Top Gun: Maverick Poster ΠόστερTop Gun: Maverick
του Joseph Kosinski. Με τους Tom Cruise, Miles Teller, Jennifer Connelly, Jon Hamm, Glen Powell, Lewis Pullman, Ed Harris, Val Kilmer.

Highway to the Danger Zone
του zerVo (@moviesltd)

Ορόσημο! Καμία άλλη έννοια δεν μπορώ να βρω να ταιριάζει καλύτερα στον κινηματογραφικό μύθο του Top Gun. Αφού πέρα και εκτός της σαρωτικής του εμπορικής επιτυχίας πρόκειται για το φιλμ που: Γέννησε τον μεγαλύτερο χολιγουντιανό αστέρα των πρόσφατων σαράντα χρόνων, ανέδειξε το ταλέντο ενός τεράστιου action σκηνοθέτη όπως ο Tony Scott, εδραίωσε στον θρόνο του παραγωγικού Μίδα τον Jerry Bruckheimer, καθόρισε το πατρόν που πάνω του ζωγραφίστηκαν οι περισσότερες και καλύτερες περιπέτειες δράσης, άντε, έκανε και μόδα παγκόσμια, εκείνα τα γυαλιά ηλίου, που δεν κρατάνε σκελετό ίσιο, πάνω από δυο μέρες. Τέτοια ορόσημα, γνώμη μου είναι, δεν τα ακουμπάς. Ποτέ! Κι αν το κάνεις οφείλεις να είσαι τρομακτικά προσεκτικός. Ώστε να σεβαστείς, κυρίως, το γεγονός πως για κάποιους ο όρος Top Gun, είναι συνώνυμος με ένα τεράστιο κομμάτι των νιάτων τους.

Top Gun: Maverick Quad Poster
Ιεραρχικά μπορεί να μην έκανε την καριέρα που κάποτε οραματιζόταν, ο Σμηναγός Πιτ "Μάβερικ" Μίτσελ, ως ο κορυφαίος στην σειρά του πιλότος της Αμερικάνικης Αεροπορίας Ναυτικού, ποτέ του δεν μετάνιωσε όμως για την απώλεια των γαλονιών, έχοντας φροντίσει να τα ανταλλάξει με την δυνατότητα του να δοκιμάζει πρώτος, κάθε καινούργιο και υπερσύγχρονο, μαχητικό αεροσκάφος. Έχοντας διαρκώς την έμπρακτη συμπαράσταση του πάλαι ποτέ συμμαθητή του και νυν Διοικητή των Δυνάμεων του Ειρηνικού, Ναυάρχου Τομ "Άισμαν" Καζάνσκι, που γνωρίζοντας καλά τις κορυφαίες πτητικές του ικανότητες, έστω και σε προχωρημένη ηλικία, θα τον επιλέξει για μια ακόμη επικίνδυνη, έως και αδύνατη, μυστική αποστολή.

Αναθέτοντας του την εκπαίδευση της καινούργιας μοίρας των πιλότων Τοπ Γκαν, προκειμένου να σταλούν σε έδαφος εχθρικό για να καταστρέψουν τις στρατιωτικές βάσεις που είναι αποθηκευμένες τεράστιες ποσότητες απεμπλουτισμένου, που απειλούν την ασφάλεια της Αστερόεσσας. Υποχρέωση του Μάβερικ είναι να εκπονήσει το πλάνο της επίθεσης και να το καταστήσει σαφές στους ατίθασους διαδόχους του, συγκροτώντας τους ως μια ομάδα, ως σώμα ένα. Οι δυσκολίες για εκείνον θα κάνουν την εμφάνιση τους πολύ νωρίς, καθώς μεταξύ των νεαρών άσων, βρίσκεται και ο Υποσμηναγός Μπράντλει "Ρούστερ" Μπράντσο, γιος του πάλαι ποτέ καλύτερου του φίλου και συνεργάτη, "Γκουζ", που άδοξα χάθηκε στο πεδίο της μάχης. Πριν ακριβώς τριάντα έξι χρόνια...

Δεν μου χρειάστηκαν παρά ελάχιστα λεπτά της ώρας για να κατανοήσω πως ο σινεμάς ξανά, με έβαλε μέσα σε εκείνη την μαγική κάψουλα, που θα με ταξιδέψει με την θέληση μου μέσα στον παρελθοντικό χρόνο. Ήταν αρκετό να νιώσω την χροιά της φωνής του Kenny Loggins, στο ίντρο τραγούδι σήμα κατατεθέν της μαρκίζας και να κόψω τον Πιτ να κοντράρει στα ίσα με την Καβάσω του, το αεριωθούμενο που απογειώνεται στο φόντο. Με κοστούμι σύγχρονο όμως κι όχι μπαγιατίλα. Το F14 Τόμκατ του χθες, τόσο καιρό μετά, έχει μετεξελιχθεί σε F18 Χόρνετ του απόψε. Κι αν για τον αδαή ή έστω τον ελάχιστα σχετικό αυτή η εξελικτική πορεία των πολεμικών α/φών δεν λέει και πολλά πράγματα, μιας και ενδεχόμενα όλα παρόμοια του μοιάζουν στην όψη, δεν συμβαίνει το ίδιο για τον κεντρικό ήρωα, που δεν χαμπαριάζει τίποτα, φτάνοντας τα μεταλλικά αυτά παιχνίδια στα άκρα τους. Δέκα μισό μαχ κι έχει ακόμη τζόγο να γράψει το κοντέρ! Με τέτοια συμπεριφορά και πολύ σου είναι που έφτασες τον βαθμό του κάπτεν...

Από την άλλη όμως και όχι! Αδικία! Ο ατίθασος Μάβερικ δεν υπήρξε απλά μια φορά κι έναν καιρό ο καλύτερος πιλότος της Naval Force. Ο ασύμμετρα, με την αληθινή αξία του, ονομαστός Μάβερικ, είναι ο καλύτερος πιλότος της Naval Force, ever! Και φυσικά δίχως εκείνον στην κορυφή του σμήνους, καμία αποστολή δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας, οι νέοι αστέρες των μονοθεσίων, οφείλουν να αρκεστούν σε ρόλο υποστηρικτικό. Δόξα και τιμή στην σειρά των 50φεύγα λοιπόν, από έναν τύπο που όσο μπόι του λείπει, άλλο τόσο στην καρδιά του κρύβει έναν δράκο, αρνούμενο να ηττηθεί στην ανοιχτή κόντρα με τον πανδαμάτορα.

Η αφήγηση από τη μεριά της, που πολύ προσεχτικά φροντίζει να μην ονοματίσει κανέναν οχτρό, άλλωστε η Αμέρικα έχει μπόλικους από δαύτους για να επιλέξουμε εμείς από μόνοι μας το ID του, δεν βιάζεται πόντο να αναδείξει την εικόνα του θρύλου της πιλοτικής. Αντίθετα, το γνωρίζει κι ίδιος, τον ξεκινά από χαμηλά, σχεδόν τον ισοπεδώνει στα μάτια των πάντων. Μισό σιρίτι στην στολή, ένεκα εκκεντρικής περσόνας, αυτόν διαλέγουν όμως οι Πεντάγωνοι όποτε δουν τα σκούρα. Παρίας και γεροντάκι που τον πετούν έξω σηκωτό από την παμπ οι νεοσσοί, μόνον αυτός όμως θα τους πει λόγια που δεν τα γράφει κανένα εγχειρίδιο πτήσης. Παρείσακτος και αναγκαίο δεινό για τους αξιωματούχους, που δεν μπορούν να ξεφορτωθούν την παρουσία του, εκείνος όμως θα αρπάξει το στελθ για να σκιτσάρει το μοναδικό σχέδιο δράσης, που θα οδηγήσει την αποστολή στην επιτυχία.

Θεματικά, με περιφερειακές εμβόλιμες παρενθέσεις, η ομάδα των σεναριογράφων, με ευρηματική μέθοδο καταφέρνει να παντρέψει επιτυχώς το χθες με το σήμερα. Ο γιος του K.I.A. κολλητού, που ξεχωρίζει από την φράξια των ρούκις, ζωντανεύει και πάλι την θύμηση της απώλειας. Να επιλεγεί για το μεγάλο ρίσκο ή να προστατευτεί μένοντας στον πίσω πάγκο του αεροπλανοφόρου, ως αναπληρωματικός? Υπέροχη, ξανά, η υποστηρικτική γραμμή, του ταλαντούχου Miles Teller, που σιγοντάρει σαν έτοιμος από καιρό τον Maverick. Από την άλλη μεριά, ο νεμεσιακός στις κόντρες των νιάτων, αλλά και κυματοθραύστης στην πορεία, κάθε φοράς που η υπηρεσία θα έβαζε στο στόχαστρο τον ιδιότροπο Μιτς, επιστρέφει με την ίδια μορφή του κάποτε. Και πόση συγκίνηση αναδύει η αδελφική συνάντηση του καριερίστα με τον ασυμβίβαστο, όταν στο πόστο του πρώτου, ο σπουδαίος Val Kilmer, παίζει τον ίδιο του τον εαυτό, προβάλλοντας τον δαίμονα που του κατατρώγει το κορμί εδώ και χρόνια. Πολύ δυνατή στιγμή αποχαιρετισμού. That Loving Feeling...

Με την McGillis αποσυρμένη στον οίκο ευγηρίας από πριν το μιλένιουμ, η παραγωγή έξυπνα τοποθέτησε ως αντικείμενο του πόθου στο πλευρό του πιλότου, την αειθαλούς ομορφάδας Jennifer Connelly, για να αποδώσει την ιδιοκτήτρια του μπαρ πλάι στην μονάδα. Όχι ασύνδετα και κουτουρού με το παρελθόν, αφού η ερωτική σπίθα μεταξύ τους προϋπάρχει, απόταν την πρωτογνώρισε ο Μιτς, θυγατέρα διοικητού σε μοίρα που υπηρετούσε. Πολύ καλό το δέσιμο, δίνει μια απαιτούμενη ζωντάνια στα συνδετικά, αναμεσίς των πτήσεων πλάνα, σπάζοντας με μια πιπεράτη και γλαφυρή ιδέα, την πιθανή μονοτονία των αερομαχιών.

Και λέω πιθανή, γιατί δεν μπορώ να σκεφτώ πως μπορεί κάποιος θεατής να μην νιώσει την ανάσα του να κόβεται, θαρρώντας τα Χόρνετς να σκίζουν τους αιθέρες, επιχειρώντας επιδέξια ζιγκ ζαγκ στα γκρεμιλίκια και βουτιές προς το έδαφος με ταχύτητες ιλιγγιώδεις. Όταν δε εμφανιστούν τα...Μιγκ του αντιπάλου και το πανηγύρι ζωντανέψει, τότε το σασπένς χτυπάει κόκκινο, η αδρεναλίνη εκτοξεύεται μαζί με τα τσαφς του αντιπερισπασμού και μαζί της η λογική αγωνία: Λες να έχουμε κι εδώ παρόμοια απώλεια με εκείνη του Μπράντσο του πρεσβύτερου? Που πόσο νοσταλγικά μας τον θύμισε (λες και τον λησμονήσαμε...) το φλασμπάκ από το ορίτζιναλ, με την μορφή του Anthony Edwards, στην αγκάλη της Meg Ryan, κούκλα και κείνη, στα μικράτα της.

Εντέλει, εκεί που ένιωθα ανασφαλής, για το αχρείαστο της ύπαρξης αυτού του σίκουελ, βρέθηκα στην ακριβώς απέναντι όχθη, να ευχαριστώ τον ντιρέκτορα Kosinski και τους συν αυτώ, επειδή μας σέρβιραν την συνέχεια που τόσο είχαμε ανάγκη. Καλύπτοντας και το παραμικρό κενό εξιστόρησης τόσων χρόνων, εισάγοντας στην πλοκή πρόσωπα που έχουν να προσφέρουν πολλά, στήνοντας μια υπόθεση που δεν την λες και πρωτότυπη, αλλά ούτε και αντιγραφή. Προσέχοντας υπερβολικά το σύνολο να μην παρασυρθεί από την τελειότητα των υπερσύγχρονων ειδικών εφέ, αλλά να παραμείνει πιστό στην εντυπωσιακή, υπερβολική, πλην μελοδραματική κινηματογραφική συνταγή των 80s. Που τόσο πολύ την έχει υποθάλψει το Χόλιγουντ, για χάρη του χείμαρρου των ανά μήνα σινεκομικών, ανακυκλωτικών της ψευτίλας, εκδόσεων. 

Στήνοντας συνάμα έναν ύμνο στον αγέρωχο, αγέραστο, αιώνιο έφηβο Tom Cruise, που στα σιμά εξήντα του, δεν επιθυμεί απλά να δειχτεί ως ο κάποτε πρώτος, αλλά ο παντοτινός! Τον ζηλεύεις! Και τον θαυμάζεις ταυτόχρονα, καθώς σε πείθει και μάλιστα άνετα, όσο κι αν αυτό φαντάζει αφάνταστα ακραίο, πως τα Μαχ για την πάρτη του, μπορεί να φτάσουν μέχρι και...τριψήφια! Καπέλο ψηλά! Το Top Gun είναι ξανά εδώ. Κι ο Maverick αντάμα του, μαχητικότερος από ποτέ, πανέτοιμος να πάρει για ακόμη μια φορά, our breaths away!

Top Gun: Maverick Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Μαιου 2022 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Νύχτα της φωτιάς (Noche de fuego / Prayers for the Stolen) Poster ΠόστερΝύχτα της φωτιάς
της Tatiana Huezo. Με τους Ana Cristina Ordóñez González, Marya Membreño, Mayra Batalla, Norma Pablo, Eileen Yáñez, Memo Villegas.


"Βάλτε φωτιά, κάψτε καλά..."
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Βρες το φως στο σκοτάδι

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας της έμπειρης ντοκιμαντερίστριας Tatiana Huezo. Η Huezo γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1972 στο Σαν Σαλβαδόρ του Ελ Σαλβαδόρ και οι ρίζες της – εκτός από το Ελ Σαλβαδόρ – κρατάνε και από το Μεξικό. Σπούδασε στο Κέντρο Κινηματογραφικής Εκπαίδευσης του Μεξικού και πήρε το μεταπτυχιακό της στην Βαρκελώνη. Εκτός από σκηνοθέτιδα, η Huezo έχει δουλέψει ως διευθύντρια φωτογραφίας σε μια σειρά από ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους.

Νύχτα της φωτιάς (Noche de fuego / Prayers for the Stolen) Poster Πόστερ Wallpaper
Η συγκεκριμένη ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο παράλληλο του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα», όπου τιμήθηκε με Ειδική Μνεία. Από εκεί και πέρα έλαβε μέρος σε μια σειρά από φεστιβάλ ανά την υφήλιο, κερδίζοντας μπόλικα βραβεία. Στην Ελλάδα η ταινία έκανε την πρεμιέρα της λαμβάνοντας μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας», όπου τιμήθηκε με το βραβείο Χρυσή Αθηνά καλύτερης ταινίας. Τέλος, αποτέλεσε την επίσημη πρόταση του Μεξικού για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Η υπόθεση: Σε ένα μικρό, απομονωμένο χωριό χτισμένο μέσα στα καταπράσινα βουνά του κεντρικού Μεξικού, οι άντρες παραγωγικής ηλικίας είναι σχεδόν ολοκληρωτικά απόντες. Το χωριό κατοικείται από γυναίκες, μητέρες και τα νεαρά παιδιά τους. Η οχτάχρονη Άνα μεγαλώνει μαζί με τη μητέρα της, τη Ρίτα: ο μπαμπάς της έχει φύγει στις ΗΠΑ αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Υποτίθεται πως και η ζωή της Άνας και της Ρίτας θα βελτιωνόταν, αλλά τα χρήματα που περιμένουν από τον ξενιτεμένο δεν τα λαμβάνουν ποτέ. Η επικοινωνία με τον έξω κόσμο είναι πολύ δύσκολη, καθώς το σήμα της κινητής τηλεφωνίας δεν είναι καθόλου καλό στην περιοχή. Υπό... κανονικές συνθήκες, οι περισσότεροι εργάζονται στο ορυχείο της περιοχής. 

Οι συνθήκες, όμως, δεν είναι κανονικές εδώ και πολύ καιρό. Καρτέλ ναρκωτικών έχει φυτείες με παπαρούνες (Μήκων η υπνοφόρος) στις πλαγιές των βουνών, μέσω των οποίων μαζεύουν την πρώτη ύλη για να παράξουν ηρωίνη. Βία και διαφθορά είναι καθημερινότητα στην περιοχή. Όταν ραντίζουν με δηλητήριο μέσω ελικοπτέρων της πλαγιές, για να προστατέψουν τις φυτείες, οι υπάλληλοι των καρτέλ δεν νοιάζονται για τους ανθρώπους που ζουν εκεί. Γενικώς, δεν νοιάζονται για τους ανθρώπους. Κι από καιρού εις καιρόν, μπαίνουν άνετοι στα σπίτια των χωρικών για να αρπάξουν νεαρά κορίτσια, των οποίων η «τύχη» μετά είναι προδιαγεγραμμένη... Η Ρίτα, όπως όλες οι μητέρες του χωριού, κουρεύουν τις κόρες τους αγορίστικα για να τις προστατέψουν, ενώ φτιάχνουν και αυτοσχέδιες κρυψώνες. Η Άνα, όπως και οι συνομήλικες φίλες της (με τις οποίες προσπαθούν να επικοινωνήσουν «με το μυαλό») δεν καταλαβαίνουν τον λόγο για τον οποίο γίνονται όλα αυτά. Στα 15 της χρόνια, όμως, η Άνα θα καταλάβει...

Η άποψή μας: Το Μεξικό είναι... κινηματογραφομάνα. Διαθέτει ανθρώπους με κινηματογραφική παιδεία και παράγει όλη την γκάμα των προϊόντων κινούμενης εικόνας. Οι Μεξικάνοι παράγουν από τηλενουβέλες μέχρι φεστιβαλικές ταινίες, πιάνοντας συνήθως υψηλές επιδόσεις. Η κινηματογραφική βιομηχανία των ΗΠΑ μπολιάζεται ολοένα και συχνότερα με νέο αίμα, με ταλέντα από τη γείτονα χώρα, τόσο μπροστά όσο και πίσω από την κάμερα. Τα μεγάλα ονόματα αναγνωρίζονται παγκοσμίως και από πίσω η δεξαμενή δεν στερεύει ποτέ. Για κάθε Iñárritu υπάρχει μια Fernanda Valadez (σκηνοθέτιδα του λατρεμένου «Χαρακτηριστικά γνωρίσματα») για κάθε Cuarón υπάρχει μια Tatiana Huezo. 

Η θητεία της Huezo στο ντοκιμαντέρ είναι εμφανής στη συγκεκριμένη ταινία – και για καλό αλλά και για... κακό. Πιάνει απίστευτες λεπτομέρειες και σπάει την αφήγησή της για να μας παρουσιάσει τη Φύση σε όλο της το μεγαλείο. Η αντίστιξη έχει αποτέλεσμα: μέσα στην υπέροχη και ευρισκόμενη σε ισορροπία φύση, υπάρχει ο άνθρωπος και... the evil than man do. Η σκηνοθέτιδα ξέρει να αφηγείται με εικόνες, δεν τα πάει όμως και τόσο καλά με την αφήγηση με τον λόγο. Οι μυθοπλαστικοί κανόνες δεν ακολουθούνται προς απογοήτευση του θεατή. Υπάρχουν μπόλικες σεναριακές τρύπες κι αρκετές σκηνές, που δεν βγάζουν ακριβώς νόημα. 

Ας πάρουμε ως παράδειγμα τη νύχτα της φωτιάς (στην κυριολεξία) που δίνει και τον τίτλο της ταινίας. Φτάνουν οι χωρικοί στο αμήν, βάζουν φωτιές, αντιστέκονται θαρρείς στους ναρκεμπόρους και τα τσιράκια τους, για να... φύγουν την επομένη; Κι αφού είναι τόσο δύσκολο να μένουν στο μέρος που μένουν (που είναι δύσκολο) γιατί δεν φεύγουν νωρίτερα; Περιουσία δεν έχουν, μόνο πόνο και δυστυχία βιώνουν. Γιατί δεν φεύγουν; Όταν μάλιστα το κάνουν τόσο... εύκολα τελικά; Χμ, ας είναι. Στην τελική, τα προτερήματα της ταινίας είναι περισσότερα από τα μειονεκτήματά της. 

Η Huezo έχει αυτοπεποίθηση και καταφέρνει να πλημμυρίσει την οθόνη με ρεαλισμό και αυθεντικότητα. Ναι, δεν σου είναι δύσκολο να πιστέψεις πως αυτοί οι άνθρωποι που παρακολουθείς στην ταινία ζουν πραγματικά εκεί, μέσα στο καταπράσινο δάσος κι ότι δεν είναι απλά ηθοποιοί, που κάνουν την δουλειά τους. Οι σκηνές του... τρύγου των παπαρούνων για το μάζεμα του οπίου είναι καθαρά ντοκιμαντερίστικες, προσδίδοντας ακόμα μεγαλύτερη αλήθεια στο φιλμ. Η βία του καρτέλ υπονοείται. Το «κακό» μένει εκτός κάδρου, κι αυτό το κάνει πολύ πιο απειλητικό από το αν παρουσιαζόταν in your face. 

Από την άλλη, αποφεύγεται ο φτηνός μελοδραματισμός και το misery porn, στο οποίο πολύ εύκολα θα μπορούσε να εξοκείλει το φιλμ. Τα πράγματα εντέλει θα ήταν πολύ καλύτερα αν δινόταν μεγαλύτερη σημασία στη δομή του σεναρίου, στα ανοιχτά του ζητήματα, στην κάλυψη των λογικών χασμάτων. Ας είναι. Υπάρχουν εξαιρετικές σκηνές. Εκείνη πχ της έκρηξης στο ορυχείο, που διαλύει (για λίγο) την ησυχία και την αρμονία του φορτίου. Η... επανάληψη της σκηνής με το πως στήνονται τα εκρηκτικά κτλ ας πούμε, περισσεύει – εκεί κυριαρχεί το ένστικτο της ντοκιμαντερίστριας. Η σκηνή με την προσπάθεια των κατοίκων του χωριού να πιάσουν σήμα στο κινητό της είναι αστεία και τραγική μαζί – σίγουρα σκηνή ανθολογίας. 

Η ενηλικίωση των κοριτσιών στις δύσκολες αυτές συνθήκες παρουσιάζεται με τρυφερότητα και αγαπησιάρικα. Θύματα επί δύο, αναγκάζονται να υπομείνουν τη φτώχεια και την ανέχεια από τη μια και την πατριαρχεία από την άλλη. Πρέπει να έχουν κοντά μαλλιά, να θυμίζουν αγόρια ή να έχουν μια σωματική παραμόρφωση (όπως το λαγόχειλο) για να... γλυτώσουν από την σωματεμπορία. Κι αναρωτιέσαι αν εντέλει η παραμόρφωση είναι εντέλει φοβερή ασπίδα προστασίας. Κι ότι ενδεχόμενη διόρθωσή της μπορεί να έχει μη επιθυμητές παρενέργειες. Όπως και να έχει, αυτή η προσευχή για όσες κοπέλες έχουν απαχθεί είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει κανείς. Μένει η συναδελφικότητα, το περίφημο solidarity. Και η Μνήμη. Και ο τρόπος που κάποιοι άνθρωποι δεν θα ξεχαστούν ποτέ, έτσι όπως μας δείχνει το υπέροχο φινάλε.

Νύχτα της φωτιάς (Noche de fuego / Prayers for the Stolen) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Μαΐου 2022 από την Mikrokosmos!
Περισσότερα... »

Τα Κορδόνια (Lacci / The Ties) Poster ΠόστερΤα Κορδόνια
του Daniele Luchetti. Με τους Alba Rohrwacher, Luigi Lo Cascio, Laura Morante, Silvio Orlando, Giovanna Mezzogiorno, Adriano Giannini, Linda Caridi, Francesca De Sapio.

Έχε το νου σου στα παιδιά!
του zerVo (@moviesltd)

Τρομερό δίλημμα, ε? Μακάρι κανείς και ποτέ να μην βρεθεί ξανά μπροστά σε αυτό το δύσκολο αδιέξοδο, μα έλα όμως που έτσι είναι ο άνθρωπος. Να επιλέξει λοιπόν το "μια ζωή την έχουμε" και να παρατήσει καταμόναχη πίσω του, την μέχρι τα χθες στεφανωμένη του με τα κουτσούβελα, κόβοντας μηνιάτικο διατροφής, τρέχοντας με μια βαλίτσα ρούχα στην αγκάλη της, μισών χρόνων του, συνήθως, μορφονιάς? Ή να σκεφτεί φρονιμότερα και να πράξει πιο υπεύθυνα, κάπως σαν "μια ζωή την είχαμε", λησμονώντας τις μπερμπαντοσύνες, πραγματοποιώντας το μεγάλο ριτόρνο στην εστία, εκεί που τον καρτερεί μια (τώρα θα δεις τι έχεις να πάθεις) σύζυγος, αλλά και δυο παιδιά που τον υπεραγαπούν? Άλυτα κορδόνια...

Τα Κορδόνια (Lacci / The Ties) Quad Poster
Φαινομενικά η μεσήλικη καθημερινότητα, στον ρυθμικό Ιταλιάνικο Νότο, του Άλντο και της Βάντα, μοιάζει ευτυχισμένη, καθώς αντρόγυνο από τα νεανικά τους χρόνια, ξοδεύουν τον χρόνο τους, φροντίζοντας τα λατρεμένα τους παιδιά. Κάτι οι συνεχείς νευρώσεις που οδηγούν σε ακραίες εκρήξεις από Εκείνη, κάτι που Εκείνος έχει ξεμυαλιστεί για τα μάτια της κούκλας υπαλλήλου του, θα οδηγήσουν την κατάσταση στο απροχώρητο. Ο Άλντο θα πάρει το ρίσκο να αφήσει πίσω το σπιτικό του, τραβώντας νέα ρότα για την πρωτεύουσα, όπου το ραδιοφωνικό πρόγραμμα που επιμελείται έχει μεγάλη απήχηση. Και συνάμα να συζήσει με το νέο του αμόρε, που νιώθει να τον ανανεώνει, εν αντιθέσει με τον πνιγμό που βιώνει στην ρουτίνα της Βάντα...

Κι έτσι ξεκινά το πέρα δώθε για τον όχι και τόσο αποφασισμένο σαραντάρη, που αναγκαστικά θα κάνει την διαδρομή Νάπολη - Ρόμα και πίσω, δυο τρεις φορές την εβδομάδα, προκειμένου να είναι τυπικός στις υποχρεώσεις του, κυρίως προς τα ανήλικα τέκνα. Από την δική της μεριά, η Κυρά, θα σπάσει κάθε πιθανό όριο παρανοϊκής αντίδρασης, πλησιάζοντας ακόμη και στο απονενοημένο διάβημα, μην τυχόν και αποσπάσει την τελική ψήφο του στεφανιού της. Κι όσο το διαζύγιο δεν εκδίδεται, τόσο το σερνικό βαλτώνει στις σκέψεις του, όσο και το θήλυ βυθίζεται στην κατάθλιψη. Την ώρα που η σαν τα κρύα νερά εξωσυζυγική νεαρά, θα αποκτήσει τις συνήθειες της επίσημης και θα θέσει λογικά τους δικούς της όρους. Αλλά και τα παιδάκια θα νιώσουν πως παρασύρονται από την αβεβαιότητα των γονιών τους, που δεν βρίσκουν το σθένος να κάνουν τις τελεσίδικες επιλογές τους.

Φυσικά και μια τέτοια ιστορία είναι βγαλμένη μέσα από τις μυριάδες παρόμοιες περιπτώσεις που μπορεί κανείς να αντικρύσει οπουδήποτε στον κόσμο. Αυτή την φορά το πεδίο δράσης της πλοκής είναι η Ιταλία, με το μεγαλύτερο κομμάτι της εξιστόρησης, να λαμβάνει χώρα στις αρχές της δεκαετίας των 90s, περίπου τριάντα χρόνια πριν. Η αφήγηση σε καμία περίπτωση όμως δεν ακολουθεί μια γραμμικότητα, καθώς η δεύτερη πράξη, μεταθέτει τον δείκτη στο σήμερα, επιχειρώντας να αναδείξει, μέσω συνεχών ακόμη και στιγμιαίων φλασμπάκ, τα συναισθηματικά κοντράστ των "ηρώων" της, συγκριτικά με τον δρόμο που διάλεξαν εντέλει στο μακρινό χθες.

Ενδιαφέρουσα μοιάζει η εργασία του αγαπημένου παιδιού της φεστιβαλικής Μόστρας, Daniele Luchetti, που για ακόμη μια φορά στην θεματική τους, ασχολείται με τα ζόρια μιας σύγχρονης, δυτικής φαμίλιας. Μέσα από διαλόγους αιχμηρούς, γλαφυρούς καμιά φορά, αλλά κυρίως βίαια επιθετικούς, αναδύεται ο θυμός κι η αγωνία, οι τύψεις και οι πληγές, που γεννήθηκαν την στιγμή που το αντρόγυνο αντιλήφθηκε πως το γυαλί όχι απλά ράγισε, μα έγινε χίλια κομμάτια. Ξανακολλά είναι το ερώτημα? Φυσικά και ξανακολλά, δεν χωράει κουβέντα. Ποτέ του όμως δεν θα ξαναγίνει διάφανο και καθάριο, πάντα στο τριγύρω του, ακόμη και μια ολάκερη ζωή κατοπινά, θα πλανάται η μελαγχολία των αναπάντητων γιατί. Γιατί με άφησε, γιατί δεν με άφησε? Γιατί έφυγα, γιατί δεν έφυγα?

Οι Ατζούροι σε αυτό το κινηματογραφικό είδος, της φαμιλιάρικης μουντάδας, που δεν έχει πάντως και την πρώτη πέραση στο κοινό, έχουν κάνει δική τους, ξέχωρη σχολή, βασισμένοι σε δύο πόλους. Στα ευρηματικά σενάρια, που αφήνουν πάμπολλα στοιχεία στην διακριτική φαντασία του θεατή και στις ερμηνείες των αστέρων, που έχουν αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο της παραδοσιακής φωτονοβέλας. Ξεχωρίζει ξανά και άνετα του συνόλου η Rohrwacher, ως η εύθραυστη παρατημένη γυναίκα που τσαλαπατιέται προκειμένου να κερδίσει την μάχη τους ανδρός, που τον αποδίδει ο Lo Cascio, χωρίς να πείθει κανέναν, ως ο διανοούμενος εραστής, που σφάζονται στην ποδιά του ολόφρεσκα κοριτσόπουλα. 

Στην αντιδιαστολή, οι ερμηνευτές που παίζουν τις δυο περσόνες σε προχωρημένη ηλικία (Morante και Orlando) άθελα τους μπερδεύουν τα πράγματα, αφού οι προσωπικότητες τους, ελάχιστα ομοιάζουν με εκείνες των νεότερων τους χρόνων. Ευτυχώς που ως από μηχανής Θεοί, σκάζουν τα ενήλικα πια τέκνα, ο Adriano Giannini και η (αγνώριστη, με διπλάσια κιλά από τα γνώριμα) Giovanna Mezzogiorno, που βάζουν κάπως τα πράγματα στην θέση τους, με μια έξυπνη στροφή, που οδηγεί στον επίλογο. Ενός ακόμη μακελειού, ίσως? Τα ερωτηματικά παραμένουν και η κουβέντα γύρω από το τι έπρεπε να γίνει, το τι συνέβη, το τι θα ήταν δίκαιο και τι ηθικό παίρνει μπροστά. Τα Κορδόνια, αν και όχι τόσο πρωτότυπα σε συλλογιστική, αυτό τον σκοπό τους τον πέτυχαν...

Τα Κορδόνια (Lacci / The Ties) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Μαιου 2022 από την Weird Wave!
Περισσότερα... »

Κώδικας: Εκδίκηση (The Protégé) Poster ΠόστερΚώδικας: Εκδίκηση
του Martin Campbell. Με τους Maggie Q, Michael Keaton, Samuel L. Jackson, Patrick Malahide, David Rintoul, Ori Pfeffer, Ray Fearon, Caroline Loncq, Robert Patrick.

La Femme...Anna
του zerVo (@moviesltd)

Μέσα της δεκαετίας του 90 ήταν, όταν αμέσως μετά την καταστροφή του Cutthroat Island, της ταινίας που έβαλε απρόσμενο λουκέτο στην κραταιά μπράντα της Carolco, ο σκηνοθέτης Renny Harlin επέστρεψε στην δράση με το περιπετειώδες θρίλερ, The Long Kiss Goodnight. Το φιλμ περιέγραφε την ιστορία μιας γυναίκας, δασκαλίτσας το επάγγελμα, που όμως χωρίς καν να το θυμάται, έχει περάσει την πιο εξαντλητική εκπαίδευση προκειμένου να εξελιχθεί σε φονικό όπλο, για χάρη των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ. Η αναφορά στο ενδιαφέρον αυτό ταινιάκι, δεν γίνεται τόσο διότι η πλοκή του ομοιάζει σημαντικά με του παρόντος,  μα γιατί τον ρόλο του προστάτη - μέντορα, υποδύεται και τότε και σήμερα ο φοβερός και τρομερός Sam Jackson. Ένας πραγματικός σούπερ σταρ του είδους, που δεν μπορώ με τίποτα να εξηγήσω, πως 26 ολόκληρα χρόνια μετά, είναι ίδιος και απαράλλαχτος. Σαν να μην έχει περάσει ούτε μισή ημέρα πάνω του! Απίθανο πραγματικά!

Κώδικας: Εκδίκηση (The Protégé) Quad Poster
Ντα-Νανγκ, Βιετνάμ 1991. Μέσα από την πύρινη κόλαση του μακελειού που μόλις προηγήθηκε και είχε σαν αποτέλεσμα μια γραμμή νεκρών, όλοι τους μέλη σπείρας του υποκόσμου, ο μισθοφόρος εκτελεστής Μούντι, θα σώσει μια τρομαγμένη, αλλά και αποφασισμένη παιδούλα, που είχε πέσει θύμα απαγωγής. Παίρνοντας την υπό την επίβλεψη του και δίνοντας της το όνομα Άννα, θα ταξιδέψει μαζί της ανά την υφήλιο, εκπαιδεύοντας την στην μάχη, εκτελώντας συνάμα συμβόλαια θανάτου.

Στις ημέρες μας, η Άννα, μόνιμη πλέον κάτοικος Λονδίνου, διευθύνει μια από τις πιο ονομαστές βιβλιοθήκες της πρωτεύουσας, που στις προθήκες της υπάρχουν εκατοντάδες σπάνιοι, όσο και πανάκριβοι τίτλοι. Επάγγελμα - προκάλυμμα καπνού, για την αληθινή της ιδιότητα, ως φονικό όπλο στο πλευρό του κηδεμόνα της. Η επιστροφή από το τελευταίο ταξίδι του διδύμου στο Βουκουρέστι, επιφυλάσσει μια δυσάρεστη έκπληξη για την πιστολέρο, καθώς εντελώς αναπάντεχα θα εντοπίσει το άψυχο σώμα του Μούντι, μετά από φονική ενέδρα που στήθηκε στην οικία του. Αναζητώντας τον υπαίτιο της δολοφονίας, θα πέσει πάνω στο όνομα του επιχειρηματία Λούκας Χέιζ. Μόνο που για να αποκαλύψει τα ίχνη του, αναγκαστικά θα πρέπει να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, ψάχνοντας τον στον υπόκοσμο της Νοτιοανατολικής Ασίας.

Από τον καιρό λοιπόν, που ο δαίμονας Luc Besson, έδωσε τον κλώτσο στο genre για να τσουλήσει, παρουσιάζοντας μας στην αλλαγή των 90s την εκρηκτική La Femme Nikita του, έχει κυλήσει μπόλικο νερό στο αυλάκι, με την συλλογή των female shooter movies να αριθμεί περισσότερες από τρεις ντουζίνες, άξιες αναφοράς, δημιουργίες. Στο δρόμο που χάραξε λοιπόν η καυτή Anne Parillaud και ασφαλτόστρωσαν ένα σωρό ακόμη όμοιες της, όπως η Nina, η Colombiana, η Ava, η Salt και η κορυφαία όλων τους Atomic Blonde, κινείται κι ετούτη εδώ η παραγωγή, που δεν αφήνει ούτε μισό κλισεδιάρικο τουβλάκι να πάει χαμένο στο κτίσιμο της δομής της.

Αρχής γενομένης με το διάνυσμα του μισού πλανήτη μέσα στο εισαγωγικό δεκάλεπτο, αφού η κάμερα βολτάρει από το παρελθοντικό φλασμπάκ πέριξ της Σαιγκόν, στην γειτονική μας Ρουμανία, για να καταλήξει στις όχθες του Τάμεση, έτσι για να αποκτήσει το πόνημα την απαιτούμενη Τζειμσμποντική αίγλη. Παλιά μου τέχνη κόσκινο για τον ντιρέκτορα Martin Campbell δηλαδή, υπαίτιο για τα δυο φιλμς παράδοσης - παραλαβής της μόστρας του 007 από τον Brosnan στον Craig (Goldeneye / Casino Royale). Μόνο που εδώ το πράγμα είναι σημαντικά διαφορετικό από το σίριαλ του νούμερο ένα κινηματογραφικού ήρωα και λάθη, φανφάρες και αστοχίες, δεν συγχωρούνται τόσο εύκολα.

Με διεύθυνση που εστιάζει περισσότερο στο στυλιζάρισμα (τύπου ανούσιου John Wick) των τίγκα στην πολεμική τέχνη πλάνων και λιγότερο στην πλοκή, το κόλπο αποξαρχής μοιάζει ξαναιδωμένο, μέχρι και μπαγιατεμένο. Η καταιγίδα του μοντάζ, φυσικά και δημιουργεί τις συνθήκες για πλάνα ταχύτατα και εντυπωσιακά, που δεν πετυχαίνουν ποτέ τους όμως να κλείσουν τις θεόρατες τρύπες του σεναρίου, ούτε να λύσουν εύλογες απορίες για κάποια από τα συμβάντα στο εκράν.

Τα περισσότερα αν όχι όλα εξ αυτών, περιστρέφονται γύρω από την αεικίνητη και αστραπιαία μορφή της θανατηφοόρας Άννα, που, οποία έκπληξη, προσφέρει μια ακόμη εκλεκτική συγγένεια στο σύνολο, ούσα εκείνη που υποδύεται την Nikita στην τηλεοπτική της εκδοχή. Και σύμφωνοι, μπορεί μπαμπάς της Maggie Q, έστω και θετός, μπορεί να οριστεί άνετα ο 72χρονος Jackson, που όπως προείπα ίδιος ακριβώς ήταν εμφανισιακά και στα 42 του, την εποχή του Pulp και του Die Hard. Αντί να διαλεχτεί από την παραγωγή ένας χωστός συνομήλικος της εξωτικής Χαβανέζας, την Νέμεση της, αλλά και το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου της, παίζει ένας ακόμη αστέρας, που η ηλικία του έχει το εφτάρι μπροστά στην διψηφία του. Είναι δυνατόν?

Στην φαντασία των διοργανωτών, όπως φαίνεται μάλλον ναι, εξού και επελέγη ο πιο γεράκος Μπάτμαν που υπάρχει, Michael Keaton, για να το παίξει εκτός από Ρίνγκο και γκόμινος, ώστε να ρίξει το κορίτσι με την μποτοξαρισμένη γοητεία του στο κρεβάτι. Έλεος! Μια χαρά θα μπορούσε να σταθεί ο γυαλισμένος Birdman ως ηγέτης της συμμορίας των οχτρών, άιντε και ως πεπειραμένος αρχιγκάνγκστερ, όχι να μοστράρεται και σαν φορτσάτος Κύριος Γκρέι. Ατόπημα που δεν καλύπτεται ποτέ, απουσία λογικής μορφής αντιπάλου, με συνέπεια στην τελική σκηνή του final conflict, τα στοιχήματα υπέρ της "Ασιάτισσας" να μην πληρώνουν ούτε 1.01 απόδοση.

Οβερόλ και συνοπτικά, η The Protege, κατατάσσεται ανάμεσα στις πιο αδύναμες στιγμές του φιλμικού είδους, χωρίς μάλιστα να είναι κανένα φτηνό προϊόν, αφού η Lionsgate δεν έβγαλε και λίγα από τα ταμεία, προς χρηματοδότηση της. Χωρίς πρωτοτυπία στην θεματική βάση, με ανατροπές προβλέψιμες από πολύ πριν σκάσουν, σεκάνς ενίοτε ενοχλητικές που περιλαμβάνουν αποκεφαλισμούς και συνθλίψεις κρανίων, αλλά και με μπόλικη μπερδεψούρα στην αφήγηση, ετούτη εδώ η περίπτωση εκδίκησης, είναι βέβαιο πως θα λησμονηθεί τάχιστα μετά την θέαση της.

Κώδικας: Εκδίκηση (The Protégé) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Μαιου 2022 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Το Κοστούμι (The Outfit) Poster ΠόστερΤο Κοστούμι
του Graham Moore. Με τους Mark Rylance, Zoey Deutch, Johnny Flynn, Dylan O'Brien, Nikki Amuka-Bird, Simon Russell Beale.

Άσοι στο μανίκι!
του zerVo (@moviesltd)

Έχοντας πετύχει ήδη με την πρώτη του νουβέλα, The Sherlockian, να φτάσει πολύ ψηλά στους πίνακες των πωλήσεων, στα 32 του μόλις χρόνια, θα καρφώσει την απόλυτη διάνα, υπογράφοντας ένα από τα πιο δύσκολα στην σύνταξη τους σενάρια. Το Imitation Game, ισοβίως στην κορυφή της μαύρης λίστας των αδύνατων να προσαρμοστούν ποτέ για τον σινεμά σκριπτς, από τα χέρια του χαρισματικού Graham Moore, θα αποκτήσει σάρκα και οστά, οδηγώντας τον ίσαμε την λαμπερή Οσκαρική καταξίωση. Οκτώ χρόνια μετά τον θρίαμβο του Τούρινγκ, θα φτάσει η στιγμή για τον φιλόδοξο Αμερικάνο, να πραγματοποιήσει και το, ταυτόχρονο με την γραφή, σκηνοθετικό του βήμα, με το The Outfit. Έχω την αίσθηση πως θα ήταν καλύτερα για όλους, να αφήσει κάποιον γνωστικότερο στο πόστο αυτό.

Το Κοστούμι (The Outfit) Quad Poster
Εκ πρώτης όψης μοιάζει για ένα τυπικό ραφτάδικο, στην άκρια ενός ήσυχου δρόμου του Σικάγο. Στην πραγματικότητα όμως, η μικρή επιχείρηση του σπουδαγμένου στα πολυτελή μαγαζιά της Λονδρέζικης Σάβιλ Ρόου, Λέοναρντ Μπέρλινγκ, δεν αποτελεί παρά την βιτρίνα μιας καλά οργανωμένης γιάφκας της τοπικής Ιρλανδέζικης Μαφίας. Που στα πίσω δωμάτια της δίνουν το ραντεβού τους εκτελεστές και αποβράσματα, ανταλλάσσοντας επιστολές και αλληλογραφίες, δίχως ποτέ να αποσπούν στιγμή τον μόδιστρο από το καλλιτεχνικό του έργο. Τίμημα που πρόσφερε εκείνος στους συμμορίτες, όταν αυτοί τον βοήθησαν να σταθεί στα πόδια του, ερχόμενος από την Βρετανία, με μόλις ένα κοφτερό ψαλίδι στις αποσκευές του.

Αναστάτωση θα προκαλέσει τις τάξεις του υποκόσμου, η πληροφορία, πως μεταξύ τους κρύβεται ένας ομιλητικός χαφιές, που καρφώνει όλες τις κινήσεις τους στους Ομοσπονδιακούς πράκτορες. Υπόθεση δεμένη καλά από το FBI μέσω μιας κασέτας, όπου είναι καταγεγραμμένες όλες οι κινήσεις της συμμορίας του βαρόνου Ρόι Μπόιλ. Μια κατάσταση που θα οδηγηθεί στα άκρα όταν σε αιματηρή συμπλοκή, τα πρωτοπαλίκαρα της φατρίας χτυπηθούν από τις σφαίρες των αντιπάλων, γεγονός που θα τους οδηγήσει να αναζητήσουν καταφύγιο στο πίσω δωματιάκι του μαγαζιού του ευγενικού και καλοσυνάτου Κυρίου Μπέρλινγκ...

Που μονομιάς θα εξελιχθεί σε κέντρο επιχειρήσεων για τους πάνοπλους Μπόιλς, οι οποίοι δεν έχουν απλά μόνο να κοντράρουν τους αφηνιασμένους για να τους συλλάβουν μπάτσους, αλλά επιβάλλεται για λόγους υποκοσμικής τάξης και ηθικής, να αποκαλύψουν την ταυτότητα του αρουραίου που κινείται ανάμεσα τους. Με την προδοσία να έχει συννεφιάσει τις σχέσεις των - υποτίθεται - ενωμένων με όρκους αίματος, γκάνγκστερς, η κάθε έννοια εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης, στιγμιαία πηγαίνει περίπατο, μιας και είναι εύκολα αντιληπτό πως ουδείς στην πραγματικότητα είναι αυτός που φαίνεται.

Προεξάρχοντος του ντυμένου στην πένα μόδιστρου, που επ ουδενί αποδέχεται τον εργασιακό τίτλο ράφτης, προτιμώντας το καλλιτεχνικότερο κόφτης, προδιαθέτοντας ακόμη και τον πιο αδαή θεατή, για το πόσα είναι ικανός να πράξει με το ψαλίδι στο χέρι. Όχι κατ ανάγκη πάνω στα πατροναρισμένα κασμηρένια και βαμβακερά υφάσματα, που έχει φαρδιά πλατιά απλωμένα στον πάγκο του. Κάτι κρύβεται πολύ καλά πίσω από την φόρμα του γλυκομίλητου, πειθήνιου και χαμηλότονου κυριούλη, που διαρκώς τον βρίσκεις με μια βελόνα στο χέρι να μαντάρει. Ενόσω τριγύρω του, οι σφαίρες, συνεπώς και τα κορμιά, πέφτουν σαν το χαλάζι.

Στην ουσία η κάμερα που παρακολουθεί τις κινήσεις των πάντων, πηγαίνει πέρα δώθε στα μόλις λίγων τετραγωνικών δωμάτια του ραφτάδικου, δίχως ποτέ να ξεμυτίσει από το μαγαζάκι του, απλά γνωστού σε όλους, Εγγλέζου, έξω στην βαρυχειμωνιά της Πόλης των Ανέμων. Αυτό το πενιχρού φωτισμού περιβάλλον, αγκαλιάζει την ίντριγκα, που πραγματικά μοιάζει πολύ ενδιαφέρουσα από το ξεκίνημα της, όταν παλεύουμε να μαντέψουμε το τι ακριβώς τρέχει σιμά στις ντουλάπες με τα κοστούμια, όπου συναθροίζονται οι μαφιόζοι. Από αυτό το δωματιάκι - στρατηγείο του υπεράνω πάσης υποψίας Κυρίου Λέοναρντ, θα παρελάσουν οι πάντες που συμμετέχουν στο παράνομο γαϊτανάκι του Σικάγο, δίχως να είναι απόλυτα βέβαιο, πως θα βγουν ζωντανοί από την κεντρική του είσοδο.

Εννοείται πως ο Moore, έμπειρος γραφιάς πλέον, το έχει ψάξει πολύ, ώστε να στήσει σωστά και πειστικά τους, όχι και τόσους πολλούς, μα με επεκτατικούς συμβολισμούς, χαρακτήρες του στόρι του. Κι ακόμη μεγαλύτερη προσοχή δείχνει στο να ανακαλύψει τις στιγμές που οι ανατροπές θα δώσουν μια καινούργια ώθηση στην, πλούσια σε όμορφους διαλόγους, αφήγηση του. Τα ζόρια ξεκινούν όταν καλείται να βάλει σε τάξη τις σκηνές του, καθώς τα πρόσωπα μπαινοβγαίνουν στις κουίντες και η συνοχή του πριν με το κατοπινό χαλαρώνει αισθητά. 

Η τύχη του, μα συνάμα και η προβληματική του, έχει να κάνει με την παρουσία ενός τεράστιου ρολίστα, όπως ο Mark Rylance στην απόδοση του Λονδρέζου τζέντλεμαν, που είναι φανερό πως θάβει πολλά μυστικά πίσω από την μπον βιβέρ μόστρα του. Διότι ναι μεν ο τιμημένος με την υπέρτατη διάκριση για τον ρόλο του στο Bridge Of Spies, 62χρονος δεν παίζει απλά, αλλά ντύνεται ως κοπτοράπτης, το ερμηνευτικό χάσμα που δημιουργεί με το περίγυρο είναι τόσο μεγάλο, ώστε να εκτιμάς το λοιπό καστ ως πρωτάρικο, ίσως και ερασιτεχνικό. Ιδίως η πλαδαρή ύπαρξη του Νοτιοαφρικάνου Johnny Flynn, ως η δεύτερη πιο κομβική περσόνα της υπόθεσης, διαλύει στη στιγμή όσα θετικά έχουν ζωγραφιστεί στο εκράν, μέχρι να εμφανιστεί

Κατ αυτή την έννοια χάνονται άμεσα σχεδόν οι παραβολές και οι κεντρικές ιδέες ενός στόρι που αν μη τι άλλο είναι πολύ προσεγμένο στην δομή του, ώστε να ορίσει ένα crime story της προκοπής. Όπως στην αλήθεια είναι το τιγκάτο σε τουίστ Κοστούμι, που οι δυνατότητες του, αν δεν έπεφτε σε πασιφανείς αστοχίες, θα ήσαν πολύ μεγαλύτερες, αν και εφόσον την διεύθυνση του είχε αναλάβει κάποιος πεπειραμένος σκηνοθέτης και όχι ένας πραγματικά ταλαντούχος λογοτέχνης.

Το Κοστούμι (The Outfit) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Μαιου 2022 από την Tulip Ent.!
Περισσότερα... »

Νίτραμ (Nitram) Poster ΠόστερΝίτραμ
του Justin Kurzel. Με τους Caleb Landry Jones, Judy Davis, Anthony LaPaglia, Essie Davis, Sean Keenan, Rick James.


Ο «Διάβολος» της Τασμανίας
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν

Ο Justin Kurzel είναι ένας από τους καλύτερους σκηνογράφους της Αυστραλίας. Η διπλωματική εργασία του - μία ταινία μικρού μήκους, το «Blue Tongue» - προβλήθηκε σε περισσότερα από 13 διεθνή φεστιβάλ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των Καννών και της Νέας Υόρκης, ενώ τιμήθηκε και με το βραβείο καλύτερης μικρού μήκους ταινίας στη Μελβούρνη. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Snowtown», έκανε πρεμιέρα το 2011 στο φεστιβάλ της Αδελαΐδας, όπου κι απέσπασε το βραβείο κοινού. Προβλήθηκε σε περισσότερα από 15 διεθνή Φεστιβάλ, ανάμεσά τους σε εκείνα του Τορόντο και των Καννών – στην Εβδομάδα Κριτικής – το 2012. Ήταν ένας από τους σκηνοθέτες που συμμετείχαν στη δημιουργία μιας μεγάλου μήκους ταινίας, που προέκυψε από την ένωση πολλών μικρού μήκους ταινιών, βασισμένων σε διηγήματα του Tim Winton. Η ταινία ήταν το «The Turning» (2013) και η ιστορία που σκηνοθέτησε ο ίδιος ήταν το «Boner McPharlin's Moll». Το Macbeth ήταν η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθέτησε κι έλαβε μέρος στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών. Το «Nitram» είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του γεννημένου στις 3 Αυγούστου 1974 στην πόλη Γκάουλερ της Αυστραλίας και παντρεμένου με την ηθοποιό Essie Davis (που έχει παίξει στις τέσσερις από τις πέντε ταινίες του) σκηνοθέτη. Ενδιάμεσα γύρισε τις ταινίες Assassin's Creed (2016 – βασισμένη στο ομώνυμο βιντεοπαιχνίδι) και «Νεντ Κέλι: Ο Νο. 1 Καταζητούμενος» (True History of the Kelly Gang, 2019). Και ήδη έχουν ανακοινωθεί άλλες τρεις ταινίες στις οποίες θα είναι σκηνοθέτης.

Νίτραμ (Nitram) Poster Πόστερ Wallpaper
Το Nitram έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο περσινό – καλοκαιρινό, μην ξεχνάμε – φεστιβάλ των Καννών, όπου έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα, κερδίζοντας το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον Caleb Landry Jones. Η ταινία έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Η υπόθεση: Μέσα δεκαετίας του '90, Τασμανία, Αυστραλία. Ο Νίτραμ είναι ένας νεαρός ενήλικος άνδρας με διανοητικό επίπεδο 11χρονου παιδιού. Η υπερβολική αγάπη του για τα πυροτεχνήματα φέρνει σε δύσκολη θέση τόσο τους γείτονες όσο και τους γονείς του: την κουρασμένη από τη φροντίδα του Νίτραμ και αποστασιοποιημένη συναισθηματικά απέναντί του μητέρα του και τον πιο υπομονετικό και μαλακό (έως μαλθακό) πατέρα του. Ο Νίτραμ θέλει να φύγει από το σπίτι των γονέων του και να ανεξαρτητοποιηθεί. Προσπαθεί να βγάλει λεφτά κουρεύοντας το γρασίδι γειτόνων του. Έτσι, τυχαία, θα γνωρίσει την Έλεν, μια πρώην ηθοποιό και πλούσια κληρονόμο, που ζει στο σπίτι της μαζί με τα 14 σκυλιά της και τα 40 γατιά της - στο γκαράζ της αυτά. 

Η Έλεν θα τον συμπαθήσει και θα τον πάρει υπό την προστασία της και ο Νίτραμ θα μετακομίσει στο σπίτι της και θα είναι – για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή του – ανέμελος. Όμως, ένα τραγικό συμβάν, στο οποίο βάζει και ο ίδιος το... χέρι του, θα ανατρέψει την κατάσταση. Κι ενώ κληρονομώντας την Έλεν έχει χρήματα να κάνει ό,τι θέλει, η ψυχική του κατάσταση θα επιδεινωθεί. Μόνο του καταφύγιο, τα όπλα. Και στις 28 Απριλίου του 1996, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο της Έλεν, ο Νίτραμ θα πάει σε ένα καφέ στο Πορτ Άρθουρ και θα προκαλέσει το μεγαλύτερο αιματοκύλισμα στην ιστορία της χώρας...

Η άποψή μας: Είναι πολύ δύσκολο για οποιονδήποτε σκηνοθέτη, όσο ικανός κι αν είναι αυτός, να αναμετρηθεί με φρικιαστικά εγκλήματα, με μαζικές δολοφονίες, οι οποίες έχουν το επιπλέον μειονέκτημα να μην έχουν ξεθωριάσει από τον χρόνο. Όσο να πεις, όσο περισσότερο απομακρύνεσαι χρονικά από ένα τέτοιο γεγονός τόσο περισσότερο νιώθεις τη μνήμη να ξεθωριάζει, τόσο ευκολότερα μπορείς να διαχειριστείς πρόσωπα και καταστάσεις. 

Από τη Σφαγή του Πορτ Άρθουρ έχουν περάσει μόλις 26 χρόνια. Ο μακελάρης Martin Bryant συνεχίζει να βρίσκεται στη φυλακή, καταδικασμένος με 35 φορές ισόβια, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να αποφυλακιστεί ποτέ! 35 φορές: όσοι και οι άνθρωποι που δολοφόνησε εν ψυχρώ εκείνη την ημέρα, στην πλέον αιματηρή δολοφονική επίθεση που διαπράχθηκε από ένα άτομο στην σύγχρονη Αυστραλία. 

Στη δική μου μνήμη έρχονται τέσσερις ταινίες μυθοπλασίας των τελευταίων χρόνων, που προσπάθησαν να μείνουν αλώβητες καταγράφοντας ανάλογες επιθέσεις. Χρονολογικά, είναι ο «Ελέφαντας» (Elephant, 2003) του Gus Van Sant (που εμπνεύστηκε από την αιματηρή επίθεση στο γυμνάσιο Κολουμπάιν, στις ΗΠΑ, στις 20 Απριλίου του 1999, με θύματα 12 μαθητές κι έναν καθηγητή), το «Πολυτεχνείο» (Polytechnique, 2009) του Denis Villeneuve (που εμπνεύστηκε από την αιματηρή επίθεση στο Πολυτεχνείο του Μοντρεάλ, στον γαλλόφωνο Καναδά, στις 6 Δεκεμβρίου του 1989, με θύματα 14 γυναίκες), το «22 Ιουλίου» (Utøya: July 22, 2018) του Erik Poppe (που εμπνεύστηκε από την αιματηρή επίθεση στο κάμπινγκ Ουτόγια, στη Νορβηγία, στις 22 Ιουλίου του 2011, με θύματα 77 ανθρώπους) και το... «22 Ιουλίου» (22 July, 2018) του Paul Greengrass (που αναφέρεται επίσης στην επίθεση στην Ουτόγια). Καλύτερα από τους τέσσερις τα πήγε ο... Michael Moore με το ντοκιμαντέρ «Ακήρυχτος πόλεμος» (Bowling for Columbine, 2002), ο οποίος πήρε αφορμή από τη σφαγή στο Κολουμπάιν, για να παρουσιάσει σε όλη του τη φρικιαστική έκταση, το πρόβλημα της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ. 

Και ο ίδιος ο Kurzel ασχολήθηκε με κάτι ανάλογο ξανά, στο «Snowtown», όπου όμως περισσότερο μιλάμε για κατά συρροή δολοφόνους (ένας εκ των οποίων, ελληνικής καταγωγής...) παρά για μία μεμονωμένη επίθεση. Το βασικό πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει όποιος προσπαθεί να μετατρέψει σε ταινία κάτι τόσο τραγικό είναι το να μην γκλαμουροποιήσει τον δολοφόνο. Γιατί υπάρχει ο κίνδυνος στο εν δυνάμει κοινό της ταινίας να βρίσκεται κάποιος που θα... γοητευτεί. Κι ενδεχομένως να θέλει να... ξεπατικώσει και να... ξεπεράσει τον villain. Από την άλλη, ελλοχεύει ο κίνδυνος του διδακτισμού. Και πάντοτε τέτοιου είδους ταινίες ξύνουν πληγές, που είναι νωπές ακόμα: δεν έχουν γιάνει. Η αποστασιοποίηση μάλλον είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση. 

Αυτό επιχειρεί εδώ ο Kurzel. Προσπαθεί να παρουσιάσει το πορτρέτο ενός γεννημένου ( ; ) δολοφόνου. Όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμα, όσο το δυνατόν μακριά από μελοδραματισμούς, όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά. Ναι, αλλά ο θεατής μένει εντέλει με την απορία: γιατί; Γιατί παρακολουθεί αυτό που παρακολουθεί; Ο Kurzel δεν «κατηγορεί»: ούτε τους γονείς ούτε τους γιατρούς ούτε την κοινωνία. Μερίδιο ευθύνης όμως προφανώς κι έχουν οι πάντες. Αυτή η αμηχανία της διπλής συνεπαγωγής γίνεται αντιληπτή από το κοινό και μεταδίδεται και σε αυτό. Εντάξει, ευτυχώς δεν μας δείχνει ποτέ την πράξη κι ακόμα και τον υπεύθυνο του μακελειού τον καμουφλάρει: ο Νίτραμ της ταινίας είναι ο Μάρτιν της σφαγής με το πραγματικό του όνομα γραμμένο καρκινικά (από πίσω προς τα εμπρός). 

Και ναι, δείχνει σεβασμό στα θύματα. Και ναι, τα αρχικά πλάνα αρχείου, με τον πιτσιρικά Μάρτιν να μην μετανιώνει για το ότι έπαθε εγκαύματα παίζοντας με τα αγαπημένα του πυροτεχνήματα, κουβαλούν κάτι από αρχαία τραγωδία, προετοιμάζοντάς μας για το φινάλε. Αλλά ο θεατής δεν έχει από κάπου να πιαστεί. Ευτυχώς, υπάρχουν οι τρομερές ερμηνείες από ηθοποιάρες. Και μιλώ για τους τρεις ενήλικες της ταινίας: την Judy Davis (στο ρόλο της μητέρας), τον Anthony LaPaglia (στον ρόλο του πατέρα) και την Essie Davis (στο ρόλο της κληρονόμου). Και οι τρεις Αυστραλοί και οι τρεις καταπληκτικοί. Ιδίως η Judy Davis είναι απίθανη! Τρομερή ηθοποιός, που είχαμε να τη δούμε σε ταινία από το «The Dressmaker» (2015). Σε ότι αφορά τον Τεξανό Caleb Landry Jones, δεν μπορώ να μην αποδεχτώ την εξαιρετική του ερμηνεία εδώ, είναι από τις περιπτώσεις ηθοποιών, όμως, που μου είναι... αχώνευτοι. Σόρι, το ξέρω ότι εδώ δεν χωράνε οπαδικά, αλλά έχει αυτήν τη φάτσα, που ό,τι και να παίξει δεν θα μου κάνει γκελ... 

Με το φινάλε της ταινίας πέφτουν κάρτες που ενημερώνουν πως, μετά το συγκεκριμένο μακελειό, υπήρξε λαϊκή πίεση να νομοθετηθεί ο περιορισμός της οπλοκατοχής στην Αυστραλία. Τραγική ειρωνεία: σήμερα τα όπλα που κατέχουν Αυστραλοί είναι περισσότερα από την χρονιά του μακελειού. Με έναν, δύο, τρεις άλλους Νίτραμ έτοιμους να αδράξουν την ευκαιρία και να προκαλέσουν κι άλλο αιματοκύλισμα. Είναι εξαιρετικός σκηνοθέτης ο Kurzel, δεν το συζητώ, εδώ όμως κάνει γκέλα, ίσως μεγαλύτερη ακόμα κι από το «Assassin's Creed»...

Νίτραμ (Nitram) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Μαΐου 2022 από την Spentzos Films!
Περισσότερα... »

Μαγνητικά Πεδία (Magnetic Fields) Poster ΠόστερΜαγνητικά Πεδία
του Γιώργου Γούση. Με τους Έλενα Τοπαλίδου, Αντώνη Τσιοτσιόπουλο.


Εδώ είναι το ταξίδι!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

"Θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις"

Ο Γιώργος Γούσης γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1986 στην Αθήνα. Σπούδασε γραφιστική κι ασχολήθηκε με τα κόμικ, κατορθώνοντας να γίνει ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες κομίστες. Έχει συνεργαστεί με εφημερίδες όπως Η Εφημερίδα των Συντακτών, Το Βήμα και Τα Νέα. Η γνωστότερη κόμικ δημιουργία του είναι η μεταφορά ως graphic novel του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου (2016). Τούτη είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί. Έχει γυρίσει κι ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ, τον «Χειροπαλαιστή» (2019), ταινία που έχει ξαναμοντάρει πλέον ως μεγάλου μήκους, κι ως μεγάλου μήκους έχει ήδη προβληθεί στο περασμένο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Μαγνητικά Πεδία (Magnetic Fields) Poster Πόστερ Wallpaper
Τα Μαγνητικά Πεδία γυρίστηκαν στην Κεφαλλονιά, εν μέσω πανδημίας. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 20 Δεκεμβρίου του 2020 και ολοκληρώθηκαν 15 μέρες μετά. Το σενάριο συνυπογράφουν ο σκηνοθέτης μαζί με τους δύο πρωταγωνιστές του, κάτι που αποδεικνύει τον έντονα αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα του. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας δόθηκε τον περασμένο Νοέμβριο, στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου έλαβε μέρος στο (παράλληλο του επίσημου) διαγωνιστικό τμήμα «Film Forward». Τιμήθηκε συνολικά με έξι βραβεία: Χρυσός Αλέξανδρος καλύτερης ταινίας στο συγκεκριμένο τμήμα, βραβείο FIPRESCI, βραβείο καλύτερης ελληνικής ταινίας ΠΕΚΚ, πρώτο βραβείο ΕΡΤ, πρώτο βραβείο ΕΚΚ και βραβείο Location Manager. Τέλος, η ταινία είναι υποψήφια για επτά βραβεία Ίρις (τα ελληνικά... Όσκαρ) και συγκεκριμένα: καλύτερης ταινίας, πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, σεναρίου, α’ γυναικείου ρόλου, α’ ανδρικού ρόλου, φωτογραφίας και πρωτότυπης μουσικής.

