Death Wish
του Eli Roth. Με τους Bruce Willis, Vincent D'Onofrio, Dean Norris, Kimberly Elise, Mike Epps, Elisabeth Shue, Camila Morrone, Ronnie Gene Blevins, Beau Knapp
Back In Black!
Το ημερολόγιο σημάδευε την χρονιά 1974, όταν ένας από τους πλέον φημισμένους ασχημάντρες του Χόλιγουντ, ο θρυλικός Charles Bronson, θα κατάφερνε, μετά από τόσες δεκαετίες πορείας, την μεγαλύτερη προσωπική επιτυχία της καριέρας του, φορώντας την στολή του μανιασμένου βιτζιλάντε στην δημιουργία του Michael Winner, Ο Εκτελεστής της Νύχτας. Ένα εκδικητικό ξέσπασμα της βίας, βασισμένο στην ομώνυμη προ διετίας νουβέλα του Brian Garfield, που κυριολεκτικά σάρωσε - απρόσμενα - τα ταμεία των αιθουσών σε κάθε γωνιά του πλανήτη, μολονότι δεν έγινε αποδεκτό από την επίσημη κριτική, που το θεώρησε ακραίο και υποστηρικτικό της παράνομης αυτοδικίας. Κίνηση αντίδρασης που δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει αποδεκτή από την επίσημη And Justice For All Αμέρικα, μα που βρήκε απήχηση στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, καθώς η εγκληματικότητα στα μέσα εκείνης της δεκαετίας είχε κτυπήσει κόκκινο. 44 χρόνια κατοπινά, η MGM πήρε το ρίσκο να επαναφέρει τον τίτλο στην επικαιρότητα, με το καινούργιο Death Wish να κάνει την εμφάνιση του ανανεωτικό σε όψη, με έναν επίσης ονομαστό αστέρα στην σύνθεση του, σε μια εποχή που και πάλι οι ρήξεις για την ατομική οπλοχρησία στην Υπερδύναμη έχουν ξανά ενταθεί.
Από τους χαρισματικότερους χειρουργούς του νοσοκομείου του Σικάγο, ο Πολ Κέρσι, σε κάθε βάρδια δίνει τον καλύτερο του εαυτού, προκειμένου να φροντίσει τους βαριά τραυματισμένους, συνήθως από ένοπλες πράξεις βίας, ασθενείς, που ζητούν την βοήθεια του. Εικόνες δραματικές και ανείπωτα τραγικές που βιώνει ο Δόκτορας στα Επείγοντα, που καθημερινά αφήνει πίσω του, αναζητώντας την οικογενειακή γαλήνη, που απλόχερα του προσφέρει η λατρεμένη του σύζυγος Λούσι Ρόουζ και η μονάκριβη θυγατέρα του Τζόρνταν. Ευτυχία που θα βάλει στο σημάδι της η μοίρα, την βραδιά των γενεθλίων του Πολ, καθώς εκείνος βρίσκεται ακόμη στο καθήκον, τριάδα ληστών θα εισβάλλει στην οικία του και μετά από συμπλοκή, θα πέσει νεκρή από τα πυρά τους η γυναίκα του, ενώ η κόρη, λαβωμένη από τις σφαίρες θα περιέλθει σε κωματώδη κατάσταση.
Με την απόγνωση να έχει φωλιάσει για τα καλά στο μυαλό του γιατρού, που αποκαμωμένος περιπλανιέται στους δρόμους της μεγαλούπολης, θρηνώντας την απώλεια της καλής του και μη αντέχοντας το κακό που τον βρήκε, θα πάρει μια κρίσιμη απόφαση. Να αναζητήσει ο ίδιος τους φονιάδες, σε κάθε στενό, σε κάθε σοκάκι, σε κάθε κακόφημο μπαράκι της Windy City και να τους τιμωρήσει παραδειγματικά για τα δεινά που του προξένησαν. Οπλισμένος πια και αποφασιστικός, εν αντιθέσει με το φιλήσυχο και συγκρατημένο του παρελθόν, ο γιατρός ψάχνοντας τους δολοφόνος, θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας περιστατικών βίας, στα οποία δεν θα καταφέρει να μείνει αμέτοχος. Και εξοντώνοντας μέσα στην νυχτιά εκείνους που τα προκάλεσαν, θα κτίσει σταδιακά τον δικό του θρύλο στις γειτονιές του Σικάγο, με τους πολίτες να τον θεωρούν έναν αστικό ήρωα, έναν φύλακα άγγελο της περιοχής τους, δίνοντας του, ελέω του φονικού του αγγίγματος, το προσωνύμιο Χάρος!
Αυτή λοιπόν η δισυπόστατη περσόνα, που την μια στιγμή υπηρετεί τον Νόμο του Ιπποκράτη, αφαιρώντας από τα κορμιά μαφιόζων του υποκόσμου απομεινάρια από σφαίρες και την άλλη στιγμή γαζώνει όποιον κακοποιό βρεθεί στο διάβα του, έχοντας καθορίσει τον ολόδικο του Κανόνα, που έχει σαν βάση την τιμωρία κάθε ανηθικότητας, ορίζει και τον πυρήνα του σκοτεινού και υποφωτισμένου δράματος. Μέσα στην θολή λογική του πικραμένου έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα για την φαμίλια του γαλήνιου, μέχρι τα χθες, θεραπευτή, ανακατεύονται την ίδια ώρα ο Δρ Τζέκυλ και ο Κύριος Χάιντ, με την μορφή του δεύτερου να υπερισχύει οποτεδήποτε βρεθεί ενώπιος περιστατικού βίας, με αποτέλεσμα το χέρι του αυτόματα να οπλίζεται και να του δημιουργεί το συναίσθημα του Τιμωρού. Με την δημοτικότητα, δε, του αόρατου και άφαντου ακόμη και για τις πεπειραμένες διωκτικές αρχές της πόλης, σιωπηλού εκδικητή να μεγεθύνεται σταδιακά, ο ακάματος Κέρσι, θα ριχτεί με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο, στο "θεάρεστο έργο" που ο ίδιος εκτιμά πως φέρει εις πέρας.
Κακά τα ψέμματα, η πλοκή του έργου, έστω κι αν κινείται στην σφαίρα της μυθοπλασίας, δεν απέχει και πολύ από την καθημερινότητα που ζουν στις ημέρες μας οι ΗΠΑ, καθώς αμέτρητοι χαροκαμένοι γονείς και σύζυγοι, απογοητευμένοι από τις αποτυχίες των αστυνομικών, δεν διστάζουν να υψώσουν περίστροφο για να απονείμουν δικαιοσύνη, όπως αυτοί την φαντάζονται. Ούτε παραγγελία να το είχε κάνει το φιλμ η περιβόητη NRA, που τελευταία έχει βρεθεί στην μπούκα των Δημοκρατικών, που την χαρακτηρίζουν ως μητέρα όλων των δεινών, καθώς λειτουργεί σε καθεστώς ατιμωρησίας από την ώρα που τα ηνία της διακυβέρνησης ανέλαβε ο φανφαρόνος Τραμπ. Προσωπικά προσπερνώ τις αλληλουχίες του σεναρίου με την αλήθεια και αντιλαμβάνομαι την περίπτωση του Death Wish, όπως ακριβώς βίωσα περιπέτειες δράσης όμοιας αισθητικής και κοντινής πλοκής, όπως ας πούμε τα Taken και τα John Wick, που δεν κυνηγήθηκαν εξίσου από την κοινή γνώμη. Ειδικά το δεύτερο προαναφερθέν, δοξασμένο αδικαιολόγητα από τους reviewers, υπολείπεται σημαντικά σε ιστορία, σε σύγκριση με το παρόν, που ούτε βεβαίως από την μεριά του είναι κάτι το πρωτοφανέρωτο ή το ξεχωριστό.
Και δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς, εφόσον ο Eli Roth, γνωστός προβοκάτορας ντιρέκτορ, ακολουθώντας με σεβασμό τα βήματα του ορίτζιναλ, στην οσία στήνει ένα ριμέικ που πιάνει τεχνολογικά τον σφυγμό της εποχής, ως μια μοντερνοποιημένη προσαρμογή του ίδιου θέματος στο σήμερα. Ο σκηνοθέτης που έχει κτίσει το όνομα του πάνω στον πλούτο των ακροτήτων των πλάνων που έχει σχεδιάσει, σε ταινίες που το σπλάτερ βρίθει, όπως το Hostel, το Cabin Fever και το σοκαριστικό The Green Inferno, μπορεί να αποφεύγει επίτηδες την προβολή της εξτρεμιστικής, όπως την φανταζόμαστε, κατ οίκον επίθεσης με θύματα γυναίκα και κόρη, δεν διατηρεί όμως την ίδια ψυχραιμία στην συνέχεια, μιας και φροντίζει να βγάλει τον γνώριμο εαυτό του, κάθε φορά που ο Grim Reaper κτυπάει το καμπανάκι της επερχόμενης τιμωρίας. Και τον Youtube (του σεναρίου) τον ευγνωμονεί γι αυτό, αφού τα ερασιτεχνικά βίντεο με την δράση του εκτελεστή, παρακολουθούνται από εκατομμύρια θαυμαστές του στην σχετική πλατφόρμα.
Αντίμετρο πάντως της ρηχής σε έμπνευση, με κενά που προκαλεί η μπερδεμένη μονταζιέρα, και αμετροεπούς σε ότι έχει να κάνει με το αίμα που κυλά άφθονο και τους on screen αποκεφαλισμούς, αφήγησης, ορίζει η παρουσία του ιδανικότερου σταρ για τον συγκεκριμένο ρόλο, που τριάντα χρόνια τώρα δεν έχει απογοητεύσει (σχεδόν) ποτέ, υποδυόμενος τον μοναχικό shooter. Τρεις ολάκερες δεκαετίες μετά τον Die Hard που στιγμάτισε την πορεία του, ο 62άρης πια Bruce Willis, μια χαρά και με άνεση ντύνεται την στολή του Punisher, δίχως σε κανένα σημείο του Death Wish να προβληματίζει τον θεατή, ως περιορισμένης φόρμας action hero ή σκουριασμένης κοψιάς γεροπιστολέρο.
Ταιριάζοντας ταμάμ στις απαιτήσεις της διττής προσωπικότητας του Χάροντα / Ντοτόρου, κατά τέτοιο τρόπο, που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια στο στούντιο να μην σκεφτεί για τα καλά την επαναφορά του και μάλιστα σύντομα για το λογικό σίκουελ, που εκτιμώ δεν θα αργήσει να κάνει την εμφάνιση του. Αν και στα Αμερικάνικα ταμεία, δεν θα λέγαμε πως το εργάκι έσκισε κιόλας, μιας και δεν έχει επιστρέψει πίσω τα 30 εκατομμύρια που κόστισε, αν και είναι προφανές πως οι ελπίδες για εμπορική ανάταση του, έχουν στραφεί εκτός της επικράτειας, εκεί που οι θεατές δεν θα επιχειρήσουν συσχετισμούς του με την εσωτερικής κατανάλωσης εξοπλιστική κόντρα που τρέχει, μα θα το νιώσουν ως μια μακρινή από το απόλυτα θετικό, αλλά αξιοπρεπή revenge story...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Μαρτίου 2018 από την Odeon!