Mafia Mamma Poster ΠόστερMafia Mamma
της Catherine Hardwicke. Με τους Toni Collette, Monica Bellucci, Sophia Nomvete, Eduardo Scarpetta, Alfonso Perugini, Francesco Mastroianni, Giulio Corso, Dora Romano.


Η... Νονά από τα Jumbo!
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Όλα λάθος, από την αρχή ως το τέλος!

Αυτή είναι η 10η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί η γεννημένη στις 21 Οκτωβρίου του 1955 στην πόλη Κάμερον του Τέξας στις ΗΠΑ, Catherine Hardwicke. Φοίτησε σε κινηματογραφική σχολή όντας σχετικά μεγάλη, πλησιάζοντας τα 30 της. Έχει πτυχίο Αρχιτεκτονικής κι αρχικά ασχολήθηκε με αυτήν. Στον κινηματογράφο μπήκε με την ιδιότητα της production designer το 1986. Και κατόρθωσε να σκηνοθετήσει την πρώτη της ταινία, το περίφημο – και βραβευμένο – «Thirteen», το 2003, σε ηλικία 48 ετών! Η ταινία της με τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία ήταν το «Λυκόφως» (Twilight, 2008), η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της καριέρας της. Το 2015 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με την Toni Collette στην ταινία «Μου λείπεις ήδη» (Miss You Already) – κι αυτή ήταν και η τελευταία φορά που είδαμε ταινία της στους ελληνικούς κινηματογράφους. Εντωμεταξύ, η προηγούμενη – ένατη – ταινία της, το «Prisoner's Daughter» από το 2022, με τους Brian Cox και Kate Beckinsale, είναι να βγει σε limited release στις κινηματογραφικές αίθουσες των ΗΠΑ στις 30 Ιουνίου τρέχοντος!

Mafia Mamma Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στη Νέα Ζηλανδία, όπου βγήκε στις 13 του περασμένου Απριλίου. Μια μέρα μετά βγήκε στις αίθουσες των ΗΠΑ και του Καναδά, με εισπράξεις πρώτου τριημέρου 2 εκατομμύρια δολάρια. Μέχρι τώρα οι παγκόσμιες εισπράξεις της ταινίας έχουν φτάσει (σύμφωνα με το Box Office Mojo) τα 6 εκατομμύρια δολάρια.

Η υπόθεση: H Κριστίν Μπαλμπάνο Τζόρνταν χρειάζεται επειγόντως μία αλλαγή στη ζωή της. Ο γιος της φεύγει για σπουδές, ο άντρας της την απατάει και η επαγγελματική της ζωή έχει καταλήξει σε αδιέξοδο. Η Κριστίν λαχταράει μία ζωή στην οποία η ενσυναίσθηση και το χάρισμά της στην επίλυση προβλημάτων θα θεωρούνται προσόντα κι όχι εμπόδια. Ώσπου δέχεται μία αναπάντεχη κλήση από την Μπιάνκα, μία γυναίκα που δεν γνωρίζει, η οποία την ενημερώνει ότι ο παππούς της στην Ιταλία, πέθανε. Φεύγει από την Καλιφόρνια με προορισμό τη Ρώμη για να παρευρεθεί στην κηδεία, όπου ανακαλύπτει ότι η οικογενειακή επιχείρηση είναι μία οργανωμένη εγκληματική οργάνωση και ότι οι αντίπαλοι έχουν ξεχυθεί να εξαλείψουν την οικογένεια Μπαλμπάνο. Η Κρίστιν καλείται να αναλάβει την επιχείρηση, σύμφωνα με τις επιθυμίες του παππού της. 

Αρχικά απρόθυμη, η μέχρι πρότινος ευχάριστη προς όλους Κριστίν συνειδητοποιεί ότι πέρα από το να αποφεύγει δολοφονικές απόπειρες σε βάρος της, η επαφή με τη Μαφία έχει και τα καλά της. Βρίσκεται πλαισιωμένη από μία ομάδα που εκτιμά αυτά που έχει να δώσει, η Μπιάνκα στέκεται δίπλα της ως φύλακας άγγελος και η ίδια κάνει επιτέλους ένα μεγάλο διάλειμμα από τις ατελείωτες τηλεδιασκέψεις. Είναι ένα μεγάλο βήμα για μία γυναίκα που μέχρι πριν λίγο έτρεχε για να μεγαλώσει μία οικογένεια και δεν προλάβαινε να δει ούτε τον «Νονό». Καθώς μεταμορφώνεται σε Mafia Mamma, η Κριστίν αναγνωρίζει ότι η οικογένεια Μπαλμπάνο, όπως και η ίδια, μπορεί να εξελιχθεί και να οδηγηθεί σε νέα ξεκινήματα.

Η άποψή μας: Λίγο πρέπει να προσέξει τι θα κάνει με την καριέρα της η Toni Collette από εδώ και πέρα. Η 51χρονη Αυστραλή έχει αποδείξει ουκ ολίγες φορές πως είναι μια ηθοποιός η οποία, υπηρετώντας ένα συγκεκριμένο πρότζεκτ, μπορεί να κάνει θαύματα στην υποκριτική. Όμως, με διαφορά μόλις μιας βδομάδας, είδαμε στη χώρα μας τις δύο τελευταίες της ταινίες κι έχουμε... κριντζάρει πολύ άσχημα. Την προηγούμενη βδομάδα λοιπόν ήταν το «Επίδοξοι δολοφόνοι» (The Estate), ταινία του 2022, ενός κάποιου Dean Craig. Εκεί ας πούμε πως η αποτυχία ήταν συλλογική καθώς το καστ διέθετε ονόματα που κάποια εποχή φιγούραραν στις δημοφιλέστερες ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές της εποχής τους: David Duchovny, Kathleen Turner, Anna Faris, ακόμα ακόμα και οι Ron Livingston και Rosemarie DeWitt δεν αποτελούσαν αμελητέες περιπτώσεις. Οπότε, το βύθισμα του αναίτιου, άγευστου, άχρωμου και σαφέστατα καθόλου αστείου φιλμ, τους παρέσυρε όλους, με την ευθύνη να διαμοιράζεται μεταξύ τους. 

Το Mafia Mamma όμως είναι μια αποτυχία που βαραίνει κατά κύριο λόγο την ίδια την Collette και τη σκηνοθέτιδα της ταινίας, την κάποτε σημαντικότατη Catherine Hardwicke. Μάλιστα, η Collette πίστεψε τόσο πολύ την ταινία ώστε ήταν και μία από τις παραγωγούς της. Προσέξτε: όχι executive producer, τίτλος που μπορεί να αποδοθεί στον οποιοδήποτε, αλλά producer, ήτοι, έβαλε λεφτάκια από την τσέπη της για να γυριστεί αυτό το... πράμα. Και, δυστυχώς, μιλάμε όντως για πράμα. Αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ταινία. Είναι ένα αρπακόλικο συνονθύλευμα, που λίγη ενσυναίσθηση να έχεις, σε κάνει να νιώθεις ετεροντροπή. Δεν ξέρω πόσο αστείο φαινόταν όλο αυτό στα χαρτιά, ως σενάριο, πριν αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά ως ταινία, αλλά ως τελικό προϊόν πάσχει απίστευτα. 

Υποτίθεται πως παρακολουθούμε μια μαύρη κωμωδία, που προμοτάρει τη γυναικεία ενδυνάμωση χρησιμοποιώντας ως όχημα όλα όσα γνωρίζουμε για την ιταλική μαφία. Είναι τόσο λάθος η σκηνοθετική διαχείριση από την Hardwicke, που πνίγει εν τη γενέσει τους τις όποιες χιουμοριστικές ατάκες, συνθήκες, καταστάσεις, που ενδεχομένως να διέθετε το σενάριο. Ο τόνος είναι λάθος, η διεύθυνση των ηθοποιών είναι λάθος, οι διάλογοι είναι λάθος, το μοντάζ είναι λάθος, η διεύθυνση φωτογραφίας είναι λάθος, όλα είναι λάθος. Και για να «δικαιολογήσουμε» και το επίθετο «μαύρη» πριν από το ουσιαστικό «κωμωδία», η ταινία έχει δυο τρεις σκηνές βίας, που είναι απίστευτα άγριες, χωρίς λόγο! Τόσο το κομμένο χέρι του μαφιόζου, όσο και η... δολοφονία του με το δωδεκάποντο καρφωμένο στα μάτια και στα αχαμνά του άμοιρου ανδρός, γέλιο δεν βγάζουν. 

Σε ότι αφορά την Monica Bellucci, το μοναδικό άλλο αναγνωρίσιμο πρόσωπο της ταινίας, συνεχίζει να είναι πανέμορφη στην όψη και μέτρια στις υποκριτικές της επιδόσεις. Τουλάχιστον, φαίνεται να το διασκεδάζει. Τώρα που το θυμήθηκα, πρέπει να έχει πέσει πολύ ψαλίδι στο μοντάζ, γιατί η εμφάνισή της στο γκραν φινάλε της ταινίας, δεν βγάζει νόημα, ούτε το πως το πόδι της δεν είναι αυτό που φαίνεται ούτε πως το έσκασε ούτε τίποτε: γίνεται αφήγηση για όλα αυτά και δεν παρουσιάζεται αντίστοιχη σκηνή. Κουτουρού. Ότι να 'ναι. Εντελώς αντικούκου όλο αυτό. 

Οπότε, και μιας που ο «Νονός» είναι σημείο αναφοράς στην ταινία (προσωπικά, αν είχα οποιαδήποτε σχέση με τον «Νονό», θα έκανα μήνυση στο Mafia Mamma για προσβολή κι εξύβριση!), θα σας κάνω μια προσφορά που δεν μπορείτε να αρνηθείτε: απλά, μην δείτε την ταινία.

Mafia Mamma Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Ιουνίου 2023 από την Tanweer!
Περισσότερα... »

Black Stone Poster ΠόστερBlack Stone
του Σπύρου Ιακωβίδη. Με τους Ελένη Κοκκίδου, Julio Γιώργο Κατσή, Kevin Zans Ansong, Αχιλλέα Χαρίσκο, Στρατή Χατζησταματίου.


Μπορείς να δραπετεύσεις ποτέ από την ελληνική οικογένεια;
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Έριξε μαύρη πέτρα πίσω του...

Ο Σπύρος Ιακωβίδης γεννήθηκε στο Λονδίνο και σπούδασε σκηνοθεσία στο London College of Printing διαφημιστικά, ντοκιμαντέρ, εταιρικά και βίντεο κλιπ. Έχει σκηνοθετήσει τρεις ταινίες μικρού μήκους και στη Σχολή Σταυράκου. Το 1998 ήταν προσκεκλημένος φοιτητής της Ακαδημίας Κινηματογράφου του Βερολίνου (DFFB). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα γράφοντας και σκηνοθετώντας (υπογράφοντας και το σενάριό τους) που προβλήθηκαν σε πολλά εγχώρια και διεθνή φεστιβάλ: «The Soul of Damon Ploumis» (2004), «The Bear and the Rabbit» (2008) και «Dr. Mori's Teleshopping» (2009). Το «Black Stone» είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία.

Black Stone Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου συμμετείχε στο παράλληλο του διεθνούς διαγωνιστικού τμήμα «Meet the Neighbours», κερδίζοντας τα βραβεία κοινού τόσο του τμήματος, όσο και ελληνικής ταινίας γενικότερα, αλλά και τα βραβεία πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και το βραβείο επιτροπής νεότητας φοιτητών πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης. Η ταινία κέρδισε επίσης: βραβείο κοινού και ειδική μνεία καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ Τεργέστης, βραβείο Emerging Greeks στο φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του Βερολίνου, βραβείο κοινού και βραβείο ερμηνείας (για την Ελένη Κοκκίδου) στο φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του Σαν Φρανσίσκο, ενώ έχει και επτά υποψηφιότητες για τα βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Η υπόθεση: Δυο κινηματογραφιστές γυρίζουν ένα ντοκιμαντέρ για τα «Φαντάσματα του Δημοσίου», ήτοι, για τους δημοσίους υπαλλήλους που, ενώ έχουν προσληφθεί από άγνωστους φορείς του κρατικού μηχανισμού, δεν πηγαίνουν ποτέ στη δουλειά τους. Πέφτουν πάνω στην περίπτωση του Πάνου, ενός τέτοιου δημοσίου υπαλλήλου. Με τα πολλά, θα μάθουν τη διεύθυνση κατοικίας του. Δεν θα τον βρουν εκεί όμως. Αντ' αυτού, θα βρουν τη μητέρα του, τη Χαρούλα, κλασική, υπερπροστατευτική Ελληνίδα μάνα. Η 68χρονη χήρα Χαρούλα θα τους περάσει ως τηλεοπτικό συνεργείο ειδήσεων, που μπορεί να τη βοηθήσει να βρει τον γιόκα της, ο οποίος εδώ και κάποιες μέρες, φαίνεται να έχει εξαφανιστεί χωρίς να δίνει σημεία ζωής. 

Μαζί με τον καθηλωμένο σε αναπηρικό καροτσάκι μικρότερο γιο της, τον Λευτέρη, κι έναν ταξιτζή γεννημένο στην Κυψέλη αλλά με καταγωγή από την Γκάνα, τον Μιχάλη, θα προσπαθήσουν όλοι μαζί να μάθουν πού ακριβώς βρίσκεται ο Πάνος, ιδίως όταν εκείνος θα βρεθεί κατηγορούμενος για απάτη. Θα μπορέσουν να βρουν τα ίχνη του; Τον λόγο για τον οποίο εξαφανίστηκε; Και τι συνέπειες θα έχει τελικά όλο αυτό;

Η άποψή μας: Σε μια δύσκολη χρονιά για το ελληνικό σινεμά, έτσι όπως φάνηκε στο περασμένο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ευτυχώς που υπήρξαν δύο ταινίες, που έσωσαν την τιμή του. Η μία ήταν το «Πίσω από τις θημωνιές» της Ασημίνας Προέδρου. Η άλλη είναι τούτη εδώ. Ο Σπύρος Ιακωβίδης επιλέγει τη φόρμα του ψευδοντοκιμαντέρ και την λογική τηλεοπτικών σειρών όπως τα «The office» και «Modern Family», με την κάμερα να παρακολουθεί και να καταγράφει – πολλές φορές αδιάκριτα – τα δρώμενα, ενώ παράλληλα οι «πρωταγωνιστές» μιλάνε κατευθείαν στην κάμερα, ωσάν ομιλούσες κεφαλές, και σχολιάζουν, εξομολογούνται, αδιαφορούν ή καταρρέουν. 

Η λογική του ντοκιμαντέρ υπηρετείται με προσήλωση. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ενώ αρχικά το συνεργείο ξεκινάει να καταγράψει ένα φαινόμενο, μια παθογένεια του ελληνικού δημοσίου, εντέλει βρίσκει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην Χαρούλα, την οποία συναντά «τυχαία» και της οποίας το πορτρέτο χτίζει με λεπτομέρεια. Έτσι, η μαύρη σάτιρα και η σκωπτική διάθεση κριτικής των κακώς κειμένων της δημόσιας διοίκησης (γραφεία χωρίς εργαζόμενους, τηλέφωνα που χτυπάνε, σηκώνονται και κλείνουν αμέσως, ντάνες από φακέλους και χαρτούρα που πετιούνται επιμελώς ατημέλητα σε δωμάτια όπου εννοείται δεν μπορείς να βρεις το οτιδήποτε) μετατρέπεται σε ένα ψυχογράφημα, με τη Χαρούλα να αντιπροσωπεύει την παλιά Ελλάδα. 

Είναι συμπονετική και ρατσίστρια, προσφέρει το είναι της για τα παιδιά της θυσιάζοντας την προσωπική της ζωή, αλλά τα «πνίγει» κιόλας, είναι ευκολόπιστη αλλά μπορεί να γίνει και πολύ καχύποπτη, έχει «βαρύνει» πολύ από όσα δύσκολα καλείται να αντιμετωπίσει καθημερινά επί τόσα χρόνια χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά – και ιδίως από το κράτος – αλλά δεν τα παρατάει και ποτέ. Ζει τη ζωή της σαν ένα ψαροκόκαλο να έχει καθίσει στο λαιμό της επί χρόνια: την ενοχλεί αλλά έχει συνηθήσει – κι εδώ έχουμε μια άψογη εκμετάλλευση αυτής της λεπτομέρειας σε μια από τις πιο κρίσιμες και δυνατές σκηνές της ταινίας. 

Μιας ταινίας που είναι ταυτόχρονα μια υπέροχη κωμωδία με σκηνές που σε κάνουν να γελάς δυνατά (ο τρόπος που ασφαλίζει το καροτσάκι στα κάγκελα, η αφίσα του «εξαφανισμένου», η αδιάκριτη γειτόνισσα με το φαγητό) αλλά και που από ένα σημείο και μετά δεν εμποδίζει και την συγκίνηση να ξεχυθεί απλόχερα, όχι εκβιαστικά, αλλά με γλύκα και ενσυναίσθηση. Η Χαρούλα έχει να αντιμετωπίσει μια αφιλόξενη πόλη, που δυσκολεύει τη ζωή των Αμεα, μια αφιλόξενη πολυκατοικία, που κάποιοι που κατοικούν εκεί αφαιρούν τη ράμπα από τα σκαλιά της εισόδου επειδή προφανώς δεν συνάδει με την... αισθητική τους, και τις ίδιες της τις ρατσιστικές πεποιθήσεις, αποτέλεσμα προφανώς χρόνων «εκπαίδευσης» από γονείς, δασκάλους, φίλους, της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας. 

Η Ελένη Κοκκίδου στο ρόλο της Χαρούλας δίνει μια θριαμβευτική ερμηνεία. Μπαίνει τόσο βαθιά στο ρόλο αυτής της γυναίκας και το κάνει με τρόπο εξαιρετικό. Το πετυχαίνει σωματικά, με τη στάση του σώματός της, τις κινήσεις της, που δείχνουν κούραση, χρόνια ταλαιπωρίας. Το πετυχαίνει με τις εκφράσεις του προσώπου της. Το πετυχαίνει με τον λόγο της, τις κουβέντες της, το τι λέει και πώς το λέει. Προσέξτε πχ τις σκηνές όπου χρειάζεται να μεταφέρει τον Λευτέρη από το αναπηρικό αμαξίδιο σε ένα αυτοκίνητο, στον καναπέ, στην τουαλέτα. Το κάνει με αγάπη, με φροντίδα, αλλά και μηχανικά, με την αίσθηση «πάλι αυτό;», ταυτόχρονα. 

Είναι εξαιρετική η Κοκκίδου και καταγράφεται υπέροχα και η μεταστροφή της απέναντι στον Μιχάλη. Τον μαύρο, που αρχικά αρνείται να μπει στο ταξί του, τον μαύρο, που με καχυποψία αναρωτιέται πώς έμαθε τόσο καλά ελληνικά, τον Μιχάλη, που καταλαβαίνει εντέλει πως είναι ο μόνος που τη βοηθάει χωρίς να θέλει κάποιο αντάλλαγμα, τον Μιχάλη, που τον φροντίζει περισσότερο και από παιδί της, τον Μιχάλη, που γίνεται παιδί της. Και ο Μιχάλης του Kevin Zans Ansong, του ταλαντούχου και γνωστού στους θιασώτες της εγχώριας ραπ μουσικής «Νέγρου του Μοριά» ή/ και «Black Morris», είναι απίστευτα καλός στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση. Είναι φυσικός, έχει τη στάση του σώματος που απαιτείται και τρομερή φωνή, σε κερδίζει αμά τη εμφανίσει. Με καλοσύνη, ναι μεν στα όρια της αφέλειας, τύπου «Ted Lasso», που τόσο όμως την έχουμε ανάγκη δε, τα βγάζει πέρα και με το παραπάνω. 

Οι σκηνές του τόσο με τη Χαρούλα όσο και με τον Λευτέρη είναι απίθανες, όπως κι εκείνες όπου είναι μόνος στο ταξί, σε εξομολογητικό mode. Αλλά και η στάση της ταινίας απέναντι στα Αμεα είναι εύστοχη. Στοργική αλλά χωρίς να μας κάνει να νιώθουμε οίκτο απέναντι στον Λευτέρη – αν κάτι νιώθουμε, είναι ντροπή σε μια σπουδαία σκηνή, εκείνη της πτώσης του Λευτέρη. Όλα κυλούν ομαλά και όμορφα, με εύστοχες παρατηρήσεις σχετικά με σημεία των καιρών, όπως το ελληνικό «Black Live Matters», χωρίς στόμφο, χωρίς δασκαλίστικο τρόπο, χωρίς μεγαλοπιασίματα. 

Κι έρχεται το φινάλε, γλυκόπικρο, να δείξει έναν άλλο δρόμο στον οποίο μπορούμε να πορευτούμε. Καλή η αγάπη της παλιάς Ελλάδας, αλλά too much, πολύ σεμεδάκι, πολύ πνίξιμο, πολύ λευκό. Το παρόν και ιδίως το μέλλον είναι άσπρο και μαύρο, είναι πολύχρωμο εντέλει, είναι ένα πάντα που χορεύει, είναι ο ΠΑΟΚ (κι όχι η ΑΕΚ, το μόνο... φάουλ της ταινίας, παιδιά, πιο ασπρόμαυρη ομάδα από τον ΠΑΟΚ δεν υπάρχει – κι έχει ΠΑΟΚτζήδες και στην Αθήνα, δεν θα ήταν πρόβλημα αυτό), είναι η μαύρη πέτρα που δεν είναι πέτρα, είναι κάτι άλλο, είναι κάτι πιο αισιόδοξο, πιο φωτεινό, γεια σου ρε μάνα, μου λείπεις γαμώτο...

Black Stone Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Ιουνίου 2023 από την Cinobo!
Περισσότερα... »

Spider-Man: Ακροβατώντας στο Αραχνο-σύμπαν (Spider-Man: Across the Spider-Verse) Poster ΠόστερSpider-Man: Ακροβατώντας στο Αραχνο-σύμπαν
των Joaquim Dos Santos, Kemp Powers, Justin K. Thompson. Με τις φωνές των Shameik Moore, Hailee Steinfeld, Brian Tyree Henry, Luna Lauren Vélez, Jake Johnson, Jason Schwartzman, Issa Rae, Karan Soni, Daniel Kaluuya, Mahershala Ali, Oscar Isaac.

Spider-man Everywhere All At Once
γράφει ο  gaRis (@takisgaris)

Έρχεται πουλές ο Marty ο Scorsese σε υποψιασμένο χρόνο και ανερυθρίαστα, αμολάει την ατάκα που ίσως μόνο εκείνος και ο Μούσιας έχουν δικαίωμα να αποτολμήσουν από καθέδρας. Ότι δηλαδή τα project της Marvel δεν είναι ακριβώς σινεμά, παρά ένα προϊόν που φέρνει περισσσότερο σε θεματικό πάρκο ξερωγώ, της Disney (τυχαίο; Ολωσδιόλου. Τέσσερα μπιλιούνια στα 2009 κόστισε στον κολοσσό η εξαγορά του σύμπαντος του πλέον μακαρίτη Stan Lee). Πέσανε αμέσως να τον φάνε τον μαέστρο ότι και καλά είναι απολίθωμα της ιστορίας και ασύγχρονος με την εποχή μας. Ε, λοιπόν, 80 εκείνος και 50 εγώ, είτε τα ίδια απολιθώματα της πλειστόκαινου είμεθα ή στραβά (ψιλο)αρμενίζουμε κυρίες μου. Διότι αρχίζει και μου τη σφυράει ανάποδα, το να χαρακτηριζόμαστε από τις πόσες μπάντες το ψήνουμε το ψάρι, μέχρι το ως ποιά φυλή αυτοπροσδιοριζόμεθα ή την όποια έτερη ακραία λαμακία δύναται να σκαρφιστεί ανθρώπινος νους για να καστομάρει την πραγματικότητα στα οικεία (ά)μέτρα του/της/του.

Spider-Man: Ακροβατώντας στο Αραχνο-σύμπαν (Spider-Man: Across the Spider-Verse) Quad Poster
Να καρανθυποσημειώσω πως ενδεχομένως στην Ελλάδα να μην έχει πάει το γράμμα με την ίδια ταχύτητα, σταδωνά πάντως τα μέρη (βόρεια Αμερική) δεν τσι προλαβαίνουμι. Μακρινάριος ο πρόλογος, αναγκαιότατος όμως για να εξηγηθεί η καθολική στροφή της αμερικανικής μπλοκμπαστεριάδας στα νεοφώτιστα ήθη και έθη. Προκείμενος ήχος πλάγιος δ’, πάμε λοιπόν. Στα 2018 ξεμυτίζει ο κομικάριος Σπάιντερμαν μέσα στα Μουλτιβέρσια και σαρώνει τις αισθήσεις, κοκταιηλάρει νευρώνες πανκ εξπρεσιονισμού σε φόντο αχαλίνωτα πληθωριστικής δράσης που τεμαχίζει τον αμφιβληστροειδή. 

Αποτέλεσμα να σαρώσει τον μπόξ όφφι, να αρπάξει το ανημέητεντ όσκαρ και να δημιουργήσει δυσθεώρητες προσδοκίες για πολλαπλές cineχειες. Όπερ και εγένετο με περίπου 5ετή καθυστέρηση, ένεκα κορωνοϊού. Τα νούμερα στις σημειώσεις της παραγωγής είναι πρωτόγνωρα. Μια χιλιάδα συντελεστών, δυο τριάδες σε σκηνοθεσία και συγγραφή (εδώ παίζει το τημ του Lego Movie) και διάρκεια να χτυπάει δύο ώρες και είκοσι πρώτα λεπτά, έντρι για το βιβλίο ρεκόρ του Γκίνες. Το ευτύχημα-δυστύχημα, η ευχή-και-κατάρα είναι αυτή ακριβώς η πολυοργασμικότητα του εγχειρήματος, το οποίο, ειρήσθω, κόβεται απότομα καθότι, της μοδός άλλωστε, θα μας προκύψει και μέρος β’ που υποτίθεται θα ολοκληρώσει την τριλογία. 

Η δική μου αλήθεια πάντως, η εξουθένωση έχει είδη προκύψει στο πολυκοσμικό σύμπαν του Miles Morales, αφού εξόν της Gwen Stacy και καμιά δεκαριά άλλους Spidermen, Ισπανό, Ινδό, γάτα ή... κομολί έχουμε και έναν κακούλη, τον Spot (φαντάσου μια κινούμενη ζόμπι συλλογή μαύρων τρυπών) να ταλανίζει τον 15χρονο μαύρο έφηβο, με λατίνα μάνα από το Μπρούκλιν, που δεν το αντέχει το κατεστημένο και καμώνεται να αλλάξει τα εναλλακτικά σύμπαντα και το ριζικό των απανταχού διαχρονικά συναδέλφων Σπάιντιζ, έτσι, γιατί απλά το θέλει. Εδώ φίλος βρίσκεται η επιτομή της Gen Z, ο ίδιος δηλαδή ο λόγος που η ταινία προόρισται να ταΐσει καντάρια ντοπαμίνη τους συνομιλίκους της 15χρονης κοράκλας μου. 

To σύνθημα είναι θέλω τα πάντα όπως τα ποθώ και τίποτα δε μπορεί να με σταματήσει. Το παρασύνθημα πάλι, στάκα ρε παιδί, ξέρεις στην πραγματική ζωή ο υπερ-ηρωισμός είναι ευθύνη, είναι θυσία, είναι σταυρός. Ωχού, τι με λες τώρα. Το Spider-verse νάναι καλά, Τα Πάντα Όλα είναι εδώ (για πολύ καιρό ακόμη), άνοιξε τα μάτια διάπλατα και τα σαγόνια στα πατώματα. Γιατί δίχως αντίρρηση, από μουσική (Daniel Pemberton), εφφέδες - κατηφέδες και μονταζιέρα (Mike Andrews) η ταινία τα σπάει θρύψαλα κομμάτια. Οι διάλογοι είναι πάλι τόσο νιανιά που δεν αφήνουν περιθώριο για σκέψη, δίνοντας αυτόματα τις απαντήσεις στα τιθέμενα ερωτήματα. 

Ο στόχος άλλωστε δεν είναι άλλος παρά να παρθούν τα σκαλπ του φάνμπεηζ, να σαλαγήσουν τα θεατόνια θριαμβευτικά και να πάνε στο σπίτι το βράδυ μετά την ταινία κατευτυχισμένα με την ιαχή «τίποτα-τίποτα δε μας σταματά, τη ζωή μας αδράξαμε, από τα κέ-ρα-τα!» Εχμ...Αμ δε!

Spider-Man: Ακροβατώντας στο Αραχνο-σύμπαν (Spider-Man: Across the Spider-Verse) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Ιουνίου 2023 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Ο Μπαμπούλας (The Boogeyman) Poster ΠόστερΟ Μπαμπούλας
του Rob Savage. Με τους Sophie Thatcher, Chris Messina, Vivien Lyra Blair, Marin Ireland, Madison Hu, LisaGay Hamilton, David Dastmalchian.

Κλείσε την ντουλάπα! 
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Το ημερολόγιο σημάδευε τον Μάρτη του 1973 όταν στο τεύχος του περιοδικού Cavalier, περίοπτη θέση έπαιρνε μια μικρής έκτασης φοβιστική νουβέλα, δια χειρός ενός νεαρού, πλην φέρελπι στο είδος τότε γραφιά, που υπέγραφε με το όνομα Stephen King. Στα χρόνια που ακολούθησαν, με την δημοτικότητα του λογοτέχνη να έχει εκτοξευτεί στα ύψη κατόπιν των θριαμβευτικών του εκδόσεων όπως η Carrie, το Salem's Lot, το The Shining και το Rage, το ευρηματικής γραφής Boogeyman, αντάμα με μια εικοσαριά ακόμη σορτς (μεταξύ των τα Children Of The Corn, The Mangler και The Lawnmower Man), θα συνθέσουν την περιβόητη ανθολογία Night Shift. Αυτή είναι και η πρώτη φορά που Ο Μπαμπούλας μεταφέρεται στην μεγάλη οθόνη, ανεβάζοντας τον αριθμό των φιλμικών διασκευών των έργων του master of horror στο νούμερο 53!

Ο Μπαμπούλας (The Boogeyman) Quad Poster
Σε βαρύτατο πένθος έχει βυθίσει το σπιτικό της οικογένειας Χάρπερ ο πρόσφατος αδόκητος χαμός σε μοιραίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, της λατρεμένης τους μητέρας και συζύγου. Ο χήρος Γουίλ, ψυχίατρος στο επάγγελμα, παλεύει να επιβιώσει από την κατάθλιψη, ρίχνοντας το βάρος του στην εργασία του, την ίδια στιγμή που οι δύο θυγατέρες του, η έφηβη Σέιντι και η μικρούλα Σόγιερ, δεν μπορούν με τίποτα να διανοηθούν πως θα μπορέσει να κυλήσει η ζωή τους, στερούμενες δια παντός της μητρικής αγάπης.

Μια κατάσταση που θα εξελιχθεί σε ακόμη πιο δεινή, όταν ένας μυστηριώδης άντρας, εμφανώς ταλαιπωρημένος ψυχικά, αφού ζητήσει απελπισμένα την θεραπευτική αρωγή του ειδικού, θα βρεθεί, εντελώς αναπάντεχα, απαγχονισμένος στο σκοτεινό δωμάτιο που κάποτε η εκλιπούσα χρησιμοποιούσε για ατελιέ. Μια αυτοκτονία που θα σημάνει την απαρχή κάποιων παράξενων και δύσκολα εξηγήσιμων μεταφυσικών φαινομένων, εντός της ημιφωτισμένης μεζονέτας.

Και κάπως έτσι οι μόλις οκτώ, αλλά τόσο πυκνογραμμένες σελίδες του ορίτζιναλ, καλούνται να αποκτήσουν ένα σαλτσερό περιτύλιγμα, προκειμένου να ανοίξουν χρονικά προς την έκταση του 90λεπτου που ζητά μια αξιοπρεπώς ολοκληρωμένη κινηματογραφική πρόταση. Συνεπώς η εναπομείνασα τριάδα, εντός της οικίας που ήδη υποφέρει από την αβάσταχτη απώλεια, με γεφυράκι τις προσωπικές, μπορεί και άνισες, μάχες που καλείται να δώσει ο καθένας (σχολικό μπούλινγκ για την μαθήτρια του γυμνασίου, τα δοντάκια που πρέπει να βγουν για την πιτσιρίκα του δημοτικού, οι παρανοικές σε βαθμό απειλής ματιές των ασθενών / πελατών για τον καταβεβλημένο μπαμπά) οδηγούνται βάσει του σχετικού πατρόν στο τυφλό αδιέξοδο. Εκεί που τους καρτερούν οι παρανόρμαλ δυνάμεις, για τους ισοπεδώσουν ολοκληρωτικά, εκμεταλλευόμενες τον ευάλωτο συναισθηματικό τους κόσμο.

Βεβαίως, με τόσες πολλές παραγωγές στο σχετικό genre του τρόμου να κάνουν την εμφάνιση τους τακτικότατα στις εβδομαδιαίες κυκλοφορίες των αιθουσών, θα πρέπει να συμβεί κάτι το υπέροχα πρωτότυπο, ώστε να πούμε πως μια ταινία ξεχωρίζει από τον σωρό, προσφέροντας κάτι το συναρπαστικά καινοτόμο. Άρα δεν είναι δυνατόν το The Boogeyman να κάνει από μόνο του την διαφορά, ως φιλμ που βαδίζει πάνω σε χιλιοειπωμένες σεναριακές βάσεις, που στερείται ευρημάτων και ανατροπών στην πορεία, αλλά και το κυριότερο, δεν έχει να επιδείξει κάποια σπουδαία συλλογή ανατριχιαστικών σεκάνς στην αφήγηση του.

Τα άκρως αναμενόμενα κλισεδιάρικα τρομάγματα δηλαδή, όταν οι λάμψεις, με την βοήθεια των περιβαλλοντικών  συριστικών ήχων, αποκαλύπτουν την βδελυρή μορφή του πολύποδου τερατακίου, στην όσο πιο κοινότυπη γίνεται, ακολουθία των προσταγών της Blumhouse. Δημιουργικό πνεύμα της κραταιάς την τελευταία δεκαετία μπράντας στον χώρο, που βασιλεύει και στην, δεν την λες και φτηνή, παραγωγή της 20th Century. Δεν την αποκαλείς όμως και ιδιαίτερη, αλλά μάλλον ως μια ακόμη χαμένη ευκαιρία ορθής εκμετάλλευσης, ενός από τους πιο πιασάρικους τίτλους του σπουδαίου King.

Ο Μπαμπούλας (The Boogeyman) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Ιουνίου 2023 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Αγάπη και Μίσος (Frere et Soeur) Poster ΠόστερΑγάπη και Μίσος
του Arnaud Desplechin. Με τους Marion Cotillard, Melvil Poupaud, Golshifteh Farahani, Patrick Timsit, Max Baissette de Malglaive, Benjamin Siksou, Cosmina Stratan, Francis Leplay.

Ας μπορούσες τουλάχιστον να με μισήσεις, αφού δεν μπορείς να μ' αγαπήσεις... 
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Παρότι δεν μπορώ καν να διανοηθώ πως γίνεται δυο άνθρωποι που έχουν βγει από την ίδια, κοινή μήτρα, ακόμη και να κοιταχτούν ελαφρώς λοξά, εντούτοις είμαι της άποψης πως αν είναι να γίνει ο τσαμπουκάς κάποια βολά, πρέπει να γίνει σωστά. Μηνήσεις, δικηγόροι, απειλές και σχίσμα οριστικό δηλαδή με την έννοια του ή εσύ θα επιβιώσεις στο φινάλε ή εγώ. Αυτά τα μου είπες και σου είπα, άκουσα να λένε και δεν το διέψευσες, ούτε με πήρες μισό τηλέφωνο άρα δε με θες για αδελφό και παρεξηγησιάρες σαχλαμάρες, δεν είναι σοβαρά πράγματα, ούτε δύναται να ορίσουν σημείο ολικής ρήξης ανάμεσα σε δύο ομογάλακτους. Το παράξενο είναι πως από έναν τέτοιο ανύπαρκτο (αφού ποτέ μου δεν τον κατανόησα) λόγο ξεκίνησαν το μάλωμα τα σίμπλινγκς της εδώ ιστορίας μας, για να οδηγηθούν στο χάσου από τα μάτια μου. Ήθελε πολύ παραπάνω δουλίτσα στο αίτιο, κατά κάποιο τρόπο, το πράγμα εν ολίγοις.

Αγάπη και Μίσος (Frere et Soeur) Quad Poster
Ένα παράξενο τροχαίο ατύχημα σε επαρχιακό δρόμο του Γαλλικού Βορρά, θα οδηγήσει το ηλικιωμένο ζευγάρι του Αμπέλ και της Μαρί Λουίζ Βιγιάρ με βαρύτατα τραύματα στο νοσοκομείο. Από την πρώτη στιγμή δίπλα τους θα βρεθούν προς υποστήριξη τα τρία τους παιδιά, η αναγνωρισμένη, αν και σε διαρκή πτώση της δημοφιλίας της, θεατρική ηθοποιός, Αλίς, ο διάσημος στους λογοτεχνικούς κύκλους συγγραφέας, Λουί και ο βενιαμίν Φιντέλ. Με την προϋπόθεση, όμως, πως οι δύο πρώτοι, δεν γίνεται επ ουδενί να συναντηθούν στους χώρους της κλινικής, αφού το μίσος που τους χωρίζει, αγγίζει τα όρια του θανάσιμου...

Πες με παράξενο, αλλά σε αυτό το σημείο, θα ήθελα πολύ να μάθω τον λόγο αυτού του σχίσματος, ώστε να μπορέσω να παρακολουθήσω με πιο ενδιαφέρον την εξέλιξη ετούτου του οικογενειακού δράματος, που ξετυλίγεται στην μεγάλη οθόνη με πολλαπλές εκφάνσεις. Συνέβη κάποια προδοσία? Κάποια ατιμία? Έλαβε χώρα εντός των πλαισίων της φαμίλιας η παραμικρή απατεωνιά, σε τέτοιο βαθμό που να προκαλέσει τον συνταρακτικό τριγμό? Καμία εξήγηση! Στο ίντρο πληροφορούμαστε πως ο διανοούμενος και η καλή του, πενθούν την απώλεια του εξάχρονου γιου τους, επιθυμώντας σε αυτό τους τρισαλί να μη συμμετάσχει η μεγάλη αδελφή, που με έναν κάποιο αδιόρατο τρόπο, μπορεί και να την θεωρούν υπαίτια της τραγωδίας. Επειδής όταν εκτοξευόταν επαγγελματικά, μου φαίνεται αν το έπιασα σωστά, ο γραφιάς, εκείνη ήδη κατηφόριζε με ορμή προς το ναδίρ της καριέρας της. Άρα ως ζηλοφθονίας ορίζεται το ανάγνωσμα?

Το σενάριο προφανώς και δεν καταλαβαίνει ποτέ του, πως για να σταθεί στα πόδια του ένα τέτοιας υφής μελόδραμα, θα πρέπει αποξαρχής να οριστούν οι βασικές γραμμές του. Μα ο αγαπημένος των Καννών ως επτάκις υποψήφιος για την κατάκτηση του Παλμοντόρου - ούτε καν πλησίασε στο χιλιόμετρο - Arnaud Desplechin, έχει άλλα πράγματα κατά νου να σερβίρει, από τα ουσιώδη. Υπερτονίζοντας την ανύπαρκτης ουσίας ρήξη και προβάλλοντας την ολοκληρωτική καταστροφή που έχει προκαλέσει στις ψυχές των αδελφών, ενώ πάρα πολύ απλά θα μπορούσαν να έχουν καθίσει από χρόνια σε ένα κοινό τραπέζι και πανεύκολα να τα βρουν. Οπιομανής ο ένας, χαπακωμένη η άλλη, δεν καταφέρνουν ποτέ να διαχειριστούν το κενό, συνεπώς τώρα που οι γονείς τους, τους χρειάζονται (μονοιασμένους) κοντά τους, το πράγμα εξελίσσεται σε ακόμη πιο οδυνηρό.

Γενικά, όμως, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Frere Et Soeur δεν περιορίζονται στην θεμελίωση και εκτέλεση του. Ο ντιρέκτορας αποδεικνύεται εμμονικός στο να μην επιτρέπει σε μία έστω σεκάνς να ολοκληρωθεί κατά πως της πρέπει, κόβοντας απότομα τέμπο και συνοχή, προκαλώντας επιπλέον απορίες για το τι πραγματικά τρέχει σε αυτή την κατακερματισμένη οικογένεια, που όμοια της δεν συναντάς και πολύ εύκολα στον αληθινό κόσμο. Σου δίνεται δε η αίσθηση μέσα από τους περίπλοκους διαλόγους και τα εμβόλιμα μπερδευτικά φλασμπάκ, πως τα δύο αυτά αδέλφια γεννήθηκαν για να ριχτούν σε μια λυσσαλέα μονομαχία, που ο ένας θα βγάλει το μάτι του άλλου, απλά και μόνο για να αποδείξει την εκκεντρική αγάπη που του τρέφει. Αλλόκοτες καταστάσεις, μηδενικά ρεαλιστικές φυσικά.

Το έμπειρο πρωταγωνιστικό δίδυμο, κινούμενο αναμεταξύ ενός μπούγιου περσόνων απαίδευτων, υπερπροσπαθεί, αλλά δεν σώζει και πάρα πολλά στην τελική. Η καταθλιπτική αρτίστα, σύζυγος ενός αόρατου άντρα, μητέρα ενός φοβισμένου εικοσάρη, προστάτιδα μιας κατατρεγμένης και αδύναμης αστέγου, με την μορφή της υπεροπτικής φυσιογνωμίας Cotiilard, φτιάχνει ένα αξιοπρεπές υποκριτικό παραπλήρωμα με τον αυτοκτονικό αδελφούλη, χαροκαμένο πατέρα και ανακατωσούρη σύντροφο μιας αλλοπρόσαλλης νύφης (σπάνιας ομορφάδας η Golshifteh...) καθώς τον ζωγραφίζει με πειθώ ο κυκλοθυμικός Poupaud. Ο δίλεπτος επίλογος, νηνεμίας επερχομένης, μάλλον ως ασαφής και ουδέτερος επιδρά, όπως άλλωστε το σύνολο σχεδόν ενός φιλμ που προφανώς ήθελε να εκφράσει πολλά περισσότερα από τις αληθινές δυνατότητες του.

Αγάπη και Μίσος (Frere et Soeur) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Ιουνίου 2023 από την Cinobo!
Περισσότερα... »

Επίδοξοι κληρονόμοι (The Estate) Poster ΠόστερΕπίδοξοι κληρονόμοι
του Dean Craig. Με τους Toni Collette, Anna Faris, David Duchovny, Rosemarie DeWitt, Kathleen Turner, Ron Livingston, Keyla Monterroso Mejia, Danny Vinson.

Πέθανε η Θεία! Πέθανε η Θεία!
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Καλά, εντάξει, δεν ήταν ακριβώς Θεία, αλλά Θείος, σε εκείνη την αλήστου μνήμης πανηγυρική χορογραφία που έστησαν η Βλαχοπούλου και οι κανάγιες συγγενείς της στο άκουσμα της "αναχώρησης" του ζάπλουτου μπάρμπα, στην κωμωδία Μια Ελληνίδα στο Χαρέμι (1971). Για να φτάσουμε μετά δακρύου γέλιων στην ανάσταση του νεκρού, όταν πάνω από την σωρό του οι "πενθούντες" μοίραζαν δραχμή με δραχμή την μεγάλη του περιουσία. Μια έτσι στο περίπου ξεχειλωματική χρονικά, μα παρόμοιας υφής διαδικασία, έχουμε να δούμε στην κομεντί The Estate, όπου και πάλι μια ομάδα από φουκαράδες, έχει βάλει στο μάτι το παραδάκι μιας κληρονομιάς πολλών, πολλών εκατομμυρίων δολαρίων.

Επίδοξοι κληρονόμοι (The Estate) Quad Poster
Τα χρέη που έχει δημιουργήσει η επιχείρηση του μικρού γειτονικού καφέ των δύο μεσηλίκων αδελφών, της Μέισι και της Σαβάνα, είναι δυσβάσταχτα και καμία ελπίδα δεν διαφαίνεται ορατή στον ορίζοντα, που να τις κάνει να αισθάνονται έστω και λίγο αισιόδοξες. Στο άκουσμα όμως, πως η απομακρυσμένη, πλην πλούσια, θεία τους Χίλντα, μισητή αδελφή της μητέρας τους, διανύει τις ύστατες στιγμές της ζωής της, θα αισθανθούν πως η τύχη μπορεί να τους χαμογέλασε, ελπίζοντας πως κι εκείνες δικαιούνται ένα μερίδιο της αμύθητης κληρονομιάς. Μόνο που η ηλικιωμένη γυναίκα, μπορεί να μην διαθέτει παιδιά, αλλά αρκετά ανίψια, που θα βάλουν σκοπό να κερδίσουν ο καθένας από την πλευρά του, όσο μεγαλύτερο κομμάτι γίνεται από την μοιρασιά.

Και κάπως έτσι οι δύο απελπισμένες αδερφάδες, από εκεί που είχαν να συναντήσουν την θείτσα κάτι δεκαετίες, τώρα θα επιδιώξουν να της συμπαρασταθούν στα στερνά της, υποκρινόμενες πως τάχαμου τις νοιάζει το καλό της, μήπως και κερδίσουν κομματάκι παραπάνω της εύνοιας της. Το ίδιο όμως ακριβώς θα σκεφτούν και κάμποσα ακόμη ανιψούδια της, χωρίς να ανήκουν, όμως, στην ίδια δεινή οικονομική κατάσταση. Απλά θα θελήσουν με τα κέρδη που θα αποκομίσουν, να κάνουν ακόμη πιο λουσάτη, από την ήδη υπάρχουσα, ζωή. Και εννοείται πως ο σκοπός, για όλα τα μέλη της πεντάδας, που το καθένα από την μεριά του θα το παίξει λίγο έως πολύ αποκλειστική νοσοκόμα, είναι εκείνος που αγιάζει τα μέσα.

Το πρώτο θετικό σημάδι που συναντά κανείς στην ανάγνωση των υλικών της ταινίας, είναι το όνομα του εμπνευστή και δημιουργού, του πενηντάχρονου Λονδρέζου Dean Craig. Κι ο λόγος έχει να κάνει με το γεγονός πως μια φορά κι έναν καιρό, κάπου στα 2010, ήταν εκείνος που είχε επιμεληθεί το σενάριο  εκκεντρικού και όχι πολιτικά ορθού χιούμορ ταινίας, όπως του Death At A Funeral, που είχε κάνει ένα ικανοποιητικό γκελ στο ευρύ κοινό. Δυστυχώς όμως, εκεί ακριβώς, στην συγγραφή του μλετημένου σκριπτ, εντοπίζεται και η κύρια αδυναμία του φιλμ, που πέραν της εισαγωγικής θεματικής ιδέας, πραγματικά παραπαίει.

Το κουιντέτο των φαγάνων που αποζητούν να απομυζήσουν την ιερή και εύπορη αγελάδα, δεν προβάλλεται παρά σαν μια άτσαλη φράξια από παντελώς αδιάφορους small time crooks της κακιάς ώρας. Με την πάροδο του χρόνου δε και παρά την προσπάθεια της μεγαλύτερης εκ των δύο αδελφών (σαφώς η ικανότερη ερμηνευτικά της κομπανίας, Toni Collette) να αποδώσει την περσόνα που υποκύπτει σε κάποια ηθικά διλήμματα, ουδείς εκ της συμμορίας εξελίσσεται σε έστω ελαφρώς συμπαθή, προκειμένου να περάσει ως ανεκτός στην πλατεία. Με τόσο αδιάφορες προσωπικότητες να γυροφέρνουν στο εκράν, ενόσω το χιούμορ βουλιάζει όλο και περισσότερο στην κινούμενη άμμο της χοντράδας, είναι λογικό κι επόμενο να μην στήνεται ποτέ το πλάνο που η παραγωγή, αρχικώς, φιλοδοξούσε.

Άρα αυτό που απομένει είναι μια ακόμη σπατάλη ενός ανσάμπλ μπόλικου τάλαντου στην θεωρία, που δεν πετυχαίνει, ελλείψει ευρηματικών ανατροπών, να αποτρέψει το ναυάγιο. Μονοδιάστατα επίπεδη η Faris, άχρωμος έως και αόρατος ο Ron Livingston, ουδέτερη και αδύναμη η DeWitt, αγνώριστος λες και τον έχει τσιμπήσει ένα σμαρί από σφήκες ο, ποτέ δεν μου είπε και τίποτα, David Duchovny. Όσο για την Turner, με αυτή την θλιβερή μόστρα, μόλις στα 68 της χρόνια, δεν νομίζω πως πλέον μπορεί να αποδώσει κάτι περισσότερο από την ανήμπορη υπερήλικα, σε τέτοιας χαμηλής στάθμης κομεντί, όπως οι Επίδοξοι Κληρονόμοι.

Επίδοξοι κληρονόμοι (The Estate) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Ιουνίου 2023 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Ευτυχισμένοι Μαζί (What's Love Got to Do with It) Poster ΠόστερΕυτυχισμένοι Μαζί
του Shekhar Kapur. Με τους Lily James, Shazad Latif, Shabana Azmi, Emma Thompson, Sajal Aly, Oliver Chris, Asim Chaudhry, Jeff Mirza, Alice Orr-Ewing, Rahat Fateh Ali Khan.

What's love but a second-hand emotion?
γράφει ο  gaRis (@takisgaris)

Τώρα τι να πεις και τι να μολοήσεις. Μας αφήνει η Tina η Turner, η ιαιά του ροκ στα 83 της - και αιωνία της η μνήμη. Βγάλε μια επανέκδοση του μπαϊόπικ του 1993 με παιχταρού Angela Bassett να συχωρέσουμε τα αποθαμένα της αξιοπρεπώς ρε μάστορη ναούμ. Ανταυτούνου, κοτσάρεις (συμπτωσάρα;) ομότιτλο ρομκόμ, κροσκάλτουρ υβριδικό που παλαντζάρει αναμεταξύτωνε σχολής Richard Curtis και αυτών της νεο-Νετφλιξιακής τάξης πραμάτων που στοχεύουν στο ρεπρεζεντέϊσον αλλοφύλων και αλλοθρήσκων στα στεγανά της πολιτικής ορθότητας. 

Ευτυχισμένοι Μαζί (What's Love Got to Do with It) Quad Poster
Οι προθέσεις εδώ ξεκάθαρες: Η γενιά του σουάιπ λεφτ, που τιντερο-γκραϊντεριάζεται στην αέναη (έως εντέλει ανιαρή) ξεπέτα, συναντά το γονικό, πατροπαράδοτο προξενιό του προκάτ γάμου γιατί οι στατιστικές είναι (λέει) καταλυτικές. Στην Ανγκλεταίρα το 55% των γάμων - από - έρωτα καταλήγει σε διαζύγιο, ενώ τα αρέηντζντ κοντά στο μόλις 5%. Το συζητάς ακόμα; Mommy Knows Best, χαζούλη.

O σεβάσμιος Shekhar Kapur είναι ο δημιουργός των δυο Elizabeth (1998, 2007) που έχει αφήσει ανεξίτηλη σφραγίδα με σφριγηλή σκηνοθεσία και το υποδειγματικό μιζ-αν-σεν. Για ρομ-κομεντάς δεν τουτόχα, αν και απότι αντιλαμβάνομαι το παρόν πρότζεκτ έχει να κάνει περισσότερο με τη Βρεττανή παραγωγό Jemima Goldsmith - Khan, κάποτε παντρεμένη με τον πρόσφατο παίχτη του κρίκετ και μέχρι πρόσφατα πρωθυπουργό του Πακιστάν Imran Khan. 

Πρώτο της ημι-αυτοβιογραφικό σενάριο λοιπόνε το What’s Love Got to Do with It, με πρωταγωνιστή τον εργένη γιατρό, γεννημένο στο Λονδίνο πακιστανό Kaz…Khan (Shazad Latif) που γίνεται πρωταγωνιστής του ντοκιμαντέρ της παιδικής του φίλης Zoe (Lily James) η οποία πελαγοδρομεί μεταξύ περιστασιακών ερωτικών σχέσεων, προς απογοήτευση της εύθυμης ζωντοχήρας- μητρός της Cath (η εντελώς ξοδεμένη εδώ Emma Thompson). 

H κάμερα καταγράφει το ταξίδι του Καζ από την πρώτη zoom γνωριμία με την επίδοξη νύφη-δια-προξενιού ως το κάζ-ο μετά πολλών ευτράπελων της κατάληξης, όπου τα κολλητάκια θα αντιληφθούν ό,τι ακριβώς ο νοήμων θεατής σακουλεύτηκε στο πρώτο δεκάλεπτο: Ο Έρως αναστέναζε όλα τούτα τα χρόνια μπροστά στα μούτρα τους. Το πρωταγωνιστικό μαλτικάλτσουραλ ντούο, φίλοι παλιοί κι εκτός οθόνης, διαθέτει γοητεία αλλά ουχί ερωτική χημεία. 

Η Lily James (Cinderella, Mamma Mia! Here We Go Again) ομορφαίνει κάθε ταινία όπου παίζει, ενώ ο Kapur το πηγαίνει το γράμμα σταθερά, γνωρίζει τους κώδικες, προσθέτει δράμα τόσο-όσο, οδηγώντας τις προσδοκίες στο πλέον ποθητό, τουτέστιν σεβασμός σε θρησκείες, κουλτούρες και παραδόσεις αλλά υπεράνω όλων η οικογενειακή ενότητα κι ένα τσικ πιο πάνω, η ατομική ολοκλήρωση. Χαμένη ευκαιρία, τιγκαρισμένο στη συμβατικότητά του, καλοφκιαμένο μα άτολμο, το What’s Love Got to Do With It, μοιάζει να ταλανίζεται από ισχυρές δόσεις πεζότητας μέσα στον ρομαντισμό του. Που αυτό δεν το λες ακριβώς ευτυχία αλλά τι τα θες-τι τα γυρεύεις, μήπως ο έρωτας είναι τίποτα άλλο παρά ένα πολυφορεμένο συναίσθημα; (Όπως θα τραγουδά από τον Παράδεισο πλέον το Τινάκι).

Ευτυχισμένοι Μαζί (What's Love Got to Do with It) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Ιουνίου 2023 από την Spentzos Films!
Περισσότερα... »

Πρόσκληση σε φόνο (Invitation to a Murder) Poster ΠόστερΠρόσκληση σε φόνο
του Stephen Shimek. Με τους Mischa Barton, Chris Browning, Seamus Dever, Bianca A. Santos, Giles Matthey, Grace Lynn Kung, James Urbaniak, Amy Sloan, Alex Hyde-White.


Αγκάθα Κρίστι από τα Λιντλ!
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Whodunit? Who cares?

Αυτή είναι η δέκατη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Stephen Shimek (έχει γυρίσει και μία μαζί με τον Maclain Nelson, επομένως, σύνολο, 11 οι μεγάλου μήκους). Η φιλμογραφία του χαρακτηρίζεται από ταινίες με τίτλους όπως «The Adventures of RoboRex» (2014), «K-9 Adventures: Legend of the Lost Gold» (2014) και «The Adventure of A.R.I.: My Robot Friend» (2020), οπότε, όπως καταλαβαίνετε, ο τύπος είναι διεκπεραιωτής σε ταινίες χαμηλής ποιότητας και συγκεκριμένου αισθητικού προσανατολισμού. Προφανώς, αυτή είναι η πρώτη του ταινία που βλέπουμε στους κινηματογράφους στη χώρα μας – και μπορώ να υποθέσω με αρκετή σιγουριά πως ούτε σε dvd ούτε streaming έχει προβληθεί οτιδήποτε άλλο δικό του στα μέρη μας – ούτε και πρόκειται να δούμε κάτι δικό του προσεχώς.

Πρόσκληση σε φόνο (Invitation to a Murder) Poster Πόστερ Wallpaper
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε μια πρωτότυπη ιστορία που έχει γράψει ο Γάλλος Gérard Miller. Μάλιστα, υπήρχε η διάθεση να γυριστεί κι άλλη ταινία με πρωταγωνίστρια την Miranda Green (που υποδύεται εδώ η Mischa Barton) αλλά κάτι τέτοιο θα το αποφύγουμε μάλλον, ευτυχώς. Κι ενώ υποτίθεται πως η υπόθεση της ταινίας λαμβάνει χώρα στη Νότια Αγγλία, τα γυρίσματα έγινα στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στο Ιλινόις.

Η υπόθεση: 1934, Λονδίνο. Η Μιράντα Γκριν είναι μια 40something γυναίκα, που ζει μόνη της κι εργάζεται ως ανθοκόμος, το μεγάλο της πάθος, όμως, είναι να διαβάζει ιστορίες μυστηρίου, έχοντας την Αγκάθα Κρίστι ως είδωλό της. Μια μέρα θα δεχτεί την πρόσκληση ενός άγνωστού της απομονωμένου δισεκατομμυριούχου, να παραβρεθεί στο απομακρυσμένο κτήμα του σε ένα νησί, στα ανοιχτά της Νότιας Αγγλίας. Μαγκωμένη αρχικά, εντέλει θα δεχτεί, ιντριγκαρισμένη από το μυστήριο της όλης υπόθεσης. Καθ' οδόν θα διαπιστώσει πως έχουν προσκληθεί, εκτός από την ίδια, άλλοι τέσσερις άνθρωποι, με τους οποίους δεν φαίνεται να έχει κανενός είδους κοινό στοιχείο. 

Εντέλει, οι πέντε προσκεκλημένοι, μαζί με τον άνθρωπο που τους μοίρασε τις προσκλήσεις, θα καταφθάσουν στην έπαυλη, όπου θα συναντήσουν έναν γέρο μπάτλερ, έναν υπηρέτη και μια υπηρέτρια. Λείπει, όμως, ο οικοδεσπότης. Η κατάσταση θα μπερδευτεί ακόμα περισσότερο όταν ένα μέλος αυτής της παράξενης παρέας θα βρεθεί δολοφονημένο. Ποιος είναι ο δολοφόνος; Πού ακριβώς βρίσκεται ο οικοδεσπότης; Και ποιο είναι εκείνο το φοβερό μυστικό που συνδέει τα μέλη αυτής της ετερόκλητης παρέας μεταξύ τους?

Η άποψή μας: Εξηγούμαστε για να μην παρεξηγούμαστε: αυτή δεν είναι μια ταινία από εκείνες που λέμε «είναι τόσο κακή, που είναι τελικά... καλή/ διασκεδαστική». Όχι, αυτή η ταινία είναι τόσο κακή – τελεία. Καθόλου pleasure, ούτε καν guilty. Τι να «πρωτοθαυμάσουμε» σε αυτό το κάκιστο κοπιάρισμα των ταινιών/ τηλεταινιών/ τηλεοπτικών σειρών, που είχαν πρωταγωνίστρια την φοβερή και τρομερή Μις Μαρπλ! Το επίπεδο παραγωγής; Πάμφτωχο, με άθλια χρήση CGI, που... βγάζει μάτι. Το σενάριο; Χωρίς σασπένς, χωρίς ενδιαφέρον, με απίστευτους αναχρονισμούς και προβληματική ανάπτυξη. 

Το καστ; Άλαλα τα πλήθη! Απίστευτα κακές ερμηνείες, με πολύ κακή χρήση της αγγλικής της... Αγγλίας και παντελώς άγνωστους ηθοποιούς, άντε, κάτι να σας λέει η (παρ’ όλα αυτά, αγνώριστη!) Mischa Barton (στον πρωταγωνιστικό ρόλο) και ο James Urbaniak (στο ρόλο του νεαρότερου υπηρέτη), ενός συνεπή καρατερίστα σε καλλιτεχνικές ταινίες, ανεξάρτητες – κάπως πρέπει να βγει και το ψωμί όμως, ε; Μια υποτυπώδη ατμόσφαιρα προσπαθούν να χτίσουν η διεύθυνση φωτογραφίας, η μουσική και το μοντάζ, αλλά το πράμα δεν έχει σωσμό. 

Πώς εξηγείται λοιπόν το γεγονός πως αυτή η ταινία, που δεν θα την έβαζαν στο πρόγραμμά τους ούτε περιφερειακά κανάλια για να γεμίσουν τον χρόνο ανάμεσα σε εκπομπές τηλεμάρκετινγκ, βρήκε το δρόμο της για τους θερινούς κινηματογράφους της χώρας μας; Η απάντηση είναι πολύ εύκολη: οι Έλληνες θεατές λατρεύουν τα whodunit, ιδίως εκείνα που έχουν την υπογραφή της Αγκάθα Κρίστι στην ούγια. Εδώ, όμως, έχουμε να κάνουμε με μια πάρα πολύ κακή ταινία, όπου το «μυστήριο» είναι... μυστήριο τρένο και η λύση του παζλ είναι πιο βαρετή από το να περιμένεις να βράσει νερό στο μπρίκι. Και μιας που βγαίνουν νέες ταινίες δέκα, δέκα κάθε Πέμπτη κι αυτό το καλοκαίρι, προσπεράστε άφοβα. Δεν υπάρχει χρόνος – και χρήμα – για μπούρδες. 

Κι αν ντε και καλά θέλετε να δείτε Αγκάθα Κρίστι, βγαίνουν ενδιαφέρουσες επανεκδόσεις κινηματογραφικών μεταφορών έργων της από το παρελθόν αυτό το καλοκαίρι. Οπότε, λίγο κράτει, εντάξει;

Πρόσκληση σε φόνο (Invitation to a Murder) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Ιουνίου 2023 από την Spentzos Films!
Περισσότερα... »

Τα άνθη στα άνθη Poster ΠόστερΤα άνθη στα άνθη
του Γιώργου Αθανασίου. Με τους Σοφία Ιωάννου, Κωνσταντίνο Κωνιό.


