Νύχτες Πρεμιέρας 2020 Live Poster
Νύχτες Πρεμιέρας 2020 LIVE Ep.1 - "... μείζων δέ τούτων ἡ ἀγάπη"

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Θα κάνω μια μικρή εισαγωγή. Πολύ μικρή. Τόση δα. Ξεκινώντας με μιαν αντιγραφή, από το δελτίο τύπου σχετικά με την τελετή έναρξης: «Σε αισιόδοξο και συγκινητικό κλίμα πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020 η Τελετή Έναρξης του 26ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, ταυτόχρονα στον θερινό κινηματογράφο της Αίγλης Ζαππείου και Ριβιέρας από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Φεστιβάλ, Λουκά Κατσίκα...». Μάλιστα. Η πανδημία μας έχει ξεσκίσει. Όλοι το ξέρουμε αυτό. Και μέχρι να τελειώσει ή θα μάθουμε να ζούμε μαζί της, βρίσκοντας τρόπο να ξεπερνάμε τις αντικειμενικές και τις υποκειμενικές δυσκολίες που απλώνει στο διάβα της ή θα παραιτηθούμε, θα μπούμε στις τρύπες μας και θα άδουμε όλοι μαζί το «Η ζωή εν τάφω».

Σε όλο τον κόσμο είχαμε ακυρώσεις κινηματογραφικών φεστιβάλ, μεταθέσεις ημερομηνιών ή φεστιβάλ νέου τύπου. Νέου τύπου, όπου ένα μέρος του φεστιβάλ λαμβάνει χώρα εκεί που πρέπει να λαμβάνουν χώρα τα κινηματογραφικά φεστιβάλ, στις σκοτεινές αίθουσες δηλαδή ή (γιατί όχι;) στους θερινούς κινηματογράφους κι ένα άλλο μέρος διεξάγεται «ηλεκτρονικά», μέσα από προβολές ταινιών στο διαδίκτυο. Προφανώς και το δεύτερο μέρος δεν είναι και ό,τι καλύτερο αλλά είναι κι αυτό μια κάποια (προσωρινή ευελπιστούμε όλοι) λύση. Οπότε φίλτατοι, ναι, μπορούμε να κάνουμε «ανταποκρίσεις» από το φεστιβάλ της Αθήνας ενώ βρισκόμαστε τρεισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στο Τσέστερφιλντ!

Μουάχαχαχαχα, τεχνολογία ρε φίλε. Αυτά είναι. Εννοείται πως δεν θα μπορέσουμε να γράψουμε για 40+ ταινίες, όπως κάναμε τα παλιά, καλά χρόνια, με τη φυσική μας παρουσία σε φεστιβάλ. Οτιδήποτε πάνω από 10 ταινίες θα είναι κατόρθωμα αυτήν τη φορά. Έτσι κι αλλιώς 21 είναι μόλις οι ταινίες που διατίθενται προς προβολή μέσω του διαδικτύου. Για να δούμε τι θα δούμε και τι θα πούμε μόλις δούμε. Πάμε για την πρώτη τριάδα ταινιών λοιπόν! Που, με τον έναν ή άλλο τρόπο, έχουν ως επίκεντρο της θεματικής τους την αγάπη: την πρώτη αγάπη στο γαλλικό φιλμ, την αδελφική αγάπη στο ελβετικό φιλμ και την γκέι «γκρίζα» αγάπη στο φιλμ από το Χονγκ Κονγκ.

Seize printemps AIFF 2020

Πρώτη ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε σε τούτη την «ανταπόκριση» είναι το γαλλικό 16 φορές άνοιξη (Seize printemps / Spring Blossom) της Suzanne Lindon. Στο φεστιβάλ συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα, κουβαλώντας την «έγκριση» (label) του φεστιβάλ Καννών (ως επιλογή του φεστιβάλ αν τελικά διεξαγόταν) ενώ ήδη έχει προβληθεί στα φεστιβάλ του Τορόντο (στο τμήμα Discovery) και του Σαν Σεμπαστιάν (στο τμήμα New Directors). H 20χρονη Suzanne έγραψε το σενάριο της ταινίας στα 15 της χρόνια (!!!) και τέσσερα χρόνια μετά άρχισε να τη σκηνοθετεί και είναι η πρωταγωνίστρια του πρώτου της φιλμ, ενώ τραγουδάει κιόλας σε αυτό! Σημαντική λεπτομέρεια: είναι κόρη δύο πολύ σημαντικών Γάλλων ηθοποιών: του Vincent Lindon και της Sandrine Kiberlain, που την απέκτησαν κατά τη διάρκεια του δεκαετούς γάμου τους – χώρισαν όταν η Suzanne ήταν οχτώ ετών.

Η υπόθεση: Η Σουζάν είναι ένα 16χρονο κορίτσι. Ζει με τους γονείς της και τη μεγαλύτερη αδελφή της στο 18ο διαμέρισμα του Παρισιού. Και... βαριέται. Αφόρητα. Κυρίως, τους συμμαθητές της και τα ενδιαφέροντά τους, που δεν της φαίνονται καθόλου ενδιαφέροντα. Καθημερινά, πηγαίνοντας στο σχολείο της, περνάει μπροστά από ένα μπιστρό, σε μια πλατεία που διαθέτει κι ένα θέατρο. Μια μέρα, την προσοχή της τραβάει ένας όμορφος, σαφώς μεγαλύτερός της, άνδρας. Είναι ο Ραφαέλ, 35χρονος ηθοποιός που παίζει σε παράσταση του συγκεκριμένου θεάτρου και πίνει συχνά τον καφέ του στο μπιστρό. Η Σουζάν περνάει από τις κρυφές ματιές σε ολοένα και πιο φανερές προσπάθειες να γνωρίσει τον Ραφαέλ, ο οποίος τις αντιλαμβάνεται τελικά. Και οι δυο τους τελικά συνάπτουν μια σχέση που κινείται μεταξύ παράξενης φιλίας και πλατωνικού έρωτα. Υπάρχει μέλλον σε μια τέτοιου είδους σχέση; 

Η άποψή μας: Νεορομαντισμού το ανάγνωσμα. Και πολυεπίπεδο επίτευγμα το τελικό αποτέλεσμα. Η ταλαντούχα Suzanne Lindon, με τη βραχνή φωνή και τα ευλογημένα γονίδια, δεν κάνει κάτι ριζοσπαστικό, επαναστατικό ή πρωτοφανές. Έναν πρώτο έρωτα σκιαγραφεί με πολύ όμορφο τρόπο, κατορθώνοντας παράλληλα να αποφύγει τις προφανείς παγίδες στις οποίες θα έπεφτε με ενδεχόμενους λάθους χειρισμούς και επικίνδυνες σκηνοθετικές και σεναριακές επιλογές. Θέλω να πω, μια παραμυθία αλά «Λολίτα» θα μπορούσε σφόδρα να παρεξηγηθεί και να δημιουργήσει αντιδράσεις. Θα μου πεις, σκοπός της τέχνης είναι να προκαλεί και αντιδράσεις. Ok, fair enough, αλλά ενδεχόμενη σαρκική επαφή ανάμεσα σε δύο ανθρώπους από τους οποίους ο ένας είναι ανήλικος θα οδηγούσε σε μια σειρά από ηθικά δύσκολα και δύσβατα μονοπάτια.

Και εν πάση περιπτώσει δεν ήθελε να μας δείξει κάτι τέτοιο η κοπέλα. Για να καταλάβετε, το μόνο που μοιράζονται οι δύο ερωτευμένοι είναι σκέψεις, χαμόγελα, ματιές, αγγίγματα, αγκαλιές, φιλιά αλλά όχι στο στόμα και μουσικές. Εδώ να σημειώσουμε πως οι δύο σκηνές με την «ξαφνική», αρμονική χορογραφία των δυο τους, της Σουζάν και του Ραφαέλ, υπό τους ήχους υπέροχης μουσικής, είναι από τις πιο όμορφες της ταινίας, όντας και οι πλέον... σουρεάλ. Πάντα όμως στο πνεύμα του ρομαντισμού που διαπερνά όλη τη ραχοκοκαλιά του φιλμ. Α, μοιράζονται και βυσσινάδα με λεμονάδα: αξίζει μιας δοκιμής αυτό, σωστά;  

Η ταινία τοποθετείται χρονικά στο τώρα και κάτι που κάνει εντύπωση είναι η παντελής απουσία της τεχνολογίας και των social media από την εικόνα. Η Σουζάν θα μπορούσε να υπερνικήσει τη βαρεμάρα της παίζοντας κάποιο σούπερ γουάου παιχνίδι σε κάποια hitech κονσόλα ή να περνάει όλη της τη μέρα χαριεντιζόμενη στο fb ή βγάζοντας duck face πόζες στο instagram. Θα μπορούσε. Δεν το κάνει όμως. Αντ' αυτού, κρατάει στο χέρι της και διαβάζει όποτε μπορεί ένα κατακόκκινο βιβλίο του Μπορίς Βιάν! «Πως μου τη δίνουν οι δικοί μου Θε μου/ κι οι βαρετοί συμμαθητέ μου», που έλεγε και ο Σαββόπουλος; Ε, αυτό. Επίσης, βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μια σκηνοθετική επιλογή. Ελπίζω δηλαδή να είναι συνειδητή επιλογή κι όχι τυχαίο εύρημα, το οποίο διαπίστωσα μοναχός μου, όπερ σημαίνει, γεράσαμε Θόδωρε.

Αλλά όχι, δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Τα κάδρα είναι πολύ σταθερά και η κάμερα σπάνια κινείται. Εντέλει, όμως, φαίνεται πως η κάμερα είναι στο χέρι. Και κάθε λίγο ένα ανεπαίσθητο τίναγμα «κουνάει» το κάδρο, σαν ένα τικ, που πρέπει να προσέξεις πολύ για να το αντιληφθείς. Γιατί; Χμ, επειδή η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση είναι ένα γεγονός βίαιο, αλλά η Σουζάν έχει την ωριμότητα να το χειριστεί με τον δικό της τρόπο ώστε αυτή η μετάβαση να γίνει όσο το δυνατόν πιο ομαλά; Με παρουσιαστικό που παραπέμπει στη Charlotte Gainsbourg (τέκνο επίσης διάσημων και ταλαντούχων γονέων, του Serge Gainsbourg και της Jane Birkin) και πείθοντας γενικώς ως 16χρονη στην ταινία, η Suzanne Lindon κερδίζει το στοίχημα.

Κι αυτό γιατί πέρα όλων των άλλων, δεν πέφτει στην παγίδα της ακατάσχετης πολυλογίας (χαρακτηριστικό πάμπολλων γαλλικών ταινιών) και κρατάει το όλον σε ένα στακάτο και συμπαγές τελικό αποτέλεσμα διαρκείας μόλις 73 λεπτών. Να πούμε και δύο λόγια για τον Arnaud Valois, που έχει και το κατάλληλο παρουσιαστικό και την κατάλληλη υποκριτική δυναμική για να υπηρετήσει το ρόλο του. Ναι, δεν μπορεί να... κάνει το δέντρο, όπως του ζητάει ο σκηνοθέτης του θεατρικού στο οποίο συμμετέχει ούτε καταφέρνει να πείσει την Σουζάν να ανέβει στο μηχανάκι του (από τις πιο αστείες σκηνές της ταινίας) αλλά αντιμετωπίζει τη δική του βαρεμάρα με έναν τρόπο απολύτως ειλικρινή και παιχνιδιάρικο. Θα είναι για πάντα ο πρώτος έρωτας της Σουζάν. Και τίποτε δεν θα μπορέσει να τον βγάλει από τη μνήμη της. Και από την καρδιά της.

(η ταινία έχει τη δεύτερη προβολή της την Τετάρτη 30/09, στις 19.30, στον θερινό ΛΑΪΣ, της Ταινιοθήκης της Ελλάδος / μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)

Schwesterlein AIFF 2020

Συνεχίζουμε το κινηματογραφικό μας ταξίδι με μια ταινία από την Ελβετία. Τίτλος της: Η μικρή μου αδελφή (Schwesterlein / My Little Sister) των Stéphanie Chuat και Véronique Reymond. Η ταινία λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βερολίνου του περασμένου Φεβρουαρίου και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Ελβετίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, διεκδικώντας μια θέση στην πεντάδα της επόμενης απονομής – όποτε κι όπως κι αν γίνει αυτή. Το δημιουργικό δίδυμο πίσω από την ταινία προέρχεται από την γαλλόφωνη Ελβετία. Ξεκίνησαν τη συνεργασία τους από την κοινή τους αγάπη για το θέατρο. Αρχικά, ανέβαζαν παραστάσεις για συγγενείς και φίλους, έπειτα οδήγησαν το θεατρικό τους πάθος στους δρόμους κι εντέλει στη θεατρική σκηνή. Όταν αποφάσισαν να ενθέσουν βιντεοσκοπημένα κομμάτια στις θεατρικές τους παραστάσεις ενθουσιάστηκαν από το νέο – γι' αυτές – δραματουργικό μέσο. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που συνσκηνοθετούν (συνυπογράφοντας και το σενάριο) μετά το «La petite chambre» (2010). Έχουν επίσης γυρίσει μαζί δύο ντοκιμαντέρ, μικρού μήκους ταινία και τηλεοπτική σειρά!

Η υπόθεση: Η Λίζα Νίλσεν είναι μια ταλαντούχα θεατρική συγγραφέας, η οποία εγκατέλειψε το αγαπημένο της Βερολίνο προκειμένου να ακολουθήσει τον σύζυγό της, τον Μάρτιν, στο κυνήγι της δικής του καριέρας. Ο Μάρτιν είναι διευθυντής μιας διάσημης ιδιωτικής σχολής για τέκνα ολιγαρχών ανά τον κόσμο, η οποία βρίσκεται στο μικρό, χειμερινό, ελβετικό ριζόρτ Λεϊσίν. Το σχέδιο είναι να μείνουν εκεί για λίγο καιρό και μετά να επιστρέψουν στο Βερολίνο. Η Λίζα μεγαλώνει τα δυο τους παιδιά ενώ παράλληλα διδάσκει λογοτεχνία στην πρεστιζάτη σχολή. Όταν ο μεγαλύτερος κατά δύο λεπτά δίδυμος αδελφός της Σβεν ανακαλύπτει ότι πάσχει από λευχαιμία, η Λίζα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να του συμπαρασταθεί. 

Μέχρι και μυελό των οστών του προσφέρει σε μια μεταμόσχευση που ενδεχομένως να του σώσει τη ζωή. Ο Σβεν είναι πασίγνωστος ηθοποιός της σημαντικότερης θεατρικής σκηνής του Βερολίνου. Το μόνο που ονειρεύεται είναι να παίξει και πάλι τον αγαπημένο του «Άμλετ» στο θέατρο, έργο που ξέρει απ' έξω και ανακατωτά. Ο σκηνοθέτης, όμως, και πρώην σύντροφος της αδελφής του, φοβάται πως ο Σβεν δεν είναι σε θέση να τα καταφέρει. Η Λίζα τα βάζει με όλους και όλα προκειμένου να πραγματοποιήσει την επιθυμία του αδελφού της. Ακόμα και καινούργιο θεατρικό μονόλογο ετοιμάζει μετά από χρόνια, μόνο για εκείνον. Το ζήτημα είναι αν η μεταμόσχευση θα πετύχει...

Η άποψή μας: Δεν είναι συχνό το φαινόμενο να παρακολουθούμε σε μια ταινία την απεριόριστη αγάπη ανάμεσα σε δύο ενήλικα αδέλφια διαφορετικού φύλου. Αντιθέτως, το θέμα μιας θανατηφόρου αρρώστιας με την οποία νοσεί κάποιος ήρωας και τον αντίκτυπο – συναισθηματικό κατά βάση – που έχει αυτή στον ίδιο και στους γύρω του, το έχουμε δει πάμπολλες φορές. Ένα θέμα που εύκολα θα μπορούσε να εξοκείλει σε απερίγραπτο, δακρύβρεχτο και άθλιο μελόδραμα στα όρια του exploitation. Το έχουμε συναντήσει άπειρες φορές. Είναι σιχαμερό. Ευτυχώς, εδώ οι δύο σκηνοθέτριες αποφεύγουν επιμελώς την παγίδα. Και το κάνουν αυτό παρά το γεγονός ότι σεναριακά δεν χάνουν την ευκαιρία να φορτώσουν (ίσως και να παραφορτώσουν) το υλικό τους με κάθε είδους συναισθηματικά εκμεταλλεύσιμα στοιχεία. Μέχρι και... απαγωγή παιδιών έχουμε για να καταλάβετε! Δηλαδή, δεν μας φτάνει ο καρκίνος, ας βάλουμε κι άλλα πράγματα για να... ταλαιπωρήσουμε τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές. 

Κοιτάξτε τώρα τι γίνεται: όλο αυτό σώζεται από τη σκηνοθετική αντιμετώπιση του υλικού και από τις ερμηνείες. Οι δημιουργοί της ταινίας έχοντας παρελθόν στο ντοκιμαντέρ, πετυχαίνουν αυτήν την τόσο απαιτούμενη αποστασιοποίηση. Αρκετή για να μην ξεφτιλίσουν την ταινία αλλά και τέτοια ώστε να μην είναι απαγορευτική η συναισθηματική εμπλοκή του θεατή. Απουσιάζει δηλαδή το στεγνό, χειρουργικό, αποστειρωμένο βλέμμα. Και αυτή η ισορροπία είναι θαυμαστή. Είναι όμως και πολύ τυχερές καθώς διαθέτουν και δύο τρομερούς ηθοποιούς στους κεντρικούς ρόλους. Ό,τι και να πούμε για τη Nina Hoss είναι λίγο. Η μούσα του Christian Petzold είναι εκπληκτική για άλλη μια φορά σε έναν πιο γήινο ρόλο. 

Η επιμονή της, η αυτοθυσία της, η ευαισθησία της και η απέραντη αγάπη της για τον αδελφό της την κάνει να μην μπορεί να διαχειριστεί την πραγματικότητα ως πραγματικότητα. Είναι ξεροκέφαλη και στα όρια του παράλογου αλλά έχει και τα δίκια της. Το ξέσπασμά της στα απανωτά «Λυπάμαι, αλλά...» είναι συγκλονιστικό και εντελώς σε συνάφεια με τον χαρακτήρα της. Από την άλλη ο Lars Eidinger (6 μήνες μικρότερος από την Hoss στην πραγματικότητα κι ας υποδύεται τον κατά δύο λεπτά μεγαλύτερο αδελφό της) είναι υπέροχος στον δικό του, σαφώς πιο αβανταδόρικο ρόλο του. Τον οποίο όμως επιλέγει να παίξει με τέτοιον τρόπο ώστε να μην επισκιάσει την Hoss και να μην εκμεταλλευτεί (με την κακή έννοια) τις μελοδραματικές ευκαιρίες που του δίνονται. Ο Eidinger έχει όντως γράψει ιστορία με τις θεατρικές του ερμηνείες στην Schaubühne του Βερολίνου ως Άμλετ αλλά και ως Ριχάρδος ο Τρίτος! Στους σειράκηδες θα είναι ίσως γνωστός από την εμφάνισή του στα «Sense8» και «Babylon Berlin» ενώ οι πιο πρόσφατες κινηματογραφικές του εμφανίσεις σε ταινίες που παίχτηκαν στην Ελλάδα ήταν με μικρούς ρόλους στα «Ντάμπο» του Μπάρτον και «Μαύρη τρύπα» της Ντενί και με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Μη χαμηλώνεις το βλέμμα». 

Κάθε φορά που οι δυο τους είναι στην οθόνη, κάθεσαι και τους απολαμβάνεις. Μια ενδιαφέρουσα διάσταση που δίνει η ταινία είναι αυτή του «παίζω». Όταν είμαστε παιδιά αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι συνθήκες, είναι να παίζουμε. Ίσως αυτή να είναι και η μοναδική μας εγγύτητα με την αθανασία. Κι όταν μεγαλώνουμε, πάλι να παίξουμε επιθυμούμε με κάθε μας κύτταρο. Γιατί το παίξιμο μας κρατάει ζωντανούς. Έτσι πιστεύει ο Σβεν ότι θα νικήσει την αρρώστια: παίζοντας τον αγαπημένο του Άμλετ. Το ίδιο πιστεύει και η Λίζα. Η οποία την κρίσιμη νύχτα, κατεβαίνει στο αίθριο μπροστά από την πολυκατοικία της και παίζει με τα χώματα, μαζί με ένα κοριτσάκι, χωρίς να μιλάνε. Γι' αυτό και η διαρκής αναφορά στο «Χάνσελ και Γκρέτελ»: παιδιά είμαστε και παίζουμε, κι αυτό μπορεί να μας οδηγήσει εντέλει στην ενηλικίωση (το σπίτι από ζαχαρωτά) όπου παύουμε να παίζουμε (σταματάμε να κάνουμε δηλαδή αυτό που μας οδήγησε στην ενηλικίωση) με κίνδυνο να μας φάει η κακιά μάγισσα, αφού πρώτα μας ταΐσει για να παχύνουμε!!! Ο μονόλογος που γράφει εντέλει η Λίζα για τον αδελφό της είναι πάρα πολύ δυνατός, σε μια ταινία που σε κανένα σημείο της δεν χάνει το ενδιαφέρον της, απευθυνομένη στο μεγάλο κοινό με τρόπο που αξίζει της προσοχής του.

(η ταινία είχε μία και μοναδική προβολή / μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)

Suk suk AIFF 2020

Τελευταία ταινία για αυτήν την «ανταπόκριση», η πιο αδύναμη από τις τρεις. Τίτλος της: Ένα φιλί στο λυκόφως (Suk suk / Twilight's Kiss) του Ray Yeung, από το Χονγκ Κονγκ. Αυτή είναι η τρίτη ταινία μυθοπλασίας του σκηνοθέτη μετά τα φιλμ «Cut Sleeve Boys» (2006) και «Front Cover» (2015). Στις Νύχτες Πρεμιέρας αποτελεί τμήμα του προγράμματος «Τα αγαπημένα των φεστιβάλ». Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Μπουσάν τον Οκτώβριο του 2019 ενώ την πανευρωπαϊκή της πρεμιέρα την έκανε στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου, όπου έλαβε μέρος στο τμήμα «Πανόραμα», διεκδικώντας το βραβείο Teddy.

