του Γαβριήλ Τζάφκα. Με τους Jens Sætter-Lassen, Neel Rønholt, Olaf Johannessen, Vibeke Hastrup
Every rose has it's thorn
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ζήλια μου!
Ο Γαβριήλ Τζάφκας γεννήθηκε στις 19 Απριλίου 1986. Αποφοίτησε από τη Σχολή Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου το 2010 με μεταπτυχιακές σπουδές στη Σκηνοθεσία. Είναι απόφοιτος του Berlinale Talent Campus, του Sarajevo Talent Campus και του Super 16 (Nordisk Film). Οι μικρού μήκους ταινίες του έχουν βραβευτεί περισσότερες από 30 φορές.
Το «Αγκάθι» είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία και η πρώτη ελληνοδανέζικη κινηματογραφική παραγωγή... μετά τις «Μικρές ελευθερίες» του Κώστα Ζάππα. Η ταινία απέσπασε το βραβείο Eurimages Lab Project στο τμήμα Work in Progress της Αγοράς στο 57ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Στο περασμένο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού κι έλαβε το πρώτο βραβείο της ΕΡΤ με τίτλο «Νέος Κινηματογράφος». Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που ετοιμάζει ο Τζάφκας έχει τον (προσωρινό;) τίτλο «The Dead Man» και θα συμμετάσχει στο Sam Spiegel Jerusalem International Film Lab, ένα εργαστήρι όπου όσα σχέδια κατατίθενται γυρίζονται τελικά σε ταινίες σε ποσοστό 75%. Ένα εργαστήρι μέσα από το οποίο προέκυψε και το «Ο γιος του Σαούλ» (Saul fia, 2015) του László Nemes, ταινία που τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών!
Η υπόθεση: Η Λίζα και ο Γιάκομπ είναι ένα νεαρό, ερωτευμένο ζευγάρι, που παντρεύεται. Τη νύχτα του γάμου τους θα φύγουν για το ταξίδι του μέλιτος. Για τον Γιάκομπ ο προορισμός είναι άγνωστος καθώς η Λίζα προετοίμασε τα πάντα μυστικά. Εντέλει, θα πάνε σε ένα απομονωμένο εξοχικό, στις παρυφές ενός δάσους. Εκεί θα ξεκινήσουν το γαμήλιο ταξίδι τους. Όλα συμβαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο της Λίζας, ώσπου η ίδια συνειδητοποιεί ότι το σχέδιό της βλάπτει την αγάπη τους και η πίστη μετατρέπεται σε φόβο. Ένας αινιγματικός κυνηγός, μια μεσόκοπη κυρία, ένα άλογο, ένας κλέφτης, ένα χαμένο δαχτυλίδι και το δάσος που κρύβει πολλά μυστικά και παγίδες, θα αναγκάσουν το ζευγάρι να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του. Κι ένα όπλο θα δώσει τη λύση. Ή μήπως όχι;
Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ταινία... διχαστική. Θέλω να πω, από τη μια είναι πολλά υποσχόμενη, από την άλλη δείχνει δέσμια πολλών και ποικίλων κλισέ. Από τη μια έχει το βλέμμα της στο μέλλον, από την άλλη κουβαλάει όλα τα «ωραία» του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Από τη μια είναι εξαιρετική σε επίπεδο κινηματογραφικής γραφής, από την άλλη πάσχει από το μόνιμο πρόβλημα των ελληνικών (έστω και μέσω... Σκανδιναβίας) ταινιών, το σενάριο. Κάτι μου λέει, όμως, πως θα τον βρει το δρόμο του ο Τζάφκας. Και πως μετά από τούτη εδώ την άσκηση ύφους, που κινείται σε μπερδεμένα μονοπάτια, κάτι ανάμεσα σε κοινωνιολογική μελέτη πάνω στο γάμο και τα κατά συνθήκη ψεύδη του, σε υπαρξιακό δράμα, σε θρίλερ και σε αλληγορία, ο δημιουργός θα νιώσει πιο σίγουρος για τις δυνατότητές του και θα ξεδιαλύνει τις αυταπάτες του. Αν λοιπόν κατακερματίσουμε το κινηματογραφικό τούτο οικοδόμημα στα εξ ων συνετέθη μπορούμε να προβούμε σε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις.
Αρχικά, ο Τζάφκας το... κατέχει το άθλημα! Είναι πολύ καλός στη διεύθυνση των ηθοποιών του (οι γυναίκες παίζουν καλύτερα από τους άνδρες εδώ, να τα λέμε αυτά). Ξέρει να στήνει πολύ έξυπνες και μοντέρνες σκηνές, όπως εκείνη μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, όπου υπό τους ήχους του «Que Sera, Sera» της Doris Day παρακολουθούμε μια επίδειξη βιρτουοζιτέ, στην οποία ο χρόνος «τρέχει» και το ζευγάρι μπαίνει και βγαίνει από το σπίτι και ανάμεσα στα δωμάτια, χωρίς μοντάζ, σε κάτι που διαρκεί γύρω στο δίλεπτο. Επιλέγει πολύ καλούς συνεργάτες: η δουλειά που γίνεται στη διεύθυνση φωτογραφίας πρωτίστως (ότι βλέπουμε έχει γυριστεί με φυσικό φωτισμό) και κατά δεύτερον στη μουσική και στο μοντάζ, πιάνει πολύ υψηλές επιδόσεις.
Εκεί που κλωτσάμε λοιπόν είναι στο σενάριο. Ένα σενάριο που δείχνει πολύ κρυπτικό σε στιγμές. Που δείχνει... άγνοια του τι εστί παντρεμένο ζευγάρι σε πολλές άλλες στιγμές. Που οι ανατροπές του είναι περισσότερο προς εντυπωσιασμό παρά προς ουσιαστική εμβάθυνση στα επί της μεγάλης οθόνης τεκταινόμενα. Και που η σεναριακή του βάση, το «πού'ντο, πού'ντο το δαχτυλίδι», το γιατί συμπεριφέρεται έτσι, ακατανόητα η νεαρή γυναίκα, έχει μικρό εντέλει δραματουργικό ενδιαφέρον. Το δίδυμο του νεαρού ζευγαριού από τη μια και του μεσόκοπου ζευγαριού από την άλλη, δεν χρειάζεται να είσαι κανένας σούπερ σινεφίλ για να καταλάβεις την εκλεκτική συγγένεια που τα ενώνει. Οι σκηνές στο δάσος είναι εξαιρετικές, τα πλάνα από ψηλά είναι υπέροχα, έχεις πράγματα να θαυμάσεις σε αυτό το φιλόδοξο ντεμπούτο.
Για να δούμε όμως αν τελικά όλο αυτό είναι μια μπαταριά στον αέρα ή το πρελούδιο μιας πολλά υποσχόμενης κινηματογραφικής καριέρας. Από αγκάθι, λέει, βγαίνει ρόδο...
Η υπόθεση: Η Λίζα και ο Γιάκομπ είναι ένα νεαρό, ερωτευμένο ζευγάρι, που παντρεύεται. Τη νύχτα του γάμου τους θα φύγουν για το ταξίδι του μέλιτος. Για τον Γιάκομπ ο προορισμός είναι άγνωστος καθώς η Λίζα προετοίμασε τα πάντα μυστικά. Εντέλει, θα πάνε σε ένα απομονωμένο εξοχικό, στις παρυφές ενός δάσους. Εκεί θα ξεκινήσουν το γαμήλιο ταξίδι τους. Όλα συμβαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο της Λίζας, ώσπου η ίδια συνειδητοποιεί ότι το σχέδιό της βλάπτει την αγάπη τους και η πίστη μετατρέπεται σε φόβο. Ένας αινιγματικός κυνηγός, μια μεσόκοπη κυρία, ένα άλογο, ένας κλέφτης, ένα χαμένο δαχτυλίδι και το δάσος που κρύβει πολλά μυστικά και παγίδες, θα αναγκάσουν το ζευγάρι να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του. Κι ένα όπλο θα δώσει τη λύση. Ή μήπως όχι;
Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ταινία... διχαστική. Θέλω να πω, από τη μια είναι πολλά υποσχόμενη, από την άλλη δείχνει δέσμια πολλών και ποικίλων κλισέ. Από τη μια έχει το βλέμμα της στο μέλλον, από την άλλη κουβαλάει όλα τα «ωραία» του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Από τη μια είναι εξαιρετική σε επίπεδο κινηματογραφικής γραφής, από την άλλη πάσχει από το μόνιμο πρόβλημα των ελληνικών (έστω και μέσω... Σκανδιναβίας) ταινιών, το σενάριο. Κάτι μου λέει, όμως, πως θα τον βρει το δρόμο του ο Τζάφκας. Και πως μετά από τούτη εδώ την άσκηση ύφους, που κινείται σε μπερδεμένα μονοπάτια, κάτι ανάμεσα σε κοινωνιολογική μελέτη πάνω στο γάμο και τα κατά συνθήκη ψεύδη του, σε υπαρξιακό δράμα, σε θρίλερ και σε αλληγορία, ο δημιουργός θα νιώσει πιο σίγουρος για τις δυνατότητές του και θα ξεδιαλύνει τις αυταπάτες του. Αν λοιπόν κατακερματίσουμε το κινηματογραφικό τούτο οικοδόμημα στα εξ ων συνετέθη μπορούμε να προβούμε σε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις.
Αρχικά, ο Τζάφκας το... κατέχει το άθλημα! Είναι πολύ καλός στη διεύθυνση των ηθοποιών του (οι γυναίκες παίζουν καλύτερα από τους άνδρες εδώ, να τα λέμε αυτά). Ξέρει να στήνει πολύ έξυπνες και μοντέρνες σκηνές, όπως εκείνη μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, όπου υπό τους ήχους του «Que Sera, Sera» της Doris Day παρακολουθούμε μια επίδειξη βιρτουοζιτέ, στην οποία ο χρόνος «τρέχει» και το ζευγάρι μπαίνει και βγαίνει από το σπίτι και ανάμεσα στα δωμάτια, χωρίς μοντάζ, σε κάτι που διαρκεί γύρω στο δίλεπτο. Επιλέγει πολύ καλούς συνεργάτες: η δουλειά που γίνεται στη διεύθυνση φωτογραφίας πρωτίστως (ότι βλέπουμε έχει γυριστεί με φυσικό φωτισμό) και κατά δεύτερον στη μουσική και στο μοντάζ, πιάνει πολύ υψηλές επιδόσεις.
Εκεί που κλωτσάμε λοιπόν είναι στο σενάριο. Ένα σενάριο που δείχνει πολύ κρυπτικό σε στιγμές. Που δείχνει... άγνοια του τι εστί παντρεμένο ζευγάρι σε πολλές άλλες στιγμές. Που οι ανατροπές του είναι περισσότερο προς εντυπωσιασμό παρά προς ουσιαστική εμβάθυνση στα επί της μεγάλης οθόνης τεκταινόμενα. Και που η σεναριακή του βάση, το «πού'ντο, πού'ντο το δαχτυλίδι», το γιατί συμπεριφέρεται έτσι, ακατανόητα η νεαρή γυναίκα, έχει μικρό εντέλει δραματουργικό ενδιαφέρον. Το δίδυμο του νεαρού ζευγαριού από τη μια και του μεσόκοπου ζευγαριού από την άλλη, δεν χρειάζεται να είσαι κανένας σούπερ σινεφίλ για να καταλάβεις την εκλεκτική συγγένεια που τα ενώνει. Οι σκηνές στο δάσος είναι εξαιρετικές, τα πλάνα από ψηλά είναι υπέροχα, έχεις πράγματα να θαυμάσεις σε αυτό το φιλόδοξο ντεμπούτο.
Για να δούμε όμως αν τελικά όλο αυτό είναι μια μπαταριά στον αέρα ή το πρελούδιο μιας πολλά υποσχόμενης κινηματογραφικής καριέρας. Από αγκάθι, λέει, βγαίνει ρόδο...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Μαρτίου 2018 από την Filmcenter Trianon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική