George Harrison: Living in the Material World

του Martin Scorsese. Με τους George Harrison, Paul McCartney, Ringo Starr, Yoko Ono, Eric Clapton, Jane Birkin, Eric Idle, Terry Gilliam, Phil Spector, Ravi Shankar, George Martin


L'Angelo Misterioso
του zerVo
Εξ αρχής τίθεται το ερώτημα. Γιατί αυτόν Marty? Γιατί τον πιο άχρωμο και αόρατο, τον πιο αντιεμπορικό αν θέλεις των Σκαθαριών και όχι κάποιον από τους δύο (!) frontmen, που ουσιαστικά θεμελίωσαν τον μύθο? Γιατί όχι τον δημοφιλέστερο, ξεχωριστό και πιο αγαπητό, που έφυγε νωρίς από το οπλισμένο χέρι ενός παρανοϊκού, γιατί όχι τον θρυλικότερο της τετράδας, που ακόμη και σήμερα εξαργυρώνει μέχρι τελευταίου πένυ τον μύθο του γκρουπ, έστω, γιατί όχι του πιο χιουμορίστα, που βαρώντας τα ντραμς στο φόντο, είχε μια πληρέστερη και σαφέστερη άποψη, τόσο του ίματζ του συγκροτήματος, όσο και της πλατείας που το αποθέωνε? Την απάντηση την δίνει ο ίδιος ο αφηγητής, πολύ σύντομα μάλιστα, λίγο μετά το ίντρο του κοντά τετράωρου επικού ροκιουμένταρι: Ο George Harrison υπήρξε ο καταλύτης των Beatles, εκείνος που με μαγικό τρόπο κατάφερνε να διατηρεί τις ισορροπίες και να εξομαλύνει τις διαφορές ανάμεσα στις δύο τεράστιες προσωπικότητες, που έπαιζαν μονίμως σε πρώτο πλάνο, συνεπώς κι εκείνος που είναι υπεύθυνος για την όσο το δυνατόν longlife της μεγαλύτερης μπάντας στην παγκόσμια ιστορία της μουσικής.

Γεννημένος καταμεσής του μεγάλου πολέμου και των μανιασμένων blitz krieg των γερμανικών βομβαρδιστικών, από πολύ νωρίς έδειξε ένα ιδιαίτερο ξεχωριστό χάρισμα στο χάιδεμα των χορδών της κιθάρας. Όταν αποφάσιζε με τους συμμαθητές του να φτιάξουν ένα μικρό γκρουπάκι στις αποθήκες του μόνιμα συννεφιασμένου Λίβερπουλ, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή η ένωση θα έγραφε την πιο χρυσή σελίδα στην Βίβλο του πενταγράμμου. Από τις φτωχικές, βρώμικες και τρισάθλιες τρώγλες της εργατούπολης, οι Beatles του John, του Paul, του George και του Ringo, έφτασαν χάρη στο μοναδικό τους ταλέντο στην κορυφή των charts, πουλώντας εκατομμύρια δίσκους και προκαλώντας παραλήρημα σε κάθε τους live εμφάνιση μέχρι την οριστική τους διάλυση το 1970...

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που χάρη στην εκρηκτικότητα των χαρακτήρων των βασικών συνθετών και τραγουδιστών του γκρουπ, στοιχημάτιζαν στην βραχύβια επιτυχία των Beatles. Έναν υπολογισμό που έκαναν δίχως να ζυγίσουν καλά το εκτόπισμα και την ικανότητα στο κράτημα των γκεμιών του Harrison. Η "ήρεμη δύναμη" όπως εκ των υστέρων αποδείχτηκε, γνώριζε καλά τον τρόπο να μοιράζει δίκαια την ατομική δημοφιλία, να βγάζει μπροστά και να αναδεικνύει τον Lennon και τον McCartney, δίχως να διαμαρτύρεται που οι δικές του συνθέσεις έμπαιναν σχεδόν πάντα στα Flip side των She Loves You και των Let It Be. Η ενασχόληση του με τον μυστικισμό και τις ανατολίτικες θρησκείες, άνοιξε καινούργιους δρόμους στην συλλογιστική του και εμβάθυνε τους μουσικούς του ορίζοντες, στοιχείο που διαφαίνεται στα άλμπουμ του συγκροτήματος, που είχε και την μεγαλύτερη συμμετοχή - όπως το Abbey Road, με τα μέγκαχιτ Something και Here Comes The Sun - που υπήρξε και το κύκνειο στούντιο άσμα του.

Σε αυτήν την διαδρομή των είκοσι χρόνων, από τα ανέμελα γρατσουνίσματα της φτηνής εξάχορδης (και όχι τετράχορδης, σαν του Lennon...) μέχρι την απόλυτη κορύφωση, είναι αφιερωμένο το πρώτο σκέλος του Living In A Material World, που είναι σαφέστατα το πιο γνώριμο, το πιο κοντινό στον μέσο θεατή. Η δεύτερη - δίωρη - πιότερο personal πράξη αφορά στην στην solo καριέρα του κιθαρίστα, στις συνεργασίες του με τους θρύλους της Ινδικής παράδοσης Shankar και Mahavishnu, στα ταξίδια του στην Ασία προς αναζήτηση της εναλλακτικής γαλήνης, στην ενασχόληση του με το σινεμά, ενώ εστιάζει και σε στιγμές ορόσημα της προσωπικής του ζωής, μέχρι τον θάνατο του (ή όπως προτιμά ο ίδιος την απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα) από ανίατη ασθένεια το 2001. Στιγμή που η συγκίνηση για τον Harrison, μέσα από τα λόγια των ανθρώπων που τον έζησαν από κοντά, όπως η γυναίκες της ζωής του, ο γιος του, οι δύο ακόμη εν ζωή Beatles, φτάνει στο απόγειο της, δείχνοντας το μεγαλείο μιας πραγματικά τεράστιας περσόνας.

Για πες: Υπό κανονικές συνθήκες όταν ο Scorsese αποφασίζει να ασχοληθεί με το μουσικό ντοκιμαντέρ, πρέπει όλοι όσοι έχουν σκοπό να πράξουν κάτι παρόμοιο με εκείνον στο μέλλον, να στέκονται προσοχή και να παρακολουθούν σιωπηλοί και ταπεινοί την μέθοδο του. Που εδώ δεν διαφέρει στο ελάχιστο από τα αντίστοιχα παλαιότερα αφιερώματα του κορυφαίου δημιουργού, στους The Band ή στον Dylan. Το να συζητά κανείς για σπάνιο υλικό - τι σπανιότερο από το να μιλά σε πρώτο πρόσωπο στον ρεπόρτερ, ο ίδιος ο θανόντας πρωταγωνιστής - είναι περιττό, μιας και από τα χιλιάδες πλάνα που συνθέτουν το 210 λεπτών πόνημα, είναι ζήτημα να είχα δει ξανά ένα ή δύο από αυτά. Ούτε βεβαίως να θέτει θέμα εκούσιας αγιοποίησης του ταξιδιάρη Wilbury, από τους ζάμπλουτους κληρονόμους του, εφόσον κάτι τέτοιο είναι εξ ορισμού δεδομένο, όντας ο πανίσχυρος συνδετικός κρίκος, που διατήρησε σώα και αβλαβή την περιπέτεια του συγκροτήματος στο πέρασμα του χρόνου, αντέχοντας τις αλαζονίες του John και του Mac Cartney, που ακόμη και τώρα το πομπώδες ύφος του τον καθιστά οιωνεί αντιπαθητικό. Αυτό που λείπει από τα εργαλεία του Martin, προκειμένου το έργο του να οριστεί ως αριστούργημα, όπως συνέβη τόσο στο The Last Waltz, όσο και στο No Direction Home, είναι αυτή ακριβώς η παντελής έλλειψη του πιπεράτου, του ιντριγκαδόρικου στοιχείου της προσωπικότητας που αναλύει, αφού εδώ δεν καλείται να παρουσιάσει ούτε το συναυλιακό αντίο ενός θρυλικού (υπό διάλυση όμως) ροκ γκρουπ, ούτε την βιογραφία του τραγουδοποιού που δίχασε όσο κανείς άλλος το κοινό του.






Στις δικές μας αίθουσες, 6 Οκτωβρίου 2011 από την Audiovisual

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική