64th BFI London Film Festival 2020 Poster

64th BFI London Film Festival 2020 Live Ep.1 - Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο!

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Αλλιώς τη φανταζόμουνα την πρώτη μου παρουσία στο φεστιβάλ του Λονδίνου, αλλιώς αυτή προέκυψε. Ας όψεται η πανδημία και ο κορωναϊός. Από τις 7 Οκτωβρίου και για 12 ολόκληρες ημέρες (και) αυτό το φεστιβάλ θα διεξαχθεί... αλλιώς. Με επιλεγμένες προβολές σε κινηματογράφους αλλά με πολύ περισσότερες προβολές μέσω streaming. Η πλάκα είναι πως κάποιες ταινίες του φεστιβάλ θα προβαλλόταν σε επιλεγμένους κινηματογράφους σε διάφορες πόλεις ανά την βρετανική επικράτεια. Είχε κι εδώ, στο Τσέστερφιλντ, προγραμματιστεί η προβολή μιας ταινίας, του «Ammonite» συγκεκριμένα, μίας από τις πιο αναμενόμενες ταινίες του φεστιβάλ. Φευ, η προβολή θα γινόταν στα Cineworld. Και Cineworld... πάπαλα! Μας τελείωσαν. Προσωρινώς, λέει. Μέχρι νεωτέρας. Μια από τις μεγαλύτερες αλυσίδες πολυκινηματογράφων στη Μεγάλη Βρετανία έβαλε λουκέτο έως ότου τελειώσει η πανδημία ή τέλος πάντων έως ότου βγει αυτός ο πολύπαθος τελευταίος Τζέιμς Μποντ στις αίθουσες. Πέρα από την πλάκα, με κλειστές τις αίθουσες σε Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, με αίθουσες που λειτουργούν χωρίς να μπορούν να εντάξουν στο πρόγραμμά τους μεγάλες χολιγουντιανές παραγωγές ανά τον κόσμο, με τους χειμερινούς κινηματογράφους κλειστούς στην Αττική, τα πράγματα δείχνουν πάρα πολύ άσχημα για το σινεμά. Για το σινεμά ως αίθουσα, ως επιλογή εξόδου, ως σκοτεινή αίθουσα. Ως τέχνη θα επιβιώσει. Με τον έναν ή άλλο τρόπο...

Mangrove 64th BFI London Film Festival 2020

Η ταινία που σήμανε την επίσημη έναρξη του φεστιβάλ είναι το Mangrove του Steve McQueen, μια ταινία που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Νέας Υόρκης πριν δύο βδομάδες. Και ήταν να προβληθεί στο φεστιβάλ των Καννών – ναι, αυτό που τελικά ακυρώθηκε. Προσέξτε τώρα τη σημειολογία του πράγματος: αυτή δεν είναι ταινία. Είναι... τηλεταινία! Εντάξει, έχουν μπλεχτεί πολύ τα πράγματα για το πως ορίζεται μία ταινία και τι είναι μια τηλεταινία. Ταινίες που γυρίζονται για κινηματογραφική προβολή, εντέλει έχουν μία φεστιβαλική πρεμιέρα και αμέσως μετά αγοράζονται από κάποιον streaming κολοσσό και τζουπ, τις βλέπεις μόνο μέσω Netflix, Amazon, HBO, Hulu κτλ. Ή γυρίζονται ταινίες κατευθείαν για πλατφόρμες: λίγες ώρες πριν έσκασε μύτη το πρώτο τίζερ της νέας ταινίας του David Fincher, το «Mank», που είναι γαμάτο και θα προβληθεί στο Netflix στις 4 Δεκεμβρίου. Θα βγει και σε κάποιες αίθουσες πριν, ακολουθώντας το παράδειγμα του «Roma» και του «Η δίκη των 7 του Σικάγου». Αν όλα πάνε καλά με την πανδημία, έχει ημερομηνία προβολής για την Ελλάδα την 19η Νοεμβρίου. Σε ότι αφορά το Mangrove είναι... παραγγελιά του BBC, ενώ χρήματα έχει βάλει και η Amazon! Αποτελεί ένα από τα πέντε επεισόδια μιας μίνι τηλεοπτικής σειράς, που έχει τον τίτλο «Small Axe». Όλα τα επεισόδια της σειράς είναι σκηνοθετημένα από τον Steve McQueen. Κι όλα τα επεισόδια βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα που βίωσαν μέλη της κοινότητας των Δυτικών Ινδιών (Καραϊβική κατά βάση) στο Λονδίνο, στα έτη μεταξύ 1969 και 1982. Το Mangrove είναι το μόνο που έχει δίωρη διάρκεια – τα άλλα τέσσερα επεισόδια έχουν διάρκεια μιας ώρας. Δεν ξέρω αν θα διανεμηθεί πουθενά στον κόσμο η ταινία για κινηματογραφική προβολή. Κι ας γυρίστηκε σε 35mm... Πάντως, στο Ηνωμένο Βασίλειο θα προβληθεί στις 15 Νοεμβρίου από το BBC ενώ στις ΗΠΑ θα είναι διαθέσιμο στο Amazon Prime από τις 20 Νοεμβρίου. O tempora o mores...

Η υπόθεση: Λονδίνο, τέλη της δεκαετίας του '60. Ο Φρανκ Κρίτσλοου, με καταγωγή από το Τρινιντάντ, αποφασίζει να ανοίξει ένα εστιατόριο στο Νότινγκ Χιλ. Το ονομάζει Mangrove και υπόσχεται στους επισκέπτες του καλή κουζίνα από την Καραϊβική. Το μαγαζί αργά αλλά σταθερά, αποκτά πελατεία και γίνεται στέκι για ανθρώπους της τοπικής κοινωνίας αλλά και για διανοούμενους και ακτιβιστές. Οι λευκοί ρατσιστές όμως, δεν βλέπουν με καλό μάτι την επιτυχία του Mangrove. Ιδίως ο αστυνομικός Φρανκ Πούλι κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να δείξει το βαθύ μίσος του για τους μη λευκούς εμιγκρέδες. Αφού επανειλημμένα εισβάλλει στο μαγαζί με συναδέλφους του κάθε φορά δια ασήμαντον αφορμήν, προκαλώντας ζημιές και κάνοντας μπούλινγκ, η τοπική κοινότητα αποφασίζει να αντιδράσει. Στις 9 Αυγούστου του 1970, 150 άτομα διαδηλώνουν με πορεία προς το τοπικό αστυνομικό τμήμα. Ακολουθούν συγκρούσεις με την αστυνομία οι οποίες οδηγούν στη σύλληψη του Κρίτσλοου κι άλλων οχτώ διαδηλωτών, που βαφτίστηκαν «The Mangrove 9» - κατά το «The Chicago 7». Στη δίκη που ακολούθησε πολλά πράγματα διακυβεύονταν και ιδίως το μέλλον...

Η άποψή μας: Τι λέτε; Δεν μοιάζει όλο αυτό πάρα πολύ με τη «Δίκη των 7 του Σικάγου»; Ναι, μοιάζει απίστευτα. Από την εποχή (ανάμεσα στις δύο δίκες παρεμβάλλονται σκάρτα δυο χρόνια) και τη σημασία που έχουν οι δύο ταινίες για τη σημερινή εποχή, μέχρι την κατασκευή και την αισθητική τους, τούτα τα δημιουργήματα θα μπορούσαν να είναι δυο ξαδέλφια, απλά το ένα είναι από τις ΗΠΑ και το άλλο από το Ηνωμένο Βασίλειο. Και είναι πολύ σημαντικές ταινίες για το παρόν και το μέλλον του κόσμου μας. «The whole world is watching». Ναι. «Black Lives Matter». Εννοείται. 

Ακόμη και η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης είναι δηλωτική της πάλης που γίνεται. Γιατί κάθε νίκη εναντίον του φασισμού, του ρατσισμού και της ανελευθερίας είναι σημαντικότατη για την ανθρωπότητα. Διαβάσατε τι πήγε να γίνει στο Μίτσιγκαν, στις ΗΠΑ; Ακροδεξιά οργάνωση σκόπευε να απαγάγει την Κυβερνήτη της Πολιτείας! Θέλω να πω, η μάχη πρέπει να είναι συνεχής και η προσοχή τεταμένη. Σε αυτήν τη μάχη, τέτοιες ταινίες έχουν εξαιρετική σημασία. Κι ας μην είναι έτσι ακριβώς όπως τις ονειρευόμασταν. Ας πάρουμε το «Mangrove» λοιπόν. Μπορεί να είναι η καλύτερη δημιουργία του McQueen μετά το αριστουργηματικό πρώτο του μεγάλου μήκους «Hunger» αλλά υπάρχουν πολλά «αλλά». 

Ο σκηνοθέτης σκέφτηκε κινηματογραφικά αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι απολύτως τηλεοπτικό ως αισθητική. Κι έχει τη λογική του αυτό έως ένα σημείο. Θέλω να πω, το «Mangrove» λογικά θα το δει πάρα πολύς κόσμος από την τηλεοπτική του συσκευή. Πολύ περισσότερος σε σχέση με τον κόσμο που θα επέλεγε να το δει σε έναν κινηματογράφο. Και πολύ πιο... λούμπεν. Πιο νοικοκυραίος, πιο ουδέτερος, πιο «του κέντρου». Ε, αυτόν τον (τηλε)θεατή θα τον κερδίσει το «Mangrove». Και αν καταφέρει να τον ευαισθητοποιήσει και να τον κάνει να συνειδητοποιήσει τον βαθύ ρατσισμό λίγες μόλις δεκαετίες πριν, μιας κοινωνίας που διαφημίζει πλέον την ανοχή της στη διαφορετικότητα, μια μεγάλη μάχη θα έχει κερδηθεί. Όχι ο πόλεμος. Μια μάχη. Αν δε, τον κινητοποιήσει κιόλας, ε, αυτό είναι ακόμα καλύτερο, έτσι; Θέλω να πω: κι εδώ σημασία έχει το μήνυμα κι όχι ο τρόπος που αυτό μεταδίδεται. 

Οι συμβάσεις στις οποίες καταφεύγει ο σκηνοθέτης είναι αρκετές. Πρέπει να υπάρχει ένας ξεκάθαρα «κακός» (παγίδα που εν πολλοίς κατόρθωσε να αποφύγει ο Sorkin στο «The Trial of the Chicago 7»). Κάποιος που στο πρόσωπό του και τις πράξεις του να ενσωματώνεται η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και να αντανακλά τον πηχτό ρατσισμό πολλών λευκών Βρετανών της εποχής. Έτσι δημιουργήθηκε ο ΠιΣι Πούλι (κι εντάξει, στην σκηνή στο δικαστήριο, όπου τον εξετάζει ένας από τους κατηγορούμενος, ο οποίος υπερασπίστηκε μόνος του τον εαυτό του, χωρίς δικηγόρο, ο τρόπος που λέει συνέχεια το «ΠιΣι Πούλι» – όπου ΠιΣι, PC, ήτοι Police Constable – σε κάνει να γελάς, κι αυτό δεν είναι μάλλον στις προθέσεις του σκηνοθέτη). Η σκηνή της διαδήλωσης είναι «φτωχή» - εδώ μάλλον έπαιξε περισσότερο ρόλο το ελλιπές μπάτζετ. 

Υπάρχει το κλισέ ότι σε κάποια στιγμή υπάρχει κάμψη στον αγώνα: και οι ήρωες «σπάζουν». Υπάρχει ο δικαστής, ντάλε κουάλε ίδιας λογικής (αυτής της προστασίας του κατεστημένου) με εκείνον στην ταινία του Sorkin – απλά ο Βρετανός όπως είναι λογικό, είναι πιο... φλεγματικός. Στο πλαίσιο της αυθεντικότητας των όσων λέγονται, κάποιοι ηθοποιοί επιλέγουν να... τραβήξουν στα άκρα τις προφορές τους – το κάνει πιο πολύ η Letitia Wright, η πιο αναγνωρίσιμη από το καστ, με συμμετοχή σε «Black Panther» και «Avengers». Και η βία αποτυπώνεται σκληρή μεν αλλά διαχειρίσιμη: μίλια μακριά από την βία στο «Hunger» - μίλια μακριά τούτη η ταινία κι από την παράδοξη ποίηση εκείνης. 

Ο McQueen για να μην αγιοποιήσει τους ήρωές του αφήνει κάποιες νύξεις και για το τζογαδόρικο παρελθόν του Κρίτσλοου αλλά και για το γεγονός ότι οι συλληφθέντες ενώ πάλευαν εναντίον του ρατσισμού, είχαν ακόμα μεγάλη απόσταση να διανύσουν σε ότι αφορά τα δικαιώματα των γυναικών. Εν κατακλείδι, μια σημαντική ταινία για όσα λέει – και είναι ξεχωριστό το γεγονός ότι αναδεικνύει ένα ήσσονος σημασίας πραγματικό γεγονός για να δείξει ότι οι μάχες κερδίζονται σε όλα τα πεδία της μάχης, μεγάλα και μικρά – κι όχι απαραίτητα για τις υψηλές καθαρά κινηματογραφικές της επιδόσεις.

Kajillionaire 64th BFI London Film Festival 2020

Η Miranda July έχει δημιουργήσει τρομερά μεγάλο θόρυβο γύρω από το όνομά της. Υπερβολικά μεγάλο θα έλεγα εγώ. Με μπόλικες μικρού μήκους ταινίες στο ενεργητικό της, ήρθε με την (μόλις) τρίτη μεγάλου μήκους της ταινία στο Λονδίνο. Τίτλος: Kajillionaire - αν μη τι άλλο, έξυπνος τίτλος. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς, άρχισε να προβάλλεται κανονικά στους (όποιους λειτουργούν ακόμα τέλος πάντων) κινηματογράφους των ΗΠΑ και του Καναδά από τις 25 Σεπτεμβρίου, της Γαλλίας από 30 Σεπτεμβρίου και της Αγγλίας από τις 9 Οκτωβρίου, δύο μέρες μετά την προβολή της στο φεστιβάλ του Λονδίνου. Εδώ, μέχρι πριν δυο, τρεις βδομάδες, η ταινία είχε ημερομηνία εξόδου και στην Ελλάδα, την 1η του Οκτώβρη! Μεταξύ των παραγωγών της ταινίας βρίσκεται ο Brad Pitt. Και θυμίζουμε πως η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της July ήταν το «Εγώ κι εσύ και όλοι οι γνωστοί» (Me and You and Everyone We Know, 2005), και η δεύτερη το «The Future» (2011).

Η υπόθεση: Η Ολντ Ντόλιο είναι η 26χρονη κόρη των Ντάινς. Οι γονείς της, Ρόμπερτ και Τερέζα, την έχουν μεγαλώσει ανορθόδοξα, χωρίς να τη στείλουν σχολείο. Και την έχουν μπάσει για τα καλά στα κόλπα τους: είναι ισότιμο μέλος της... συμμορίας τους. Μικροκλοπές κάνουν και μικροαπατεωνιές σκαρφίζονται, ίσα ίσα για να επιβιώσουν, για να βγάζουν την κάθε μέρα και να προχωράνε στην επόμενη. Κατά τη διάρκεια μιας-ακόμα-μπαγαποντιάς τους, ενώ ταξιδεύουν μέσα σε ένα αεροπλάνο, γνωρίζουν την Μέλανι. Η Μέλανι από τη μία πείθει τον Ρόμπερτ και την Τερέζα να γίνει κι αυτή μέλος της συμμορίας τους, έχοντας μάλιστα να συνεισφέρει τα δικά της σχέδια, και από την άλλη «ξεκλειδώνει» την Όλντ Ντόλιο από το καβούκι της. Και το μεγάλο κόλπο ολοένα και πλησιάζει...

Η άποψή μας: Το να νοικιάζεις διαμέρισμα (γραφείο ουσιαστικά) που γειτνιάζει μέσω μεσοτοιχίας με εργοστάσιο παραγωγής... μπουρμπουλήθρων (!!!) είναι κάπως επικίνδυνο σπορ, καθώς ανά πάσα στιγμή χρειάζεται να μαζεύεις τον ροζ αφρό που εισβάλλει στον χώρο σου, με κουβάδες! Κι αν χρωστάς και λεφτά στον σπιτονοικοκύρη – εργοστασιάρχη, ε, τότε πρέπει να έχεις εύκαμπτο σώμα, προκειμένου να το λυγίζεις για να μην σε πάρει χαμπάρι και σου ζητήσει τα νοίκια, τα οποία και προφανώς δεν μπορείς να τα πληρώσεις. Καλωσορίσατε στον κόσμο της Miranda July! Αυτός είναι ένας κόσμος σαν τον δικό μας αλλά λίγο παράξενος. Είναι ένας κόσμος όπου όλα μπορούν να συμβούν. 

Για πρώτη φορά η σκηνοθέτιδα δεν παίζει σε ταινία της – κι αυτό είναι ένα από τα καλά πράγματα που συμβαίνουν εδώ. Σε σχέση με την πρώτη ταινία της, τη μοναδική από τις δύο πρώτες της που έχω δει, εδώ έχουμε μια σαφή βελτίωση. Χτίζει το σενάριό της μεθοδικά, τα διάφορα περιστατικά είναι οργανικά δεμένα και δεν φαίνονται ξεκούδουνα, υπάρχει κλιμάκωση και αυτό που οι αγγλοσάξωνες ονομάζουν closure. Αν και η τελική ανατροπή εντός ή εκτός εισαγωγικών είναι ελαφρώς τραβηγμένη: δεν υπάρχει πουθενά πρότερη ένδειξη ότι τα πράγματα θα καταλήξουν εκεί που θα καταλήξουν σε ότι αφορά τη συναισθηματική ωρίμανση της βασικής ηρωίδας. Ας είναι, καλύτερα έτσι. 

Ο ήλιος της ταινίας, γύρω από την οποία περιστρέφονται όλοι οι πλανήτες, είναι η Ολντ Ντόλιο. Μια γυναίκα στα 26 της, που ποτέ δεν πήρε τη συναισθηματική υποστήριξη που χρειαζόταν από τους γονείς της. Είναι απεριποίητη (πω πω, τι θα έγραφε εδώ η Μάνδρου αν ήταν κριτικός κινηματογράφου!), φοράει μονίμως τα ίδια ρούχα και το σώμα αλλά και το πρόσωπό της δεν βοηθούν τους άλλους να μαντέψουν την ηλικία της. Ακόμα και το όνομά της δείχνει τη συναισθηματική τσιγκουνιά των γονέων της. Κι εδώ έχουμε μια βασική διαφοροποίηση σε σχέση με τις ταινίες «Κλέφτες καταστημάτων» και «Παράσιτα». Και στις τρεις ταινίες τα μέλη οικογενειών που προσπαθούν καθημερινά να τα βγάλουν πέρα με την οικονομική κρίση, σκαρφίζονται διάφορες μικρές ή μεγάλες «παρανομίες». Η διαφορά είναι πως στις ασιατικές ταινίες, τα μέλη των οικογενειών (με την ευρύτερη έννοια) είναι δεμένα μεταξύ τους, αγαπούν ο ένας τον άλλον. 

Η ματιά της July στον θεσμό της οικογένειας είναι πολύ, πολύ πιο κυνική. Κάτι που κάνει την Ολντ Ντόλιο να είναι μονίμως κλεισμένη μέσα στο καβούκι της και το μόνο που γνωρίζει από τον κόσμο είναι να είναι μέλος της συμμορίας με τους γονείς της και τίποτε παραπάνω. Δεν την έχουν κανακέψει, δεν την έχουν φροντίσει, δεν την έχουν αγαπήσει. Όταν στο πλαίσιο άλλης μιας «επιχείρησης», η Ολντ Ντόλιο παρακολουθήσει ένα μάθημα καλού parenting (εντάξει, το έχουν παραγαμήσει οι Αμερικάνοι: μαθήματα για να γίνεις καλός γονέας!), θα δει και θα μάθει κάτι που θα την ταρακουνήσει. Μόλις γεννιέται ένα μωρό, αν το αφήσεις μόνο του, θα μπουσουλήσει και θα προσπαθήσει να φτάσει στο στήθος της μητέρας του, από ένστικτο. Αυτή η αλά ντοκιμαντέρ σκηνή είναι για μένα η κορυφαία της ταινίας! Η πιο τρυφερή, η πιο γενναία, η πιο ανθρώπινη, η πιο όμορφη. Οπότε και η July παραμερίζει τον κυνισμό της. 

Η συναισθηματική ωρίμανση της Ολντ Ντόλιο θα συνεχιστεί με το που μπαίνει στο κάδρο η Μέλανι: ζηλεύει! Ζηλεύει επειδή οι γονείς της ενδιαφέρονται περισσότερο για μια άλλη κοπέλα! Στη σκηνή όπου η τριάδα των Ράινς μαζί με τη Μέλανι πηγαίνουν στο σπίτι ενός γέρου για να του κλέψουν το βιβλίο επιταγών του, είναι επίσης από τις κορυφαίες της ταινίας. Πολύ εύκολα θα μπορούσε να εξοκείλει σε κάτι σαχλό, κατορθώνει όμως να γίνει μια βαθιά ανθρώπινη σκηνή, που αφήνει το συναισθηματικό της αποτύπωμα στην Ολντ Ντόλιο. Ο γεράκος πεθαίνει, ξέρει ότι άγνωστοι μπήκαν για να τον κλέψουν και ουσιαστικά τους ζητάει να «παίξουν» την χαρούμενη οικογένεια, για να μην φύγει εντελώς μόνος από τον άδικο αυτόν κόσμο. Και οι απατεώνες συναινούν και παίζουν πολύ καλά τον ρόλο τους. Και η Ολντ Ντόλιο καταλαβαίνει ότι μπορεί να διεκδικήσει αγάπη. Θα χρειαστεί όμως ένας σεισμός (εμφανίζεται συχνά ως μοτίβο κατά τη διάρκεια της ταινίας – κλείσιμο ματιού και στο «Short Cuts» θα έλεγα εγώ) και μια τελευταία αναπάντεχη ληστεία για να κάνει το αποφασιστικό βήμα και να απαιτήσει – χωρίς να επαιτήσει – αυτό που οι Τρύπες λένε: «δως μου λίγη ακόμα αγάπη». 

Η Evan Rachel Wood είναι ιδανική στο ρόλο της Ολντ Ντόλιο, ο Richard Jenkins είναι σταθερά καλός στο ρόλο του πατέρα της, η Debra Winger είναι αγνώριστη στο ρόλο της μητέρας της (είχα να τη δω σε ταινία από το 2008 και το «Η Ρέιτσελ παντρεύεται»!) εκείνη όμως που ξεχωρίζει από το καστ κατά τη γνώμη μου είναι η Gina Rodriguez στο ρόλο της Μέλανι.

The Disciple 64th BFI London Film Festival 2020

Τελευταία ταινία για την πρώτη μας ανταπόκριση από το φεστιβάλ του Λονδίνου είναι ένα φιλμ από την Ινδία. The Disciple είναι ο τίτλος του και ο Chaitanya Tamhane είναι ο σκηνοθέτης του. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη και κατά μία έννοια μοιάζει σε αρκετά σημεία με την πρώτη του μεγάλου μήκους, «Το δικαστήριο» (Court, 2014), που ευτύχησε να βρει κινηματογραφική διανομή και φανατικό κοινό στη χώρα μας. Όπως και «Το δικαστήριο» έτσι και τούτη η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Βενετίας, συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό του τμήμα («Το δικαστήριο» είχε λάβει μέρος στο τμήμα Orizonti). Και τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερου σεναρίου και με το βραβείο της FIPRESCI εκεί. Και μεταξύ των παραγωγών της βρίσκεται ο πολύς Alfonso Cuarón.

Η υπόθεση: 2006, Μουμπάι, βόρεια Ινδία. Ο 24χρονος Σαράντ Νερουλκάρ, προετοιμάζεται πυρετωδώς προκειμένου να λάβει μέρος σε έναν διαγωνισμό τραγουδιού για νέα ταλέντα. Με τη συνοδεία ενός σιτάρ θα προβεί σε μελωδικούς φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς, κάτι που είναι γνωστό ως raga. Το raga έχει φανατικούς πιστούς και λατρεύεται από χιλιάδες οπαδούς στη συγκεκριμένη γωνιά της αχανούς χώρας. Ο Σαράντ μυήθηκε στο μουσικό αυτό είδος από τον πατέρα του, ειδήμονα πάνω στο raga, αλλά ατάλαντο ως ερμηνευτή του. Η αφοσίωση του Σαράντ απέναντι στον γκουρού του είναι απόλυτη. Και η προσπάθειά του να τελειοποιήσει την τέχνη του είναι μια μόνιμη και συνεχής επιδίωξη, που δεν αφήνει χώρο για τίποτε άλλο στη ζωή του. Οι διδαχές του γκουρού του είναι το απόσταγμα των δικών του διδαχών από τη δική του γκουρού, τη Μάαϊ, που δεν επέτρεψε κανέναν να την ηχογραφήσει και δεν έβγαλε ποτέ δίσκο. Καθώς ο καιρός περνάει ο Σαράντ αρχίζει να αναρωτιέται αν έχει ταλέντο, αν είχε ποτέ ταλέντο ή αν απλά άφησε τη ζωή να του ξεφύγει χωρίς να τη ζήσει...

Η άποψή μας: Το να είσαι ταγμένος κάπου. Τι θαυμαστό, ε; Να ζεις, να αναπνέεις, να υπάρχεις απόλυτα αφοσιωμένος σε ένα ιδανικό. Να προσπαθείς να ζήσεις βασιζόμενος σε αρχές που σε ξεπερνάνε. Να υπηρετείς κάτι πολύ μεγαλύτερο από εσένα. Ο Σαράντ από μικρός μυήθηκε στο raga. Το κοντινότερο με το οποίο θα μπορούσα να το συγκρίνω είναι οι αμανέδες, για να καταλάβετε για τι πράγμα μιλάμε – και raga λοιπόν δεν είναι απλά το παρατσούκλι του Ραγκάτζη, του ραδιοφωνικού παραγωγού στο Ράδιο Primo! Ο πατέρας του, του μιλούσε ώρες ατελείωτες για το raga και τον εκπαίδευε, μην αφήνοντάς τον να πάει να παίξει μπάλα με τους φίλους του. Μετά ο Σαράντ γνώρισε τον γκουρού του και μαθήτευσε δίπλα του. 

Τον θαυμάζει, τον περιποιείται, είναι μονίμως δίπλα του, τον φροντίζει, τον πλένει, του μαγειρεύει, του κάνει τα θελήματα, όλα αδιαμαρτύρητα: είναι τιμή του που τα κάνει όλα αυτά. Κι όταν είναι στη μοτοσυκλέτα και κυκλοφορεί στους πολύβουους δρόμους της Μουμπάης – παλιά Βομβάη – (εξαιρετικές σκηνές σε slomo, από τις πιο δυνατές της ταινίας) ακούγοντας ή «ακούγοντας» το μανιφέστο της Μάαϊ, λάμπει και νιώθει γίγαντας, ελεύθερος, ένας Easy Rider, όχι Born to be Wild αλλά Born to sing raga! Η μουσική raga είναι ο κόσμος του όλος. Και είναι ένας ωραίος κόσμος. Όμως. Όμως... Υπάρχει και η μοναξιά. Υπάρχουν και οι νύχτες στο δωμάτιο, μπροστά σε μια οθόνη που παίζει πορνό, να μαλακίζεται. Υπάρχει και η αμφιβολία: κι αν είμαι λίγος; Κι αν δεν έχω ταλέντο; Κι αν δεν μπορέσω ποτέ να γίνω σαν τον γκουρού μου; Κι αν δεν μπορέσω ποτέ να γίνω ο καλύτερος disciple της Μάαϊ; Κι αν χαράμισα ολόκληρη τη ζωή μου για ένα ιδανικό, για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη; 

Ακόμα και στα χειρότερά του, ακόμα κι όταν έχει δει τον γκουρού του να μην μπορεί να τραγουδήσει από τα γηρατειά και την ανέχεια, ψάχνοντας για λίγα χρήματα για να τα βγάλει πέρα, ο Σαράντ, εκεί, κολλημένος: «θα παντρευτώ μετά τα σαράντα». Με συνοικέσιο εννοείται, με κάποια καλή χήρα ή ζωντοχήρα ή άλλη ατυχήσασα. Και η δεύτερη ταινία του Tamhane είναι σπουδαία, καλύτερη από την πρώτη του! Είναι μια ταινία που ντύνεται μια χαρά τον χαρακτηρισμό Έπος! Και ο Aditya Modak που υποδύεται τον Σαράντ: τι ερμηνειάρα είναι αυτή! Πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, με παιδεία πάνω στο raga και είναι απλά καταπληκτικός! Δείτε τον (γιατί θα τον δείτε, δεν μπορεί αυτή η ταινία να μην αγοραστεί από Έλληνα διανομέα, κι ας είναι και λόγω κορωναϊού λειψές οι εμπορικές της προοπτικές) με τι λατρεία μιλάει για τον δάσκαλό του στην πρώτη σκηνή της ταινίας και πως μεταμορφώνεται, καθώς υποδύεται τον Σαράντ σε δυο διαφορετικές χρονικές περιόδους. Απίστευτος. 

Βάζει βάρος καθώς μεγαλώνει, τα χρώματα πλέον είναι άτονα, τα όνειρα έχουν διαψευστεί, έχει συμβιβαστεί με την ιδέα ότι είναι ταλαντούχος, αλλά όχι τόσο ταλαντούχος όσο χρειάζεται. Απογοητεύεται από την εμπορευματοποίηση της μουσικής, από το ότι η ζωή τον έχει ξεπεράσει, από το ότι στην τηλεόραση, σε ένα πρόγραμμα τύπου «X-Factor», μια κοπέλα με ταπεινές ρίζες και εξαιρετική φωνή γίνεται ολοένα και πιο ποπ. Κι όμως, ακόμα κι έτσι, ακόμα και απογοητευμένος, ακόμα και ηττημένος, δεν μπορεί παρά να υπερασπιστεί τα είδωλά του: όταν ένας φημισμένος μουσικοκριτικός με τρομερή δισκοθήκη και γνωριμίες με όλους τους γνωστούς και λιγότερο γνωστούς τραγουδιστές, απομυθοποιήσει την Μάαϊ, θα του πετάξει νερό στα μούτρα. Περισσότερο ως αντίδραση για το ότι ο μουσικοκριτικός δεν μπορεί να λέει αλήθεια, γιατί αν είναι αλήθεια αυτό που λέει, τότε και η δική του η ζωή ήταν ολόκληρη ένα μεγάλο ψέμα! Τρομερή, τρομερή ταινία! Καλά ξεκινήσαμε, ε;

Θόδωρος Γιαχουστίδης

64th BFI London Film Festival 2020