάου! 

Ας δούμε όμως και τον τίτλο της ταινίας: «Possessor». Ο κατέχων. Ο κυρίαρχος. Ο κατακτητής. Η Τάσια δεν κάνει απλά μια δουλειά. Τη γουστάρει. Τρελαίνεται, γκαβλώνει, πως το λένε! Την ερεθίζει η ιδέα της κατοχής. Του να μπαίνει σε ένα σώμα και να το κάνει δικό της. Κι όχι μόνον αυτό: η κατοχή της δίνει ελευθερία να κάνει ό,τι γουστάρει! Πράγματα που δεν μπορεί να κάνει με το δικό της σώμα, με τη σύμβαση στην οποία ζει, μέσα στην κανονικότητα (γκουχ). Σαν τους πλούσιους. Που κατέχουν. Που με τα χρήματά τους κάνουν ό,τι γουστάρουν, χωρίς κανένας νόμος και καμία ηθική να τους περιορίζει. Άμα έχεις, ελέγχεις. Possessor: μεγάλη μαγκιά ρε φίλε. 

Οπότε, ναι, όσο βρίσκεται μέσα σε άλλα σώματα η Τάσια εξερευνά την πιο σαδιστική πλευρά της, την αφήνει να βγει στην επιφάνεια, δεν την περιορίζει, δεν την ελέγχει. Και χάνοντας κάθε έλεγχο, έρχεται σε οργασμό. Ο παροξυσμός που λέγαμε. Θα μπορούσε να πυροβολήσει το πρώτο θύμα που βλέπουμε. Αντ' αυτού, χρησιμοποιεί κουζινομάχαιρο τεραστίων διαστάσεων και το μπήγει στο λαιμό και σε όλο το σώμα του άτυχου θύματος. Εννοείται ότι ο Cronenberg μας τα δείχνει όλα αυτά με γαργαλιστικές λεπτομέρειες. Μιλάμε για αίμα. Για πολύ αίμα. Για πάρα πολύ αίμα! Στο δεύτερο θύμα, πάλι: αντί για τον απλό πυροβολισμό, παίρνει τη μασιά από το τζάκι και τι δόντια βγάζει, τι στο μάτι το μπήγει, ομορφιές! Για να καταλάβετε, έκλεινα τα μάτια μου στις συγκεκριμένες σκηνές. Δεν αντεχόταν αυτό! Κι αυτή φαντάζομαι πως ήταν η αντίδραση που επεδίωκε ο σκηνοθέτης. Στη δε τρίτη και πλέον σοκαριστική (για παραπάνω από έναν λόγους) σφαγή χρησιμοποιεί μπαλτά! Και τον χρησιμοποιεί ωσάν κρεοπώλης: ο κιμάς κόπτεται παρουσία του πελάτου! Σοκ σας λέω! 

Από εκεί και πέρα έχουμε τις παγωμένες επιφάνειες, την «ψυχρή» μουσική επένδυση, μια ολόκληρη σκηνή γυρισμένη σε φως μπλε ελεκτρίκ. Και σε ότι αφορά τις δευτερεύουσες ιδέες της ταινίας, πέρα από την κεντρική, του ελέγχου, είναι εκείνη που καταφέρεται εναντίον του θεσμού της οικογένειας! Οπότε, ναι, ετοιμαστείτε για ένα φινάλε δύσκολα διαχειρίσιμο, το οποίο θα σας μείνει αξέχαστο για την ωμότητά του, την take no prisoners τόλμη του στα όρια της απανθρωπιάς και τη σαρωτική εντύπωση που αφήνει στο μυαλό. Και τα αίματα από τα δύο σώματα θα ενωθούν. Εντυπωσιακό. Το αγόρι είναι τρελό κι αν συνεχίσει έτσι, θα γράψει ιστορία. 

Σε ότι αφορά το εύρημα της «μετάδοσης» της σκέψης με την ευρεία έννοια, στο νου έρχονται και το «Strange Days» της Bigelow, και η «Πόλη των χαμένων παιδιών» των Caro και Jeunet και βέβαια το «eXistenZ» του πατέρα Cronenberg. Να πούμε δυο λόγια και για τις ερμηνείες. Η Andrea Riseborough, που πρωταγωνιστεί, είναι από τις ελάχιστες ηθοποιούς που δεν χωνεύω. Συνεχίζω να μην τη χωνεύω, όσο καλή – αποδεδειγμένα – ηθοποιός κι αν είναι, κι εδώ είναι έως και εξαιρετική στο ρόλο της. Από την άλλη, χάρηκα πάρα πολύ που ξαναείδα την Jennifer Jason Leigh, στον δεύτερο ρόλο της προϊσταμένης της Τάσια. Τυχαίο που πρωταγωνιστούσε στο «eXistenZ»; Δεν νομίζω. Ο Sean Bean παραδόξως δεν πεθαίνει στην ταινία, τρώει όμως χοντρό ζόρι! Και ο συμπρωταγωνιστής της Riseborough, ο Christopher Abbott, που θα μπορούσε να υποδυθεί τον αδελφό του Kit Harington από το «Game of Thrones», έχει μια αδιαμφισβήτητη ποιότητα στο παίξιμό του. Μια ταινία – σοκ!

Bad Tales (Favolacce) 64th BFI London Film Festival 2020

Περνάμε στη γειτονική Ιταλία, που πάντα βρίσκει τρόπο να μας αιφνιδιάζει ως ανεξάντλητη δεξαμενή κινηματογραφικών ταλέντων. Οι αδελφοί D'Innocenzo (ο Νταμιάνο και ο Φάμπιο) μας είχαν εντυπωσιάσει πριν δύο χρόνια όταν στην Berlinale είχαμε δει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία τους, το «Αδέλφια εξ αίματος» (La terra dell'abbastanza). Και πάλι στο φεστιβάλ Βερολίνου, αλλά πλέον στο διαγωνιστικό τμήμα (η πρώτη είχε λάβει μέρος στο τμήμα «Πανόραμα») παρουσίασαν τον περασμένο Φεβρουάριο τη δεύτερη ταινία τους, το Bad Tales (Favolacce), η οποία τελικά τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο καλύτερου σεναρίου. Η ταινία έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της στις «Νύχτες Πρεμιέρας» πριν λίγο καιρό και ήρθε στο Λονδίνο γεμάτη υποσχέσεις.

Η υπόθεση: Καλοκαίρι σε μια γειτονιά στα προάστια της Ρώμης. Η Βιόλα είναι μια πανέμορφη δεσποινίδα, στα πρόθυρα της εφηβείας. Θα κολλήσει άθελά της ψείρες και οι γονείς της θα την κουρέψουν με την ψιλή. Από εκεί και πέρα θα κυκλοφορεί παντού με μια μαύρη περούκα. Η Βιόλα περνάει πολύ χρόνο στο σπίτι της οικογένειας Πλάσιντο. Είναι φίλη με τη συνομήλική της Αλέσια και τον αδελφό της, τον Ντένις, τα παιδιά της οικογένειας Πλάσιντο. Ένα βράδυ ο πατέρας τους, τους υποχρεώνει δημοσίως να διαβάσουν τους βαθμούς από τους ελέγχους τους. 

Με τη Βιόλα είναι ερωτευμένος ο μονίμως αμίλητος Τζερεμάια, ο οποίος ζει με τον πατέρα του (η μητέρα είναι εξαφανισμένη) σε ένα φτωχόσπιτο στη μέση του πουθενά. Τρέφεται με τα αποφάγια που φέρνει ο πατέρας του από το εστιατόριο όπου δουλεύει. Κανένα από τα παιδιά δεν λαμβάνει την πρέπουσα γονική φροντίδα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ένας σαλεμένος καθηγητής θα τα επηρεάσει προκειμένου να λάβουν τραγικές αποφάσεις...

Η άποψή μας: Σαν το «Αυτόχειρες παρθένοι» αλά ιταλικά, χωρίς την εξαιρετική μουσική που είχαν γράψει οι Air για την ταινία της Coppola, ε; Χμ, και με λίγο μικρότερες ηλικίες στο επίκεντρο. Αλλά για να τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Αν θέλαμε να μεταφράσουμε τον πρωτότυπο τίτλο της ταινίας στα ελληνικά, θα λέγαμε πως σημαίνει «Παραμύθι με κακό τέλος». Αλλά παραμύθι. Μας το λέει και ο αφηγητής της ταινίας: αυτό που θα παρακολουθήσουμε είναι μια ιστορία βασισμένη σε πραγματική ιστορία, που βασίστηκε σε ένα ψέμα. Σαν μπερδεμένα να μας τα λέει ο αφηγητής. Ο οποίος ποτέ δεν προσδιορίζεται. Ποιος είναι; Κάποιος από τους πρωταγωνιστές; Με την καμία. Ένας απλός παρατηρητής; Ίσως αλλά μάλλον όχι. 

Κάποτε τα λεγόμενά του έρχονται σε συνάφεια με τα τεκταινόμενα, τις πιο πολλές φορές πάλι, όχι. Είναι ένας αναξιόπιστος αφηγητής και πραγματικά δεν νομίζω να προσθέτει κάτι στην ταινία. Anyway, επιλογές είναι αυτές άλλοτε αισθητικές άλλοτε ουσιαστικές άλλοτε πετυχημένες άλλοτε όχι. Αυτό που μας αφορά είναι το κλίμα, ο τόνος της ταινίας. Αυτή είναι μια απαισιόδοξη ταινία – παραείναι απαισιόδοξη για να είναι... αληθινή. Ναι, εντάξει, οι γονείς, γενικώς οι ενήλικες, ακόμα κι αυτοί που ΘΑ γίνουν γονείς, παρουσιάζονται ως εγωκεντρικά και αντιπαθητικά άτομα. 

Ο ένας κοουτάρει Τζομπς και μετά, σε παιδικό πάρτι, περιγράφει, μαζί με τα... φιλαράκια του, τους χίλιους και έναν τρόπους με τους οποίους θα ξέσκιζε (σεξουαλικώς) μια καλεσμένη! Ο άλλος αυνανίζεται στην εξοχή, δημοσίως πάντως, εκστομίζοντας βρισιές με μπόλικη δόση βαρβατίλας. Ο τρίτος ζηλεύει. Η άλλη, μετέφηβη και έγκυος, σχεδόν παροτρύνει έναν πιτσιρίκο να την πηδήξει για λίγα φράγκα. Η ίδια, σε μια σκηνή ανθολογίας για όλους τους λάθος λόγους, θα μαλακώσει το γεμιστό μπισκότο που της δίνει ο ίδιος πιτσιρίκος, με λίγο γάλα από το στήθος της!!! Τέτοια. 

Τα παιδιά παρατηρούν. Βλέπουν στο κινητό το ιστορικό του πατέρα ενός από αυτά με τις επισκέψεις του σε πορνοσελίδες. Δεν βγάζουν μιλιά όταν ο γονέας τους ετοιμάζει τον σκύλο τους για ευθανασία. Δεν ξέρουν πώς να κρύψουν την ντροπή τους όταν ο πατέρας τους, τους λέει πού είναι τα προφυλακτικά σε περίπτωση που θέλουν να πηδήξουν μια συνομήλικη συμμαθήτρια! Μιλάμε για παιδιά 12, 13 ετών! Εδώ, ένα κοριτσάκι από αυτά, λέει στο φίλο της πως μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι πρέπει οπωσδήποτε να πηδηχτούν και όταν το αποφασίζουν, προφανώς και δεν ξέρουν πώς παίζεται! Μια αποπνικτική ατμόσφαιρα εκνευρισμού, ανησυχίας, υπαρξιακής ακύρωσης, «ποιος είμαι και τι κάνω», «τρώγομαι με τα ρούχα μου» εις την νιοστή. 

Και τα παιδιά; Καθόλου αθώα, καθόλου αφελή, καθόλου ξέγνοιαστα. Στα δώδεκά τους χρόνια και να θέλουν να τελειώσουν με όλα αυτά. Εδώ είναι που χάνουν το παιχνίδι οι δύο σκηνοθέτες. Η μιζέρια και η σκοτεινή ματιά τους στον κόσμο, παρά το γεγονός ότι αισθητικά σε τραβάει να δεις την ταινία – όπως όταν περνάς με το αυτοκίνητο δίπλα από ένα τροχαίο – αλλά από ένα σημείο και μετά, κουράζει. Κι αφού γίνεται η πρώτη τρομακτική «αποκάλυψη» για το τι κάνουν τα παραμελημένη παιδιά τους όταν οι γονείς τρώγονται με τις σάρκες τους, αυτό που ακολουθεί δεν χωνεύεται. Είναι απίστευτο. Είναι τραβηγμένο. Γίνεται για να προκαλέσει σοκ στους θεατές. Η «αποκάλυψη» του ρόλου του περιθωριακού καθηγητή σε όλα αυτά προσπαθεί να μας πείσει, αλλά δεν. 

Πάντως, το σοκαριστικό (αν και μη πιστευτό, το ξαναλέω – τόσο πολύ υπαρξιακό angst, μαζικά, σε 12χρονα, δεν ταιριάζει) φινάλε δίνει στον Elio Germano, το πιο γνωστό όνομα του καστ, την ευκαιρία να συγκλονίσει με την αντίδρασή του: ακόμα και στον χαμό δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και λυγίζει από το βάρος της μεγάλης του ανεπάρκειας. Δεν είναι κακή ταινία. Παραείναι όμως πεσιμιστική, αδικαιολόγητα, είναι λίγο παραπάνω υπέρ του στιλ έναντι της ουσίας και θα μπορούσε να έχει καλύτερη στόχευση.

New Order (Nuevo orden) 64th BFI London Film Festival 2020

Ο Μεξικάνος Michel Franco είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση σκηνοθέτη. Στα 41 του χρόνια έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις γύρω από το όνομά του – κι όχι αδίκως. Συζητήσεις που άλλοτε είναι για καλό, όπως πχ για την περίπτωση της ταινίας «Μετά τη Λουτσία» η οποία το 2012 του χάρισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» στο φεστιβάλ των Καννών, κι άλλοτε για... όχι και τόσο καλό, όπως πχ για την περίπτωση της ταινίας «Chronic», με την οποία συμμετείχε για πρώτη φορά στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών, αλλά παρά το γεγονός ότι τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου (!!!) μάλλον είναι μια ταινία που και ο ίδιος θέλει να ξεχάσει! Το 2017 πήγε για τρίτη φορά στις Κάννες με την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του «Η κόρη της Απρίλ» που συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» και τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής! Η έκτη του μεγάλου μήκους ταινία είναι η πιο προκλητική από όλες. Τίτλος της: New Order (Nuevo orden). Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, στο διαγωνιστικό τμήμα, όπου τιμήθηκε με Αργυρό Λέοντα – το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Κι αφού πέρασε από τα φεστιβάλ του Τορόντο, του Σαν Σεμπαστιάν, της Ζυρίχης και της Μόσχας, έφτασε και στο φεστιβάλ του Λονδίνου.

Η υπόθεση: Ο γάμος της Μάριαν στην έπαυλη των γονέων της σε μια από τις πιο ακριβές περιοχές της Πόλης του Μεξικού μαζεύει εκεί όλη την καλή κοινωνία της χώρας. Από επιχειρηματίες μέχρι υπουργοί παρευρίσκονται στην έπαυλη για να παρακολουθήσουν από κοντά το ευτυχές γεγονός. Μόνο που μια σειρά από αναποδιές καθυστερούν τη γαμήλια τελετή. Η κυβερνητική αξιωματούχος που θα τελέσει τον γάμο είναι άφαντη και υψηλοί καλεσμένοι αργούν λόγω αναταραχών στην πόλη. Ένας παλιός υπάλληλος της οικογένειας της Μάριαν, πηγαίνει απρόσκλητος στο πάρτι ζητώντας οικονομική βοήθεια για τη γυναίκα του, που πρέπει να κάνει άμεσα μια κοστοβόρα εγχείρηση αντικατάστασης καρδιακής βαλβίδας. Η Μάριαν προσπαθεί να τον βοηθήσει. Εν τω μεταξύ, η αναταραχή στους δρόμους της πόλης φτάνει μέχρι την έπαυλη. Η εξέλιξη αυτής της εξέγερσης θα είναι βίαιη και η Μάριαν θα βρεθεί στο κέντρο της, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει...

Η άποψή μας: «Στη Νέα Τάξη πραγμάτων μην ξεχνάτε ότι τα πράγματα είμαστε εμείς». Το είχε πει ο τεράστιος Τζίμης Πανούσης. Στη «Νέα Τάξη» του Michel Franco τα πράγματα είναι... ζόρικα. Ο Μεξικάνος, καλύτερος μαθητής του Haneke παγκοσμίως, φτιάχνει μια ταινία με καταφανή στόχο να σοκάρει. Να σοκάρει με την ωμότητα, να σοκάρει με τη βία, να σοκάρει με την ψύχρα, να σοκάρει με τον νιχιλισμό του. Και τα καταφέρνει περίφημα. Σοκαριζόμαστε όταν αντικρίζουμε τη βία. Από ένστικτο. Κι ας λένε – και το έγραφαν παλιότερα και σε τοίχους – κάποιοι: «καμιά πράξη βίας δεν είναι αδικαιολόγητη σε έναν κόσμο τελείως αδικαιολόγητο». Μπάζει αυτή η θεωρία, μπάζει πολύ. Βέβαια, και το «καταδικάζουμε τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται» είναι κωμικό, έτσι; 

Τίποτε κωμικό πάντως δεν υπάρχει στην ταινία του Franco. Μόνο βία, λεηλασία, κόκκινο αίμα και πράσινη μπογιά. Γιατί πράσινη; Εντάξει, εδώ ο συμβολισμός του Franco γίνεται πολύ εύκολα και κατανοητός και αναγνωρίσιμος: η σημαία του Μεξικού (που μας τη δείχνει σε δύο, τρεις, συγκεκριμένες σκηνές, να κυματίζει, σε αργή κίνηση, τεράστια) απαρτίζεται από τρία χρώματα, που δεν είναι άλλα από το λευκό, το κόκκινο και το πράσινο. Νομίζω όμως πως η σκοπιά του και η ματιά του και η ταινία του εντέλει απευθύνεται σε όλον τον κόσμο. Ο καπιταλισμός παγκοσμίως δεν τσουλάει. Αναταραχές παντού, φτώχεια παντού, βία παντού. 

Το timing της ταινίας δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Τι παρουσιάζει ο Franco; Τον χειρότερο εφιάλτη των καπιταλιστών! Μια εξέγερση άναρχη (όχι αναρχική), στην οποία το προλεταριάτο θα πάρει πίσω με τη βία, όσα με βία του άρπαξαν οι κεφαλαιοκράτες στα τελευταία μερικές εκατοντάδες χρόνια. Στο σημείο αυτό ο Franco θολώνει τα νερά, κακώς αν με ρωτάτε. Γιατί υπάρχει γραμμένο μεν στους τοίχους το «Ricos putas» (που δηλώνει την απαρχή όλων των κακών σύμφωνα με τον σκηνοθέτη) αλλά οι εξεγερμένοι εντέλει στην πλειοψηφία τους περιγράφονται ως αναίσθητοι πλιατσικολόγοι. 

Αδιευκρίνιστα ή εν πάση περιπτώσει, χωρίς να μας δίνει ο σκηνοθέτης πληροφορίες (επίτηδες) για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, η χώρα (το Μεξικό) εντέλει βρίσκεται κάτω από στρατιωτική χούντα. Και μέσα στην αναμπουμπούλα χαμηλόβαθμοι στρατιωτικοί απαγάγουν πλούσιους για να βγάλουν φράγκα μέσω των λύτρων που ζητάνε. Το πως από την εξέγερση πήγαμε στη χούντα δεν ξεκαθαρίζεται. Οπότε, εδώ ο μηδενισμός. Η ιδεολογική στειρότητα. Ο τοίχος πάνω στον οποίο χτυπάει με φόρα ο σκηνοθέτης. Και μέσα στην αναμπουμπούλα, το Κεφάλαιο ανασυντάσσεται. Κι όχι μόνον αυτό: ξεκαθαρίζει τα πράγματα ακόμα και ανάμεσα στις τάξεις του! Δεν ορρωδεί προ ουδενός. 

Ο Βίκτορ, ο υπουργός (να κάνουμε λίγο πλάκα: με την μουστακάρα του ο ηθοποιός που τον υποδύεται παραπέμπει στο μισό υπουργικό συμβούλιο επί ΠΑ.ΣΟ.Κ.), που χρηματίζεται από επιχειρηματίες, την κατάλληλη στιγμή, τους γαμεί τα μπρέκια, χωρίς μάλιστα να τον πάρουν χαμπάρι!!! Ο καλύτερος καπιταλιστής έχει σκοτώσει τη μάνα του, δεν λένε; Ε, μπορεί να βάλει να σκοτώσουν την κόρη ενός από τους βασικότερους χρηματοδότες του σε μια «στημένη» δολοφονία. Δεν υπάρχει μισό θετικό συναίσθημα στην ταινία. Η Μάριαν είναι η μόνη που συγκινείται, που κινητοποιείται, που αντιδρά αλλά μην περιμένετε ότι ο Franco θα την... ανταμείψει για την στοιχειώδη ανθρωπιά που επιδεικνύει. Και η οικιακή βοηθός της οικογένειας και ο γιος της, που δουλεύει επίσης για την οικογένεια της Μαριάν, που θα θελήσουν να βοηθήσουν, θα βρουν τον μπελά τους. 

Οπότε, ναι, το να μας σοκάρει το καταφέρνει και με το παραπάνω ο σκηνοθέτης, στην πιο φιλόδοξη ταινία της καριέρας του ως τώρα. Αν όμως αυτός ήταν ο μοναδικός του στόχος τότε μαραμένα τα κρίνα και οι βιόλες...

Θόδωρος Γιαχουστίδης

64th BFI London Film Festival 2020
Περισσότερα... »

Γιοσέπ (Josep) Poster ΠόστερΓιοσέπ
του Aurel. Με τις φωνές των Sergi López, Emmanuel Vottero, Xavier Serrano, Valérie Lemercier, Sílvia Pérez Cruz.


Ένα σκίτσο θα τους θάψει!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

«Μια μέρα θα γυρίσω να φτύσω στον τάφο του Φράνκο»

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Aurel, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του γεννημένου στις 30 Μαΐου του 1980 Γάλλου σκιτσογράφου Aurélien Froment. Ο Aurel σκιτσάρει για την εφημερίδα Le Monde και για την εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα Le Canard Enchainé, στην οποία χρωστάει πολλά «Το Ποντίκι». Η ταινία έχει τη σφραγίδα του φεστιβάλ των Καννών, μιας που ήταν ανάμεσα στις επιλογές του επίσημου προγράμματος ενός φεστιβάλ που τελικά δεν διεξήχθη λόγω κορωναϊού. Την παγκόσμια πρεμιέρα της η ταινία την έκανε την ίδια ημέρα, στις 27 Σεπτεμβρίου, ταυτόχρονα στο φεστιβάλ της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» και στο φεστιβάλ της Ζυρίχης, στην Ελβετία. Η πρώτη χώρα στην οποία «άνοιξε» εμπορικά η ταινία είναι η Γαλλία, όπου από τις 30 Σεπτεμβρίου οπότε και βγήκε στις αίθουσες, έκοψε ως τώρα πάνω από 100 χιλιάδες εισιτήρια – εν μέσω πανδημίας! Στις «Νύχτες Πρεμιέρας» η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα και τελικά κέρδισε τα βραβεία καλύτερου σεναρίου και κοινού.

Γιοσέπ (Josep) Poster Πόστερ Wallpaper
Θεωρώ πως καλό είναι να αναφέρουμε εδώ το ποιος ήταν ο Γιοσέπ Μπαρτολί, ο ήρωας τούτης της ταινίας κινουμένων σχεδίων. Αντιγράφουμε από το δελτίο τύπου της εγχώριας εταιρίας διανομής της ταινίας: Ο Γιοσέπ γεννήθηκε το 1910, πέθανε το 1995 σε ηλικία 85 ετών και αποτέλεσε καλλιτέχνη μιας γενιάς καλλιτεχνών που έτυχε να γεννηθούν την ίδια χρονιά με εκείνον, όπως ο Algot Bergström, ο Albert Borer, ο John Deforest Stull, ο Arthur Sharland Boothroyd, και η Clarence E. Bates. Μεγαλωμένος σε μια οικογένεια με παράδοση στη μουσική και επηρεασμένος από τη δεκαετία του 1920 και περισσότερο από την πρώιμη εποχή του ’30 όπου πολλοί καλλιτέχνες ανθίζουν, ο Γιοσέπ θα δουλέψει από πολύ νωρίς ως σκιτσογράφος στον Τύπο και θα γίνει από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές της Βαρκελώνης. Τον Φεβρουάριο του 1939, κοντά στο τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου, θα περάσει τα γαλλικά σύνορα και μέσα σε δυο χρόνια θα αλλάξει επτά στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τελευταίο αυτό του Μπραμ, απ’ όπου και θα δραπετεύσει. Ωστόσο, θα συλληφθεί από την Γκεστάπο και θα σταλεί στο στρατόπεδο του Νταχάου, απ’ όπου θα καταφέρει να ξεφύγει και να φτάσει, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι, στο Μεξικό. Αυτή την ταραγμένη περίοδο, ανάμεσα στις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που ταρακουνούν συθέμελα τον κόσμο, ο μαρξισμός θα φωλιάσει σαν ιδεολογία στους καλλιτεχνικούς κύκλους, όπως και ο σουρεαλισμός σαν φιλοσοφία. Παράλληλα, το κίνημα του Bauhaus θα εμπνεύσει νέους καλλιτέχνες και οι πολιτικές συνθήκες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στη Γερμανία θα το βοηθήσουν να εδραιωθεί. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η έμπνευση του Γιοσέπ θα βρει χώρο και χρόνο να ορθωθεί και να στερεωθεί.

Η υπόθεση: Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος διήρκεσε από τις 17 Ιουλίου 1936 μέχρι την 1 Απριλίου 1939. Από τη μια μεριά ήταν οι φασίστες του Φράνκο, οι Ισπανοί Εθνικιστές και από την άλλη οι Δημοκρατικοί – αριστεροί, σοσιαλιστές, κομουνιστές και αναρχικοί. Λίγους μήνες πριν λήξει οριστικά ο Εμφύλιος, τον Φεβρουάριο του 1939, οι Εθνικιστές καταλαμβάνουν τη Βαρκελώνη. Μισό εκατομμύριο Δημοκρατικοί καταφεύγουν στη γειτονική Γαλλία. Ανάμεσά τους και ο Καταλανός Γιοσέπ. Μόνο που οι Γάλλοι δεν τους υποδέχονται με ανοιχτές τις αγκάλες. 

Αντ' αυτού τους στοιβάζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έχοντας να αντιμετωπίσει την κακομεταχείριση από τους Γάλλους αστυνομικούς, την κακουχία και την πείνα, ο Γιοσέπ προσπαθεί να επιβιώσει κουβαλώντας και την πίκρα ότι έχει αφήσει πίσω την έγκυο αρραβωνιαστικιά του. Συμπαραστάτης του, ένας Γάλλος χωροφύλακας, που τον βοηθάει όπως και όσο μπορεί. Ο Γιοσέπ θα καταφέρει να ξεφύγει, να βρει καταφύγιο στο Μεξικό, να γνωρίσει τη Φρίντα Κάλο και να ζήσει μια πλούσια και γεμάτη ζωή, την ιστορία της οποίας θα αφηγηθεί στον έφηβο εγγονό του όντας υπερήλικος, από το κρεβάτι του.

Η άποψή μας: Οι συγκρίσεις ήταν, είναι και θα είναι αδυσώπητες. Βλέπεις φωτογραφίες του Μπελογιάννη και των συντρόφων του από τη «δίκη» που τους οδήγησε στο εκτελεστικό απόσπασμα και γελάνε. Λεβεντιά, αγέρωχη στάση, αξιοπρέπεια. Βλέπεις – και ακούς – τις αντιδράσεις των σιχαμάτων της Χρυσής Αυγής μετά την ετυμηγορία του δικαστηρίου, που τους στέλνει στη μπουζού, και το μόνο που αισθάνεσαι, είναι αηδία ενώ γενικώς προκαλούν θυμηδία. Κωλώνουν οι σκληροί που περνούσαν τις γριές απέναντι στο δρόμο και ψελλίζουν δικαιολογίες, οι οποίες είναι κάτι παραπάνω από γελοίες, όταν δεν μυξοκλαίνε βεβαίως βεβαίως. 

Ο Γιοσέπ και οι σύντροφοί του πολέμησαν για έναν καλύτερο κόσμο, για μια πιο δίκαιη κοινωνία, για ένα ιδανικό. Και στις πιο δύσκολες συνθήκες, ηττημένος, φυλακισμένος, πεινασμένος, με το κρύο να του περονιάζει τα σωθικά, με τάφους σκαμμένους με τα χέρια του για να θάψει συντρόφους του που δεν τα κατάφεραν, είναι εκεί και δεν το βάζει κάτω. Σε τέτοιες περιπτώσεις κάθε βοήθεια γίνεται δεκτή ως μάννα εξ ουρανού. Ο τρυφερός χωροφύλακας είναι φανταστικό πρόσωπο, δημιούργημα του σεναριογράφου της ταινίας, για να της δώσει μια ακόμη δραματουργική διάσταση. Ευτυχώς, μέσα στο ρημαδοσκόταδο υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις. Κεριά, που ανάβουν και φωτίζουν. Ο Γιοσέπ θα κρατήσει τη φλόγα αναμμένη. 

Ο Aurel παρουσιάζει την υπέροχη ιστορία του με μια ενήλικη ταινία κινουμένων σχεδίων, κάτι που πρώτον είναι πιο κοντά στην τέχνη που αγαπάει, την 9η και γεφυρώνει ομαλά την απόσταση από την 7η τέχνη και δεύτερον, του δίνει μεγαλύτερη καλλιτεχνική και εκφραστική ελευθερία. Με αφηγηματικό ιστό την εξιστόρηση της ιστορίας του Γιοσέπ από τον ίδιο, υπερήλικα, στον μη γνωρίζοντα τίποτε σχετικά εγγονό του, ο Aurel κινείται σε δύο timezone και νοστιμίζει με τα μπρος πίσω την όλη διαδικασία. Η προσωπική ιστορία αποκαλύπτει την Μεγάλη Ιστορία και ο νεαρός αδαής εγγονός ρουφάει τα λόγια του παππού του, που πέρα από συναρπαστικά λειτουργούν και αφυπνιστικά. Το ίδιο ρουφάνε και οι θεατές της ταινίας τον larger than life μύθο ενός σπουδαίου ανθρώπου, ενός εκπληκτικού καλλιτέχνη. 

Με σαφώς πιο «άτονα» χρώματα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και πολύ πιο έντονα στα χρόνια της ελευθερίας (εκείνη τη Φρίντα Κάλο την έχει σχεδιάσει ο Aurel ως ένα ερωτικότατο, φανταχτερό και γεμάτο χρώματα ουρί του παραδείσου) το μοντέρνο αυτό animation πετυχαίνει η φόρμα του να εξυπηρετεί την ουσία. Μια μικρή το δέμας αλλά τεράστια σε σημασία και δυναμική κινηματογραφική έκπληξη, που αξίζει να ανακαλύψετε.

Γιοσέπ (Josep) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Οκτωβρίου 2020 από την Cinobo!
Περισσότερα... »

Έκρηξη Θυμού (Unhinged) PosterΈκρηξη Θυμού
του Derrick Borte. Με τους Russell Crowe, Caren Pistorius, Gabriel Bateman, Jimmi Simpson, Austin P. McKenzie.

Όλα είναι δρόμος...
του zerVo (@moviesltd)

Είναι επιβεβαιωμένο, καμία μεγαλύτερη εκτόνωση από την οικιακή καταπίεση δεν υπάρχει, από το πιάνω το βολάν και βγαίνω στον δρόμο. Όλοι οι οδηγάρες γίνονται άλλοι άνθρωποι με το που βάλουν στην μίζα το κλειδί - οι κορυφαίοι, οι δίκαιοι, οι νόμιμοι, οι σωστοί, οι γρήγοροι, οι τυπικοί, οι Σουμάχερ... Σίγουρα όχι οι γλυκομίλητοι, αφού κάθε χτύπος του κλάξον, συνοδεύεται από το ευγενικότατο "άιντε κουνήσου ρε παλιομαλάκα", κουβέντα σε όχι και λίγες περιπτώσεις ορίζει την απαρχή της διένεξης στην άσφαλτο. Στιγμή που ουδείς μνημονεύει τον βασικότερο κανόνα του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, πριν αποσπάσει με την σφραγίδα του Νόμου την άδεια να κυκλοφορεί: τα μάτια σου δεκατέσσερα! Ποτέ δεν ξέρεις, ποιος είναι εκείνος που οδηγά το αυτοκίνητο σιμά σου. Unhinged!

Έκρηξη Θυμού (Unhinged) Quad Poster
Ζορισμένη από την έλλειψη χρόνου, την καταπιεστική της εργασία, την δυσμενή οικονομική της κατάσταση, την έλλειψη συντρόφου, αλλά και την ευθύνη του να μεγαλώνει μόνη της ένα αγόρι στην εφηβεία, το κάθε πρωινό της μονίμως αναστατωμένης Ρέιτσελ, δεν μοιάζει και η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ημέρας. Αργοπορημένη ως συνήθως, στο διάβα για την δουλειά της, πρέπει να αφήσει και τον μοναχογιό της στο σχολείο, έχοντας να διανύσει μια διαδρομή πολλών χιλιομέτρων μποτιλιαρίσματος. Κι αν ο μπροστινός δεν ξεκινά, ως οφείλει, στο πράσινο φανάρι, μπορεί και να ξεσπάσει επάνω του, στιγμιαία, την οργή της.

Για πολύ κακή της τύχη, εκείνος δεν είναι κάποιος τυχαίος, αλλά ένας μεσήλικας, ονόματι, Τομ Κούπερ, παντελώς άγνωστος μέχρι εκείνο το μοιραίο δευτερόλεπτο, αλλά ικανός να αλλάξει ολάκερη την πορεία ζωής της. Αφού κι αυτός από την μεριά του, έχοντας οδηγηθεί στα προσωπικά όρια της ψυχικής αντοχής του, μόλις έχει δολοφονήσει εν ψυχρώ την πρώην σύζυγό και τον εραστή της. Συνεπώς η κόρνα και ο κακός λόγος της αργοπορημένης σοφερίνας, δεν είναι παρά μόνον η λαβή για να εκτονώσει τον θυμό του, για μια ακόμη φορά, ο παρανοϊκός εγκληματίας.

Τι μπορεί να σε βρει, αν μια βολά ανάψει ο Γρηγόρης και δείξεις κομματάκι παραπάνω ευέξαπτος με την αργοπορία του παραπλήσιου οδηγού ε? Η αλήθεια είναι πως ελάχιστοι το έχουν διανοηθεί το ντόμινο που μπορεί να επακολουθήσει αυτής της - όχι λογικής, ούτε και φυσιολογικής - συνήθειας, άρα δεν είναι και προετοιμασμένη για την ανάλογη ή και πολλαπλάσια αντίδραση του άλλου. Στην περίπτωση μας εδώ, σε ένα συμπυκνωμένο χρονικά θρίλερ, η αλήθεια είναι, πως μας παρουσιάζεται η πιο ακραία των συνθηκών, εφόσον η κακότροπη κοπελιά τράβηξε κυριολεκτικά λαχνό, σημαδεύοντας με την χειρονομία της, τον ορισμό του σχιζοφρενή.

Πάντως δεν θα συμφωνήσω με το προωθητικό μοτό του φιλμ, αφού καλώς ή κακώς (μάλλον καλώς) ένας τέτοιος δολοφόνος, ε, δεν γίνεται να τύχει στον καθένα. Προφανώς και μοιάζει με τζακ ποτ η αντάμωση με τον ψυχοπαθή, που επί ενός ολόκληρου εικοσιτετραώρου, ελλείψει σοβαρής αστυνομικής (με την έννοια της αληθινής προστασίας του πολίτη) παρουσίας, ο Κούπερ αλωνίζει και απειλεί μια ανήμπορη γυναίκα, προκειμένου να την διδάξει το μάθημα που της πρέπει. Τι δηλαδή, να είναι πιο συνεσταλμένη και ευγενική πίσω από το τιμόνι. Διδαχή, που ασύμμετρα και αντιφατικά, πραγματοποιεί κάποιος που έχει ήδη βάψει τα χέρια του με αίμα, μη ανεχόμενος το οποιουδήποτε επιπέδου δεινό του προκάλεσε ο χωρισμός. Δεν μπορώ να το αποδεχτώ ως σοβαρό αυτό το ενδεχόμενο. 

Ούτε να βάλω πλάι πλάι, ως ίσο απέναντι σε ίση, έναν δίμετρο, ανισόρροπο χοντρομπαλά, όπως έχει εξελιχθεί στην μόστρα του ο Russell Crowe, με προφανή αδυναμία στην έκφραση, ελέω ακραίου πάχους, με ένα γυναικάκι ισχνό και αδύναμο, σαν την Pistorius των λιγοστών υποκριτικών δυνατοτήτων. Παρόλα αυτά και με όλες τις υπερβολές να χτυπούν κόκκινο, ενόσω εξελίσσεται το ράλι του paranoid να τσακίσει την νοικοκυρούλα και τους συν αυτής, το τέμπο της αφήγησης δεν είναι άσχημο, οι εντάσεις κορυφώνονται με μελετημένη δομή, ενώ και οι εκτελέσεις των αθώων θυμάτων, ειδικά στο ρεστοράν, πηγάζουν ρεαλισμό.

Σε καμία περίπτωση όμως το Unhinged δεν θα μείνει αξέχαστο σε όποιον το παρακολουθήσει, ακόμη κι αν οι πράξεις εχθρότητας είναι τόσο ωμές και κτηνώδεις, σε βαθμό που να εντυπώνονται στην μνήμη. Το παζλ της κοινωνικής μελέτης, με απαρχή το ίντρο του σοσιολογικού χάους, δεν ολοκληρώνεται απόλυτα, καθώς στην πορεία κάπου το πράγμα προσωποποιείται και αποφεύγεται η γενίκευση. Κάτι που δεν συνέβη δηλαδή στο κινηματογραφικό παρελθόν, ούτε στο συγκλονιστικό Duel ντεμπούτο του Spielberg, ούτε στο ειδικότερης διαφυλετικής ανάλυσης Changing Lanes, ούτε στο Falling Down του Schumacher, με την ερμηνεία υπόδειγμα του Douglas. 

Έκρηξη Θυμού (Unhinged) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Οκτωβρίου 2020 από την Tanweer!
Περισσότερα... »

64th BFI London Film Festival 2020 Poster
64th BFI London Film Festival 2020 Live Ep.3 - Μια ενδεκάδα που χτυπάει τίτλους

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Άτιμε κορωναϊέ! Το Τσέστερφιλντ έμεινε – προσωρινά; - χωρίς σινεμά, η Ουαλία απαγόρευσε την είσοδο στην επικράτειά της ανθρώπων από μέρη της Αγγλίας βεβαρημένα με πολλά κρούσματα, το σύστημα με τις τρεις βαθμίδες (tier) επικινδυνότητας δεν μπορεί να το εξηγήσει και να το καταλάβει κανείς (κάτι σαν το Nations League ένα πράμα), στο Μπέρμιγχαμ έδωσαν χρησιμοποιημένα kit κορωναϊού για κατ' οίκον τεστ (ευτυχώς, το πήραν γρήγορα χαμπάρι και δεν επαναχρησιμοποιήθηκαν), η Στάρτζεον της Σκοτίας λέει στους συμπατριώτες της «ρε σεις, μην πάτε στο Μπλάκπουλ, αμαρτία, κολλάτε τον ιό και μετά τον φέρνετε στην αγαπημένη μας Σκοτία», τα σχολεία στη Βόρεια Ιρλανδία θα κλείσουν και γενικώς, πολύ καλά περνάμε σύντροφοι! Ευτυχώς να λέμε που υπάρχουν κι αυτές οι διαδικτυακές προβολές του φεστιβάλ Λονδίνου και ξεχνάμε για λίγο τα προβλήματά μας. Και πέφτουμε και σε μερικές ταινιάρες, να τα λέμε κι αυτά. Σήμερα το μενού έχει 11 ταινίες προς παρουσίαση. Έτοιμοι; Φύγαμε!

The Salt in Our Waters (Nonajoler Kabbo) 64th BFI London Film Festival 2020

Η ανθρώπινη κατάσταση 

Το The Salt in Our Waters (Nonajoler Kabbo) του Rezwan Shahriar Sumit είναι μια ταινία από το Μπαγκλαντές. Δεν νομίζω να έχω ξαναδεί ταινία από τη χώρα που είναι η όγδοη πιο πολυπληθής στον κόσμο και είναι περισσότερο γνωστή για τα πάμφθηνα εργατικά χέρια, που κατασκευάζουν ως επί τω πλείστον τα ρούχα που φοράμε και τα παπούτσια μας εδώ, στην... πολιτισμένη Δύση. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, στην οποία υπογράφει και το σενάριό της, ταινία η οποία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Λονδίνο (ιδιαίτερα τιμητικό αυτό). Ένας 30άρης καλλιτέχνης, με έφεση στην γλυπτική και το σχέδιο, εγκαταλείπει την πρωτεύουσα προκειμένου να πάει σε μια περιοχή της χώρας, όπου δούλεψε παλιότερα ο πατέρας του. Πιστεύει πως εκεί θα βρει έμπνευση και θα μπορέσει να αφοσιωθεί πλήρως στο έργο του. Θα βρει μια κοινότητα πολύ φτωχών ψαράδων, στην οποία λύνει και δένει ο τοπικός θρησκευτικός ηγέτης (στο Μπαγκλαντές το 90% των ανθρώπων είναι μουσουλμάνοι). Η μικροκοινωνία είναι συντηρητικότατη και ο ηγέτης του χωριού βγάζει λεφτά εις βάρος των συγχωριανών του, φέρνοντας πάντα τον Αλλάχ σε πρώτο πλάνο. Ο γλύπτης πάντως θα βρει και μια όμορφη, νεαρή κοπέλα, η οποία θα λειτουργήσει ως μούσα του, στα κρυφά. Όταν στα δίχτυα των ψαράδων πάψουν να πιάνονται ψάρια και το χωριό βρεθεί στα χείλη του λοιμού, ο ιερέας θα τους στρέψει εναντίον του άπιστου καλλιτέχνη, ο οποίος φτιάχνει «είδωλα» - κι επομένως, ο Αλλάχ τους εκδικείται. Είχε μερικές πολύ δυνατές εικόνες οι ταινίες – με την εναρκτήρια και την τελική σκηνή να κερδίζουν τις εντυπώσεις. Στο στόχαστρο, ο θρησκευτικός φανατισμός και η μισαλλοδοξία. Η τέχνη είναι η απάντηση. Ευτυχώς, δεν ξεπέφτει στον διδακτισμό ο σκηνοθέτης. Η κοπέλα είναι όντως πανέμορφη, τα πολύχρωμα ρούχα των γυναικών κάνουν κοντράστ με τον σκοταδισμό και βλέπεις πως παντού ισχύει το «όπου φτωχός κι η μοίρα του». 

Η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο και στην ταινία Farewell Amor της Ekwa Msangi από την Τανζανία! Κι εδώ έχουμε να κάνουμε με σκηνοθετικό ντεμπούτο σε μεγάλου μήκους ταινία κι εδώ το σενάριο υπογράφεται από τη σκηνοθέτιδα. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς, ενώ προβλήθηκε πρόσφατα και στην Αθήνα, στο πλαίσιο των «Νυχτών Πρεμιέρας». Ο Βάλτερ, εμιγκρές από την Αγκόλα, υποδέχεται στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης τη γυναίκα του, Έστερ, και την κόρη του, Σίλβια. Συναντιούνται όλοι μαζί ξανά μετά από 17 ολόκληρα χρόνια! Από τη μια ο εμφύλιος στη χώρα τους και από την άλλη προβλήματα σε ότι αφορά τη βίζα, τους κράτησαν χώρια. Ο Βάλτερ, ταξιτζής το επάγγελμα, συζούσε κάποια από αυτά τα χρόνια με άλλη γυναίκα, όμως θέλει να τιμήσει το στεφάνι του. Η Έστερ βρήκε αποκούμπι στον καθολικισμό – φανατικά. Και η Σίλβια αν μη τι άλλο, ξέρει να χορεύει. Θα δούμε το χρονικό της επανασύνδεσής τους από τη σκοπιά του καθενός από τους τρεις τους. Το σενάριο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, απλά στην περίπτωση του θείου της σκηνοθέτιδας, εκείνος δεν έχει καταφέρει ακόμα να βρεθεί με τη γυναίκα του και το παιδί του! Η Msangi αγαπάει τους ήρωές τους, προσπαθεί να βρει ελαφρυντικά ακόμα και στην περίπτωση της Έστερ, που έχει φάει τόσο μεγάλη πετριά, ώστε στέλνει χρήματα (που δεν διαθέτει!) για την εκκλησία στην Τανζανία, όπου είχε βρει καταφύγιο μαζί με την κόρη της. Βασανισμένοι, φτωχοί άνθρωποι. Τουλάχιστον, πατέρας και κόρη έχουν τον χορό. Αυτήν τη διεθνή γλώσσα, για να εκφραστούν. Ταλεντάρα η κόρη. Όμορφο, χαμηλότονο, γλυκό φιλμ. 

Το Wildfire της Βορειοϊρλανδής Cathy Brady είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία. Στο Τορόντο έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της και εμμέσως η θρησκεία βρίσκεται πίσω από τα συμβάντα. Μην ξεχνάμε πως η Βόρεια Ιρλανδία είναι χωρισμένη από την υπόλοιπη Ιρλανδία επειδή στο βορρά ζει προτεσταντικός πληθυσμός ενώ στο νησί εκτός βορρά οι πιστοί είναι καθολικοί. Η Κέλι είναι μια νεαρή κοπέλα, που μετά από ένα διάστημα οικειοθελούς εξαφάνισης, κατά την οποία δεν έδωσε σημεία ζωής σε κανέναν, επιστρέφει στη μικρή της πόλη, στη Βόρεια Ιρλανδία, κοντά στα σύνορα. Επανενώνεται με τη μεγαλύτερη αδελφή της, την Λόρεν και αυτή η επανασύνδεση βγάζει στη φόρα πολλά τραύματα από το παρελθόν. Το ένα είναι ο θάνατος της μητέρας τους, η οποία αυτοκτόνησε. Το άλλο είναι η αιτία για την οποία αυτοκτόνησε η μητέρα τους, αιτία που έχει να κάνει με τον IRA και τις βομβιστικές του επιθέσεις. Νιώθοντας ολοένα και πιο εχθρικό τον περίγυρό τους, πώς θα καταφέρουν να αντεπεξέλθουν οι δύο γυναίκες; Δυνατό δράμα είναι αυτό, που κουβαλάει και το λυπητερό γεγονός πως η κοπέλα που υποδύεται την Κέλι, η ηθοποιός Nika McGuigan, πέθανε πέρυσι στα 33 της χρόνια μετά από πολύχρονη μάχη με την λευχαιμία. Η δύσκολη κατάσταση στο νησί αντανακλάται στη δύσκολη σχέση των αδελφών μεταξύ τους και με τον μικρόκοσμο της πόλης τους. Μιας πόλης όπου παντού βλέπεις συνθήματα για μία, ενωμένη Ιρλανδία, ενώ μέσα στην ταινία ακούγονται και προβληματισμοί για τις επιπτώσεις του Brexit και το πόσο δύσκολο θα είναι να υπάρχουν «σκληρά» σύνορα. Πολύ καλές οι ερμηνείες, ενδιαφέρουσα η λύση, αξιόλογο ντεμπούτο. 

Το Honeymood της Ισραηλινής Talya Lavie είναι μία από τις ελάχιστες κωμωδίες που έχουμε δει ως τώρα στο φεστιβάλ. Είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας κι έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Τραϊμπέκα. Η Έλενορ και ο Νόαμ μόλις έχουν παντρευτεί, το γλέντι του γάμου έχει τελειώσει, είναι εξαντλημένοι κι έτοιμοι για την πρώτη νύχτα του γάμου, σε δωμάτιο πανάκριβου ξενοδοχείου της Ιερουσαλήμ, που πλήρωσε ο πατέρας του Νόαμ. Η Έλενορ βρίσκει το δώρο της πρώην του Νόαμ και «κολλάει». Θέλει να της το επιστρέψουν, εκείνη τη στιγμή, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα! Ο Νόαμ προσπαθεί να αντισταθεί. Και τελικά οι δυο τους ζουν μια εντελώς σουρεαλιστική νύχτα. Στα χαρτιά, ωραίο ακούγεται όλο αυτό, έτσι; Έλα όμως που η ανοχή μου σε τέτοιου είδους συμπεριφορές, όπως αυτή της Έλενορ, είναι πολύ μικρή. Και η ταινία, αντί να με κάνει να γελάσω, με εκνεύρισε. Ακούς εκεί, να με κουβαλάει τώρα η τρελέγκω ξημερώματα στην πρώην μου, για να της επιστρέψω το δώρο της, επειδή της φάνηκε... κάπως! Κόλλημα. Θα με πεις, ταινία είναι, επιτρέπεται. Θα σε πω, μπααααα. Όσο όμορφη κι αν είναι η Έλενορ, όσο ενδιαφέρον είναι να βρίσκεσαι δίπλα σε άνθρωπο έξω από τα συνηθισμένα, με τον οποίο δεν θα βαρεθείς ποτέ, ο παραλογισμός με βγάζει έξω από το safety zone. Δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω στην πραγματική μου ζωή, δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω στο σινεμά. Οπότε, από εμένα όλο αυτό το χαριτωμένο, με την υστερία και την πληθώρα στερεοτύπων, είναι όχι. 

Το Λάγος είναι η πρωτεύουσα της Νιγηρίας. Είναι η μεγαλύτερη πόλη της χώρας, η μεγαλύτερη πόλη της Αφρικής και μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου! Ο πληθυσμός της φτάνει τα 24 εκατομμύρια κατοίκους (!!!) στην μητροπολιτική της περιοχή, μαζί με όλα της τα περίχωρα! Στο Λάγος λοιπόν διαδραματίζονται τα γεγονότα της ταινίας This Is My Desire (Eyimofe) των (δίδυμων) αδελφών Arie και Chuko Esiri. Από τη μία βλέπουμε τον ηλεκτρολόγο Μόφε, που θέλει να φύγει και να πάει στην Ισπανία και από την άλλη την κομμώτρια Ρόσα, που θέλει να φύγει και να πάει στην Ιταλία. Μέσα στα 24 εκατομμύρια συμπολιτών τους, θα βρεθούν στιγμιαία σε ένα νοσοκομείο. Και οι δύο θέλουν να ξεφύγουν. Και οι δύο καλούνται να αντιμετωπίσουν καταστάσεις που τους ξεπερνάνε. Θα αντεπεξέλθουν; Το ξέρατε ότι γυρίζονται κάθε χρονιά περί τις 1000 ταινίες στη Νιγηρία; Φτηνές παραγωγές για άμεση κατανάλωση από το εγχώριο κοινό. Σπάνια ταινία από τη συγκεκριμένη αφρικανική χώρα προβάλλεται σε φεστιβάλ. Τούτη εδώ έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στην περασμένη Berlinale και αποτελεί ντεμπούτο σε μεγάλου μήκους για τα δίδυμα. Η ταινία κυλάει παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να είναι πιο σφιχτή σε ρυθμό και λιγότερο απλωμένη σε ήσσονος σημασίας γεγονότα. Οι δύο κεντρικοί ήρωες βιώνουν τρομερές καταστάσεις. Αλλά η ζωή συνεχίζεται! Μου άρεσε που στην ταινία απομυθοποιείται πλήρως ο θάνατος και αποδραματοποιείται η... άδικη μοίρα και το κακότυχο ριζικό. Και το φινάλε είναι θετικό και αισιόδοξο. Μια χαρά. 

Το χωριό Vitorazsko βρίσκεται στα σύνορα ανάμεσα στην Αυστρία και την Τσεχοσλοβακία. Το χωριό «άλλαξε» χέρια μέσα στο διάβα της Ιστορίας. Πολλοί από τους κατοίκους του νιώθουν περισσότερο Αυστριακοί, παρά Τσέχοι ή Σλοβάκοι. Γενικώς, ένα πρόβλημα (εθνικής κι όχι μόνον) ταυτότητας, το έχουν. Στην ταινία Shadow Country (Krajina ve stínu) του Τσέχου Bohdan Sláma βλέπουμε τι συμβαίνει στο χωριό και τους κατοίκους του μέσα σε χρονικό διάστημα 15 χρόνων, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Με τάση στην κτηνωδία, από ανθρώπους που είναι γείτονες, έτσι; Και μια ραπτομηχανή, εκεί, στο κέντρο, να αλλάζει ιδιοκτήτες και να γίνεται μήλον της έριδας. Με εντυπωσιακή, ασπρόμαυρη φωτογραφία θέτει το πολύ ενδιαφέρον ερώτημα «who are we and where do we belong?». Το θέμα είναι πως, κατά τη γνώμη μου εξισώνει τον φασισμό με τον κομουνισμό, ρίχνοντας νερό στο μύλο των θιασωτών της θεωρίας των δύο άκρων. Αυτά δεν είναι ωραία πράγματα.

The Intruder (El Prófugo) 64th BFI London Film Festival 2020

Argentina ole!