Η υπόθεση: H Έλενα ταξιδεύει νευρικά στην Αθήνα. Μετά από μπόλικη περιπλάνηση φτάνει σε ένα βενζινάδικο κι εκεί στο δίλημμα «βουνό ή θάλασσα» αποφασίζει – παρορμητικά – να ανέβει στο φέρι που πάει για Κεφαλλονιά. Ο Αντώνης, που βρίσκεται στο ίδιο φέρι, οδεύει προς ένα από τα νεκροταφεία του νησιού προκειμένου να θάψει τα ευρισκόμενα μέσα σε ένα μεταλλικό κουτί λείψανα της θείας του, σύμφωνα με την τελευταία της επιθυμία. 

Όταν χαλάσει το αυτοκίνητό του, η Έλενα προσφέρεται να τον πάει σε ένα ξενοδοχείο με το δικό της, ένα αρχαίο, μαύρο Ρενό με μια πόρτα βαμμένη ματζέντα, ονόματι Ζορζ και μετά ξανά, την επόμενη μέρα στο νεκροταφείο, όπου τους λένε ότι δεν μπορούν να κρατήσουν το κουτί με τα λείψανα για γραφειοκρατικούς λόγους. Ανάμεσα στον Αντώνη και την Έλενα υπάρχει ένας μαγνητισμός, μια έλξη κι ένας γλυκός συντονισμός. Έχοντας απολαύσει τα τυχαία πειράγματα και τη συντροφιά ο ένας του άλλου, αποφασίζουν να συνεχίσουν να περιφέρονται στο νησί αναζητώντας ένα καλό μέρος για να θάψουν το κουτί...

Η άποψή μας: Ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια του ανεπανάληπτου Νίκου Παπάζογλου είναι το «Καλημέρα». Ένα από τα τετράστιχα του τραγουδιού, λέει: «Τι νόημα έχουν όλα αυτά; / Τι τρέχω να προλάβω; / Πέρασε η μισή ζωή / δίχως να καταλάβω». Σε τέτοια υπαρξιακή κρίση συναντάμε την Έλενα της ταινίας. Μια γυναίκα στο μεταίχμιο των -άντα με τα -ήντα. Μια γυναίκα που ασυναίσθητα πέφτει το βλέμμα της στην αντανάκλασή της στη βιτρίνα ενός μαγαζιού κι αυτό που βλέπει ούτε το αναγνωρίζει ούτε της αρέσει. Εν αντιθέσει όμως με το καταληκτικό τετράστιχο του ίδιου τραγουδιού, που λέει «Μα φτάνω στην εξώπορτα / κοιτάζω τον καθρέφτη / κι αντί να ρίξω μια μπουνιά / χαμογελώ στον ψεύτη», η ίδια επιλέγει τη φυγή. Χορεύτρια μια ζωή, κουράστηκε από την πειθαρχεία και τις στερήσεις. Δεν θέλει πια να χορεύει, θέλει να τραγουδάει. 

Στον υπέροχο τηλεφωνικό της μονόλογο, άψογα δουλεμένο και εκπληκτικά ερμηνευμένο, όλα έχουν σημασία. Ποιος άραγε θα προσέξει το «θέλω επιτέλους να φάω και να αφήσω το φαγητό μέσα μου»; Αδύνατη, όπως οφείλει να είναι μια χορεύτρια, λογικά θα ήταν σε μόνιμη δίαιτα κι όταν καμιά φορά «ξέφευγε» έβρισκε τον τρόπο να μην αφήνει το φαγητό μέσα της... Η Έλενα λοιπόν, παντρεμένη με παιδί, επιλέγει τη φυγή σε μια προσπάθεια να αποτινάξει από πάνω της τις «εργαστηριακές ρυθμίσεις», τις συμβάσεις και την καταπιεστική ρουτίνα της καθημερινότητας. Μαύρα μαλλιά, μαύρα ρούχα, μαύρα γυαλιά, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τον Ζορζ, το αμάξι της, το όχημά της για τις περιπλανήσεις της στην αχαρτογράφητη Κεφαλλονιά: κάπου έχει κι αυτή μια ματζέντα πόρτα, που περιμένει να «ανοίξει». Ντελικάτη, διανοούμενη, μπερδεμένη. 

Ο Αντώνης βρίσκεται στον αντίποδά της. Ένας λαϊκός άντρας, με κόκκινο σκουφάκι και παχιά, μακριά γενειάδα. Κι αυτός μια φορά δεν αναγνώρισε τον εαυτό του: όταν ξυρίστηκε. Ποτέ ξανά! Η συνάντησή τους θα είναι τυχαία και μοιραία. Όλες οι συναντήσεις τέτοιες δεν είναι; Αν δηλαδή τους δώσεις μια ευκαιρία, ε; Δυο διαφορετικοί άνθρωποι, ίδιας ηλικίας πάνω – κάτω, σε διαφορετικές φάσεις της ζωής τους, που απλά θα συντονιστούν. Θα μιλήσουν (κυρίως αυτή), θα εξομολογηθούν (κυρίως αυτή), θα έρθουν κοντά. Δυο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, που θα βασιστούν στην καλοσύνη των... ξένων: είναι ξένοι μεταξύ τους αλλά με μπόλικη καλοσύνη. Η εύρεση τοποθεσίας για το θάψιμο του κουτιού με τα λείψανα της θείας του Αντώνη, γίνεται η αφορμή για να έρθουν δύο άνθρωποι κοντά, πολύ κοντά. 

Φλερτάρουν; Είναι ερωτικό αυτό που συμβαίνει ανάμεσά τους; Τι σημασία έχει; Σημασία κι εδώ και παντού, έχει το ταξίδι. Προσκυνητές κι όχι τουρίστες, συνυπάρχουν, μοιράζονται στιγμές, αμηχανίες, συναισθήματα, απόψεις. Είναι ο έρωτας σαν να σου κόβουν το χέρι; Ο Αντώνης δεν το θέλει – η Έλενα είναι το μόνο που θέλει. Θα ξαναβρεθούν; Ε, ναι, θα πρέπει κάποια στιγμή να του επιστρέψει το αυτοκίνητό του, όταν κάποιος το φτιάξει. Μήπως όμως δεν χάλασε ποτέ; 

Ο Γιώργος Γούσης αποδεικνύει περίτρανα πως για να γυρίσεις μια σπουδαία ταινία δεν χρειάζονται ούτε άπειρα χρήματα, ούτε καρτποσταλικές τοποθεσίες, ούτε φωτογενείς, νεαροί ηθοποιοί, ούτε το σούπερ γουάου ανατρεπτικό σενάριο. Μεράκι χρειάζεται, ταλέντο, ομαδικότητα, συνεργασία, πολύ δουλειά και πολύ αγάπη γι' αυτό που κάνεις. Το στοίχημα το κερδίζει από την αρχή. Σε αιφνιδιάζει αρχικά με τα τετράγωνα πλάνα του. Μετά, σε παρασέρνει με την αισθητική του. Μια αισθητική, που παραπέμπει στα eighties. Βλέπεις την ταινία και θαρρείς πως έχεις βάλει στο βίντεο μια παλιά βιντεοκασέτα. Εντελώς homemade, αλλά κι εντελώς με υψηλά στάνταρ και μεγάλες επιδόσεις. Και βγάζει αυτό το αποτέλεσμα με μια απλή dv κάμερα! 

Πενία τέχνας κατεργάζεται: ο σκηνοθέτης μετατρέπει την φτώχεια στα μέσα παραγωγής σε απολαυστικό ατού της ταινίας. Χοντρός κόκκος στην εικόνα, σκηνές περιπλάνησης όπου κινηματογραφεί το αυτοκίνητο, τον Ζορζ (που ναι, γίνεται κι αυτός χαρακτήρας της ταινίας), εν κινήσει, ενώ ακούμε – χωρίς να βλέπουμε – την Έλενα και τον Αντώνη να μιλάνε. Λύσεις υπάρχουν παιδιά. Κι ας ελλοχεύει ο κίνδυνος: αν οι κασέτες dv με το υλικό που είχε γυρίσει ο Γούσης περνούσαν μέσα από μαγνητικά πεδία (χα!), τίποτα δεν θα σωζόταν, τα πάντα θα έσβηναν και η ταινία δεν θα υπήρχε! 

Πολλά μπράβο – εννοείται – πρέπει να δοθούν και για την επιλογή των τοποθεσιών όπου γυρίστηκε η ταινία. Δεν λέω, πανέμορφη η Κεφαλλονιά, όπως αποτυπώθηκε στο «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» αλλά εδώ μιλάμε για αποκάλυψη. Χειμώνας, κρύο, υγρασία και απρόσμενες σκηνές σε δάσος ανεμογεννητριών, σε εγκαταλελειμμένα κτίρια, σε φάρους, σε μαγαζιά, αλλά και σε απόκρημνα βράχια, σε χωματόδρομους δίπλα σε γκρεμούς, σε δυσπρόσιτη παραλία παραδομένη στο μαστίγωμα των κυμάτων. Ο Γούσης ξέρει πού να στήσει την κάμερά του, πώς να την κινεί – μέσα κι έξω από το αυτοκίνητο – πώς να καδράρει, πως να βγάζει ποίηση από εκεί που δεν το περιμένεις. 

Μετά, είναι οι ερμηνείες. Ναι, συχνά το παρακάνουμε με τους επαίνους μας για σπουδαίες ερμηνείες αλλά εδώ, τι να πει κανείς; Και οι δυο ηθοποιοί είναι καταπληκτικοί. Λίγο πιο... καταπληκτική από τους δύο είναι η Έλενα Τοπαλίδου, αυτό το αερικό με την υπέροχη φωνή, που νομίζω πως θα ήταν εξαιρετική ως Μπλανς Ντιμπουά σε ένα ανέβασμα του «Λεωφορείον ο Πόθος» (αν δεν την έχει παίξει ήδη). Σαφώς κι έχει τον πιο αβανταδόρικο ρόλο από τους δύο αλλά ίσως με μιαν άλλη ερμηνεύτρια, η «Έλενα» ίσως να έβγαινε ψεύτικη, υπερβολική, αλλοπρόσαλλη. Από την άλλη, ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος κρατάει τα ίσα, είναι στιβαρός και την συμπληρώνει άψογα. 

Οι δυο αυτοί άγνωστοί μας άνθρωποι, των οποίων τη συνάντηση παρακολουθούμε στη μεγάλη οθόνη, μας ενδιαφέρουν επειδή είναι αληθινοί. Δεν είναι σεναριακές κατασκευές, δεν μπουρδολογούν, δεν αερολογούν. Μιλάνε σαν αληθινοί άνθρωποι, σκέφτονται σαν αληθινοί άνθρωποι, αντιδρούν σαν αληθινοί άνθρωποι, είναι αληθινοί άνθρωποι. Κι ερχόμαστε και στο καταταλαιπωρημένο σε ελληνικές ταινίες σενάριο. Εδώ, με ήρεμο, απλό, ακομπλεξάριστο τρόπο, χωρίς λεκτικές ακροβασίες, χωρίς μεγαλόπνοους στόχους, μέσα στο πλαίσιο αυτής της μικρής, χειροποίητης ταινίας, σε κάνει να την αγαπήσεις. Τεράστιο επίτευγμα. 

Η ταινία είναι σοβαρή και αστεία (ναι, έχει χιούμορ) είναι ανάλαφρη, είναι γλυκύτατη, είναι τρυφερή, είναι αποκαλυπτική, είναι το χρονικό μιας σύντομης συνάντησης και νομίζω την αδικεί η σύγκριση με την τριλογία του «Πριν» (το ξημέρωμα, το ηλιοβασίλεμα, τα μεσάνυχτα). Είθε να καταφέρει να συναντήσει το κοινό της. Για μένα και μόνο η σκηνή με την ερμηνεία του (άγνωστου για μένα πριν δω την ταινία) ρεμπέτικου του Σταύρου Τζουανάκου «Θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις» αρκούσε για να με κερδίσει η ταινία. Της παραδόθηκα αμαχητί. Σίγουρα μία από τις πιο όμορφες ταινίες της χρονιάς.

Μαγνητικά Πεδία (Magnetic Fields) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Μαίου 2022 από την Cinobo!
Περισσότερα... »

Αγία Έμυ Poster ΠόστερΑγία Έμυ
της Αρασέλης Λαιμού. Με τους Abigael Loma, Hasmine Kilip, Μιχάλη Συριόπουλο, Angeli Bayani, Ειρήνη Ιγγλέση, Ku Aquino.


Emy ίσον αίμα!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

"Πες μου ξανά την ιστορία από όταν γεννήθηκα..."

Η Αρασέλη Λαιμού γεννήθηκε στο Παρίσι και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Διεθνή Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου. Το 2008 μετακόμισε στο Λος Άντζελες για να σπουδάσει στο California Institute of the Arts, απ' όπου αποφοίτησε το 2011 με μεταπτυχιακό στη σκηνοθεσία. Η μικρού μήκους ταινία της «Miguel Alvarez Lleva Peluca» (2012), έχει προβληθεί σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ. Το 2013 ίδρυσε το τμήμα «International Project Discovery» του φεστιβάλ ελληνικών ταινιών στο Λος Άντζελες, στο οποίο έγινε διευθύντρια. Το 2013 συμμετείχε επίσης στο Talent Campus του Φεστιβάλ Βερολίνου. To 2019 έλαβε καλλιτεχνική υποτροφία από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Έχει εργαστεί ως μοντέρ και σκηνογράφος για ταινίες που έχουν βραβευτεί σε διεθνή φεστιβάλ: «Road To Nowhere» (2010), «Λάμπουν στο σκοτάδι» (2013), «Ίρβινγκ Παρκ» (2019). Στο θέατρο έχει σκηνοθετήσει την παράσταση «Με το ίδιο μέτρο» του Σαίξπηρ για το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

Αγία Έμυ Poster Πόστερ Wallpaper
Η Αγία Έμυ είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, στην οποία συνυπογράφει το σενάριο και το μοντάζ. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, τον Αύγουστο του 2021, στο διαγωνιστικό τμήμα «Cineasti del Presente», όπου κέρδισε Ειδική Μνεία. Την πανελλήνια πρεμιέρα της η ταινία την πραγματοποίησε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου συμμετείχε στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα, κερδίζοντας το βραβείο του ελληνικού τμήματος WIFT (Women in Film & Television) και – εξ ημισείας – το βραβείο Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου, μαζί με το «18» του Βασίλη Δούβλη.

Η υπόθεση: Η Έμυ και η Τερέζα είναι δύο αδελφές. Η Έμυ μικρότερη, η Τερέζα μεγαλύτερη, έχουν ενηλικιωθεί και ζουν στον Πειραιά. Ανήκουν στην κλειστή κοινότητα των Φιλιππινέζων Χαρισματικών Καθολικών. Η μητέρα τους, η Πιλάρ, ζούσε μαζί τους αλλά έχει γυρίσει πίσω στις Φιλιππίνες μετά από ένα μυστήριο περιστατικό, που έλαβε χώρα στο σπίτι της κυρίας Χριστίνας, στο οποίο εκείνη δούλευε ως οικιακή βοηθός. Η Τερέζα εργάζεται στην ψαραγορά, προσπαθεί να βρει δουλειά εκεί και να βολέψει και την αδελφή της ενώ τη φροντίδα τους έχει η θεία τους, η Λίντα. 

Κι ενώ η Τερέζα δείχνει πως τα έχει καταφέρει κι έχει ενσωματωθεί, η Έμυ ζορίζεται καθώς νιώθει άβολα τόσο ανάμεσα στα μέλη των μεταναστών συμπατριωτών της όσο και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία. Σίγουρα φταίει το γεγονός ότι η Έμυ φαίνεται να διαθέτει παράξενες δυνάμεις – ίασης αλλά και καταστροφής – ενώ κλαίει δάκρυα από αίμα. Η Τερέζα θα μείνει έγκυος από έναν Έλληνα συνάδελφό της και η Έμυ θα αρχίσει να επισκέπτεται ολοένα και περισσότερο το σπίτι από όπου εκδιώχθηκε η μητέρα της, καθώς η κυρία Χριστίνα θέλει να «εκμεταλλευτεί» τις δυνάμεις της. Θα μπορέσει να βρει τον εαυτό της; Θα καταφέρει να βρει την απαραίτητη ισορροπία;

Η άποψή μας: Τούτη η ταινία διαθέτει πάρα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, εξαιρετικές αρετές και μερικά... κουσούρια, τα οποία δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, δεν είναι ικανά όμως να αμαυρώσουν την γενικότερη εικόνα. Αρχικά, μιλάμε για μια ταινία που είναι αταξινόμητη – κι αυτό (θα έχετε σιχαθεί την συγκεκριμένη αναφορά σε κάθε κείμενο του γράφοντα όπου του δίνεται η ευκαιρία) – είναι ένα υπέροχο ατού. Γιατί η ταινία είναι ταυτόχρονα το χρονικό μιας ενηλικίωσης, ένα ρεαλιστικό δράμα με κοινωνικές αιχμές, μια ταινία μυστηρίου έως και τρόμου μην σου πω κι ένα φιλμ τεκμηρίωσης με στοιχεία ταινιών του φανταστικού! 

Η επιλογή του θέματος είναι επίσης κάτι πολύ ενδιαφέρον. Το σινεμά ήταν, είναι και θα είναι, ένα παράθυρο στον κόσμο. Καμία ελληνική ταινία – εξ όσων γνωρίζουμε – δεν είχε ποτέ έως τώρα ασχοληθεί με την φιλιππινέζικη κοινότητα στην Ελλάδα. Μέσω της ταινίας γνωρίζουμε αρκετά πράγματα γι' αυτήν, πέρα από τα στερεότυπα της Φιλιππινέζας οικιακής βοηθού. Κι ο μοναδικός τρόπος για να γκρεμιστούν τα στερεότυπα, είναι να γνωρίσεις τον Άλλο, σωστά; Επίσης, δεν έχουμε εδώ greek weirdwave κατάσταση ούτε «εμπορική» παραγωγή για τις μάζες ούτε αυνανιστική ομφαλοσκόπηση, που δεν αφορά κανέναν άλλον πέρα από τον δημιουργό. 

Η σκηνοθέτιδα προφανώς κι έχει κάνει ενδελεχή έρευνα για τη συγκεκριμένη κοινότητα. Επίσης, δείχνει μια τρομερή αυτοπεποίθηση τόσο σκηνοθετικά όσο και σεναριακά. Στο σενάριο, όμως, δεν αποφεύγει μερικά λάθη του πρωτάρη. Όπως επίσης αργεί πολύ να φτάσει σε δραματουργικές κορυφές: ο ρυθμός της είναι κατάτι πιο αργός από όσο απαιτούσε το θέμα της και το μοντάζ θα μπορούσε να βοηθήσει τα πράγματα. Αλλά και η ανάγκη να τα πει όλα στην πρώτη της ταινία δεν βοηθάει. Είπαμε, όμως: πταίσματα. 

Ίσως σας ακουστεί παράξενο αλλά η κεντρική ηρωίδα μου θύμισε καταραμένους ήρωες του De Palma όπως η Κάρι από το «Carrie» του 1976 και ο Ρόμπιν από το «The Fury» του 1978. Ανθρώπους δηλαδή με τρομακτικές δυνάμεις πέρα από αυτόν τον κόσμο, που νιώθουν καταραμένοι επειδή τις διαθέτουν και συγκρούονται με τον εαυτό τους καθώς φοβούνται πως κάποια στιγμή δεν θα μπορούν να τις ελέγξουν, κάτι που θα έχει καταστροφικές συνέπειες. «Γιατί με τιμωρεί έτσι ο Θεός;» αναρωτιέται σε κάποια στιγμή της ταινίας η Έμυ. 

Η Λαιμού πετυχαίνει να αναδείξει αυτόν τον τριπλό εγκλωβισμό της: μετανάστρια σε μια ξένη και παράξενη χώρα, αταίριαστη ανάμεσα στους ομοεθνείς της και με ένα «χάρισμα» - κατάρα. Προσωπικά, θα επέμενα περισσότερο στην Έμυ, θα την αναδείκνυα ακόμα περισσότερο ως τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας και θα απέφευγα τα «ανοίγματα». Ας είναι. Και πάλι το πορτρέτο της σκιαγραφείται επιτυχημένα. Και γίνεται παραπάνω από φανερό πως ενώ υπεραγαπά την μητέρα της, φοβάται μην «λαλήσει» όπως εκείνη και την «δει» κάποια στιγμή... Σωτήρας! 

Η Έμυ αισθάνεται καλύτερα όταν βρίσκεται στη φύση. Και είναι οι σκηνές της εκεί, οι καλύτερες της ταινίας: το γιάτρεμα της γάτας, το κράτημα του γλάρου, το βάδισμα μέσα στο νερό που είναι γεμάτο με νεκρά ψάρια. Την «εκμετάλλευσή» της από την κυρία Χριστίνα (η Ειρήνη Ιγγλέση στον τελευταίο ρόλο της πριν πεθάνει) την καταλαβαίνει και την κοντρολάρει ως ένα σημείο. Και η σχέση της με την αδελφή της σκιαγραφείται όμορφα. 

Η Abigael Loma, που υποδύεται την Έμυ, αν και ερασιτέχνης ουσιαστικά, στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, τα πάει μια χαρά. Όπως και όλοι όσοι εμφανίζονται στην ταινία, ερασιτέχνες και επαγγελματίες. Δίνει την απαραίτητη αυθεντικότητα όλο αυτό. Το φινάλε της ταινίας είναι ανοιχτό. Και η σκηνή του λεωφορείου, η καλύτερη της ταινίας. Απλά, συναρπαστική! Μια ταινία, που παρά τα κουσούρια της, αποκαλύπτει ένα ταλέντο στα πρώτα του βήματα, από το οποίο περιμένουμε περισσότερα στο μέλλον.

Αγία Έμυ Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 7 Απριλίου 2022 από την Weird Wave!
Περισσότερα... »