Η Παρθένος του Αυγούστου (La Virgen de Agosto) PosterΗ Παρθένος του Αυγούστου

του Jonás Trueba. Με τους Itsaso Arana, Vito Sanz, Joe Manjón, Isabelle Stoffel, Luis Heras, Mikele Urroz, María Herrador, Naiara Carmona.

Στο σίκουελ θα βγουν και τα φιδάκια...
του zerVo (@moviesltd)

Πως μπορείς να πάρεις στραβά μια ταινία, πριν καν την παρακολουθήσεις. Ο ορισμός εδώ. Πρώτα από όλα, να μην εντοπίζεις το αληθινό νόημα της ύπαρξης της. Αφού κατά την διάρκεια της (μακράν) χειρότερης περιόδου του ημερολογιακού έτους, εκείνης με τα κουνούπια, τις κατσαρίδες, τους καύσωνες, τους σιχαμερούς ιδρώτες και τις απαίσιες σαγιονάρες, αν υπάρχει κάτι θετικό, είναι η παραμονή στην μεγαλούπολη, αφού δεν στενάζει από τα εκατομμύρια των μπούρτζων, που την έχουν κάνει για τα μέρη τους. Δεύτερον! Αυτή η ποίηση με το ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι - φωτοστέφανο στην αφίσα, κινείται στα όρια του απαράδεκτου. Μπορεί και να τα ξεπερνά. Όταν δεν γνωρίζουμε κάποια πράγματα, καλό θα είναι να μην παίζουμε μαζί τους.

Η Παρθένος του Αυγούστου (La Virgen de Agosto) Quad Poster
Στα τριάντα τρία της χρόνια βαδίζει η μοναχική Εύα, κάποτε στα πρώτα νιάτα της εκκολαπτόμενη ηθοποιός που τα παράτησε, γέννημα της Μαδρίτης, όχι όμως και θρέμμα της, αφού εγκατέλειψε την πρωτεύουσα για την περιφέρεια νωρίς. Χάρη στην προσφορά ενός φίλου της συγγραφέα, που θα φύγει για διακοπές, η κοπέλα θα αποφασίσει περάσει τις πρώτες δεκαπέντε ημέρες του θερμού Αυγούστου, περιδιαβαίνοντας τους καστιγιάνικους δρόμους. Μόνη. Αλλά δεν βαριέσαι, ελάχιστα εξωστρεφής και ανοικτός να είσαι, μια χαρά συντροφιά θα βρεις.

Κι έτσι ενώ τα φύλλα του ημερολογίου ανεμίζουν με αφετηρία την πρώτη του μήνα, η Εύα θα εντοπίσει καινούργιες αλλά και παλιότερες, μάλλον ξεχασμένες παρέες, σε μια πόλη που μπορεί να διανύει τις ημέρες της αδείας της, ουδέποτε όμως αδειάζει. Και ο καθημερινός κύκλος της βόλτας, από τα υπαίθρια πανηγύρια στα τιγκάτα κλαμπάκια και από τα ανοιχτά ταβερνάκια στους κλειστούς σινεμάδες, όλο και κάποια έκπληξη θα κρύβει για την ευγενική κοπελιά.

Η γνωριμία με έναν μελαγχολικό γείτονα, το κουβεντολόι με την συνομήλικη της παλιόφιλη, που μεγαλώνει μόνη το μωρό της, το ταίριασμα σε ένα από τα αμέτρητα λάιβ με δυο Βρετανούς έξω καρδιά, η συμπτωματική σμίξη με έναν γνώριμο από το χθες, που η σχέση μαζί του δεν είχε και την καλύτερη κατάληξη, η έλξη για τον προβληματισμένο άγνωστο της άντρα, που ρισκάρει επικίνδυνα, περνώντας τα προστατευτικά πάνελ στο γιοφύρι της μεγάλης λεωφόρου.

Και σε καθεμιά από ετούτες τις επιμέρους ρουμπρίκες, ο διάλογος δίνει και παίρνει, έτσι χωρίς κάποιος συγκεκριμένο πρόγραμμα, με λόγια επί παντός επιστητού. Φιλοσοφίες της στιγμής, φλερτάκια, ανέκδοτα για να περνά η ώρα, ρουτινιάρικες στιγμές της καθημερινότητας, που δεν χτίζουν κανέναν απολύτως χαρακτήρα, ούτε τον κύριο αξονικό, ούτε τους υπολοίπους που τον γυροφέρνουν σαν γαϊτανάκι. Η μεγαλοκοπέλα δεν έχει χθες, τουλάχιστον μας είναι αδιάφορο, δεν διαθέτει ούτε και σήμερα, αφού καθώς φαίνεται είναι ότι βρέξει ας κατεβάσει.

Έτσι όμως δεν έχουμε ταινία, τουλάχιστον μυθοπλαστική, αλλά ένα σύνολο από στιγμιότυπα του πως περάσαμε δεκαπέντε ημέρες στην Χάλα Μαδρίδ, συναντώντας ανθρώπους που μας είπαν και πέντε πράγματα, σπάζοντας την μονοτονία της ερημοσύνης μας. Τι χειρότερο δηλαδή θα είχε να παρουσιάσει ένας ερασιτέχνης οπερατέρ, φιλμάροντας το κορίτσι του μέσα στα χαλαρά του μακό, να βολτάρει τα σοκάκια της οποιασδήποτε ευρωπαϊκής μητρόπολης? Σαν ντοκιμαντέρ, χωρίς μοντάζ της προκοπής και με σενάριο ότι κι όπως κάτσει, ανάλογα το ποιος θα βρεθεί σιμά. Και όλο αυτό να κρατάει και 140 λεπτά? Δίχως πορεία, συνάφεια, γραμμή αφήγησης, αυξομειώσεις ρυθμού, εκτονώσεις, εντάσεις, έτσι απρογραμμάτιστα? Και με την ακατάσχετη άνευ σκοπού πολυλογία να σκοτώνει την οποιαδήποτε απόπειρα να παραμείνουν τα βλέφαρα ανοιχτά?

Και εκεί κάπου ενδιάμεσα σκάζει και το αναίτιο αλισιβερίσι με την Μαντόνα της Παλόμα, που φυσικά όπως όλες οι Παναγιές ετούτης της Γης, σημαδεύουν επετειακά τον Δεκαπενταύγουστο ως την ημέρα της Κοίμησης Τους, ζωγραφίζοντας το θερινό μας Πάσχα. Φιέστες θρησκευτικές προηγούνται, ακόμη μεγαλύτερες αναμένονται ανήμερα και το κορίτσι μας στα 33 του (έχει μεγάλη πλάκα αυτός ο Trueba με τις άκυρες σημειολογίες του, εδώ πχ στα τελικά χρόνια του Χριστού) κάπου ανάμεσα τους να μετράει ανασφάλειες, φοβίες, απογοητεύσεις, αβεβαιότητες, πίκρες, αστάθειες, καημούς. Χωρίς ποτέ και κανένα από αυτά τα συναισθήματα να μας δείχνεται στο εκράν. Στο μυαλό και μόνο. Σινεμά αφαιρετικό στην θεωρία και τάχαμου δηλαδή. Αφού μετά από δυόμισι υπνωτικές ώρες και πέντε εκατομμύρια σκόρπιες στον αγέρα λέξεις, μόλις τσιμπήθηκε κάτι στην πλοκή, έπεσαν οι τίτλοι τέλους. Όχι, αμίγκο, αυτό το άπνοο προϊστορικής βαγκ κάτι, εμένα δεν μου κάνει.

Η Παρθένος του Αυγούστου (La Virgen de Agosto) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Αυγούστου 2020 από την Neo Films!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική