64th BFI London Film Festival 2020 Poster

64th BFI London Film Festival 2020 Live Ep.3 - Μια ενδεκάδα που χτυπάει τίτλους

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Άτιμε κορωναϊέ! Το Τσέστερφιλντ έμεινε – προσωρινά; - χωρίς σινεμά, η Ουαλία απαγόρευσε την είσοδο στην επικράτειά της ανθρώπων από μέρη της Αγγλίας βεβαρημένα με πολλά κρούσματα, το σύστημα με τις τρεις βαθμίδες (tier) επικινδυνότητας δεν μπορεί να το εξηγήσει και να το καταλάβει κανείς (κάτι σαν το Nations League ένα πράμα), στο Μπέρμιγχαμ έδωσαν χρησιμοποιημένα kit κορωναϊού για κατ' οίκον τεστ (ευτυχώς, το πήραν γρήγορα χαμπάρι και δεν επαναχρησιμοποιήθηκαν), η Στάρτζεον της Σκοτίας λέει στους συμπατριώτες της «ρε σεις, μην πάτε στο Μπλάκπουλ, αμαρτία, κολλάτε τον ιό και μετά τον φέρνετε στην αγαπημένη μας Σκοτία», τα σχολεία στη Βόρεια Ιρλανδία θα κλείσουν και γενικώς, πολύ καλά περνάμε σύντροφοι! Ευτυχώς να λέμε που υπάρχουν κι αυτές οι διαδικτυακές προβολές του φεστιβάλ Λονδίνου και ξεχνάμε για λίγο τα προβλήματά μας. Και πέφτουμε και σε μερικές ταινιάρες, να τα λέμε κι αυτά. Σήμερα το μενού έχει 11 ταινίες προς παρουσίαση. Έτοιμοι; Φύγαμε!

The Salt in Our Waters (Nonajoler Kabbo) 64th BFI London Film Festival 2020

Η ανθρώπινη κατάσταση 

Το The Salt in Our Waters (Nonajoler Kabbo) του Rezwan Shahriar Sumit είναι μια ταινία από το Μπαγκλαντές. Δεν νομίζω να έχω ξαναδεί ταινία από τη χώρα που είναι η όγδοη πιο πολυπληθής στον κόσμο και είναι περισσότερο γνωστή για τα πάμφθηνα εργατικά χέρια, που κατασκευάζουν ως επί τω πλείστον τα ρούχα που φοράμε και τα παπούτσια μας εδώ, στην... πολιτισμένη Δύση. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, στην οποία υπογράφει και το σενάριό της, ταινία η οποία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Λονδίνο (ιδιαίτερα τιμητικό αυτό). Ένας 30άρης καλλιτέχνης, με έφεση στην γλυπτική και το σχέδιο, εγκαταλείπει την πρωτεύουσα προκειμένου να πάει σε μια περιοχή της χώρας, όπου δούλεψε παλιότερα ο πατέρας του. Πιστεύει πως εκεί θα βρει έμπνευση και θα μπορέσει να αφοσιωθεί πλήρως στο έργο του. Θα βρει μια κοινότητα πολύ φτωχών ψαράδων, στην οποία λύνει και δένει ο τοπικός θρησκευτικός ηγέτης (στο Μπαγκλαντές το 90% των ανθρώπων είναι μουσουλμάνοι). Η μικροκοινωνία είναι συντηρητικότατη και ο ηγέτης του χωριού βγάζει λεφτά εις βάρος των συγχωριανών του, φέρνοντας πάντα τον Αλλάχ σε πρώτο πλάνο. Ο γλύπτης πάντως θα βρει και μια όμορφη, νεαρή κοπέλα, η οποία θα λειτουργήσει ως μούσα του, στα κρυφά. Όταν στα δίχτυα των ψαράδων πάψουν να πιάνονται ψάρια και το χωριό βρεθεί στα χείλη του λοιμού, ο ιερέας θα τους στρέψει εναντίον του άπιστου καλλιτέχνη, ο οποίος φτιάχνει «είδωλα» - κι επομένως, ο Αλλάχ τους εκδικείται. Είχε μερικές πολύ δυνατές εικόνες οι ταινίες – με την εναρκτήρια και την τελική σκηνή να κερδίζουν τις εντυπώσεις. Στο στόχαστρο, ο θρησκευτικός φανατισμός και η μισαλλοδοξία. Η τέχνη είναι η απάντηση. Ευτυχώς, δεν ξεπέφτει στον διδακτισμό ο σκηνοθέτης. Η κοπέλα είναι όντως πανέμορφη, τα πολύχρωμα ρούχα των γυναικών κάνουν κοντράστ με τον σκοταδισμό και βλέπεις πως παντού ισχύει το «όπου φτωχός κι η μοίρα του». 

Η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο και στην ταινία Farewell Amor της Ekwa Msangi από την Τανζανία! Κι εδώ έχουμε να κάνουμε με σκηνοθετικό ντεμπούτο σε μεγάλου μήκους ταινία κι εδώ το σενάριο υπογράφεται από τη σκηνοθέτιδα. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς, ενώ προβλήθηκε πρόσφατα και στην Αθήνα, στο πλαίσιο των «Νυχτών Πρεμιέρας». Ο Βάλτερ, εμιγκρές από την Αγκόλα, υποδέχεται στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης τη γυναίκα του, Έστερ, και την κόρη του, Σίλβια. Συναντιούνται όλοι μαζί ξανά μετά από 17 ολόκληρα χρόνια! Από τη μια ο εμφύλιος στη χώρα τους και από την άλλη προβλήματα σε ότι αφορά τη βίζα, τους κράτησαν χώρια. Ο Βάλτερ, ταξιτζής το επάγγελμα, συζούσε κάποια από αυτά τα χρόνια με άλλη γυναίκα, όμως θέλει να τιμήσει το στεφάνι του. Η Έστερ βρήκε αποκούμπι στον καθολικισμό – φανατικά. Και η Σίλβια αν μη τι άλλο, ξέρει να χορεύει. Θα δούμε το χρονικό της επανασύνδεσής τους από τη σκοπιά του καθενός από τους τρεις τους. Το σενάριο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, απλά στην περίπτωση του θείου της σκηνοθέτιδας, εκείνος δεν έχει καταφέρει ακόμα να βρεθεί με τη γυναίκα του και το παιδί του! Η Msangi αγαπάει τους ήρωές τους, προσπαθεί να βρει ελαφρυντικά ακόμα και στην περίπτωση της Έστερ, που έχει φάει τόσο μεγάλη πετριά, ώστε στέλνει χρήματα (που δεν διαθέτει!) για την εκκλησία στην Τανζανία, όπου είχε βρει καταφύγιο μαζί με την κόρη της. Βασανισμένοι, φτωχοί άνθρωποι. Τουλάχιστον, πατέρας και κόρη έχουν τον χορό. Αυτήν τη διεθνή γλώσσα, για να εκφραστούν. Ταλεντάρα η κόρη. Όμορφο, χαμηλότονο, γλυκό φιλμ. 

Το Wildfire της Βορειοϊρλανδής Cathy Brady είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία. Στο Τορόντο έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της και εμμέσως η θρησκεία βρίσκεται πίσω από τα συμβάντα. Μην ξεχνάμε πως η Βόρεια Ιρλανδία είναι χωρισμένη από την υπόλοιπη Ιρλανδία επειδή στο βορρά ζει προτεσταντικός πληθυσμός ενώ στο νησί εκτός βορρά οι πιστοί είναι καθολικοί. Η Κέλι είναι μια νεαρή κοπέλα, που μετά από ένα διάστημα οικειοθελούς εξαφάνισης, κατά την οποία δεν έδωσε σημεία ζωής σε κανέναν, επιστρέφει στη μικρή της πόλη, στη Βόρεια Ιρλανδία, κοντά στα σύνορα. Επανενώνεται με τη μεγαλύτερη αδελφή της, την Λόρεν και αυτή η επανασύνδεση βγάζει στη φόρα πολλά τραύματα από το παρελθόν. Το ένα είναι ο θάνατος της μητέρας τους, η οποία αυτοκτόνησε. Το άλλο είναι η αιτία για την οποία αυτοκτόνησε η μητέρα τους, αιτία που έχει να κάνει με τον IRA και τις βομβιστικές του επιθέσεις. Νιώθοντας ολοένα και πιο εχθρικό τον περίγυρό τους, πώς θα καταφέρουν να αντεπεξέλθουν οι δύο γυναίκες; Δυνατό δράμα είναι αυτό, που κουβαλάει και το λυπητερό γεγονός πως η κοπέλα που υποδύεται την Κέλι, η ηθοποιός Nika McGuigan, πέθανε πέρυσι στα 33 της χρόνια μετά από πολύχρονη μάχη με την λευχαιμία. Η δύσκολη κατάσταση στο νησί αντανακλάται στη δύσκολη σχέση των αδελφών μεταξύ τους και με τον μικρόκοσμο της πόλης τους. Μιας πόλης όπου παντού βλέπεις συνθήματα για μία, ενωμένη Ιρλανδία, ενώ μέσα στην ταινία ακούγονται και προβληματισμοί για τις επιπτώσεις του Brexit και το πόσο δύσκολο θα είναι να υπάρχουν «σκληρά» σύνορα. Πολύ καλές οι ερμηνείες, ενδιαφέρουσα η λύση, αξιόλογο ντεμπούτο. 

Το Honeymood της Ισραηλινής Talya Lavie είναι μία από τις ελάχιστες κωμωδίες που έχουμε δει ως τώρα στο φεστιβάλ. Είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας κι έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Τραϊμπέκα. Η Έλενορ και ο Νόαμ μόλις έχουν παντρευτεί, το γλέντι του γάμου έχει τελειώσει, είναι εξαντλημένοι κι έτοιμοι για την πρώτη νύχτα του γάμου, σε δωμάτιο πανάκριβου ξενοδοχείου της Ιερουσαλήμ, που πλήρωσε ο πατέρας του Νόαμ. Η Έλενορ βρίσκει το δώρο της πρώην του Νόαμ και «κολλάει». Θέλει να της το επιστρέψουν, εκείνη τη στιγμή, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα! Ο Νόαμ προσπαθεί να αντισταθεί. Και τελικά οι δυο τους ζουν μια εντελώς σουρεαλιστική νύχτα. Στα χαρτιά, ωραίο ακούγεται όλο αυτό, έτσι; Έλα όμως που η ανοχή μου σε τέτοιου είδους συμπεριφορές, όπως αυτή της Έλενορ, είναι πολύ μικρή. Και η ταινία, αντί να με κάνει να γελάσω, με εκνεύρισε. Ακούς εκεί, να με κουβαλάει τώρα η τρελέγκω ξημερώματα στην πρώην μου, για να της επιστρέψω το δώρο της, επειδή της φάνηκε... κάπως! Κόλλημα. Θα με πεις, ταινία είναι, επιτρέπεται. Θα σε πω, μπααααα. Όσο όμορφη κι αν είναι η Έλενορ, όσο ενδιαφέρον είναι να βρίσκεσαι δίπλα σε άνθρωπο έξω από τα συνηθισμένα, με τον οποίο δεν θα βαρεθείς ποτέ, ο παραλογισμός με βγάζει έξω από το safety zone. Δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω στην πραγματική μου ζωή, δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω στο σινεμά. Οπότε, από εμένα όλο αυτό το χαριτωμένο, με την υστερία και την πληθώρα στερεοτύπων, είναι όχι. 

Το Λάγος είναι η πρωτεύουσα της Νιγηρίας. Είναι η μεγαλύτερη πόλη της χώρας, η μεγαλύτερη πόλη της Αφρικής και μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου! Ο πληθυσμός της φτάνει τα 24 εκατομμύρια κατοίκους (!!!) στην μητροπολιτική της περιοχή, μαζί με όλα της τα περίχωρα! Στο Λάγος λοιπόν διαδραματίζονται τα γεγονότα της ταινίας This Is My Desire (Eyimofe) των (δίδυμων) αδελφών Arie και Chuko Esiri. Από τη μία βλέπουμε τον ηλεκτρολόγο Μόφε, που θέλει να φύγει και να πάει στην Ισπανία και από την άλλη την κομμώτρια Ρόσα, που θέλει να φύγει και να πάει στην Ιταλία. Μέσα στα 24 εκατομμύρια συμπολιτών τους, θα βρεθούν στιγμιαία σε ένα νοσοκομείο. Και οι δύο θέλουν να ξεφύγουν. Και οι δύο καλούνται να αντιμετωπίσουν καταστάσεις που τους ξεπερνάνε. Θα αντεπεξέλθουν; Το ξέρατε ότι γυρίζονται κάθε χρονιά περί τις 1000 ταινίες στη Νιγηρία; Φτηνές παραγωγές για άμεση κατανάλωση από το εγχώριο κοινό. Σπάνια ταινία από τη συγκεκριμένη αφρικανική χώρα προβάλλεται σε φεστιβάλ. Τούτη εδώ έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στην περασμένη Berlinale και αποτελεί ντεμπούτο σε μεγάλου μήκους για τα δίδυμα. Η ταινία κυλάει παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να είναι πιο σφιχτή σε ρυθμό και λιγότερο απλωμένη σε ήσσονος σημασίας γεγονότα. Οι δύο κεντρικοί ήρωες βιώνουν τρομερές καταστάσεις. Αλλά η ζωή συνεχίζεται! Μου άρεσε που στην ταινία απομυθοποιείται πλήρως ο θάνατος και αποδραματοποιείται η... άδικη μοίρα και το κακότυχο ριζικό. Και το φινάλε είναι θετικό και αισιόδοξο. Μια χαρά. 

Το χωριό Vitorazsko βρίσκεται στα σύνορα ανάμεσα στην Αυστρία και την Τσεχοσλοβακία. Το χωριό «άλλαξε» χέρια μέσα στο διάβα της Ιστορίας. Πολλοί από τους κατοίκους του νιώθουν περισσότερο Αυστριακοί, παρά Τσέχοι ή Σλοβάκοι. Γενικώς, ένα πρόβλημα (εθνικής κι όχι μόνον) ταυτότητας, το έχουν. Στην ταινία Shadow Country (Krajina ve stínu) του Τσέχου Bohdan Sláma βλέπουμε τι συμβαίνει στο χωριό και τους κατοίκους του μέσα σε χρονικό διάστημα 15 χρόνων, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Με τάση στην κτηνωδία, από ανθρώπους που είναι γείτονες, έτσι; Και μια ραπτομηχανή, εκεί, στο κέντρο, να αλλάζει ιδιοκτήτες και να γίνεται μήλον της έριδας. Με εντυπωσιακή, ασπρόμαυρη φωτογραφία θέτει το πολύ ενδιαφέρον ερώτημα «who are we and where do we belong?». Το θέμα είναι πως, κατά τη γνώμη μου εξισώνει τον φασισμό με τον κομουνισμό, ρίχνοντας νερό στο μύλο των θιασωτών της θεωρίας των δύο άκρων. Αυτά δεν είναι ωραία πράγματα.

The Intruder (El Prófugo) 64th BFI London Film Festival 2020

Argentina ole!

Από τις πιο ενδιαφέρουσες εθνικές κινηματογραφίες τα τελευταία χρόνια είναι εκείνη της Αργεντινής. Δύο ξεχωριστά δείγματα αργεντίνικου κινηματογράφου είδαμε στο LFF. Αρχικά, ας μιλήσουμε για το The Intruder (El Prófugo) της Natalia Meta. Δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα. Παρακολουθούμε την Ινές, μια νεαρή γυναίκα, η οποία δουλεύει δανείζοντας τη φωνή της σε μεταγλωττίσεις ταινιών, ενώ είναι και μέλος χορωδίας. Μετά από ένα τραυματικό γεγονός κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τον σύντροφό της, αρχίζει να μπερδεύει το αληθινό με το φανταστικό και δεν μπορεί να ξεχωρίσει πότε είναι ξύπνια και πότε ονειρεύεται. Μια γηραιότερη συνάδελφός της θα την προειδοποιήσει: αυτό που βιώνει είναι μια... εισβολή. Και είναι στο χέρι της να την αντιμετωπίσει. Θέλει όμως πίστη και κουράγιο. Πολύ ενδιαφέρουσα τούτη η ταινία, που έχει κάτι από το ντεπαλμανικό «Blow Out» και κάτι από το απρόβλητο εμπορικά στην Ελλάδα «Berberian Sound Studio». Έχοντας σε δυνατούς ρόλους τον Nahuel Pérez Biscayart (από το «120 χτύποι το λεπτό») και την αλμοδοβαρική Cecilia Roth, η ταινία συστήνεται ως μεταφυσικό θρίλερ. Σε κάνει να θυμάσαι το (πολύ καλύτερο) «Αόρατος βιαστής» του Sidney J. Furie, παίζει πανέξυπνα με την ηχητική μπάντα και στο τέλος σου κάνει μια θεϊκή γυριστή, κλείνοντας με έναν πολύ αισιόδοξο τρόπο μέσα στη μοιρολατρία του αλλά και σε κόντρα μαζί της. Παράξενο φιλμ, ωραία παράξενο. 

Η δεύτερη ταινία από την Αργεντινή είναι το A Common Crime (Un crimen común) του Francisco Márquez. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το «Η μεγάλη νύχτα του Φρανσίσκο Σάνκτις», που είδαμε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2016 και ήταν να βγει και εμπορικά στις αίθουσες, αλλά αν θυμάμαι καλά, δεν βγήκε ποτέ – μπορεί όμως και να μην θυμάμαι καλά. Έκανε και αυτή την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου – στο τμήμα «Πανόραμα» αυτή. Η Σεσίλια είναι μια διαζευγμένη γυναίκα, που μεγαλώνει μόνη της τον πιτσιρικά γιο της. Διδάσκει Οικονομία και είναι να πάρει προαγωγή στα κοντά. Μιλάει με γνώση και σεβασμό για την μαρξιστική θεωρία, για τον Αλτουσέρ, για πράγματα σπουδαία και μεγάλα. Είναι μια αστή, που δεν είναι ξεκομμένη από την κοινωνία. Η Νέμπε είναι η οικιακή της βοηθός, που είναι και λίγο κάτι σαν παραμάνα για τον πιτσιρίκο γιο της Σεσίλια. Η Νέμπε είναι μητέρα του Κέβιν, ενός νεαρού ενήλικα, ο οποίος έχει τραβήγματα με την αστυνομία, για πολιτικούς λόγους. Μια νύχτα με καταιγίδα, ο Κέβιν χτυπάει την πόρτα της Σεσίλια. Εκείνη, όμως, δεν του ανοίγει. Όταν ο Κέβιν βρίσκεται την επόμενη ημέρα νεκρός, η Σεσίλια θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της απόφασής της, να μην του ανοίξει την πόρτα. Και ναι, είναι σαν η Σεσίλια να είναι το θηλυκό αντίστοιχο του Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, του ήρωα από την «Πτώση» του Καμί, ενός μορφωμένου και «σωστού» ανθρώπου, που όταν μια νύχτα ακούει μια γυναίκα να πέφτει στα νερά ενός ποταμού, δεν κάνει τίποτε για να τη σώσει. Και βέβαια, καταρρέει κάτω από το βάρος της μη αντίδρασής του. Ο Márquez έχει την ευτυχία να διαθέτει ως πρωταγωνίστριά του την Elisa Carricajo, που δίνει μια καταπληκτική ερμηνεία. Μια σπουδαία ταινία, που λογικά θα έχει τρομερή φεστιβαλική καριέρα.

Bloody Nose, Empty Pockets 64th BFI London Film Festival 2020

Και τα ντοκιμαντέρ

Είδαμε και αρκετά ντοκιμαντέρ αναλογικά. Η αλήθεια είναι πως σαν το «The Painter and the Thief» δεν ήταν κανένα. Ας πούμε το Stray της γεννημένης στο Χονγκ Κονγκ, Elizabeth Lo, μας παρουσιάζει τη ζωή κάποιων αδέσποτων σκύλων, που περιφέρονται στους δρόμους της Πόλης. «Οι γάτες της Κωνσταντινούπολης» έφτιαξαν μόδα φαίνεται. Πάντως, σε σχέση με το ανάλογο ελληνικό «Οι άγνωστοι Αθηναίοι», το «Stray» είναι σαφώς πιο καλογυρισμένο και πιο φωτογενές, νομίζω όμως πως η Αντωνίου έκανε πολύ πιο ουσιαστική δουλειά στο ντοκιμαντέρ της. Η Lo προσπαθεί πιεστικά να κάνει παραλληλισμό ανάμεσα στα αδέσποτα σκυλιά και μια σειρά από άστεγα παιδιά από τη Συρία. Πιεστικά, όχι πειστικά. 

Το One Man and His Shoes του Βρετανού Yemi Bamiro, που ζει στο Λονδίνο, είναι ένα ντοκιμαντέρ για τα... Air Jordan! Για τα εμβληματικά sneakers, που έμελλε να αποτελέσουν μέρος της ποπ κουλτούρας. Το ντοκιμαντέρ μας δείχνει την έμπνευση ενός μεσαίου στελέχους της Nike να ποντάρει στον άγνωστο εν πολλοίς και στα πρώτα βήματα της καριέρας του Michael Jordan, που ανέβασε την εταιρία στην κορυφή, καθώς ξεπέρασε το μονοπώλιο της Converse. Βλέπουμε τις μυθικές διαφημίσεις που γύρισε ο Spike Lee για τα παπούτσια. Και βλέπουμε και τις τραγικές συνέπειες της επιτυχίας των παπουτσιών αυτών, η απόκτηση των οποίων έχει οδηγήσει μέχρι και σε δολοφονίες! Βλέπεται με ενδιαφέρον και είναι από τα ντοκιμαντέρ που παίρνουν ένα θέμα και διαφωτίζουν τον θεατή σφαιρικά πάνω σε αυτό. 

Το πιο ενδιαφέρον από τα τρία φιλμ αυτού του τμήματος είναι εκείνο με τίτλο Bloody Nose, Empty Pockets των αδελφών Bill Ross IV και Turner Ross. Βλέπουμε τις 24 τελευταίες ώρες λειτουργίας ενός μικρού, παρακμιακού μπαρ στο Λας Βέγκας ονόματι «The Roaring 20s», με θαμώνες να εξομολογούνται πράγματα όπως «Οι πιο πολύ γίνονται αλκοολικοί και καταστρέφουν τη ζωή τους. Εγώ την κατέστρεψα πριν γίνω αλκοολικός». Τέτοια. Εντωμεταξύ, το μπαρ δεν υπάρχει, τα γυρίσματα έγιναν στη Νέα Ορλεάνη και οι θαμώνες είναι εν πολλοίς ηθοποιοί, οι οποίοι παίζουν τον... εαυτό τους, ενώ το (φτηνό) αλκοόλ ρέει (και πίνεται) άφθονο. Σαν να βλέπουμε στημένο τηλεοπτικό reality ένα πράγμα. Κι όμως, όλο αυτό βγάζει μιαν αυθεντικότητα και μιαν ανθρωπιά που σε συναρπάζει πραγματικά! Και μερικά πράγματα από αυτό που λέγονται, γουάου, σε στέλνουν. Ωραιότατον.

Θόδωρος Γιαχουστίδης

64th BFI London Film Festival 2020