Στρουμφάκια: Το Χαμένο Χωριό (Smurfs: The Lost Village) PosterΣτρουμφάκια: Το Χαμένο Χωριό
του Kelly Asbury. Με τις φωνές των Demi Lovato, Rainn Wilson, Joe Manganiello, Jack McBrayer, Danny Pudi, Michelle Rodriguez, Ellie Kemper, Ariel Winter, Meghan Trainor, Jake Johnson, Mandy Patinkin, Julia Roberts


Γυναικεία Ανασφάλεια. Μα και στα Στρουμφάκια?
του zerVo (@moviesltd)

Για πρώτη φορά τα λατρεμένα μικροκαμωμένα μπλε ανθρωπάκια, που γεννήθηκαν από το πενάκι του μετρ Peyo, έκαναν την εμφάνιση τους στην μεγάλη οθόνη το 2011, με το πολυαναμενόμενο, χάρη και στο τεράστιο προωθητικό μάρκετινγκ εκείνης της εποχής σε όλο τον κόσμο, The Smurfs να σαρώνει τα Box Office, φέρνοντας στα ταμεία της Sony περισσότερα από 200 εκατομμύρια δολάρια, σχεδόν τα διπλάσια από όσα έβγαλε από την τσέπη για την κατασκευή του. Ο εξαιρετικός συνδυασμός animation και live action που πέτυχε τον σκοπό του, είχε σαν αποτέλεσμα την λογική συνέχεια, The Smurfs 2, δύο χρονάκια κατοπινά, που είχε ακριβώς το ίδιο κόστος, όχι όμως και τον αντίστοιχο τζόγο στο κοινό. Μιας και ο τίτλος είναι πιασάρικος, η παραγωγή δεν θα ήταν δυνατόν να τον αφήσει τόσο εύκολα ανεκμετάλλευτο, ακόμη κι αν χρειαζόταν να αποσυρθούν οι ζωντανοί, οι αληθινοί χαρακτήρες από το σενάριο, για να μείνουν μόνο τα σκιτσαρισμένα μουτράκια, που έτσι κι αλλιώς εκείνα είναι που γνωρίζει περισσότερο ο κόσμος. Συνέπεια τούτου, η παρουσίαση ενός τρίτου επεισοδίου, με την μαρκίζα The Lost City, ανεξάρτητου από τα προηγούμενα, σαν αυτοτελές επεισόδιο, που περισσότερο ριμπούτ θυμίζει, παρά καθεαυτού σίκουελ των περασμένων.

Στρουμφάκια: Το Χαμένο Χωριό (Smurfs: The Lost Village) Wallpaper

Μια χαρά κυλάει στην πλήρη ηρεμία της η καθημερινότητα στο μικρό χωριουδάκι των Στρουμφ, από την στιγμή που όλα τα μέλη της ζωηρής κοινότητας ακολουθούν πιστά τις εντολές του πάνσοφου και δίκαιου Μπάμπα. Μέχρι την στιγμή που η προβληματισμένη από την ιδιαιτερότητα της, ως το μοναδικό κοριτσάκι της συντροφιάς, Στρουνφίτα, θα παρακούσει την οδηγία και θα διαβεί το κατώφλι του Απαγορευμένου Δάσους, αναζητώντας τις ρίζες της, πιστεύοντας πως η προέλευση της είναι ξεχωριστή από όλης της υπόλοιπης φυλής. Δρόμος που θα την οδηγήσει ακριβώς στις παρυφές του πύργου, του κακιασμένου Δρακουμέλ, που παρέα με την κακίστρω γάτα του Ψιψινέλ και τον όχι και τόσο έξυπνο δράκοντα Μόντυ, αναζητά όλα τα Στρουμφάκια του κόσμου για να βάλουν στον αποχυμωτή και με το ζωμό τους να γίνει ο κυρίαρχος του κόσμου.

Κι αν μια φορά με την βοήθεια των τριών κολλητών της, που θα δείξουν την ίδια περιέργεια με εκείνη, του Σπιρτούλη, του Σκουντούφλη και του Προκόπη, θα καταφέρει να ξεφύγει από το κυνήγι του κακού μάγου, δεν θα συμβεί το ίδιο όταν όλοι μαζί θα πάρουν την απόφαση να ψάξουν να βρουν που κρύβεται το Χαμένο Χωριό, που ο θρύλος λέει πως κατοικείται μόνο από στοιχειά πανομοιότυπα με εκείνους, με την διαφορά πως όλα είναι θηλυκά... Έκπληξη που θα περιμένει την κακόμοιρη τετράδα, αν και εφόσον καταφέρει να υπερκεράσει όλους τους κινδύνους που κρύβει η ύπαιθρος, τις ζωντανές λιβελούλες, τα γιγάντια κουνέλια, τα κυματιστά ποτάμια, αλλά και τον ίδιο τον Δρακουμέλ που φυσικά βρίσκεται στο κατόπι τους...

Και κάπως έτσι παίρνει μπροστά η πρώτη, αμιγώς σκιτσαρισμένη καινούργια περιπέτεια των Smurfs, που αυτή την φορά στο επίκεντρο της έχει το ξανθούλι κοριτσόπουλο που όλοι στο Στρουμφοχωριό προσέχουν σαν τα μάτια τους, μια και την έχουν μια και μονάκριβη. Η κακομοίρα η Στρουμφίτα, που κατά την παράδοση είναι δημιούργημα του Δρακουμέλ, ώστε να λειτουργήσει σαν Δούρειος Ίππος στην ανδροκρατούμενη κοινωνία των Στρουμφ, μα που χάρη στην αγάπη όλων έγινε αποδεκτή και αγαπητή από όλους, θα βιώσει την απόλυτη ανατροπή αντιλαμβανόμενη πως πια δεν είναι η μόνη γυναίκα στον κόσμο. Ίσως όμως να είναι η πιο αδύναμη, αλλά και η πιο κοκέτα, καθώς όλες οι Αμαζόνες που διατηρούν ζωντανό το δικό τους χωριουδάκι, είναι ικανότατες πολεμίστριες, άριστες στο τόξο, πανίσχυρες στην μάχη και εκείνες από την μεριά τους, θα την περάσουν την σχετική εκπαίδευση, για να μάθει πως να προστατεύει μόνη της τον εαυτό της.

Με τηλεοπτικό (γιγάντιο χρονικά) επεισόδιο μοιάζει αυτό το τρίτο μέρος της φιλμικής διαδρομής των μινιμάλ φατσουλιών, που υπογράφει σκηνοθετικά ο έμπειρος στο είδος, χάρη στην προϋπηρεσία του σε Shrek 2, Spirit και Gnomeo And Juliet, Kelly Asbury. Πέραν του νεανικώς και κεφάτως παρουσιαζόμενου φεμινιστικού στόρι, για να μην λησμονούμε πως οι βασικοί θεατές του φιλμ, δεν είναι παρά μονοψήφιας ηλικίας θεατές, δεν υπάρχουν ιδιαίτερες σουρπρίζ ούτε στην θεματική εξέλιξη, ούτε στον τρόπο της αφήγησης, προκειμένου να εξελιχθεί Το Χαμένο Χωριό σε κάτι το αξέχαστο, το ξεχωριστό. Όμορφα σκίτσα, τρισδιάστατης υφής, ειδικά όσο διαρκεί το ταξίδεμα μέσα στο άγνωστο του δάσους, με την πολυχρωμία της χλωρίδας και του υγρού στοιχείου να κλέβει την παράσταση, πλακατζίδικες ατάκες, που αν είσαι από τους παλιούς Στρουμφοφάνς δεδομένα έχεις ξανακούσει και μάλλον θα σε κάνουν να χαμογελάσεις, αλλά και περιορισμένη έμπνευση στην πλοκή, που δεν κρύβει ποτέ πίσω της τουίστς και απρόσμενες στιγμές. Για κάποιο Σαββατιάτικο απόγευμα, που θα παίξει δηλαδή στην μικρή οθόνη, μια χαρά πρόταση αποτελεί, για πρόταση εξόδου στην σκοτεινή αίθουσα, μάλλον οι νεαροί σινεφίλ, έχουν καλύτερες επιλογές να κάνουν.

Στρουμφάκια: Το Χαμένο Χωριό (Smurfs: The Lost Village) Rating




Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Μαρτίου 2017 από την Feelgood Ent.
Περισσότερα... »

Το φάντασμα στο Κέλυφος (Ghost In The Shell) PosterΤο φάντασμα στο Κέλυφος
του Rupert Sanders. Με τους Scarlett Johansson, "Beat" Takeshi Kitano, Michael Pitt, Pilou Asbæk, Chin Han, Juliette Binoche, Peter Ferdinando, Kaori Momoi, Lasarus Ratuere


Big In Japan
του zerVo (@moviesltd)

Για πρώτη φορά ο τίτλος εμφανίστηκε στα 1989, βγαλμένος από την έμπνευση και το πενάκι του Masamune Shirow, στο ομώνυμο σέινεν μάνγκα, που αποτέλεσε την απαρχή μιας σειράς ανιμέισον, με τεράστια εμπορική απήχηση σε όλο τον κόσμο, με αφετηρία φυσικά την πατρίδα του την Ιαπωνία. Την Χώρα του Ανατέλλοντος Ήλιου όπου λανσαρίστηκε το 1995 και το πρώτο φιλμ κινούμενων σκίτσων, βασισμένο στην ίδια ιδέα, από τον σκηνοθέτη Mamoru Oshii, σε μια αρκετά πειστική διασκευή του μύθου, που ειδικά στις αγορές της Άπω Ανατολής σάρωσε τα ταμεία. Μετά από αρκετά και ενδιαφέροντα σίκουελς, η Dreamworks κατ εντολή του ίδιου του Spielberg, πήρε το ρίσκο να ασχοληθεί με την πρώτη live action εκδοχή του παγκοσμίου φήμης Ghost In The Shell, φροντίζοντας τα υλικά που θα σχηματίσουν το πρότζεκτ να είναι πρώτης τάξης, από το πάνω ράφι, ώστε να μείνουν ικανοποιημένοι τόσο οι αμέτρητοι φανατικοί του οπαδοί, όσο και οι επενδυτές που αναμένουν σε πολλαπλάσια φόρμα την επιστροφή των χρημάτων που έριξαν στο πλάνο. Κι αν οριακά, έστω και με λίγα παραπανίσια κέρδη, οι δεύτεροι μείνουν ικανοποιημένοι, αφού από την παγκόσμια θα γυρίσουν τα εκατό-κάτι εκατομμύρια του κόστους, οι πρώτοι, ενδεχόμενα να μην χορτάσουν το θέαμα που προσδοκούσαν, στο άκουσμα της ύπαρξης ενός τέτοιου φημισμένου κινηματογραφικού μπλοκμπάστερ.

Το φάντασμα στο Κέλυφος (Ghost In The Shell) Quad Poster
Στο κοντινό μέλλον, οι επιστημονικοί κολοσσοί, με την αρωγή της τεράστιας εξέλιξης της νανοτεχνολογίας, έχουν προχωρήσει σε μυστικά γενετικά πλάνα, φτάνοντας ακόμη και στο να καταφέρουν να συνδυάσουν μέσα σε μηχανικά κατασκευασμένα κορμιά, τα Κελύφη, την ανθρώπινη νοημοσύνη, όπως εκείνη αποκτήθηκε με τον χρόνο, από υπαρκτά πρόσωπα, τα Φαντάσματα όπως τα αποκαλούν, έχοντας καταφέρει να την αποσπάσουν από σώματα κατεστραμμένα, έτοιμα να αφήσουν την τελευταία τους πνοή. Πρωτοπόρος στον σχεδιασμό τέτοιων ανθρωποειδών, η περίφημη Χάνκα Ρομπότικς, με την βοήθεια της ευφυούς Δρ Ουελέτ, θα προχωρήσει πολλά βήματα παραπέρα, καταφέρνοντας να κάνει πράξη το φιλόδοξο σχέδιο της, παρουσιάζοντας σαν πρώτο αποτέλεσμα των πειραμάτων της, το δυναμικό cyborg που προέκυψε από την ανακατασκευή των μελών μιας νεαρής γυναίκας, της Μίρα Κίλιαν, που μόλις επιβίωσε από βίαιη εξτρεμιστική επίθεση...

Ένα χρόνο κατοπινά, το αποτέλεσμα αυτό των μελετών, έχοντας πάρει το κωδικό όνομα Μέιτζορ, αποτελεί ένα από τα πιο δυναμικά στελέχη της αντιτρομοκρατικής ομάδας του Σέκτορα 9, που σκοπό του έχει την αποκάλυψη και την εξόντωση απειλών για την ανθρωπότητα. Ενόσω οι κεντρικές εγκαταστάσεις και οι βασικοί οργανωτές του Σέκτορα, θα δεχτούν φονική επίθεση από άγνωστης ταυτότητας εγκληματία, καθοδηγητή μιας ολόκληρης στρατιάς ρομπότ με την μορφή γκέισας, η Μέιτζορ, που δεν έχει απαλλαγεί από τις εκλάμψεις των αναμνήσεων του παρελθόντος της, θα ριχτεί στην μάχη της αναζήτησης του, προτού εκείνος καταφέρει και διαλύσει όλα όσα έχει πετύχει μέχρι ώρας το φιλόδοξο πείραμα. Και όσο περισσότερο η προβληματισμένη πράκτορας ρίχνεται βαθύτερα στον πόλεμο κατά των εισβολέων, τόσο οι σβησμένες θύμησες θα ξυπνούν μέσα της, ανακατεύοντας συναισθήματα και πράξεις.

Δεν αναφέρεται κάπου συγκεκριμένα, είναι όμως κάτι παραπάνω από προφανές, πως ο τόπος που εξελίσσεται η πλοκή, είναι μια μετεξέλιξη των τεράστιων Ασιανών μητροπόλεων, τιγκαρισμένων με γιγάντιες ολογραφικές διαφημίσεις και νέον φωτισμούς και γεμάτων από ανισόπεδες κυκλοφοριακές διαβάσεις, που η δαιδαλώδης τους υφή και σχεδιασμός άμεσα παραπέμπει στο μελλοντολογικό τοπίο, όπου εξελισσόταν η πρώτη διδάξασα και κορυφαία φιλμική στιγμή του είδους, το αξεπέραστο Blade Runner. Σε αυτό το γνώριμο φόντο, όπου πλέον είναι δεδομένο πως άνθρωποι και ρομπότ συνυπάρχουν, δίχως να είναι εύκολη στο κοινό μάτι η αποκάλυψη για το ποιος είναι ο πραγματικός και ποιος ο κίβδηλος, λαμβάνει χώρα ο cyber πόλεμος ανάμεσα σε εκείνους που επιζητούν με κάθε τρόπο και με οποιαδήποτε χρήση της τεχνολογικής προόδου την δημόσια ασφάλεια και σε αυτούς που θα την χρησιμοποιήσουν με ανήθικους σκοπούς και προς ίδιον όφελος.

Δίχως άλλο το αριστοτεχνικά δομημένο σκηνικό του 21ου και βάλε αιώνα, αποτελεί ένα πρώτης τάξης πεδίο δράσης για να κυλήσει πάνω του η ανέμη της περιπετειώδους αφήγησης. Εκεί ατυχώς ο ντιρέκτορας Rupert Sanders, επιλέγει να μην ακολουθήσει την προσταγή της πλατείας για ακατάπαυστη action, αεικίνητα χορευτικά και εκρηκτικές σεκάνς, τύπου ας πούμε Matrix, τίτλου που λίγο έως πολύ έχει πανομοιότυπη ιδεολογική βάση, αλλά να εστιάσει στα ζόρια και τους εσωτερικούς προβληματισμούς της ψυχής του ανθρωποειδούς, που μάχεται ανεξέλεγκτα και αλώβητο σωματικά, ελάχιστα απέχει από την ολοκληρωτική συντριβή του όμως νοητικά. Καθώς η παλαιά όψη, η θνητή, η εύθραυστη, η όχι απέθαντη, θα έρθει σε άμεση ρήξη με την υπεράνθρωπη, την άψογη, την σούπερ ηρωική, μηχανικά όμως λειτουργικά κατευθυνόμενη.

Για να είμαι ειλικρινής, αν θα μου ζητούσαν να ορίσω ποια σούπερ σταρ θα επέλεγα για την διανομή του ρόλου της Μέιτζορ / Κίλιαν, πολύ δύσκολα θα πρότεινα κάποια άλλη από την Scarlett Johansson, την νούμερο ένα άλλωστε εξειδικευμένη ηθοποιό, σε συνθήκες έντονης δράσης της εποχής μας, με προϋπηρεσία πετυχημένη στους θριάμβους της Marvel. Με αρκετές CGI παρεμβάσεις, τόσο στην έκφραση, όσο και στο κορμί της, η χυμώδης πρωταγωνίστρια ανατρέπει τον μύθο της σχιστομάτισσας ηγέτιδας του αγώνα, διατηρώντας ζωντανή την σούπερ σέξι χροιά του πρωτότυπου, αλλά και περνώντας την γνώριμη μελαγχολία της, όπως ακριβώς πρέπει δηλαδή, στην human ματιά της. Δυστυχώς όμως τον ολοζώντανο χείμαρρο Scarlett δεν εκμεταλλεύεται ποτέ το πολύ χαμηλού τέμπο, ανεξήγητα χαμηλού για το genre, σενάριο, που πάλεψε αλλά δεν κατόρθωσε ποτέ να κοντράρει στα ίσα πρόσφατες πολύ υψηλότερου κύρους, ιδίας φιλοσοφίας, ταινίες, σαν ας πούμε το σπουδαίο Ex Machina με την Alicia Vikander. Οι πολύ φανατικοί της μαρκίζας, ενδεχόμενα και μόνο στην ολοζώντανη απεικόνιση του αγαπημένου τους θρύλου στην μεγάλη οθόνη, ίσως και να ενθουσιαστούν από το αποτέλεσμα. Η ιστορία που αφηγείται όμως το live action, Ghost In The Shell με την ρηχή της συμπεριφορά και τις ελάχιστες εκρήξεις έμπνευσης στην πορεία της, μάλλον δεν καλύπτει τις απαιτήσεις των υπολοίπων, που στο άκουσμα της κυκλοφορίας ενός τόσο δυνατού τίτλου, σίγουρα περίμεναν περισσότερα.

Το φάντασμα στο Κέλυφος (Ghost In The Shell) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Μαρτίου 2017 από την UIP
Περισσότερα... »

Ciao Amore...Dalida (Dalida) PosterCiao Amore...Dalida
της Lisa Azuelos. Με τους Sveva Alviti, Riccardo Scamarcio, Jean-Paul Rouve, Nicolas Duvauchelle, Alessandro Borghi, Valentina Carli, Brenno Placido, Niels Schneider, Hamarz Vasfi, Davide Lorino, F. Haydee Borelli, Vincent Perez, Patrick Timsit


Histoire D'Un Amour
του zerVo (@moviesltd)

Τι νοσταλγική ανάμνηση ξυπνάει πάλι αυτή η φιλμαρισμένη βιογραφία? Είναι ένα φεγγάρι εκεί λίγο πριν την έλευση της (καλώς ή καλώς) επαναστατικής Αλλαγής, που πάμπολλα αστέρια του ευρωπαϊκού σανσόν επιλέγουν και τον τόπο μας για τις ηλιόλουστες βόλτες τους, συνδυάζοντας τις με κάποιο αφιέρωμα με τραγούδια τους, στις μικρές τηλεοπτικές οθόνες της πάμφτωχης δικαναλικής εποχής. Όνειρο που γινόταν πραγματικότητα μέσα από τις εκπομπές του Παπαστεφάνου και του Γερμανού, ενόσω πραγματοποιούσαν έφοδο μέσα στο σαλόνι σου άπιαστες μορφές που απλώς τις χάιδευες νοερά στο άκουσμα του χιλιοπαιγμένου δίσκου ή στην χειρότερη του αντιγράφου που στριφογυρνούσε ακατάπαυστα στο μπομπινόφωνο. Ακόμη κι αν το ασπρόμαυρο του πρωτόγονου δέκτη δεν σε άφηνε να απολαύσεις σε όλο τους το εύρος, πολυχρωμίες και πλουμίδια, η φαντασία ταξίδευε και ζωγράφιζε σε κάθε πιθανή απόχρωση φώτα και ντεκόρ, για να παρελάσει εμπρός τους το είδωλο. Ξέχωρη θέση σε ετούτη την ανεξίτηλη παιδική θύμηση, μια δίμετρη Καρυάτιδα, με μαλλί ατελείωτο πυρόξανθο, να λικνίζεται πέρα δώθε, μέσα στην λαμέ τουαλέτα της, στον παλμό του Ντιρλαντά. Στόματα ορθάνοιχτα σε σύσσωμο τον ανδρικό περίγυρο, που κόντευε να χυμήξει στο γυαλί για να την αγκαλιάσει, να την κάνει δική του. Τι Γυναικάρα! Τι Γυναικάρα φίλε! Ετούτη είναι η ιστορία της...

Ciao Amore...Dalida (Dalida) Quad Poster
Έχοντας αφήσει πίσω τα δύσκολα παιδικά χρόνια στο πολύβουο μεταπολεμικό Κάιρο, με τον δάσκαλο μουσικής πατέρα της να βρίσκεται σε περιορισμό από τους απελευθερωτές, η Ιταλικής καταγωγής Γιολάντα Τζιλιότι, μαζί με την μητέρα και τα αδέλφια της θα αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη στην Ευρώπη. Χάρη στην απαράμιλλη ανατολίτικη εξωτερική της εμφάνιση, που συνδυαζόταν άψογα με την υπέροχη χροιά της φωνής της, η Δαλιδά, όπως είναι πλέον το αρτιστικό της όνομα, θα πέσει πολύ σύντομα στην αντίληψη των μουσικών παραγωγών, που θα την προωθήσουν σαν το επόμενο μεγάλο όνομα του Φραντσέζικου πενταγράμμου. Λίγο πριν εκπνεύσει η δεκαετία του 50', η τραγουδίστρια με τα εξωτικά χαρακτηριστικά και το ιδιαίτερο βαρύ αξάν στην προφορά, θα δει το όνομα της να κυριαρχεί στην κορυφή των τσαρτς, με τις μεσογειακής χροιάς επιτυχίες της, να της χαρίζουν το ένα νούμερο ένα μετά το άλλο.

Δεν υπάρχει ούτε ένας ραδιοφωνικός σταθμός που να μην ξεκινάει το πρόγραμμα του με το μαντολίνο του Bambino, τα γυρίσματα του Come Prima και την λατίνα συγκίνηση του Histoire D'Un Amour, με το άστρο της Δαλιδά να έχει σκαρφαλώσει στα ουράνια του διεθνούς μουσικού στερεώματος και κάθε της εμφάνιση να συνδυάζεται με παραλήρημα από το κοινό. Μαζί με την ραγδαία ανοδική τάση της επαγγελματικής της πορείας, η ερμηνεύτρια θα δει και την προσωπική της ζωή να παίρνει το μονοπάτι της ευτυχίας, καθώς θα σφραγίσει με έναν λαμπερό γάμο, την σχέση της με τον άνθρωπο που την ανακάλυψε, τον δαιμόνιο παραγωγό Λισιέν Μορίς.

Και αυτή είναι η απαρχή μιας καλλιτεχνικής διαδρομής τριών δεκαετιών, ισοδύναμης του θριάμβου καθώς οι δίσκοι της Δαλιδά θα γίνονται ανάρπαστοι παγκοσμίως, την ίδια στιγμή που οι εμφανίσεις της μπροστά στο κοινό, από την στιγμή της ανακοίνωσης τους θα κτυπούν αλλεπάλληλα σολντ άουτ. Μονόδρομος προς το ναδίρ της καταξίωσης, που στον ιδιωτικό της βίο όμως θα έχει παντελώς αντίθετη ρότα, συννεφιασμένη, σκοτεινή, μουντή και σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της με τραγικό κι αιματηρό φινάλε. Σαν κάποια νεράιδα να άγγιξε με το μαγικό της ραβδί της αύρα της Dalida και καθετί που τραγουδά να γίνεται χρυσάφι, την ίδια στιγμή που ένα αντιστρόφως ανάλογο ξόρκι φρόντιζε να καταστρέφει τον οποιοδήποτε έκανε την καρδιά της να σκιρτά. Και για να τα λέμε όλα, δεν ήταν και λίγοι οι άντρες που η φλογερή Μεσόγεια δόθηκε ψυχή και σώμα, για να πάρει στο σύνολο των περιπτώσεων σαν αντάλλαγμα δάκρυα και πίκρα.

Βασισμένη στα απομνημονεύματα του αδελφού της Ορλάντο, ενός κατά συνθήκη, υπερβολικά φιλόδοξου μάνατζερ, που πρέπει ελάχιστες στιγμές στο σύνολο της τριακονταετίας να μην βρέθηκε στο πλάι της (εδώ τον υποδύεται σε υπερβολικά γκείζουσα φόρμα ο Ιταλιάνος Ricardo Scamarcio) η biopic της τραγουδίστριας, αρχίζει και τελειώνει με μία απόπειρα αυτοκτονίας. Την πρώτη, την αποτυχημένη, οφειλή στον όχι ιδιαίτερα ταλαντούχο, μα ιδεαλιστή περφόρμερ Λουίτζι Τένκο, που δεν άντεξε την απόρριψη του Σαν Ρέμο κι έβαλε τέλος στην ζωή του, οδηγώντας την βασική τους υποστηρίκτρια στην κατάθλιψη και την δεύτερη, την οριστική, που στα 1987 βύθισε στο πένθος ολάκερο τον καλλιτεχνικό κόσμο, τον οποίο η Ντίβα αποχαιρέτησε με δυο θλιμμένες γραμμές στο μπιλιέτο του αντίο της: Δεν αντέχω άλλο, συγχωρέστε με...

Με αρκετές ιδιορρυθμίες στην αφήγηση του, ώστε να το κάνει να ξεχωρίζει από αντίστοιχα μουσικά σινε-αφιερώματα, το φιλμ που φέρει την υπογραφή της Γαλλομαροκινής Lisa Azuelos, σε κανένα σημείο της δράσης του δεν ακολουθεί μια γραμμή, επιθυμώντας σχεδόν πλάνο με το πλάνο να πηγαινοέρχεται μέσα στον χρόνο, φωτίζοντας εναλλάξ ανάκατες καρτ ποστάλ από την πολυτάραχη ζωή της τραγουδίστριας. Στοιχείο που αυτόματα καθιστά πολύ ενδιαφέρουσα την ανάγνωση των - έτσι κι αλλιώς πασίγνωστων στο σύνολο του κοινού που θα παρακολουθήσει το έργο - περιστατικών που στιγμάτισαν την προσωπικότητα της Δαλιδά. Έρωτες θυελλώδεις, βουτηγμένοι όλοι στην έναρξη τους σε έναν πρόσκαιρο ενθουσιασμό, μα που σταδιακά όμως ξεθώριαζαν και έδειχναν αδύναμοι να κρατήσουν ψηλά σε ένταση την ασίγαστη δίψα της για αγάπη. Αυτοχειρίες, εγκαταλείψεις, φυλακίσεις, εκτρώσεις, ξεσπάσματα βίας, ανικανοποίητα πάθη, θάνατος! Και τι ειρωνεία, ούτε μια επαγγελματική επιλογή δεν στράβωσε ποτέ. Πωλήσεις δίσκων στα ουράνια και Παλαί Ντε Σπορ κατάμεστα για να απολαύσει ο κοσμάκης την μελαγχολική Θεά!

Το δεύτερο στοιχείο που καθιστά διαφορετικό το φιλμάρισμα της ζωής της Dalida, είναι που όσο περνά η ώρα το μουσικό αφιέρωμα εξελίσσεται σε καθαρόαιμο μιούζικαλ, εκεί όπου το κάθε τραγούδι παίζει τον δικό του ρόλο στο σενάριο, ανταποκρινόμενο κατά βάση στα εκάστοτε συναισθήματα της ερμηνεύτριας. Εξαιρετική μέθοδος που ξεδιπλώνονται στο πανί δηλαδή τα χιτς το ένα μετά το άλλο, το Je Suis Malade, το Paroles, το Pour Ne Pas Vivre Seul, το Il Venait D'Avoir 18 Ans, αλλά και οι πιο τιγκάτες στην πούλια και το στρας επιτυχίες της τελευταίας, ντίσκο αεικίνητης περιόδου της, σαν τον Gigi και το εκρηκτικό Lessaiz Moi Danser. Κανένα τραγούδι δεν ράβεται τυχαία στον καμβά, ώστε σε μιξάρισμα με το πρωθύστερο της εξέλιξης να σχηματίζει μια γοητευτικά ελκυστική πρόκληση.

Εννοείται σε καμία περίπτωση όμως, γοητευτικότερη από την ανάμνηση της ίδια της Δαλιδά, που ζει και βασιλεύει, από το πρώτο στιγμιότυπο σε μια γωνιά του αχανούς Ορλύ, ίσαμε το τελευταίο εκράν, που η ίδια βυθίζει στο τόσο τρομακτικό για εκείνη σκοτάδι. Λογικό κι επόμενο είναι η επιλογή της πανομοιότυπης μεν σωματικής κοψιάς και αραβικών χαρακτηριστικών προσώπου, Sveva Alviti να μην πετυχαίνει ποτέ να αγγίξει έστω την λαμπάδα και την ενέργεια της Θεότητας. Περισσότερο τοπ μόντελ παρά ηθοποιός, η Ισραηλινή, που επελέγη από την σκηνοθέτιδα από περισσότερες των 200 υποψηφίων, απλώς διεκπεραιώνει επίπεδα τον ρόλο, αφήνοντας νότες, χορευτικά, ιαχές, κλάματα και ξεσπάσματα, να εκτοξεύσουν ορφανά από μόνα τους την δραματουργία, χωρίς την κατάλληλη υποκριτική ώθηση. Πράγμα που κατορθώνουν τα υλικά, πρωτίστως χάρη στα ντιρεκτορικά εφέ της προβολής τους, μα κυρίως λόγω της συγκλονιστικά καταστροφικής δυναμικής τους, εφόσον όλα συνέβησαν στο ίδιο πρόσωπο, που τα προσέλκυσε πάνω του σαν μαγνήτης. Έστω κι έτσι όμως, στρέφοντας ματιά ξανά στις νότες και τις μελωδίες, στην απόλυτα θηλυκή κορμοστασιά και την ασυντόνιστη χάρη, την απρόσμενα μη φρανσέζα προφορά και την καθηλωτική θεατράλε λυγμώδη περφόρμανς, καταλήγουμε ξανά στο ίδιο συμπέρασμα. Μεγάλου έρωτα η ιστορία αυτή Νταλί. Αιώνιου πλέον...

Ciao Amore...Dalida (Dalida) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Μαρτίου 2017 από την Rosebud 21
Περισσότερα... »

Ο επιφανής πολίτης (El ciudadano ilustre) PosterΟ επιφανής πολίτης
των Mariano Cohn, Gastón Duprat. Με τους Oscar Martínez, Dady Brieva, Andrea Frigerio, Nora Navas, Manuel Vicente, Belén Chavanne, Gustavo Garzón, Julián Larquier, Emma Rivera, Marcelo D’Andrea


Μικρό χωριό, μεγάλα βάσανα...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Ουδείς προφήτης στον τόπο του!

Μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι τούτη η ταινία των Gastón Duprat και Mariano Cohn. Μια ταινία, που φέρνει στο νου κάτι από το «Κυνήγι» του Thomas Vinterberg αλλά και από τον «Βασιλιά» του Νίκου Γραμματικού, σε πιο χαλαρούς τόνους πάντως, όπως και να 'χει. Μια σπουδή πάνω στην καλλιτεχνική δημιουργία, τα δάνεια από την πραγματικότητα, την ίδια την τέχνη της αφήγησης, εντέλει, το ίδιο το σινεμά!

Ο επιφανής πολίτης (El ciudadano ilustre) Quad Poster
Η ταινία El Ciudadano Ilustre ξεκίνησε την καριέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα, κερδίζοντας τελικά το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον Oscar Martínez. Προβλήθηκε και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβρη, στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες», κερδίζοντας το βραβείο κοινού για το συγκεκριμένο τμήμα! Και αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Αργεντινής για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Όχι μικρό κατόρθωμα για την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του συγκεκριμένου σκηνοθετικού διδύμου.

Η υπόθεση: Ο Ντανιέλ Μαντοβάνι είναι ένας συγγραφέας παγκοσμίου φήμης, την οποία επικυρώνει με τη βράβευσή του με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (πριν τη βράβευση του Bob Dylan προφανώς...). Τα βιβλία του πουλάνε τρελά και καθημερινά δέχεται δεκάδες προσκλήσεις για συνεντεύξεις (τηλεοπτικές, ραδιοφωνικές, γραπτές), για παρουσίαση σε διάφορες εκδηλώσεις τόσο φιλανθρωπικού όσο και κοσμικού χαρακτήρα, για ομιλίες σε πανεπιστήμια ανά τον κόσμο. Ο ίδιος όμως είναι μοναχικός άνθρωπος και προτιμά να βρίσκεται στο ησυχαστήριό του, κάπου στη Βαρκελώνη.

Τη μόνη παρέα που ανέχεται είναι αυτή της ιδιαιτέρας γραμματέως – βοηθού του. Κάποια μέρα τον περιμένει μια έκπληξη: τον καλούν να τον τιμήσουν από την γενέτειρά του, μια μικρή πόλη στην Αργεντινή ονόματι Σάλας. Ενώ αρχικά αρνείται την πρόσκληση εντέλει αποφασίζει να κάνει το μεγάλο ταξίδι. Εξάλλου, η γενέτειρά του πάντα αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τα βιβλία του κι έχει να την επισκεφτεί για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Μόνο που αλλιώς έχει αυτήν την επίσκεψη στο μυαλό του κι αλλιώς έρχονται τα πράγματα μόλις πατάει το πόδι του εκεί όπου μεγάλωσε...

Η άποψή μας: Το αργεντίνικο σινεμά, γενικά το σινεμά της λατινικής Αμερικής είναι από τα πιο δημιουργικά και ενδιαφέροντα αυτή τη στιγμή. Στην Αργεντινή παράγονται ταινίες που απευθύνονται στο μεγάλο κοινό υπάρχουν όμως και καλλιτεχνικά δημιουργήματα υψηλής αισθητικής αξίας. Τούτη η ταινία είναι εμπορική: δεν είναι τυχαίο ότι τη διανομή της έχει αναλάβει το αργεντίνικο τμήμα της Ντίσνεϊ για την ίδια τη χώρα. Αυτό όμως πλέον δεν αποτελεί κριτήριο για να κρίνουμε μια ταινία. Αυτό αποτελεί απλώς μια επιπλέον πληροφορία. Γιατί η ταινία είναι καλή. Πολύ καλή μάλιστα. Ο βασικός χαρακτήρας, ο Ντανιέλ Μαντοβάνι, σε κανένα σημείο του φιλμ δεν αποκαλύπτει τον πραγματικό του εαυτό. Είναι αυτά που λέει; Είναι αυτά που γράφει; Ή απλά υποδύεται ρόλο;

Ας πούμε, ο λόγος που εκφωνεί μετά τη βράβευσή του από τη Σουηδική Ακαδημία με το βραβείο Νόμπελ, δείχνει έναν άνθρωπο που δεν τον ενδιαφέρουν οι βραβεύσεις, έναν αντισυμβατικό τύπο, χορτάτο, που τον νοιάζουν πολύ πιο σημαντικά πράγματα από γιορτές και παράτες. Ισχύει; Ή το παίζει; Γιατί όταν φτάνει στη γενέτειρά του μέχρι και σε πυροσβεστικό άρμα θα ανεβεί, ωσάν... ποδοσφαιριστής για να χαιρετίσει τους συμπολίτες του που έχουν βγει στους δρόμους (καλά, μην φαντάζεστε πλήθος – από τις έξυπνες και αστείες σκηνές της ταινίας) για να τον προϋπαντήσουν. Στη γενέτειρά του θα συναντήσει ξανά τον μεγάλο του έρωτα, μια γυναίκα παντρεμένη με παιδί πια. Ο άντρας της ήταν φίλος με τον Ντανιέλ και θέλει να τα πάνε καλά. Η κόρη... μεγάλη ιστορία. Τα πράγματα στραβώνουν όταν ένας γιατρός που βλέπει τον πίνακά του να απορρίπτεται από κριτική επιτροπή στην οποία προεδρεύει τιμής ένεκεν ο Ντανιέλ, τον κατηγορεί ότι ουσιαστικά είναι ατάλαντος και πως κλέβει τις πραγματικές ιστορίες των συμπολιτών του, τις καταγράφει στα βιβλία του, και με αυτόν τον τρόπο καρπώνεται επιτυχία και χρήματα. Η ένταση κλιμακώνεται και το φινάλε (μπορεί και να) είναι τραγικό.

Οι δύο σκηνοθέτες παρουσιάζουν τον κόσμο της διανόησης μέσω του ήρωά τους ως λίγο ψεύτικο, λίγο δήθεν, αλλά ανθρώπινο, γεμάτο ανάγκες, λάθη, πάθη και ιδιαιτερότητες. Γίνεται όμως και το σχόλιο για την Τέχνη οποιασδήποτε μορφής, της 7ης συμπεριλαμβανομένης. Τι είναι Τέχνη; Η αναπαράσταση της πραγματικότητας; Είναι ηθικό να στήνουμε ένα ολόκληρο έργο τέχνης πάνω στις ζωές των άλλων; Λέει αλήθειες χρησιμοποιώντας ψέματα ή λέει ψέματα χρησιμοποιώντας αλήθειες; Ποιος ορίζει αν ένα έργο τέχνης είναι «καλό» ή «κακό», «πρωτότυπο» ή «αντιπατάρα». Δυνατή ταινία, άξια προσοχής, με εξαιρετικό στον κεντρικό ρόλο τον Oscar Martínez.

Ο επιφανής πολίτης (El ciudadano ilustre) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Μαρτίου 2017 από την One From The Heart
Περισσότερα... »

Σε τέσσερις χρόνους (Orpheline) PosterΣε τέσσερις χρόνους
του Arnaud des Pallières. Με τους Adèle Haenel, Adèle Exarchopoulos, Solène Rigot, Vega Cuzytek, Gemma Arterton, Sergi López, Nicolas Duvauchelle, Robert Hunger-Bühler


Η ζωή είναι γυναίκα
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

«Και αντίστροφα μετράει ο καιρός...»

Πτυχιούχος του Ινστιτούτου Ανώτατων Κινηματογραφικών Σπουδών, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Arnaud des Pallières γυρίζει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Drancy Avenir» το 1996. Λάτρης του ντοκιμαντέρ, το 2000 μπαίνει, για την τηλεόραση, στο πετσί της Γερτρούδης Στάιν με το μεσαίου μήκους «Is dead ou Portrait incomplet de Gertrud Stein». Το ντοκιμαντέρ του «Poussières d'Amérique», που γύρισε το 2011 χρησιμοποιώντας εικόνες αρχείου από ταινίες βωβού κινηματογράφου γυρισμένες στις ΗΠΑ, προβλήθηκε στην τελετή έναρξης του FID Marseille. Η προηγούμενη ταινία του, «Ο θρύλος του Μάικλ Κολχαας» (Michael Kohlhaas, 2013) συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς και τιμήθηκε με δύο βραβεία César: καλύτερης μουσικής και ήχου.

Σε τέσσερις χρόνους (Orpheline) Quad Poster
Η Orpheline είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του. Έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν ενώ η παγκόσμια πρεμιέρα της έλαβε χώρα στο φεστιβάλ του Τορόντο. Το σενάριο το υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης μαζί με την Christelle Berthevas (συνσεναριογράφο του και στο «Michael Kohlhaas») και είναι ένα σενάριο βασισμένο χαλαρά στη ζωή της Berthevas, πριν αυτή γίνει η σύζυγος του σκηνοθέτη! Η ταινία βγήκε στις γαλλικές αίθουσες μία μέρα πριν βγει στις ελληνικές αίθουσες, ήτοι στις 29 Μαρτίου εκεί, στις 30 Μαρτίου εδώ. Και τα... αστεράκια που έχει «τσιμπήσει» κυμαίνονται από τα πέντε αστεράκια του Première, μέχρι το ένα αστεράκι της Le Figaro, με το Cahiers du Cinéma να δίνει στην ταινία δύο αστεράκια. Την αξιολόγηση που δίνουμε κι εμείς εντέλει...

Η υπόθεση: Τέσσερις στιγμές στη ζωή τεσσάρων γυναικείων χαρακτήρων: Μια ενήλικη γυναίκα, που νόμιζε πως βρήκε ασφαλές καταφύγιο μακριά από το παρελθόν της. Μια νεαρή γυναίκα που μετακομίζει στο Παρίσι κι έχει τάση προς την καταστροφή. Μία έφηβη εγκλωβισμένη σε μια ατελείωτη διαδοχή φυγής, ανδρών και ατυχιών, γιατί οτιδήποτε άλλο είναι καλύτερο από την οικογένειά της. Ένα μικρό κορίτσι από την επαρχία παίζει ένα κρυφτό που μετατρέπεται σε τραγωδία. Σταδιακά, οι χαρακτήρες συναντιούνται για να σχηματίσουν μία ενιαία ηρωίδα...

Η άποψή μας: Ο σκηνοθέτης του πολύ ενδιαφέροντος «Ο θρύλος του Μάικλ Κολχαας» (κι ουχί του Σταύρου Κόλκα, δηλαδή, έλεος κάπου) επιχειρεί κάτι πολύ φιλόδοξο. Φτιάχνει το πορτρέτο μιας γυναίκας εξετάζοντας τέσσερις διαφορετικές περιόδους της ζωής της, ξεκινώντας από το φιλμικό τώρα, πηγαίνοντας πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, μέχρι την παιδική ηλικία, για να επιστρέψει στο φιλμικό τώρα. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο σκηνοθέτης (κι έχει τη σημασία του): «Ο θεατής θα αντιληφθεί σύντομα την ιδέα της ταινίας: τέσσερις ηθοποιοί παίζουν τέσσερις περιόδους στη ζωή μιας γυναίκας. Δεν μοιάζουν και πολύ μεταξύ τους. Αλλά γιατί να τις κάναμε ίδιες όταν η κάθε ηλικία διεκδικεί την ταυτότητά της και θέλει να ορίζει τον εαυτό της σε αντίθεση με τον προηγούμενο; Η συνοχή του χαρακτήρα είναι το μόνο που έχει σημασία, η συνέχειά του μέσα από τέσσερις διαφορετικές ηθοποιούς. Σαν την αληθινή ζωή...».

Μια χαρά τα λέει ο φίλος μας, με μόνη διαφωνία πως αν ο θεατής μπει στην ταινία χωρίς να έχει διαβάσει οτιδήποτε γι' αυτήν, θα δυσκολευτεί αρχικά να ενώσει τα κομμάτια του παζλ. Το ανάποδο στη χρονική αφήγηση και οι διαφορετικές ηθοποιοί που δεν μοιάζουν μεταξύ τους και υποδύονται ουσιαστικά τον ίδιο ρόλο, την ίδια γυναίκα σε ηλικία 6, 13, 20 και 27 ετών (με απόσταση 7 χρόνια δηλαδή το ένα πορτρέτο από το άλλο) δεν βοηθάνε πολύ τον θεατή, για να το θέσουμε κομψά. Ίσα ίσα. Λίγο απρόσεκτος να είσαι και θα χαθείς στην αφήγηση. Και θα εκνευριστείς. Από την άλλη όλο αυτό έχει το ενδιαφέρον του, για αυτόν ακριβώς το λόγο: ο σκηνοθέτης θέλει ο θεατής του να είναι απόλυτα ενεργός, να δώσει όλη του την προσοχή στα επί της οθόνης δρώμενα, να καταλάβει. Ένα επιπλέον βοηθητικό στοιχείο θα σας δώσω κι εγώ: η Gemma Arterton υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στις δύο πρώτες ιστορίες ενώ ο πάντα αγαπητός Sergi Lopez υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στη δεύτερη και την τρίτη ιστορία. Συνολικά και συνοπτικά λοιπόν, έχουμε να κάνουμε κατά μία έννοια με μια σπονδυλωτή ταινία, που αναφέρεται στη ζωή μιας γυναίκας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής της, με ανάποδη αφήγηση.

Πώς ήταν το «5 Χ 2» του Ozon για τον γάμο; Ε, κάτι τέτοιο. Σαν ρώσικη κούκλα, σαν μια μπάμπουσκα που καθώς ξεσκεπάζουμε τη μεγαλύτερη κούκλα πέφτουμε πάνω στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη. Εκτός από το πολύ πιτσιρίκι, όλες οι άλλες μορφές αυτής της γυναίκας (που ονομάζεται Kiki μικρή, Karine στην πρώιμη εφηβεία της, Sandra όταν μεγαλώνει και Renée όταν την βλέπουμε στην αρχή και στο φινάλε της ταινίας – άλλο ένα δείγμα... αποπροσανατολισμού!) προσπαθούν ταυτόχρονα να ξεφύγουν από το παρελθόν και τη μοίρα τους ως θηλυκά σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τους άνδρες, χρησιμοποιώντας ως βασικό όπλο τον ερωτισμό τους! Εδώ να κάνω μια επισήμανση: μου φαίνεται δύσκολο να βρω στη συγκεκριμένη ταινία τα όρια ανάμεσα στη χειραφέτηση και την εκμετάλλευση.

Θέλω να πω, η 13χρονη Karine μοιράζει πίπες σε όποιον βρει (στην προσπάθειά της να βρει αγάπη, που δεν τη βρίσκει από τον βίαιο πατέρα της;), η Sandra γαμιέται με άνδρες και γυναίκες και η Renée μας δείχνει τα στήθη της – στήθη μιας εγκύου – με γκρο πλάνα σε κάθε ευκαιρία. Και τα τρίβει και μια ώρα, πάντα σε γκρο πλάνο – ποτέ μαζί με το πρόσωπο – η Adèle Haenel προφανώς και δεν δέχτηκε να δείξει τα δικά της στήθη (έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να είναι τα γεμάτα στήθη μιας εγκύου) κι αυτά που βλέπουμε είναι στήθη αντικαταστάτριας. Καλοδεχούμενος ο ρεαλισμός και ο ερωτισμός, δεν λέω, αλλά πόσο λεπτή πια είναι η γραμμή που χωρίζει φεμινισμό με... αντιφεμινισμό; Δεν ξέρω. Ίσως να είχε δίκιο και η Emma Watson, που αναρωτήθηκε πρόσφατα τι σχέση έχουν τα βυζιά με τον φεμινισμό. Και να βγάζω τώρα εγώ μέσω τούτου του γραπτού σκέτη πουριτανίλα και σωβινισμό/ σεξισμό - και δεν το θέλω! Ενδιαφέρουσα ταινία το δίχως άλλο, με ατρόμητες ερμηνείες (κι ας αρχίζει να τυποποιείται επικίνδυνα η Adèle Exarchopoulos σε ρόλους καβλιάρας μεταέφηβης) κι ένα φινάλε που παραπέμπει το δίχως άλλο στο φινάλε μίας από τις ιστορίες του «Δεκαπενταύγουστου» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, με τον δικό μας να έχει κάνει πολύ καλύτερη δουλειά, εντάξει; Φινάλε που υποδεικνύει πως η πραγματική λύτρωση και η πραγματική ελευθερία έρχονται μόνον εφόσον κάποιος έχει πληρώσει για τις αμαρτίες του. Ισχύει; Δεν είναι πολύ... χριστιανικό όλο αυτό; Και κομμάτι συντηρητικό; Χμ, το σίγουρο είναι πως η ταινία με καταμπέρδεψε...

Σε τέσσερις χρόνους (Orpheline) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Μαρτίου 2017 από την Weird Wave
Περισσότερα... »

Grave (Raw) PosterGrave
της Julia Ducournau. Με τους Garance Marillier, Ella Rumpf, Rabah Naït Oufella, Laurent Lucas, Joana Preiss


Μερικοί το προτιμούν... ωμό!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Μια ταινία για την εποχή της ανθρωποφαγίας

Η τεράστια αυτοπεποίθηση που δείχνει η Γαλλίδα Julia Ducournau στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο σε μεγάλου μήκους ταινία είναι το μεγάλο της ατού. Όπως και το γεγονός ότι δεν παίρνει και πολύ στα σοβαρά την ταινία της, παίρνοντάς την εντέλει... πολύ στα σοβαρά! Φαίνεται αντιφατικό αλλά δεν είναι: η ταινία θα λατρευτεί από τους φίλους των ταινιών τρόμου ακριβώς επειδή προσφέρει αυτό που θέλουν: αίμα, σάρκα, σεξ, πλάκα και καθόλου, μα καθόλου σοβαροφάνεια.

Grave (Raw) Quad Poster
Η ταινία Raw έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου προβλήθηκε στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής». Τιμήθηκε με το βραβείο της FIPRESCI ως η καλύτερη ταινία από τα παράλληλα τμήματα του φεστιβάλ, την «Εβδομάδα της Κριτικής» δηλαδή και το «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Και ο μύθος λέει πως όταν η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Γκέτεμποργκ στη Σουηδία, 30 νοματαίοι έφυγαν από την αίθουσα πολύ πριν αυτή τελειώσει, πως κάποιοι λιποθύμησαν και κάποιοι άλλοι έτρεξαν στις τουαλέτες να κάνουν εμετό. Τα ίδια πάνω κάτω έγιναν και στο Τορόντο. Υπερβολές, που απλώς προσθέτουν στο hype της ταινίας. Έτσι κι αλλιώς, πάντως, δεν το έχει ανάγκη! Εδώ να προσθέσω πως στην προβολή της ταινίας στις Κάννες η αίθουσα στο ξενοδοχείο Miramar που φιλοξενεί τις προβολές της «Εβδομάδας της Κριτικής» δονούνταν από τη γλυκιά εκείνη έξαψη του ενθουσιασμού!

Η υπόθεση: Η Ζιστίν είναι μια νεαρή έφηβη, πολύ έξυπνη για την ηλικία της. Έχει περάσει σε μια ονομαστή κτηνιατρική σχολή της Γαλλίας, όπου ήδη φοιτά η μεγαλύτερη αδελφή της, μια σχολή στην οποία την οδηγούν οι γονείς της προκειμένου να γραφτεί και να αρχίσει να σπουδάζει. Η Ζιστίν είναι βετζετέριαν: δεν τρώει κρέας. Έτσι της το επέβαλαν οι γονείς της, έτσι το συνήθισε, έτσι της αρέσει. Στη σχολή γίνονται διάφορες τελετές υποδοχής των πρωτοετών: ουσιαστικά οι παλιοί τους ξεφτιλίζουν και τους συμπεριφέρονται σαν πιονάκια. Αυτό επιτάσσει η παράδοση. Η Ζιστίν φαίνεται στοχοπροσηλωμένη. Δεν γουστάρει τα πάρτι και την περιρρέουσα ελευθεριότητα. Είναι παρθένα. Ο συγκάτοικός της είναι γκέι. Και η ίδια το μόνο που θέλει είναι να διαβάζει. Όταν στο πλαίσιο μιας τελετής μια μέρα αναγκαστεί να φάει κρέας, όμως, όλα θα αλλάξουν για την Ζιστίν. Και θα καταλάβει γιατί οι γονείς της επέμεναν τόσο πολύ στο να απέχει από το να καταναλώνει σάρκα...

Η άποψή μας: Μιλάμε για ταινιάρα, έτσι; Δεν θεωρώ τον εαυτό μου οπαδό των ταινιών τρόμου. Σπανίως γουστάρω τέτοιες ταινίες. Με αυτήν όμως την καταβρήκα! Το καταδιασκέδασα! Η Julia Ducournau ξεκινάει με φόρα την ταινία της από την πρώτη σκηνή και δεν σταματάει ούτε λεπτό να σε κρατάει με το βλέμμα καρφωμένο στα πλάνα της! Ξέρει πότε πρέπει να σπιντάρει και πότε να χαλαρώσει το ρυθμό. Ξέρει πότε πρέπει να μας αποκαλύψει πράγματα – και το τρελό είναι πως από την αρχή φανταζόμαστε τι περίπου θα συμβεί, αλλά το σενάριο και η σκηνοθεσία της Ducournau προσπερνούν τον σκόπελο της προβλεψιμότητας και ενθουσιάζουν! Με αναφορές από τη «Suspiria» του Argento (εκεί, αντί για κτηνιατρική σχολή είχαμε σχολή χορού) και το «Carrie» του De Palma (με τη σκηνή του αίματος που χύνεται πάνω στους πρωτοετείς), μέχρι τον... Μαρκήσιο Ντε Σαντ (hello, Ζιστίν, ήτοι, Justine τη λένε την κοπέλα) και κλέβοντας από παντού χωρίς αιδώ, αλλά με πάθος, η σκηνοθέτιδα προφανώς και δεν ανακαλύπτει την πυρίτιδα.

Αυτό που κατορθώνει, πάντως, είναι πολύ σπουδαίο, καθώς όλες τις οι αναφορές είναι χωνεμένες και το τελικό προϊόν έχει την ολόδική της προσωπική σφραγίδα. Μια ταινία ενηλικίωσης, μια ταινία ανακάλυψης της σεξουαλικής ταυτότητας, μια ταινία για την πάλη των τάξεων (!!!), μια ταινία ωμής απόλαυσης! Μεγάλη η τύχη της Ducournau να πέσει στα χέρια της κι ένα υποκριτικό πολυεργαλείο όπως η Garance Marillier, που υποδύεται την Ζιστίν. Η κοπέλα είναι θεά! Σε πείθει ότι είναι το πιο καλό, το πιο υπάκουο, το πιο πειθήνιο παιδί του κόσμου τη μια στιγμή και την άλλη γίνεται μαινάδα που γ@μ@ει δαιμονισμένα και δεν διστάζει, όταν πια δοκιμάζει κρέας και καταλαβαίνει πως τρελαίνεται γι' αυτό, να... φάει το κομμένο δάχτυλο της αδελφής της! Η οποία αδελφή (την υποδύεται η Ella Rumpf) είναι επίσης σπουδαία και μαζί συνθέτουν ένα πρώτης τάξεως δίδυμο. Από τη μουσική υπόκρουση μέχρι τη διεύθυνση φωτογραφίας όλα είναι εξαιρετικά.

Και νομίζω πως έχω και τον κατάλληλο ελληνικό τίτλο για την ταινία: «Το λιγουρεύεσαι;». Γιατί «grave» πέρα από τάφος στα αγγλικά σημαίνει και «λιγούρα». Και πόσο καλά ταιριάζει με την χαρακτηριστική φράση του Αδώνιδος, ε; Τρομερή ταινία, απίστευτο φαν, εννοείται πως δεν είναι για όλους – πολύ αίμα, πολλά σπλάχνα, χυμένα μυαλά, σπλατεριά που τα δείχνει όλα ρε παιδί μου, οπότε ας το πούμε έτσι, ο γενικός πληθυσμός δεν είναι για να δει το φιλμ. Όσοι όμως γουστάρουν απενοχοποιημένο τρόμο, κανιβαλισμό και αίμα με τη σέσουλα, απλά θα προσκυνήσουν!

Grave (Raw) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Μαρτίου 2017 από την Seven Films
Περισσότερα... »

Παράνομες Ζωές (Trespass Against Us) PosterΠαράνομες Ζωές
του Adam Smith. Με τους Michael Fassbender, Brendan Gleeson, Sean Harris, Lyndsey Marshal, Rory Kinnear, Killian Scott, Tony Way, Kingsley Ben-Adir


Τι? Έτσι κρύβονται?
του zerVo (@moviesltd)

Για να πω την αλήθεια, εγώ στο μυαλό μου είχα τίποτα διαμερίσματα σε περίεργες και κακόφημες γειτονιές, με διπλά και τρίδιπλα πατώματα, μυστικές κρύπτες, τείχους ψεύτικους που μετακινούνται και μέσα τους μπορούν για μέρες να φυλάξουν τον κυνηγημένο φυγά, μακρυά από τα νύχια των διωκτικών αρχών που έχουν απλώσει παντού τα δίχτυα τους για να τον τσακώσουν. Περιέργως λοιπόν, στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του ο Adam Smith, μας δίνει μια εντελώς εναλλακτική ιδέα για το που μπορεί να έχει στήσει το λημέρι του κάποιος καταζητούμενος, που σύμφωνοι, βάσει των μοντέρνων εργαλείων καταδίωξης της αστυνομίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει πιστευτή, αλλά εδώ προς χάρη της μυθοπλασίας, κλείνουμε τα μάτια και την αποδεχόμαστε ως έχει, όχι τίποτα άλλο, αλλά δεν υπάρχει κι άλλη διέξοδος για να γυρίσει η ανέμη και να αρχινίσει το παραμύθι...

Παράνομες Ζωές (Trespass Against Us) Quad Poster
Από τους πλέον καταζητούμενους κακοποιούς της Βρετανίας, ο Τσαντ Κάτλερ, σεσημασμένος διαρρήκτης και αδίστακτος κλέφτης, όχι μόνο διαφεύγει μόνιμα της σύλληψης, αλλά σε μια μόνιμη επίδειξη θράσους και ικανοτήτων ξεγλυστρίματος, παίζει διαρκώς παιχνίδια με τα περιπολικά, λοιδορώντας την βραδύτητα και την εντέλει ανικανότητα τους να τον τσακώσουν, στα αυτοσχέδια υπαίθρια ράλι. Και κάθε φορά μετά από οποιοδήποτε κόλπο γκρόσο κι αν λαμβάνει μέρος, επιστρέφει στην βάση του, στην κρυψώνα του, στο καλά κρυμμένο κοινόβιο κάπου στην μέση τους δάσους, που σε δυο τρία τροχόσπιτα, ζει ο ίδιος, η οικογένεια του, η γυναίκα με τα δυο παιδιά τους, ο επιβλητικός πατέρας που τον μύησε στην παρανομία, οι συμμορίτες που μαζί σχεδιάζουν τις επόμενες ληστείες τους.

Δίχως να έχει συμβιβαστεί με τον δεύτερο ρόλο στην οικογενειακή ληστρική επιχείρηση, από την στιγμή που η μορφή του γερο-Κόλμπι - που μονίμως και σε οποιαδήποτε πράξη του τον υποβιβάζει - κυριαρχεί, αλλά κι έχοντας διαρκώς στο μυαλό του να ξεφύγει από αυτόν τον νομαδικό τρόπο ζωής και να χαρίσει ποιοτικότερες συνθήκες διαβίωσης στην λατρεμένη του φαμίλια, ο ευαίσθητος Τσαντ οραματίζεται το κόλπο γκρόσο που θα του αποφέρει την πιο γερή μπάζα και θα τον απομακρύνει από την μιζέρια που τον καταστρέφει. Σε κάθε του βήμα όμως, εκτός από τον Νόμο που σφίγγει ολοένα γύρω του τον κλοιό, θα βρει την αντίδραση του, σεβάσμιου από ολόκληρη την παροικία του υποκόσμου, γονιού του.

Με βασική της αρχή, την επιμονή στις ηθικές αξίες, όσο κι αν κάτι τέτοιο φαντάζει οξύμωρο,  που διέπουν την λειτουργία της συμμορίας των Κάτλερ, τον σεβασμό δηλαδή στην ιεραρχία και στην οντότητα των παλαιότερων, αλλά και στην ελπίδα πως κάθε καινούργιο πλάνο ληστείας θα είναι το τελευταίο, οπότε πλέον ξεκινά η νέα ηθική καθημερινότητα, το Tresspass Against Us, είναι ένα χαμηλού κόστους δράμα, που αποπειράται να ρίξει φως στις συνήθειες και τα ήθη των κακοποιών, μακρυά από τον χώρο της πραγματικής τους δράσης. Με βασικούς πυλώνες ανάπτυξης του στόρι, τον πατέρα, που κακόμαθε το σπλάχνο του να βγάζει τα προς το ζην παρανόμως και τον γιο που δεν καταφέρνει με τίποτα να διαφύγει των κυκλοθυμικών του ορέξεων, το ανεξάρτητης βρετανικής κοπής ετούτο φιλμ, προβάλλει τις ματαιόδοξες συνθήκες, σαν βγαλμένες από νουβέλα του Στάινμπεκ, που βιώνουν αγχωμένοι, τρομαγμένοι, φοβισμένοι, ανασφαλείς, μα (τι αντίφαση) απόλυτα ικανοποιημένοι που ορίζουν τους κορυφαίους Wanted της κεντρικής Αγγλίας, οι καταδιωκόμενοι φυγάδες.

Αν κάπου θα ήθελε πολύ να μοιάσει το πόνημα του Smith, είναι ίσως στο κορυφαίο στο είδος του, Animal Kingdom, που επίσης άριστα απεικόνισε προ ετών την εικόνα μιας οικογένειας εγκληματιών, με την μητρική φιγούρα, τότε, να στέκει κυρίαρχη κι απαγορευτική στις ορέξεις των σε ατυχή αποστασιοποίηση τέκνων της. Η δραματουργία όμως όπως την επεξεργάζεται το επίπεδης έμπνευσης σενάριο, χωλαίνει αισθητά στον τρόπο που επεξεργάζεται την σχέση του ντάντη Κολ (άνετος ο Gleeson, αν και ανεκμετάλλευτος) με τον θάθελε πολύ να πάρει δρόμο ενάρετο, αλλά τα εμπόδια είναι απροσπέλαστα, Τσαντ (γοητευτικότατος, σε μια από τις λιγότερο σημαντικές ερμηνευτικές του στιγμές ο Michael Fassbender). Αντιθέτως την στιγμή που επιτυγχάνεται το κτίσιμο της επερχόμενης και πιο δυναμικής υποιστορίας, που αφορά τον ριψοκίνδυνο λωποδύτη με τα δικά του τα ταλαιπωρημένα, αδικημένα, μεγαλωμένα με μια κάννη να τα σημαδεύει μόνιμα, φουκαριάρικα παιδιά, επέρχεται το αναμενόμενο φινάλε, για να αφήσει και αυτή την πτυχή, σαφώς την πιο ενδιαφέρουσα, του θέματος, ανολοκλήρωτη. Υποτίθεται τηρώντας τους κανόνες του ρεαλισμού? Μάλλον το αντίθετο. Ποτέ δεν πείστηκα. Και κανείς άλλος φαντάζομαι...

Παράνομες Ζωές (Trespass Against Us) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Μαρτίου 2017 από την Feelgood Ent.
Περισσότερα... »

Le Ciel Attendra PosterLe Ciel Attendra
της Marie-Castille Mention-Schaar. Με τους Noémie Merlant, Naomi Amarger, Sandrine Bonnaire, Clotilde Courau, Zinedine Soualem, Dounia Bouzar, Ariane Ascaride, Yvan Attal


Δώσε μου λιγάκι ουρανό...
του zerVo (@moviesltd)

Μια από τις πιο όμορφα δομημένες και με έξοχα ιδεολογικά συμπεράσματα, ιδίως για τους νέους και πιο προβληματισμένους ανθρώπους των μοντέρνων κοινωνιών, ήταν η ταινία Les Heritiers, που προβλήθηκε και πάλι στα πλαίσια του Γαλλόφωνου φεστιβάλ πριν από μερικά χρόνια και είχε τέτοια διαχρονική ποιότητα στα μηνύματα της, ώστε μόλις φέτος να πάρει και επίσημα διανομή στις αίθουσες. Δείγμα της πραγματικής αξίας της, του πόσο θα έπρεπε να της δώσει σημασία κανείς. Κινούμενη ακριβώς στα ίδια μονοπάτια και με αφορμή και πάλι ένα πραγματικό δεδομένο (σε εκείνη την περίπτωση υπήρξε το Ολοκαύτωμα και κυρίως το πως αντιλαμβάνονται ως συμβάν οι νέοι, που γεννήθηκαν ακόμη και μισό αιώνα μετά την γενοκτονία) η καινούργια (τέταρτη μεγάλου μήκους) δημιουργία της ικανότατης αφηγηματικά Marie-Castille Mention-Schaar, παίρνει αφορμή από ένα ζήτημα που συγκλονίζει την καθημερινότητα Δυτικών χωρών όπως η Γαλλία, που παίζει διαρκώς στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, που δεν είναι εύκολα αντιμετωπίσιμο από όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς: Την στρατολόγηση των γενίτσαρων, το παιδομάζωμα των απελπισμένων, ανασφαλών, φοβισμένων και άμαθων χριστιανόπουλων, που με μεγάλη επιτυχία έχει θέσει σε εφαρμογή το Ισλαμικό Κράτος.

Le Ciel Attendra Quad Poster
Στα 17 της μόλις χρόνια η Σόνια, παιδί πολυθρησκευτικής φαμίλιας, που δεν έχει δώσει την παραμικρή αφορμή με την συμπεριφορά της στους γονείς της, θα συλληφθεί από τις αστυνομικές αρχές κατηγορούμενη για απόπειρα παράνομης εξόδου από την χώρα και μετάβασης στην πρωτεύουσα του ISIS, όπου την περιμένουν για περαιτέρω στρατιωτική εκπαίδευση, οι Τζιχαντιστές που από μικρό παιδί την στρατολόγησαν. Ο νόμος, λειτουργώντας περισσότερο σωφρονιστικά για την ευαίσθητη και παρασυρμένη ανήλικη θα αρκεστεί στον περιορισμό και παραμονή της μέσα στα στενά όρια της οικίας της, στερώντας της τις ελεύθερες κινήσεις, τις συναναστροφές, τις σχέσεις, την επικοινωνία, πιστεύοντας πως με τον καιρό θα ισορροπήσει πνευματικά και θα επανέλθει στον πρότερο, Δυτικό τρόπο ζωής.

Ομοίως η Μελανί, μαθήτρια λυκείου, με εξαιρετικές επιδόσεις τόσο στο σχολείο όσο και στο ωδείο που ασκείται από πολύ μικρή στο βιολοντσέλο, θα νιώσει μια ιδιαίτερη έλξη για τα ανθρωπιστικά και σωτήρια μηνύματα που θα δεχτεί μέσω του διαδικτύου από τον Πρίγκηπα, έναν τζιχαντιστή που με τρόπο μαγευτικό καλείται να προσηλυτίσει παιδιά στην θρησκεία του και με τον καιρό να τους αρματώσει για να λάβουν μέρος στον Ιερό Πόλεμο. Με την μοναχική μάνα να μην έχει πάρει καν χαμπάρι για την ολοκληρωτική μεταμόρφωση της ψυχής και συνεπώς της συμπεριφοράς της κόρης της, που απομονωμένη στο δωμάτιο της ντύνεται, όπως επιβάλλει ο θρησκευτικός νόμος, την νιτζάμπ για να επιδοθεί στα μουσικά της ενδιαφέροντα, θα είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί η οποιαδήποτε επόμενη κίνηση της, που ενδεχόμενα θα είναι η φυγή στα εδάφη της Συρίας και του Ιράκ για να ενσωματωθεί στις μουσουλμανικές ορδές του φονταμενταλιστικού αγώνα.

Με τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο να βρίσκεται πολυεπίπεδα (μιλιταριστικά, επεκτατικά, οικονομικά, καπιταλιστικά) σε διαρκή εξέλιξη, ένα από τα βασικά πεδία των μαχών, η Γαλλία, χάρη στην πολυσυλλεκτικότητα των προερχόμενων από τις πρώην αποικίες φυλών που απαρτίζουν την σοσιετέ της, αποτελεί το επίκεντρο συνεχόμενων γεγονότων, τρομοκρατικών και με δεκάδες θύματα, που έχουν διαταράξει ολοσχερώς την γαλήνη, την ηρεμία και την ασφάλεια των πολιτών της. Μεταξύ τους εννοείται πως βρίσκονται τα μέλη της πλέον ευαίσθητης κατηγορίας, εκείνης της εφηβικής ηλικίας, με τους τινέιτζερς να επιχειρούν διαρκώς την δική τους επανάσταση που θα οδηγήσει στην ενηλικίωση, ξεφεύγοντας εντέχνως από τον έλεγχο των γονιών, των παρεών, των δασκάλων, για να ακολουθήσουν πολλές φορές μονοπάτια απρόβλεπτα ακόμη και για τους πιο κοντινούς τους ανθρώπους. Αυτό το κενό επικοινωνίας και αλληλοβοήθειας μεταξύ του άπειρου 17άρη και τους περίγυρου που τον τυλίγει (ίσαμε και τον πνίγει, όπως ενδεχόμενα εκείνος νιώθει) εκμεταλλεύεται η Τζιχάντ για να αποκτήσει νέα μέλη στους στρατούς της, που στην πορεία θα αποδειχτούν μάλιστα και τα πιο φανατικά και ικανά να δώσουν τις ζωές τους για να κερδίσουν θέση στο βασίλειο των ουρανών.

Βγαλμένη από περιστατικά που γεμίζουν κάθε μέρα τις στήλες των εφημερίδων είναι η νέα ταινία της Mention-Schaar, που παρουσιάζει δύο περιπτώσεις από τις αμέτρητες που λαμβάνουν χώρα συνεχώς στο Φραντσέζικο γίγνεσθαι. Δύο περιπτώσεις πανομοιότυπες σχεδόν, ίδιας αρχής, ίδιας πορείας, ίδιας εξέλιξης, ενδεχόμενα ίδιου τελειώματος, που κινούνται σε παράλληλες τροχιές και τα βασικά τους πρόσωπα δεν συναντώνται ποτέ. Δεν υπάρχει και λόγος άλλωστε, εύκολα η ιστορία της μιας θα μπορούσε να δανειστεί στοιχεία από της άλλης, για να αλλάξει το δικό της σενάριο, όχι όμως και την ουσία: Το παιδί χάθηκε, ανήκει πια αλλού, η πλύση εγκεφάλου που έχει υποστεί είναι μη αναστρέψιμη και για να επιστρέψει στο φυσιολογικό - απίθανο - θα χρειαστούν αμέτρητες και υπομονετικές θυσίες από όλους.

Οι "όλοι" ετούτοι που προβάλλονται σαν σε ντοκιμαντέρ, μεταξύ των εξελίξεων των δύο βινιετών, να κάθονται στα σκαμπό των θεραπευτικών κύκλων ατόμων που έχουν κοντινά πρόσωπα με τις ίδια ζόρια, υπό την διεύθυνση της (προφανώς μετρ ως έμπειρης ανθρωπολόγου) Dounia Bouzar, που αγωνίζεται, πρωτίστως, να διδάξει τους μεγάλους, τους γονείς, τρόπους σωστής συμπεριφοράς. Στην ανάπτυξη των μεθόδων που χρησιμοποιεί η Τζιχάντ, ενδεχόμενα να υπάρξουν εικόνες πολύ σκληρές για τους θεατές, ειδικά αν είναι γονείς παιδιού στην κρίσιμη αυτή ηλικία και δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα τον τρόπο να το προσεγγίσουν για να μάθουν το πως σκέφτεται. Να αποκωδικοποιήσουν τις ανάγκες του και όχι να κηρύξουν έναν ακόμη εσωτερικό πόλεμο, εξίσου άγριο με τον θρησκευτικό, μέσα στο σπίτι, θέτοντας τον έφηβο απέναντι στους πάντες και στα πάντα, συνεπώς εύθραυστο να αποδεχθεί την φίλια εισβολή των (οποιονδήποτε, εδώ απλώς μαρκάρονται οι Isis) καλοθελητών.

Εξαιρετικές οι κατανομές των ρόλων των γονέων, στο Le Ciel Attendra, σε πεπειραμένους Γάλλους ερμηνευτές, όπως η Bonnaire και ο Attal, αν και την πιο πικρή εικόνα αφήνει η μορφή της Clotilde Courau, μάνα της μιας εκ των δύο πιτσιρίκων, που από τα πρωθύστερα εμβόλιμα πλάνα, αντιλαμβανόμαστε πως οριστικά δεν υπάρχει. Τα δύο κορίτσια, η Noemie Merlant και η Naomi Amarger ούτε καν στα είκοσι τους, είναι συγκλονιστικά στην απόδοση των δύσκολων αποστολών που έχουν να φέρουν εις πέρας και που το κατορθώνουν, έχοντας η καθεμιά τις εξάρσεις και τις κορυφώσεις της, με την δεύτερη μάλλον προχωρώντας το μισό βήμα παραπάνω και πέρα από το όριο, να κερδίζει την άτυπη ανήλικη κόντρα πάνω στο νήμα. Σκορπώντας και οι δυο τους, ένθεν κακείθεν πάμπολλα διδάγματα και κεντρικές ιδέες, που οι περισσότεροι τις γνωρίζουμε, αλλά αφού η δική μας πόρτα ακόμη δεν έχει κτυπήσει απειλητικά, μάλλον σηκώνουμε τους ώμους αδιάφορα και αρνούμαστε να τις κοιτάξουμε στα μάτια.

Le Ciel Attendra Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου: Τετάρτη 29 Μαρτίου
(Γαλλικό) Σινεμά, μας ταξιδεύεις!

Ένα από τα κλισέ που αναπαράγουμε για το σινεμά είναι ότι αποτελεί ένα παράθυρο στον κόσμο. Μα είναι τόσο αληθινό αυτό το κλισέ! Οι ταινίες μας παίρνουν από το χέρι δια των οφθαλμών μας και μας συστήνουν γεωγραφίες ανθρώπινες, γήινες και... εξωγήινες. Μέρη, ανθρώπους, καταστάσεις, που χωρίς το σινεμά δεν θα είχαμε ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσουμε. Έτσι λοιπόν μπορεί να μας συστήσει μια μαία στο Παρίσι, μια οικογένεια κανιβάλων στον κόλπο Σλακ, έναν κτηνίατρο έξω από την Πράγα κι ένα golden boy που τα παρατάει όλα και βρίσκει την ελευθερία στην τάιγκα της Σιβηρίας, σε ένα καλύβι δίπλα στην παγωμένη λίμνη Βαϊκάλη! Για τέσσερις ταινίες θα σας μιλήσουμε και σε αυτήν, την τρίτη και τελευταία ανταπόκρισή μας από το Γαλλόφωνο Φεστιβάλ, μιας που σήμερα, Τετάρτη, είναι η τελευταία ημέρα προβολών του.

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ma Loute

Εμπεριστατωμένες έρευνες έχουν δείξει πως αν ξεκινήσεις μια ανταπόκριση με ένα θαψίδι, ο αναγνώστης τσιμπάει και μετά διαβάζει το «σεντόνι» σου, κι ας είναι πεντακοσίων χιλιάδων λέξεων! Ξεκινάμε λοιπόν με τον αγαπημένο μας Bruno Dumont και την τελευταία του ταινία, την «Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ» (Ma Loute). Ο λατρεμένος μας σκηνοθέτης (δεν κάνω πλάκα) εδώ μπορεί να έχει γυρίσει και τη χειρότερη ταινία της καριέρας του. Βέβαια, το Cahiers du cinéma έβαλε τη συγκεκριμένη ταινία στο Νο5 της λίστας του με τις καλύτερες ταινίες του 2016! Να τα λέμε κι αυτά!

Η υπόθεση: Καλοκαίρι, 1910. Στον κόλπο που δημιουργείται στις εκβολές του ποταμού Σλακ στον Ατλαντικό Ωκεανό, στα βόρεια της Γαλλίας, μια σειρά ανεξήγητων εξαφανίσεων έρχεται να ταράξει την περιοχή. Ο βαρέων βαρών αστυνομικός επιθεωρητής Μασίν και ο οξυδερκής Μαλφέ διερευνούν την υπόθεση. Οι δυο τους θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια παράξενη ιστορία αγάπης ανάμεσα στον ΜαΛουτ, γιο μιας οικογένειας ψαράδων με περίεργες διατροφικές συνήθειες και την Μπιλί της οικογένειας Βαν Πέτεγκεμ, μιας μεγαλοαστικής και θα μπορούσε κάποιος να πει έκφυλης οικογένειας από την Λιλ, που διαθέτει το εξοχικό της στην περιοχή.

Η άποψή μας: Έχετε δει άλλη ταινία του Dumont; Όχι; Θα σας πρότεινα να δείτε μία από τις πρώτες τέσσερίς του λοιπόν πριν αισθανθείτε την ανάγκη να παρακολουθήσετε τούτη εδώ, που είναι η όγδοη της φιλμογραφίας του. Έχουμε και λέμε λοιπόν: «Η ζωή του Ιησού» (La vie de Jésus, 1997), «Η ανθρωπότητα» (L'humanité, 1999) – για τον γράφοντα, αυτή είναι η κορυφαία ταινία του Dumont – «29 φοίνικες» (Twentynine Palms, 2003) και «Φλάνδρα» (Flandres, 2006). Καμιά του ταινία δεν είναι... φιλική προς τον θεατή. Σε όλες του τις ταινίες απαιτείται ένα μίνιμουμ ανοχής και υπομονής από μέρους του θεατή για να μπορέσει να τις εκτιμήσει όπως τις αξίζει. Όλες του οι ταινίες βρίθουν μισανθρωπισμό! Εδώ, όμως, το πράγμα ξεφεύγει πέρα από κάθε όριο. Είναι η προσπάθεια του Dumont να γυρίσει κωμωδία! Ναι, καλά ακούσατε, κωμωδία, από έναν άνθρωπο που ανάθεμά με αν υπάρχει έστω και μισό πλάνο σε κάποια από τις προηγούμενες επτά ταινίες του όπου κάποιος από τους ήρωες χαμογελά έστω! Και δεν είναι ότι γυρίζει κωμωδία – δικαίωμά του είναι! Είναι ότι γυρίζει σλάπστικ κωμωδία εποχής με πολιτικές αναφορές και μεταφορές (!), με το ανομοιογενές μείγμα να μην τον δικαιώνει σχεδόν ποτέ!

Αν λοιπόν στόχος είναι να μας δείξει πως οι μεγαλοαστοί είναι τόσο έκφυλοι (ένα παιδί είναι καρπός αιμομιξίας) και τόσο ανώμαλοι (το ίδιο παιδί είναι κορίτσι που ντύνεται αγόρι ή το αντίστροφο – αυτό αντιλαμβάνονται οι ψαράδες, έτσι, να εξηγούμαστε να μην παρεξηγούμαστε, μην μας πουν και ομοφοβικούς) που αξίζει να φαγωθούν στην κυριολεξία, ο Dumont το πετυχαίνει με την πρώτη! Δεν χρειάζεται επανάληψη. Αυτό λοιπόν που χαλάει τα πάντα στη συγκεκριμένη ταινία είναι από τη μια η διαρκής επανάληψη αστείων που εννοείται πως από κάποια στιγμή και μετά κουράζουν και από την άλλη το κοινωνικό σχόλιο, που φουσκωμένο σε γκροτέσκα μεγέθη, χάνει το στόχο του. Οι φτωχοί είναι άσχημοι, βρώμικοι, βίαιοι και ανθρωποφάγοι (τους υποδύονται κατά βάση πρωτοεμφανιζόμενοι και ερασιτέχνες ηθοποιοί, στην κλασική παράδοση του Dumont) και οι μεγαλοαστοί είναι έκφυλοι, υπερβολικοί και ηλίθιοι! Δύο άτομα ξεχωρίζουν: η Μπιλί (που μερικές φορές ντύνεται ως ο Μπιλί) και η υπηρέτρια των Πέτεγκεμ. Η Μπιλί και η ηθοποιός Raph που την υποδύεται, είναι τα μοναδικά όμορφα πράγματα που υπάρχουν στην ταινία! Εντάξει, και η τοποθεσία έχει τη γραφικότητά της (αλλά όπως λέει και ο ΜαΛουτ «είναι συνηθισμένη») και στα κουστούμια έχει γίνει τρομερή δουλειά.

Πέρα από αυτό, μηδέν. Ο χοντρός επιθεωρητής κυλάει μια, κυλάει δυο, ε, στην τρίτη σταματάς να γελάς. Η σεζ λονγκ χαλάει μια, χαλάει δυο, έ, στην τρίτη σταματάς να γελάς. Και η προσπάθεια των διάσημων ηθοποιών να παίξουν τους μεγαλοαστούς όσο πιο γκροτέσκα μπορούν (προφανώς με εντολή σκηνοθέτη) βγάζει τραγικά αποτελέσματα. Η Juliette Binoche δεν έχει υπάρξει πχ πιο αντιπαθητική σε καμιά άλλη ταινία της! Από εκεί και πέρα τα περί καπιταλισμού, θρησκείας, θαυμάτων και ερώτων περισσότερο ως μπαταριές στο κενό φαντάζουν παρά δομικά στοιχεία μιας ταινίες. Πολύ σουρεάλ αδελφέ και δεν σου βγήκε. Το κακό είναι πως μια χαρά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ταινία η φράση που εκστομίζει ο (εννοείται βλαμμένος) αδελφός της μεγαλοκυρίας που υποδύεται η Valeria Bruni Tedeschi (που παίζει την υπερφίαλη, αλλά... αντέχεται, όπως και ο Fabrice Luchini, που υποδύεται τον καμπούρη σύζυγό της, ο οποίος κάθε φορά που κινείται, ακούμε τα πόδια του να τρίζουν, μουάχαχαχαχα, πολύ αστείο – not...): η φράση λοιπόν (την οποία τη λέει καμιά δεκαριά φορά στα αγγλικά): «We know what to do, but we do not do». Ναι, μπορεί να ταιριάζει για την ανθρωπότητα, γενικώς, αλλά ισχύει και για την ταινία σου Bruno μου...

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Sage femme

Και μετά τον εκνευρισμό από τον Dumont οτιδήποτε άλλο λειτουργεί ως βάλσαμο για τα μάτια και την ψυχή. Έτσι λοιπόν μια χαρά περάσαμε με το «Sage femme» του Martin Provost. Μια... κανονική ταινία στην οποία συναντιούνται για πρώτη φορά επί της μεγάλης οθόνης δυο ιερά τέρατα του γαλλικού σινεμά, οι δύο πιο διάσημες Κατερίνες του: η Catherine Deneuve και η Catherine Frot. Να σημειώσουμε πως η συγκεκριμένη ταινία αποτέλεσε τμήμα του επίσημου προγράμματος της προηγούμενης Berlinale, όπου και προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού.

Η υπόθεση: Η Κλερ είναι μια μοναχική γυναίκα, που ζει και εργάζεται στο Παρίσι, σε ένα από τα μακρινά από το κέντρο καρτιέ. Είναι επαγγελματίας μαία και είναι μια δουλειά την οποία λατρεύει με πάθος. Το μαιευτήριο στο οποίο εργάζεται, όμως, είναι μη κερδοφόρο και θα κλείσει. Η Κλερ ανησυχεί: δεν θέλει να δουλέψει στις νέου τύπου φαντεζί κλινικές – εργοστάσια παραγωγής μωρών. Ο μοναχογιός της, τον οποίο έχει μεγαλώσει μόνη της, σπουδάζει ιατρική αλλά συνεχίζει να αποτελεί αιτία άγχους, μιας που δεν μπορεί να σταματήσει να στεναχωριέται για το μέλλον του. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ένα τηλέφωνο από την Μπεατρίς, την αναστατώνει ακόμα περισσότερο. Ποια είναι η Μπεατρίς; Μια εκκεντρική γυναίκα, που υπήρξε ερωμένη του πρωταθλητή στην κολύμβηση και συχωρεμένου εδώ και καιρό πατέρα της...

Η άποψή μας: Καμιά φορά είναι αυτές οι ταινίες, οι κανονικές, οι με αρχή, μέση και τέλος, με αυτήν τη σειρά, που χρήζουν της υποστήριξης και της προτίμησής μας. Τι κάνει εδώ ο Provost; Τίποτε το ιδιαίτερο. Το πορτρέτο δυο γυναικών παρουσιάζει. Δυο γυναικών που πρέπει, για λόγους δραματοποίησης, να είναι εντελώς αντίθετοι. Η Κλερ της Catherine Frot είναι μια μεσήλικη γυναίκα, μαραμένη. Συντηρητική, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν τζογάρει, δεν πάει με άντρες (δεν έχει ερωτική ζωή δηλαδή), προσέχει το φαγητό της, τη σιλουέτα της, τη συμπεριφορά της. Το μόνο πράγμα που της δίνει χαρά είναι το γεγονός ότι βοηθάει γυναίκες να φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους. Η επανεμφάνιση της Μπεατρίς την ταράζει. Η Μπεατρίς της Catherine Deneuve λοιπόν είναι το ακριβώς αντίθετο της Κλερ. Έξω καρδιά, τσιγγάνα ψυχή, και πίνει και καπνίζει και τζογάρει και τρώει ό,τι πιο ανθυγιεινό και βεβαίως έχοντας φύγει από τη μέση ηλικία και οδεύοντας στην τρίτη, καθόλου δεν μετανιώνει για το γεγονός πως έζησε με πολλούς άντρες. Το γιατί επιλέγει την Κλερ να τη βοηθήσει μετά από δεκαετίες απουσίας είναι κάτι που δεν αποκρυσταλλώνει το σενάριο – είναι μια σεναριακή σύμβαση. Από τη στιγμή, όμως, που οι δυο γυναίκες έρχονται κοντά, αλλάζουν η μία την άλλη. Η Κλερ κουβαλάει θυμό και πικρία απέναντι στην Μπεατρίς. Είναι, κατά πως φαίνεται, ό,τι πιο κοντινό είχε σε μητρική φιγούρα, μιας που με τη βιολογική της μητέρα δεν τα πήγαινε ποτέ καλά. Έτσι νευριάζει μαζί της, της φέρεται απότομα, είναι ένα βάρος που θέλει να το ξεφορτωθεί. Όντας αλτουίστρια, όμως, δεν μπορεί και να μην τη βοηθήσει σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή της Μπεατρίς: πάσχει από καρκίνο στον εγκέφαλο και πρέπει να κάνει εγχείρηση – και δεν έχει κανέναν στον κόσμο για να εμπιστευθεί!

Οι δύο σπουδαίες ηθοποιοί παίζουν εξαιρετικά και είναι απολαυστικό να τις βλέπεις μαζί στη μεγάλη οθόνη. Η ταινία βγάζει χιούμορ, συγκίνηση, συναίσθημα από πράγματα μπανάλ, κοινότοπα, πράγματα που έχουμε δει και ξαναδεί. Και τι πειράζει; Ο στόχος επιτυγχάνεται. Και σε όλα αυτά να μπαίνει και ο πάντα ευπρόσδεκτος Olivier Gourmet ως ο φορτηγατζής της διπλανής πόρτας, που βοηθάει στο ξεμπλοκάρισμα της Κλερ. Και υπάρχουν σκηνές υπέροχες, με κορυφαία εκείνη του φιλιού που δίνει η Μπεατρίς στον γιο της Κλερ όταν τον βλέπει καθώς οι δυο γυναίκες κοιτούν σλάιντς από τον άντρα που τις καθόρισε, τον πατέρα της Κλερ, ο οποίος είναι ίδιος με τον εγγονό του. Η μουσική του Grégoire Hetzel μαϊκλναϊμανίζει, η ταινία είναι καλογυρισμένη, μια χαρά!

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Dans les forêts de Sibérie

Η ταινία «Στα δάση της Σιβηρίας» (Dans les forêts de Sibérie) του Safy Nebbou βασίζεται στο ομώνυμο, αυτοβιογραφικό βιβλίο του Sylvain Tesson. Ο Tesson είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και ειδικότερα του «nature writing», όπως είναι ο όρος στα αγγλικά και αναφέρεται στους λογοτέχνες που δεν επισκέπτονται απλώς κάποια μέρη, αλλά ζουν στη φύση προτού γράψουν γι’ αυτήν. Από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους του είδους, ο Γάλλος συγγραφέας βραβεύτηκε με το Prix Goncourt, ένα από τα σημαντικότερα βραβεία λογοτεχνίας, ακριβώς για αυτήν την ταινία. Η ταινία ήταν υποψήφια και για βραβείο Cesar μουσικής, για το σκορ που έγραψε ο Ibrahim Maalouf, ο οποίος τελικά το κατέκτησε κιόλας!

Η υπόθεση: Ο Τεντί έχει κουραστεί από τη βοή του σύγχρονου κόσμου. Για να εκπληρώσει την ανάγκη του για ελευθερία, αποφασίζει να απαρνηθεί τις πολυτέλειες μίας εύρωστης ζωής στο Παρίσι. Εγκαταλείπει την υψηλή θέση υπευθύνου νέων μέσων επικοινωνίας σε μεγάλη εταιρία, κλείνει μια για πάντα το κινητό του και ταξιδεύει ως τον παγετό της λίμνης Βαϊκάλης στη Σιβηρία, επιλέγοντας τη ζωή σε μία καλύβα, με τα απολύτως απαραίτητα, χωρίς κανέναν άνθρωπο γύρω του, με τον κοντινότερο καταυλισμό να απέχει πολλά πολλά χιλιόμετρα. Σιγά σιγά αντιλαμβάνεται ότι η ζωή σε ένα τέτοιο μέρος δεν έχει μόνο την ηρεμία που είχε φανταστεί. Ο κίνδυνος καραδοκεί ακόμη και στο πιο φωτεινό τοπίο. Το βράδυ που χάνεται στη χιονοθύελλα θα μπορούσε να είχε αποβεί μοιραίο αν δεν ήταν εκεί ο Αλεξέι, ένας Ρώσος καταζητούμενος που ζει κρυμμένος στα δάση της Σιβηρίας για χρόνια. Ανάμεσα σε δύο τελείως διαφορετικούς άνδρες αναπτύσσεται μία φιλία που είναι συγχρόνως τόσο αναπάντεχη όσο και απαραίτητη και για τους δύο.

Η άποψή μας: Πραγματικά απίστευτη ταινία είναι τούτη εδώ. Που πετάει στον αέρα πάρα πολλά μπαλάκια, κατορθώνοντας να μην χάσει κανένα από αυτά, πετυχαίνοντας να μην πέσει κανένα από την υπέροχη τροχιά του. Ως ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ λειτουργεί εξαιρετικά. Παθαίνεις πλάκα με την ομορφιά αυτού του σκληρού και απάνθρωπου τοπίου! Πάγος, πάγος, πάγος παντού, σε όλα τα σχήματα, με πολλά χρώματα και ανοιχτωσιά μέχρι εκεί που πιάνει το μάτι! Η απόλυτη ησυχία. Η απόλυτη ηρεμία. Η απόλυτη μοναξιά! Είναι αυτό η απόλυτή ελευθερία; Για τον Τεντί είναι! Ένας άνδρας μόνος, αντιμέτωπος με τη φύση. Γουάου! Και λέμε για ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ μιας που αυτό που βλέπουμε δεν θα μπορούσαμε να το δούμε υπό κανονικές συνθήκες. Εντάξει, τρελαμένοι υπάρχουν πολλοί αλλά δεν ξέρω κανέναν που θα μπορούσε να φτάσει στις εσχατιές του κόσμου και να ζήσει εκεί, μόνος ή σχεδόν μόνος για έναν ολόκληρο χρόνο! Έτσι λοιπόν, αυτός είναι ο μόνος τρόπος να θαυμάσουμε τούτη την σχεδόν απάτητη ομορφιά – αυτή η ταινία.

Αυτό, ναι, είναι ένα Survivor που αξίζει να δεις, μακριά από fake δοκιμασίες και ίντριγκες για τον τηλεοπτικό φακό. Για το θεαθήναι. Θαυμάζεις την ταινία και για άλλο λόγο. Για τον πρωταγωνιστή της, Raphaël Personnaz. Δεν ξέρω αν υπήρχε δίπλα του συνεργείο με κουβέρτες και ισοθερμικά εσώρουχα ή αν έμενε κάθε μέρα μετά το γύρισμα στο πιο πολυτελές ξενοδοχείο του κόσμου αλλά ρε παιδιά, τι ατρόμητη στα όρια της ανθρώπινης αντοχής ερμηνεία! Ο τύπος μπαίνει ολόγυμνος μέσα σε μια τρύπα στον πάγο της λίμνης, καταχείμωνο, ενώ έχει βγει από το ολόζεστο περιβάλλον μιας σάουνας, έτσι όπως κάνουν συγκεκριμένοι λαοί, αλλά όχι ένας καλοαναθρεμμένος Γάλλος ηθοποιός! Τον έβλεπα και δεν πίστευα στα μάτια μου! Εκτός κι αν όλο αυτό ήταν εφέ, οπότε πάσο. Το τρίτο και σημαντικότερο: όλα αυτά δημιουργούν το πλαίσιο για να περιγραφεί μια υπέροχη, ανδρική φιλία! Από τη στιγμή που συναντιούνται ο Τεντί με τον Αλεξέι, όλη η ταινία αλλάζει. Οι δυο ξένοι αυτοί άνθρωποι συναντιούνται σε ένα αφιλόξενο μέρος, από το πουθενά, βοηθούν ο ένας τον άλλο και κυρίως ξεγυμνώνονται ο ένας στον άλλο: ψυχικά. Λίγη παραπάνω βότκα και ο κίνδυνος θανάτου από μια ξαφνική χιονοθύελλα το πετυχαίνουν αυτό! Η σκηνή όπου ο επί 12 χρόνια χαμένος από προσώπου γης Αλεξέι ρωτάει τον Τεντί ποιος κυβερνάει τη Ρωσία και ποιος είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι τόσο αστεία, τόσο αυθόρμητη, τόσο όμορφη, που γελάς, χωρίς να χρειάζονται χοντράδες. Η δε σκηνή όπου ο Τεντί πηγαίνει στο Ιρκούτσκ για να πάρει φάρμακα για τον νέο του φίλο και ρωτάει από μια γυναίκα τι λέει το γράμμα – σημείωμα που του έδωσε ο Αλεξέι είναι τόσο συγκινητική και τόσο σπουδαία, που δεν μπορεί, θα σας πάρουν κι εσάς τα ζουμιά.

Υπέροχη, πραγματικά πολύ όμορφη ταινία, τόσο καυτή που καίει την οθόνη – κι ας έχει γυριστεί σε συνθήκες θερμοκρασίας υπό του μηδενός...

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Teorie tygra

Τελευταία ταινία για σήμερα και τελευταία ταινία του γαλλόφωνου που είδαμε για φέτος γενικώς είναι μια μη γαλλόφωνη ταινία! Μουάχαχαχαχαχα! Είναι μια συμπαραγωγή που έχει και γαλλικά κεφάλαια. Μιλάμε για την κατά βάση τσέχικη παραγωγή «Η θεωρία της τίγρης» (Teorie tygra) του Radek Bajgar. Μια ταινία που πέρασε και από το περσινό φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.

Η υπόθεση: Ο Γιάν είναι ένας 60χρονος κτηνίατρος. Είναι παντρεμένος για πάρα πολλά χρόνια με την ακαδημαϊκό σύζυγό του κι έχουν αποκτήσει μαζί δύο παιδιά: μια κόρη κι έναν γιο – και οι δυο τους παντρεμένοι με τη σειρά τους. Όταν πεθαίνει ο πεθερός του κάτι τον ταρακουνάει. Βασικά, η απόφαση της πεθεράς του και συνεπακόλουθα της συζύγου του, να προχωρήσουν σε ταφή του πεθερού του, όταν εκείνος είχε τονίσει την επιθυμία του να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να σκορπιστούν στο παρακείμενο ποτάμι. Νιώθοντας εγκλωβισμένος σε έναν γάμο όπου η γυναίκα του είχε το απόλυτο κουμάντο, κανονίζοντας τα πάντα στη ζωή του(ς) ψάχνει αφορμή να δραπετεύσει χωρίς να προχωρήσει σε διαζύγιο, κάτι που πιστεύει πως θα την πληγώσει βαθύτατα. Όταν ένας πελάτης του φέρνει στο κτηνιατρείο έναν γηραιό παπαγάλο, που σύμφωνα με τη γυναίκα του πελάτη, πάσχει από Αλτσχάιμερ (!!!), ο Γιαν αποφασίζει να προσποιηθεί πως πάσχει από την εν λόγω ασθένεια, μπας και μπορέσει να ξεφύγει λίγο και να αναπνεύσει ελεύθερα. Πώς θα καταλήξει το σχέδιό του και πως θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση τα άρρενα και τα θήλαια μέρη της οικογένειάς του;

Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ταινία με παντελώς καθόλου, ούτε ίχνος, κινηματογραφικό ενδιαφέρον! Είναι σαν μια ταινία της εποχής δόξας των ελληνικών βιντεοταινιών! Τόσο αδιάφορη κινηματογραφικά είναι! Τηλεταινία, στην καλύτερη περίπτωση. Η πλάκα είναι πως ο κόσμος γελούσε με όσα έβλεπε να διαδραματίζονται επί της μεγάλης οθόνης. Οπότε, το σενάριο, κάποια ευαίσθητη χορδή άγγιξε. Εννοείται πως την ταινία απόλαυσαν περισσότερο οι... παντρεμένοι. Κι εννοείται πως, μέχρι ενός σημείου, η ταινία όντως είχε πλάκα. Αλλά οι προβληματισμοί της φαίνονται τόσο αναχρονιστικοί πλέον για τον 21ο αιώνα. Οι γυναίκες που ελέγχουν τα πάντα και οι ευνουχισμένοι άνδρες. Και να επαναλαμβάνεται διαρκώς το μοτίβο αυτό, μέχρις εξαντλήσεως των αποθεμάτων. Μα να φτάσεις να κάνεις ότι έχεις Αλτσχάιμερ προκειμένου να ξεφύγεις από την μέγγενη της συζύγου σου;

Εννοείται ότι δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός προβληματισμός. Οι ήρωες της ταινίας είναι άξιοι εκπρόσωποι της αστικής (μην πω, μεγαλοαστικής τάξης). Με σπιταρώνες, αμαξάρες και τα συναφή εμβλήματα οικονομικής ευμάρειας. Πχ ο γαμπρός της οικογένειας είναι διευθυντής σύνταξης σε εφημερίδα και διαθέτει διαμερισματάρα στο κέντρο της Πράγας κι αν και δεν τα πάω καλά με τις μάρκες αυτοκινήτων, αν κατάλαβα καλά από το σήμα, οδηγεί μια πανάκριβη Chevrolet. Μάλλον στην Τσεχία πληρώνονται πολύ καλά οι δημοσιογράφοι ή λαδώνονται ακόμα (ε, χμ). Τεςπα, στο τέλος ο Γιαν βρίσκει την ελευθερία του και αρνείται πλέον να κάνει ευνουχισμούς στα σκυλόγατα, γιαγιά και σύζυγος μένουν αγκυλωμένες στην αρτηριοσκλήρωσή τους, η κόρη «διορθώνεται» και αλλάζει προς το βέλτιστον, προς μεγάλη ευχαρίστηση του δημοσιογράφου συζύγου της και ο γιος είναι τόσο χαλαρός ανέκαθεν, που έτσι κι αλλιώς είναι ο πιο θετικός ήρωας της ταινίας. Χαβαλές να γίνεται μωρέ...
Θοδωρής Γιαχουστίδης

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Live
Περισσότερα... »

Χωρίς ενοχές (Irréprochable) PosterΧωρίς ενοχές
του Sébastien Marnier. Με τους Marina Foïs, Jérémie Elkaïm, Joséphine Japy, Benjamin Biolay, Jean-Luc Vincent, Jeanne Rosa, Véronique Ruggia Saura, Mathilde Wambergue


Σερσέ λα Φαμ!
του zerVo (@moviesltd)

Η Irreprochable είναι η πρώτη μεγάλου μήκους στιγμή στην δημιουργική καριέρα του Sebastien Marnier, που έχει ήδη γνωρίσει επιτυχία ως συγγραφέας, αλλά και ως δημιουργός short κινηματογραφικών ιστοριών, που έχουν προκαλέσει αίσθηση στην Γαλλία την περίοδο της κυκλοφορίας τους, περίπου μια δεκαετία και κάτι χρόνια πριν, όπως τα Le Grand Avoir, Le Beau Jacques αλλά και το πολυσυλλεκτικό Polissons And Galipettes, πορνογραφικό κολάζ μικρού μήκους θεμάτων, που στηρίχθηκε σε δική του ιδέα. Το 2011 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Mimi, που απέσπασε το βραβείο της καλύτερης γκέι νουβέλας της χρονιάς, ενώ μια διετία αργότερα συμμετείχε στην συν-συγγραφή μαζί με ακόμη τρεις συνεργάτες του επίσης βραβευμένου Qu4tre. Η πρώτη του ταινία, εδώ, με την οποία δείχνει πως διαθέτει ικανότητες, αρκεί να τις δουλέψει, έφτασε μέχρι τις βραβεύσεις των Cesar της περιόδου 2017, παίρνοντας υποψηφιότητα στην κατηγορία της καλύτερης γυναικείας ερμηνείας. Λογικό! Δύσκολα οποιαδήποτε παρουσία της Fois, δεν δικαιούται μιας τέτοιας σημαντικής τιμής.

Χωρίς ενοχές (Irréprochable) Quad Poster
Απολυμένη εδώ και καιρό από την δουλειά της, εκεί που παρείχε τις υπηρεσίες της μεσίτριας και κινδυνεύοντας να μείνει άστεγη, καθώς βρίσκει προσωρινό κεραμίδι στα ξένα κι αδειανά σπίτια που μέχρι πρότινος παρουσίαζε σε δυνητικούς αγοραστές, η σαραντάχρονη Κονστάνς, με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη, θα πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει το απρόσωπο Παρίσι και να επιστρέψει στην γενέτειρα της, εκεί που οι άνθρωποι που την γνωρίζουν καλά, ενδεχόμενα να της προσφέρουν μια αξιοπρεπή εργασία. Ένα πόστο που γνωρίζει πολύ καλά και θα μπορούσε να καπαρώσει, στο μεσιτικό γραφείο της επαρχιακής Σεντ, κοντά στα δυτικά Ατλαντικά παράλια της χώρας, εκεί που εργαζόταν κάποτε πριν αναζητήσει την τύχη της στην πρωτεύουσα, που όμως θα της κλέψει μέσα από τα χέρια, η κατά πολύ νεότερη, πιο φιλόδοξη και δροσερότερη Οντρί.

Δίχως πόρους, με μια ανήμπορη μάνα, ακινητοποιημένη σε κώμα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, χωρίς έναν σοβαρό δεσμό, ικανό να της συμπαρασταθεί στις δύσκολες στιγμές που περνά και με τις πόρτες να κλείνουν ερμητικά η μία μετά την άλλη, η Κονστάνς θα πέσει με ευκολία στην παγίδα της κατάθλιψης, καθώς νοιώθει πως οι ελπίδες που της έχουν μείνει ζωντανές κι εκείνες τρεμοσβήνουν. κενή ψυχικά, αντιλαμβανόμενη μέσα της, πως πλέον η μπογιά της δεν περνάει, ούτε σαν γυναίκα, ούτε σαν επαγγελματίας, θα νοσταλγήσει εκείνες τις ημέρες της νιότης που έκανε όνειρα για ένα καλύτερο αύριο. όνειρα που ποτέ δεν έγιναν πραγματικότητα...

Η κρίση της μέσης ηλικίας, συνοδευόμενη από το συχνότατο πια φαινόμενο της κατόπιν των 40 ανεργίας που μαστίζει ολάκερη την Γηραιά Ήπειρο, παρουσιάζεται στο πορτρέτο της γυναίκας που βρίσκεται στο επίκεντρο ετούτης της κινηματογραφικής αφήγησης. Η Κονστάνς νιώθει πως βρίσκεται παγιδευμένη σε έναν δεμένο με γερά συρματοπλέγματα κύκλο, που για την δημιουργία του φέρει κι η ίδια ευθύνη και το ξέρει, από τον οποίο παλεύει με νύχια και με δόντια να διαφύγει, μάταια όμως και αναποτελεσματικά. Αντιλαμβάνεται πως κάτι, κάπως, κάποτε, το έπραξε λάθος, πως όταν βρέθηκε μπροστά σε διλήμματα, δεν επέλεξε την σωστή λύση, κι αυτό σήμερα της επιστρέφει σαν μπούμερανγκ, διαλύοντας την όποια αισιοδοξία για μια θετική έκβαση στο ζόρι της. Η απόπειρα παλιμπαιδισμού και επιστροφής της τεχνηέντως στο παρελθόν, μην τυχόν και εντοπίσει την ρίζα της καταστροφής, θα επιφέρει ακόμη πιο αρνητικά αποτελέσματα, οδηγώντας την στην απόγνωση, στην μυθομανία, στην κρίση ταυτότητας, στις φτηνές κι εξευτελιστικές για την προσωπικότητα της λύσεις.

Γνωρίζοντας πολύ καλά τις ικανότητες της να αποδώσει τον πνιγμένο από τις συντριπτικές καταστάσεις που της τρώνε τα σωθικά, θηλυκό χαρακτήρα, όπως το βιώσαμε είτε στο καυστικό Polisse είτε στο ερωτικό Happy Few, η Marina Fois φαντάζει σαν η ιδανική επιλογή για να αποδώσει τον ρόλο της κατακερματισμένης και απογοητευμένης από την τροπή που έχει πάρει η ζωή της γυναίκας. Δίχως την παραμικρή αναστολή στο να τσαλακώσει την (για τα 47 της χρόνια μια χαρά καλοστεκούμενη) μόστρα της, η ιδιαίτερα σκληρών εκφραστικών χαρακτηριστικών Γαλλίδα, δίνει παλμό σε έναν πολύπλευρο ρόλο, του αδύναμου, του ηττημένου, του εξαρτημένου, του ασθενή, του ενόχου, του πρόστυχου, του ταπεινωμένου, του "δεν βλέπω πως μπορώ να σώσω την παρτίδα". Η μαρκίζα να θυμίσω, μεταφράζοντας την, σημαίνει Άμεμπτος. Τι ειρωνεία αλήθεια...

Δυστυχώς ενώ η κεντρική περσόνα της πλοκής διαθέτει τέτοια δυναμικά προς ανάλυσης στοιχεία, ο περίγυρος της σεναριακά είναι άδειος, κενός, ανύπαρκτος, τόσο πολύ που μεγεθύνει ακόμη πιο πολύ το γεγονός πως δεν έχει ένα πλευρό να γείρει, ένα απάγκιο να προσωρινά σταθεί. Με πιο τονισμένη την δραματουργία και όχι τόση εμμονή στον ρεαλισμό, δηλαδή, πολύ εύκολα θα μπορούσαμε στην Irreprochable να είχαμε από τα χέρια του Marnier, ένα πολύ εντυπωσιακό ψυχολογικό θρίλερ, με σοσιολογικές προεκτάσεις, υπαρκτές στους μοντέρνους κόσμους, προς περαιτέρω μελέτη. Η ευκαιρία, πιστεύω, πως πήγε χαμένη...

Χωρίς ενοχές (Irréprochable) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου: Τρίτη 28 Μαρτίου
Οι ανασφάλειες μιας κραταιάς κινηματογραφίας

Μετά την εντυπωσιακή έναρξη του φεστιβάλ με το υπέροχο «Ciao Amore... Dalida» (για το οποίο γράφει αναλυτικά ο συνάδελφος Γιώργος Ζερβόπουλος – εξάλλου, η ταινία βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη 30 Μαρτίου, οσονούπω δηλαδή, και θα έχει ενδιαφέρον πως θα γκελάρει πάνω στο κοινό) οι υπόλοιπες τέσσερις ταινίες που είδαμε στις τέσσερις πρώτες μέρες (μέχρι και την Κυριακή δηλαδή) ήταν κομματάκι... κάπως. Σαν να έχουν... ξεφύγει οι φίλοι μας οι Γάλλοι στο εμπορικό τους, σαν να έχουν στερέψει σε ιδέες στο καλλιτεχνικό τους. Εντάξει, ένα ελάχιστο δείγμα από μια τεράστια κινηματογραφική βιομηχανία είδαμε, και το δείγμα δεν είναι αρκετό για να βγουν στατιστικώς ασφαλή συμπεράσματα, αλλά από τις τέσσερις ταινίες, που θα σας παρουσιάσουμε παρακάτω, μόνο η μία έπιασε υψηλά στάνταρ απόδοσης. Κι εκείνη, όχι χωρίς προβλήματα! Αλλά ας ξεκινήσουμε, με τη σειρά που τις είδαμε:

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Le petit locataire

Η... κακή μέρα από το πρωί φαίνεται! Την Παρασκευή, λοιπόν, στις 18.00 είδαμε την ταινία «Μαμά ξανά!» (Le petit locataire) της Nadège Loiseau. Το 2007, γύρισε την πρώτη της μικρού μήκους ταινία, «Une femme parfaite», που προβλήθηκε στο Canal+ στο πλαίσιο της σειράς Les films faits à la maison. Αργότερα, το 2012, γύρισε την μικρού μήκους ταινία «Le locataire», που κέρδισε το βραβείο κοινού για σενάριο στο Φεστιβάλ της Ανζέρ. Το «Μαμά ξανά!» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας. Βγήκε στις γαλλικές αίθουσες τον Νοέμβριο του '16 και στην πρώτη βδομάδα προβολής της έκοψε πάνω από 100 χιλιάδες εισιτήρια. Είναι μια κομεντί με ολίγον δράμα, που δεν σε κάνει ούτε να γελάσεις ούτε να συγκινηθείς...

Η υπόθεση: Η Νικόλ είναι μια 49χρονη γυναίκα, που ζει με την οικογένειά της στο Χερβούργο. Έχει έναν 34χρονο γιο, ο οποίος είναι μάγειρας σε υποβρύχιο και μια κόρη, που δεν έχει βρει τον εαυτό της κι ας έχει αποκτήσει και η ίδια μια 6χρονη κόρη, η οποία ουσιαστικά μεγαλώνει με τη γιαγιά της. Στο σπίτι της οικογένειας ζει και η μητέρα της Νικόλ (που όλοι τη φωνάζουν προγιαγιά) η οποία πάσχει από ένα είδος άνοιας και εννοείται και ο σύζυγος της Νικόλ, ο Ζαν-Πιέρ. Μεγάλη ελπίδα της γυμναστικής κάποτε, ο Ζαν-Πιέρ είναι εδώ και δύο χρόνια άνεργος. Η καθημερινότητα έχει τα πάνω της και τα κάτω της αλλά είναι διαχειρίσιμη από την Νικόλ. Θα έρθουν τα πάνω κάτω όταν η Νικόλ θα διαπιστώσει πως είναι έγκυος!!! Λόγω της μεγάλης της ηλικίας η εγκυμοσύνη της χαρακτηρίζεται υψηλού κινδύνου. Θα το κρατήσει το παιδί ή θα προχωρήσει σε έκτρωση; Και πως θα αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα τα μέλη της οικογένειάς της;

Η άποψή μας: Το Χερβούργο είναι λιμάνι και ναύσταθμος στο βορειοδυτικό τμήμα της Γαλλίας και συγκεκριμένα στη Νορμανδία. Η πόλη βρίσκεται στην άκρη της χερσονήσου Κοταντέν στη θάλασσα της Μάγχης. Κινηματογραφικά, το όνομα της πόλης είναι συνδεδεμένο με ένα από τα πιο όμορφα μιούζικαλ στην ιστορία του σινεμά: μιλάμε βεβαίως για τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» (Les parapluies de Cherbourg, 1964) του Jacques Demy. Πλέον, θα είναι γνωστή και από αυτήν την κωμωδία. Με σαφώς εμπορικές επιδιώξεις η σκηνοθέτιδα θέλησε να φτιάξει κάτι, που να αναδεικνύει μπόλικες συμβάσεις σχετικά με το ρόλο της γυναίκας στη σημερινή κοινωνία και να βγάζει γέλιο από αυτές. Αντ' αυτού πετυχαίνει να γυρίσει κάτι τόσο χλιαρό, τόσο προβλέψιμο και τόσο μα τόσο καθόλου φεμινιστικό, που είναι να απορείς.

Η πάντα αξιόπιστη Karin Viard είναι το μεγάλο όνομα του καστ και η πρωταγωνίστρια, που υποδύεται τη Νικόλ. Είναι η κλασική... Μαίρη Παναγιωταρά – μια εργαζόμενη γυναίκα, μια καλή νοικοκυρά. Πώς καταφέρνει και τα προλαβαίνει όλα; Έλα μου ντε. Κι όταν μένει έγκυος και πρέπει να ξεκουραστεί, πως καταρρέουν τα πάντα; Το σπίτι μένει ατακτοποίητο, ο σύζυγος δεν ξέρει να βάζει μπουγάδα, η κόρη δεν ξέρει πως να φροντίζει την κόρη της, η προγιαγιά κατουριέται επάνω της. Και on top of that, που λέει και ο Δανίκας, η Νικόλ χάνει και τη δουλειά της, που την είχε δώσει στον άντρα της για να δουλεύει εκείνος αντικαθιστώντας την. Αλλά να, ο κακός καπιταλισμός απολύει ανθρώπους (μεγάλη έκπληξη!) και «είναι προτιμότερα από τους οδηγούς αυτοκινήτων τα ηλεκτρονικά διόδια». Το μόνο κοινωνικό σχόλιο που γίνεται στην ταινία, κι αυτό ξώφαλτσο! Όλη η ιδιαιτερότητα της ταινίας εξαντλείται στο τι μπορεί να σημαίνει η εγκυμοσύνη μιας μεσήλικης γυναίκας για την οικογένειά της. Μια γυναίκα, που έχει ερωτικές φαντασιώσεις με τον γυναικολόγο της, τον γιατρό Ευγενή ή Ευγενικό (καταλαβαίνετε για τι βάθος σεναρίου μιλάμε όταν επιλέγεται το συγκεκριμένο ως επίθετο!). Έχει κι άλλα ωραία το σενάριο: πχ το λόγο του συζύγου στην ομάδα κοριτσιών που προπονεί, την ώρα που τα δύο του ενήλικα παιδιά πηγαίνουν να τον βρουν προκειμένου να αποτρέψουν μια απόφαση της Νικόλ (μια απόφαση, που μέχρι τότε την υποστήριζαν!). Το τι... παπαριά βγάζει ο στόμας του ανθρώπου, δεν λέγεται. Ότι να 'ναι. Κρίμα και πάλι κρίμα. Μαθήματα ζωής από τη γιαγιά, ένας θάνατος, έτσι για τη συγκίνηση, ένας γαλλοκαναδός, έτσι για το φολκλόρ (και για ερωτικό αντικείμενο) και το μόνο που μένει είναι η ωραία τοποθεσία όπου γυρίστηκε το φιλμ – έτσι τουλάχιστον φάνηκε σε κάποια πλάνα της ταινίας. Όχι, δεν «λέει» η ταινία...

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου A jamais

Και από το κακό εμπορικό στο αποθεωτικά δήθεν καλλιτεχνικό. Ο Benoît Jacquot είναι ένα αξιοσέβαστο μέλος της γαλλικής κινηματογραφίας κι έχει να επιδείξει σημαντικό έργο πίσω του. Το σινεμά του, όμως, πάντοτε ήταν ιδιοσυγκρασιακό – και συνεχίζει να είναι τέτοιο. Κι όντας πλέον 70 ετών ο άνθρωπος έχει στερέψει από ιδέες. Έτσι, το «Μία για πάντα» (A jamais), η τελευταία του ταινία, μπορεί να προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο επίσημο πρόγραμμα του περασμένου φεστιβάλ Βενετίας, αλλά και στο φεστιβάλ του Τορόντο, μπορεί να βασίζεται στο βιβλίο «Οι χρόνοι του σώματος» (The Body Artist) του Ντον ΝτεΛίλο, δυστυχώς, όμως, κάνει τα εύκολα, δύσκολα...

Η υπόθεση: Ο Ρέι είναι ένας διάσημος σκηνοθέτης του σινεμά. Θα παραβρεθεί στην προβολή μιας ταινίας του με την αγαπημένη του ηθοποιό (με την οποία είναι εραστές), την Ιζαμπέλα. Την ίδια ώρα, στο ίδιο κτίριο, λίγα πατώματα πιο πάνω, η νεαρή Λόρα, μια... performing artist (σαν να λέμε, ηθοποιός, αλλά σε μια πιο ευρεία έννοια) δίνει μια παράσταση. Της... κλέβει το κοινό, όμως, η ταινία του Ρέι. Οι δυο τους θα συναντηθούν. Θα ερωτευθούν. Και θα παντρευτούν, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, παρά το ότι η Ιζαμπέλα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Θα αρχίσουν να ζουν σε ένα υπέροχο σπίτι μπροστά στη θάλασσα. Ένα βράδυ ο Ρέι θα βγει με τη μηχανή του. Δεν θα ξαναγυρίσει ζωντανός. Δυστύχημα; Αυτοκτονία; Η Λόρα μένει μόνη στο σπίτι και θρηνεί. Αλλά σύντομα δεν θα είναι τελείως μόνη. Κάποιος είναι εκεί: ο Ρέι, μέσα από εκείνη και για εκείνη, σαν ένα όνειρο πιο μακρύ και από τη νύχτα, ώστε να μπορέσει η Λόρα να επιβιώσει.

Η άποψή μας: Σε λίγες βδομάδες βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες το «Personal Shopper» του Olivier Assayas, με την οποία η ταινία του Jacquot έχει ομοιότητες. Βασικά, έχει μία (βασική) ομοιότητα: αυτήν κατά την οποία μια γυναίκα έρχεται σε επαφή με φαντάσματα. Κι εδώ σταματούν οι ομοιότητες. Κι αυτό γιατί ενώ ο Assayas ντύνει τις φιλοσοφικές του αναρωτήσεις με μια στοιχειώδη ίντριγκα, ο Jacquot χειρίζεται το όλον εντελώς εσωτερικά, αφήνοντας τον θεατή απ' έξω. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του ΝτεΛίλο για να ξέρω πόσο καλή δουλειά έχει κάνει η πρωταγωνίστρια της ταινίας Julia Roy στη σεναριακή μεταφορά του (ναι, την υπογράφει η ίδια!), πάντως, ως ερμηνεία κινείται σε πολύ μέτρια επίπεδα. Δεν πείθει η ίδια, δεν πείθει το σενάριο, δεν πείθει η σκηνοθεσία. Παραγωγή του εικονικού παραγωγού Paulo Branco η ταινία είναι από αυτές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μέσω διασκευής τίτλου γνωστού τραγουδιού των Bon Jovi: «You give festival movies a bad name»! Ok, η απώλεια, ο θρήνος, η μοναξιά, τα άδεια δωμάτια – και όλο αυτό ντυμένο με καλλιγραφικές εικόνες; Ε, ποτέ!

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Orpheline

Κανονικά, εδώ τώρα θα έπρεπε να γράψω για το «Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ», που είδα το Σάββατο 25 Μαρτίου (η πρώτη από τις δύο ταινίες εκείνης της ημέρας). Όμως, μιας που το κείμενο δεν το ολοκλήρωσα το πρωί της Δευτέρας (όπως είχα υποσχεθεί) αλλά το συνεχίζω την Τρίτη το πρωί (άρα, έχουν προστεθεί και οι ταινίες της Δευτέρας), θα αναφερθώ εδώ τώρα στην ταινία «Σε τέσσερις χρόνους» (Orpheline) του Arnaud des Pallières, μιας που η συγκεκριμένη ταινία είναι να βγει την ερχόμενη Πέμπτη 30 Μαρτίου στις αίθουσες της χώρας μας.

Η υπόθεση: Τέσσερις στιγμές στη ζωή τεσσάρων γυναικείων χαρακτήρων: Μια ενήλικη γυναίκα, που νόμιζε πως βρήκε ασφαλές καταφύγιο μακριά από το παρελθόν της. Μια νεαρή γυναίκα που μετακομίζει στο Παρίσι κι έχει τάση προς την καταστροφή. Μία έφηβη εγκλωβισμένη σε μια ατελείωτη διαδοχή φυγής, ανδρών και ατυχιών, γιατί οτιδήποτε άλλο είναι καλύτερο από την οικογένειά της. Ένα μικρό κορίτσι από την επαρχία, παίζει ένα κρυφτό που μετατρέπεται σε τραγωδία. Σταδιακά, οι χαρακτήρες συναντιούνται για να σχηματίσουν μία ενιαία ηρωίδα...

Η άποψή μας: Ο σκηνοθέτης του πολύ ενδιαφέροντος «Ο θρύλος του Μάικλ Κολχαας» (κι ουχί του Σταύρου Κόλκα, δηλαδή, έλεος κάπου) στην πέμπτη του μεγάλου μήκους ταινία επιχειρεί κάτι πολύ φιλόδοξο. Φτιάχνει το πορτρέτο μιας γυναίκας εξετάζοντας τέσσερις διαφορετικές περιόδους της ζωής της, ξεκινώντας από το φιλμικό τώρα, πηγαίνοντας πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, μέχρι την παιδική ηλικία, για να επιστρέψει στο φιλμικό τώρα. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο σκηνοθέτης (κι έχει τη σημασία του): «Ο θεατής θα αντιληφθεί σύντομα την ιδέα της ταινίας: τέσσερις ηθοποιοί παίζουν τέσσερις περιόδους στη ζωή μιας γυναίκας. Δεν μοιάζουν και πολύ μεταξύ τους. Αλλά γιατί να τις κάναμε ίδιες όταν η κάθε ηλικία διεκδικεί την ταυτότητά της και θέλει να ορίζει τον εαυτό της σε αντίθεση με τον προηγούμενο; Η συνοχή του χαρακτήρα είναι το μόνο που έχει σημασία, η συνέχειά του μέσα από τέσσερις διαφορετικές ηθοποιούς. Σαν την αληθινή ζωή...». Μια χαρά τα λέει ο φίλος μας, με μόνη διαφωνία πως αν ο θεατής μπει στην ταινία χωρίς να έχει διαβάσει οτιδήποτε γι' αυτήν, θα δυσκολευτεί αρχικά να ενώσει τα κομμάτια του παζλ. Το ανάποδο στη χρονική αφήγηση και οι διαφορετικές ηθοποιοί που δεν μοιάζουν μεταξύ τους και παίζουν τον ίδιο ρόλο, δεν βοηθάνε πολύ τον θεατή, για να το θέσουμε κομψά. Ίσα ίσα. Λίγο απρόσεκτος να είναι ο θεατής και θα χαθεί στην αφήγηση. Και θα εκνευριστεί.

Από την άλλη όλο αυτό έχει το ενδιαφέρον του, για αυτόν ακριβώς το λόγο: ο σκηνοθέτης θέλει ο θεατής του να είναι απόλυτα ενεργός, να δώσει όλη του την προσοχή στα επί της οθόνης δρώμενα, να καταλάβει. Ένα επιπλέον βοηθητικό στοιχείο θα σας δώσω κι εγώ: η Gemma Arterton υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στις δύο πρώτες ιστορίες ενώ ο πάντα αγαπητός Sergi Lopez υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στη δεύτερη και την τρίτη ιστορία. Συνολικά λοιπόν, έχουμε να κάνουμε κατά μία έννοια με μια σπονδυλωτή ταινία που αναφέρεται στη ζωή μιας γυναίκας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής της, με ανάποδη αφήγηση. Πώς ήταν το «5 Χ 2» του Ozon για τον γάμο; Ε, κάτι τέτοιο. Σαν ρώσικη κούκλα, σαν μια μπάμπουσκα που καθώς ξεσκεπάζουμε τη μεγαλύτερη κούκλα πέφτουμε πάνω στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη. Εκτός από το πολύ πιτσιρίκι, όλες οι άλλες μορφές αυτής της γυναίκας (που ονομάζεται Kiki μικρή, Karine στην πρώιμη εφηβεία της, Sandra όταν μεγαλώνει και Renée όταν την βλέπουμε στην αρχή και στο φινάλε της ταινίας – άλλο ένα δείγμα... αποπροσανατολισμού!) προσπαθούν ταυτόχρονα να ξεφύγουν από το παρελθόν και τη μοίρα τους ως θηλυκά σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τους άνδρες, χρησιμοποιώντας τον ερωτισμό τους!

Εδώ να κάνω μια προσωπική επισήμανση: μου φαίνεται δύσκολο να βρω στη συγκεκριμένη ταινία τα όρια ανάμεσα στη χειραφέτηση και την εκμετάλλευση. Θέλω να πω, η 13χρονη Karine μοιράζει πίπες σε όποιον βρει, η Sandra γαμιέται με άνδρες και γυναίκες και η Renée μας δείχνει τα βυζιά της – βυζιά μιας εγκύου – με γκρο πλάνα σε κάθε ευκαιρία. Καλοδεχούμενος ο ρεαλισμός και ο ερωτισμός, δεν λέω, αλλά πόσο λεπτή πια είναι η γραμμή που χωρίζει φεμινισμό με αντιφεμινισμό; Δεν ξέρω. Ίσως να είχε δίκιο και η Emma Watson, που αναρωτήθηκε τι σχέση έχουν τα βυζιά με τον φεμινισμό. Και να βγάζω τώρα εγώ μέσω του γραπτού σκέτη πουριτανίλα και δεν το θέλω! Ενδιαφέρουσα ταινία το δίχως άλλο, με ατρόμητες ερμηνείες (κι ας αρχίζει να τυποποιείται επικίνδυνα η Adèle Exarchopoulos σε ρόλους καβλιάρας μεταέφηβης) κι ένα φινάλε που παραπέμπει το δίχως άλλο στο φινάλε μίας από τις ιστορίες του «Δεκαπενταύγουστου» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, με τον δικό μας να έχει κάνει πολύ καλύτερη δουλειά, εντάξει; Φινάλε που υποδεικνύει πως η πραγματική λύτρωση και η πραγματική ελευθερία έρχεται μόνον εφόσον κάποιος έχει πληρώσει για τις αμαρτίες του. Ισχύει; Χμ... (σημείωση: το κείμενο θα υπαχθεί σε επεξεργασία όταν δημοσιευτεί αυτόνομα την ερχόμενη Πέμπτη).

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Rock'n Roll

Τελευταία ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε εδώ, είναι κι εκείνη που μας άρεσε περισσότερο, κι ας έχει κι αυτή τα θέματά της. Μιλάμε για το «Αχ αυτά τα σαράντα» (Rock'n Roll), πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο ηθοποιός Guillaume Canet. Μια ταινία, που έχει ως στόχο να αποδομήσει τον ίδιο ως ηθοποιό, ως σταρ, ως άνδρα που μεγαλώνει...

Η υπόθεση: O 43χρονος Guillaume Canet έχει τα πάντα για να είναι ευτυχισμένος. Πετυχημένος ηθοποιός, ζει μαζί με την πανέμορφη κι εξίσου πετυχημένη ηθοποιό Marion Cotillard και το παιδάκι τους και ασχολείται με το αγαπημένο του σπορ, που είναι η ιππασία. Ωστόσο, ο εγωισμός του και κυρίως η ματαιοδοξία του θίγονται όταν μια νεαρή δημοσιογράφος που τον παίρνει συνέντευξη, του μιλάει μονάχα για τους νεαρώτερους συναδέλφους του, Pierre Niney και Gaspard Ulliel ως την ανερχόμενη γενιά και ως sex symbols. Η Camille, μια νεαρή 20χρονη ηθοποιός με την οποία γυρίζει μια ταινία, θα του υπενθυμίζει επίσης επίμονα την ηλικία του. Για τον Canet, αυτή η περίοδος είναι περίοδος ενδοσκόπησης και ο ίδιος αρχίζει να φέρεται παράξενα δυσαρεστώντας τη γυναίκα του και τους δικούς του. Μέχρι πού θα φτάσει όλο αυτό;

Η άποψή μας: Χρειάζεται πολύ θάρρος για να χρησιμοποιήσεις την κινηματογραφική κάμερα ως καθρέφτη και να βάλεις μπροστά της τον εαυτό σου: να καταγράψεις τη ζωή σου ως ντοκιμαντέρ και ως μυθοπλασία ταυτόχρονα! Ο Canet ψυχαναλύεται μπροστά στα μάτια μας και δεν χαρίζεται σε κανέναν και κυρίως στον εαυτό του! Κατακρίνει τη ματαιοδοξία του σε μια ταινία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η αποθέωση της ματαιοδοξίας! Κι όλο αυτό το κάνει με πολύ, πολύ χιούμορ. Υπάρχουν σκηνές στην ταινία που γελάς πάρα πολύ και δυνατά. Ο Canet χαλιέται που τον περνάνε για ξενέρωτο. Χαλιέται που δεν βγαίνει με τους φίλους του. Χαλιέται που υποδύεται ρόλους πατεράδων αντί εραστών. Χαλιέται που η νεαρή συμπρωταγωνίστριά του δεν τον βλέπει ερωτικά. Χαλιέται που τον κοροϊδεύουν για την ενασχόλησή του με τα άλογα. Χαλιέται που δεν είναι πλέον rock'n roll, όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας. Βεβαίως, μπορεί ποτέ να μην ήταν rock'n roll, αλλά αυτό το προσπερνάμε... Ο Canet μπαίνει στα άδυτα (χμ...) της κινηματογραφικής βιομηχανίας made in France και τα χώνει γενικώς! Κάθε του προσπάθεια να «βγει» πιο cool στέφεται με μεγαλύτερη αποτυχία από την προηγούμενη! Στα γυρίσματα της ταινίας που γυρίζει μέσα στην ταινία, κάνει παλαβομάρες και οι υπόλοιποι δεν μπορούν να τον ανεχθούν. Ζητάει βοήθεια από τον κολλητό του, Gilles Lellouche, λες και αυτό που έχει ο Gilles και δεν έχει ο ίδιος, μπορεί να διδαχθεί, να μεταδοθεί, να μπολιαστεί. Πηγαίνει στον θεό Johnny Hallyday (του οποίου η νεαρότατη και ομορφότατη σύντροφος προσπαθεί να του κόψει το τσιγάρο για την υγεία του κι εκείνος καπνίζει μπάφους!) και του... κόβεται η μαγκιά! Πηγαίνει για κάστινγκ στον Ben Foster που ψάχνει νεαρό Γάλλο ηθοποιό, που να μιλάει καλά αγγλικά, και εξευτελίζεται! Πηγαίνει στο γραφείο παραγωγής και τους βγάζει όλους έξω φρενών – είναι η σκηνή με την οποία γελάσαμε περισσότερο! Και η Marion είναι τρελαμένη με το να προσπαθεί να μάθει γαλλικά του Κεμπέκ, προκειμένου να λάβει μέρος στη νέα ταινία του Javier Dollan! Χαμός!

Το θάρρος του μάλιστα είναι τόσο μεγάλο που όσο πλησιάζει στο τέλος η ταινία τόσο περισσότερο... ξεφεύγει! Η υποκριτική, μάλλον το πλέον ναρκισσιστικό από όλα τα επαγγέλματα του κόσμου, επιζητεί τη μόνιμη νεότητα. Σαν τον Δράκουλα ένα πράγμα. Και ο Canet βλέποντας μέσα από παραμορφωτικό φακό προφανώς, λέει, πως για την επίτευξη της αιώνιας νεότητας ο ίδιος και οι συνάδελφοί του προχωρούν σε συμφωνίες με το διάβολο. Που στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να είναι ένας γκουρού που σου κάνει... μπότοξ. Εκεί, λοιπόν, στο τελευταίο 20λεπτο, εκεί όπου ο ηθοποιός έχει χάσει πλέον την εικόνα του εαυτού του, εκεί η ταινία αγγίζει την υστερία. Ας είναι. Μας έχει δώσει προηγουμένως απίστευτα πολλά πράγματα για να γελάσουμε. Με τα χάλια των ηθοποιών. Και γιατί όχι, με τα δικά μας...
Θοδωρής Γιαχουστίδης

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Live
Περισσότερα... »