Five Fingers For Marseilles PosterΔεν υπάρχουν καλοί! Να μια ταινία που ενδεχόμενα μπορεί να αποτελέσει μία από τις πιο σπουδαίες εκπλήξεις του επερχόμενου φεστιβάλ κινηματογράφου του Τορόντο, όπου πρόκειται να πραγματοποιήσει την επίσημη πρώτη της. Πρόκειται για την νέα δημιουργία του Νοτιοαφρικανού Michael Matthews, Five Fingers For Marseilles, ένα νέο - γουεστερν που χρησιμοποιεί για ερημικό του φόντο τις άγριες και αδειανές εκτάσεις στον νότο της Μαύρης Ηπείρου, εκεί που εκτυλίσσεται το γεμάτο ανατροπές περιπετειώδες στόρι. Εποχή του Απαρτχάιντ. Το μικρό χωριό του Ρέιλγουέι, απειλείται από την επικείμενη έφοδο των διεφθαρμένων αστυνομικών της παραδιπλανής κωμόπολης Μαρσέιγ και μόνο οι πέντε αδελφοί, γνωστοί σαν τα Πέντε Δάκτυλα, μπορούν να ανακόψουν την μανιασμένη τους πορεία. Μια μάχη άνιση, όπου ο πιο θερμόαιμος των αμυνομένων, ο Τάου, θα σκοτώσει δύο μπάτσους, ενέργεια που θα οδηγήσει στην σύλληψη και κατόπιν στην φυλάκιση του. Είκοσι χρόνια μετά, έχοντας βγει από την φυλακή, είναι πλέον ένας ονομαστός πιστολέρο, ο διαβόητος Λέον της Μασσαλίας, που κανείς δεν επιθυμεί να έχει για εχθρό του. Στην πραγματικότητα μέσα του είναι ένας άδειος και απελπισμένος χαρακτήρας, που το μόνο που επιθυμεί είναι να γυρίσει στον τόπο του και να ξανασυναντήσει τα αγαπημένα του πρόσωπα. Με τέμπο κλασσικού γουέστερν ξετυλίγεται το πολύ ενδιαφέρον και υποτιτλισμένο στα αγγλικά τρέιλερ, για το φιλμ που αναμένεται να ξεκινήσει την πορεία τους στους κινηματογράφους, στις αρχές του επόμενου έτους.

Five Fingers For Marseilles Movie

Σε συνεργασία με τον σεναριογράφο του έργου Sean Drummond, ο Matthews περπάτησε περισσότερα από πέντε χιλιάδες μίλια ερήμου για να εντοπίσει τις κατάλληλες τοποθεσίες, που θα όριζαν το φυσικό φόντο της πλοκής. Εννοείται πως οι πρωταγωνιστές δεν είναι διάσημοι στο ευρύτερο διεθνές κοινό, με το ερμηνευτικό καστ να αποτελούν οι ντόπιοι Vuyo Dabula, Hamilton Dhlamini, Zethu Dlomo, Kenneth Nkosi, Mduduzi Mabaso, Aubrey Poolo, Lizwi Vilakazi, Warren Masemola, Anthony Oseyemi, Brendon Daniels και Jerry Mofokeng.

Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί.

Περισσότερα... »

Little Evil PosterΕκείνη είναι το όνειρο του, εκείνος είναι ο εφιάλτης του... Μια ακόμη ταινία παραγωγής του τηλεοπτικού καναλιού Netflix, είναι η περίπτωση του Little Evil, που κινείται μεν στον χώρο του horror, με έντονα όμως τα ψήγματα του χιούμορ στην εξέλιξη της πλοκής του. Στο επίκεντρο της ιστορίας που περιγράφει το φιλμ, το οποίος σκηνοθετεί ο Eli Craig, γνωστός στους φανς του είδους από το Tucker And Dave Vs Evil, βρίσκεται ο Γκάρυ, που μόλις έχει κάνει πραγματικότητα το όραμα του να παντρευτεί την γυναίκα που λατρεύει, την όμορφη Σαμάνθα. Για εκείνο που δεν είναι καν προετοιμασμένος, είναι για το γεγονός πως ο εξάχρονος γιος της από προηγούμενο γάμο της, είναι ο ίδιος ο Αντίχριστος. Η ιδέα που φυσικά και δεν είναι πρωτότυπη και στηρίζεται στην αειθαλή έμπνευση του The Omen, εδώ αποδίδεται με μια ενδιαφέρουσα γλαφυρότητα,. όπως διαφαίνεται και από το εξαιρετικά καλοστημένο τρέιλερ, που η διανομή έδωσε στην κυκλοφορία, ανακοινώνοντας την ημερομηνία κυκλοφορίας, την 1η Σεπτεμβρίου, τόσο στις αίθουσες, όσο και στο video on demand.

Little Evil Movie

Ο αξιόλογος κωμικός Adam Scott κρατά τον βασικό ρόλο του προβληματισμένου μέσα στην γενική του χαρά φουκαρά, ενώ η ευειδής Evangeline Lilly παίζει την αγαπημένη του.

Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί.

Περισσότερα... »

How to Talk to Girls at Parties PosterΚάποια κορίτσια δεν ανήκουν σε αυτό τον κόσμο. Η συνύπαρξη δύο σημαντικών προσωπικοτήτων, του σκηνοθέτη John Cameron Mitchell και του σεναριογράφου Neil Gaiman, είναι εκείνη που όρισε την ταινία How To Talk To Girls At Parties ως μια από τις πλέον συζητημένες στο πρόσφατο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών. Η ταινία πάντως του Αμερικάνου δημιουργού του Hedwig, του Shortbus και του Rabbit Hole δεν είχε την θετικότερη ανταπόκριση μετά την πρώτη της προβολή στην κρουαζέτ, καθώς δεν ανταποκρίθηκε πλήρως στις απαιτήσει του φανατικού κοινού, που ακολουθεί τον Mitchell σε κάθε του βήμα. Η ιστορία της νεαρής εξωγήινης που κατά την διάρκεια του αστρικού της ταιξιού στο σύμπαν θα ξεφύγει από την ομάδα της και θα προσγειωθεί στην γη και πιο συγκεκριμένα στο Λονδρέζικο Κρόυντον, όπου θα ενταχθεί στην ομύγηρη των πανκς, αγοράστηκε από την διανομή της Α24 που θα την κυκλοφορήσει στις αμερικάνικες αίθουσες στις αρχές του 2018, σχετικά αργότερα από την αντίστοιχη γιαπωνέζικη (που έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το θέμα) όπου θα κάνει και την παγκόσμια πρώτη της στα τέλη του έτους. Στυλιζαρισμένο το εισαγωγικό τρέιλερ αναπλάθει την εποχή της δεκαετίας του 70, όπου λαμβάνει χώρα η πλοκή, ορίζοντας τον καμβά της εξέλιξης μιας εκκεντρικής ιστορίας επιστημονικής φαντασίας.

How to Talk to Girls at Parties Movie

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Βρετανού ροκά με τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής, υποδύεται ο διαρκώς ανερχόμενος και ταλαντούχος Alex Sharp, ενώ το περιφερόμενο στον γαλαξία άλιεν κορίτσι ενσαρκώνει η κουκλίνα Elle Fanning. Το υπόλοιπο καστ που δεν φείδεται αστέρων ολοκληρώνουν και οι Nicole Kidman, Ruth Wilson, Matt Lucas, Tom Brooke.

Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί.

Περισσότερα... »

Ο σωματοφύλακας του εκτελεστή (The Hitman's Bodyguard) PosterΟ σωματοφύλακας του εκτελεστή
του Patrick Hughes. Mε τους Ryan Reynolds, Samuel L. Jackson, Gary Oldman, Salma Hayek, Elodie Yung, Joaquim De Almeida, Kirsty Mitchell, Richard E. Grant


«And I will always love you»!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Χαμός στο ίσιωμα!

Όλοι μιλάνε για το high-concept αλλά λίγοι μπορούν ακριβώς να το ορίσουν και να το προσδιορίσουν. Θα το προσπαθήσω κι εγώ, αλλά πάλι νομίζω πως δεν θα το πετύχω επακριβώς. Αλλά στο περίπου, κάτι θα μάθετε εσείς που δεν γνωρίζετε. Κατά μία έννοια, λοιπόν, high-concept είναι αυτό που λέγεται στην ταινία «Ο παίκτης» (The Player, 1992) του Robert Altman: το να μπορείς να παρουσιάσεις το τι γίνεται σε μια ταινία σε «twenty-five words or less»! Είναι το να μπορείς να πασάρεις την ιδέα σου για μια ταινία σε έναν παραγωγό μέσα σε μια πρόταση. Αλλά βέβαια, δεν μπορεί να είναι high-concept μια ταινία που περιγράφεται πχ: «μετά το θάνατο της γυναίκας του ένας άνδρας παθαίνει κατάθλιψη». Χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι! Αυτό δεν είναι high-concept. Αυτό περιγράφει χιλιάδες ταινίες. High-concept όμως μπορεί να είναι κάτι τέτοιο πχ: «μετά το θάνατο της γυναίκας του ένας άνδρας ανακαλύπτει πως εκείνη ήταν εξωγήινη και πως αν δεν την αναστήσει ο κόσμος μας θα καταστραφεί». Κάτι τέτοιο! Ε, λοιπόν, η συγκεκριμένη ταινία είναι high-concept. Δεν θα μπορούσε να είναι ρεαλιστική. Και μόνο η φράση: «επαγγελματίας σωματοφύλακας προστατεύει επαγγελματία δολοφόνο» αρκεί για να την περιγράψει! Εντάξει;

Ο σωματοφύλακας του εκτελεστή (The Hitman's Bodyguard) Quad Poster
Σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο Patrick Hughes και αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του. Προηγήθηκαν τα «Red Hill» (2010) – κυκλοφόρησε σε dvd στη χώρα μας – και «Οι αναλώσιμοι 3» (The Expendables 3, 2014). Η τελευταία του ταινία βγήκε στις ΗΠΑ μια μέρα μετά την έξοδό της στη χώρα μας και στο πρώτο της τριήμερο έπιασε την κορυφή του box office καθώς έκανε εισπράξεις που έφτασαν τα 22 εκατομμύρια δολάρια. Το budget της έφτασε τα 30 εκατομμύρια δολάρια, άρα σε μικρό χρονικό διάστημα θα ισχύει αυτό που λέμε: «τα έβγαλε τα λεφτά της»!

Η υπόθεση: Ο Μάικλ Μπράις είναι ο κορυφαίος, επαγγελματίας σωματοφύλακας στον κόσμο. Οι υπηρεσίες του είναι ΑΑΑ και ο ίδιος βάζει πάνω από όλα την ασφάλεια των πελατών του – μερικά από τα μεγαλύτερα καθάρματα παγκοσμίως – ακόμα κι αν τα μέτρα προστασίας που παίρνει θεωρούνται υπερβολικά ή βαρετά. Όλα αυτά θα αλλάξουν όταν ένας από τους πελάτες του δολοφονείται λίγο πριν ο Μπράις ολοκληρώσει την αποστολή του! Δύο χρόνια μετά, ο Μπράις έχει πέσει πολύ στην αξιολόγηση ως σωματοφύλακας καθώς δεν τον εμπιστεύονται πλέον παρά μόνον κοκάκιες μεγαλοεπιχειρηματίες. Και τα πράγματα θα... χειροτερέψουν. Θα δεχτεί ένα τηλεφώνημα από την πρώην κοπέλα του, που είναι πράκτορας της Ινερπόλ, η οποία ζητάει τη βοήθειά του. Θα χρειαστεί να μεταφέρει έναν κρατούμενο από το Μάντσεστερ στη Χάγη προκειμένου εκείνος να καταθέσει εναντίον του πρώην δικτάτορα της Λευκορωσίας, ο οποίος δικάζεται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Μόνο που ο κρατούμενος δεν είναι όποιος κι όποιος. Είναι ο Ντάριους Κινκέιτ, διαβόητος πληρωμένος δολοφόνος, ο οποίος έχει χρόνια αντιπαλότητα με τον Μπράις! Και οι δύο είναι απρόθυμοι αρχικά να κάνουν το συγκεκριμένο επικίνδυνο ταξίδι, καθώς ο Ντάριους είναι ο μοναδικός μάρτυρας στη δίκη και ο δικτάτορας τον θέλει νεκρό. Εντέλει, θα συμβιβαστούν και θα συνεργαστούν. Και θα διαπιστώσουν πως ενδεχομένως θα μπορούσαν να γίνουν και φίλοι...

Η άποψή μας: Τώρα που είδα και τις τρεις νέες περιπέτειες, που ουσιαστικά απευθύνονται στο ίδιο κοινό και οι οποίες βγήκαν την ίδια βδομάδα στη χώρα μας (μεγάλη πετυχεσά της εγχώριας διανομής, δεν λέω), έκανα μερικές επισημάνσεις. Διασκέδασα περισσότερο μάλλον με τη χειρότερη από τις τρεις, που είναι ετούτη εδώ. Α, γεια να μην μπερδευόμαστε, οι άλλες δύο είναι το Baby Driver και το Atomic Blonde. Στις δύο από τις τρεις αυτές ταινίες, οι «κακοί» έχουν προέλευση την πρώην Σοβιετική Ένωση (στην περίπτωσή μας, ο πρώην πρόεδρος της Λευκορωσίας, τον οποίο υποδύεται με την ευκολία που άλλοι πίνουν τον καφέ τους, ο Gary Oldman). Και στις τρεις ταινίες έπαθα πλάκα με τη χορογραφία. Ναι, καλά διαβάσατε, με τη χορογραφία! Οι σκηνοθέτες τέτοιων ταινιών είναι μάλλον περισσότερο κάτι σαν χορογράφοι και σαν τροχονόμοι: απλά λένε στους απίστευτους κάμεραμέν τους πού να τοποθετήσουν την κάμερα και πως αυτή να κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα ανάμεσα στους ηθοποιούς – χορευτές, για να πιάσει τα πάντα!

Είναι χαρακτηριστική η σκηνή στην ταινία μας, προς το τέλος της, στο σιδεράδικο, όπου ο Ryan Reynolds μονομαχεί με τον Λευκορώσο αρχικακό, το τσιράκι του προέδρου: πώς στο διάολο κινούνταν έτσι η κάμερα, ανάμεσα στους ηθοποιούς; Γουάου! Στο Baby Driver έπαθα πλάκα με το σάουντρακ και τον απόλυτο συγχρονισμό ανάμεσα σε αυτά που έβλεπα επί της μεγάλης οθόνης και με τον ήχο γενικότερα και τα τραγούδια ειδικότερα. Στο Atomic Blonde, που είχε και τις περισσότερες τρυπάρες στο σενάριο, έπαθα ζημιά με την Charlize Theron (τρομερή τύπισσα, που παίρνει ρίσκα, τρώει πολύ ξύλο και μας δείχνει και το ωραίο, γυμνό κορμί της) αλλά και πάλι και από το σάουντρακ. Εντελώς διαφορετικό από εκείνο της ταινίας του Wright αλλά πολύ δεκαετία του '80 και μπόλικη γερμανική ποπ!

Στην ταινία του Hughes το σάουντρακ δεν είναι τόσο «πανταχού παρών» και πάλι όμως γίνεται πανέξυπνη χρήση μουσικής και τραγουδιών, ιδίως με χαβαλεδιάρικο τρόπο. Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε το «Hello» του Lionel Ritchie ή το «I wanna know what love is» των Foreigner τόσο μα τόσο κόντρα από το μελέ περιεχόμενό τους! Και για να αποκοπούμε πλέον από τις δύο άλλες ταινίες και να επικεντρωθούμε στη συγκεκριμένη, αυτή η λογική διέπει ολόκληρη την ταινία. Η λογική του χαβαλέ. Η λογική της καζούρας. Η λογική του δεν παίρνω τίποτε στα σοβαρά, πόσο μάλλον τον εαυτό μου και... πυροβολώ ότι κινείται! Ευτυχώς! Ο Ryan Reynolds και ο Samuel L. Jackson κουβαλάν τις τόσο αναγνωρίσιμες περσόνες τους και δεν δίνουν εννοείται μαθήματα υποκριτικής αλλά... παίζουν, με την έννοια του «τα παιδία παίζει»! Και δείχνουν να το καταδιασκεδάζουν! Οι τόσο αντίθετοι χαρακτήρες που υποδύονται (λέμε τώρα) λειτουργούν μέσα από τις αντιθέσεις τους συμπληρωματικά, με υψηλά οκτάνια γέλιου, προς τέρψιν των θεατών! Έτσι προκύπτει ένα πετυχημένο bromance.

Βρισιές με όλους τους τρόπους και τις εκφορές που μπορείτε να φανταστείτε, πυροβολισμοί, κυνηγητά με αυτοκίνητα, κυνηγητά με μοτοσικλέτες στους δρόμους του Άμστερνταμ (συναρπαστική σκηνή, αλήθεια!), ατάκες ένθεν και ένθεν, μια εντελώς... ρομαντική ματιά για τον έρωτα από τόσο μάτσο άνδρες (!!!), παντελής έλλειψη ανάπτυξης χαρακτήρων (εδώ δεν χρειάζεται ρε παιδιά) και ναι, υπάρχουν και ψήγματα σοφίας. Ποιος είναι «καλός άνθρωπος»; Αυτός που προστατεύει καθάρματα για να μην σκοτωθούν ή αυτός που τα σκοτώνει για να μην συνεχίσουν τις ειδεχθείς τους πράξεις; Γενικώς, περνάς καλά με την ταινία, που σε κερδίζει και με τις λεπτομέρειες. Πχ, σε μια από τις σκηνές όπου αστυνομικοί επισκέπτονται τη Salma Hayek, τη γυναίκα του χαρακτήρα του Jackson στην ταινία, στο κελί της, εκείνη κάνει λεκτικό μπούλινγκ στην εύσωμη συγκάτοικό της κι εκείνης της φεύγει μια πορδίτσα! Τόση δα! Μέσα σε ένα παράλογο, μη πιστευτό σύμπαν, μια τόσο πιστευτή λεπτομέρεια! Ε, τους αλήτες στο Χόλιγουντ, ξέρουν τι κάνουν. Κι ας κατηγορείται για «εθνική κάθαρση» ο πρόεδρος της Λευκορωσίας στην ταινία. Μα ποιους καθαρίζει; Τους αντιφρονούντες προφανώς. Καμία εθνική κάθαρση λοιπόν.

Μόνο που ούτε το δικό του φρόνημα δεν ξέρουμε (ευτυχώς, δεν τον στοχοποιούν ως κομουνιστή, γιατί θα είχαμε άλλα, μουάχαχαχα, ρε την Κουτσίκου) ούτε που μας νοιάζει. Περνάμε καλά κι αυτό φαίνεται στην πλατεία. Άσχημα;

Ο σωματοφύλακας του εκτελεστή (The Hitman's Bodyguard) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Αυγούστου 2017 από την Odeon
Περισσότερα... »

Baby Driver PosterAtomic Blonde
του David Leitch. Με τους Charlize Theron, James McAvoy, John Goodman, Til Schweiger, Eddie Marsan, Sofia Boutella, Toby Jones, Bill Skarsgård, Sam Hargrave, James Faulkner, Roland Møller


Ice Ice Baby!
του zerVo (@moviesltd)

Το τείχος του Βερολίνου ορθώθηκε το 1961 από την ηγεσία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ως μια τεχνητή ασπίδα που θα προστάτευε, κατά την εκτίμηση της, τους πολίτες της χώρας από τον Δυτικό Φασισμό, χωρίζοντας έτσι ένα τμήμα της φυσικής πρωτεύουσας της χώρας, από το λοιπό καπιταλιστικό κομμάτι της. Το ντόμινο των ραγδαίων εξελίξεων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που ακολούθησε την κόκκινη Περεστρόικα, οδήγησε τους ιθύνοντες να οδηγηθούν στην απόφαση του οριστικού του γκρεμίσματος στα τέλη του 1989, με ενωμένους πλέον τους Βερολινέζους να το πανηγυρίζουν πάνω στο ετοιμόρροπο κτίσμα, υψώνοντας στους ουρανούς την ενιαία πλέον σημαία του γερμανικού κράτους. Το ποιοι το μετάνιωσαν το γκρέμισμα, σε βάθος χρόνου (έχει περάσει έκτοτε ένα significant τραντάχρονο) είναι παγκοίνως γνωστό, καθώς οι πλήρους κοινωνικής κάλυψης Ανατολικοί, οι πρώτοι παγκοσμίως σε παιδεία, επιστήμη, αθλητισμό, νεολαία, καλλιτεχνική πρόοδο, βιομηχανική εξέλιξη, σε μια και μόνο νύχτα μεταβλήθηκαν σε είλωτες της Βόνης. Αυτά τα ολίγα προσθετικά, γνώριμα στους περισσότερους, αν όχι όλους, παρατίθενται εδώ ως ίντρο, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί η ταινία που πρόκειται να δούμε, ΔΕΝ αφορά στο γκρέμισμα του τοίχου...

Atomic Blonde Wallpaper
Θλίψη θα σκορπίσει στην έμπειρη και δυναμική βρετανίδα πράκτορα Λορέιν Μπρόουτον, το άσχημο μαντάτο της δολοφονίας του (κάτι περισσότερο από) στενού της συνεργάτη Τζέιμς Γκασκόιν στο μουντό Βερολίνο. Γεγονός που αυτόματα θα σημάνει συναγερμό στις τάξεις των εξάδελφων υπηρεσιών MI6 και CIA, που θα την ενεργοποιήσουν για μια ριψοκίνδυνη αποστολή, στέλνοντας την στην σε σχίσμα ιδεολογικό και πρακτικό γερμανική μεγαλούπολη, προκειμένου να εντοπίσει τα ίχνη των δολοφόνων, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις είναι κατάσκοποι της Σοβιετικής KGB. Και που όπως όλα δείχνουν, έχουν αυτή την στιγμή στα χέρια τους, το μικροφίλμ όπου είναι καταχωρημένα τα ονόματα όλων των ενεργών μυστικών πρακτόρων στα μέτωπα της Ανατολικής Ευρώπης.

Συνάμα όμως το σχέδιο δράσης της εκθαμβωτικής κατάξανθης spy, είναι να αποκαλύψει την πραγματική ταυτότητα του double agent και νούμερο ένα κινδύνου Σάτσελ, που για χρόνια παρέχει τις υπηρεσίες του στην Μόσχα και να τον βγάλει από την μέση, επαγγελματικά και αθόρυβα. Καθώς η Λορέιν θα βρεθεί καταμεσίς της εξέγερσης των πολιτών που διεκδικούν με έντονο παλμό την πτώση της πανίσχυρα φυλασσόμενης μεσοτοιχίας που τους χωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο, θα αντιληφθεί πως βρίσκεται ταυτόχρονα και στο στόχαστρο όλων των διεθνών κατασκόπων, που έχουν αντιληφθεί την παρουσία της, σιμά της Αλεξάντερπλατζ. Μοναδικός της σύμμαχος, αν και στην πεπειραμένη ματιά της, ακόμη κι αυτό μοιάζει αμφισβητούμενο, είναι ο Ντέιβιντ Πέρσιβαλ, σταθμάρχης της δυτικής αντικατασκοπείας στην περιοχή, που γνωρίζει καλύτερα κι από την παλάμη του, τις κρυφές διόδους που συνδέουν τα σκοτεινά λημέρια των πληροφοριοδοτών, ένθεν κακείθεν του τείχους.

Παρακολουθούμενη ταυτόχρονα από τους ανωτέρους της, που έτσι κι αλλιώς παρευρίσκονται στο Μπερλίν για να απολαύσουν ιδίοις όμασι τα ιστορικά γεγονότα που πριν εκπνεύσει δεκαήμερο θα λάβουν χώρα, με τις ευλογίες τους βεβαίως, η φορτισμένη συναισθηματικά Μπλόντι, ένεκα του χαμού του παρτενέρ της, πρέπει να κινηθεί αστραπιαία και κάτω από απόλυτη εχεμύθεια, ώστε να αποφύγει τα βλέμματα των σπιούνων που την ακολουθούν κατά πόδας. Φαντάζεσαι λοιπόν μέσα σου πως η βασική της επιδίωξη θα είναι να μην τραβήξει τα βλέμματα του περίγυρου, καμουφλάροντας εαυτόν σαν ο θηλυκός Ίθαν Χαντ, ώστε να περάσει απαρατήρητη. Αλλού αυτά! Η Ατομική δεν βρίσκεται εδώ για μασκαράτες και ημίθμετρα. Ήρθε για να επιβάλλει την τάξη, είτε με το καλό, είτε κυρίως με το κακό, να κάνει την δουλειά πατ κιουτ, εκτός κανόνων και παραινέσεων από τα αφεντικά και να επιστρέψει στην Λόνδρα θριαμβεύτρια και αποτελεσματικά τιμωρός!

Οδηγίες χρήσεως το λοιπόν! Με την έναρξη του φιλμ, την ώρα που βουτάει η Αφρικάνα στην μπανιέρα παίρνεις μια γερή ανάσα. Μια δυο φορές θα σου δοθεί παρόμοια ευκαιρία το προσεχές δίωρο, ενόσω η The Body θα ξαναβουτήξει στα παγάκια, για να πάρει δυνάμεις - κι εσύ να ξεφουσκώσεις. Καμία άλλη στιγμή, ακόμη και οι σιγανότονες της ανάκρισης δεν δίνει δικαίωμα ανασεμιάς, ούτε καν απόσπασης της ματιάς από το εκράν. Βασικός κανόνας παρακολούθησης της όποιας Spy Movie, αφού ακόμη κι ένα μόνο δευτερόλεπτο είναι ικανό να κρύψει κάτω από το τραπέζι ένα μικρό κομματάκι του δαιδαλώδους παζλ, που κατοπινά δεν αντικαθίσταται με την καμία. Κι αυτό διότι η αφήγηση δεν ακολουθεί ποτέ της την παραμικρή γραμμικότητα, ταξιδεύοντας διαρκώς μπρος πίσω στα συμβάντα, χρησιμοποιώντας σαν μίτο της τα ντοκουμέντα του χρονικού της ρίψης του τείχους.

Προδοσίες, αυτομολήσεις, ανατροπές, συνωμοσίες που ως είθισται κανείς - κανείς όμως - δεν είναι αυτός που φαίνεται, με σκηνικό ζωγραφισμένο κατά πλήρη ακρίβεια από τις ημέρες της εκπνοής του Ψυχρού Πολέμου, με χρήση της πόλης που όσο καμία άλλη στην τριακονταετή του διάρκεια όρισε πεδίο της δράσης των απανταχού σπιούνων. Το Βερολίνο, στην ψηφιακή του σε ουκ ολίγα σημεία, αναπαράσταση της περιόδου, δοσμένο στην μονοχρωματική παλέτα της μουντής χροιάς αμφότερων πλευρών του παραπετάσματος, ουσιαστικά ορίζει ρόλο πρωταγωνιστή στην εξέλιξη της πλοκής, αποτελώντας την ιδανική σκακιέρα που πάνω της παίζεται το ταχύτατο παιχνίδι. Που στην περίπτωση μας δεν αρκείται απλώς σε έναν σιγαστήρειο πυροβολισμό ή το μάσημα μιας κάψουλας υδροκυανίου, αλλά προχωρά ένα βήμα παραπέρα, σερβίροντας μας άριστα χορογραφημένες σεκάνς πολεμικής τέχνης. Εδώ κι αν μιλάμε για σουρπρί που αφήνει το στόμα ορθάνοιχτο για παραγωγή μικρομεσαίου κόστους αφού η Atomic Blonde δεν αποσπά τα μπιτ από την μουσική, προσεγμένη έστω, κάποιου περαστικού κομπόζερ, αλλά από μια απίθανη 80s mixtape, τραγουδιών που όχι απλώς μεγάλωσαν γενιά, αλλά αποτέλεσαν και ενδεικτικό χάρτη της underground σκηνής της σπασμένης στα δύο πόλης. Της πιο πανκ, στην Ανατολική μεριά της Πύλης, της ελαφρώς πιο μέινστριμ, στο απέναντι πλακόστρωτο.

Για να πω την αλήθεια στο άκουσμα του ονόματος του σκηνοθέτη, δεν ένιωσα βολικά, γνωρίζοντας πως έστω και uncredited έπαιξε ενεργό ρόλο στον σχεδιασμό του υπερτιμημένου John Wick, που ναι μεν υπήρξε καλογυρισμένο, μα στερούνταν πλήρως υπόθεσης. Εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο David Leitch περί ου ο λόγος, δεν χάνει την παραμικρή ευκαιρία να ρίξει στο μίξερ του οτιδήποτε κατεβάσει ο νους του για να προβοκάρει με πυροτεχνήματα την πλατεία, ανεβάζοντας της το ενδιαφέρον, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην συνάφεια και την συνοχή. Δεν δύναμαι (μετά από δύο θεάσεις της Atomic) να βρω το μεγάλο του σφάλμα, δεν καταφέρνω όμως, ακόμη και διψήφιες φορές να την τσεκάρω, να υποσχεθώ πως δεν θα μου χρειαστεί ένα διήμερο ολόκληρο για να εξηγήσω σεμιναριακά το τι ακριβώς τρέχει. Ταινία κατασκόπων είναι όμως και υποθέτω πως κάτι τέτοιο εξιτάρει πιότερο τους φανς του genre.

Που ειδικά αν είναι μεγαλωμένοι στην τότε εποχή, θα νιώσουν απίστευτα οικεία στο άκουσμα μελωδιών της ροκ μικτής κόσμου της περιόδου, των Mode, των Til Tuesday, των New Order, των Queen, των Bunnymen, των Cure, των Clash, των Seagulls, φυσικά του Bowie. Μουσικές που τυλίγουν επιδέξια και ως μέρος του σεναρίου όσα συμβαίνουν στο εκράν, λειτουργώντας μερικά ως επιμέρους βίντεο κλιπς, εκπληκτικής αισθητικής, με κορυφαία στιγμή του δίσκου, το αταίριαστα εκρηκτικό γύρισμα της κασέτας, πάνω στην μπομπίνα που είναι γραμμένο το Father Figure. Ένα τρίτο του αιώνα μετά, πρώτη φορά αντιλαμβάνομαι αυτό το κομμάτι τόσο αλλιώς. Τι σου κάνει η κινηματογραφική εικόνα ε?

Που μεταξύ μας μόνο το σινεμά μπορεί να πάρει μια μεσήλικα, ακόμη και για τα γνώριμα καλά διατηρούμενα γονίδια της South Africa και να την προσαρμόσει τόσο αγγελικά, ονειρικά και αισθησιακά απεικονισμένη στο επίκεντρο του φλογισμένου πεδίου. Η Theron δυο και κάτι δεκαετίες από τον καιρό που μας συστήθηκε χαμογελώντας στο σποτ του Campari (που δεν πίνεται) έχει αλλάξει ολοκληρωτικά ύφος, στο πιο αγριεμένο, terminator και die hard μαζί, η κορμάρα όμως παραμένει αναλλοίωτη, ίσως και ώριμα βελτιωμένη. Ντυμένη στα τσιτωμένα λέδερ, με τις καργαρισμένες ψηλά μποτάρες στιλέτο, πάνοπλη και αποφασισμένη, η Πυρηνική Charlize, παίρνει μπιτ από Under Pressure και στέλνει σε παραζάλη ολάκερη την διαδρομή από την K-Dahm μέχρι το ανατολικής τεχνοτροπίας Kino, που οι συντρόφοι απολαμβάνουν νοσταλγικά το Stalker του Tarkovski. Καινούργια καριέρα ανοίγεται για την Μπαφάνα κούκλα, στα μέτρα των Taken σιτεμένων επίσης αντρών, που κανείς τους δεν έχασε, το αντίθετο μάλιστα, ως ηλικιωμένος εκδικητής.

Τοπ action επιλογή που δεν θα αφήσει κανέναν οπαδό ασυγκίνητο, μιας και το μενού της είναι κάτι περισσότερο από πλήρες. Και σασπένς και τουίστς και δολοπλοκίες και Βραδεμβούργο και πολιτική χροιά και Ρώσοι και Άγγλοι και Γεράκια και μια Γαλλίδα φωτιά. Δεν ζητάω τίποτα περισσότερο, έτσι κι αλλιώς ο μουσικός επιμελητής την μια (από τις δυο) χάρη μου την έκανε και το Gasoline το έπαιξε ολόκληρο. Κάπου περίμενα από λεπτό σε λεπτό να μιξάρει και το Atomic της μόνης πανκ ξανθιάς που μπορεί να συγκριθεί σε σεξ απίλ με την παρούσα Blonde, μα οκ, δεν πειράζει. Στο σίκουελ...

Atomic Blonde Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 21 Αυγούστου 2017 από την Spentzos Films
Περισσότερα... »



Ελληνικό Box Office 17 - 20 Αυγούστου 2017 by OPTOMA


Φιλμ
Διανομή
Wks Αίθουσες
4ήμερο Ελλάδας
Σύνολο Ελλάδας
1
Baby Driver
Feelgood Ent.
1
65
10.742
10.742
2
The Hitman's Bodyguard
Odeon
1
70
10.677
10.677
3
The Son Of Bigfoot
Odeon
1
87
10.586
10.586
4
Que Dios nos perdone
Rosebud 21
2
15
6.702
22.620
5
Atomic Blonde
Spentzos Films
1
40
5.661
5.661
6
Wind River
Spentzos Films
3
16
3.400
29.804
7
Paris Can Wait
Feelgood Ent.
2
16
3.274
15.553
8
The Dark Tower
Feelgood Ent.
3
28
2.236
29.427
9
L'Ora Legale
Seven Films
8
4
1.342
58.348
10
Contratiempo
Tanweer
5
18
1.196
49.773


Προηγούμενο ΤΟΠ - Επόμενο ΤΟΠ
Περισσότερα... »

Jerry Lewis RIPΣε ηλικία 91 ετών, έφυγε από την ζωή στο Λας Βέγκας, ο θρυλικός Αμερικάνος κωμικός Jerry Lewis, όπως επιβεβαίωσε ο ατζέντης του, αφήνοντας ορφανό το είδος που υπηρέτησε πιστά για περισσότερες από έξι δεκαετίες. O Lewis γεννήθηκε στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρζι το 1926 και το πραγματικό του όνομα ήταν Joseph Levitch. Αμφότεροι οι γονείς του υπήρξαν αρτίστες, γεγονός που τον έσπρωξε και τον ίδιο στο να συμμετάσχει σε παράσταση σε ηλικία μόλις πέντε ετών. Στα δεκαπέντε του θα βρεθεί στο Μπάφαλο σαν μέλος θιάσου, επιδεικνύοντας τις ικανότητες του στη υποκριτική και το τραγούδι. Το 1942 θα αναλάβει τον ρόλο του κονφερασιέ σε δημοφιλείς βραδιές που λάμβαναν χώρα στο ξενοδοχείο Brown της Νέας Υόρκης.

Βατήρας εκτόξευσης της καριέρας του κορυφαίου στο είδος του σλάπστικ, υπήρξε η συνεργασία του, μετά το πέρας του μεγάλου πολέμου με τον επίσης πολυτάλαντο Dean Martin, δίδυμο που ανακάλυψε κατά την διάρκεια των παραστάσεων που έκαναν μαζί στο Χόλιγουντ, ο παραγωγός Hal Wallis, δίνοντας τους την ευκαιρία να υπογράψουν ένα χρυσοφόρο συμβόλαιο με την Paramount. Για τα επόμενα δέκα χρόνια, Lewis και Martin, θεωρούνταν οι φυσικοί διάδοχοι του εξίσου μυθικού διδύμου Hope - Crosby, συμμετέχοντας σε συνεχόμενες κωμικές φιλμικές στιγμές, όπως The Caddy (Δατς Αμόρε, 1953 του Norman Taurog), The Stooge (1952 του Norman Taurog), Artists And Models (Λόρδοι, Λόρδα και Φιλότιμο, 1955 του Frank Tashin), Pardners (Τα Συνεταιράκια, 1956 του Norman Taurog), με όλες τους να ξεπερνούν σε εισπράξεις το ποσό των 5 εκατομμυρίων δολαριών, νούμερο τρομακτικό για την εποχή. Μετά από μια ολόκληρη δεκαετία κοινής συνύπαρξης το δυναμικό ντούο, αποφάσισε να χωρίσει τους δρόμους του, γεγονός που συνέβη κατόπιν της κυκλοφορίας του φιλμ Hollywwod Or Bust (Τρελές περιπέτειες στο Χόλυγουντ, 1956 του Frank Tashin) και ενός απίστευτου αποχαιρετιστήριου σόου στην Κόπακαμπάνα.

Κατόπιν του χωρισμού ο Lewis ασχολήθηκε ενεργά με το γράψιμο, την παραγωγή αλλά και την σκηνοθεσία ταινιών, αρχής γενομένης από τα The Ladies Man (Ο Τζέρι Λιούις γυναικοκατακτητής, 1961) και The Errand Boy (Ο Τζέρι Λιούις περιπλανώμενος, 1961) συνεχίζοντας συνάμα την συνεργασία του με τον δημιουργό Frank Tshlin στα φιλμς Cinderella (Ο Τζέρι Λιούις Σταχτοπούτος, 1960) και The Disorderly Orderly (Ο Τζέρι Λιούις ταραχοποιός, 1964). Είναι η στιγμή που θα πραγματοποιήσει την μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της καριέρας του, πρωταγωνιστώντας στην σπαρταριστή κωμωδία The Nutty Professor (Ο Τζέρι Λιούις δάσκαλος για κλάματα, 1963) που αποτέλεσε και το ζενίθ της δημοτικότητας του στο σινεφίλ κοινό. Ακολουθεί η μεταπήδηση στο στούντιο της Sony, εκεί που πρωταγωνίστησε σε μια σειρά από λιγότερο εμπνευσμένες δημιουργίες, σαν τα Three On A Couch (Να γιατρός, να μάλαμα, 1966), The Big Mouth (Ο τσαρλατάνος, 1967), Don’t Raise the Bridge, Lower the River (Ο κομπιναδόρος, 1968 του Jerry Paris). Η δεκαετία του 70 δεν θα ορίσει την καλύτερη περίοδο της καριέρας του, καθώς θα πρωταγωνιστήσει στην κομεντί Which Way to the Front? (Φαντάρος για κλάματα, 1970) αλλά και στο πιο δραματικής υφής The Day the Clown Cried (1972) ταινίες που ανέβασαν πάντως αρκετά την δημοτικότητα του στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα ακολούθησαν οι αποτυχημένες απόπειρες του στο θεατρικό σανίδι του Μπρόντγουέι με το μιούζικαλ Feeling No Pain και στην Βοστόνη με το Hellzapoppin. Ο Lewis παρέμεινε ανενεργός ερμηνευτικά μέχρι το 1979 όταν πρωταγωνίστησε στην ταινία που σκηνοθέτησε ο ίδιος Hardly Working (Ο μεγάλος πλακατζής) αναμένοντας την στιγμή που θα αποτελούσε την κορωνίδα της τεράστιας καριέρας του.

Ώρα που ήλθε τρία χρόνια κατοπινά, όταν ο μέγιστος Martin Scorsese του έδωσε την ευκαιρία να αποτυπώσει στο πανί την περσόνα του πομπώδη τηλεοπτικού άνκορμαν στο King Of Comedy (Ο Βασιλιάς της Κωμωδίας, 1972). Ακολούθησαν οι συμμετοχές του, σε κυρίως περιφερειακούς ρόλους σε ταινίες σαν τις Slapstick of Another Kind (Πρωταθλητές της καρπαζιάς, 1982 του Steven Paul), Cookie (Τι απέγινε η Κούκι;, 1989 της Suzan Seidelman) και στο εξαιρετικό Arizona Dream του Emir Kusturica το 1993. Η τελευταία αξιοσημείωτη στιγμή του στο σινεμά, χρονολογείται στα 1995 και στην ταινία Funny Bones (Αθεράπευτα αστείος) του Peter Chlesom.

Ο Jerry Lewis παντρεύτηκε την αγαπημένη του Patti Palmer τραγουδίστρια φωνητικού συγκροτήματος το 1944 και μαζί της απέκτησε έξι παιδιά. Το 2009 η Αμερικάνικη Ακαδημία Τεχνών του απένειμε το τιμητικό Βραβείο για την προσφορά του στην έβδομη τέχνη.

RIP

Jerry Lewis RIP
Περισσότερα... »

Our Souls At Night PosterΟι ψυχές μα την νύχτα. Πρεμιέρα στην επερχόμενη Βενετσιάνικη Μόστρα αναμένεται να πραγματοποιήσει η δραματική ταινία Our Souls At Night, που σκηνοθετεί με την γνώριμη συγκινητική του μέθοδο το δίδυμο των Scott Neustadter και Michael H. Weber, που έχουν γίνει γνωστοί στο ευρύ κοινό από την δακρύβρεχτη νεανική δημιουργία τους The Fault In Our Stars. Το έργο που στηρίζεται σε νουβέλα του Kent Haruf, περιγράφει το απροσδόκητο σμίξιμο δύο ηλικιωμένων, της Άντι Μουρ και του Λούις Γουότερς, που αμφότεροι έχουν απολέσει τους συζύγους τους και κατοικούν μόνοι και απομονωμένοι, δίχως καν να έχουν την χαρά της επίσκεψης των παιδιών τους. Παρότι οι οικίες τους είναι πολύ κοντά, ουδέποτε είχαν συναντηθεί κατά το παρελθόν και το δέσιμο που θα αναπτυχθεί μεταξύ τους, θα δώσει καινούργιο νόημα στην καθημερινότητα τους, ώστε να δουν με πιο ελπιδοφόρα ματιά το υπόλοιπο της ζωής τους. Το φιλμ θα κάνει την επίσημη πρώτη του στις αίθουσες στις 29 Σεπτεμβρίου, ταυτόχρονα με την παρουσίαση του στο κανάλι Netflix, που ως υπεύθυνο για την παραγωγή και την διανομή του, μόλις έδωσε στην δημοσιότητα το εισαγωγικό τρέιλερ, που ακολουθεί πιστά την συλλογιστική όλων των παρόμοιας αισθητικής ταινίες.

Our Souls At Night Movie

Κακά τα ψέματα όμως, αν κάτι κάνει ξεχωριστό το έργο, αυτό δεν είναι άλλο από το ριγιούνιον δύο μυθικών χολιγουντιανών αστέρων, που έρχονται και πάλι κοντά, δεκαετίες μετά το λατρεμένο Barefoot In The Park. Σε ηλικία που πλέον δεν έχουν κάτι να αποδείξουν αμφότεροι, τόσο η Jane Fonda όσο και ο Robert Redford, κάνουν την κοινή τους εμφάνιση που γεννά νοσταλγικές αναμνήσεις. Το καστ συμπληρώνουν επίσης και οι Bruce Dern, Matthias Schoenaerts, Judy Greer και Iain Armitage.

Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί.

Περισσότερα... »

Κυνήγι ανθρώπων (Hunt for the Wilderpeople) PosterΚυνήγι ανθρώπων
του Taika Waititi. Με τους Sam Neill, Julian Dennison, Rima Te Wiata, Rachel House, Tioreore Ngatai-Melbourne, Oscar Kightley, Cohen Holloway, Stan Walker, Mike Minogue, Rhys Darby, Troy Kingi, Taika Waititi


Παιδί ενός ανώτερου θεού!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

«Nature just got gangster»!

Τη συγκεκριμένη ταινία την είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (στο πλαίσιο του τμήματος «Ανοιχτοί Ορίζοντες») και πολύ την ευχαριστηθήκαμε! Οπότε, το γεγονός ότι βγήκε σε dvd αποτελεί μια πρώτης τάξεως αφορμή για να την προτείνουμε από τη συγκεκριμένη στήλη. Είναι μια τόσο feelgood (μουάχαχαχαχαχαχα) ταινία, που πραγματικά σε κάνει να περνάς καλά. Βέβαια, δύσκολα θα μπορούσε να σταθεί στις αίθουσες στη χώρα μας. Ταινία από την Νέα Ζηλανδία, χωρίς μεγάλο σταρ και με παιδί πρωταγωνιστή; Πού ακούστηκε κάτι τέτοιο; Στο dvd όμως έχει αξία ανακάλυψης.

Κυνήγι ανθρώπων (Hunt for the Wilderpeople) Quad Poster
Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο άνθρωπος – πολυεργαλείο Taika Waititi. Ο γεννημένος στις 16 Αυγούστου του 1975 στο Γουέλινγκτον της Νέας Ζηλανδίας σκηνοθέτης (είχε πρόσφατα γενέθλια λοιπόν!) ξεκίνησε την καριέρα του στις μεγάλου μήκους ταινίες με το «Eagle vs Shark» (2007), που έλαβε μέρος στα φεστιβάλ του Σάντανς, του Βερολίνου και της Αθήνας μεταξύ των άλλων. Ακολούθησε το «Boy» (2010), που επίσης έλαβε μέρος στα φεστιβάλ του Σάντανς, του Βερολίνου και της Αθήνας! Με την τρίτη του ταινία προκάλεσε σαματά. Λογικό, μιας που το «What We Do in the Shadows» (2014) είναι η πιο διασκεδαστική ταινία με βαμπίρ που έχετε δει ποτέ, όντας γυρισμένη και με τη μορφή... ντοκιμαντέρ!!! Άντε, να το βάλω κι εδώ: η ταινία προβλήθηκε στα φεστιβάλ του Σάντανς, του Βερολίνου και της Αθήνας!!! Τούτη, η τέταρτη ταινία του ανθρώπου, που είναι εκτός από σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός στις ταινίες του (εδώ πχ υποδύεται έναν εντελώς «γεια σου» παπά), παίχτηκε στο φεστιβάλ του Σάντανς, ΔΕΝ παίχτηκε στο φεστιβάλ Βερολίνου και παίχτηκε στην Ελλάδα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κι όχι σε εκείνο των Αθηνών! Έχοντας πίσω του και μια απίστευτα καλτ τηλεοπτική σειρά (το «Flight of the Conchords» - ψαχτείτε) ο Waititi «τσιμπήθηκε» από το Χόλιγουντ και του ανατέθηκε ένα μπλοκμπάστερ. Συγκεκριμένα, η πέμπτη του μεγάλου μήκους ταινία θα είναι το «Thor: Ragnarök», που βγαίνει στις αίθουσες της χώρας μας στις 2 Νοεμβρίου του 2017. 2 Νοεμβρίου ξεκινά και το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης! Λέτε να δούμε κανένα συνολικό αφιέρωμα στον Waititi; Και με την τηλεοπτική του σειρά; Γιατί όχι;;;;;

Η υπόθεση: Ο Ρίκι είναι ένα πανέξυπνο, δύστροπο και παχουλό 13χρονο αγόρι. Είναι ορφανός και μέσω της Κοινωνικής Πρόνοιας της Νέας Ζηλανδίας έχει μεγαλώσει τόσο σε ορφανοτροφείο όσο και σε δεκάδες σπίτια με υποψήφιους θετούς γονείς, χωρίς να μπορεί να στεριώσει πουθενά. Τελευταίοι υποψήφιοι γονείς είναι το ζευγάρι μεσηλίκων Μπέλα και Χεκ (εκ του Χέκτορ). Η Μπέλα κερδίζει εύκολα και γρήγορα την εμπιστοσύνη του μικρού, ενώ ο Χεκ εμφανίζεται βαρύς, αμίλητος και ασήκωτος. Όταν η Μπέλα πεθαίνει εντελώς ξαφνικά, ο Ρίκι δεν μπορεί να το αντέξει. Βάζει φωτιά στην αποθήκη του Χεκ (και καλά για να κρύψει τα ίχνη του) και το σκάει στο παρακείμενο πυκνό δάσος. Ο Χεκ τον βρίσκει αλλά στην προσπάθειά του σπάζει το πόδι του. Και χωρίς να έχουν τρόπο να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο, και χωρίς ο Χεκ να μπορεί να κουνηθεί, η αστυνομία πιστεύει πως ο Χεκ απήγαγε τον Ρίκι! Ένα ανθρωποκυνηγητό ξεκινάει κι ο Ρίκι με τον «θείο» Χεκ θα πρέπει να αφήσουν τις διαφορές τους κατά μέρος και να συνεργαστούν. Θα γλυτώσουν από τους διώκτες τους;

Η άποψή μας: Πραγματικά απολαυστική ταινία! Με το νεαρό, χοντρούλη πρωταγωνιστή Julian Dennison να στρέφει τους φακούς της προσοχής επάνω του εξαιτίας της εντελώς νατουραλιστικής και ευφυέστατης ερμηνείας του. Και να κλέβει την παράσταση, όπως λέμε. Με τον γερόλυκο Sam Neill να κρατάει το ίσιο και να πείθει απόλυτα ως νέος... Crocodile Dundee, που ξέρει να επιβιώνει στα πιο απάνθρωπα περιβάλλοντα, δεν ξέρει όμως να... διαβάζει! Ο Waititi χωρίζει την ταινία του σε κεφάλαια. Και κάθε καινούργιο κεφάλαιο είναι ακόμα πιο καλό από το προηγούμενο. Συνεχείς αναφορές στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα, με τον μικρό να θέλει να γίνει gangsta και pimp ταυτόχρονα (ήρωάς του είναι ο Tupak) ενώ γράφει σούπερ γουάου χαϊκού, έξυπνοι διάλογοι, υπέροχη κινηματογράφηση, τρομερά τοπία, γαμάτη μουσική ποπ της δεκαετίας του '80, γρήγορος ρυθμός και μια ταινία που δεν κρύβει την κριτική της στάση απέναντι στον κομφορμισμό χωρίς να ξενερώνει κανέναν: πραγματικά ταινία για όλους.

Κι αν το ψάξετε λίιιιιγο παραπάνω το πράγμα, θα βρείτε εντελώς φανερές αναλογίες με την σπουδαία ταινία κινουμένων σχεδίων «Ψηλά στον ουρανό» (Up, 2009). Μέχρι και... πουλί που κανείς δεν πιστεύει ότι υπάρχει ανακαλύπτουν ο ευτραφής νεαρός και ο δύστροπος γέρος!!! Μπορεί στην αρχή της ταινίας οι θεατές, όπως ο Χέκτορ του Sam Neill, να έχουν κάποιες αντιρρήσεις, να μην τους κάθεται καλά το όλον πράγμα, να μην «ψήνονται» βρε αδελφέ, αλλά εντέλει δεν μπορείς παρά να παρασυρθείς, να χαλαρώσεις και να το απολαύσεις. Και να σκάσεις στα γέλια. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Και υπάρχουν άπειρες σκηνές για να επιτευχθεί αυτό. Μα selfie με τον φυγά; Που γίνεται λαϊκός ήρωας; Και σκηνή κυνηγητού με αυτοκίνητα (εντάξει, αντί του glamorous κονβέρτιμπλ εδώ έχουμε αγροτικά ημιφορτηγά Toyota!) που παραπέμπει ταυτόχρονα στο «Θέλμα και Λουίζ» και το «Braveheart», με το «Freedom» που εκστομίζει στην κρίσιμη στιγμή ο μικρός; Τς τς τς, χάλασε ο κόσμος! Με την καλή, απολύτως απολαυστική έννοια!

Μια ταινία που θα σας φτιάξει τη μέρα! Ή τη νύχτα, ανάλογα πότε θα τη δείτε. Αλλά να τη δείτε!

Κυνήγι ανθρώπων (Hunt for the Wilderpeople) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Κατευθείαν σε DVD!
Περισσότερα... »

Δουνκέρκη (Dunkirk) PosterΔουνκέρκη
του Christopher Nolan. Με τους Fionn Whitehead, Tom Glynn-Carney, Jack Lowden, Harry Styles, Aneurin Barnard, James D'Arcy, Barry Keoghan, Kenneth Branagh, Cillian Murphy, Mark Rylance, Tom Hardy


Nolan's Law!
του gaRis (@takisgaris)

Η ιδέα γεννάται στην ιδιοφυή κεφαλή του Christopher Nolan πίσω στα 1992, όταν διέσχισε έμπλεος για πρώτη φορά μετά της νυν συζύγου (και πολλάκις συμπαραγωγού, Emma Thomas) τα παράλια της γαλλικής Δουνκέρκης. Εκεί που ο στρατιωτικός όλεθρος εκείνου του Μάη του ’40 μόνο με την απώλεια της Σιγκαπούρης θα μπορούσε να συγκριθεί δυο χρόνια αργότερα. Γύρω στους 400 χιλιάδες Κοινοπολιταίους μαζί με Γαλλοβέλγους να τους μπορμπαρδίζει η Λουφτφάφε και να μένουν εγκλωβισμένοι καταρρώμενοι την άτιμη τη RAF, στην πλειονοψηφία αμούστακα, άπειρα στη μάχη παιδιά. Ο Τσέρτσιλ γίγαντας μόλις 16 ημερών στην πρωθυπουργία, στρέφει τα πλοιάρια των Βρετανών πολιτών στο πέλαγος και μετατρέπει την άτακτη φυγή σε ψυχολογικό θρίαμβο, γλιτωμό του Νησιού που έστρεψε τον ρου του WWII.

Δουνκέρκη (Dunkirk) Quad Poster

O Nolan δεν είναι κι ούτε θέλει να ζηλώσει δόξαν Spielberg. Ούτε τόχει να βγάζει ανθρωπίλα Eastwood ή μεταφυσική σπλατεριά Gibson. Θέλει δυο - τρεις Bay στην καθισιά του και έχει τρανή ευκαιρία να δείξει μούσκουλα, στο ποιος είναι το αφεντικό στο είδος που ο ίδιος έχει δημιουργήσει: Την ταινία μαζικής αποδοχής που στοχεύει (και ποτέ δεν πετυχαίνει) να μετουσιωθεί σε Τέχνη. Διότι από τεχνική ίπταται παρασάγγας. Ευχή και κατάρα, ότι περίπου και με τον έτερο αρχιμάστορα, David Fincher, να επαναθέτουν τα όρια κινηματογραφικής μαεστρίας, μα το σουβλάκι αηδονόγλωσσα δε γίνεται, όσο στην εντέλεια μαγειρεμένο κι αν είναι.

Η Δουνκέρκη απο-στομώνει με IMAX οδοστρωτήρα και κορώνει με το 65mm (στην κοντινή παράδοση των The Master και The Hateful Eight). Με μια εκατοπενηντάρα χρηματοδότηση από τα οποία το εικοσάρικο στην τσέπη (ρεκόρ που πιάνει την αμοιβή του Peter Jackson για το King Kong), τον Interstellar Hoytema και τον διαβόητο Zimmer να κουρταλά τσι ήχοι, ο διαστημοπλοιάς Christopher παίρνει τη μανιέρα κατακερματισμού του ιστορικού χρόνου και την τερματίζει από ξηράς-θαλάσσης-αέρος.

Ελάχιστοι το αντιλαμβάνονται μεμιάς, άλλωστε αυτό είναι και το κλου του Nolanικού oevre. Απανωτές παρακολουθήσεις, ώστε να διασπαστεί η προσοχή από το άτσαλο μοντάζ δράσης (που εδώ όμως τα σπάει) και την αισθητή υπανάπτυξη του στόρυ (76 σελίδες εδώ) όσο και των χαρακτήρων (ο μόνος που ουσιαστικά διεκδικεί τη συναισθηματική μας συμμετοχή στο Dunkirk είναι ο σκηνοθέτης Nolan). Δες τις 10 αράδες του πιλότου - μασκοφόρου Μπέιν (Tom Hardy σε άλλο ένα αποκαρδιωτικό ξόδεμα), την καρικατούρα καλοκάγαθου μαουνιέρη - με - την - αψόγου άρθρωση Mark Rylance και τον πεζικάριο Harry Styles των One Direction να περιφέρει ζυγωματικά, σε ένα πλήθος χρησιμοποιούμενο ως σκηνικό αιτιολόγησης, μιας συρραφής μοναδικών σκηνών καταστροφής, που έκαναν τους ολοιγάριθμους ενενηντακοντούτηδες επιβιώσαντες να ξαναζήσουν τον εφιάλτη, 77 χρόνια αργότερα, στην πρεμιέρα της ταινίας.

Αναντίρρητα ο Βρετανός έχει κάνει πολλή έρευνα: Greed (1924), Sunrise: A Song of two Humans (1927), Le Salaire De La Peur (1953). Παίζει με πλήθη, νεύματα, ανάσες για να γεμίσει την οθόνη θραύσματα μιας ντοκουντράμα αφήγησης που θα ήταν πολύ κοντά στο United 93, αν δεν προσγειωνόταν άτσαλα στα ρηχά μιας γλυκερής, μη πιστευτής κατάληξης, όχι ως προς την ιστορική αλήθεια, αλλά μιλώντας για το συναίσθημα μιας διάσωσης που εδώ ελλείπει. Το Dunkirk είναι ένα αισθησιαρχικό μιλένιαλ έπος που αποστασιοποιείται ιδεολογικά από κάθε πόλεμο και θεωρεί ανοίκεια, ως ανέφικτη, την όποια σύνδεσή του με οτιδήποτε, πέρα από την δια πυρός και σιδήρου επιβίωση.

Δουνκέρκη (Dunkirk) Rating




Στις δικές μας αίθουσες? Στις 24 Αυγούστου 2017 από την Tanweer
Περισσότερα... »

Baby Driver PosterBaby Driver, 
του Edgar Wright. Με τους Ansel Elgort, Kevin Spacey, Lily James, Eiza González, Jon Hamm, Jamie Foxx, Jon Bernthal


I wonder how your engines feel...
του zerVo (@moviesltd)

Όπως συνέβη στην περίπτωση του, μάλλον λησμονημένου από τα 1978, The Driver, με τον μορφονιό της εποχής Ryan O'Neal να κάθεται πίσω από το βολάν, φιλμ που με χρονική κατάταξη όρισε το υπο-είδος, έτσι ακριβώς έγινε και δεκαετίες αργότερα, στο στυλιζαρισμένο Drive του 2011, με έναν άλλον Ryan, εξίσου χωστό όπως ο Gosling, να αλλάζει τις ταχύτητες στο σασμάν. Οι έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρουσες heist movies, χάρη στην ευρηματική μέθοδο ανάπτυξης των ληστειών που περιγράφουν, απέκτησαν μια ιδιόμορφη προέκταση στην σχεδίαση τους; θέτοντας στο επίκεντρο όχι εκείνους που κρατούν τα πολυβόλα και φωνάζουν "Ακίνητοι", μα εκείνον τον αόρατων συνήθως, που με το χέρι στο τιμόνι και την μηχανή αναμμένη, καρτερούν το αγχωμένο πρόσταγμα "Ξεκίνα". Και η περίπτωση του Baby Driver, είναι μια πραγματικά σημαντική προσθήκη σε αυτή την αλυσίδα, που κεντρικός αστέρας είναι ο πιλότος και ουχί ο πιστολέρο.

Baby Driver Wallpaper
Λιγομίλητος, χαμηλών τόνων και μετριοπαθής, ο Μπέιμπι διαθέτει ένα σπουδαίο αυτοδίδακτο χάρισμα, στον αέρινο τρόπο που καταφέρνει να οδηγεί γρήγορες και πανάκριβες κούρσες στους δρόμους της Ατλάντα. Ικανότητα που δεν θα περάσει απαρατήρητη από τον μετρ στον σχεδιασμό ενόπλων ληστειών τραπεζών, ταχυδρομείων και πάσης φύσεως θησαυροφυλακίων, Ντοκ, που θα του αναθέσει τον ρόλο του οδηγού των ριψοκίνδυνων αποστολών, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως με ευκολία θα ξεφύγουν κλέφτες και λεία από τον στενό καταδιωκτικό κλοιό των αστυνομικών αρχών. Μάλιστα το εκκεντρικό αφεντικό, λειτουργώντας εκτός του προσωπικού κανόνα, ποτέ να μην χρησιμοποιεί την ίδια συμμορία σε δύο συνεχόμενα κόλπα, έχει μονιμοποιήσει τον μικρό στο κοκπιτ, θεωρώντας τον κάτι σαν χάντρα θαλασσιά του.

Συνεργασία όμως, παράνομη και παράτολμη, που δεν συνάδει με τα θέλω του νεαρού, που αναμένεται να λήξει σύντομα, καθώς το πρότερο χρέος του στον Ντον ολοκληρώνεται. Συνεπώς μια καινούργια, ελεύθερη, αδέσμευτη και το βασικότερο τίμια ζωή, καρτερεί τον Μπέιμπι, ειδικά από την στιγμή που ο έρωτας θα σημαδέψει την καρδούλα του, για τα όμορφα μάτια της σερβιτόρας του τοπικού καφέ, Ντέμπορα. Και θα γεννήσει στο μυαλό του την ιδέα, του να φύγουν μαζί, αγκαλιασμένοι κι ερωτευμένοι, για έναν κόσμο άλλο και μακρινό, που δεν θα του θυμίζει τίποτα από το μυστικό του, εκτός νόμου, παρελθόν. Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, κάποιος εκεί ψηλά ξεκαρδίζεται, όμως...

Γιατί μπορεί ο πιτσιρίκος να επιθύμησε να βάλει τελεία και παύλα στο χθες, εκείνο όμως δεν θα σταματήσει δευτερόλεπτο να τον κατατρέχει, με σπουδαιότερη μανία από εκείνη που κοντράρει στις λεωφόρους τα μπατσικά. Και αναγκαστικά ο Μπέιμπι, μπροστά στον κίνδυνο να ταλαιπωρηθούν πρόσωπα του αγαπημένα, θα επιστρέψει στον δρόμο τον κακό, στο σούλαρε και φεύγα και στην συντροφιά με αποβράσματα του υποκόσμου, όπως ο αμείλικτος Μπατς, που δεν υπολογίζει ανθρώπινη υπόσταση ή το ζευγάρι των σε νιρβάνα τζάνκις, της Ντάρλινγκ και του Μπάντυ, που είναι πρόθυμοι να κάνουν το παν, για να γεμίσουν τις καλομαθημένες τσέπες τους με αιματοβαμμένα ντόλαρς.

Σε αυτόν τον κόσμο, δυστυχώς, είναι παγιδευμένος ο Οδηγός και ακόμη ατυχέστερα γι αυτόν, δεν διαφαίνεται η παραμικρή αχτίδα εξιλέωσης και σωτηρίας στον ορίζοντα. Μοναδικό γιατρικό, που ευφραίνει την ζορισμένη από τα μικράτα του - ως αυτόπτης μάρτυρας του τροχαίου, που του στέρησε την λατρεμένη του μητέρα - ψυχούλα του, το ζεστό χαμόγελο της (πλατωνικά προς το παρόν) καλής του, όπως το ορίζει με ροζουλί γοητεία η Cinderella Lily James. Καταφύγιο και ασπίδα του, τα ακουστικά, το φορητό του γουόκμαν και οι σοφά επιλεγμένες μουσικές του λίστες, που με ιδιαίτερο κόπο και προσοχή έχει συντάξει ο Μπέμπι την παραμονή του κάθε ληστρικού τρικ, δίχως τις οποίες δεν μπορεί καν να κινηθεί. Οι νότες κι οι στίχοι ορίζουν το λειτουργικό του σύστημα. σημαίνοντας του τον ηλεκτρικό αυτό παλμό που χρειάζεται, για να πάρει μπροστά.

Επεκτατικά λοιπόν, οι μελωδίες που αναπαραγάγει το i-pod, δεν κλειδώνονται στα αυτιά του ήρωα μας, αλλά ορίζουν το φυσικό σάουντρακ που συνοδεύει το κάθε πλάνο λαμβάνει χώρα, ταχύ (συνήθως) ή πιο ήρεμου τέμπο, στήνοντας με ιδιόμορφη μέθοδο το σενάριο που τυλίγει την δράση. Το γοητευτικότερο στην παρούσα περίπτωση είναι το γεγονός πως οι πασίγνωστοι καλλιτέχνες που δίνουν το παρόν στις playilists, δεν συμμετέχουν με τις πιο φημισμένες τους επιτυχίες, κάτι που ωθεί τον θεατή να δώσει βάση στους (σε αρκετές περιπτώσεις άγνωστους) στίχους - αναπόσπαστο στοιχείο της πλοκής. Δεδομένα λοιπόν όπου παίζει τραγουδάκι ονομαστό, χιτ που λέμε, το πράγμα τσουλάει ανετότερα και ασφαλέστερα. Όπου όχι, pick up your ears, παίζει λόγος σημαντικός.

Συντροφιά λοιπόν με τα μπιτς των ετερόκλητων (ειδών) Sam & Dave, Barry White, Blur, Queen, Steve Miller Band, Barbara Lewis μεταξύ άλλων - όπως της Βασίλισσας της Σόουλ Carla Thomas, που το τραγούδι της, συμμετέχει στην πιο vinyl δροσερή σκηνή του έργου - παίζουν κατά βάση οι καλοστημένες καταδιώξεις, οι σκιτσαρισμένες παρτίδες, το feelgood ρομάντζο. Που προσφέρονται όλα πακετάκι σε ένα εκκεντρικό, όπως είναι αναμενόμενο, παζλ, από τον ξεχωριστό Edgar Wright, γνώριμης φιλοσοφίας από τον καιρό των Shaun Of The Dead, Scott Pilgrim, The World's End και βεβαίως σεναρίστα του πρόσφατου Ant-Man, που με κέφι, χιούμορ, συγκίνηση ενίοτε, παλμούς και δημιουργική μαεστρία, κτίζει ένα πανέμορφο κι ελκυστικό καλοκαιρινό adventure, που πανεύκολα ξεχωρίζει από τον σωρό.

Προτείνοντας μάλιστα για αστεράκι της χρονιάς, τον άνετο στο ντύσιμο του Μπέιμπ, 23 μόλις Μαΐων Ansel Elgort, δίνοντας του την ώθηση να ξεφύγει από τις περιφερειακές εμφανίσεις σε young adult περιπέτειες τύπου Divergent και να εξελιχθεί σε ζεν πρεμιέ επιπέδου. Ο φροντισμένος και βαρύτατος σε ονόματα, υποστηρικτικός περίγυρος, με τον πεπειραμένο Κάιζερ Σόζε Kevin Spacey, τον αναπάντεχα απρόβλεπτο Jamie Foxx, τον "οφθαλμών που γυαλίζουν" Jon Hamm, επιβλέπει διαρκώς τον πιτσιρικά να μην πέσει σε παγίδες, αναδεικνύοντας τον τελικά σε (ουχί happy end) θριαμβευτή και σαφώς ένα από τα πρόσωπα του μπλοκμπαστερικού καλοκαιριού.

Κάτω από αυτές τις θετικές συνθήκες και με την γνώση πως ο Wright δεν ακολουθεί τα τετριμμένα ψάχνοντας με σθένος να παρουσιάσει κάτι το εναλλακτικά διαφορετικό, ο Baby Driver κερδίζει άκοπα το στοίχημα, διασκεδάζοντας το κοινό του, που δεν θα βρεθεί μπροστά σε ένα πάγκο με μια από τα ίδια. Μια περιπέτεια που ξεχειλίζει από συναίσθημα, όπως πηγάζει μέσα από την ψυχή του βασικού χαρακτήρα που στέκει στο επίκεντρο της. Του κινητήρα του στόρι, για να σταθούμε και στα λόγια του μέγα Paul Simon, όπως πηγάζουν από το άσμα του, που εδώ χαρίζει την μαρκίζα. I Wonder How Your Engines Feel...

Baby Driver Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Αυγούστου 2017 από την Feelgood Ent.
Περισσότερα... »

150 mg (La fille de Brest) Poster150 mg
της Emmanuelle Bercot. Με τους Sidse Babett Knudsen, Benoît Magimel, Charlotte Laemmel, Isabelle De Hertogh


Η αντάρτισσα της Βρέστης!
του zerVo (@moviesltd)

Δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη για να απαντήσει κανείς στο καίριο ερώτημα για το ποιου καταναλωτικού είδους και μάλιστα πρώτης ανάγκης, η βιομηχανία, είναι η πιο σαθρή, βρώμικη κι ανήθικη, μιας και στον βωμό των πέραν πάσης λογικής, οικονομικών κερδών, παίζονται ζαριές στις πλάτες των φουκαράδων ασθενών. Που απελπισμένοι στηρίζονται στις (υποτιθέμενες πολλές φορές) λύσεις που προτείνουν οι πολυεθνικοί κολοσσοί, αδόκιμα σε αρκετές περιπτώσεις και χωρίς να έχουν προηγηθεί οι κατάλληλοι έλεγχοι των είτε άμεσων, είτε μακροπρόθεσμων συνεπειών του δραστικού συστατικού, που πιθανόν να οδηγήσουν σε τραγικά αποτελέσματα. Σημασία έχει κάποια στιγμή, κανείς να ασχοληθεί σοβαρά με την αρνητική δράση του κάθε σκευάσματος και να συλλέξει σε μια significant μελέτη τα αποτελέσματα της έρευνας του, για να διαπιστώσουμε το πόσο "αθώο" είναι στην πραγματικότητα. Στην ταινία 150 mg (La Fille De Brest) παρακολουθούμε μια τέτοια υπόθεση, που συγκλόνισε συθέμελα το καλοσχηματισμένο και λαμπερό οικοδόμημα της παγκόσμιας εμπορίας φαρμάκου...

150 mg (La fille de Brest) Wallpaper
Με γνώση και εμπειρία δεκαετιών, η συνεπής πνευμονολόγος Ιρέν Φρασόν, δίνει καθημερινά τον καλύτερο της εαυτό στην κλινική της Βόρειας Γαλλίας που εργάζεται, αναπτύσσοντας και φιλικές, διαπροσωπικές σχέσεις με τους ασθενείς που κουράρει, δίνοντας τους χρόνο δυσανάλογο πολλές φορές, σε σχέση με αυτόν που διαθέτει για τα ίδια της τα παιδιά! Μελετώντας το πρόσφατο χρονικό διάστημα, την συμπεριφορά του σκευάσματος Mediator, που εδώ και τριάντα χρόνια διοχετεύεται στην γαλλική αγορά από την κραταιά μπράντα Servier, το οποίο σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, προκαλεί σημαντικά προβλήματα βαλβίδων σε όσους καρδιοπαθείς το έχουν χρησιμοποιήσει, που σε όχι λίγες περιπτώσεις, έχουν προκαλέσει τον θάνατο.

Υποστηριζόμενη από τον διευθυντή του νοσοκομείου, δόκτορα Λε Μπιάν, η επίμονη να αποκαλύψει τι κρύβεται πίσω από την αμφίβολη ποιότητα του Mediator, θα οδηγήσει την υπόθεση μέχρι το ελεγκτικό συμβούλιο του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, ελπίζοντας σε μια δίκαιη αντιμετώπιση της μελέτης της. Τζίφος! Οι πανίσχυρη φαρμακευτική μπράντα, θα βγει ατσαλάκωτη από την προανακριτική διαδικασία και θα αθωωθεί πανηγυρικά, ελλείψει σοβαρών στοιχείων. Απόγνωση και πικρία θα συννεφιάσουν τον ουρανό της Ιρέν, που βλέποντας ασθενείς της να χάνουν τις ζωές τους, συνέπεια του αινιγματικού φαρμάκου, με τα χέρια της δεμένα, δεν έχει την δυνατότητα, παρότι γνωρίζει καλά την φονική του δράση, να κοντράρει στα ίσα τους διανομείς του, που συνεχίζουν να θησαυρίζουν.

Κοντά στις δύο χιλιάδες περιπτώσεις θανάτων ασθενών που ακολούθησαν θεραπεία με το συγκεκριμένο ενέσιμο, κατέγραψε στην τριετή στατιστική της έρευνα η δαιμόνια ιατρός, από το 2009, ίσαμε το 2011, όταν εντέλει πέτυχε την κατάργηση του από τον Γαλλικό ΕΟΦ. Μια συγκλονιστική υπόθεση, όπου πρωτοφανώς οι λυτρωτές της παγκόσμιας υγείας είναι οι εναγόμενοι, ελέω πλημμελούς R&D του θαυματουργού προϊόντος τους. Το χρονικό αυτής της συνταρακτικής ιστορίας, με σταθμούς στις σημαντικότερες ημερομηνίες της διαδρομής του, παρουσιάζει με γραμμικότητα στην αφήγηση της, αλλά και με τηλεοπτικό ύφος, η πενηντάχρονη Emmanuelle Bercot, στο πέμπτο μεγάλου μήκους δημιουργικό βήμα της καριέρας της. Από τα αβανταρισμένα πρόσωπα της φραντσέζικης σκηνής η Παριζιάνα, αν θυμηθούμε πως η προηγούμενη ταινία της La Tete Haute, είχε αποτελέσει ταινία έναρξης προηγούμενου φεστιβάλ Καννών.

Με συνέπεια και αξιοπρέπεια είναι δοσμένη η αγωνία της ντοτορέσσας, να βρει τα στοιχεία που θα ενοχοποιήσουν την Servier, βάζοντας πολύ πίσω σε προτεραιότητες την προσωπική της ζωή, την φροντίδα της φαμίλιας της, των (ου ολίγων) τέκνων της, του παραπεταμένου συζύγου της, που όμως ορίζει και τον κορυφαίο πυλώνα, ψυχολογικής τουλάχιστον, στήριξης της. Τα στιγμιότυπα από την ορθολογική μέθοδο εργασίας της γιατρού, κατεύθυνση που πολύ σύντομα βάζει στο παιχνίδι και δυναμικά συστατικά, όπως τα ΜΜΕ και ιδίως η τηλεόραση, σπάνε με την παρέμβαση του τεχνηέντως πνιγμού της, στα κρύα και σκοτεινά νερά του Ατλαντικού. Στιγμές που αλληγορικά και ποιητικά τονίζουν τον μοναχικό αγώνα που δίνει η ιδεαλίστρια, ενάντια στα μανιασμένα κύματα, όπως θεωρούνται οι αδηφάγοι καρχαρίες που στον άνισο αγώνα της κοντράρει.

Πολύ σημαντική ερμηνεύτρια η Σκανδιναβή Sidse Babett Knudsen, από τα μέσα της δεκαετίας του 90, έχει δώσει τα ποιοτικά διαπιστευτήρια της υποκριτικής της ικανότητας, αρχικά σε φιλμς Δανέζικης κοπής και κατοπινά σε προσεγμένες διεθνείς παραγωγές, επιπέδου L'Hermine, A Hologram For The King, ακόμη ακόμη και φανφάρες τύπου Inferno. Πειστικότατη ως ακτιβίστρια της Βρέστης η βορειοευρωπαία, ζωντανεύει ξανά μια ζεστή και ανθρώπινη παρουσία, φορώντας ταυτόχρονα ένα και αγωνιώδες και δραματικό και συγκινητικό και ευχάριστο πρόσωπο. Δίχως να απουσιάζει από έστω ένα πλάνο του φιλμ, σηκώνει στις πλάτες της την (όπως και να το κάνουμε, αγιοποιητική) βιογραφία της Φρασόν, παίρνοντας λιγοστές βοήθειες από το περιφερειακό καστ, που ηγείται ένας αγνώριστος, λόγω αμέτρητων επιβαρυντικών κιλών, Benoit Magimel, σαν φοβισμένος προϊστάμενος, που κάποια στιγμή, βαλλόμενος πανταχόθεν, αναγκάζεται να παραδώσει τα όπλα.

Σε γενικές γραμμές η τρικολόρ αναπαράσταση της Erin Brokovich, πάνω σε ένα ζήτημα που διακυβεύονται πολλαπλάσια ποσά από εκείνα του αμερικάνικου στόρι, συνεπώς με αυξημένα κάτω από το τραπέζι ύπουλα κτυπήματα. Διαφορά όμως, μη αναδεικνυόμενη στην εξέλιξη της πλοκής, που αποφεύγει να κορυφώσει δραματουργικά, δίχως ποτέ αυτό να σημαίνει πως στερείται ενδιαφέροντος, μιας και αφορά ένα ντοκουμέντο καυτό, που δεν γνωστοποιήθηκε διεθνώς όσο θα του άξιζε.

150 mg (La fille de Brest) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Αυγούστου 2017 από την Spentzos Films
Περισσότερα... »