Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού PosterBoy Eating The Bird's Food

του Έκτορα Λυγίζου. Με τους Γιάννη Παπαδόπουλο, Λίλα Μπακλέση, Κλεοπάτρα Περάκη, Βαγγέλη Κομματά, Χαράλαμπο Γωγιό


Για να τραφεί? Για να λησμονήσει? Ή για να πετάξει?
του zerVo (@moviesltd)

Διαβάζω στο προσεγμένο κείμενο του προμόσιον, την διαδρομή που έχει χαράξει στην υδρόγειο η ταινία: Τορόντο, Λονδίνο, Μπέλφαστ, Ρότερνταμ, Σεβίλλη, Μόντρεαλ, Ρέϊκιαβικ, Λοτζ, Γκέτεμποργκ, Χονγκ Κονγκ, Ταλίν! Αν μη τι άλλο είναι αξιοζήλευτο όλες αυτές οι πόλεις, που η καθεμιά ορίζει και μια πρόσκληση από φεστιβάλ, να ζητούν να εντάξουν το πόνημα σου στο καλαντάρι τους. Όμως... Ας υποθέσουμε πως όλοι αυτοί οι Ολλανδοί, Καναδέζοι, Βρετανοί, Κινέζοι, δεν έχουν ποτέ κάνει τσεκ ιν στην πρωτεύουσα μας, τι ακριβώς κατάλαβαν από την σοσιαλιστική γεωγραφία της, με ετούτη την δραματική, πολιτικότατη κραυγή? Ακόμη κι αν εντέχνως το φλούταρε ο δημιουργός στο κάδρο του, το τριγωνάκι που ορίζει η πολύβουη Πατησίων, το πολυσύχναστο Γκάζι και τα Μονμαρτρέ Εξάρχεια, ορίζουν στο μάτι - που δεν ξέρει την αλήθεια - το σανίδι που λαμβάνει χώρα η τραγωδία. Θα μου πεις αλλάζει κάτι, αν σπάσουν τα συνήθη σύνορα μέσα στα οποία κινείται κατά βάση το νέο ελληνικό σινεμά. Φυσικά και αλλάζει. Γιατί αν ο συμπαθέστατος, αξιόλογος και με ευθύβολη ματιά σκηνοθέτης, είχε ρίξει και κανένα βλέφαρο σε Δραπετσώνα, Ελευσίνα η κανέναν Ρέντη μεριά, που παλικάρια σαν τα κρύα τα νερά διαλύονται για ένα τρακοσάρι στα καρνάγια και στις ράμπες και λιμοκτονούν πραγματικά, καθότι η μοίρα τους στέρησε κάθε συγγενική ή φίλια βοήθεια (και όχι το γινάτι του δικού μας τεμπελάρα εδωπά) τότε η απεικόνιση της αληθοπλασίας του θα ήταν πολύ πιο τίμια και ειλικρινής. Άσε που κι οι Σεβιγιάνοι, Λονδρέζοι και Τοροντίνοι, θα καταλάβαιναν πολύ καλύτερα τι παίζει σε αυτή την φουκαριάρα γωνιά του πλανήτη...

Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού Wallpaper
Στα 22 του μόλις χρόνια, ο Γιώργης, νιώθει την απόρριψη και την αποτυχία να σημαδεύουν την οποιαδήποτε πτυχή της ζωής του. Ερωτική, επαγγελματική, οικογενειακή. Στερημένος το γυναικείο χάδι μακρυά από την θαλπωρή της φαμίλιας του και με το όνειρο κάποια στιγμή να εκμεταλλευτεί το χάρισμα της μελωδικής του φωνής, να τρεμοσβήνει, βρίσκεται μπροστά στο φάσμα της απόγνωσης, καθώς αδέκαρος κι απελπισμένος, θα αντιληφθεί πως δεν διαθέτει ούτε τα βασικά, για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Βουτηγμένος στην ανέχεια και με το ένα μετά το άλλο τα δεινά να τον βομβαρδίζουν, θα ρίξει μια ματιά στο κλουβί του καναρινιού, του μοναδικού του συντρόφου. Τροφή! Έστω και καναβούρι...

Αφορμή από πραγματικές, όσο και απίστευτες εικόνες θλίψης που συμβαίνουν από άκρο εις άκρου της κατακερματισμένης πρωτεύουσας (κυρίως) ο έμπειρος θεατρικός σκηνοθέτης Έκτορας Λυγίζος, επιχειρεί την κινηματογραφική του, μεγάλου μήκους πρώτη, προσπαθώντας να τιθασεύσει ένα από τα μυριάδες δάκρυα που η ρημαγμένη ελληνική κοινωνία σκορπά μέρα νύχτα στο διάβα της. Όμορφα και συνετά σκεπτόμενος, προκειμένου να αναδείξει αυτό τον καθημερινό πόνο του νεοέλληνα, διαλέγει έναν υπαρκτό χαρακτήρα, τοποθετώντας τον στο επίκεντρο της εικόνας του, φορτώνοντας του συνάμα στην ράχη την κάμερα, τον καταγραφέα - ρεπόρτερ της αγωνίας και του τρόμου που νιώθει μέσα στην στυγερή μοναξιά του.

Δεν ζητά και πολλά ο κακομοίρης ο Γιώργος από την ζωή. Μια χείρα βοηθείας, που θα του δώσει την τόνωση για να ανέλθει έστω λίγο ψυχικά, να του δώσει ώθηση να ξεφύγει από τον πάτο του βαρελιού. Ψυχή όμως, καμία απάντηση από κανέναν, είτε ακούσια είτε εκούσια. Ο γερο-γείτονας ίσα που έχει να πληρώσει τα φάρμακα του, μάνα και πατέρας (μάλλον) τον έχουν διαγράψει λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς και το κορίτσι που κοζάρει πίσω από τις βιτρίνες δεν δείχνει να του δίνει σημασία. Άσε που όποια εργασία βρει, του προκαλεί πιο πολλή ξινάδα και από την κελαηδίνη που μασουλά, ελέω απουσίας όποιου άλλου φαγητού. Ψωροπερήφανος?

Εκεί ακριβώς είναι η ένσταση μου με την ανθρώπινα μελαγχολική ιστορία που ο Λυγίζος αναδεικνύει. Και η υγιής κόντρα μου με την δική του συλλογιστική. Τον εικοσάρη, λέει το φιλμ, δεν θα τον σώσει από τον γκρεμό η διατήρηση της αξιοπρέπειας του. Εγώ πάλι λέω πως το αγόρι την έχει ξοδέψει την αξιοπρέπεια προ πολλού. Τόσο στα μάτια του σπιτονοικοκύρη, του μαχητή στο μέτωπο παππού, της μαμάς, της χριστιανής κυρίας, του ενεχυροδανειστή, ακόμη και της πρόσχαρης και ανοικτής κοπελιάς που θα τον αγκαλιάσει, δίχως να τον πολυξέρει. Το κανάρι που γνωρίζει καλά το (θετικό κι αρνητικό) ποιόν του αφεντικού του όμως, ούτε αυτιά έχει για να ακούσει τον καημό του, ούτε στόμα για να διαλαλήσει πως του τρώει το φαί. Το καναβούρι, που λέμε, δίχως να κλείνουμε κανένα μάτι πονηρά, που ο Γιωργάκης καταβροχθίζει σε ποσότητες. Για να τραφεί? Για να λησμονήσει? Ή εντέλει για να πετάξει?

Για πες: Έστω και ερχόμενος σε κόντρα με τις αρχές του σεναρίου, που σίγουρα στο κομμάτι της δουλειάς, της οποιασδήποτε δουλειάς εννοώ εν έτι 2013 και όχι της Λυρικής που οραματίζεται αποκλειστικά το παλικάρι, κινηματογραφικά οι απόψεις του Boy αποδίδουν με τάξη τις προσταγές που ορίζει η new wave εγχώρια φιλμική σκηνή. Συνέπεια στον πρώτο χρόνο, κοινωνικός προβληματισμός, καλλιτεχνική δημιουργία με ελάχιστα ψιχία. Τις (όχι λίγες) αναίτιες προκλήσεις του σκριπτ τις προσπερνώ, αφού μόνο κακό μπορούν να κάνουν στο ποίημα του Λυγίζου, που πέρα από τις κατά τόπους μελετημένες αλληγορίες, δείχνει απίστευτες ικανότητες στην καθοδήγηση του ερμηνευτικού του εργαλείου, του πρωτάρη στο πανί Γιάννη Παπαδόπουλου, στην μακράν της δεύτερης, ποιοτικότερη απόδοση ανδρικού ρόλου της φετινής γαλανόλευκης (κάπου έπρεπε να την χωρέσω κι αυτήν) σοδειάς...

Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού Rating




Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Μαΐου 2013 αποκλειστικά στον Danaos