Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει (Que Dios nos perdone) PosterΚανείς δεν μπορεί να μας σώσει

του Rodrigo Sorogoyen. Mε τους Antonio de la Torre, Roberto Álamo, Javier Pereira, Luis Zahera, Raúl Prieto, María de Nati, Mónica López, Andrés Gertrúdix


«Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες»...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Ταινία με serial killer made in Spain!

Ξεκινάμε την αναφορά μας – κριτική παρουσίαση για την ταινία με κάτι που πολύ μας άρεσε. Στο φινάλε του δελτίου τύπου που μας έστειλε η εγχώρια εταιρία διανομής υπάρχει η πολύ εύστοχη υποσημείωση: «Αφήστε τον ΘΕΟ στη ησυχία του... Αποφύγαμε την ακριβή μετάφραση του αυθεντικού τίτλου της ταινίας, που συμπεριλαμβάνει τον Θεό, γιατί πιστεύουμε ότι το πολύ το “Κύριε Ελέησον” εκτός από τον Ύψιστο, θα πρέπει να το έχει βαρεθεί και το κινηματογραφόφιλο κοινό». Ωραίοι τύποι! Το... ακόμα πιο ωραίον του πράγματος είναι ότι η ταινία βγαίνει στη χώρα μας την ίδια εβδομάδα που άλλο γραφείο διανομής, που παίζει πολύ το χαρτί «θεός» στην ελληνική απόδοση των τίτλων των ταινιών, βγάζει και πάλι ταινία με τη χρήση της λέξης «θεός» στον ελληνικό τίτλο, χωρίς μάλιστα να υπάρχει η λέξη στον πρωτότυπο τίτλο! Διαφορετικές προσεγγίσεις η αλήθεια είναι...

Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει (Que Dios nos perdone) Quad Poster
Αυτή είναι μόλις η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο Rodrigo Sorogoyen – μάλιστα, στην πρώτη του συνσκηνοθέτησε μαζί με άλλον συνάδελφό του. Η ταινία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Σαν Σεμπαστιάν, όπου τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου ενώ ήταν υποψήφια και για έξι Goya (τα ισπανικά Όσκαρ) – ανάμεσά τους και για Goya καλύτερης ταινίας, εντέλει κέρδισε μόνον ένα, καλύτερου α' ανδρικού ρόλου, για τον Roberto Álamo. Η επόμενη ταινία του Sorogoyen ονομάζεται «El Reino», βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα κι αν ετούτη εδώ έχει ως βασικό της θέμα τη βία και δη τη βία ενάντια στις γυναίκες, η νέα ταινία του Ισπανού θα έχει ως βασικό της θέμα τη διαφθορά στην πολιτική. Στο «El Reino» πρωταγωνιστής θα είναι και πάλι ο Antonio de la Torre.

Η υπόθεση: Μαδρίτη, 2011. Ο πιο ζεστός Αύγουστος στην ιστορία της πόλης. Ενάμιση εκατομμύριο πιστοί περιμένουν την επίσκεψη του Πάπα και η πόλη επιτηρείται στενά από δυνάμεις ασφαλείας. Όμως, ξαφνικά η φαινομενικά πανηγυρική ατμόσφαιρα διακόπτεται βίαια όταν μια σειρά ανησυχητικών περιστατικών κάνει την εμφάνισή της: διάφορες ηλικιωμένες γυναίκες βρίσκονται δολοφονημένες με εμφανή σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης. Ο Λουίς Βελάρδε και ο Χαβιέ Αλφάρο είναι δύο αστυνομικοί. Δύο ντετέκτιβ, τους οποίους κανείς δεν θέλει ως συνεργάτες, που αναγκάζονται να συνεργαστούν μεταξύ τους στην περίεργη αυτή υπόθεση, για την οποία έχουν λάβει την εξής ξεκάθαρη εντολή: εξιχνιάστε τα εγκλήματα όσο το δυνατόν συντομότερα αλλά με απόλυτη μυστικότητα. Το ανθρωποκυνηγητό τους θα τους κάνει να συνειδητοποιήσουν κάτι που δεν φαντάζονταν ποτέ: κανείς από τους δύο δεν είναι πολύ διαφορετικός από τον δολοφόνο...

Η άποψή μας: Τούτο το ισπανικό θρίλερ ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία. Δεν είναι τόσο το whodunnit της υπόθεσης: σ' αυτό το επίπεδο ας πούμε το πρόσφατο «Αόρατος επισκέπτης» τα πηγαίνει πολύ καλύτερα. Έχει και μεγαλύτερο σασπένς, και μεγαλύτερη παλαβομάρα και εκεί οι δημιουργοί (σκηνοθέτης και σεναριογράφοι) προσπάθησαν να ενώσουν τέλεια το παζλ έτσι ώστε οποιαδήποτε τραβηγμένη παλαβομάρα να γίνεται αποδεκτή από τον θεατή. Στο τωρινό θρίλερ αντιστοίχως οι δημιουργοί ενδιαφέρονται λιγότερο για το σασπένς. Μάλιστα, σχεδόν από τη μέση και μετά η ταυτότητα του serial killer γίνεται γνωστή στο κοινό. Σεναριακά μάλιστα δεν γίνεται καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια για να καλυφθούν κάποια κενά. Πχ, ο ένας από τους αστυνομικούς «ανακαλύπτει» το δολοφόνο όταν βλέπει έναν τύπο να ταΐζει ένα γατάκι! Ναι, ο μοναδικός τύπος στη Μαδρίτη που ταΐζει γατάκι είναι ο δολοφόνος!!! Τραβηγμένο!

Όπως επίσης και η λύση του δράματος στο φινάλε: τρία χρόνια έχουν περάσει, ο serial killer αποτραβιέται αλλά ο Λουίς τον ανακαλύπτει. Πώς; Δεν κάθεται να μας το εξηγήσει η ταινία. Γιατί κάνει αυτό που κάνει στο φινάλε; Δεν κάθεται να μας το εξηγήσει η ταινία. Δεν ενδιαφέρονται οι δημιουργοί για τέτοια πράγματα, το ξαναείπαμε. Για λόγους εμπορικότητας κάνουν μια προσπάθεια να ικανοποιήσουν το κοινό που θα δει την ταινία προκειμένου να την απολαύσει με όρους θρίλερ με serial killer κλασικής, αμερικάνικης (γιατί όχι, χολιγουντιανής) κοπής. Ευτυχώς, όμως, η ταινία είναι πολλά πράγματα παραπάνω. Κουβαλάει μια απίστευτη μελαγχολία αρχικά. Γιατί; Μα γιατί οι ήρωές της καταλαβαίνουν ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος: κανείς δεν μπορεί να μας σώσει. Εντάξει, ο serial killer έχει ένα θέμα με τη μάνα του και μια διαταραγμένη ψυχολογία, που τον οδηγεί να κάνει ότι κάνει (κι εδώ σεναριακά η ταινία προσπαθεί χωρίς ιδιαίτερο βάθος να «κατανοήσει» τον βασικό «κακό» της ταινίας – δεν δίνει μια πειστική και ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα «γιατί αυτός κάνει αυτά που κάνει»;).

Οι δύο αστυνομικοί όμως; Ο Λουίς είναι το «μυαλό» της δυάδας. Βλέπει αυτά που άλλοι συνάδελφοί του δεν βλέπουν. Είναι μεθοδικός, σχολαστικός, σπασαρχίδης κατά το κοινώς λεγόμενο. Δεν τον πολυγουστάρουν οι συνάδελφοί του, ίσως επειδή πέρα όλων των άλλων τραυλίζει κιόλας. Γιατί; Χμ... Κάποιο πρόβλημα σε σχέση με γυναίκα; Πάντως, με τη μοναδική γυναίκα με την οποία φαίνεται ότι μπορεί να έχει σχέση, τα κάνει λίγο μπάχαλο. Στην πρώτη τους προσέγγιση γίνεται βίαιος και ουσιαστικά της ορμάει! Αυτός, ο εκπρόσωπος του νόμου! Από την άλλη, ο Χαβιέ είναι περισσότερο «σωματικός» τύπος. Είναι παρορμητικός, κινείται βάσει ενστίκτου κι όχι λογικής, είναι αψύς και μαλώνει με τους πάντες! Ακόμα και με τους συναδέλφους του. Κι αυτός δεν έχει σχεδόν καμία συμπάθεια στο τμήμα στο οποίο υπηρετεί. Κινδυνεύει να απολυθεί εξαιτίας του γεγονότος ότι πλάκωσε στο ξύλο άλλον αστυνομικό, με τον οποίο διαφώνησε καθώς πίστευε ότι ο άλλος δεν έκανε σωστά τη δουλειά του. Ο Χαβιέ είναι παντρεμένος με παιδιά. Όμως, κι αυτός δεν τα πάει καλά, φανερά με την κόρη του και σε δεύτερο επίπεδο, όπως μαθαίνουμε αργότερα και με τη γυναίκα του. Βία, βία, βία και αδυναμία χειρισμού της.

Το βασικότερο: μια κοινωνία χωρίς ελπίδα. Οι αστυνομικοί της ταινίας γρήγορα απεκδύονται το ντύμα της γκλαμουριάς και της γυαλάδας με το οποίο συχνά πυκνά αντίστοιχα φιλμ τους έχουν φορέσει. Οι αστυνομικοί εδώ δεν είναι ούτε φοβεροί και τρομεροί ήρωες, που μπορούν να φέρουν εις πέρας και την πιο επικίνδυνη αποστολή, ούτε διεφθαρμένα κωλόπαιδα, έτοιμα να πουλήσουν τη μάνα τους για ένα κομμάτι ψωμί. Όχι. Οι αστυνομικοί είναι άνθρωποι (κι ας μην το ιδεολογικοποιήσουμε τώρα αυτό – δεν κοιτάζει έτσι τα πράγματα η ταινία). Είναι φθαρτοί, είναι σκάρτοι, είναι κι αυτοί μέλος της ουσίας που μπαίνει στην κιμαδομηχανή την οποία ονομάζουμε καθημερινότητα. Οι συγκεκριμένοι μπάτσοι λοιπόν τουλάχιστον προσπαθούν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Και οι συγκεκριμένοι μπάτσοι αν μην τι άλλο, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους, βρίσκουν ο ένας στον άλλον, έναν πιστό φίλο – κι ας ξεκινούν μισώντας ο ένας τον άλλον! Το τέλος θα τους βρει σε διαφορετική κατάσταση σε σχέση με την αφετηρία.

Όλο αυτό ο σκηνοθέτης το σκιαγραφεί με τόλμη και γνώση. Κι αν τολμούσε λίιιγο περισσότερο θα μιλούσαμε για αριστούργημα μεγέθους «Seven»! Και πάλι, όμως, έχουμε να κάνουμε με μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία.

Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει (Que Dios nos perdone) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Αυγούστου 2017 από την Rosebud 21

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική