64th BFI London Film Festival 2020 Poster

64th BFI London Film Festival 2020 Live Ep.4 - Το δόγμα του σοκ!

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Αυτή, λογικά, είναι η προτελευταία ανταπόκρισή μας από το φεστιβάλ του Λονδίνου, το οποίο ολοκληρώνεται αύριο, Κυριακή. Είδαμε, κι εξακολουθούμε να βλέπουμε, πολύ δυνατές ταινίες, ευτυχώς. Απλά, στη σημερινή ανταπόκριση, οι τρεις ταινίες που την απαρτίζουν είναι από κυνικές το λιγότερο έως σκληρά απαισιόδοξες. Για το μέλλον αυτού του κόσμου, που θαρρείς και γυρίζει με αφέλεια κάθε μέρα γύρω από τον άξονά του, χωρίς να βλέπει ότι οδεύει με μαθηματική ακρίβεια προς την καταστροφή. Οι σκηνοθέτες αυτών των συγκεκριμένων ταινιών είναι του δόγματος, σόκαρε όσο μπορείς περισσότερο για να ταράξεις τις βεβαιότητες και τις σιγουριές των θεατών σου. Τα κατάφεραν οι μπαγάσες!

Possessor 64th BFI London Film Festival 2020

Ξεκινάμε με πρώτη ταινία το «Possessor» του υιού Cronenberg, του Brandon. Μου αρέσει που στην Wikipedia λένε ότι γεννήθηκε ή το 1979 ή το 1980, οπότε είναι ή 40 ή 41 ετών! Anyway, αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Brandon, οχτώ χρόνια μετά την πρώτη του, το «Antiviral», που είχε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ των Καννών, στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Το «Possessor» από την άλλη έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο φεστιβάλ του Σάντανς. Και ακολουθεί λίγο αντίθετη πορεία από το «Antiviral»: στην πρώτη του ταινία, ο σκηνοθέτης ξαναμόνταρε το υλικό του μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της, κόβοντας περίπου έξι λεπτά, για να την κάνει πιο σφιχτή. Στο Possessor προσέθεσε υλικό με περισσότερο... ακατάλληλες σκηνές σεξ και βίας μετά την πρώτη της φεστιβαλική προβολή. Έτσι έφτασε στο Λονδίνο: Uncut.

Η υπόθεση: Η Τάσια Βος είναι μια συνηθισμένη γυναίκα, που στην κανονική της ζωή είναι παντρεμένη και μητέρα ενός πιτσιρικά. Όμως, έχει κι άλλη μία, κρυφή ζωή, στην οποία είναι μία... πληρωμένη δολοφόνος. Εργάζεται σε μια μυστική εταιρία η οποία μέσω hitech τεχνολογίας «τηλεμεταφέρει» το πνεύμα της Τάσια στο σώμα ξενιστών, που επιλέγονται για να φέρουν εις πέρας εκτελέσεις υπεράνω κάθε υποψίας. Αφού ολοκληρώσουν το χτύπημά τους και η Τάσια «γυρίσει» πίσω στο σώμα της, οι ξενιστές αυτοκτονούν, αν δεν σκοτωθούν πρώτα από την αστυνομία. Όλα βαίνουν καλώς έως ότου σε μία της αποστολή η Τάσια συναντά τον ιδιαιτέρως ανθεκτικό Κόλιν, στου οποίου το σώμα εισβάλλει για να δολοφονήσει τον μεγιστάνα των μίντια πεθερό του. Ο Κόλιν αποδεικνύεται σκληρό καρύδι απέναντι στο μανιπουλάρισμα και η Τάσια Βος κινδυνεύει να μείνει για πάντα μέσα στο σώμα του, χωρίς ταυτότητα...

Η άποψή μας: Υπάρχουν και κάποιοι που υποστηρίζουν πως οι παροιμίες δεν λένε την αλήθεια. Πόσο λάθος! Τι ισχύει εδώ; Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει. Όταν έχεις πατέρα τον τιτανομέγιστο David Cronenberg όσο κι αν θέλεις να ξεφύγεις από την τροχιά του και να χαράξεις και καλά δικό σου δρόμο, δεν θα τα καταφέρεις. Οπότε, καλύτερα να το αποδεχτείς όσο το δυνατόν νωρίτερα και να το απολαύσεις. Για τούτη την ταινία του Brandon είμαι σίγουρος πως ο David θα είναι πάρα πολύ ευχαριστημένος. Διαθέτει και τη βασική προβληματική του πατέρα αλλά και την αισθητική του, χωρίς να χάνει την επαφή με το σήμερα και γιατί όχι, με το αύριο. 

Το σώμα λοιπόν. Το ανθρώπινο σώμα. Πόσο περιορίζεται από το πνεύμα. Και το αντίστροφο. Πόσο μας καθορίζει. Πόσο προσδιορίζει την ταυτότητά μας. Πόσο όμορφο είναι. Και πόσο όμορφα στραπατσάρεται. Πόσο μεταλλάσσεται. Πως του ταιριάζει το μέταλλο. Ο Brandon, όπως και ο πατέρας του, δεν κωλώνει. Οι ερωτικές του σκηνές δεν έχουν τίποτε το «ρομαντικό». Είναι μπρουτάλ, είναι σκληρές, είναι άδειες από συναίσθημα. Οι ήρωές του δεν κάνουν έρωτα: γαμιούνται. Και η κεντρική ερωτική σκηνή εδώ είναι παροξυσμική: η Τάσια Βος μέσα στο σώμα του ξενιστή της γαμεί την κοπέλα του. Γουάου! 

Ας δούμε όμως και τον τίτλο της ταινίας: «Possessor». Ο κατέχων. Ο κυρίαρχος. Ο κατακτητής. Η Τάσια δεν κάνει απλά μια δουλειά. Τη γουστάρει. Τρελαίνεται, γκαβλώνει, πως το λένε! Την ερεθίζει η ιδέα της κατοχής. Του να μπαίνει σε ένα σώμα και να το κάνει δικό της. Κι όχι μόνον αυτό: η κατοχή της δίνει ελευθερία να κάνει ό,τι γουστάρει! Πράγματα που δεν μπορεί να κάνει με το δικό της σώμα, με τη σύμβαση στην οποία ζει, μέσα στην κανονικότητα (γκουχ). Σαν τους πλούσιους. Που κατέχουν. Που με τα χρήματά τους κάνουν ό,τι γουστάρουν, χωρίς κανένας νόμος και καμία ηθική να τους περιορίζει. Άμα έχεις, ελέγχεις. Possessor: μεγάλη μαγκιά ρε φίλε. 

Οπότε, ναι, όσο βρίσκεται μέσα σε άλλα σώματα η Τάσια εξερευνά την πιο σαδιστική πλευρά της, την αφήνει να βγει στην επιφάνεια, δεν την περιορίζει, δεν την ελέγχει. Και χάνοντας κάθε έλεγχο, έρχεται σε οργασμό. Ο παροξυσμός που λέγαμε. Θα μπορούσε να πυροβολήσει το πρώτο θύμα που βλέπουμε. Αντ' αυτού, χρησιμοποιεί κουζινομάχαιρο τεραστίων διαστάσεων και το μπήγει στο λαιμό και σε όλο το σώμα του άτυχου θύματος. Εννοείται ότι ο Cronenberg μας τα δείχνει όλα αυτά με γαργαλιστικές λεπτομέρειες. Μιλάμε για αίμα. Για πολύ αίμα. Για πάρα πολύ αίμα! Στο δεύτερο θύμα, πάλι: αντί για τον απλό πυροβολισμό, παίρνει τη μασιά από το τζάκι και τι δόντια βγάζει, τι στο μάτι το μπήγει, ομορφιές! Για να καταλάβετε, έκλεινα τα μάτια μου στις συγκεκριμένες σκηνές. Δεν αντεχόταν αυτό! Κι αυτή φαντάζομαι πως ήταν η αντίδραση που επεδίωκε ο σκηνοθέτης. Στη δε τρίτη και πλέον σοκαριστική (για παραπάνω από έναν λόγους) σφαγή χρησιμοποιεί μπαλτά! Και τον χρησιμοποιεί ωσάν κρεοπώλης: ο κιμάς κόπτεται παρουσία του πελάτου! Σοκ σας λέω! 

Από εκεί και πέρα έχουμε τις παγωμένες επιφάνειες, την «ψυχρή» μουσική επένδυση, μια ολόκληρη σκηνή γυρισμένη σε φως μπλε ελεκτρίκ. Και σε ότι αφορά τις δευτερεύουσες ιδέες της ταινίας, πέρα από την κεντρική, του ελέγχου, είναι εκείνη που καταφέρεται εναντίον του θεσμού της οικογένειας! Οπότε, ναι, ετοιμαστείτε για ένα φινάλε δύσκολα διαχειρίσιμο, το οποίο θα σας μείνει αξέχαστο για την ωμότητά του, την take no prisoners τόλμη του στα όρια της απανθρωπιάς και τη σαρωτική εντύπωση που αφήνει στο μυαλό. Και τα αίματα από τα δύο σώματα θα ενωθούν. Εντυπωσιακό. Το αγόρι είναι τρελό κι αν συνεχίσει έτσι, θα γράψει ιστορία. 

Σε ότι αφορά το εύρημα της «μετάδοσης» της σκέψης με την ευρεία έννοια, στο νου έρχονται και το «Strange Days» της Bigelow, και η «Πόλη των χαμένων παιδιών» των Caro και Jeunet και βέβαια το «eXistenZ» του πατέρα Cronenberg. Να πούμε δυο λόγια και για τις ερμηνείες. Η Andrea Riseborough, που πρωταγωνιστεί, είναι από τις ελάχιστες ηθοποιούς που δεν χωνεύω. Συνεχίζω να μην τη χωνεύω, όσο καλή – αποδεδειγμένα – ηθοποιός κι αν είναι, κι εδώ είναι έως και εξαιρετική στο ρόλο της. Από την άλλη, χάρηκα πάρα πολύ που ξαναείδα την Jennifer Jason Leigh, στον δεύτερο ρόλο της προϊσταμένης της Τάσια. Τυχαίο που πρωταγωνιστούσε στο «eXistenZ»; Δεν νομίζω. Ο Sean Bean παραδόξως δεν πεθαίνει στην ταινία, τρώει όμως χοντρό ζόρι! Και ο συμπρωταγωνιστής της Riseborough, ο Christopher Abbott, που θα μπορούσε να υποδυθεί τον αδελφό του Kit Harington από το «Game of Thrones», έχει μια αδιαμφισβήτητη ποιότητα στο παίξιμό του. Μια ταινία – σοκ!

Bad Tales (Favolacce) 64th BFI London Film Festival 2020

Περνάμε στη γειτονική Ιταλία, που πάντα βρίσκει τρόπο να μας αιφνιδιάζει ως ανεξάντλητη δεξαμενή κινηματογραφικών ταλέντων. Οι αδελφοί D'Innocenzo (ο Νταμιάνο και ο Φάμπιο) μας είχαν εντυπωσιάσει πριν δύο χρόνια όταν στην Berlinale είχαμε δει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία τους, το «Αδέλφια εξ αίματος» (La terra dell'abbastanza). Και πάλι στο φεστιβάλ Βερολίνου, αλλά πλέον στο διαγωνιστικό τμήμα (η πρώτη είχε λάβει μέρος στο τμήμα «Πανόραμα») παρουσίασαν τον περασμένο Φεβρουάριο τη δεύτερη ταινία τους, το Bad Tales (Favolacce), η οποία τελικά τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο καλύτερου σεναρίου. Η ταινία έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της στις «Νύχτες Πρεμιέρας» πριν λίγο καιρό και ήρθε στο Λονδίνο γεμάτη υποσχέσεις.

Η υπόθεση: Καλοκαίρι σε μια γειτονιά στα προάστια της Ρώμης. Η Βιόλα είναι μια πανέμορφη δεσποινίδα, στα πρόθυρα της εφηβείας. Θα κολλήσει άθελά της ψείρες και οι γονείς της θα την κουρέψουν με την ψιλή. Από εκεί και πέρα θα κυκλοφορεί παντού με μια μαύρη περούκα. Η Βιόλα περνάει πολύ χρόνο στο σπίτι της οικογένειας Πλάσιντο. Είναι φίλη με τη συνομήλική της Αλέσια και τον αδελφό της, τον Ντένις, τα παιδιά της οικογένειας Πλάσιντο. Ένα βράδυ ο πατέρας τους, τους υποχρεώνει δημοσίως να διαβάσουν τους βαθμούς από τους ελέγχους τους. 

Με τη Βιόλα είναι ερωτευμένος ο μονίμως αμίλητος Τζερεμάια, ο οποίος ζει με τον πατέρα του (η μητέρα είναι εξαφανισμένη) σε ένα φτωχόσπιτο στη μέση του πουθενά. Τρέφεται με τα αποφάγια που φέρνει ο πατέρας του από το εστιατόριο όπου δουλεύει. Κανένα από τα παιδιά δεν λαμβάνει την πρέπουσα γονική φροντίδα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ένας σαλεμένος καθηγητής θα τα επηρεάσει προκειμένου να λάβουν τραγικές αποφάσεις...

Η άποψή μας: Σαν το «Αυτόχειρες παρθένοι» αλά ιταλικά, χωρίς την εξαιρετική μουσική που είχαν γράψει οι Air για την ταινία της Coppola, ε; Χμ, και με λίγο μικρότερες ηλικίες στο επίκεντρο. Αλλά για να τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Αν θέλαμε να μεταφράσουμε τον πρωτότυπο τίτλο της ταινίας στα ελληνικά, θα λέγαμε πως σημαίνει «Παραμύθι με κακό τέλος». Αλλά παραμύθι. Μας το λέει και ο αφηγητής της ταινίας: αυτό που θα παρακολουθήσουμε είναι μια ιστορία βασισμένη σε πραγματική ιστορία, που βασίστηκε σε ένα ψέμα. Σαν μπερδεμένα να μας τα λέει ο αφηγητής. Ο οποίος ποτέ δεν προσδιορίζεται. Ποιος είναι; Κάποιος από τους πρωταγωνιστές; Με την καμία. Ένας απλός παρατηρητής; Ίσως αλλά μάλλον όχι. 

Κάποτε τα λεγόμενά του έρχονται σε συνάφεια με τα τεκταινόμενα, τις πιο πολλές φορές πάλι, όχι. Είναι ένας αναξιόπιστος αφηγητής και πραγματικά δεν νομίζω να προσθέτει κάτι στην ταινία. Anyway, επιλογές είναι αυτές άλλοτε αισθητικές άλλοτε ουσιαστικές άλλοτε πετυχημένες άλλοτε όχι. Αυτό που μας αφορά είναι το κλίμα, ο τόνος της ταινίας. Αυτή είναι μια απαισιόδοξη ταινία – παραείναι απαισιόδοξη για να είναι... αληθινή. Ναι, εντάξει, οι γονείς, γενικώς οι ενήλικες, ακόμα κι αυτοί που ΘΑ γίνουν γονείς, παρουσιάζονται ως εγωκεντρικά και αντιπαθητικά άτομα. 

Ο ένας κοουτάρει Τζομπς και μετά, σε παιδικό πάρτι, περιγράφει, μαζί με τα... φιλαράκια του, τους χίλιους και έναν τρόπους με τους οποίους θα ξέσκιζε (σεξουαλικώς) μια καλεσμένη! Ο άλλος αυνανίζεται στην εξοχή, δημοσίως πάντως, εκστομίζοντας βρισιές με μπόλικη δόση βαρβατίλας. Ο τρίτος ζηλεύει. Η άλλη, μετέφηβη και έγκυος, σχεδόν παροτρύνει έναν πιτσιρίκο να την πηδήξει για λίγα φράγκα. Η ίδια, σε μια σκηνή ανθολογίας για όλους τους λάθος λόγους, θα μαλακώσει το γεμιστό μπισκότο που της δίνει ο ίδιος πιτσιρίκος, με λίγο γάλα από το στήθος της!!! Τέτοια. 

Τα παιδιά παρατηρούν. Βλέπουν στο κινητό το ιστορικό του πατέρα ενός από αυτά με τις επισκέψεις του σε πορνοσελίδες. Δεν βγάζουν μιλιά όταν ο γονέας τους ετοιμάζει τον σκύλο τους για ευθανασία. Δεν ξέρουν πώς να κρύψουν την ντροπή τους όταν ο πατέρας τους, τους λέει πού είναι τα προφυλακτικά σε περίπτωση που θέλουν να πηδήξουν μια συνομήλικη συμμαθήτρια! Μιλάμε για παιδιά 12, 13 ετών! Εδώ, ένα κοριτσάκι από αυτά, λέει στο φίλο της πως μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι πρέπει οπωσδήποτε να πηδηχτούν και όταν το αποφασίζουν, προφανώς και δεν ξέρουν πώς παίζεται! Μια αποπνικτική ατμόσφαιρα εκνευρισμού, ανησυχίας, υπαρξιακής ακύρωσης, «ποιος είμαι και τι κάνω», «τρώγομαι με τα ρούχα μου» εις την νιοστή. 

Και τα παιδιά; Καθόλου αθώα, καθόλου αφελή, καθόλου ξέγνοιαστα. Στα δώδεκά τους χρόνια και να θέλουν να τελειώσουν με όλα αυτά. Εδώ είναι που χάνουν το παιχνίδι οι δύο σκηνοθέτες. Η μιζέρια και η σκοτεινή ματιά τους στον κόσμο, παρά το γεγονός ότι αισθητικά σε τραβάει να δεις την ταινία – όπως όταν περνάς με το αυτοκίνητο δίπλα από ένα τροχαίο – αλλά από ένα σημείο και μετά, κουράζει. Κι αφού γίνεται η πρώτη τρομακτική «αποκάλυψη» για το τι κάνουν τα παραμελημένη παιδιά τους όταν οι γονείς τρώγονται με τις σάρκες τους, αυτό που ακολουθεί δεν χωνεύεται. Είναι απίστευτο. Είναι τραβηγμένο. Γίνεται για να προκαλέσει σοκ στους θεατές. Η «αποκάλυψη» του ρόλου του περιθωριακού καθηγητή σε όλα αυτά προσπαθεί να μας πείσει, αλλά δεν. 

Πάντως, το σοκαριστικό (αν και μη πιστευτό, το ξαναλέω – τόσο πολύ υπαρξιακό angst, μαζικά, σε 12χρονα, δεν ταιριάζει) φινάλε δίνει στον Elio Germano, το πιο γνωστό όνομα του καστ, την ευκαιρία να συγκλονίσει με την αντίδρασή του: ακόμα και στον χαμό δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και λυγίζει από το βάρος της μεγάλης του ανεπάρκειας. Δεν είναι κακή ταινία. Παραείναι όμως πεσιμιστική, αδικαιολόγητα, είναι λίγο παραπάνω υπέρ του στιλ έναντι της ουσίας και θα μπορούσε να έχει καλύτερη στόχευση.

New Order (Nuevo orden) 64th BFI London Film Festival 2020

Ο Μεξικάνος Michel Franco είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση σκηνοθέτη. Στα 41 του χρόνια έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις γύρω από το όνομά του – κι όχι αδίκως. Συζητήσεις που άλλοτε είναι για καλό, όπως πχ για την περίπτωση της ταινίας «Μετά τη Λουτσία» η οποία το 2012 του χάρισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» στο φεστιβάλ των Καννών, κι άλλοτε για... όχι και τόσο καλό, όπως πχ για την περίπτωση της ταινίας «Chronic», με την οποία συμμετείχε για πρώτη φορά στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών, αλλά παρά το γεγονός ότι τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου (!!!) μάλλον είναι μια ταινία που και ο ίδιος θέλει να ξεχάσει! Το 2017 πήγε για τρίτη φορά στις Κάννες με την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του «Η κόρη της Απρίλ» που συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» και τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής! Η έκτη του μεγάλου μήκους ταινία είναι η πιο προκλητική από όλες. Τίτλος της: New Order (Nuevo orden). Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, στο διαγωνιστικό τμήμα, όπου τιμήθηκε με Αργυρό Λέοντα – το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Κι αφού πέρασε από τα φεστιβάλ του Τορόντο, του Σαν Σεμπαστιάν, της Ζυρίχης και της Μόσχας, έφτασε και στο φεστιβάλ του Λονδίνου.

Η υπόθεση: Ο γάμος της Μάριαν στην έπαυλη των γονέων της σε μια από τις πιο ακριβές περιοχές της Πόλης του Μεξικού μαζεύει εκεί όλη την καλή κοινωνία της χώρας. Από επιχειρηματίες μέχρι υπουργοί παρευρίσκονται στην έπαυλη για να παρακολουθήσουν από κοντά το ευτυχές γεγονός. Μόνο που μια σειρά από αναποδιές καθυστερούν τη γαμήλια τελετή. Η κυβερνητική αξιωματούχος που θα τελέσει τον γάμο είναι άφαντη και υψηλοί καλεσμένοι αργούν λόγω αναταραχών στην πόλη. Ένας παλιός υπάλληλος της οικογένειας της Μάριαν, πηγαίνει απρόσκλητος στο πάρτι ζητώντας οικονομική βοήθεια για τη γυναίκα του, που πρέπει να κάνει άμεσα μια κοστοβόρα εγχείρηση αντικατάστασης καρδιακής βαλβίδας. Η Μάριαν προσπαθεί να τον βοηθήσει. Εν τω μεταξύ, η αναταραχή στους δρόμους της πόλης φτάνει μέχρι την έπαυλη. Η εξέλιξη αυτής της εξέγερσης θα είναι βίαιη και η Μάριαν θα βρεθεί στο κέντρο της, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει...

Η άποψή μας: «Στη Νέα Τάξη πραγμάτων μην ξεχνάτε ότι τα πράγματα είμαστε εμείς». Το είχε πει ο τεράστιος Τζίμης Πανούσης. Στη «Νέα Τάξη» του Michel Franco τα πράγματα είναι... ζόρικα. Ο Μεξικάνος, καλύτερος μαθητής του Haneke παγκοσμίως, φτιάχνει μια ταινία με καταφανή στόχο να σοκάρει. Να σοκάρει με την ωμότητα, να σοκάρει με τη βία, να σοκάρει με την ψύχρα, να σοκάρει με τον νιχιλισμό του. Και τα καταφέρνει περίφημα. Σοκαριζόμαστε όταν αντικρίζουμε τη βία. Από ένστικτο. Κι ας λένε – και το έγραφαν παλιότερα και σε τοίχους – κάποιοι: «καμιά πράξη βίας δεν είναι αδικαιολόγητη σε έναν κόσμο τελείως αδικαιολόγητο». Μπάζει αυτή η θεωρία, μπάζει πολύ. Βέβαια, και το «καταδικάζουμε τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται» είναι κωμικό, έτσι; 

Τίποτε κωμικό πάντως δεν υπάρχει στην ταινία του Franco. Μόνο βία, λεηλασία, κόκκινο αίμα και πράσινη μπογιά. Γιατί πράσινη; Εντάξει, εδώ ο συμβολισμός του Franco γίνεται πολύ εύκολα και κατανοητός και αναγνωρίσιμος: η σημαία του Μεξικού (που μας τη δείχνει σε δύο, τρεις, συγκεκριμένες σκηνές, να κυματίζει, σε αργή κίνηση, τεράστια) απαρτίζεται από τρία χρώματα, που δεν είναι άλλα από το λευκό, το κόκκινο και το πράσινο. Νομίζω όμως πως η σκοπιά του και η ματιά του και η ταινία του εντέλει απευθύνεται σε όλον τον κόσμο. Ο καπιταλισμός παγκοσμίως δεν τσουλάει. Αναταραχές παντού, φτώχεια παντού, βία παντού. 

Το timing της ταινίας δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Τι παρουσιάζει ο Franco; Τον χειρότερο εφιάλτη των καπιταλιστών! Μια εξέγερση άναρχη (όχι αναρχική), στην οποία το προλεταριάτο θα πάρει πίσω με τη βία, όσα με βία του άρπαξαν οι κεφαλαιοκράτες στα τελευταία μερικές εκατοντάδες χρόνια. Στο σημείο αυτό ο Franco θολώνει τα νερά, κακώς αν με ρωτάτε. Γιατί υπάρχει γραμμένο μεν στους τοίχους το «Ricos putas» (που δηλώνει την απαρχή όλων των κακών σύμφωνα με τον σκηνοθέτη) αλλά οι εξεγερμένοι εντέλει στην πλειοψηφία τους περιγράφονται ως αναίσθητοι πλιατσικολόγοι. 

Αδιευκρίνιστα ή εν πάση περιπτώσει, χωρίς να μας δίνει ο σκηνοθέτης πληροφορίες (επίτηδες) για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, η χώρα (το Μεξικό) εντέλει βρίσκεται κάτω από στρατιωτική χούντα. Και μέσα στην αναμπουμπούλα χαμηλόβαθμοι στρατιωτικοί απαγάγουν πλούσιους για να βγάλουν φράγκα μέσω των λύτρων που ζητάνε. Το πως από την εξέγερση πήγαμε στη χούντα δεν ξεκαθαρίζεται. Οπότε, εδώ ο μηδενισμός. Η ιδεολογική στειρότητα. Ο τοίχος πάνω στον οποίο χτυπάει με φόρα ο σκηνοθέτης. Και μέσα στην αναμπουμπούλα, το Κεφάλαιο ανασυντάσσεται. Κι όχι μόνον αυτό: ξεκαθαρίζει τα πράγματα ακόμα και ανάμεσα στις τάξεις του! Δεν ορρωδεί προ ουδενός. 

Ο Βίκτορ, ο υπουργός (να κάνουμε λίγο πλάκα: με την μουστακάρα του ο ηθοποιός που τον υποδύεται παραπέμπει στο μισό υπουργικό συμβούλιο επί ΠΑ.ΣΟ.Κ.), που χρηματίζεται από επιχειρηματίες, την κατάλληλη στιγμή, τους γαμεί τα μπρέκια, χωρίς μάλιστα να τον πάρουν χαμπάρι!!! Ο καλύτερος καπιταλιστής έχει σκοτώσει τη μάνα του, δεν λένε; Ε, μπορεί να βάλει να σκοτώσουν την κόρη ενός από τους βασικότερους χρηματοδότες του σε μια «στημένη» δολοφονία. Δεν υπάρχει μισό θετικό συναίσθημα στην ταινία. Η Μάριαν είναι η μόνη που συγκινείται, που κινητοποιείται, που αντιδρά αλλά μην περιμένετε ότι ο Franco θα την... ανταμείψει για την στοιχειώδη ανθρωπιά που επιδεικνύει. Και η οικιακή βοηθός της οικογένειας και ο γιος της, που δουλεύει επίσης για την οικογένεια της Μαριάν, που θα θελήσουν να βοηθήσουν, θα βρουν τον μπελά τους. 

Οπότε, ναι, το να μας σοκάρει το καταφέρνει και με το παραπάνω ο σκηνοθέτης, στην πιο φιλόδοξη ταινία της καριέρας του ως τώρα. Αν όμως αυτός ήταν ο μοναδικός του στόχος τότε μαραμένα τα κρίνα και οι βιόλες...

Θόδωρος Γιαχουστίδης

64th BFI London Film Festival 2020