Berlin International Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου: Τρίτη 28 Μαρτίου
Οι ανασφάλειες μιας κραταιάς κινηματογραφίας

Μετά την εντυπωσιακή έναρξη του φεστιβάλ με το υπέροχο «Ciao Amore... Dalida» (για το οποίο γράφει αναλυτικά ο συνάδελφος Γιώργος Ζερβόπουλος – εξάλλου, η ταινία βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη 30 Μαρτίου, οσονούπω δηλαδή, και θα έχει ενδιαφέρον πως θα γκελάρει πάνω στο κοινό) οι υπόλοιπες τέσσερις ταινίες που είδαμε στις τέσσερις πρώτες μέρες (μέχρι και την Κυριακή δηλαδή) ήταν κομματάκι... κάπως. Σαν να έχουν... ξεφύγει οι φίλοι μας οι Γάλλοι στο εμπορικό τους, σαν να έχουν στερέψει σε ιδέες στο καλλιτεχνικό τους. Εντάξει, ένα ελάχιστο δείγμα από μια τεράστια κινηματογραφική βιομηχανία είδαμε, και το δείγμα δεν είναι αρκετό για να βγουν στατιστικώς ασφαλή συμπεράσματα, αλλά από τις τέσσερις ταινίες, που θα σας παρουσιάσουμε παρακάτω, μόνο η μία έπιασε υψηλά στάνταρ απόδοσης. Κι εκείνη, όχι χωρίς προβλήματα! Αλλά ας ξεκινήσουμε, με τη σειρά που τις είδαμε:

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Le petit locataire

Η... κακή μέρα από το πρωί φαίνεται! Την Παρασκευή, λοιπόν, στις 18.00 είδαμε την ταινία «Μαμά ξανά!» (Le petit locataire) της Nadège Loiseau. Το 2007, γύρισε την πρώτη της μικρού μήκους ταινία, «Une femme parfaite», που προβλήθηκε στο Canal+ στο πλαίσιο της σειράς Les films faits à la maison. Αργότερα, το 2012, γύρισε την μικρού μήκους ταινία «Le locataire», που κέρδισε το βραβείο κοινού για σενάριο στο Φεστιβάλ της Ανζέρ. Το «Μαμά ξανά!» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας. Βγήκε στις γαλλικές αίθουσες τον Νοέμβριο του '16 και στην πρώτη βδομάδα προβολής της έκοψε πάνω από 100 χιλιάδες εισιτήρια. Είναι μια κομεντί με ολίγον δράμα, που δεν σε κάνει ούτε να γελάσεις ούτε να συγκινηθείς...

Η υπόθεση: Η Νικόλ είναι μια 49χρονη γυναίκα, που ζει με την οικογένειά της στο Χερβούργο. Έχει έναν 34χρονο γιο, ο οποίος είναι μάγειρας σε υποβρύχιο και μια κόρη, που δεν έχει βρει τον εαυτό της κι ας έχει αποκτήσει και η ίδια μια 6χρονη κόρη, η οποία ουσιαστικά μεγαλώνει με τη γιαγιά της. Στο σπίτι της οικογένειας ζει και η μητέρα της Νικόλ (που όλοι τη φωνάζουν προγιαγιά) η οποία πάσχει από ένα είδος άνοιας και εννοείται και ο σύζυγος της Νικόλ, ο Ζαν-Πιέρ. Μεγάλη ελπίδα της γυμναστικής κάποτε, ο Ζαν-Πιέρ είναι εδώ και δύο χρόνια άνεργος. Η καθημερινότητα έχει τα πάνω της και τα κάτω της αλλά είναι διαχειρίσιμη από την Νικόλ. Θα έρθουν τα πάνω κάτω όταν η Νικόλ θα διαπιστώσει πως είναι έγκυος!!! Λόγω της μεγάλης της ηλικίας η εγκυμοσύνη της χαρακτηρίζεται υψηλού κινδύνου. Θα το κρατήσει το παιδί ή θα προχωρήσει σε έκτρωση; Και πως θα αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα τα μέλη της οικογένειάς της;

Η άποψή μας: Το Χερβούργο είναι λιμάνι και ναύσταθμος στο βορειοδυτικό τμήμα της Γαλλίας και συγκεκριμένα στη Νορμανδία. Η πόλη βρίσκεται στην άκρη της χερσονήσου Κοταντέν στη θάλασσα της Μάγχης. Κινηματογραφικά, το όνομα της πόλης είναι συνδεδεμένο με ένα από τα πιο όμορφα μιούζικαλ στην ιστορία του σινεμά: μιλάμε βεβαίως για τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» (Les parapluies de Cherbourg, 1964) του Jacques Demy. Πλέον, θα είναι γνωστή και από αυτήν την κωμωδία. Με σαφώς εμπορικές επιδιώξεις η σκηνοθέτιδα θέλησε να φτιάξει κάτι, που να αναδεικνύει μπόλικες συμβάσεις σχετικά με το ρόλο της γυναίκας στη σημερινή κοινωνία και να βγάζει γέλιο από αυτές. Αντ' αυτού πετυχαίνει να γυρίσει κάτι τόσο χλιαρό, τόσο προβλέψιμο και τόσο μα τόσο καθόλου φεμινιστικό, που είναι να απορείς.

Η πάντα αξιόπιστη Karin Viard είναι το μεγάλο όνομα του καστ και η πρωταγωνίστρια, που υποδύεται τη Νικόλ. Είναι η κλασική... Μαίρη Παναγιωταρά – μια εργαζόμενη γυναίκα, μια καλή νοικοκυρά. Πώς καταφέρνει και τα προλαβαίνει όλα; Έλα μου ντε. Κι όταν μένει έγκυος και πρέπει να ξεκουραστεί, πως καταρρέουν τα πάντα; Το σπίτι μένει ατακτοποίητο, ο σύζυγος δεν ξέρει να βάζει μπουγάδα, η κόρη δεν ξέρει πως να φροντίζει την κόρη της, η προγιαγιά κατουριέται επάνω της. Και on top of that, που λέει και ο Δανίκας, η Νικόλ χάνει και τη δουλειά της, που την είχε δώσει στον άντρα της για να δουλεύει εκείνος αντικαθιστώντας την. Αλλά να, ο κακός καπιταλισμός απολύει ανθρώπους (μεγάλη έκπληξη!) και «είναι προτιμότερα από τους οδηγούς αυτοκινήτων τα ηλεκτρονικά διόδια». Το μόνο κοινωνικό σχόλιο που γίνεται στην ταινία, κι αυτό ξώφαλτσο! Όλη η ιδιαιτερότητα της ταινίας εξαντλείται στο τι μπορεί να σημαίνει η εγκυμοσύνη μιας μεσήλικης γυναίκας για την οικογένειά της. Μια γυναίκα, που έχει ερωτικές φαντασιώσεις με τον γυναικολόγο της, τον γιατρό Ευγενή ή Ευγενικό (καταλαβαίνετε για τι βάθος σεναρίου μιλάμε όταν επιλέγεται το συγκεκριμένο ως επίθετο!). Έχει κι άλλα ωραία το σενάριο: πχ το λόγο του συζύγου στην ομάδα κοριτσιών που προπονεί, την ώρα που τα δύο του ενήλικα παιδιά πηγαίνουν να τον βρουν προκειμένου να αποτρέψουν μια απόφαση της Νικόλ (μια απόφαση, που μέχρι τότε την υποστήριζαν!). Το τι... παπαριά βγάζει ο στόμας του ανθρώπου, δεν λέγεται. Ότι να 'ναι. Κρίμα και πάλι κρίμα. Μαθήματα ζωής από τη γιαγιά, ένας θάνατος, έτσι για τη συγκίνηση, ένας γαλλοκαναδός, έτσι για το φολκλόρ (και για ερωτικό αντικείμενο) και το μόνο που μένει είναι η ωραία τοποθεσία όπου γυρίστηκε το φιλμ – έτσι τουλάχιστον φάνηκε σε κάποια πλάνα της ταινίας. Όχι, δεν «λέει» η ταινία...

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου A jamais

Και από το κακό εμπορικό στο αποθεωτικά δήθεν καλλιτεχνικό. Ο Benoît Jacquot είναι ένα αξιοσέβαστο μέλος της γαλλικής κινηματογραφίας κι έχει να επιδείξει σημαντικό έργο πίσω του. Το σινεμά του, όμως, πάντοτε ήταν ιδιοσυγκρασιακό – και συνεχίζει να είναι τέτοιο. Κι όντας πλέον 70 ετών ο άνθρωπος έχει στερέψει από ιδέες. Έτσι, το «Μία για πάντα» (A jamais), η τελευταία του ταινία, μπορεί να προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο επίσημο πρόγραμμα του περασμένου φεστιβάλ Βενετίας, αλλά και στο φεστιβάλ του Τορόντο, μπορεί να βασίζεται στο βιβλίο «Οι χρόνοι του σώματος» (The Body Artist) του Ντον ΝτεΛίλο, δυστυχώς, όμως, κάνει τα εύκολα, δύσκολα...

Η υπόθεση: Ο Ρέι είναι ένας διάσημος σκηνοθέτης του σινεμά. Θα παραβρεθεί στην προβολή μιας ταινίας του με την αγαπημένη του ηθοποιό (με την οποία είναι εραστές), την Ιζαμπέλα. Την ίδια ώρα, στο ίδιο κτίριο, λίγα πατώματα πιο πάνω, η νεαρή Λόρα, μια... performing artist (σαν να λέμε, ηθοποιός, αλλά σε μια πιο ευρεία έννοια) δίνει μια παράσταση. Της... κλέβει το κοινό, όμως, η ταινία του Ρέι. Οι δυο τους θα συναντηθούν. Θα ερωτευθούν. Και θα παντρευτούν, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, παρά το ότι η Ιζαμπέλα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Θα αρχίσουν να ζουν σε ένα υπέροχο σπίτι μπροστά στη θάλασσα. Ένα βράδυ ο Ρέι θα βγει με τη μηχανή του. Δεν θα ξαναγυρίσει ζωντανός. Δυστύχημα; Αυτοκτονία; Η Λόρα μένει μόνη στο σπίτι και θρηνεί. Αλλά σύντομα δεν θα είναι τελείως μόνη. Κάποιος είναι εκεί: ο Ρέι, μέσα από εκείνη και για εκείνη, σαν ένα όνειρο πιο μακρύ και από τη νύχτα, ώστε να μπορέσει η Λόρα να επιβιώσει.

Η άποψή μας: Σε λίγες βδομάδες βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες το «Personal Shopper» του Olivier Assayas, με την οποία η ταινία του Jacquot έχει ομοιότητες. Βασικά, έχει μία (βασική) ομοιότητα: αυτήν κατά την οποία μια γυναίκα έρχεται σε επαφή με φαντάσματα. Κι εδώ σταματούν οι ομοιότητες. Κι αυτό γιατί ενώ ο Assayas ντύνει τις φιλοσοφικές του αναρωτήσεις με μια στοιχειώδη ίντριγκα, ο Jacquot χειρίζεται το όλον εντελώς εσωτερικά, αφήνοντας τον θεατή απ' έξω. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του ΝτεΛίλο για να ξέρω πόσο καλή δουλειά έχει κάνει η πρωταγωνίστρια της ταινίας Julia Roy στη σεναριακή μεταφορά του (ναι, την υπογράφει η ίδια!), πάντως, ως ερμηνεία κινείται σε πολύ μέτρια επίπεδα. Δεν πείθει η ίδια, δεν πείθει το σενάριο, δεν πείθει η σκηνοθεσία. Παραγωγή του εικονικού παραγωγού Paulo Branco η ταινία είναι από αυτές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μέσω διασκευής τίτλου γνωστού τραγουδιού των Bon Jovi: «You give festival movies a bad name»! Ok, η απώλεια, ο θρήνος, η μοναξιά, τα άδεια δωμάτια – και όλο αυτό ντυμένο με καλλιγραφικές εικόνες; Ε, ποτέ!

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Orpheline

Κανονικά, εδώ τώρα θα έπρεπε να γράψω για το «Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ», που είδα το Σάββατο 25 Μαρτίου (η πρώτη από τις δύο ταινίες εκείνης της ημέρας). Όμως, μιας που το κείμενο δεν το ολοκλήρωσα το πρωί της Δευτέρας (όπως είχα υποσχεθεί) αλλά το συνεχίζω την Τρίτη το πρωί (άρα, έχουν προστεθεί και οι ταινίες της Δευτέρας), θα αναφερθώ εδώ τώρα στην ταινία «Σε τέσσερις χρόνους» (Orpheline) του Arnaud des Pallières, μιας που η συγκεκριμένη ταινία είναι να βγει την ερχόμενη Πέμπτη 30 Μαρτίου στις αίθουσες της χώρας μας.

Η υπόθεση: Τέσσερις στιγμές στη ζωή τεσσάρων γυναικείων χαρακτήρων: Μια ενήλικη γυναίκα, που νόμιζε πως βρήκε ασφαλές καταφύγιο μακριά από το παρελθόν της. Μια νεαρή γυναίκα που μετακομίζει στο Παρίσι κι έχει τάση προς την καταστροφή. Μία έφηβη εγκλωβισμένη σε μια ατελείωτη διαδοχή φυγής, ανδρών και ατυχιών, γιατί οτιδήποτε άλλο είναι καλύτερο από την οικογένειά της. Ένα μικρό κορίτσι από την επαρχία, παίζει ένα κρυφτό που μετατρέπεται σε τραγωδία. Σταδιακά, οι χαρακτήρες συναντιούνται για να σχηματίσουν μία ενιαία ηρωίδα...

Η άποψή μας: Ο σκηνοθέτης του πολύ ενδιαφέροντος «Ο θρύλος του Μάικλ Κολχαας» (κι ουχί του Σταύρου Κόλκα, δηλαδή, έλεος κάπου) στην πέμπτη του μεγάλου μήκους ταινία επιχειρεί κάτι πολύ φιλόδοξο. Φτιάχνει το πορτρέτο μιας γυναίκας εξετάζοντας τέσσερις διαφορετικές περιόδους της ζωής της, ξεκινώντας από το φιλμικό τώρα, πηγαίνοντας πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, μέχρι την παιδική ηλικία, για να επιστρέψει στο φιλμικό τώρα. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο σκηνοθέτης (κι έχει τη σημασία του): «Ο θεατής θα αντιληφθεί σύντομα την ιδέα της ταινίας: τέσσερις ηθοποιοί παίζουν τέσσερις περιόδους στη ζωή μιας γυναίκας. Δεν μοιάζουν και πολύ μεταξύ τους. Αλλά γιατί να τις κάναμε ίδιες όταν η κάθε ηλικία διεκδικεί την ταυτότητά της και θέλει να ορίζει τον εαυτό της σε αντίθεση με τον προηγούμενο; Η συνοχή του χαρακτήρα είναι το μόνο που έχει σημασία, η συνέχειά του μέσα από τέσσερις διαφορετικές ηθοποιούς. Σαν την αληθινή ζωή...». Μια χαρά τα λέει ο φίλος μας, με μόνη διαφωνία πως αν ο θεατής μπει στην ταινία χωρίς να έχει διαβάσει οτιδήποτε γι' αυτήν, θα δυσκολευτεί αρχικά να ενώσει τα κομμάτια του παζλ. Το ανάποδο στη χρονική αφήγηση και οι διαφορετικές ηθοποιοί που δεν μοιάζουν μεταξύ τους και παίζουν τον ίδιο ρόλο, δεν βοηθάνε πολύ τον θεατή, για να το θέσουμε κομψά. Ίσα ίσα. Λίγο απρόσεκτος να είναι ο θεατής και θα χαθεί στην αφήγηση. Και θα εκνευριστεί.

Από την άλλη όλο αυτό έχει το ενδιαφέρον του, για αυτόν ακριβώς το λόγο: ο σκηνοθέτης θέλει ο θεατής του να είναι απόλυτα ενεργός, να δώσει όλη του την προσοχή στα επί της οθόνης δρώμενα, να καταλάβει. Ένα επιπλέον βοηθητικό στοιχείο θα σας δώσω κι εγώ: η Gemma Arterton υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στις δύο πρώτες ιστορίες ενώ ο πάντα αγαπητός Sergi Lopez υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στη δεύτερη και την τρίτη ιστορία. Συνολικά λοιπόν, έχουμε να κάνουμε κατά μία έννοια με μια σπονδυλωτή ταινία που αναφέρεται στη ζωή μιας γυναίκας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής της, με ανάποδη αφήγηση. Πώς ήταν το «5 Χ 2» του Ozon για τον γάμο; Ε, κάτι τέτοιο. Σαν ρώσικη κούκλα, σαν μια μπάμπουσκα που καθώς ξεσκεπάζουμε τη μεγαλύτερη κούκλα πέφτουμε πάνω στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη. Εκτός από το πολύ πιτσιρίκι, όλες οι άλλες μορφές αυτής της γυναίκας (που ονομάζεται Kiki μικρή, Karine στην πρώιμη εφηβεία της, Sandra όταν μεγαλώνει και Renée όταν την βλέπουμε στην αρχή και στο φινάλε της ταινίας – άλλο ένα δείγμα... αποπροσανατολισμού!) προσπαθούν ταυτόχρονα να ξεφύγουν από το παρελθόν και τη μοίρα τους ως θηλυκά σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τους άνδρες, χρησιμοποιώντας τον ερωτισμό τους!

Εδώ να κάνω μια προσωπική επισήμανση: μου φαίνεται δύσκολο να βρω στη συγκεκριμένη ταινία τα όρια ανάμεσα στη χειραφέτηση και την εκμετάλλευση. Θέλω να πω, η 13χρονη Karine μοιράζει πίπες σε όποιον βρει, η Sandra γαμιέται με άνδρες και γυναίκες και η Renée μας δείχνει τα βυζιά της – βυζιά μιας εγκύου – με γκρο πλάνα σε κάθε ευκαιρία. Καλοδεχούμενος ο ρεαλισμός και ο ερωτισμός, δεν λέω, αλλά πόσο λεπτή πια είναι η γραμμή που χωρίζει φεμινισμό με αντιφεμινισμό; Δεν ξέρω. Ίσως να είχε δίκιο και η Emma Watson, που αναρωτήθηκε τι σχέση έχουν τα βυζιά με τον φεμινισμό. Και να βγάζω τώρα εγώ μέσω του γραπτού σκέτη πουριτανίλα και δεν το θέλω! Ενδιαφέρουσα ταινία το δίχως άλλο, με ατρόμητες ερμηνείες (κι ας αρχίζει να τυποποιείται επικίνδυνα η Adèle Exarchopoulos σε ρόλους καβλιάρας μεταέφηβης) κι ένα φινάλε που παραπέμπει το δίχως άλλο στο φινάλε μίας από τις ιστορίες του «Δεκαπενταύγουστου» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, με τον δικό μας να έχει κάνει πολύ καλύτερη δουλειά, εντάξει; Φινάλε που υποδεικνύει πως η πραγματική λύτρωση και η πραγματική ελευθερία έρχεται μόνον εφόσον κάποιος έχει πληρώσει για τις αμαρτίες του. Ισχύει; Χμ... (σημείωση: το κείμενο θα υπαχθεί σε επεξεργασία όταν δημοσιευτεί αυτόνομα την ερχόμενη Πέμπτη).

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Rock'n Roll

Τελευταία ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε εδώ, είναι κι εκείνη που μας άρεσε περισσότερο, κι ας έχει κι αυτή τα θέματά της. Μιλάμε για το «Αχ αυτά τα σαράντα» (Rock'n Roll), πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο ηθοποιός Guillaume Canet. Μια ταινία, που έχει ως στόχο να αποδομήσει τον ίδιο ως ηθοποιό, ως σταρ, ως άνδρα που μεγαλώνει...

Η υπόθεση: O 43χρονος Guillaume Canet έχει τα πάντα για να είναι ευτυχισμένος. Πετυχημένος ηθοποιός, ζει μαζί με την πανέμορφη κι εξίσου πετυχημένη ηθοποιό Marion Cotillard και το παιδάκι τους και ασχολείται με το αγαπημένο του σπορ, που είναι η ιππασία. Ωστόσο, ο εγωισμός του και κυρίως η ματαιοδοξία του θίγονται όταν μια νεαρή δημοσιογράφος που τον παίρνει συνέντευξη, του μιλάει μονάχα για τους νεαρώτερους συναδέλφους του, Pierre Niney και Gaspard Ulliel ως την ανερχόμενη γενιά και ως sex symbols. Η Camille, μια νεαρή 20χρονη ηθοποιός με την οποία γυρίζει μια ταινία, θα του υπενθυμίζει επίσης επίμονα την ηλικία του. Για τον Canet, αυτή η περίοδος είναι περίοδος ενδοσκόπησης και ο ίδιος αρχίζει να φέρεται παράξενα δυσαρεστώντας τη γυναίκα του και τους δικούς του. Μέχρι πού θα φτάσει όλο αυτό;

Η άποψή μας: Χρειάζεται πολύ θάρρος για να χρησιμοποιήσεις την κινηματογραφική κάμερα ως καθρέφτη και να βάλεις μπροστά της τον εαυτό σου: να καταγράψεις τη ζωή σου ως ντοκιμαντέρ και ως μυθοπλασία ταυτόχρονα! Ο Canet ψυχαναλύεται μπροστά στα μάτια μας και δεν χαρίζεται σε κανέναν και κυρίως στον εαυτό του! Κατακρίνει τη ματαιοδοξία του σε μια ταινία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η αποθέωση της ματαιοδοξίας! Κι όλο αυτό το κάνει με πολύ, πολύ χιούμορ. Υπάρχουν σκηνές στην ταινία που γελάς πάρα πολύ και δυνατά. Ο Canet χαλιέται που τον περνάνε για ξενέρωτο. Χαλιέται που δεν βγαίνει με τους φίλους του. Χαλιέται που υποδύεται ρόλους πατεράδων αντί εραστών. Χαλιέται που η νεαρή συμπρωταγωνίστριά του δεν τον βλέπει ερωτικά. Χαλιέται που τον κοροϊδεύουν για την ενασχόλησή του με τα άλογα. Χαλιέται που δεν είναι πλέον rock'n roll, όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας. Βεβαίως, μπορεί ποτέ να μην ήταν rock'n roll, αλλά αυτό το προσπερνάμε... Ο Canet μπαίνει στα άδυτα (χμ...) της κινηματογραφικής βιομηχανίας made in France και τα χώνει γενικώς! Κάθε του προσπάθεια να «βγει» πιο cool στέφεται με μεγαλύτερη αποτυχία από την προηγούμενη! Στα γυρίσματα της ταινίας που γυρίζει μέσα στην ταινία, κάνει παλαβομάρες και οι υπόλοιποι δεν μπορούν να τον ανεχθούν. Ζητάει βοήθεια από τον κολλητό του, Gilles Lellouche, λες και αυτό που έχει ο Gilles και δεν έχει ο ίδιος, μπορεί να διδαχθεί, να μεταδοθεί, να μπολιαστεί. Πηγαίνει στον θεό Johnny Hallyday (του οποίου η νεαρότατη και ομορφότατη σύντροφος προσπαθεί να του κόψει το τσιγάρο για την υγεία του κι εκείνος καπνίζει μπάφους!) και του... κόβεται η μαγκιά! Πηγαίνει για κάστινγκ στον Ben Foster που ψάχνει νεαρό Γάλλο ηθοποιό, που να μιλάει καλά αγγλικά, και εξευτελίζεται! Πηγαίνει στο γραφείο παραγωγής και τους βγάζει όλους έξω φρενών – είναι η σκηνή με την οποία γελάσαμε περισσότερο! Και η Marion είναι τρελαμένη με το να προσπαθεί να μάθει γαλλικά του Κεμπέκ, προκειμένου να λάβει μέρος στη νέα ταινία του Javier Dollan! Χαμός!

Το θάρρος του μάλιστα είναι τόσο μεγάλο που όσο πλησιάζει στο τέλος η ταινία τόσο περισσότερο... ξεφεύγει! Η υποκριτική, μάλλον το πλέον ναρκισσιστικό από όλα τα επαγγέλματα του κόσμου, επιζητεί τη μόνιμη νεότητα. Σαν τον Δράκουλα ένα πράγμα. Και ο Canet βλέποντας μέσα από παραμορφωτικό φακό προφανώς, λέει, πως για την επίτευξη της αιώνιας νεότητας ο ίδιος και οι συνάδελφοί του προχωρούν σε συμφωνίες με το διάβολο. Που στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να είναι ένας γκουρού που σου κάνει... μπότοξ. Εκεί, λοιπόν, στο τελευταίο 20λεπτο, εκεί όπου ο ηθοποιός έχει χάσει πλέον την εικόνα του εαυτού του, εκεί η ταινία αγγίζει την υστερία. Ας είναι. Μας έχει δώσει προηγουμένως απίστευτα πολλά πράγματα για να γελάσουμε. Με τα χάλια των ηθοποιών. Και γιατί όχι, με τα δικά μας...
Θοδωρής Γιαχουστίδης

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Live