Μην περιμένετε πολλά από το τέλος του κόσμου
του Radu Jude. Με τους Ilinca Manolache, Ovidiu Pîrșan, Daniel Popa, Nina Hoss, Uwe Boll, Dorina Lazar, László Miske.
"Λύκε, πού είναι το κράνος σου;" που λέει και ο λαγός...
Η... διπλή ζωή της Άντζελας, χα!
Ο Radu Jude είναι Ρουμάνος σκηνοθέτης και σεναριογράφος, που γεννήθηκε στις 28 Μαρτίου 1977, στο Βουκουρέστι. Σπούδασε Σκηνοθεσία στη ρουμανική πρωτεύουσα και ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός σκηνοθέτη. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, με τίτλο «Το πιο ευτυχισμένο κορίτσι στον κόσμο» (Cea mai fericitã fatã din lume/ The Happiest Girl in the World, 2009), επιλέχτηκε σε περισσότερα από 50 διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου. Ακολούθησαν τα φιλμ «Όλοι στην οικογένειά μας» (Toata lumea din familia noastra/ Everybody in Our Family, 2012), «Αφερίμ!» (Aferim!, 2015) και «Σημαδεμένες καρδιές» (Inimi cicatrizate/ Scarred Hearts, 2016), που κέρδισαν πολλά βραβεία: την Αργυρή Άρκτο καλύτερης σκηνοθεσίας στην Μπερλινάλε του 2015, το Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Λοκάρνο του 2016 και υποψηφιότητα EFA καλύτερου σεναρίου αντίστοιχα. Το 2018 γύρισε την ταινία «Αδιαφορώ αν καταγραφούμε στην ιστορία ως βάρβαροι» (Îmi este indiferent daca în istorie vom intra ca barbari/ I Do Not Care If We Go Down in History as Barbarians) η οποία τιμήθηκε με την Κρυστάλλινη Σφαίρα Καλύτερης Ταινίας και το βραβείο Label Europa Cinema στο Κάρλοβι Βάρι. Ακολούθησε η ταινία «Με κεφαλαία γράμματα» (Uppercase Print, 2020), που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βερολίνου. Η προηγούμενη ταινία μυθοπλασίας του (γιατί ενδιαμέσως ασχολήθηκε και με τα ντοκιμαντέρ, ενώ ποτέ δεν σταμάτησε να γυρίζει και μικρού μήκους ταινίες – παράδοξο γιατί οι μεγάλου μήκους ταινίες του φλερτάρουν συχνά με τη διάρκεια των τριών ωρών!!!) ήταν το «Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό» (Babardeala cu bucluc sau porno balamuc / Bad Luck Banging or Loony Porn, 2021), η οποία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου (πάλι!), όπου τιμήθηκε με τη Χρυσή Άρκτο καλύτερης ταινίας!
Το «Μην περιμένετε πολλά από το τέλος του κόσμου» είναι η όγδοη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του. Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον περασμένο Αύγουστο, στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, όπου τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής. Αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Ρουμανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Και η πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας πραγματοποιήθηκε στο τελευταίο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο. Να σημειώσουμε εδώ πως όλες του οι ταινίες μυθοπλασίας, από την πρώτη του μεγάλου μήκους, έχουν προβληθεί στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης!
Η υπόθεση: Η Άντζελα είναι βοηθός παραγωγής σε μια ρουμανική εταιρία που έχει ως έδρα το Βουκουρέστι. Δουλεύει 16 ώρες την ημέρα για μισθό πείνας, τον οποίο μάλιστα δεν της τον δίνουν στην ώρα του. Στον... ελεύθερο χρόνο της, είναι και οδηγός Uber. Την παρακολουθούμε σε μια τυπική της ημέρα, κατά την οποία καλείται να τραβήξει με το smartphone της βιντεάκια ανθρώπων που απέκτησαν κάποιου είδους αναπηρία μετά από εργατικό ατύχημα. Στόχος είναι να επιλεγεί ένα από αυτά τα άτομα, προκειμένου να πρωταγωνιστήσει σε διαφήμιση κοινωνικού μηνύματος για τη σημασία του να φοράει κανείς κράνος στο χώρο εργασίας του, για λογαριασμό πολυεθνικής εταιρίας με βάση την Αυστρία. Ενδιαμέσως η Άντζελα γυρίζει μισογύνικα και ρατσιστικά βιντεάκια στο TikTok σε live streaming ως Μπομπίτσα, το alter ego της, ανταλλάσσει... γαλλικά με άλλους εποχούμενους στους πολυσύχναστους δρόμους του Βουκουρεστίου, κοιμάται εξαντλημένη πάνω στο τιμόνι, κάνει σεξ – ξεπέτα με τον εραστή της, ενώ είναι να πάρει και την CEO της εταιρίας για την οποία θα γυριστεί η διαφήμιση, από το αεροδρόμιο. Ο ιδανικός πρωταγωνιστής για το spot εντέλει βρίσκεται. Μόνο που δεν λέει τα πράγματα έτσι όπως θέλει η πολυεθνική...
Η άποψή μας: Η αλήθεια είναι πως το «Αφερίμ!», η πρώτη ταινία του Jude που είδα ποτέ, συνεχίζει να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας με τις πιο αγαπημένες μου του ιδιαίτερου αυτού Ρουμάνου σκηνοθέτη. Ένα ιδιότυπο «γουέστερν», που λάμβανε χώρα στη Βλαχία τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τόσο συναρπαστικό, που το βλέπεις και λες όντως «αφερίμ». Και μια ταινία πιο κοντά στον ορισμό της λέξης, ιδίως σε ότι αφορά το σενάριο: με αρχή, μέση και τέλος και με πιστή ακολουθία των αφηγηματικών κανόνων. Ο Jude εκεί ενδιαφερόταν ακόμα να κρατήσει τον θεατή με συμβατικούς όρους. Αυτό πλέον δεν ισχύει. Πλέον ο Jude ακολουθεί έναν πιο ελευθεριάζοντα (sic) τρόπο αφήγησης, κάτι που ξεκίνησε με την προηγούμενη ταινία του, το «Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό».
Μιλάμε για ένα κινηματογραφικό κολάζ, ένα πάτσγουορκ εικόνων, ιδεών, τεχνοτροπιών. Μάλιστα, σε σχέση με την προηγούμενη ταινία, εδώ ο Jude είναι πιο χαλαρός και βγάζει και γέλιο, εφόσον ο θεατής βεβαίως βεβαίως επιτρέψει τον εαυτό του να αφεθεί ελεύθερος και να απολαύσει αυτό που όντως φτιάχτηκε για την απόλαυσή του. Όχι, δεν πρόκειται για ένα βαρύγδουπο, αργό, βασανιστικό κι αφ' υψηλού δράμα, με ντεμέκ νοήματα που δεν μπορεί να «πιάσει» ο θεατής. Ίσα ίσα. Τα πάντα είναι φως φανάρι: όλα στη φόρα, όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω! Κι όλα εξηγούνται. Πχ, ο τίτλος: πρόκειται για ρητό - αφορισμό του Πολωνού ποιητή Stanisław Jerzy Lec. Κάντε τώρα την απλή, επαγωγική σκέψη: το κομουνιστικό καθεστώς του Τσαουσέσκου, κατέρρευσε. Ο ολοκληρωτισμός και η τρομοκρατία της Σεκιουριτάτε μας άφησαν χρόνους. Σαν να λέμε, όταν συνέβησαν αυτά, είχε έρθει το τέλος του κόσμου. Και τι το ακολούθησε; Ένας άκρατος νεοφιλελευθερισμός, όπου είσαι «ελεύθερος» να πεις τη γνώμη σου (και τη μαλακία σου, γιατί όχι; ), σε έναν κόσμο στυγνής εκμετάλλευσης των πάντων, όπου δουλεύεις συνεχώς περισσότερο για να παίρνεις ολοένα και λιγότερα.
Οπότε, αυτοί που περίμεναν πολλά από το τέλος του κόσμου, πήραν μόνο διάψευση, απογοήτευση και ήττα. Ο παμπόνηρος και ικανότατος Ρουμάνος (τον βάζω σχεδόν στο ίδιο ύψος με τον συμπατριώτη του, Ραζβάν Λουτσέσκου) «δανείζεται» για τους σκοπούς του μια ρουμάνικη ταινία του 1981, το «Angela merge mai departe» και κάνει αντίστιξη του τότε με το τώρα. Η Άντζελα εκείνης της ταινίας είναι οδηγός ταξί, που μεταξύ των άλλων, γίνεται στόχος σχολίων από τους πελάτες της: υποτιμητικών και μισογύνικων. Οι κούρσες της, την οδηγούν σε όλο το Βουκουρέστι, και την περιοχή «Ουράνια», μια από τις πιο όμορφες της πόλης. Ε, ολόκληρη εκείνη η περιοχή καταστράφηκε με εντολή Τσαουσέσκου, για να ξεκινήσει να χτίζεται το 1984 το «Παλάτι του Κοινοβουλίου», το δεύτερο μεγαλύτερο σε επιφάνεια οικοδόμημα στον κόσμο μετά το Αμερικανικό Πεντάγωνο στην Ουάσινγκτον!
Προσέξτε τώρα: ο Jude παίρνει την πρωταγωνίστρια εκείνης της ταινίας, πλάνα της οποίας παίζουν συχνά πυκνά εμβόλιμα κατά τη διάρκεια του δικού του φιλμ, και της δίνει βασικό ρόλο και στο δικό του φιλμ. Είναι η... Άντζελα, η γυναίκα που συναντά η δική μας Άντζελα, συνταξιούχος οδηγός ταξί πια, μητέρα του παραπληγικού από ατύχημα, που εντέλει επιλέγεται για το διαφημιστικό! Κι όχι μόνον αυτό: ο ηθοποιός που έπαιζε τον αλκοολικό δεύτερο σύζυγο της Άντζελας στην ταινία του '81, είναι εδώ, εκείνος ο ήρωας, 42 χρόνια μετά, ο πατέρας του παραπληγικού! Επομένως, δεν παίρνει... κουτουρού, μια ότι να' ναι ταινία του παρελθόντος, έτσι, για την κουλαμάρα. Έχει λόγο. Κατά μία έννοια, κάνει τη δική του «Διπλή ζωή της Βερόνικα», μουάχαχαχαχαχα.
Cut. Πάμε παρακάτω. Η βασική πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η δική μας Άντζελα. Η ξανθιά Άντζελα, που τη βλέπουμε να οδηγάει στο χάος του Βουκουρεστίου για σεβαστό ποσοστό από τον χρόνο της ταινίας. Μασώντας τσίχλα, κάνοντας τσιχλόφουσκες (συνέχεια όμως) κι ακούγοντας ρουμάνικα σκυλάδικα! Και οδηγάει εννοείται σε κανονικές συνθήκες – κι αν θέλουμε να μπούμε στο πνεύμα της ταινίας, νιώθουμε πως τα μπινελίκια που τρώει η σύγχρονη Άντζελα από άντρες οδηγούς, εντέλει δεν διαφέρουν και πολύ από την καχυποψία από τους άρρενες που λάμβανε η Άντζελα της ταινίας του '81. Να το πούμε κι αυτό: οι σκηνές της ταινίες του 1981 μας παρουσιάζονται έγχρωμες. Η ζωή της Άντζελας του 2023 είναι ασπρόμαυρη.
Οι μόνες άλλες στιγμές όπου η ταινία είναι έγχρωμη, είναι όταν η Άντζελα κάνει τα live streaming ως Μπομπίτσα, όταν βλέπουμε σταυρούς και ξωκλήσια στις παρυφές του πιο «θανατηφόρου» δρόμου στη Ρουμανία και στο φινάλε, στο γύρισμα του διαφημιστικού, όπου ο παράλυτός μας αρνείται να πει ότι φταίει αυτός που έμεινε παράλυτος επειδή δεν φορούσε κράνος, αλλά πως έφταιγαν τα αφεντικά του! Να σταθούμε λίγο στον Μπομπίτσα: η Άντζελα «μεταμφιέζεται» στον Μπομπίτσα μέσω άθλιου φίλτρου από το κινητό της, και ξερνάει μισογύνικο μίσος ωσάν τον μεγάλο διδάξαντα, Άντριου Τέιτ, ο οποίος, όπως όλοι γνωρίζουμε, είχε βρει καταφύγιο... στη Ρουμανία! Είναι τόσο κιτς ο Μπομπίτσα (καθόλου τυχαία εμφανίζεται στην εξώφθαλμα, τερατωδώς κιτσάτη αφίσα της ταινίας) κι όσο περισσότερο κιτς γίνεται αυτός, τόσο περισσότερα τα like από τους followers!
Κάπου εδώ θα σταματήσω, γιατί αν συνεχίσω με τον ίδιο ρυθμό, θα ξεπεραστούν οι τρεις χιλιάδες λέξεις, και δεν το θέλω, είναι κούραση και για μένα που γράφω και για εσάς που διαβάζετε. Απλά, να επισημάνω στα πεταχτά την παρουσία του Uwe Boll, του «χειρότερου σκηνοθέτη στον κόσμο», στην ταινία, την Nina Hoss, στο ρόλο μιας απογόνου του Γκαίτε (!!!), που πλέον ηγείται της πολυεθνικής, τις αναφορές από τον Jean-Luc Godard έως τον ρατσισμό κατά των Τσιγγάνων, το www.νεκροταφεία.ro, τις χειροποίητες πράσινες κάρτες για το green screen που θα μασκάρει την αλήθεια, αλά Bob Dylan του «Subterranean Homesick Blues», το πόσο θολά είναι τα όρια ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία (με ανεκδοτολογικό υλικό σχετικά με τους αδελφούς Λιμιέρ) κι εκείνη η ιστορία από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις σφαίρες αυτών που εκτελέστηκαν για λιποταξία, το γεγονός ότι ο John Waters την έβαλε μέσα στην δεκάδα του με τις καλύτερες ταινίες για το 2023 και ότι ο τιτανομέγιστος Paul Schrader αποθεώνει τον Jude στο facebook... σταματάω εδώ.
Για φινάλε, δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι πιο ταιριαστό από αυτό, που λέει ο Μπομπίτσα (που είναι σαν το Charlie Hebdo, βλάκα!) μαζί με τον Uwe Boll: «And to all our haters, I tell them - we tell them - to fuck off. And fuck you also»!!! Αφερίμ!
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Φεβρ ουαρίου 2024 από την Cinobo!