Από τις πιο ενδιαφέρουσες εθνικές κινηματογραφίες τα τελευταία χρόνια είναι εκείνη της Αργεντινής. Δύο ξεχωριστά δείγματα αργεντίνικου κινηματογράφου είδαμε στο LFF. Αρχικά, ας μιλήσουμε για το The Intruder (El Prófugo) της Natalia Meta. Δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα. Παρακολουθούμε την Ινές, μια νεαρή γυναίκα, η οποία δουλεύει δανείζοντας τη φωνή της σε μεταγλωττίσεις ταινιών, ενώ είναι και μέλος χορωδίας. Μετά από ένα τραυματικό γεγονός κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τον σύντροφό της, αρχίζει να μπερδεύει το αληθινό με το φανταστικό και δεν μπορεί να ξεχωρίσει πότε είναι ξύπνια και πότε ονειρεύεται. Μια γηραιότερη συνάδελφός της θα την προειδοποιήσει: αυτό που βιώνει είναι μια... εισβολή. Και είναι στο χέρι της να την αντιμετωπίσει. Θέλει όμως πίστη και κουράγιο. Πολύ ενδιαφέρουσα τούτη η ταινία, που έχει κάτι από το ντεπαλμανικό «Blow Out» και κάτι από το απρόβλητο εμπορικά στην Ελλάδα «Berberian Sound Studio». Έχοντας σε δυνατούς ρόλους τον Nahuel Pérez Biscayart (από το «120 χτύποι το λεπτό») και την αλμοδοβαρική Cecilia Roth, η ταινία συστήνεται ως μεταφυσικό θρίλερ. Σε κάνει να θυμάσαι το (πολύ καλύτερο) «Αόρατος βιαστής» του Sidney J. Furie, παίζει πανέξυπνα με την ηχητική μπάντα και στο τέλος σου κάνει μια θεϊκή γυριστή, κλείνοντας με έναν πολύ αισιόδοξο τρόπο μέσα στη μοιρολατρία του αλλά και σε κόντρα μαζί της. Παράξενο φιλμ, ωραία παράξενο. 

Η δεύτερη ταινία από την Αργεντινή είναι το A Common Crime (Un crimen común) του Francisco Márquez. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το «Η μεγάλη νύχτα του Φρανσίσκο Σάνκτις», που είδαμε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2016 και ήταν να βγει και εμπορικά στις αίθουσες, αλλά αν θυμάμαι καλά, δεν βγήκε ποτέ – μπορεί όμως και να μην θυμάμαι καλά. Έκανε και αυτή την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου – στο τμήμα «Πανόραμα» αυτή. Η Σεσίλια είναι μια διαζευγμένη γυναίκα, που μεγαλώνει μόνη της τον πιτσιρικά γιο της. Διδάσκει Οικονομία και είναι να πάρει προαγωγή στα κοντά. Μιλάει με γνώση και σεβασμό για την μαρξιστική θεωρία, για τον Αλτουσέρ, για πράγματα σπουδαία και μεγάλα. Είναι μια αστή, που δεν είναι ξεκομμένη από την κοινωνία. Η Νέμπε είναι η οικιακή της βοηθός, που είναι και λίγο κάτι σαν παραμάνα για τον πιτσιρίκο γιο της Σεσίλια. Η Νέμπε είναι μητέρα του Κέβιν, ενός νεαρού ενήλικα, ο οποίος έχει τραβήγματα με την αστυνομία, για πολιτικούς λόγους. Μια νύχτα με καταιγίδα, ο Κέβιν χτυπάει την πόρτα της Σεσίλια. Εκείνη, όμως, δεν του ανοίγει. Όταν ο Κέβιν βρίσκεται την επόμενη ημέρα νεκρός, η Σεσίλια θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της απόφασής της, να μην του ανοίξει την πόρτα. Και ναι, είναι σαν η Σεσίλια να είναι το θηλυκό αντίστοιχο του Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, του ήρωα από την «Πτώση» του Καμί, ενός μορφωμένου και «σωστού» ανθρώπου, που όταν μια νύχτα ακούει μια γυναίκα να πέφτει στα νερά ενός ποταμού, δεν κάνει τίποτε για να τη σώσει. Και βέβαια, καταρρέει κάτω από το βάρος της μη αντίδρασής του. Ο Márquez έχει την ευτυχία να διαθέτει ως πρωταγωνίστριά του την Elisa Carricajo, που δίνει μια καταπληκτική ερμηνεία. Μια σπουδαία ταινία, που λογικά θα έχει τρομερή φεστιβαλική καριέρα.

Bloody Nose, Empty Pockets 64th BFI London Film Festival 2020

Και τα ντοκιμαντέρ

Είδαμε και αρκετά ντοκιμαντέρ αναλογικά. Η αλήθεια είναι πως σαν το «The Painter and the Thief» δεν ήταν κανένα. Ας πούμε το Stray της γεννημένης στο Χονγκ Κονγκ, Elizabeth Lo, μας παρουσιάζει τη ζωή κάποιων αδέσποτων σκύλων, που περιφέρονται στους δρόμους της Πόλης. «Οι γάτες της Κωνσταντινούπολης» έφτιαξαν μόδα φαίνεται. Πάντως, σε σχέση με το ανάλογο ελληνικό «Οι άγνωστοι Αθηναίοι», το «Stray» είναι σαφώς πιο καλογυρισμένο και πιο φωτογενές, νομίζω όμως πως η Αντωνίου έκανε πολύ πιο ουσιαστική δουλειά στο ντοκιμαντέρ της. Η Lo προσπαθεί πιεστικά να κάνει παραλληλισμό ανάμεσα στα αδέσποτα σκυλιά και μια σειρά από άστεγα παιδιά από τη Συρία. Πιεστικά, όχι πειστικά. 

Το One Man and His Shoes του Βρετανού Yemi Bamiro, που ζει στο Λονδίνο, είναι ένα ντοκιμαντέρ για τα... Air Jordan! Για τα εμβληματικά sneakers, που έμελλε να αποτελέσουν μέρος της ποπ κουλτούρας. Το ντοκιμαντέρ μας δείχνει την έμπνευση ενός μεσαίου στελέχους της Nike να ποντάρει στον άγνωστο εν πολλοίς και στα πρώτα βήματα της καριέρας του Michael Jordan, που ανέβασε την εταιρία στην κορυφή, καθώς ξεπέρασε το μονοπώλιο της Converse. Βλέπουμε τις μυθικές διαφημίσεις που γύρισε ο Spike Lee για τα παπούτσια. Και βλέπουμε και τις τραγικές συνέπειες της επιτυχίας των παπουτσιών αυτών, η απόκτηση των οποίων έχει οδηγήσει μέχρι και σε δολοφονίες! Βλέπεται με ενδιαφέρον και είναι από τα ντοκιμαντέρ που παίρνουν ένα θέμα και διαφωτίζουν τον θεατή σφαιρικά πάνω σε αυτό. 

Το πιο ενδιαφέρον από τα τρία φιλμ αυτού του τμήματος είναι εκείνο με τίτλο Bloody Nose, Empty Pockets των αδελφών Bill Ross IV και Turner Ross. Βλέπουμε τις 24 τελευταίες ώρες λειτουργίας ενός μικρού, παρακμιακού μπαρ στο Λας Βέγκας ονόματι «The Roaring 20s», με θαμώνες να εξομολογούνται πράγματα όπως «Οι πιο πολύ γίνονται αλκοολικοί και καταστρέφουν τη ζωή τους. Εγώ την κατέστρεψα πριν γίνω αλκοολικός». Τέτοια. Εντωμεταξύ, το μπαρ δεν υπάρχει, τα γυρίσματα έγιναν στη Νέα Ορλεάνη και οι θαμώνες είναι εν πολλοίς ηθοποιοί, οι οποίοι παίζουν τον... εαυτό τους, ενώ το (φτηνό) αλκοόλ ρέει (και πίνεται) άφθονο. Σαν να βλέπουμε στημένο τηλεοπτικό reality ένα πράγμα. Κι όμως, όλο αυτό βγάζει μιαν αυθεντικότητα και μιαν ανθρωπιά που σε συναρπάζει πραγματικά! Και μερικά πράγματα από αυτό που λέγονται, γουάου, σε στέλνουν. Ωραιότατον.

Θόδωρος Γιαχουστίδης

64th BFI London Film Festival 2020
Περισσότερα... »