"Αν ήσουν φαγητό, θα ήσουν κοκορέτσι!"
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες...

Ο Γιώργος Αθανασίου γεννήθηκε το 1991 στην Αθήνα. Σπούδασε Κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο Kingston του Λονδίνου. Έχει εργαστεί ως σκηνοθέτης, βιντεογράφος και μοντέρ σε εταιρείες όπως οι Wearebright, DK Productions, White Room. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί, στην οποία υπογράφει και το σενάριο, τη διεύθυνση φωτογραφίας και το μοντάζ, ενώ είναι και ο παραγωγός της. Γενικώς, βιοπορίζεται από το σινεμά κι εκτός από το να ασχολείται με το μοντάζ και το videography, δουλεύει ως βοηθός κάμερας σε κάποιες άλλες πιο μεγάλες παραγωγές, αλλά και ως ηλεκτρολόγος. Πέρα από το σινεμά, ασχολείται και με τη μουσική.

Τα άνθη στα άνθη Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο. Την πρεμιέρα της στην Αθήνα την έκανε τον περασμένο Ιανουάριο στο πλαίσιο του πρώτου Untold Festival. Τέλος, η ταινία συμμετείχε στο Greek Film Festival in Berlin και θα συμμετέχει στο Los Angeles Greek Film Festival τούτον τον Ιούνιο.

Η υπόθεση: Την τελευταία του μέρα στην Αθήνα προτού μετακομίσει στο εξωτερικό, ο Κωνσταντίνος συναντά την Σοφία στο πάρκο. Έχοντας εκ των πραγμάτων λίγο χρόνο στη διάθεσή τους, οι δύο (όχι και τόσο στενοί) φίλοι (που θα μπορούσαν να είναι τόσο πολλά παραπάνω, αν το timing ήταν το κατάλληλο), συμφωνούν να παίξουν ένα παιχνίδι για να μοιραστούν αυτά που δεν γνωρίζει ακόμη ο ένας για τον άλλον, να βγάλουν τα εσώψυχά τους, πριν αποχαιρετίσουν ο ένας τον άλλο...

Η άποψή μας: Εδώ έχουμε να κάνουμε με (ακόμα) έναν πρωτοεμφανιζόμενο Έλληνα σκηνοθέτη. Όσοι είδατε τούτη την ταινία στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπως κι εγώ, θα μπήκατε λογικά στη διαδικασία να την συγκρίνεται με μια ακόμη ταινία πρωτοεμφανιζόμενου που προβλήθηκε εκεί. Η ασπρόμαυρη ταινία του Αθανασίου λοιπόν μοιάζει λίγο με το «Μια νύχτα στο θέατρο» του Σωτήρη Σταμάτη. Κι εδώ έχουμε ως πρωταγωνιστές έναν άνδρα και μια γυναίκα (μικρότερης ηλικίας από την ταινία του Σταμάτη) που μιλάνε επί παντός επιστητού. 

Μόνο που εδώ, οι δύο πρωταγωνιστές, από τη μια, δεν περιορίζονται στο πλαίσιο που θέτει μια θεατρική σκηνή και από την άλλη, δεν μιλάνε με στόμφο. Έτσι λοιπόν το πρώτο στοίχημα, εκείνο εναντίον της σοβαροφάνειας, το κερδίζει ο Αθανασίου. Κι εδώ, πάντως, μην φανταστείτε, πέντε έξι ντεκόρ αλλάζει σε διάφορα σημεία του πάρκου ο σκηνοθέτης και δατς ιτ. Με επιρροές από το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά και κυρίως από το «Πριν το ηλιοβασίλεμα», «παίρνει μάτι» και «κρυφακούει» τις όμορφες αρλούμπες (ή όχι τόσο αρλούμπες) δύο νέων, που με ένα κρασοπότηρο στο χέρι, δεν φλερτάρουν, αλλά να, έρχονται κοντά, και από όλα όσα λένε, γνωρίζουν καλύτερα και βαθύτερα ο ένας τον άλλο. 

Η Σοφία Ιωάννου και ο Κωνσταντίνος Κωνιός κατορθώνουν να κάνουν το σενάριο να ζωντανέψει, να κρύψουν τις ραφές του και να ανταπεξέλθουν μια χαρά στις αμηχανίες και τα απροσδόκητα, με χιούμορ και φυσικότητα, μιας που κατά πως φαίνεται, αφέθηκε μεγάλη ελευθερία σε ότι αφορά το σενάριο και μπόλικος χώρος για αυτοσχεδιασμούς. Πχ η κουβέντα με την πάπια είναι μια τέτοια σκηνή. Και πάλι (όπως και στην ταινία του Σταμάτη) υπάρχει κινηματογραφοφιλική αναφορά, εννοείται, ωραία επίσης η αναφορά στη «Σωματική ανάγκη» του Σαββόπουλου, που συνδέεται άψογα με μια ιστορία, αυτού που λέμε «χεστήκαμε», αλλά στην κυριολεξία, καλή η αναφορά και στον Βαμβακάρη, γενικώς, δεν βαριέσαι παρακολουθώντας την ταινία, βοηθάει και το ότι δεν κρατάει περισσότερο από όσο χρειάζεται, εννοείται πως κάποιες κουβέντες δεν έχουν το ίδιο ενδιαφέρον με άλλες, ενώ κάποιες σε κάνουν και ξύνεις το κεφάλι σου, πχ, η ιστορία με τον Σορίν Ματέι έλαβε χώρα το 1998. 

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος γεννήθηκε το 1991, οι ήρωές του μοιάζουν συνομήλικοί του – μπορεί να θυμούνται τόσο ζωντανά κάτι που συνέβη στα 7 τους και να «τρώνε» τόση ώρα της ταινίας γι' αυτό; Anyway. Άνιση ταινία, εμφανής η DIY διάθεση, με όσα καλά και κακά συνεπάγεται αυτό, αρκούντως πρωτόλειο το όλον, με ευπρεπέστατο φινάλε, μικρό και συμπαθέστατο, πάμε παρακάτω.

Τα άνθη στα άνθη Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Ιουνίου 2023!
Περισσότερα... »

Ο Μεγαλόδοντας (The Black Demon) Poster ΠόστερΟ Μεγαλόδοντας
του Adrian Grünberg. Με τους Josh Lucas, Fernanda Urrejola, Venus Ariel, Carlos Solórzano, Julio Cesar Cedillo, Jorge A. Jimenez, Raúl Méndez, Héctor Jiménez, Edgar Flores, Omar Chaparro.

El Demonio Negro...
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Αν και ποτέ δεν έχει αποδειχθεί, φυσικά, η ύπαρξη του, εντούτοις ο θρύλος του Μαύρου Δαίμονα, του μεγαλοκαρχαρία που σκοπό του έχει να σκορπά τον φόβο και τον τρόμο στα βαθιά νερά του Κόλπου της Καλιφόρνιας, καλά διατηρείται εδώ και αιώνες. Μια τοπική παράδοση που μιλά για το γιγάντιο, μεγέθους μεγαλύτερου κι από ένα πούλμαν είκοσι μέτρων, κήτους, που πλέει στην θάλασσα του Κορτέζ, από την χερσόνησο της Μπάχα, ίσαμε την ακτή της Σονόρα, βυθίζοντας κατά το δοκούν πλεούμενα και κατασπαράζοντας όποιο άτυχο ψάρι, ενδεχόμενα βρεθεί στο διάβα του. Αυτή είναι η μυθολογία γύρω από τον The Black Demon, που αραιά και που κάνει και την εμφάνιση του και στην ταινία που φέρει το όνομα του.

Ο Μεγαλόδοντας (The Black Demon) Quad Poster
Η ιδέα του στελέχους του πετρελαϊκού κολοσσού της Nixon Oil, Πολ Στάρτζες, να συνδυάσει μια επαγγελματική υποχρέωση ρουτίνας, με ένα οικογενειακό γουίκεντ πέρα από τα νότια σύνορα των ΗΠΑ, δεν θα αποδειχθεί ιδιαίτερα επιτυχημένη. Κι αυτό διότι ο έμπειρος επιθεωρητής ασφάλειας, αναλαμβάνοντας να ερευνήσει τι ακριβώς συμβαίνει με την δυσλειτουργία της πλατφόρμας εξόρυξης Ελ Ντιαμάντε, στα ανοιχτά των επικίνδυνων μεξικάνικων θαλασσών, εν αγνοία του θα θέσει σε τεράστιο ρίσκο τις ζωές της συζύγου του και των δύο παιδιών του. Μη γνωρίζοντας, παρότι θα όφειλε, πως η βάση άντλησης του ορυκτού, έχει αποκλειστεί από την ξηρά, λόγω της παρουσίας ενός θεόρατου καρχαρία, που μοιράζει θάνατο σε όποιον τολμήσει να πλησιάσει. 

Μια μυστηριώδης και προϊστορικού μεγέθους ύπαρξη, δηλαδή, που έρχεται να υπερτονιστεί από τις παραδοσιακές δοξασίες των Αζτέκων, για να βουλιάξει ολάκερη την γειτονική ζώνη στον μαρασμό και την εξαθλίωση. Απροετοίμαστος ο μηχανικός για όσα θα δουν με τεράστια έκπληξη τα μάτια του, θα κληθεί πλέον, δίχως την αρωγή της επικοινωνίας και με τα ελάχιστα τεχνικά μέσα που έχει στην διάθεση του, να απεγκλωβίσει παντί τρόπω την φαμίλια του από το σαρκοφάγο δεινό. Που καραδοκεί, καρτερώντας υπομονετικά την ευκαιρία που θα του δοθεί για να τους κατασπαράξει.

Οκ, ακούγεται ενδιαφέρον το θέμα, αν και δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε καν η εικοστή φορά, που κάτι παρόμοιο τεράστιο και φαγανό κινείται στο εκράν, κρατώντας αιχμάλωτους σε μια ετοιμόρροπη σκαλωσιά, μια χούφτα άτυχους ανθρώπους. Και το μπαγκράουντ της γεμάτης λάτιν μεταφυσικές πινελιές, ιστορίας του Μαύρου Δαίμονα, η αλήθεια είναι πως πασπαλίζει με μια ιδέα νόστιμου μπαχαρικού την θεματική βάση. Αλλά το κύριο ζήτημα αυτού του φιλμ, που πολύ απλά θα μπορούσε να τσουλήσει πάνω στο πατρόν ενός πιο ελαφριού Deep Blue Sea, δεν εντοπίζεται στο θεμέλιο, αλλά στο υπόλοιπο κτίσιμο, που ακραία μπερδεμένο από τις προσταγές του σεναρίου, οδηγεί το οικοδόμημα σε μια εκφραστική ανακατωσούρα.

Αφού δεν πρόκειται ουσιαστικά για ένα αμιγές περιπετειώδες θρίλερ με σαρκοφάγους καρχαρίες, αλλά για ένα συνονθύλευμα που στο μίξερ ρίχνει το πολυλογάδικο οικογενειακό δράμα, τις τοπικές δεισιδαιμονίες γύρω από τον υποβρύχιο Θεό Τλάλοκ, όπως φυσικά και τα πιασάρικα οικολογικά μηνύματα περί της αλλοίωσης του περιβάλλοντος, ελέω της απληστίας των πλουσίων βιομηχάνων. Εξέλιξη που δεν βοηθιέται από κανέναν από μηχανής προστάτη στην πορεία της, ενόσω οι παγιδευμένοι στην αντλία δεν βρίσκουν διέξοδο, μπας και κορυφωθεί η ένταση, αντιθέτως επικρατεί η αντίληψη της συνεχούς επίρριψης ευθυνών στους υπαίτιους για την μολυσματική ρύπανση των υδάτων.

Φτωχή παραγωγή, με πολύ λογικές ατέλειες στον τεχνικό σχεδιασμό του Μεγαλόδοντα, που πιότερο απουσιάζει, παρά δηλώνει το παρόν επί σκηνής. Αφήνοντας εκτεθειμένο να παλεύει με κάτι αδιόρατο και απροσδιόριστο τον γηρασμένο Josh Lucas, σε ένα τραγικά αποτυχημένο ρεπρίζ του ρόλου του στον επίσης βυθισμένο Poseidon. Διάλογοι μεγαλόσχημοι και πομπώδεις που κόβουν τους όποιους ρυθμούς, απότομες και αναίτιες εναλλαγές σκηνών από έναν μετριότατο ντιρέκτορα όπως ο Adrian Grünberg, κακοσχηματισμένα CGI και θολές από το μείγμα πλανγκτόν και πετρελαίου υγρές λήψεις, ορίζουν το παζλ ενός φιλμ, που πανεύκολα κατατάσσεται στα κάτω ράφια του είδους των shark movies.

Ο Μεγαλόδοντας (The Black Demon) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Ιουνίου 2023 από την Spentzos Films!
Περισσότερα... »

Σεντ Ομέρ (Saint Omer) Poster ΠόστερΣεντ Ομέρ
της Alice Diop. Με τους Kayjie Kagame, Guslagie Malanda, Valérie Dréville, Aurélia Petit, Xavier Maly, Robert Cantarella, Salimata Kamate, Thomas De Pourquery.


Ω Αγία Μητρότητα
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Η Μήδεια και η Χίμαιρα...

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί η γεννημένη το 1979 στο Ολνέ-σου-Μπουά (μια πόλη 90 χιλιάδων κατοίκων στο νομό της Σεν-Σεν-Ντενί, στη διοικητική περιοχή της Ιλ-ντε-Φρανς) και με καταγωγή από τη Σενεγάλη, Alice Diop. Έχει σκηνοθετήσει επίσης τρία μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ, ταινίες μικρού μήκους και επεισόδια τηλεοπτικών σειρών.

Σεντ Ομέρ (Saint Omer) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα, κερδίζοντας δύο πολύ σημαντικά βραβεία: τον Αργυρό Λέοντα - Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, αλλά και τον Χρυσό Λέοντα του Μέλλοντος - Βραβείο Καλύτερης Πρώτης Ταινίας. Από εκεί και πέρα προβλήθηκε σε πολλά φεστιβάλ ανά τον κόσμο, όπως του Τορόντο, της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, κερδίζοντας μια σειρά από βραβεία σε πολλά από αυτά: βραβείο καλύτερης ταινίας και καλύτερης σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ της Σεβίλης, βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ της Γάνδης, βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Fipresci στο φεστιβάλ του Παλμ Σπρινγκς. 

Ήταν υποψήφια για τέσσερα βραβεία Σεζάρ, κερδίζοντας τελικά εκείνο της καλύτερης πρώτης ταινίας, ενώ στη Γαλλία (όπου την είδαν γύρω στους 90 χιλιάδες θεατές στους κινηματογράφους) έχει κερδίσει επίσης τα βραβεία Jean Vigo και Louis Delluc. Αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Γαλλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, όπου και συμπεριλήφθηκε στην βραχεία λίστα των 15 ταινιών που πέρασαν στον δεύτερο γύρο, δεν κατάφερε όμως να συμπεριληφθεί στην τελική πεντάδα. Επίσης, ήταν υποψήφια για βραβείο σκηνοθεσίας στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου. Το φιλμ πραγματοποίησε την πανελλήνια πρεμιέρα του πριν από λίγες ημέρες συμμετέχοντας στο 23ο φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, όπου τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας.

Η υπόθεση: Το Σεντ Ομέρ είναι μια μικρή πόλη 18 χιλιάδων κατοίκων στο βορρά της Γαλλίας, πολύ κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο και σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τον πορθμό της Μάγχης και την Αγγλία. Στο δικαστικό μέγαρο αυτής της μικρής πόλης λαμβάνει χώρα μια πολύκροτη δίκη. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρίσκεται η Λοράνς Κολί, μια νέα γυναίκα με καταγωγή από τη Σενεγάλη, που κατηγορείται ως υπεύθυνη για το θάνατο της μόλις 15 μηνών κόρης της Ελίζ, την οποία και άφησε να πνιγεί σε κοντινή παραλία της περιοχής από την παλίρροια. 

Στο ακροατήριο βρίσκεται η Ραμά, μια συνομήλικη της Λοράνς γυναίκα, με καταγωγή επίσης από την Σενεγάλη, που είναι καθηγήτρια και συγγραφέας, η οποία νιώθει ότι συνδέεται με τη συγκεκριμένη δίκη για περισσότερους από έναν λόγους, ενώ αρχικό της κίνητρο για να παρακολουθεί από κοντά τα δρώμενα, ήταν να πάρει έμπνευση από την ιστορία, προκειμένου να προχωρήσει στη συγγραφή βιβλίου, που θα ήθελε να αποτελέσει μοντέρνα διασκευή του μύθου της Μήδειας. Καθώς η διαδικασία προχωρά, τα λόγια της κατηγορούμενης και οι καταθέσεις των μαρτύρων δίνουν αναπάντεχες διαστάσεις στην υπόθεση και θα κάνουν τη Ραμά να αμφισβητήσει τα πιστεύω της, αλλά και την απόφασή της να κρατήσει μυστική από την οικογένειά της την δική της εγκυμοσύνη.

Η άποψή μας: Έχεις πολλά πράγματα να θαυμάσεις σε τούτη την παράξενη ταινία ως θεατής της, αρκετά να παρεξηγήσεις και μερικά να αποσαφηνίσεις. Η Alice Diop εμπνεύστηκε το φιλμ από την αληθινή ιστορία της Fabienne Kabou, η οποία άφησε την 15 μηνών κόρη της, Αδελαϊδα, να πεθάνει στις 19 Νοεμβρίου του 2013. Η δίκη της έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2016 και την παρακολούθησε από κοντά η σκηνοθέτιδα. Οπότε, η Λοράνς Κολί της ταινίας είναι η Fabienne Kabou της αληθινής υπόθεσης, ενώ η Ραμά της ταινίας αποτελεί το alter ego της δημιουργού. Για την ιστορία, να πούμε πως η Fabienne Kabou βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στη φυλακή, εκτίοντας ποινή κάθειρξης 20 ετών. 

Τυπικά, έχουμε να κάνουμε με ένα δικαστικό δράμα. Αισθητικά, η Diop επιλέγει να χρησιμοποιήσει μεγάλης διάρκειας στατικά μονοπλάνα, γεμάτα με λόγο. Στο κέντρο της κάμερας βρίσκεται ως επί τω πλείστον η Λοράνς, όρθια, ακίνητη (όπως η κάμερα), να απαντάει σε ερωτήσεις της δικαστού, του εισαγγελέα, της συνηγόρου της, να απολογείται (ή «απολογείται» αν θέλετε). Δεν θα κοιτάξει ποτέ την κάμερα, παρά μόνο ελάχιστα, για τσικ του δευτερολέπτου, φευγαλέα, λίγο μετά τον συγκινητικό επίλογο που κάνει η δικηγόρος της. Την βλέπουμε με την κάμερα στραμμένη επάνω της από το point of view της δικαστού, του εισαγγελέα και του ακροατηρίου. Και μια από τις πιο δυνατές στιγμές της ταινίες είναι εκείνη όπου το βλέμμα της Λοράνς συναντά εκείνο της Ραμά: είναι οι δύο από τις τρεις μαύρες γυναίκες σε μια αίθουσα γεμάτη λευκούς – η τρίτη είναι η μητέρα της Λοράνς. 

Αισθητικά λοιπόν, αυτή η λιτή, σπαρτιάτικη σκηνοθετική επιλογή, έχει αποτέλεσμα. Το στήσιμο παραπέμπει σε θεατρικό την ίδια ώρα που το θεατρικό του πράγματος αποδομείται ακριβώς μέσω των σημείων όπου στήνεται η κάμερα: στο θέατρο η σκηνή είναι μία και ο θεατής παρακολουθεί τα δρώμενα μόνο από τη θέση του. Ο πολύς λόγος, που, να το πούμε αυτό, ίσως κουράσει κάποιους από τους πιο ανυπόμονους θεατές, γίνεται στα χέρια της Diop ένα εργαλείο επίτευξης των στόχων της. Ο Λόγος είναι μεστός και η Αφήγηση γίνεται με τέτοιο τρόπο, σαν να διαβάζεις ένα βιβλίο ή να ακούς ένα audible και να σχηματίζεις εσύ τις εικόνες, να τις φέρνεις στη ζωή μέσα από τις λέξεις. 

Μα το Σινεμά είναι Εικόνα, έτσι δεν είναι; Χμ, σίγουρα μπορεί να είναι και Λόγος. Ιδίως από τη στιγμή που αυτός ο Λόγος μεταφέρεται στους θεατές από την εκπληκτική Guslagie Malanda, που υποδύεται την Λοράνς. Αυτό που πετυχαίνει είναι πραγματικά ερμηνευτικός άθλος. Να μπορεί να βγάζει μακράς διαρκείας σκηνές, όρθια, ακούνητη, κοιτώντας μόνο σταθερά σε ένα σημείο ή μιλώντας με τρόπο απίστευτο, χωρίς κομπιάσματα, με παρρησία και μια συστολή αξιοπρόσεκτη. 

Εν αντιθέσει με την Kayjie Kagame, που υποδύεται την Ραμά, με την οποία δεν μπορεί ποτέ να ταυτιστεί ο θεατής. Έχει κάτι το ξύλινο η ερμηνεία της και ποτέ δεν μπορούμε να νιώσουμε το δράμα της – όσο κι αν η Diop την χρησιμοποιεί ως δεύτερο – ισάξιο – πόλο, όσο κι αν πετάει στο αφηγηματικό ιστό της ταινίας flashback από το παρελθόν της (αλλά και από το παρόν της) ιδίως σε σχέση με τη μητέρα της, όσο κι αν ο ρόλος προμοτάρεται όσο δεν πάει μιας που – όπως είπαμε πιο πάνω – αποτελεί το alter ego της δημιουργού. Η επιλογή της συγκεκριμένης ηθοποιού και η καθοδήγησή της αποτελούν ένα από τα μειονεκτήματα της ταινίας. 

Η Diop, με έξυπνο τρόπο, σχολιάζει αποτελεσματικά τον ρατσισμό (πού πας κοπέλα μου, να μελετήσεις Βιντγκεντσάιν, εσύ μια μαυρούκα;), την πατριαρχία (ο πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία πατέρας του παιδιού και εραστής της Λοράνς, είναι λευκός, διαζευγμένος, και βολεμένος σε μια σχέση όπου δέχεται να του μαγειρεύει η Λοράνς αλλά όχι να την καλέσει πχ στον γάμο της – άλλης – κόρης του) και κυρίως το θέμα της μητρότητας, με όλες τις βεβαιότητες, τις συνεπαγωγές, τις δεισιδαιμονίες, τους κανόνες, το ασφυκτικό πλαίσιο που δημιουργεί και την απολυτότητά του. Μια μητέρα αγαπάει το παιδί της, ό,τι και να γίνει, σωστά; Κάθε γυναίκα έχει «εμφυτευμένο» το μητρικό φίλτρο, σωστά; Κάθε μητέρα θα έκανε τα πάντα για το παιδί της, σωστά; Και η παιδοκτονία – ιδίως όταν μητέρα σκοτώνει το παιδί της – είναι το ειδεχθέστερο από όλα τα εγκλήματα, σωστά; 

Η Alice Diop – σωστά – δεν θέλει να κατηγορήσει τη μητέρα: παρουσιάζει μια σειρά από επιχειρήματα, που την οδήγησαν στο συγκεκριμένο έγκλημα – ίσως και για να προστατέψει το παιδί της. Στο συγκεκριμένο σημείο, όμως, κλώτσησε ο σκεπτικιστής μέσα μου, ο νοήμων εαυτός μου. Το ότι η... μαγεία χρησιμοποιείται υπερασπιστικά από τη συνήγορο της Λοράνς, με ξεπερνά – κι εδώ είναι το δεύτερο ισχυρό χαλινάρι, που δεν μου επιτρέπει να παραδοθώ αμαχητί στις φανερές αρετές της ταινίας. Η Diop κάνει πολύ ενδιαφέρουσες αναφορές στην τέχνη και συγκεκριμένα, στην Μαργκερίτ Ντιράς, στην «Μήδεια» του Pasolini με την Μαρία Κάλλας πρωταγωνίστρια μέχρι και το «Little Girl Blue» της Nina Simone δεν ακούγεται τυχαία. 

Επίσης, παιχνιδιάρικα και ευφυώς, μας τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια: γιατί γελάει η ηθοποιός πια Guslagie στο φινάλε της δίκης; Και είναι η ηθοποιός πλέον κι όχι ο ρόλος, όχι η Λοράνς: έχει αλλάξει και τα ρούχα της. Ο τελικός λόγος της συνηγόρου, που είναι εξαιρετικός, με την ηθοποιό που την υποδύεται να μας καρφώνει, είναι απίστευτα συγκινητικός (μην κλάψετε εσείς αν μπορείτε) αλλά είναι και λίγο προβλεπόμενος και λίγο μελοδραματικός και λίγο προσπαθεί να ταιριάξει τα αταίριαχτα. Αλλά αυτό, με κάθε μητέρα να κουβαλάει μέσα της – σε κυτταρικό επίπεδο – τόσο τη δική της μητέρα όσο και την κόρη της, είναι ανατριχιαστικό! 

Παρά τα δυο, τρία φάλτσα της, πάντως, πιστεύω πως αν μη τι άλλο, αυτή είναι μια ταινία που όχι μόνο αξίζει παρακολούθησης αλλά μπορεί να δώσει το έναυσμα για πολλές και ενδιαφέρουσες συζητήσεις και μας συστήνει – σε αφηγηματικό επίπεδο – μια δημιουργό, που σίγουρα θα μας απασχολήσει στο μέλλον.

Σεντ Ομέρ (Saint Omer) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 20 Απριλίου 2023 από την One From The Heart!
Περισσότερα... »

Air, κυνηγώντας έναν θρύλο (Air) Poster ΠόστερAir, κυνηγώντας έναν θρύλο
του Ben Affleck. Με τους Matt Damon, Ben Affleck, Jason Bateman, Chris Tucker, Chris Messina, Marlon Wayans, Viola Davis, Matthew Maher, Julius Tennon, Barbara Sukowa, Jay Mohr.


Aeras… kopanistos!
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Προσοχή: περιέχει τοποθέτηση προϊόντος - μόνο

Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος τον Δεκαπενταύγουστο του 1972 στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας (στις ΗΠΑ), Benjamin Géza "Ben" Affleck-Boldt. Οι προηγούμενες τέσσερις ταινίες που σκηνοθέτησε, είναι οι εξής: «Χωρίς ίχνη» (Gone Baby Gone, 2007 – η μόνη από τις ταινίες του στην οποία δεν έχει ούτε καν μικρό ρόλο), «The Town» (2010), «Επιχείρηση: Argo» (Argo, 2012) και «Ο νόμος της νύχτας» (Live by Night, 2016). Ο (σαφώς γνωστότερος ως ηθοποιός) Ben, έχει κερδίσει δύο Όσκαρ: ένα, μαζί με τον Διόσκουρό του, τον Matt Damon, για το πρωτότυπο σενάριο της ταινίας «Ο ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ» (Good Will Hunting, 1997) κι ένα καλύτερης ταινίας, ως παραγωγός δηλαδή, μαζί με τους Grant Heslov και George Clooney για το «Επιχείρηση: Argo». Α, κι αυτήν τη στιγμή είναι παντρεμένος με την Jennifer Lopez, ενώ ήταν παντρεμένος με την επίσης ηθοποιό, Jennifer Garner, με την οποία έχει αποκτήσει τρία παιδιά.

Air, κυνηγώντας έναν θρύλο (Air) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία σηματοδοτεί την 20η συνεργασία του Ben Affleck με τον Matt Damon μπροστά ή πίσω από την κάμερα. Επίσης, είναι η πρώτη ταινία της εταιρίας παραγωγής «Artists Equity» των δύο κολλητών φίλων, η οποία μοιάζει να βαδίζει πάνω στα χνάρια της United Artists, προωθώντας έναν πιο δίκαιο και... σοσιαλιστικό τρόπο διανομής των κερδών κάθε ταινίας που η συγκεκριμένη εταιρία παράγει. Για τη συγκεκριμένη ταινία – η οποία αρχικά ήταν να προβληθεί κατευθείαν στην πλατφόρμα της Amazon, μόνο τηλεοπτικά δηλαδή, αλλά επειδή είχε πολύ θετική ανταπόκριση σε screen test, βγήκε και στους κινηματογράφους – ο Ben Affleck, για να μείνει όσο το δυνατόν πιο πιστός στα γεγονότα, συμβουλευόταν συχνά – πυκνά τον Michael Jordan. Το μόνο που ζήτησε ο Jordan ήταν πως τη μητέρα του έπρεπε να υποδυθεί η Viola Davis.

Η υπόθεση: 1984. Η αμερικάνικη εταιρία αθλητικών παπουτσιών Nike, ενώ τα πάει σχετικά καλά σε ότι αφορά τα παπούτσια της για τρέξιμο, δεν «πουλάει» κι έρχεται τρίτη και καταϊδρωμένη σε ότι αφορά τα παπούτσια για μπάσκετ, πίσω από την Converse και τη γερμανική εταιρία Adidas. O Σόνι Βακάρο, ένα από τα υψηλόβαθμα στελέχη του τμήματος παπουτσιών μπάσκετ της Nike, στον οποίο πιστεύει πολύ ο ιδρυτής και CEO της εταιρίας, Φιλ Νάιτ, προσπαθεί να βρει τρόπο να ανεβάσει τις πωλήσεις. Θεωρεί ότι η πορεία της εταιρίας θα πάρει την ανιούσα εφόσον καταφέρει να υπογράψει τον ρούκι Michael Jordan, τρίτη επιλογή στα drafts του NBA. O Βακάρο θεωρεί ότι ο Jordan θα γίνει το μεγαλύτερο όνομα στο άθλημα. 

Πρέπει να πείσει τον Νάιτ, τον διευθυντή μάρκετινγκ, Ρομπ Στράσερ ενώ έχει συμμάχους του τον συνάδελφό του στην εταιρία Χάουαρντ Γουάιτ, ενώ παίρνει και πολύτιμες πληροφορίες από τον φίλο του, προπονητή της εθνικής μπάσκετ των ΗΠΑ (που κοούτσαρε τον Jordan), Τζορτζ Ρέιβελινγκ. Αλλά αφού πάρει το ok από όλους αυτούς μέσα στην εταιρία του, έχει ένα μεγαλύτερο βουνό να ανέβει: πρέπει να πείσει τον ίδιο τον Jordan, που δεδομένα δεν θέλει να έχει καμία σχέση με τη Nike, όντας πολύ κοντά στο να υπογράψει είτε στην Converse είτε στην Adidas. Θα προσπαθήσει να τον πείσει εμμέσως, πλησιάζοντας τους γονείς του Michael και κυρίως τη μητέρα του, την Ντελόρις, δυσαρεστώντας τα μάλα τον μεγαλοατζέντη της εποχής, Ντέιβιντ Φολκ, του οποίου πελάτης είναι ο Jordan...

Η άποψή μας: Τούτο το φιλμ αποτελεί ένα κινηματογραφικό παράδοξο για μένα. Κάποιες κριτικές από το εξωτερικό γράφουν για μια από τις καλύτερες αθλητικές ταινίες όλων των εποχών – κι ας είναι ο χρόνος που βλέπουμε κάποιον να αθλείται ή να παίζει μπάσκετ συσσωρευτικά το πολύ πέντε λεπτά για ταινία διάρκειας σχεδόν δύο ωρών! Και οι εγχώριες κριτικές από φίλους, συναδέλφους κι άλλες δημοκρατικές δυνάμεις, είναι το λιγότερο θετικά διακείμενες απέναντι στο φιλμ του Affleck. Όταν στην ουσία έχουμε να κάνουμε με ένα... μεγάλης διάρκειας διαφημιστικό σποτ! 

Καλογυρισμένο, με φοβερή προσοχή στις λεπτομέρειες, αλλά... διαφημιστικό σποτ! Ένα success story μιας χούφτας ανθρώπων, μια – ακόμα (μουάχαχαχαχα, γελάνε και τα τσιμέντα) – απόδειξη πως το Αμερικάνικο Όνειρο υφίσταται αλήθεια και το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να το πιστέψεις και πως δεν είναι... μαρκετινίστικο κατασκεύασμα! Ναι, τα Air Jordan άλλαξαν για πάντα την ιστορία του μπάσκετ. Ναι, με το ότι ο Michael Jordan (ή αν θέλετε, όπως μας λέει η ταινία, η μητέρα του) κατάφερε στη συμφωνία του να διασφαλιστεί για πρώτη φορά πως ο αθλητής θα έπαιρνε ποσοστά επί των κερδών της πώλησης των συγκεκριμένων παπουτσιών, έκανε τα πράγματα πιο δίκαια για τους αθλητές (σχεδόν... κομουνιστικό αυτό, έτσι; μουάχαχαχαχαχαχα). 

Αλλά, διάολε, δεν θυμάμαι άλλη ταινία, από την εποχή του άθλιου «Evolution» (2001) του Ivan Reitman, όπου γίνεται τόσο ξεκάθαρη τοποθέτηση προϊόντος (τότε ήταν το... Head & Shoulders, για όσους δεν το θυμούνται). Α, και στον «Καζαντζάκη» (τον οποίο ακόμα δεν έχω δει, απαράδεκτος!) υπάρχει η... γκρίζα διαφήμιση για τα κρητικά παξιμάδια Τσαρτσαρωνάκη. Οπότε, το πρόβλημα που έχω με την ταινία είναι.. ιδεολογικό! Γιατί εδώ η διαφήμιση δεν είναι γκρίζα: η εταιρία Nike είναι... δομική στο σενάριο της ταινίας. Η ταινία δεν θα υπήρχε χωρίς αυτήν. Θα με πεις: καλά ρε μαν, υπήρξε ταινία «Ford vs Ferrari», την οποία μάλιστα καραγούσταρες, με τον Matt Damon και πάλι πρωταγωνιστή. Εκεί γιατί τα έκανες όλα αυτά γαργάρα; Ε; Δεν μιλάς, ε; Τι να πω, με πιάσατε. 

Προς δικαιολόγησή μου, θα πω πως εκείνη η ταινία ήταν απολαυστικότατη, είχε σκηνές αγώνων αυτοκινήτου, είχε αγωνία, σασπένς, ήταν μεγαλειώδες σινεμά και δεν ένιωθες ότι σου γινόταν promo ένα προϊόν. Εδώ δεν υπάρχει αγωνία, αφού ξέρουμε πως τελείωσαν όλα, δεν υπάρχουν αγώνες, δεν, δεν, δεν. Κλώτσησα. Δεν θα παραγνωρίσω πάντως αρετές. Γιατί θέλω να είμαι δίκαιος. Το σάουντρακ συνολικά είναι απολαυστικό. Η σκηνοθεσία του Affleck είναι, αν μη τι άλλο, αξιοπρόσεκτη. Το καστ - και ως ονόματα και ως ερμηνείες - είναι ενδιαφέρον. 

Από τον παράξενο και ανά πάσα στιγμή έτοιμο για βουδιστικά αφελή γνωμικά Φιλ Νάιτ του ίδιου του Affleck και την πάντα δυνατή Viola Davis (που εδώ δεν έχει να κάνει και πολλά – γενικώς, οι γυναίκες λείπουν από την ταινία) μέχρι τον αγαπημένο – κι από ότι φαίνεται, ξεχασμένο από τη βιομηχανία – Chris Tucker (που έκανε όνομα με την τριλογία του «Rush Hour» κι έχει να εμφανιστεί σε ταινία από το 2016!!!) και τον πάντα αξιόπιστο Matt Damon, με προσθετική κοιλίτσα (κρίμα πάντως που δεν τον έπαιξε τον ρόλο πραγματικά χοντρούλης ηθοποιός – πλάκα κάνω ρε οπαδοί της πολιτικής ορθότητας), όλοι στέκονται στο ύψος τους. Πάντως, να τα λέμε κι αυτά: περισσότερη ουσία είχε η σκηνή με τον Damon να τα... παρατάει στον στίβο λίγο πριν το φινάλε της ταινίας, παρά η προβλεπόμενη σκηνή με τον εμψυχωτικό λόγο περί του πόσο πολύ σημασία δεν έχουν τα παπούτσια αλλά αυτός που τα φοράει! Γουάου! 

Α, και ο ίδιος ο Jordan... λάμπει δια της απουσίας του: σκηνοθετική επιλογή να εμφανιστεί μόνο ως... πλάτη και ως φωνή, αλλά ποτέ ως πρόσωπο. Τι να πω, στο σινεμά την είδα την ταινία, σε ειδική πρεμιέρα, αλλά νομίζω πως αυτή είναι όντως μια ταινία που άνετα μπορεί κάποιος να περιμένει και να τη δει σε μια πλατφόρμα. Γνώμη μου.

Air, κυνηγώντας έναν θρύλο (Air) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Απριλίου 2023 από την Tanweer!
Περισσότερα... »