Η υπόθεση: Ο Πακ είναι ένας παντρεμένος με δύο παιδιά 70χρονος οδηγός ταξί στο Χονγκ Κονγκ, που αρνείται να συνταξιοδοτηθεί. Ο Χόι είναι ένας 65χρονος συνταξιούχος, διαζευγμένος, που μεγάλωσε μόνος του τον γιο του. Αν και οι δυο τους είναι γκέι και κρύβουν την πραγματική σεξουαλική τους ταυτότητα, είναι περήφανοι για τις οικογένειές τους, τις οποίες συντήρησαν μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς και στερήσεων. Ο Πακ και ο Χόι θα συναντηθούν μια μέρα σε ένα πάρκο, γκέι στέκι, εκεί όπου ο Πακ απλά θέλει να «ψωνιστεί» ενώ ο Χόι θέλει κάτι παραπάνω και κυρίως συντροφικότητα. Η πρώτη συνάντηση δεν πάει καλά. Οι δυο άντρες είναι εντελώς διαφορετικοί ως χαρακτήρες αλλά έχουν και διαφορετικά πιστεύω: ο Πακ είναι άθεος ενώ ο Χόι είναι χριστιανός. Στη δεύτερη συνάντησή τους τα πράγματα θα πάνε πολύ καλύτερα. Οι δυο τους γίνονται ζευγάρι. Κανείς, όμως, από το οικείο περιβάλλον τους δεν ξέρει την αλήθεια γι' αυτούς. Θα μπορέσει η σχέση τους να αντέξει;

Η άποψή μας: Θα ξεκινήσω με κάτι που μου έκανε τρομερή εντύπωση. Στο πρώτο πεντάλεπτο της ταινίας ο Πακ μπαίνει στο φτωχικό διαμέρισμά του και βλέπεις σε πρώτο πλάνο ένα... τεράστιο σεμεδάκι να καλύπτει το 50% της τηλεοπτικής συσκευής! Μουάχαχαχαχαχαχα. Προσπάθησα να δω στο imdb αν υπάρχει κάποιος Έλληνας στην διεύθυνση παραγωγής της ταινίας: τζίφος! Μάλλον λοιπόν έχουμε κάτι κοινό οι Έλληνες με τους ΧονγκΚονγκνέζους, κάτι που εντέλει μας ενώνει (μ.γ.δ.). Από εκεί και πέρα, η ταινία είναι ταυτόχρονα πολύ τολμηρή και πρωτοπόρα και από την άλλη συντηρητική και χωρίς να κάνει το κρίσιμο παραπάνω βήμα. Ο σκηνοθέτης της επιλέγει να παρουσιάσει μια ιστορία η οποία είναι αντιεμπορική για δύο λόγους: έχει πρωταγωνιστές οι οποίο είναι εμ γκέι εμ παππούδες – στην κυριολεξία! Κι όμως, κατορθώνει να γυρίσει μια ταινία αρκούντως ενδιαφέρουσα, τρυφερή και γιατί όχι, ελκυστική για τον μέσο θεατή. 

Μέσω της ταινίας ο σκηνοθέτης μένει πιστός στο στρατευμένο σινεμά του για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων στη χώρα του. Και θέτει επί τάπητος και μια ρηξικέλευθη διεκδίκηση: τη δημιουργία γηροκομείου αποκλειστικά για γκέι στο Χονγκ Κονγκ. Οι σκηνές αυτές, των συνελεύσεων, έχουν μια ντοκιμαντερίστικη αύρα και φέρνουν στο νου τις συνεδριάσεις στο «120 χτύποι το λεπτό», μόνο που είναι πιο θετικές, πιο αστείες. Από εκεί και πέρα καταλαβαίνεις πως στις ερωτικές σκηνές έχει μια αμηχανία. Αμηχανία, συνδυασμένη με μια αίσθηση ντροπαλού σεβασμού προς τους θεατές και τους πρωταγωνιστές του. Να μην ξεφύγει το πράγμα. Δεν είναι ο Bruce La Bruce ο άνθρωπος. Οπότε, χάδια και φιλιά και spooning. Αλλά, είπαμε, αμήχανα. Γιατί δεν θέλει να τρομάξει τους πιο συντηρητικούς από τους θεατές του. 

Είναι που είναι προχώ η θεματική αν είναι προχώ και η παρουσίαση, δύσκολα τα πράγματα. Οπότε, μπαίνει στο κάδρο το σαράκι του παλιομοδίτικου. Που εντάξει, είναι θεμιτό, ίσως και να βοηθάει στη δημιουργία ενός καλοδεχόμενου ρομαντισμού αλλά δυστυχώς αγγίζει το κιτς. Ιδίως με το τραγουδάκι που ακούγεται σε μία κρίσιμη σκηνή (αλλά και στους τίτλους τέλους) με το γρασιδάκι και τον ήλιο που καίει κτλ κτλ, μεγάλη ξενέρα. Συν τοις άλλοις το subplot με τον Χριστιανισμό οδηγεί σε αδιέξοδο και ο σκηνοθέτης δείχνει πως δεν ξέρει πώς να κλείσει την ταινία του. Με happy end; Με unhappy end; Με... no end; Επιλέγει το τρίτο.

(η ταινία είχε μία και μοναδική προβολή / μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

TIFF 2020
Περισσότερα... »

Πόλεμος στο Σπίτι (The War with Grandpa) PosterΠόλεμος στο Σπίτι
του Tim Hill. Με τους Robert De Niro, Oakes Fegley, Uma Thurman, Rob Riggle, Laura Marano, Cheech Marin, Jane Seymour, Christopher Walken.

Ξεσυνέρι...
του zerVo (@moviesltd)

Η μάνα μου την πετούσε ετούτη την κουβέντα, κάθε φορά που ανταπέδιδα βολή, στον μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό μου. Μπράβο σου, ξεσυνέρι στο μωρό, δεν ντρέπεσαι κοτζάμ άντρας! Κι εγώ ήμουν δώδεκα χρονώ... Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε κατά νου δηλαδή, παρακολουθώντας αυτό εδώ το άτσαλο, ασύνταχτο κι ανούσιο τάχαμου κωμωδιάκι The War With Grandpa, όπου ένας γέροντας ξεσυνερίζεται για μιάμιση ώρα έναν μπόμπιρα, που τυγχάνει και κατά σύμπτωση αίμα του. Ασόβαρα πράματα, δεν μπορώ να καταλάβω ποιος τα σκέφτεται και τα μετατρέπει σε ταινίες...

Πόλεμος στο Σπίτι (The War with Grandpa) Quad Poster
Έχοντας μείνει μόνος κι έρημος σε ένα άδειο σπίτι, μετά τον θάνατο της αγαπημένης του συζύγου, ο γέρο Έντ, θα πειστεί έστω και μετά βίας, να μετακομίσει στην οικία της μοναχοκόρης του, Σάλι, προκειμένου εκείνη να τον προσέχει, αν χρειαστεί κάποια πρώτη βοήθεια. Το πρόβλημα που θα προκαλέσει αυτή του η μετάβαση στο καινούργιο σπιτικό, θα είναι όμως τεράστιο, καθώς - άθελα του - θα καπαρώσει το δωμάτιο του εγγονού του, Πίτερ, εξοστρακίζοντας τον για την άβολη, παγωμένη και γεμάτη ζωύφια και τρωκτικά σοφίτα. 

Γεγονός που θα προκαλέσει την οργή του ξεβολεμένου πια μπόμπιρα, σε βαθμό που θα κηρύξει ανένδοτο ενάντια στον πρόγονο του. Για εκείνο που δεν θα είναι προετοιμασμένος όμως ο πιτσιρίκος, είναι πως ο κοτσονάτος παππούς δεν θα αφήσει το γάντι στο πάτωμα και για κάθε μία βολή που θα δεχτεί από το διαβολοεγγόνι, θα σχεδιάσει την δική του πληρωμένη απάντηση. Προβλέπεται να βγει νικητής από αυτόν τον σιγοβράζοντα και αφανή από ολάκερο τον οικογενειακό περίγυρο καβγά?

Πρώτον - Ποιος νοιάζεται για την έκβαση αυτού του μπρα ντε φερ, ανάμεσα σε ένα άβουλο ανήλικο και σε έναν γεράκο που συμπεριφέρεται χειρότερα και από νήπιο. Δεύτερον - Ποιος αλήθεια μπορεί να σκαρφίστηκε μια τέτοια απίστευτη σαχλαμάρα, που οι πιθανότητες να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα είναι απειροελάχιστες? Κι όμως, όσο παράξενο και αν δείχνει, το στόρι είναι μεταφορά ενός...παιδικού μυθιστορήματος, υπογραφής ενός από τους πλέον πολυβραβευμένους συγγραφείς του είδους, του Robert Kimmel Smith. Δεν ξέρω, δεν γνωρίζω, ενδεχόμενο ο γραπτός λόγος να είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον παραπάνω από τον κινηματογραφικό. Που όχι μόνο δεν μοιάζει ούτε για μισό πόντο αστείος, αλλά στην πορεία φαντάζει ίσαμε απεχθής.

Κοινώς με τα ανέκδοτα που ξετυλίγονται όσο διαρκεί η μάχη του Στάλινγκραντ, ανάμεσα στα δυο πατώματα της τριώροφης μονοκατοικίας, ούτε χαμογελάκι δεν σκάζει. Και πως να συμβεί αυτό όταν το δεκάχρονο φτιάχνει με πηλό μπισκότα για να φάει ο Εντ μπας και ραγίσει η μασέλα του και προς εκδίκηση του, ο παππούκας πριονίζει κρεβάτια, θρανία και καρέκλες του μικρούλη, για να του ανεβάσει ακόμη πιο πολύ το αίμα στο κεφάλι. Ανακυκλωτικό αδέξιο θέαμα, που εξελίσσεται σε απίστευτα βαρετό στην πορεία. Και αν είχε πράγματα να μας πει μια καλογραμμένη ιστορία γύρω από τις σχέσεις ενός μοναχικού γεράκου κι ενός φοβισμένου γυμνασιόπαιδου που δέχεται ολημερίς μπούλινγκ. Έτσι για να προβλέψουμε και προς τα που οδηγεί η ύστατη πράξη αυτού του πραγματικά στημένου στο πόδι φιλμ.

Ο De Niro, στο κατάλληλο για ανηλίκους φλιπ σάιντ του προπέρσινου αθυρόστομου, αλλά και εξίσου ανεκδιήγητου Dirty Grandpa, επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά τον ρόλο του Meet The Parents, χωρίς ακόμη να έχει καταλάβει εδώ και δυο δεκαετίες, πως το αστείο πρόσωπο εκείνης της επιτυχίας δεν ήταν αυτός, αλλά ο Stiller. Στα 77 του πια ο Μπομπ δεν μου μοιάζει να έχει τόση ανάγκη τους παράδες, έστω και τους συντάξιμους, για να σπαταλά ξεμωραμένα την υστεροφημία του σε τέτοιες β διαλογής ασυναρτησίες. Και ακόμη χειρότερα, να παρασύρει αντάμα του στo άδοξο κυνήγι του τσεκ, το έτερον ήμισυ του στον καθηλωτικό Deer Hunter, Christopher Walken. Συνεπώς αν στην αλήθεια το φιλμάκι διαθέτει σταρ, αυτός δεν είναι άλλος από τον έστω και λίγο διασκεδαστικούλη μικρό, που ταπώνει άπαντες ερμηνευτικά, ιδίως την μαμά του, που εξ όψης κάπως, μου θύμισε την κιτρινοντυμένη σπαθάρχισσα εκδικητή, ηρωίδα της καλύτερης ταινίας του Quentin!

Πόλεμος στο Σπίτι (The War with Grandpa) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 24 Σεπτεμβρίου 2020 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Η Εποχή της Βροχής (Wet Season) Poster ΠόστερΗ Εποχή της Βροχής
του Anthony Chen. Με τους Yann Yann Yeo, Koh Jia Ler, Christopher Lee, Yang Shi Bin.


...κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Σαν βροχή που πέφτει στα φύλλα/ στα μαλλιά, στο πρόσωπο κύλα...

Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 18 Απριλίου του 1984 στη Σιγκαπούρη, Anthony Chen. Η πρώτη του ήταν η ταινία «Ilo Ilo» (2013), φιλμ που είχε κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ των Καννών, στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής», κερδίζοντας την Χρυσή Κάμερα καλύτερης πρώτης ταινίας από όλα τα επίσημα τμήματα του φεστιβάλ. Και στις δύο ταινίες του πρωταγωνίστρια είναι η Yann Yann Yeo.

Η Εποχή της Βροχής (Wet Season) Poster Πόστερ Wallpaper
Το Wet Season έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο φεστιβάλ του Τορόντο του 2019, συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα «Platform». Στη συνέχεια κέρδισε το Βραβείο Σεναρίου στο φεστιβάλ του Τορίνο, έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα του στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και προβλήθηκε επίσης σε αρκετά ακόμα κινηματογραφικά φεστιβάλ, όπως εκείνα του Λονδίνου, του Βανκούβερ, του Γκέτεμποργκ, του Μακάο, ενώ η πρωταγωνίστρια Yann Yann Yeo κέρδισε το βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στα πολύ σημαντικά βραβεία για ταινίες από όλη την Ασία, Golden Horse Awards.

Η υπόθεση: Η Λινγκ είναι μια σαραντάρα καθηγήτρια από τη Μαλαισία, η οποία διδάσκει την κινεζική γλώσσα σε ένα κολέγιο εφήβων στη Σιγκαπούρη. Είναι παντρεμένη αλλά παρά τις, για χρόνια, προσπάθειές της να αποκτήσει παιδί, δεν τα καταφέρνει, κάτι που επηρεάζει τον σύζυγό της, που πλέον είναι απόμακρος και συνεχώς επικαλείται επαγγελματικά ραντεβού για να αποφύγει την ουσιαστική επαφή μαζί της. Η Λινγκ φροντίζει με μεγάλη τρυφερότητα και προσήλωση τον κατάκοιτο πεθερό της. Και είναι καλή καθηγήτρια. 

Βλέποντας πως κάποιοι από τους μαθητές της έχουν αδυναμίες στα κινέζικα, τους επιλέγει για να κάνουν ενισχυτική διδασκαλία κάθε Τετάρτη μετά το πέρας των μαθημάτων. Ο μόνος που ανταποκρίνεται είναι ο Γουέι Λουν. Ένας έφηβος με πάθος για τον Τζάκι Τσαν, με καλογυμνασμένο κορμί και με γονείς οι οποίοι είναι ουσιαστικά απόντες από τη ζωή του. Η δασκάλα και ο μαθητής θα έρθουν πολύ κοντά μεταξύ τους. Και η σχέση τους αυτή θα τους οδηγήσει σε πρωτόγνωρα μονοπάτια. 

Η άποψή μας: Νομίζω πως στη συγκεκριμένη ταινία έχει ιδιαίτερη σημασία το πλαίσιο αναφοράς. Ας μιλήσουμε λοιπόν για τη Σιγκαπούρη. Η Σιγκαπούρη είναι μια σύγχρονη Πόλη – Κράτος! Βρίσκεται στην νοτιοανατολική Ασία και δομείται από ένα κυρίως νησί και 63 επιμέρους νησίδια. Η συνολική έκτασή της φτάνει τα 725 τετραγωνικά χιλιόμετρα (είναι δηλαδή λίγο μικρότερη από την Κεφαλλονιά) και ο πληθυσμός της ξεπερνάει τα 5,7 εκατομμύρια κατοίκους (στην Κεφαλλονιά οι μόνιμοι κάτοικοι δεν φτάνουν καν τις σαράντα χιλιάδες!!!)! Με οχτώ χιλιάδες κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο είναι η δεύτερη πιο πυκνοκατοικημένη χώρα στον κόσμο, μετά το Μονακό (που έχει σχεδόν 19 χιλιάδες κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο – βέβαια, όλα κι όλα δύο είναι τα τετραγωνικά χιλιόμετρα του πριγκιπάτου, αλλά τεςπα). Η Σιγκαπούρη έχει τέσσερις επίσημες γλώσσες: αγγλικά, μανδαρίνικα (κινέζικα), ταμίλ και μαλάι. 

Και τώρα μπαίνουμε και λίγο στα... θαλάσσια ύδατα της ταινίας. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από το Σημείωμα του Σκηνοθέτη (από το δελτίο τύπου της εγχώριας εταιρίας διανομής της ταινίας): «Όσο κι αν προσπαθούμε να προοδεύσουμε προς μία ισότιμη κοινωνία, φαίνεται ότι παντού στον κόσμο, όπως και στη Σιγκαπούρη, υπάρχουν αόρατες γραμμές που διαχωρίζουν τους ανθρώπους, βασισμένες στα χρήματα, την καταγωγή και την τάξη. Υπήρχε πάντα ένας ελιτισμός από όσους έχουν εκπαιδευτεί με το αγγλικό σύστημα και μιλούν σχεδόν αποκλειστικά αγγλικά. Στη σημερινή Σιγκαπούρη το κύμα νέων μεταναστών από την Κίνα, έχει οδηγήσει πολλούς ντόπιους να διαχωρίζουν τον εαυτό τους μέσω της ικανότητάς τους να μιλούν αγγλικά. Ήμουν πάντα πολύ ευαίσθητος όσον αφορά στην ιδέα της τάξης και της καταγωγής στην αληθινή ζωή αλλά και στη δουλειά μου. Η απεικόνιση των λεπτομερειών αποτελεί πολύ σημαντικό κομμάτι της σκηνοθεσίας μου, ο τρόπος με τον οποίο μιλούν οι χαρακτήρες, κοιτάζουν γύρω τους, κινούνται στον χώρο, όλα αυτά αποκαλύπτουν πάρα πολλά για το από πού έρχονται και τις αξίες τις οποίες πρεσβεύουν». 

Κι αυτές οι κουβέντες βοηθούν τον θεατή να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα, που έτσι κι αλλιώς τα νιώθει παρακολουθώντας την ταινία – don't get me wrong – αλλά σαφώς και δεν είναι σπόιλερ και εντέλει, θεωρήστε τα ως μια παραπάνω εγκυκλοπαιδική γνώση. Δεν είναι κακή η γνώση, έτσι; Αν ήθελα να κάνω χύδην χαβαλέ, θα μπορούσαμε να πούμε πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια παραλλαγή του – κλασικού πλέον – «Η σαραντάρα και ο πρωτάρης» (by the way, μια χαρά ταινία ήταν το «Class» - πρωτότυπος τίτλος εκείνου του φιλμ). Κι εμείς ήμασταν έφηβοι και γουστάραμε κάποιες καθηγήτριές μας και το μέινστριμ σινεμά αρκετά συχνά (όχι πολύ) ασχολείται με την αποτύπωση αυτής της τρόπων τινά δημοφιλούς φαντασίωσης. Άλλοτε μένοντας στην επιφάνεια (και δεν το χοντραίνω παραπάνω) κι άλλοτε εμβαθύνοντας, χωρίς στόχο την εύκολη εκμετάλλευση ενός πιασάρικου θέματος. 

Ο Anthony Chen επιλέγει να μεταφέρει το σενάριό του με τέτοιον τρόπο, τρυφερό, γλυκόπικρο, ρομαντικό και ουσιαστικό, αποφεύγοντας την παγίδα του exploitation. Εξάλλου, το «ρομάντζο» είναι μονόπλευρο εντέλει αν το καλοσκεφτεί κανείς. Απλά, δύο άνθρωποι βρίσκονται την... κατάλληλη στιγμή στο (α)κατάλληλο περιβάλλον και με τις (α)κατάλληλες συνθήκες ανακαλύπτουν ο ένας στον άλλο αυτό που τους λείπει. Χαμηλότονος, διακριτικός, ο δημιουργός μας παρουσιάζει δύο ανθρώπινους χαρακτήρες, τρισδιάστατους, με σάρκα και οστά, με αδυναμίες και πάθη και μας κάνει να ενδιαφερόμαστε για αυτούς και για το τι θα γίνει παρακάτω. Βέβαια, το «τι θα γίνει παρακάτω» είναι λίγο προβλέψιμο: δεν έχουμε εδώ καμιά φοβερή ανατροπή, σαν άσσος τραβηγμένος από το μανίκι, που θα εντυπωσίαζε ενδεχομένως το φιλοθεάμον κοινό. Όχι. Αλλά εδώ δεν έχει σημασία η ανατροπή. Εδώ σημασία έχει η ίδια η ιστορία. Και η ικανότητα του Chen να αφηγηθεί την ιστορία. 

Εντέλει και σεναριακά και σκηνοθετικά πιάνει υψηλές επιδόσεις. Ναι, όσα λέει στο σκηνοθετικό σημείωμα που παρέθεσα παραπάνω, τα βλέπει κανείς στην ταινία. Η καθηγήτρια είναι από ταπεινή οικογένεια, από τη Μαλαισία, κατά κάποιον τρόπο μετανάστρια στη Σιγκαπούρη. Ο γάμος της μπορεί και να ήταν ένας τρόπος να ξεφύγει. Στο κολέγιο τα κακομαθημένα σχολιαρόπαιδα δεν ενδιαφέρονται να μάθουν σωστά κινέζικα. Ξέρουν αγγλικά κι αυτό αρκεί για να τους διαχωρίζει από την πλέμπα. Ο διευθυντής του κολεγίου σκέφτεται να κόψει τα κινέζικα, μιας που δεν ενδιαφέρουν τους «πελάτες» του. Ο πιτσιρικάς που κολλάει με την καθηγήτρια, διαφέρει. Δεν είναι ξιπασμένος – δεν μπορεί να είναι. Στο ψυγείο του μια μπανάνα. Όχι μαγειρεμένο φαγητό, κάτι που να υποδεικνύει γονεϊκή φροντίδα. Φιξάρει πάνω στην καθηγήτρια, πριν καν εκείνη του δείξει ενδιαφέρον – ναι, για να βελτιώσει τα κινέζικά του. Φροντίδα όσο να 'ναι. Και τον πηγαίνει και στο σπίτι του με το αυτοκίνητό του. Σε τεντωμένο σχοινί η σχέση τους. Καταλαβαίνει η Λινγκ ότι ο Γουέι Λουν την ποθεί; Κι αν καταλαβαίνει, πώς το επιτρέπει να συνεχίζεται; Νιώθει κολακευμένη; Νιώθει πως δεν απειλείται; Μήπως νιώθει κι αυτή κάτι γι' αυτόν τον ντροπαλό έφηβο; 

Όπως και να έχει το θέμα, ο Chen καταφέρνει και... getting away with murder στη μία και μοναδική σκηνή που είναι πραγματικά «επικίνδυνη» καθώς τα όρια ανάμεσα στη συναίνεση και την άρνηση εδώ είναι λίγο θολά. Το σίγουρα είναι πως, ναι, η καρδιά πονάει όταν ραγίζει από έναν ατελέσφορο έρωτα, ναι, μια αγκαλιά μέσα στη βροχή είναι υπέροχη – κάθε αγκαλιά είναι υπέροχη – ναι, μπορείς να είσαι μόνος ακόμα κι αν ζεις κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο, και ναι, παντού θα βιώνεις κάθε είδους απαξιωτικά σχόλια μέχρι η κοινωνία να αποφασίσει να πάει ένα βήμα μπροστά. Η γυναίκα οδηγός φταίει για το ατύχημα ακόμα και στη μακρινή Σιγκαπούρη λοιπόν. Επειδή είναι γυναίκα... 

Ο Chen αντλεί στοιχεία και από την προσωπική του ζωή στο χτίσιμο του σεναρίου: η βασικότατη υποπλοκή με την προσπάθειά της Λινγκ να αποκτήσει παιδί με εξωσωματική, ορμόνες, συνεύρεση κατά τη διάρκεια της ωορρηξίας κτλ είναι... βιωματική. Είναι πράγματα που τα έχει βιώσει από πρώτο χέρι, οπότε έχει τη γνώση να τα μεταφέρει στο χαρτί και μετά στη μεγάλη οθόνη. Το θέμα είναι όμως πως μόνο η γνώση δεν αρκεί. Και ο Chen έχει τον τρόπο να μεταφέρει αυτήν τη γνώση στο πανί, στη μεγάλη οθόνη, και να την μετατρέψει σε πρώτης τάξεως ψυχαγωγία για τους θεατές. Με τρόπο κομψό, ανεπιτήδευτο, ειλικρινή και με μια ανθρωπιά που ποτίζει το βλέμμα και αποτυπώνεται σε κάθε κάδρο, όπως η βροχή που πέφτει ασταμάτητα στη Σιγκαπούρη την εποχή των μουσώνων, ο Chen κερδίζει το στοίχημα. Βοηθούν και οι ηθοποιοί του σ' αυτό. Και ναι, το καινούργιο θα γεννηθεί όπως και να ΄χει. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο αισιόδοξο μήνυμα σ' αυτήν την εποχή της σκοτεινιάς, έτσι;

Η Εποχή της Βροχής (Wet Season) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 24 Σεπτεμβρίου 2020 από την One From The Heart!
Περισσότερα... »

Πόλεμος στο Σπίτι (The War with Grandpa) PosterOld Skool εναντίον New Kool! Η ταινία Πόλεμος στο Σπίτι (The War with Grandpa), που σκηνοθετεί ο Tim Hill (Alvin And The Chipmunks, Hop), βασίζεται στο μυθιστόρημα του Robert Kimmel Smith, το οποίο έχει πουλήσει πάνω από 1,5 εκατομμύριο αντίτυπα. Ο Πίτερ και ο παππούς του, Εντ, είναι πολύ αγαπημένοι και δεμένοι μέχρι που... ο παππούς του θα μετακομίσει στο σπίτι της οικογένειάς του και θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το πιο μεγάλο κεκτημένο του, το δωμάτιό του! Ο Πίτερ, όμως, δεν το βάζει κάτω και επινοεί με τους φίλους του φάρσες για να τον διώξει! Αλλά και ο παππούς του δεν παραδίνεται εύκολα... Ένας πόλεμος είναι προ των πυλών!

Πόλεμος στο Σπίτι (The War with Grandpa) Movie

Τον γερο παππού υποδύεται ο Robert De Niro, τον εγγονό Oakes Fegley, ενώ το καστ συμπληρώνουν και οι Uma Thurman, Rob Riggle, Laura Marano, Cheech Marin, Jane Seymour και ο Christopher Walken.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 24 Σεπτεμβρίου 2020 από την Odeon!

Περισσότερα... »

Another Round (Druk) PosterΈνα γύρο ακόμη! Έχοντας πραγματοποιήσει την επίσημη πρεμιέρα του στα διεθνή φεστιβάλς των Καννών και του Τορόντο, έρχεται το καινούργιο φιλμ του πολυβραβευμένου Δανού σκηνοθέτη Thomas Vintenberg (The Third Lie, It's All About Love, Dear Wendy, When a Man Comes Home, Submarino, The Hunt, Far from the Madding Crowd, The Commune, Kursk) Another Round, που στην πατρίδα του φέρει την μαρκίζα Druk. Η δραματική ταινία περιστρέφεται γύρω από τέσσερις φίλους, όλοι καθηγητές γυμνασίου, που αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν ένα πείραμα, ανεβάζοντας τα επίπεδα του αλκοόλ στο αίμα τους. Το περίεργο είναι που τα πάντα στην ζωή τους, όσο το οινόπνευμα ρέει, βελτιώνονται σημαντικά, όσο όμως το παράξενο πλάνο προχωρά όλα γύρω τους θα εξελιχθούν σε μυστηριώδη και εκκεντρικά.

Another Round (Druk) Movie

Πρωταγωνιστής σε μια ακόμη ταινία του Σκανδιναβού δημιουργού ο συμπατριώτης του, διεθνής αστέρας Mads Mikkelsen, που στο πλευρό του έχει και τους Thomas Bo Larsen, Lars Ranthe, Magnus Millang, Maria Bonnevie. Πρεμιέρα στην Δανία στις αρχές του Οκτωβρίου και κατοπινά σε όλες τις υπόλοιπες αγορές του κόσμου.

Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!

Περισσότερα... »

2020 Toronto Film Festival Poster
Είμαι και θα είμαι ευγνώμων για την 9η cineχή μου παρουσία στο σημαντικότερο κατά τεκμήριο (ποσοτικά τουλάχιστον αποδεδειγμένα) κινηματογραφικό φεστιβάλι του πλανήτου. Και παρότι κάτι εντός τσιγκλάει να ξεστομίσω αυτή τη γενική κατακραυγή για το 2020 περί του να πάει και να μη ξαναγυρίσει, αναλογίζομαι πως το γεγονός μόνο του ότι οι Cameron Bailey - Joana Vicente και η υπερταλαντούχα παρέα τους παρέδωσαν το πρώτο TIFF-streamάδι είναι κατόρθωμα δεδομένων των COVID περιστάσεων. Σε είχα αφήσει με την απορία για τον τελευταίο Vinterberg, σε μια ακόμη θαυμαστή cineργασία με τον πάντα εγγύηση Mads Mikkelsen. Ο λόγος για το Another Round, μια μάλλον ξενέρωτη κωμωδία, παρά τα κυβικά κατανάλωσης αλκοόλ μιας παρέας μεσηλίκων δασκάλων με τα προβλέψιμα προσωπικά-οικογενειακά θεματάκια. Χάρη στο καλοκουρδισμένο κάστ σχεδόν ξεχνάς το ότι επί 100 λεπτά παρακολουθείς ένα ξεχειλωμένο αστείο. Νερουλός αυτή τη φορά ο Thomas - μην περιμένεις Festen ή The Hunt μεγαλεία.


Οπόταν κλείνω με την 100% επιβεβαιωμένη μου πρόβλεψα πως οι δυο κυρίες Chloé Zhao – Regina King θα κάνουν το 1-2 στις τελικές βραβεύσεις. Το 2020 θα είναι απόλυτα γένους θηλυκού και μάλιστα POC (Person of Colour). Δεν ξεύρω αν έχεις ακουστά τον Bill Maher και το show του αλλά τα έχει προϊδεάσει ούλα ταύτα μέχρι και τα επερχόμενα (βλ. σε καμιά 2ετία-3ετία) Oscars (Κλίκαρε με τρόπο λιγουλάκι ΕΔΩ για περισσότερα, αναφορικά με τα ισχύοντα από 8ης Σεπτέμβρη φιρμάνια των AMPAs). Τουτέστιν, προτάσσεται ξεκάθαρα η ποσόστωση διαφορετικότητας εις βάρος του καλλιτεχνικού οράματος του δημιουργού. Τόπα λοιπόν. Για να δούμε αν έχει έρθει ο καιρός που θα αρχίσουμε να κάνουμε φυλακή (κάθε είδους) όταν υποστηρίζουμε τα αυτονόητα. Είδα και μια σειρά από In Conversation with με Halle Berry, Barry Levinson & Denzel Washington, Claire Denis & Barry Jenkins, Ava DuVernay και ένοιωσα την αμηχανία της βιομηχανίας για το μέλλον της να διαπερνά τις via Ζoom κουβεντούλες. Σε ευχαριστώ μποκού, αφήνω σε με τη λίστα των People's Choice Awards (στανταράκι οσκαρικό εφαλτήριο), ευχόμενος και του χρόνου λευτεριά στο cineμά όπως το αγαπήσαμε από τα μικράτα μας: Εντός σκοτεινής αιθούσης... 

TIFF2020 Awards 
People's Choice Award - Nomadland, Chloé Zhao 
People's Choice Award, First Runner Up - One Night in Miami, Regina King 
People's Choice Award, Second Runner Up - Beans, Tracey Deer 
People's Choice Award: Documentaries - Inconvenient Indian, Michelle Latimer 
People's Choice Award: Midnight Madness - Shadow in the Cloud, Roseanne Liang 
Best Canadian Feature Film - Inconvenient Indian, Michelle Latimer 
Best Canadian Short Film - Benjamin, Benny, Ben, Paul Shkordoff 
Best International Short Film - Dustin, Naïla Guiguet 
FIPRESCI Award - Beginning (Dasatskisi), Dea Kulumbegashvili 
NETPAC Award - Gaza mon amour, Tarzan Nasser, Arab Nasser 
Amplify Voices - The Disciple, Chaitanya Tamhane / Night of the Kings (La Nuit des Rois), Philippe Lacôte 
Changemaker Award - Black Bodies, Kelly Fyffe-Marshall 
Share Her Journey - Sing Me a Lullaby, Tiffany Hsiung

gaRis

Toronto Film Festival 2020
Περισσότερα... »

The Father PosterΠαράξενα πράγματα συμβαίνουν γύρω μας! Έχοντας πραγματοποιήσει την επίσημη πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Sundance, αφήνοντας εξαιρετικές εντυπώσεις, έρχεται η ανεξάρτητης παραγωγής δραματική ταινία της Sony Classics, The Father, που ορίζει το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γάλλου Florian Zeller, σε σενάριο δικό του σε συνεργασία με τον βραβευμένο Christopher Hampton. Κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης ο Άντονι, ένας 80χρονος, όχι στην καλύτερη πνευματική κατάσταση, που ζει εκ πεποιθήσεως ολομόναχος, απορρίπτοντας διαρκώς κάθε προσπάθεια βοήθειας του από την πρόθυμη κόρη του Άννα. Στο πέρασμα του χρόνου, όμως, εκείνος θα αντιληφθεί πως σταδιακά η απώλεια συνείδησης θα τον αναγκάσει να την φέρει κοντά του. Αλλά και εκείνη θα νιώσει πως ο γονιός της πλέον βάζει πλώρη για το αιώνιο ταξίδι, μια απώλεια που δεν δύναται με κανέναν τρόπο να αντέξει. Ποια θα είναι η πραγματικότητα όμως και για τους δύο?

The Father Movie

Εκπληκτικής σύνταξης το πρωταγωνιστικό δίδυμο, που ορίζουν οι τιμημένοι με την υπέρτατη διάκριση της Ακαδημίας, Anthony Hopkins και Olivia Colman. Το εξαιρετικά προσεγμένο καστ συμπληρώνουν και οι Mark Gatiss, Rufus Sewell, Imogen Poots και Olivia Williams.

Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!

Περισσότερα... »

Η Δίκη των 7 του Σικάγου (The Trial of the Chicago 7) PosterΤο 1968 η Δημοκρατία αρνήθηκε να κάνει πίσω! Μετά από μια σημαντική καριέρα στην συγγραφή σεναρίων ο Aaron Sorkin πήρε το ρίσκο να περάσει πίσω από την κάμερα, πραγματοποιώντας το δημιουργικό του ντεμπούτο με την αξιόλογη ταινία Molly's Game. Το δεύτερο ντιρεκτορικό του βήμα το κάνει με το φιλμ The Trial of the Chicago 7, που απεικονίζει την πραγματική ιστορία της ειρηνικής διαμαρτυρίας του 1968, που εξελίχθηκε σε αιματηρή και βίαιη σύγκρουση, αλλά και την δίκη που επακολούθησε. Η παραγωγή της Paramount αφού ορίστηκε να κυκλοφορήσει στις αίθουσες σε ημερομηνία που έπεσε μέσα στο λοκντάουν, κατοπινά πουλήθηκε στην πλατφόρμα του Netflix, το οποίο με την σειρά του όρισε επίσημα το ριλίζ για τις 20 Οκτωβρίου του 2020. 

Η Δίκη των 7 του Σικάγου (The Trial of the Chicago 7) Movie

Η ιστορικού ενδιαφέροντος ταινία διαθέτει πληθώρα γνώριμων αστέρων στο πρωταγωνιστικό της καστ, το οποίο αποτελούν οι Yahya Abdul-Mateen II, Sacha Baron Cohen, Joseph Gordon-Levitt, Michael Keaton, Frank Langella, John Carroll Lynch, Eddie Redmayne, Mark Rylance, Alex Sharp και Jeremy Strong

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Οκτωβρίου 2020 από την Odeon!

Περισσότερα... »

2020 Toronto Film Festival Poster
Πάμε λοιπόν άλλη μια τώρα. Για τους θιασώτες του arthouse, η 72χρονη Agnieszka Holland είναι πασίγνωστη από το Europa, Europe (1990), με εμφανή επιρροή από τον μέντορα Andrzej Wajda. Γνωστότατη και επαρκώς αιτιολογημένη η πολωνέζικη εμμονή με τη σταλινική περίοδο και τη θηριωδία του σοβιετικού λιμού και της εξολόθρευσης εκατομμυρίων ψυχών από Ουκρανία ως Καζακστάν και από Καύκασο μέχρι τον Βόλγα. Ο Mr. Jones ιχνηλατεί το πραγματικό οδοιπορικό του Gareth Jones ως καθαρή αλληγορία - αφετηρία συγγραφής της κλασικής Φάρμας των Ζώων, με άλλα λόγια την ιστορία Βρετανού δημοσιογράφου που έχει τη φαεινή και εντελώς παράτολμη ιδέα να εισχωρήσει στον σκοτεινά παντοδύναμο κομμουνιστικό μηχανισμό για να αναδείξει την αλήθεια πίσω από τη σοβιετική προπαγάνδα για ευημερία και ανθρώπινη ανάπτυξη. Η Holland είναι εγνωσμένης αξίας ως σκηνοθέτης, αναπαριστά με ακρίβεια την ιστορική περίοδο, όμως το σενάριο και ο ληθαργικός ρυθμός καίνε τις ευγενείς (και μονόπαντα ανακριβείς ως προς την ιστορική ακρίβεια αναφορικά με την κατάληξη (sic) του Jones) προθέσεις. Ο James Norton φωτογενής, η Vanessa Kirby αναξιοποίητη, ο τυπάρας Peter Sarsgaard εύκολα κλέβει παράσταση ως Pulitzer-ίστας Walter Duranty – νέμεσις του κεντρικού ήρωα.


Έγραψα Vanessa Kirby και θυμήθηκα το προχθεσινό Pieces of a Woman. Ε, λοιπόν το 180 Degree Rule της Farnoosh Samadi (Gaze) θα μπορύσε να σταθεί ως η φαταλιστική, ιρανή απάντηση στο οδυνηρέστατο δράμα απώλειας ενός μικρού παιδιού. Μια δασκάλα από την Τεχεράνη προετοιμάζεται για ένα γάμο στο βόρειο Ιράν, όπου εντέλει δε θα παραστεί, μετά την άρνηση του συζύγου της. Εκεί θα κάνει μια επιλογή που θα κοστίσει βάναυσα στους πάντες γύρω της, γεμίζοντάς την ατέλειωτη ενοχή. Εντύπωση μου έκανε το ανθρωπολογικό στοιχείο του θρήνου, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ταινία, καθόλου μακριά από την ελληνική πραγματικότητα. Είμαστε Ανατολή τελικά.

Για να cineχίσω στο flipside μοτίβο, αν το Falling του Mortensen εκθέτει τον ρατσιστή, εντελώς πατριαρχικό και κάργα ομοφοβικό ως πρότυπο, πατέρα, το Good Joe Bell (του Reinaldo Marcus Green) αφηγείται με έντονα μελοδραματικό τρόπο το road trip ενός μετανοούντος χιλιμπιλούση Ορεγκονιανού πατρός (Ο απόλυτος everyman Mark Wahlberg) 15χρονου gay γιου (ο αστεράτος Maxwell Jenkins - σημείωσε το όνομα αυτό) ανά την αμερικανική επικράτεια, μετά τις τραγικές συνέπειες του σχολικού και online bullying που υπέστη ο τελευταίος. Το σενάριο τσιγκλάει δακρυγόνους από το δίδυμο Larry McMurtry - Dianna Ossana του Brokeback Mountain (τσεκ). Ο Marky Mark προσπαθεί τίμια ενώ η ταινία, παρότι συγκινητική παραμένει έντονα κηρυγματική, Χόλυγουντ στάιλ μπέιμπι.

Αν τώρα ζητάς διδακτισμό επιπέδου τάισμα με - το - κουτάλι, τότενες το Concrete Cowboy είναι το δηλητήριό σου για την περίσταση. Ο πρωτάρης Ricky Staub αρπάζει το σκεπάρνι και μας σημαδεύει κατακούτελα, χτυπώντας ασταμάτητα το πόσο ζωτικής σημασίας είναι να φροντίσει η μαμά πατρίδα το ζήτημα διατήρησης των Στάβλων της Οδού Fletcher στο Philly. Μιλάμε για ghetto cowboys, μαύρους αναβάτες που δραστηριοποιούνται στην περιοχή για πάνω από έναν αιώνα. Το φόντο είναι μια υποτυπώδης ιστορία σμιξίματος πατέρα (ο Idris Elba υπνοβατεί στο ρόλο - ευκολάκι) και ατάκτου υιού (ο Caleb Mc Laughlin έχει κατακτήσει τον χαρακτήρα του) αναμεσό σε αυτά τα υπέροχα άτια. Μουσική κλισέ, σκοτεινιά στα χρώματα και μια μεγάλη ευκαιρία χαμένη που φωνάζει ότι ως ντοκιμαντέρ (αρκετοί αληθινοί concretecowboys εμφανίζονται στην ταινία) το πράμα θα λειτουργούσε σαφώς ουσιαστικότερα.


Η θέση μου είναι δύσκολη. Τι να καταλογίσω στον κοντεύει - 80ήκοντα θρύλο Werner Herzog όταν το πηκ του συνέβη όταν ήμουν αγέννητος; (Aguire, 1972) Το ερώτημα απλό. Είμαστε ή όχι ευγνώμονες που ο Βαυαρός έχει κρατήσει ατόφια την νεανική του περιέργεια και τον ερευνητικό ενθουσιασμό για επιστημονική γνώση και ανθρωπολογική ιστοριοδίφηση (καραsic); Προσωπικά ναούμ είμαι. Τρίτη cineργασία με τον ηφαιστιολόγο και εν γένει ψαχτήρι συμπαντικών καταβολών Clive Opennheimer, το Fireball: Visitors from Darker Worlds γυρεύει αστεροειδείς και bigbang κατάστασες μεταξύ Mecca και Incas, περιηγείται και συνεντευξιάζει με εμβόλιμες τοπικές ανιμιστικές τελετές και εγώ λέω γειασάν του μάγκα, όμως φίλος δε γίνομαι γιατί, σόρρυ, μα προχειροδουλειά μάστορα.

Αντιθέτως δε θα με εξέπληττε καθόλου η προοπτική όχι μόνο υποψηφιότητας αλλά και τελικής επικράτησης του ντόκου I Am Greta του Nathan Grossman στο πέρας της βραβευτικής χρονιάς. Μη ρωτάς ποιά Greta, είναι η (πρόπερσι) 15χρονη σουηδέζα μαθήτρια Greta Thunberg, η eco warrior που συνέγειρε εκατομμύρια ακτιβιστών ανά τον πλανήτη κατά της κλιματικής αλλαγής και των μπαγαπόντηδων πολιτικών στα ψηλά οφίτσια της παγκοσμιοποίησης. Συγκινητικό ταξείδι της πάσχουσας από Άσπεργκερ’ς μα σιδερένιας θέλησης κοπελιάς που έσπασε τον αποκλεισμό της διαφορετικότητάς της για να ενωθεί με το απανταχού οικολογικό κίνημα ως ηγέτρια δύναμη. Υπάρχουν πλάνα που αμφισβητείς την αλήθεια της «στιγμής» αλλά, όσο στημένο κι αν είναι (;) το πρότζεκτ, μόνη η εικόνα αγόρευσής της στον Ο.Η.Ε. συγκαταλέγεται άνετα στις σπουδαιότερες των τελευταίων ετών, τόσο ως ενσταντανέ, όσο κι ως συμβολισμός.

Εδώ λοιπόν μόλις παρέλαβες την 3η σου 6άδα σε ένα σκάρτο 5νθήμερο. Τώρα φίλη μου θα δουλέψω για πάρτη μου. Θα ακολουθήσω παράδοση που επιτάσσει να αφήνω τελευταίο το φιλμ που θεωρώ το καλυτερότερο της φεστιβαλικής εσοδείας. Another Round επομένως του Thomas Vinterberg - με Mads Mikkelsen εννοείται. Μαζί με τα καθιερωμένα People’s ChoiceAwardsτης Κυριακής - κοντής - γιορτής. Φαβορίτα A Night In Miami και Nomadland. Φιλούθκια.

gaRis

Toronto Film Festival 2020
Περισσότερα... »

Scooby Doo! PosterScooby Doo!
του Tony Cervone. Με τις φωνές των Kiersey Clemons, Zac Efron, Will Forte, Jason Isaacs, Ken Jeong, Tracy Morgan, Gina Rodriguez, Amanda Seyfried, Mark Wahlberg, Frank Welker.

You’re gonna solve that mystery...
του zerVo (@moviesltd)

Μακράν του δεύτερου, το πιο μονότονο και βαρετό Μικιμάους των παιδικών μου χρόνων. Σαράντα επεισόδια όλα κι όλα, κοπής 1971 - 72, που παίζονταν σε λούπα στην εγχώρια τι βι μέχρι και να ζυγώσει το μιλένιουμ, άπαντα, από το πρώτο ίσαμε το τελευταίο, με ακριβώς την ίδια ιστορία. Ένα τρομαχτικό τέρας - στοιχειό - φάντασμα - πόλτεργκάιστ, την πέφτει στα πιο φοβιτσαρικα όντα του πλανήτη, έναν θηριώδη σκύλο και το ασούμπαλο αφεντικό του και χάρη στην αλληλέγγυα αρωγή των τριών φιλαράκων τους, θα αποδειχτεί πως πίσω του δεν κρύβεται κανείς άλλος από τον μασκαρεμένο, μέχρι ώρας, αχώνευτο χαρακτήρα της υπόθεσης. Μιλάμε καρμπόν! Στην λάιβ άξιον εκδοχή του τίτλου, καιρό μετά, ομολογώ πως πήρα μια θετική έκπληξη, κυρίως χάρη στο κέφι της νεανικής πρωταγωνιστικής του τετράδας. Κι εκεί που είχα την εντύπωση πως με την περίπτωση Scooby Doo! είχαμε κλείσει οριστικά και αμετάκλητα, νάσου εμφανίστηκε μια νέα, αχρείαστη και ελάχιστα εμπνευσμένη animation εκδοχή του.

Scooby Doo! Quad Poster
Για δέκα ολόκληρα χρόνια, από την εποχή που ήσαν παιδιά, η τετραμελής παρέα των Mystery Inc, αποτελούμενη από τον δυναμικό Φρεντ, την εύστροφη Δάφνη, την μεθοδική Βίλμα, τον ανακατωσούρα Σάγκι και τον πιστό του σκύλο / κολλητό φίλο Σκούμπι Ντου, έχουν επιλύσει σχεδόν όλες τις μυστηριώδεις απάτες που έχουν συμβεί στην περιοχή τους. Διάσημοι πλέον ως ευρηματικοί ντέτεκτιβς, οι φίλοι θα θέσουν καινούργιους στόχους στην καριέρα τους, αναζητώντας τον μάνατζερ που θα τους κατευθύνει ιδανικά για να τους πραγματοποιήσουν. Επιλογή που δεν θα ικανοποιήσει τον πιο αυθόρμητο της κομπανίας Σάγκι, που αντάμα με το τετράποδο σήμα κατατεθέν της, θα θέσουν εαυτούς εκτός της Ομάδας Μυστήριο.

Όχι όμως για πολύ, καθώς εντελώς αναπάντεχα οι δυο τους θα δεχτούν την επίθεση του κακίστρου Ντικ Ντάσταρντλυ, ενός ματαιόδοξου κακοποιού, που έχει βάλει στο μάτι τον Σκουμπ, προκειμένου να τον απαγάγει, γνωρίζοντας καλά πως είναι ο μοναδικός επιζών απόγονος της ράτσας των θρυλικών σκύλων της αρχαιότητας, αλλά και εκείνος που μπορεί να ξυπνήσει από τον λήθαργο τον μυθικό τρικέφαλο Κέρβερο. Με την αρωγή του αλλοπρόσαλλου σούπερ ήρωα Μπλου Φάλκον, γιου και φυσικού διαδόχου του πιο αγαπημένου χαρακτήρα του Σάγκι και του Σκούμπι, οι φίλοι θα παλέψουν να ξεφύγουν από το κυνηγητό του πολυδιάστατου εγκληματία και του υπερσύγχρονου στρατού του.

Εννοείται πως πολύ γρήγορα στο κόλπο θα μπουν και οι άλλοι τρεις της συμμορίας, αφού κατανοήσουν το σφάλμα τους να κάνουν τον Σάγκι πέρα και αντιληφθούν πως χωρίς εκείνον και φυσικά δίχως το σκυλίσιο trade mark τους τίποτα δεν είναι το ίδιο για την ομήγυρη τους. Το ζήτημα είναι πως στην πολλαπλών διαστάσεων που καλούνται να δώσουν κόντρα στον πανίσχυρο Ντάσταρντλυ, οι πιθανότητες τελικής επικράτησης δεν είναι με το μέρος τους και μόνο με ένα θαύμα θα καταφέρουν να επικρατήσουν των καταστροφικών για τον κόσμο, προσδοκιών του τρομοκράτη.

Από μηχανής Θεός που για να γεμίσουμε ξανά υπερηφάνεια σαν έθνος, εμφανίζεται στην τελική σεκάνς του πανζουρλισμού, επάνω στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως, ο οποίος μέσα από μια χρονοτρύπα προβάλλεται στην αρχική του λαμπερή μορφή, σε μια σχεδιαστική επέκταση της σημερινής. Πέρα του απρόσμενου ελληνικού ενδιαφέροντος του στόρι όμως, η αλήθεια είναι πως τα πάντα ξεφεύγουν υπερβολικά στην εξέλιξη, από εκείνο το συνηθισμένο τετριμμένο και επαναλήψιμο των αρχικών χρόνων των περιπετειών του Σκούμπι Ντου. Μα, θα μου πεις, εσύ είσαι αυτός που επιζήτησε μια ανατροπή των ίδιων και των ίδιων που παρακολουθούσες κάποτε, τι γκρινιάζεις? Να δικαιολογηθώ λέγοντας, πως αυτό το υπερβολικό, Μαρβελικό, superhero, φασαριόζικο πανηγύρι δεν είναι του γούστου μου.

Είναι όμως του κεφιού όλων εκείνων των δεκάχρονων σινεφίλ, που φαντάζομαι θα περάσουν υπέροχα παρακολουθώντας ένα κινούμενο σκίτσο που και βέβαια στην πρώτη γραμμή των ιδεολογικών του στοιχείων, προβάλλει την αδελφοσύνη, την αλληλεγγύη και τους ακλόνητους δεσμούς που οφείλει να έχει μια νεανική συντροφιά, που λειτουργεί ως ομάδα. Ο διασημότερος τίτλος της μπράντας Hanna Barbera, στην παραγωγή του στούντιο της Warner, που δεν έριξε και λίγα χρήματα για να μαζέψει στο φωνητικό καστ αστέρες μεγέθους Efron, Forte, Isaacs, Seyfried, έως και τον πολύ Wahlberg, σχεδιαστικά τείνει περισσότερο προς το δισδιάστατο παλιομοδίτικο καρτούν, θεματικά προσφέρει μια παραφουσκωμένη πλοκή, που διαθέτει μεν κάποιο ενδιαφέρον, στην ουσία όμως στο πεδίο της διαρκούς φιλμικής ροής του animation, δεν κάνει ούτε την έκπληξη, ούτε την διαφορά. Σε όλα αυτά αν προσθέσουμε και την ατυχία να κυκλοφορήσει διεθνώς εν μέσω λοκντάουν, δεν είναι και αδικαιολόγητο το γεγονός πως πέρασε παγκοσμίως απαρατήρητο...

Scooby Doo! Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Σεπτεμβρίου 2020 από την Tanweer!
Περισσότερα... »

Οι άγνωστοι Αθηναίοι Poster ΠόστερΟι άγνωστοι Αθηναίοι
της Αγγελικής Αντωνίου.


Σκυλίσια ζωή
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Αδέσποτες βόλτες γεμάτες εκπλήξεις στην καρδιά της πόλης

Αυτό είναι το δεύτερο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ που σκηνοθετεί η Αγγελική Αντωνίου, μετά το «Αιχμάλωτοι της θάλασσας» (1991). Έχει γυρίσει και τρεις μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας στην έως τώρα καριέρα της: «Δονούσα» (1992), «Χαμένες νύχτες» (1997) και «Eduart» (2002). Η επόμενη ταινία της που θα δούμε στις αίθουσες έχει τίτλο «Πράσινη θάλασσα», πρωταγωνιστές τους Αγγελική Παπούλια και Γιάννη Τσορτέκη και το σενάριό της βασίζεται στο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου «Για να δει τη θάλασσα».

Οι άγνωστοι Αθηναίοι Poster Πόστερ Wallpaper
Το ντοκιμαντέρ Οι άγνωστοι Αθηναίοι έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου – διαδικτυακού – φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου και έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της, διεκδικώντας τον Χρυσό Αλέξανδρο.

Η υπόθεση: Η ταινία της Αγγελικής Αντωνίου «Οι άγνωστοι Αθηναίοι» παρακολουθεί επί 6 χρόνια τη ζωή των σκύλων στο κέντρο Αθήνας και τη σχέση τους με τους ανθρώπους και τον χώρο γύρω τους. «Οι άγνωστοι Αθηναίοι» είναι ένα συγκινητικό ταξίδι στις διαδρομές ανθρώπων και ζώων και ταυτόχρονα ένα ολοζώντανο, απρόβλεπτο πορτραίτο που αποκαλύπτει την καρδιά της αυθεντικής Αθήνας, μιας Αθήνας που συνεχώς παίρνει νέα μορφή.

Η άποψή μας: «Θα μείνει η Αθήνα χωρίς σκυλιά και χωρίς γατιά όταν πεθάνω εγώ», δηλώνει ένας από τους πρωταγωνιστές αυτού του ντοκιμαντέρ. Σημείωση: ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι άστεγος. Αδέσποτος κατά μία έννοια. Όπως οι τετράποδοι σύντροφοί του. Και ιδίως η Φωτούλα. Η αγαπημένη του. Η ερωτιάρα. Που σαν ταξιδιάρα ψυχή «και αν θέλω δίπλα σου είναι δύσκολο να μένω». Ναι, αμέ...

Το ντοκιμαντέρ της Αγγελικής Αντωνίου είναι μια ταινία γλυκιά και όμορφη, μικρή το δέμας και ταπεινή στις επιδιώξεις της. Πρωταγωνιστούν τα αδέσποτα σκυλιά που βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας και μια χούφτα άνθρωποι. Η αντίστιξη με τους άστεγους - αδέσποτους ανθρώπους έχει νόημα και δίνει μια επιπλέον διάσταση στην ταινία, που έχει την ματιά της στα αδεσποτάκια, δεν παραβλέπει όμως και την κοινωνία. Είναι παρούσα στις διαδηλώσεις, στις διαμαρτυρίες, στα περαστικά χάδια, σε όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους με τους οποίους στεκόμαστε απέναντι ή δίπλα σε αυτά τα σκυλιά.

Και το σάουντρακ της ταινίας έχει ενδιαφέρον, οι κουβέντες, ο αυτοσχέδιος «Μπάμπης ο Φλου» και οι νότες από το Σέρπικο του Μίκη στη φυσαρμόνικα του φαρμακοποιού. Δεν είναι «Γάτες της Κωνσταντινούπολης» ιδίως από τεχνικής άποψης και από άποψη μπάτζετ, αλλά να χαρώ εγώ. Μια ταινία που γυρίστηκε για να αγαπηθεί, ιδίως από τους ζωόφιλους. Αλλά ρε γαμώτο και να μην σε νοιάζει αυτή η ιδιαιτερότητα όλων των χωριών και των πόλεων της πατρίδας μας – και της πρωτεύουσας λοιπόν – να διαθέτουμε δηλαδή αδέσποτους σκύλους (πουθενά στον δυτικό κόσμο δεν συμβαίνει αυτό), η Αντωνίου βρίσκει τον τρόπο να σε κάνει να νοιαστείς. Κι ας επαναλαμβάνεται κάποιες φορές. Ας είναι. Γαβ.

Οι άγνωστοι Αθηναίοι Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Σεπτεμβρίου 2020 από την Filmtrade!
Περισσότερα... »

Ακαταμάχητος (Irresistible) Poster ΠόστερΑκαταμάχητος
του Jon Stewart. Με τους Steve Carrell, Chris Cooper, Mackenzie Davis, Rose Byrne, Topher Grace, Natasha Lyonne, Debra Messing, C.J. Wilson, Brent Sexton.


Η μάχη του Ντιρλάκεν – Νταρλαντιρλάνταντα
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

«Κατασκευάζοντας» τον τέλειο υποψήφιο

Ο χαρισματικός κωμικός και παρουσιαστής Jon Stewart έχει σφραγίσει τη γενιά του χάρη στην οξύτατη ματιά του στην πολιτική επικαιρότητα, μέσα από τη σατιρική, πολυβραβευμένη εκπομπή «The Daily Show», η οποία για πολλά χρόνια ήταν ο… «εφιάλτης» των ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ. Η εκπομπή, με τον Jon Stewart στο ρόλο του παρουσιαστή, προβαλλόταν από τις 11 Ιανουαρίου του 1999 έως τις 6 Αυγούστου του 2015, δηλαδή για πάνω από 15 χρόνια! Πλέον, την εκπομπή παρουσιάζει ο Trevor Noah. Αφότου Jon Stewart κατέβηκε οικειοθελώς από τη θέση του κορυφαίου πολιτικού σχολιαστή (λίγο πριν ο Ντόναλντ Τραμπ ανέβει στην εξουσία), αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο ως σκηνοθέτης. Έχει παίξει σε ταινίες περαστασιακά ως ηθοποιός ενώ για δύο χρόνια ήταν ο κεντρικός παρουσιαστής των Όσκαρ: το 2006 και το 2008. Αυτή είναι η δεύτερη σκηνοθετική του δουλειά. Προηγήθηκε το «Άρωμα ελευθερίας» (Rosewater, 2014). Στη δεύτερη ταινία του βρήκε βρήκε συνοδοιπόρο τον Steve Carrell, έναν από τους πρώτους συνεργάτες του στο «The Daily Show» (από το 1999 έως το 2005).

Ακαταμάχητος (Irresistible) Poster Πόστερ Wallpaper
Η έμπνευση για την ταινία Ακαταμάχητος (Irresistible) ήρθε από πραγματικά γεγονότα και συγκεκριμένα από τις τοπικές εκλογές στην Georgia για μια θέση γερουσιαστή, την άνοιξη του 2017. Ήταν η πρώτη φορά που μια τόσο μικρή εκλογική αναμέτρηση προκάλεσε τόση αναταραχή και που οι αντίπαλοι υποψήφιοι προκάλεσαν τέτοιο δυσανάλογο θόρυβο στα media. Οι συγκεκριμένες προεκλογικές καμπάνιες μάλιστα ήταν οι πιο δαπανηρές στην ιστορία των ΗΠΑ σε αυτόν τον τομέα, καθώς Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι ξόδεψαν 55 εκατομμύρια δολάρια!

Η υπόθεση: Ο Γκάρι Ζίμερ είναι αυθεντία στο να «δημιουργεί» νικητές πολιτικούς υποψήφιους για το κόμμα των Δημοκρατικών. Να εντοπίζει τον πιο κατάλληλο και να διοργανώνει την πλέον άψογη καμπάνια, μαζεύοντας χρήματα που θα βοηθήσουν τον υποψήφιο να πετύχει τον στόχο του, ενώ παράλληλα και ο ίδιος γεύεται μια ζωή γεμάτη απολαύσεις. Μετά από απανωτές ήττες, όμως, αντιλαμβάνεται πως οι Δημοκρατικοί έχουν χάσει το λαϊκό έρεισμα. Πως πλέον είναι σαν να απευθύνονται αποκλειστικά στην αστική ιντελιγκέντσια και στη λεγόμενη ελίτ των ΗΠΑ. Όταν ένας βοηθός του, του δείξει ένα βιντεάκι που έχει γίνει βάιραλ, στο οποίο ένας απολιτίκ πρώην πεζοναύτης, ο Τζακ Χέιστινγκς, μιλάει σε μια συνέλευση της μικρής, εγκαταλελειμμένης εν πολλοίς από την εξουσία πόλης στην οποία ζει, το Ντιρλάκεν του Γουισκόνσιν, ο Γκάρι θα αναθαρρήσει.

Πιστεύει πως στο πρόσωπο του Τζακ βρίσκει έναν υποψήφιο, ικανό όχι μόνον να κερδίσει τις τοπικές δημοτικές εκλογές και να γίνει δήμαρχος, αλλά – γιατί όχι – εν καιρώ, να κερδίσει και τις προεδρικές εκλογές! Ο Γκάρι πηγαίνει στο Ντιρλάκεν, πείθει τον Τζακ (και την κόρη του, την γοητευτική Νταϊάνα), να κατεβεί ως υποψήφιος και αναλαμβάνει την καμπάνια του. Αυτό που ξεκινάει ως μια ασήμαντη εκλογική αναμέτρηση σύντομα λαμβάνει απίστευτα μεγάλες διαστάσεις, καθώς το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων δεν μένει με σταυρωμένα χέρια και μπαίνει με τα δικά του όπλα στην αντιπαράθεση. Στην πορεία όλα θα κυλίσουν απρόβλεπτα και οι εκπλήξεις θα είναι πολύ περισσότερες από ένα εκλογικό αποτέλεσμα.

Η άποψή μας: Το... πρόβλημα με αυτήν την ταινία του Jon Stewart είναι το ίδιο με το πρόβλημα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ το οποίο αντιμετωπίζει και η απανταχού μη κομουνιστική Αριστερά στον δυτικό κόσμο. Δεν είναι ικανή (και ικανοί) να αρθρώσει έναν πειστικό λόγο για τις μεγάλες μάζες, οι οποίες έχουν «μαγευτεί» από τον λαϊκισμό του Ντόναλντ Τραμπ και του κάθε νεοφιλελέ πολιτικού. Θέλω να πω, μια χαρά περνάς παρακολουθώντας την ταινία όντας σε mood χαλαρής διάθεσης. Και πλάκα έχει (όχι, δεν μιλάμε για ξεκαρδιστική κωμωδία αλλά σαφώς και έχει τις στιγμές της) και προβληματισμό θέτει και καλές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές της καταθέτει. Δεν... πείθει όμως.

Θεωρώ πως ο Stewart την πάτησε ακριβώς επειδή θέλησε να λειάνει τις αιχμές του. Η πολιτική του σάτιρα μπορεί να παραπέμπει στο σινεμά του Frank Capra (ο οποίος by the way, ήταν βαθύτατα συντηρητικός, θερμός υποστηρικτής του Μουσολίνι και του Φράνκο, go figure) μόνο που το σινεμά του Capra είναι πλέον καλό μόνο ως ανάμνηση, όχι για να χρησιμοποιηθεί ως φόρμα αντιμετώπισης των σύγχρονων δεινών. Της χρειαζόταν μεγαλύτερη επιθετικότητα της ταινίας, πιο έντονος αμοραλισμός, ένας κυνισμός και μια διάθεση take no prisoners. Ο βολεμένος ιδεολόγος, που θέλει να πλησιάσει και να γοητεύσει τις μάζες μέσω ενός λαϊκού υποψηφίου, χωρίς να έχει ιδέα για το τι είναι λαϊκό, ήταν έξυπνη ιδέα αλλά στούκαρε.

Γιατί, εντάξει, μπορεί να μην ξέρει πώς να ανοίξει ένα μπουκάλι μπύρας ή να παραγγέλνει χάμπουργκερ σε ένα γερμανικού τύπου μπαρ (το Γουισκόνσιν και γενικά οι μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ διαθέτουν τα υψηλότερα ποσοστά εμιγκρέδων από τη Γερμανία και από τη Σκανδιναβία) – το κλασικό, οι πολιτικοί που δεν γνωρίζουν πόσο κάνει μια φραντζόλα ψωμί δηλαδή – αλλά ο ήρωας που υποδύεται ο Steve Carell οδηγεί το όλον στη φάρσα, όχι στη σάτιρα. Κι εκεί που θα έπρεπε να δίνει γροθιές – στο στομάχι, γιατί όχι – εντέλει πυροβολεί με άσφαιρα. Εκεί που το πιάνει καλά ο Stewart είναι πως ο καριερίστας των Δημοκρατικών (ο χαρακτήρας του Steve Carrell δηλαδή) δεν διαφέρει σε τίποτε από τον καριερίστα των Ρεπουμπλικάνων (πάντα απολαυστική η Rose Byrne). Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το έξυπνο πουλί, βεβαίως, από τη μύτη πιάνεται.

Χμ, εντάξει, υπάρχει κι ένα ενδιαφέρον plot twist, το οποίο όμως και αυτό δεν ταράσσει – απλά ένα μειδίαμα προκαλεί. Δεν είναι κακό να βασιστούμε σε διαχρονικές αξίες του παρελθόντος – και ο ουμανισμός είναι η μόνη αξία που δεν πρέπει να υποτιμηθεί επ' ουδενί και με κάθε κόστος – αλλά η αφέλεια δεν είναι καλός σύμβουλος. Και μερικά έξυπνα one liners δεν σώζουν την κατάσταση. Η ταινία ήταν από αυτές που έπεσαν θύματα του κορωναϊού, αφού ήταν να βγει στις αμερικάνικες αίθουσες τον περασμένο Μάιο, εντέλει όμως βγήκε σε VOD (Video On Demand) στα τέλη Ιούνη και θα έχει κινηματογραφική καριέρα σε ελάχιστες χώρες, μεταξύ των οποίων και η δική μας. Έπεσε όμως κυρίως θύμα της επιλογής του σκηνοθέτη της να φτιάξει ένα παλιομοδίτικο φιλμ, στυλ «Swing Vote», όταν θα μπορούσε να δημιουργήσει με το υλικό που είχε στα χέρια του κάτι σαν το «Bulworth» ή το «Wag the Dog». Και το RESIST που προκύπτει μέσα από τον τίτλο της ταινίας διαλύεται ως φανταχτερό πυροτέχνημα. Ίσως την επόμενη φορά...

ΥΓ: Αυτό που κάνει η Mackenzie Davis στην αγελάδα στο πρώτο μισό της ταινίας – που έχει δηλαδή όλο το χέρι της μέσα στον κώλο της – το έχω κάνει κι εγώ, μουάχαχαχαχα. Δεν είναι κάτι kinky ή φετιχιστικό. Είναι τρόπος εξέτασης του γεννητικού συστήματος από το απευθυσμένο (ρε τι μάθαμε στην κτηνιατρική να πούμε). Ουσιαστικά, με αυτόν τον τρόπο μπορεί ο κτηνίατρος να διαπιστώσει αν μια αγελάδα κυοφορεί και να υπολογίσει σε ποιον μήνα της κύησης βρίσκεται. Ναι, γιατί μέσα από το απευθυσμένο μπορεί κανείς να ψηλαφίσει την μήτρα. Επίσης, αν είσαι φοιτητής κτηνιατρικής, πας (μιλάμε για αρχαία χρόνια) στα σφαγεία του Λαγκαδά για το μάθημα του κρεοσκωπικού ελέγχου και by the way κάνεις με την ευκαιρία και μάθημα μαιευτικής (40 – 50 νοματαίοι σε μία και μοναδική αγελάδα – μεγάλες στιγμές), είναι ξημερώματα, χειμώνας και κάνει και κρύο, ε, «εκεί μέσα» (στον κώλο της αγελάδας) βρίσκεις λίγη ζεστασιά, που τη χρειάζεσαι...

Ακαταμάχητος (Irresistible) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Σεπτεμβρίου 2020 από την Tulip Ent.!
Περισσότερα... »