Η νύμφη του νερού (Undine) Poster ΠόστερΗ νύμφη του νερού
του Christian Petzold. Με τους Paula Beer, Franz Rogowski, Maryam Zaree, Jacob Matschenz, Anne Ratte-Polle.


Δαιμονία Νύμφη
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Έρωτας μέχρι... θανάτου

Αυτή είναι η ένατη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 14 Σεπτεμβρίου του 1960 στην πόλη Χίλντεν της Γερμανίας Christian Petzold. Η έως τώρα φιλμογραφία του έχει ως εξής: «Μια ασυνήθιστη κατάσταση» (Die innere Sicherheit/ The State I Am In, 2000), «Wolfsburg» (2003), «Gespenster» (Ghosts, 2005), «Yella» (2007), «Όνειρα απατηλά» (Jerichow, 2008), Barbara (2012), «Το τραγούδι του φοίνικα» (Phoenix, 2014), Transit (2018) και τώρα «Η νύμφη του νερού» (Undine, 2020). Από αυτές τις εννιά ταινίες: α) οχτώ έχουν ως τίτλο μια λέξη, β) τρεις έχουν το όνομα μιας γυναίκας ως τίτλο (Yella, Barbara, Undine) και γ) στις πέντε από αυτές, πρωταγωνιστεί η Nina Hoss. Στις δύο τελευταίες του ταινίες εμπιστεύτηκε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στο δίδυμο Paula Beer και Franz Rogowski.

Η νύμφη του νερού (Undine) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία Undine έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2020, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα (κι αυτή είναι η πέμπτη συνολικά ταινία του που συμμετείχε στο διαγωνιστικό της Berlinale), κερδίζοντας την Αργυρή Άρκτο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας για την Paula Beer και το βραβείο της FIPRESCI για το συγκεκριμένο τμήμα. Η πανελλήνια πρεμιέρα του φιλμ έγινε στο περσινό φεστιβάλ κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας», όπου προβλήθηκε ως ταινία λήξης.

Η υπόθεση: Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, η Ουντίνε είναι μια νύμφη του νερού. Ο έρωτάς της με έναν θνητό, της επιτρέπει να έχει ανθρώπινη μορφή. Όταν όμως εκείνος την εγκαταλείπει για κάποια άλλη, θα πρέπει να τον σκοτώσει και να επιστρέψει στο νερό, όπου ανήκει... Η Ουντίνε είναι μια 25χρονη νεαρή και όμορφη κοπέλα, η οποία είναι ιστορικός κι εργάζεται κάνοντας ξεναγήσεις σχετικά με την αστική ανάπτυξη του Βερολίνου, σε ένα από τα μουσεία της γερμανικής πρωτεύουσας. Έχει σχέση με τον Γιοχάνες, ο οποίος όμως της ζητάει να χωρίσουν. Αν ακολουθούσε τις επιταγές του μύθου, θα έπαιρνε εκδίκηση από τον Γιοχάνες και θα τον σκότωνε. 

Όμως, η Ουντίνε αψηφά τον μύθο. Δεν θέλει να επιστρέψει στην κατάρα, στη λίμνη, μέσα στο δάσος. Δεν θέλει να φύγει. Θέλει να αγαπήσει. Έτσι, γνωρίζει κάποιον άλλον. Έτσι, γνωρίζει τον Κρίστοφ, ο οποίος δουλεύει ως βιομηχανικός δύτης. Ο έρωτάς τους θα είναι δυνατός και θυελλώδης. Το παρελθόν, όμως, παραμονεύει.

Η άποψή μας: Είναι ιδιοσυγκρασιακός σκηνοθέτης ο Christian Petzold. Είναι ιδιαίτερος και ξεχωριστός. Με τούτη την ταινία συνεχίζει τον μοναχικό του δρόμο. Δεν φτάνει τις επιδόσεις προηγούμενων δημιουργιών του, δεν μπορείς όμως παρά να παραδοθείς στη μαγεία του σκηνοθετικού του αγγίγματος. Έχει έναν τρόπο να σε συνεπαίρνει ακόμα και με τις πιο... μπανάλ συνθήκες. Δηλαδή, πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει η αστική εξέλιξη του Βερολίνου ως subplot, που παρουσιάζεται ως διάλεξη, σαν να παρακολουθούμε ντοκιμαντέρ μέσα στην ταινία μυθοπλασίας; Η απάντηση: πολύ μεγάλο! Ακούς την (υπέροχη) Paula Beer να αναλύει από την (σλάβικης προέλευσης πιθανότατα) ονομασία του Βερολίνου μέχρι τις διαφορές των επιμέρους τομέων της ξεχωριστής αυτής πόλης που επί δεκαετίες ήταν διαιρεμένη στα τέσσερα (!!!) και παρακολουθείς υπνωτισμένος! 

Μετά από καιρό ο Petzold τοποθετεί την ιστορία που παρουσιάζει στο σήμερα κι όχι στο παρελθόν. Συνεχίζει όμως να δημιουργεί αυτό το ξεχωριστό μπλεντ ρεαλισμού και φαντασίας, σαν να είναι το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Η Ουντίνε είναι μια σύγχρονη γυναίκα. Είναι όμως και η... νύμφη του μύθου. Η απειλή που εκτοξεύει προς τον Γιοχάνες, όταν εκείνος της λέει να χωρίσουν, είναι «αληθινή». Είναι η κατάρα της: μπορεί να ζει στο σήμερα αλλά το παρελθόν της, αυτό το αρχαϊκό κομμάτι μέσα της, είναι κάτι από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει. Όταν γνωρίζει τον Κρίστοφ, η κατάρα ξεχνιέται. Τους ενώνει το νερό. Από την πρώτη στιγμή που γνωρίζονται – η σκηνή με το σπάσιμο του ενυδρείου είναι απλά καταπληκτική – το νερό παίζει βασικό ρόλο στη σχέση τους. 

Ναι, είναι αυτό που τους ενώνει. Είναι όμως κι αυτό που τους χωρίζει. Αρχικά, ο Κρίστοφ θα βγάλει κομμάτια σπασμένου γυαλιού από το κορμί της Ουντίνε, στην πρώτη τους κοινή υδάτινη εμπειρία. Στη δεύτερη, όπου η Ουντίνε θα παρασυρθεί και θα μπερδευτεί ανάμεσα στην ανθρώπινη υπόστασή της και τη μυθική, κινδυνεύοντας να πνιγεί, θα της δώσει το φιλί της ζωής, κάνοντάς της καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση, στο ρυθμό του «Stayin' alive» των Bee Gees (και κοίτα να δεις, δεύτερη φορά στη φετινή σεζόν που κάποιος σώζει κάποιον άλλον στο ρυθμό τραγουδιού – στο «Titane» μην ξεχνάμε πως ήταν το «Macarena»). Στην τρίτη, ο καθένας πλέον θα έχει επιλέξει το habitat του. Προηγουμένως, η Ουντίνε θα έχει εκπληρώσει το (μοιραίο) κάρμα της, πραγματώνοντας την «προφητεία» και ο Κρίστοφ θα φτάσει λίγο πριν το επέκεινα, όταν μια υποβρύχια εργασία πάει στραβά. Ναι, είναι ερωτευμένοι, απόλυτα, ναι, ο Κρίστοφ θα φωνάξει «Ουντίνε» ωσάν νέος Κοβάλσκι που φωνάζει «Στέλλα» από το «Λεωφορείον ο Πόθος», αλλά... το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. 

Ως θεατής, πρέπει λίγο να μπεις στο παιχνίδι για να το απολαύσεις όλο αυτό. Λίγο να αφήσεις τις άμυνές σου χαλαρές. Λίγο να πάρεις τα πράγματα ως παραμύθι, ως όνειρο (δεν είναι τυχαίο ότι βλέπουμε και τους δύο πρωταγωνιστές να κοιμούνται κατά τη διάρκεια της ημέρας). Αν μπορούσε ο σκηνοθέτης να διατηρήσει την ισορροπία μέχρι τέλους και να μην τη χαλάσει με τη δυστοκία του φινάλε, θα μιλούσαμε για ένα αριστούργημα. Κι έτσι όμως έχουμε μια ταινία απολύτως σημαντική, που λειτουργεί ως βάλσαμο στο μεγαλύτερο μέρος της για τα ταλαιπωρημένα ματάκια μας. Το ζευγάρι Beer - Rogowski συμβάλλουν τα μάλα στο να λειτουργήσει το όλον. Και το τεράστιο γατόψαρο θα συνεχίσει να κόβει βόλτες στα νερά κοντά στο Βερολίνο. Ή μπορεί και όχι...

Η νύμφη του νερού (Undine) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Νοεμβρίου 2021 από την AMA Films!
Περισσότερα... »

Ghostbusters: Legacy (Ghostbusters: Afterlife) Poster ΠόστερGhostbusters: Legacy
του Jason Reitman. Με τους Carrie Coon, Finn Wolfhard, Mckenna Grace, Paul Rudd, Logan Kim, Celeste O'Connor, Bill Murray, Dan Aykroyd, Ernie Hudson, Annie Potts, Sigourney Weaver, Bokeem Woodbine, Marlon Kazadi, Sydney Mae Diaz, Tracy Letts, Josh Gad, J. K. Simmons, Olivia Wilde.

If there's something strange...
του zerVo (@moviesltd)

Ουδέποτε η περίπτωση των Ghostbusters έπαιξε ψηλά στις προτιμήσεις του εγχώριου σινεφίλ κοινού. Ούτε καν σε εκείνη την πρώτη τους φορά, στο μακρινό 1984, όταν είχε προηγηθεί της προβολής μια καταιγίδα προμοταρίσματος, με τις σούπερ ειδικές αναφορές στα σπέσιαλ εφέ του φιλμ, ενόσω το τραγουδάκι του θρυλικού Ray Parker έπαιζε σε όλα τα ραδιόφωνα. Το κοινό δεν υπέκυψε ούτε στην φαντασμαγορία της εικόνας, ούτε στην μεταφυσικότητα του θέματος, ούτε στο χιούμορ που το καρτερούσε σημαντικά περισσότερο. Το ίδιο φυσικά συνέβη με τα, πολύ πιο χλιαρά του ορίτζιναλ, σίκουελς, με τον θρύλο να παραμένει ζωντανός μεν, όχι όμως στον δικό μας τόπο. Μια παγωνιά που ίσχυσε επίσης και στην προ πενταετίας (τραγική) female εκδοχή της πασίγνωστης ιστορίας, που όπως ήλθε έτσι κι έφυγε. Έλα όμως που η περίπτωση του Ghostbusters: Legacy είναι κάτι κομματάκι διαφορετικότερο, από ότι νομίσαμε όταν ανακοινώθηκε...

Ghostbusters: Legacy (Ghostbusters: Afterlife) Quad Poster
Έχοντας αποτραβηχτεί από τον πολύβουο κόσμο εδώ και καιρό, παλεύοντας με τους δικούς τους δαίμονες, όπως πιστεύει ο περισσότερος ορθολογικός κόσμος, στην υπερβολικά ήσυχη κωμόπολη του Σάμερβιλ, κάπου στις άκριες της Οκλαχόμα, ο βετεράνος, όσο και διαβόητος, κυνηγός στοιχειών, Έγκον Σπένγκλερ, θα φύγει απρόσμενα από την ζωή. Η απομακρυσμένη θυγατέρα του Κάλι, μοναχική μητέρα δύο παιδιών στην εφηβεία, του έξυπνου και ευρηματικού Τρέβορ και της μελετηρής σε κάθετι επιστημονικό Φίμπι, αντιμετωπίζοντας αμέτρητα οικονομικά ζόρια, θα αποφασίσει να μετακομίσει από την μεγαλούπολη στο σπίτι του, όχι και τόσο συμπαθή, απελθόντα γονιού της. Πιστεύοντας πως αυτή η παροχή της οικίας, είναι η μοναδική χάρη που έπραξε υπέρ της, από τον καιρό που την παράτησε παιδούλα, για να ασχοληθεί με την καταδιωκτική μανία του.

Από τις πρώτες κιόλας στιγμές στην ξύλινη, φτωχική καλύβα, που κάθε της τοίχος κρύβει αμέτρητα μυστικά, η μικρούλα Φίμπι θα αντιληφθεί πως κάτι παράξενο συμβαίνει. Αίσθηση που θα της σχηματιστεί για ολάκερη την νέα της γειτονιά, που εκτείνεται ίσαμε το παλιό κι εγκαταλελειμμένο ορυχείο και που θα την επιβεβαιώσει ο συνομήλικος, καινούργιος της κολλητός Πόντκαστ. Μια αδικαιολόγητη σεισμική δραστηριότητα, θα αποτελέσει την αφορμή τα δυο παιδιά, συνοδευόμενα από τον γεμάτο ερωτηματικά και απορίες δάσκαλο τους, Κύριο Γκρούμπερσον, να αναζητήσουν την άκρη του νήματος...

Και ω του θαύματος! Όλα εκείνα τα μικρά, μεγάλα, χοντρά, αδύνατα, φατσουλίστικα ή και τρομακτικά φαντάσματα, που μια φορά κι έναν καιρό είχα απειλήσει την ακεραιότητα ολόκληρου του Μανχάταν, έχουν μετοικήσει κι εκείνα στην περιφέρεια και απειλούν να κάνουν το σε πλήρη νηνεμία Σάμερβιλ, γης μαδιάμ! Κι αν μια χούφτα ανήλικοι, φαντάζουν όχι και ιδιαίτερα έτοιμοι να κοντράρουν το σιχαμερό πνεύμα του βεελζεβούλη Γκόζερ και των πρωτοπαλίκαρών του δαιμόνων, Κλειδοκράτορα και Φρουρού της Πύλης, αρκεί και μόνο μια φράση για να συσπειρώσει γύρω τους, σύσσωμη την ηλικιωμένη (και βάλε) ομάδα κρούσης: Who you gonna call?

Το ύφος αυτού εδώ του τσάπτερ, που και βέβαια μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα, συνεχίζοντας συνάμα πιστότατο στο τάιμλάιν της υπόθεσης, ξεφεύγει κάπως από εκείνο το φανφαρόνικο, το μεγαλουπολίστικο, το μεγάλου χαμού στις κορφές των ουρανοξυστών του Μπιγκ Απλ. Το ταξίδι έχει προορισμό έναν άσημο τοπάκο, καθ εικόνα και ομοίωση εκεινού στο Back To The Future, που μπορεί μάλιστα να είναι τωρινός, οι συνήθειες του μάλλον προς παλιότερες εποχές κατευθύνουν. Σχολειά με τηλεόραση λυχνίας στην τάξη, που προβάλει μόνιμα, σαν μάθημα, Kujo και Bride Of Chucky, σινεμάδες με πινακίδες μάνιουαλ, φαστ φουντ με σερβιτόρες πάνω σε ρόλερ. Η νοσταλγία καλά κρατεί σαν βάση της αφήγησης, το ζόρι ξεκινά όταν θα πρέπει το στόρι να μας αφηγηθεί και κάτι διαφορετικότερο από τα προηγούμενα.

Κι εκεί υπάρχει η εμπνευσμένη εναλλαγή, που δεν έχει να κάνει φυσικά με την πλοκή που είναι σχεδόν κόπι πέιστ, αλλά με τους διώκτες των απαίσιων μεταφυσικών πλασμάτων, που η ηλικία του μεγαλύτερου δεν ξεπερνά τα 18 χρόνια. Ανανέωση, υπό την αιγίδα των τριών ζωντανών σωματοφυλάκων (Aycroyd, Murray, Hudson) οι οποίοι μετά χαράς πράττουν το καθήκον τους, εμφανιζόμενοι στο εκράν στο φινάλε, αποτίνοντας φόρο τιμής στην μαρκίζα που εκτόξευσε στα ουράνια την σταρική φήμη τους. Ατυχώς ο τέταρτος, ο πιο προφέσορας της κομπανίας, Ramis, δεν βρίσκεται στην ζωή, αλλά με μια όμορφη ολογραφική σκέψη, μοστράρει κι εκείνος, υπό την φόρμα του φαντάσματος. Του καλού φαντάσματος. Δεν είναι όλα τους δαιμονικά ε?

Συνέπεια τούτου είναι στην εκπνοή τα πάντα να καταλαγιάζουν, από την ορμή των κατακερματισμένων ghosts μέχρι τα αρνητικά συναισθήματα των πρωταγωνιστών, ειδικά εκείνα της μαμάς του στόρι, που την υποδύεται η αξιοπρεπέστατη Carrie Coon, συνθέτοντας με τον Paul Rudd, το μεσήλικο ντουέτο του Afterlife. Η μεγάλη έκπληξη πάντως ακούει στο όνομα Mckenna Grace, η παιδούλα δηλαδή που αποδίδει την χρισμένη από τον παππού της, ως συνεχίστρια του έργου του, νέρντι εγγόνα Σπάνγκλερ. Εκτιμώ πως πάνω της θα δομήσουν, αν το επιθυμήσουν οι διοργανωτές την όποια συνέχεια του μύθου...

Προς το παρόν πατήρ, Ivan και υιός, Jason Reitman, ήδη πήραν το αίμα τους πίσω, από όσους θεώρησαν το σίριαλ ξοφλημένο, μετά την φλόπα, υπογραφής και βασικής υπαιτιότητας Paul Feig. Το πρότζεκτ Ghostbusters δηλώνει πολύ σκληρό για να πεθάνει, φυσικά μη αλλάζοντας θεματική ρότα, αλλά προσαρμόζοντας την ύπαρξη του, λιγότερο στο εφέ και περισσότερο στο φίλινγκ, βάζοντας στο παιχνίδι το ύφος, των πρώτων, ιδιαίτερα πιασάρικων, παραγωγών του Spielberg. Η τριλογία ολοκληρώθηκε κατά πως θα έπρεπε, το ομάζ στον Harold γράφηκε, έστω και με καθυστέρηση, στους τίτλους λήξης, ένα αίσθημα αναγέννησης το νιώσαμε σίγουρα, πρόβλεψη μου είναι πως το "if there's something strange", θα ξανακουστεί στις αίθουσες στο μέλλον.

Ghostbusters: Legacy (Ghostbusters: Afterlife) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Δεκεμβρίου 2021 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Ο Οίκος Gucci (House Of Gucci) Poster ΠόστερThe Hand Of God
του Paolo Sorrentino. Με τους Filippo Scotti, Toni Servillo, Teresa Saponangelo, Marlon Joubert, Luisa Ranieri, Renato Carpentieri.

Παιδιά ενός Παρτενοπέι Θεού
του zerVo (@moviesltd)

Προ πολλών δεκαετιών, την εποχή που υπηρετούσα την στρατιωτική μου θητεία, επί διετίας στην λατρεμένη μου Λεβεντογέννα, είχα παρατηρήσει σε πολλούς τοίχους της μεγαλούπολης, γραμμένη με τεράστια θαλασσί γράμματα την λέξη Ν.Α.ΠΟ.Λ.Η. Έτσι ακριβώς με τελείες στην μέση. Μου είχε κάνει εντύπωση το γεγονός, σε σημείο που να ρωτώ τους ντόπιους τι σημαίνει αυτή η ανάρτηση, ώσπου κάποιος γνώστης μου εξήγησε το φαινόμενο. Νέα Αλικαρνασσός ΠΟδοσφαιρική Λέσχη Ηρακλείου εννοεί, μια ομάδα μικρότατη και ανεξάρτητη είναι, που λατρεύει τον σύλλογο όπου μεγαλούργησε ο Μαραντόνα και έχει το ίδιο όνομα, τα ίδια χρώματα, το ίδιο έμβλημα. Καταπληκτικό ε? Και πόσο αφιερωματικό σε έναν από τους λιγοστούς, μετρημένους στα δάκτυλα του ενός χεριού, θεόσταλτους που έχουν υπάρξει...

Ο Οίκος Gucci (House Of Gucci) Quad Poster
Καλοκαίρι του 84', Νάπολη. Απόλυτα ευτυχισμένος, μέσα στην λιτή, εφηβική του καθημερινότητα είναι ο 17χρονος Φαμπιέτο. Ευχαρίστηση που προκύπτει μέσα από την ολοήμερη συνεύρεση με τα λατρεμένα του πρόσωπα, την καλοσυνάτη και γελαστή, όπως και πρώτη στις φάρσες και τα ανέκδοτα μάνα, τον εργαζόμενο στην καπιταλιστική τράπεζα, μα αντιδιαμετρικά σκεπτόμενο ως κομουνιστή, διαρκώς κεφάτο, αλλά και μπερμπάντη, πατέρα, τον μεγαλύτερο, ονειροπόλο αδελφό, που αισιοδοξεί πως κάποια στιγμή θα ακολουθήσει καριέρα τρανού ηθοποιού. Αλλά και ολάκερη την υπόλοιπη πολυμελή φαμίλια Σκίζα, που ανά τακτά διαστήματα συγκεντρώνεται σε πολύωρες συνάξεις, γεμάτες κουβεντολόι, αστεία και κουτσομπολιό.

Το θερμόμετρο της αγαλλίασης του νεαρού, αναμένεται πολύ σύντομα να κτυπήσει κόκκινο, καθώς ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του πλανήτη, το 10 το καλό της Αρχεντίνας και της Μπαρτσελόνα, ο δοξασμένος Ντιέγκο, αναμένεται να πει το πολυπόθητο ναι και να υπογράψει την μετεγγραφή του, στον ξεπεσμένο και δευτεράντζα σύλλογο του Ιταλιάνικου Νότου. Κάτι που φαντάζει απίθανο, από την στιγμή που η όμορφη, παραθαλάσσια πόλη μαστίζεται από αβάσταχτη φτώχεια και ατιμώρητη εγκληματικότητα, μην αφήνοντας παράθυρα ανοιχτά για να ελπίζει κανείς σε τέτοια δοξασμένα μεγαλεία. Κι όμως...

Είναι εκείνος ο Ιούνιος, λοιπόν, που όρισε την απαρχή δήλωσης της ύπαρξης και του παρόντος, της βουτηγμένης στην απόγνωση και την ανέχεια, κάτω ζώνης της γειτονικής μας, Απέννινας μπότας, που υστερεί κραυγαλέα σε προνόμια και κοινωνικές παροχές από τον ζάπλουτο βορρά. Κι όμως οι μαθημένοι στα λίγα ναπολιτάνοι, θαρρούν αρκετό λίγο κρασί και πέντε φρούτα, για να στήσουν το δικό τους πανηγύρι, σιμά στην ακροθαλασσιά. Η μπόλικη σε πλήθος και ορεξάτη να μην αφήσει το παραμικρό ασχολίαστο, παρέα, είναι εκείνη που θα βάλει τις βάσεις του γλεντιού. Αγάπη - και γκρίνια - να υπάρχει και όλα τα άλλα, ας τα έχουν οι προύχοντες.

Έλα όμως που η μοίρα κάτι τέτοια λιτοδίαιτα, έξω καρδιά κέφια δεν τα γουστάρει, τα ζηλεύει, τα φθονεί και τα νομίζει κόντρα τέμπου, στις δυσμενείς ορμές της. Και ξέρει πολύ καλά πως να κτυπήσει την κατάλληλη στιγμή, μεταλλάσσοντας την φιέστα σε θρήνο, το τραγούδι σε μοιρολόγι, την ελάχιστων παράδων, μακρινή από χλιδές και φανφάρες αγαπησιάρα σύναξη, σε βουρκωμένη από την απώλεια μαυροφορεσιά. Την αντέχεις αυτή την ζωή, όταν έστω και με τα λίγα είχες νιώσει τόση ευτυχία? Μπορείς να την συνεχίσεις ή μέσα στην σαστιμάρα σου, θα επιδιώξεις να βάλεις τελεία στα πάντα, ζητώντας γυρισμό στο πολύχρωμο χθες.

Με αυτό τον γνώμονα πορεύεται δημιουργικά, για να κτίσει το θέμα της καινούργιας του ταινίας ο πολυβραβευμένος Paolo Sorrentino, παρουσιάζοντας δραματουργικά, όσα, προφανώς, ο ίδιος βίωσε στην ναπολιτάνικη νιότη του, προτού πάρει την απόφαση να μεταβεί στην, πολύ περισσότερων ευκαιριών και δράσεων πρωτεύουσα. Μια νιότη ανέμελη, απροβλημάτιστη, φουλ στην λατρεία για κάθε ιερό, όπως η οικογένεια και η ομάδα, παραμυθένια ακόμη κι αν έλειπαν σχεδόν τα πάντα. Διαρκώς στο σπιτικό βασίλευε το χαμόγελο, άσχετα αν το μεσογειακό μπρίο, ξέρει πολύ καλά να μιξάρει το καθετί χαρούμενο με την μίρλα, την παραξενιά, την ύβρι, ακόμη και την πιθανή έκρηξη βίας. Στην Μπέλα Νάπολη όλα συγχωρούνται. Τώρα που ο Ο Μίο Ντίο φορά τα γαλανά, με το Ν στο στήθος και το δέκα στην πλάτη...

Διπλής όψης, όπως συνήθως η αφήγηση του ρετζίστα, που επεξεργάζεται με μαεστρία τα άκρα, με την μέθοδο που άριστα γνωρίζει. Χαρά και θλίψη, ρεαλισμός και φαντασία, αθωότητα και πειρασμός, ζωή - φυσικά - και θάνατος. Αφήνοντας κατά μέρος την συνήθη καλλιτεχνική αρτιότητα της εικόνας, στοιχείο που λήγει άμεσα στην εισαγωγική σεκάνς, αποφασίζει να ρίξει πιότερο νοιάξιμο στην ψυχή και την καρδιά, την ειλικρίνεια και το πάθος. Το πρώτο ημιχρόνιο, η μπάλα παίζεται σε γήπεδο διασκεδαστικό, κωμικό, ενίοτε και σπαρταριστό, ενόσω η συντροφιά με όπλο της την ακατάσχετη αλεγκρία, στήνει με όσο πιο αληθινό τρόπο υπάρχει, την νοτιοευρωπαία ηθογραφία. Η επανάληψη μουνταίνει, τα σύννεφα σκεπάζουν τον βασικό ήρωα, το χαμόγελο σβήνει από τα χείλη, ο νους ταξιδεύει διαρκώς στις πρότερες ώρες, αναζητώντας το τρυπάνι εκείνο που θα ανοίξει την οπή στον τοίχο για την διαφυγή. Σινεμάς αποκαλείται. Αυτή είναι η απόδραση από το τρισαλί, σε αυτή την διαδρομή θα πορευτώ και μέσα από τα πλάνα που θα γεμίσω το εκράν, υποκαθιστώντας το θλιμμένο απόψε. Φανταστικό!

Ο μαξιμαλισμός έπεται, είναι η ώρα της ψυχής. Η κάμερα, καρφωμένη στα μάτια του πιτσιρικά Φαμπιέ (ήρεμη δύναμη ο ταλαντούχος Filippo Scotti) τραβά διαρκώς καρτ ποστάλ αναμνηστικές που αποτυπώνονται σαν τατουάζ στο κορμί του. Το χάδι της αγαπησιάρας μητέρας κι οι νουθεσίες του ριζοσπάστη μπαμπά (λατρεία για το ζεύγος Servillo / Saponangelo), τα τσουγκρίσματα με το μεγαλύτερο καρντάσι, οι κόντρες με το σόι, ο κρυφός έρωτας για την εκρηκτική θεία (αληθινός Βεζούβιος η Luisa Ranieri), το ξεπαρθένιασμα από την ηλικιωμένη κοντέσα του πάνω διαμερίσματος, οι παραινέσεις του μέντορα Καπουάνο. Το μπουκ, τιγκάρει με όλες εκείνες τις νοσταλγικές θύμισες, γεμίζει ασφυκτικά και φτιάχνει την κληρονομιά του εκκολαπτόμενου κινηματογραφιστή, την παράδοση του.

Σαφώς η πιο προσωπική στιγμή μέχρι ώρας του Sorrentino, είναι μια καλλιγραφική εξομολόγηση ζωής, με σκηνικό την ταπεινωμένη κοινωνικά πατρίδα του, που όμως δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα κάνει την στάση της και θα το υψώσει στον πεντακάθαρο ναπολιτάνο ουρανό το καμπιονάτο. Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο φαντάζει ψέμα, ονείρωξη, σενάριο, είναι πιθανόν κάποια βολά να πραγματώσει και τότε ο βούθουλας θα σηκώσει περήφανα τις θριαμβευτικές του παντιέρες. Ο Θεός άλλωστε, κοντοπίθαρος, εριστικός και παρτιζάνος, είναι και θα είναι, πάντα με το μέρος μας. Με τους Παρτενοπέι...

Ο Οίκος Gucci (House Of Gucci) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Δεκεμβρίου 2021 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Η Γαλλική Αποστολή (The French Dispatch) Poster ΠόστερΗ Γαλλική Αποστολή
του Wes Anderson. Με τους Benicio del Toro, Adrien Brody, Tilda Swinton, Léa Seydoux, Frances McDormand, Timothée Chalamet, Lyna Khoudri, Jeffrey Wright, Mathieu Amalric, Stephen Park, Bill Murray, Owen Wilson, Elisabeth Moss, Edward Norton, Willem Dafoe, Lois Smith, Saoirse Ronan, Christoph Waltz, Cécile de France, Guillaume Gallienne, Jason Schwartzman, Tony Revolori, Rupert Friend, Henry Winkler, Bob Balaban και Hippolyte Girardot.


Γαργαντούας
του gaRis (@takisgaris)

Εν αρχή ήσαν τρεις Andersons: O Paul W. S. Anderson, της Resident Evil δόξης και δατς ιτ. O Paul Thomas Anderson (για τους φίλους PTA), οχτώ φορές υποψήφιος για όσκαρ, δημιουργός της σημαντικότερης ταινίας του 21ου αιώνα (There Will Be Blood, 2007) και πανθομολόγητα προσωπικό μου πουλέν. Και υπάρχει ο Wes Anderson, επτάκις οσκαρικός υποψήφιος, μια κατηγορία μόνος του, πορφυρογέννητος του χολυγουντιανού cineaste οικοσυστήματος. Τι να πρωτοθυμηθώ: Εξίσου cineρπαστικός για τα όρη Rushmore, The Royal Tenenbaums, Moonrise Kingdom, The Grand Budapest Hotel όσο και για τις μαξιμαλιστικές κοιλάδες του The Life Aquatic with Steve Zissou, The Darjeeling Ltd και τωραδά το The French Dispatch. Ως ανιμέητορ τολμώ να υποστηρίξω πως ο εκπάγλου αισθητικής Ουές δείχνει αποτελεσματικότερος, με απτές αποδείξεις τα The Fantastic Mr. Fox και The Isle of Dogs.

Η Γαλλική Αποστολή (The French Dispatch) Quad Poster
Μη βιαζού, δεν είναι φόλα το The French Dispatch. Είναι κάτι σα το χαβιάρι. Αν είναι ενταγμένο στην παλέτα του ουρανίσκου σου, η ποιότητα κρίνεται πιότερο στις αποχρώσεις. Αν πάλε δε το γουλάρεις, τρέχα μακριά. Και για γενώ έτι προκλητικότερος: Τόλμα αν σου βαστά να απορρίψεις το σινεμά του ιδιοσυγκρασιακού Τεξανού αν επιμένεις να αυτοαποκαλείσαι κριτικός Τέχνης. Άσχετος ενδέχεται, ναι, βλάκας δε νοείται όμως. Ο δημιουργός ούτος, παίζει, σύνθεση κάδρου, σκηνογραφία, χρώμα και ντραπέ κουρτινών σα μπεγλέρι. Χώρια την off - kilter (άνοιγε και καμιά Merriam - Webster με τρόπο) χαρακτηρολογία που, εκτός από τα νεύρα των αμύητων, σπάει σαρδόνια πλάκα με τη μεσοαστίλα και την προφανεστάτη style - over -s ubstance οικειοποιούμενη κακογουστιά των ηρώων του. Σε δαύτη τη 10η ιστορία του, επιστέγασμα μιας άκρως δημιουργικής 25ετίας στο κουρμπέτι, όλα τα υπερατού βρίσκονται στη φόρα, σφιχτό αγκαζέ με τις χρόνιες εμμονικές σκληρώσεις του Anderson. Πάμε με τη σειρά τώρα. 

Γαλλία κάπου στα 1960s. o Arthur Howitzer Jr. (Bill Murray) , είναι ο διευθυντής σύνταξης του The French Dispatch, ένα τύπου New Yorker μαγκαζίνο - δωρεάν προσφορά με την αμερικανική εφημερίδα Evening Sun (Liberty, Kansas). Παρακολουθούμε μια σειρά βινιέτες, οργανωμένες εν είδει κεφαλαίων ενταγμένων στο σώμα περιοδικού: “The Cycling Reporter” του Herbsaint Sazerac (Owen Wilson), “The Concrete Masterpiece” της J. K. L. Berensen (Tilda Swinton), “Revisions to a Manifesto” της Lucinda Krementz (Frances McDormand), και “The Private Dining Room of the Police Commissioner” του Roebuck Wright (Jeffrey Wright), συν το ακροτελεύτιο “Declines and Deaths”. Με 7 (Frances McDormand, Tilda Swinton, Benicio Del Toro, Christoph Waltz, Adrien Brody, Anjelica Huston, και Fisher Stevens) οσκαροστεφανωμένους (11άκις συνολικά) και 9 ακόμη Timothée Chalamet, Saoirse Ronan, Bill Murray, Willem Dafoe, Edward Norton, Griffin Dunne, Bob Balaban, Owen Wilson and Bruno Delbonnel απλώς...οσκαρο-υποψηφίους συντελεστές να κεντούν ένα εξεζητημένης υφής εργόχειρο, το καλλιτεχνικό δια ταύτα εύλογα θα προβλεπόταν εξυπαρχής εξασφαλισμένο. Αμ δε! 

Η ταινία ξεκινά εντυπωσιακά με εκρηχτικό χαρμάνι φυλακή - κατάδικος καλλιτέχνης - αφέντρα δεσμοφύλαξ - μούσα. Χάρμα ιδέσθαι (ερυθριώ, αλλά). Μετά επανάσταση, σεξ, διαφωτισμός και πατριαρχία - πάλη των φύλων - νόστιμο. Αργότερα η μπαλίτσα χάνεται με ένα γκουρμεδιάρικο έγκλημα καθώς ο Anderson απροκαλύπτως ενδίδει ως γνήσιος γαργαντούας, γουλιάρης, ζαφάγος, καταβόθρας, φαταούλας, σε έναν επίπονο οργασμό στυλιζαρισμένων εικόνων και αδολεσχών διαλόγων που εν πολλοίς μεν παραπέμπουν σε Tati, Lubitsch, Wallace Shawn, Jean-Luc Godard, H. L. Mencken και λοιπούς συγγενείς αλλά φίλος διόλου δε με διαφέρει και σκυλί - βαρέθηκα στο φινάλε - φινάλε. Οπόταν οποία η ετυμηγορία; Να σε πω, ωραίο (;) το χαβιάρι, εξεζητημένο και θαυμαστό ως φαγί, αλλά εντέλει κοιλοπονήσαμε, μετά συγχωρήσεως δηλαδή.

Η Γαλλική Αποστολή (The French Dispatch) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Δεκεμβρίου 2021 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Antlers Poster ΠόστερPassing
της Rebecca Hall. Με τους Tessa Thompson, Ruth Negga, André Holland, Bill Camp, Gbenga Akinnagbe, Antoinette Crowe-Legacy, Alexander Skarsgård.


“We're all passing for something or other, aren't we?”
του gaRis (@takisgaris)

Να κάμω μιαν αρχή – με μιαν παραδοχή: Το Hollywood έχει σαφέστατα (ως όφειλε) διαβεί δρόμους μεγάλους στο φυλετικό ζήτημα. Ολιστικά ιδωμένο, όχι μόνο σε καθαρά σεναριακό επίπεδο. Έχει ξεπεραστεί η παλιακή, μονολιθική θεώρηση του ρατσίστα Λευκού που εκμηδενίζει τον άβουλο και αδύναμο Νέγρο. Καλλιτέχνες χρώματος πλην λευκού έχουν εσχάτως αναδειχθεί κι αυτό, μόνο θετικά λογιστέο είναι. Από την άλλη, βράζει η κενωνία ασούμι από αυτόκλητους πουθενάδες, πρόθυμους να κατασπαράξουν λογοκριτικά τις όποιες φωνές παρεκκλίνουν της πορείας προς ένα αόρατο μαντρί, κείθε που στοιβάζονται τα σφαχτά του φασίζοντος φιλελευθερισμού. Αυτά τώρα, γιατί έχει προϋπάρξει μια μακρά ιστορική περίοδος όπου το σημερινό μηδενικό όριο ανοχής στην όποια υποψία ρατσισμού, ήταν η απόλυτη φαντασίωση, καθώς η καθημερινή υποκρισία από τα ίδια τα θύματα ήταν η μοναδική ελπίδα σωτηρίας από ένα νομιμότατο λιντσάρισμα.

Antlers Quad Poster
Καθώς πως τα περιγράφει η μιγάδα Nella Larsen στην ομότιτλη νουβέλα στα 1929, που μεταφέρει η χιονόλευκης επιδερμίδος αλλά από αφροαμερικανής ρίζας μαμά, ηθοποιός Rebecca Hall στην παρθενική της σκηνοθεσία, υπό την αιγίδα του κολοσσού Netflix. H οποία Μπέκα είναι γόνος του μέγα θεατράνθρωπου Peter Hall, επιρροή έκδηλη στο Passing ως τεχνοτροπία, ιδιαίτερα στο κοουτσάρισμα του πρωταγωνιστικού ερμηνευτικά ζεύγους, τις Irene (Tessa Thompson, του Creed) και Claire (Ruth Negga, οσκαροφερμένης για το παρόμοιας θεματολογίας Loving). Ανοιχτόχρωμη επιδερμίς, διαβατήριο διαφυγής από τον φυλετικό ζυγό του νεοϋορκέζικου Χάρλεμ της Τζαζ (δύναμη οι ηχοχρωματικοί πειραματισμοί του Blood Orange) και των aspect ratio 4:3 ασπρόμαυρων κάδρων της οχλαγωγούμενης σαμπέρμπια (ευδιάκριτη η χρωστική παλέτα του Eduard Grau). 

Η μεν Tessa, παντρεμένη με το γιατρό Andre Holland (Moonlight), και με δυο γιους στην προεφηβεία, κολυμπά στους φόβους της, οργανώνοντας συνάμα κρυφίως την κοινωνικότητα του μαύρου στοιχείου της περιοχής της. Θέλει να σπάσει τη μονοτονία, να φύγει από τη σκλαβιά, μολαταύτα υπομένει στωικά. Η παλιά σχολιαρόφιλη Ruth, το παίζει λευκή από τα μικράτα της (εξού ο τίτλος της ταινίας), ξεγελώντας τον έμπορα σύζυγο, στον πιο καρικατουρέ WASP ρόλο της χρονιάς παιγμένο (μάντεψες) από τον Alexander Skarsgard. Όταν διασταυρωθούν ξανά οι δρόμοι τους, η ακόρεστη για πάρτι ψυχή της Claire θα εισβάλει στο σπιτικό της Rene, ο γιατρός θα σαγηνευθεί και οι ζούλιες ξεκινούν κι επειδή ο κερατάς το μαθαίνει πάντα τελευταίος (νόμος), ετοιμάσου για γκραν γκινιόλ κατάληξη. 

Χάρηκα που το Passing πραγματεύεται τις ευαίσθητα προσωπικές και κοινωνικά τραγικές ιδεοληψίες της εποχής με λυρισμό, σύνεση και μεθυστική αγκίστρωση στους χαρακτήρες του. Η PG-13 ατολμία του ίσως ενοχλήσει, γιαταμέ αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να παρακολουθήσουν τα παιδιά μας, μια καθόλα επιμορφωτική ιστορία χωρίς μαινάδες και τσαμπουκο - διδακτισμούς. Η Thompson, εμφανώς πιο ώριμη, παίζει απέναντι στο αερικό τη Negga που θα έχει οσκαρική πορεία ως υποστηρικτικός ρόλος. Γυναικεία υπόθεση συνολικά, με τη Rebecca Hall να πλαισιώνει άξια το The Power of the Dog της Jane Campion και το The Lost Daughter της Maggie Gyllenhaal στην τριάδα των κορυφαίων φετινών δημιουργιών με γυναικεία υπογραφή, σε σενάριο / σκηνοθεσία. Και εις ανώτερα Μπέκα!

Antlers Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »

Ενκάντο: Ένας κόσμος μαγικός (Encanto) Poster ΠόστερΕνκάντο: Ένας κόσμος μαγικός
των Jared Bush, Byron Howard. Με τις φωνές των Stephanie Beatriz, María Cecilia Botero, John Leguizamo, Diane Guerrero, Jessica Darrow, Angie Cepeda, Wilmer Valderrama.

It's A Kind Of Magic
του zerVo (@moviesltd)

Κινούμενο σκίτσο υπ αριθμόν εξήντα για την πιο ονομαστή φίρμα του χώρου. Κι έχεις την αίσθηση πως πέρα από την ασίγαστη τεχνολογική εξέλιξη, που βοηθά υπέρ το δέον το κινηματογραφικό είδος να προβάλλει τις εικόνες του, πως τα πάντα ακολουθούν πιστά εκείνη την μοναδική, πολύχρωμη, τίγκα στις ευχάριστες νότες κληρονομιά, που το γεννημένο από τον μπάρμπα Walt στούντιο, ακολουθεί και θα ακολουθεί εις τους μακρινούς αιώνες των αιώνων. Με τέτοια πιασάρικη μαγιά, που συνδυάζει με μέθοδο αγαστή σκίτσο και συγκίνηση, το μαγνήτισμα των ματιών της πλατείας από την οθόνη, σε μια ακόμη περίπτωση σαν του Encanto, αποξαρχής μοιάζει δεδομένο.

Ενκάντο: Ένας κόσμος μαγικός (Encanto) Quad Poster
Δεν πρέπει να υπάρχει πιο ευτυχισμένη φαμίλια σε ολόκληρη την ορεινή επαρχία της Κολομβίας, από εκείνη των Μαδριγάλ, καθώς τα περισσότερα από μια ντουζίνα μέλη που την απαρτίζουν, απολαμβάνουν την οικογενειακή τους κάθε μέρα, διαθέτοντας το καθένα και από μια απίστευτη, μαγική ικανότητα. Που προέρχεται από τα βάθη της προϊστορίας του σπιτικού τους, που κτίστηκε με χίλια μύρια βάσανα την εποχή της εφόδου των κονκισταδόρων και συμβάλλει στην διατήρηση της συνοχής του ευτυχισμένου, στις λιγοστές του απαιτήσεις, μικρόκοσμου.

Μοναδική μελαγχολία στο ασίγαστο πανηγύρι των κολομπιάνων αγροτών, εκείνη που είναι καλά κρυμμένη μέσα στην ψυχή της νεαρής, καλοσυνάτης και χαριτωμένης Μίραμπελ, που είναι και η μοναδική από το σύνολο, η οποία δεν διαθέτει κάποια εξαιρετική ικανότητα. Παρόλα αυτά, έστω και νιώθοντας μονίμως μειονεκτικά, λατρεύει τους πάντες γύρω της και θα ότι περνά από τα αδύναμα χέρια της, για να προασπίσει την γαλήνη του πατρικού της σπιτικού. Όπως τώρα, καλή ώρα, που η ύπαρξη της κασίτας κινδυνεύει, ενόσω το κερί που κρατά ζωντανή την μαγεία πίσω από τους τοίχους της, τρεμοπαίζει...

Συνεπώς είναι εξαιρετικά πιθανό, το όλο οικοδόμημα που από τα θεμέλια του πηγάζουν οι ξεχωριστές δυνάμεις που έχει μοιράσει σε όποιο στέλεχος των Μαδριγάλ, να καταρρεύσει και μαζί του να εξαφανιστεί το κάθε προνόμιο διαθέτει καθένας. Μια πρώτης τάξης ευκαιρία για εκείνον που βιώνει την μειονεξία, θα σκεφτόταν το απλό μυαλό, να αφήσει την δυσμενή κατάσταση ως έχει και από αύριο άπαντες να είναι ίσοι σε ισχύ, άρα μισμάτς αντίο. Αυτό είναι κάτι που ούτε καν περνά από τον νου της προβληματισμένης, αν και όλοι γύρω της προσπαθούν να μην της θυμίζουν πως για εκείνη το πόμολο της πόρτας δεν ζωντάνεψε ποτέ, παιδούλας. Ποια σπουδαιότερη δύναμη, από εκείνη της αλληλεγγύης του περιορισμένου ενός, προς το προνομιούχο σύνολο, θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος για να αποδώσει στην βασική ηρωίδα αυτού του Disneyικού παραμυθιού.

Εν αντιθέσει με τις περισσότερες από τις προηγούμενες περιπέτειες της θρυλικής animation μπράντας, η Μίραμπελ, δεν καλείται να εγκαταλείψει την εστία, μην τυχόν και ταξιδέψει σε τόπο μακρινό για να τα βάλει με τον υπαρκτό, φοβιστικό εχθρό που είναι πιθανόν να προκαλέσει την κατάρρευση του σπιτικού. Για να ακριβολογούμε, η κάμερα, σε απειροελάχιστες στιγμές, απομακρύνεται από την παράξενης δομής και δαιδαλώδους σε δωμάτια κασίτας, που τα τούβλα, οι σκάλες, τα ντουβάρια της φαντάζουν ολοζώντανα, συνθέτοντας το φαντασμαγορικό Encanto της μαρκίζας.

Που από το κτίσιμο του δεν λείπει το στοιχείο του μιούζικαλ, καθώς το πιο μεγάλο μέρος της αφήγησης, λαμβάνει χώρα μέσα από τα πρωτότυπα τραγούδια, υπογραφής του δοκιμασμένου με επιτυχία στο είδος Lin-Manuel Miranda. Μέσα από το μιξάζ των πανέμορφων ζωγραφιστών και εντυπωσιακής σχεδιαστικής λεπτομέρειας εικόνων, με τις μελωδικές νότες των πληθώρας συναισθημάτων ασμάτων, κυλά το στόρι σαν νερό, αρκεί το βλέμμα του οποιασδήποτε ηλικίας σινεφίλ να αφεθεί ολοκληρωτικά στην μαγεία που ξετυλίγεται στο εκράν.

Με αυτήν την γνώριμη μας, μουσικοχορευτική μέθοδο, σαν σε παράσταση, μας γνωστοποιούνται τα προνόμια των μελών της φαμίλιας, μας ορίζεται η κρυφή στενοχώρια της πιτσιρίκας, μας παρουσιάζεται η τελετή μύησης του νεαρότερου μπόμπιρα στον it;s a kind of magic κόσμο, μας γνωστοποιείται η ύπαρξη του μαύρου προβάτου, του Μπρούνο, που χάρη στο δικό του ιδίωμα έχει απομακρυνθεί του σπιτιού και ουδείς επιθυμεί να μιλάει για εκείνον. Κλειδί, φυσικά της εξέλιξης αυτή η ανατροπή, που η αλήθεια είναι στην αποκάλυψη της, μπορεί και να τρομάξει τους μικρότερους θεατές του Ενκάντο, αλλά έρχεται να δέσει απόλυτα σε σώμα ένα με τα προηγούμενα δεδομένα.

Κυρίαρχη μορφή της συγκρατημένης στα στενά όρια του παλιοκαιρισμένου, πολυμορφικού τρίπατου, η Μίραμπελ, μια μικρούλα πνιγμένη στο παράπονο, που η μοίρα δεν της χάρισε κι εκείνης χάρισμα, όπως πιστεύει. Ζηλεύει η αλήθεια, μα δεν φθονεί, που οι γονείς της, οι αδελφές της, ο περίγυρος ολάκερος το έχει και ενίοτε μπορεί να την θαρρεί με περιφρόνηση. Καταπληκτική στην φωνητική απόδοση του ρόλου η Stephanie Beatriz, όπως άλλωστε και το σύνολο των μελών του εξαιρετικά επιλεγμένου καστ, από καλλιτέχνες όχι ιδιαίτερα γνωστούς στο ευρύτερο κοινό, μα ιδανικούς για να ερμηνεύσουν με πάθος τους χαρακτήρες. Εξαίρεση, ως ο διασημότερος, ορίζει ο πάντοτε ξεχωριστός ρολίστας John Leguizamo, που στην υπόδηση του "θαμμένου" Μπρούνο παίζει καταπληκτικά το παιχνίδι της αγωνίας, της δράσης και φυσικά του χιούμορ.

Συστατικών που συνθέτουν την βάση ενός ακόμη σπουδαίου fairytale της Disney, γεμάτου ρυθμό, εντάσεις και βέβαια μουσικές γέφυρες που τηρούν πιστά τις παραδοσιακές δημιουργικές προσταγές της, υπό την επίβλεψη του άξιου σκηνοθετικού ντουέτου των Howard και Bush. Μια ακόμη οπτικοακουστική απόλαυση, φουλ στις ανάμεικτα ζωηρές και υποφωτισμένες, ανά συνθήκη, αποχρώσεις, που και το ενδιαφέρον της κρατά ζωντανό μέχρι το βουρκωμένο φινάλε και προβάλλει, ως οφείλει, τις μοναδικές ηθικές αξίες, που θα στηρίξουν όρθια την κάθε φαμίλια στις δυσκολίες. Και παρόλες τις αναποδιές που ενδεχόμενα θα της τύχουν, ξανά ο λαμπερός ήλιος θα φωτίσει το αύριο για να στηθεί ένα ακόμη πανηγύρι, μια ακόμη φιέστα, σαν ετούτη την γεννημένη στην φτωχική, μα τόσο γεμάτη σε αισθήματα, λατινοαμερικάνικη κουλτούρα.

Ενκάντο: Ένας κόσμος μαγικός (Encanto) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Νοεμβρίου 2021 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Λούγκερ (Luger) Poster ΠόστερΛούγκερ
του Κώστα Χαραλάμπους. Με τους Τάσο Νούσια, Στεφανία Γουλιώτη, Γιωργή Τσουρή, Ερρίκο Λίτση, Νίκο Χίλιο, Έφη Γούση, Μάνο Ιωάννου, Κυριακή Γάσπαρη, Δημήτρη Μακαλιά, Ισίδωρο Σταμούλη, Χρήστο Ευθυμίου, Γιολάντα Μπαλαούρα, Κορίνα Αλεξανδρίδου, Αλέξανδρο Τρανουλίδη, Σοφία Μανωλάκου, Νίκη Λάμη, Μαρία Οικονόμου, Γιώργο Ζώη, Κυριακή Στούρου, Γιώργο Γαρνάβο.


"Στη ζωή όλα είναι απρόβλεπτα"
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Ετούτο το λούγκερ εδώ που θέλεις ν’ αγοράσεις...

Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Κώστας Χαραλάμπους. Οι προηγούμενες δύο ήταν οι: «Αγάπη στα 16» (2004) και «Δεμένη κόκκινη κλωστή» (2012). Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες μετά από δύο αναβολές, που προέκυψαν κυρίως λόγω της πανδημίας του κορωναϊού. Η πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Λούγκερ (Luger) Poster Πόστερ Wallpaper
Μεγάλο μέρος των γυρισμάτων έγιναν στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης. Στα γυρίσματα συμμετείχαν 87 ηθοποιοί και πάνω από 600 κομπάρσοι. Στην ταινία κάνουν έκτακτη εμφάνιση μεταξύ των άλλων και οι ηθοποιοί: Μαίρη Σταυρακέλλη, Μαρία Φιλίππου, Σπύρος Μπιμπίλας, Οδυσσέας Σταμούλης, Χάρης Σώζος, Γιώργος Φραντζεσκάκης, Μίνα Χειμώνα, Αλεξάνδρα Παντελάκη, Νότα Παρούση.

Η υπόθεση: Ορεινή Κρήτη, 1958. Η οικογένεια Αγγελιδάκη, μια συνηθισμένη φτωχή εργατική οικογένεια της εποχής, προσπαθεί να ανέλθει κοινωνικά. Η ενασχόλησή της με το εμπόριο πετρελαίου θα αποτελέσει το εφαλτήριό της για την απόκτηση τεράστιου πλούτου και υπέρμετρης κοινωνικής ανόδου. Ο απότομος πλουτισμός όμως θα επηρεάσει καταλυτικά τα μέλη της οικογένειας. Ακολουθώντας την οικογένεια Αγγελιδάκη σε βάθος 25 χρόνων, θα ξετυλιχθεί ένα κουβάρι περίπλοκων σχέσεων και λεπτών ισορροπιών, με τη σταδιακή αποξένωσή τους να τους στιγματίζει βαθιά.

Η άποψή μας: Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα έπος ανάλογο του «Νονού». Δεν είναι κακό οι προθέσεις σου ως δημιουργού να είναι φιλόδοξες, μεγάλες, εντυπωσιακές. Όμως, άλλο Francis Ford Coppola κι άλλο Κώστας Χαραλάμπους. Άλλο Χόλιγουντ κι άλλο Ψωροκώσταινα. Άλλο Κορλεόνε κι άλλο... Αγγελιδάκης. Άλλο Brando κι άλλο Νούσιας. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια εντελώς αποτυχημένη ταινία που – όχι, δεν είναι παράδοξο – πιστεύω πως θα μπορούσε να είχε πολύ καλύτερη τύχη αν γυριζόταν για την τηλεόραση, ως σίριαλ με πολλά, πολλά επεισόδια. Έτσι κι αλλιώς, η σκηνοθετική γραφή είναι τηλεοπτική. 

Δυστυχώς για τον Χαραλάμπους, οι κατάτι περισσότερο από δύο ώρες που διαρκεί η ταινία δεν είναι αρκετές για να αφηγηθεί όλα όσα θέλει. Ο μαξιμαλισμός δεν βρίσκει την κατάλληλη αφηγηματική φόρμα για να «χωρέσει». Πάρα πολλά πρόσωπα, πάρα πολλά subplots, too much info clouding over my head που έλεγε και ο Χριστοφιλάκης. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έρχεται και η σκηνοθετική απόφαση να γίνει η αφήγηση παράλληλα σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους κι όχι γραμμικά, για να μπερδέψει ακόμα περισσότερο την κατάσταση, με τελικό αποτέλεσμα κυριολεκτικά να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. 

Κάθε σκηνή αντιμετωπίζεται διαφορετικά, το ύφος αλλάζει διαρκώς, το ανακάτεμα των ειδών, που σε άλλες ταινίες είναι ευλογία, εδώ απλά δηλώνει αδυναμία, χαρακτήρες χάνονται χωρίς να μαθαίνουμε την τύχη τους, για όσους συμμετέχουν μέχρι το τέλος. Δεν μας πολυνοιάζει, η αντιστοιχία των παιδιών με τους ενήλικους εαυτούς τους δεν είναι πάντα εύκολη, δεν υπάρχει «βασικός» πρωταγωνιστής (είναι ο Τσουρής; είναι ο Νούσιας; είναι ο... Λίτσης;), χάος. Και σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, υπάρχουν και οι... δεσμεύσεις που δόθηκαν σε αυτόν που έβαλε τα χρήματα για να γυριστεί η ταινία, έτσι; 

Όπως έχει δηλώσει ο σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Μαμιδάκης (της γνωστής οικογενείας) – που είναι ο χρηματοδότης της ταινίας – του παρέδωσε ένα χειρόγραφο σχετικά με την ιστορία της οικογενείας του και του ζήτησε στην ταινία να υπάρχει ένας ήρωας με το όνομα Κώστας κι ένα από τα κεντρικά μοτίβα να είναι πως το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία. Οπότε, η μυθοπλαστική οικογένεια Αγγελιδάκη βασίζεται στην εντελώς πραγματική οικογένεια Μαμιδάκη οπότε όλα όσα παρακολουθούμε στην ταινία, έχουν ως βάση πραγματικά γεγονότα, που έχουν υποστεί μυθοπλαστική επεξεργασία. Ήδη πριν από τα γυρίσματα ακούγονταν ιστορίες για αντιδράσεις της ευρύτερης οικογένειας Μαμιδάκη, που δεν ήθελε να συνδεθεί το όνομά της με τα της ταινίας. Όλα αυτά, όμως, αποτελούν δευτερεύουσας σημασίας ντεσού. 

Η ουσία είναι πως τα (λίγα) αξιόλογα στοιχεία της ταινίας θάβονται μέσα στο μπουρδούκλωμα και στο... μοντάζ, που ως πέλεκυς έκοψε πράγματα. Πράγματα, που αν παρέμεναν στην ταινία θα έκαναν τα πάντα πιο κατανοητά, αλλά θα αύξαναν τη διάρκεια της ταινίας σε μη εμπορικά ύψη. Ας αναφέρουμε μερικά παραδείγματα. Το subplot με τον τύπο που δάνεισε χρήματα στην οικογένεια Αγγελιδάκη δεν καταλήγει πουθενά: τι απέγινε ο τύπος; Χμ. Και ο κομουνιστής, πολιτικός κρατούμενος, μετανιωμένος δηλωσίας; Αυτοκτόνησε και τέλος; Και ποια η σχέση του με την οικογένεια Αγγελιδάκη; Απλά, τα σπίτια τους συνόρευαν; Ήταν δηλαδή γείτονες; Γιατί όσο κι αν προσπάθησα (όχι πολύ, το ομολογώ, εγκατέλειψα), δεν μπόρεσα να βγάλω άκρη για τη σχέση τους. Τι να πω, άνθρωποι που θα προσηλωθούν περισσότερο στα δρώμενα ίσως να μην αντιμετωπίσουν την ταινία ως σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. 

Σαφώς κατώτερη τούτη η ταινία από το «Δεμένη κόκκινη κλωστή», που προσωπικά θεωρώ μία από τις πιο σημαντικές ελληνικές ταινίες των τελευταίων 20 χρόνων, με βάση αυτά που έλεγε, έτσι, να το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Εκείνη η ταινία τεχνικά μπορεί να φαίνεται ερασιτεχνική σε σύγκριση με τούτη εδώ, αλλά αυτά που ήθελε να πει, τα είπε με τρόπο σαφή και εντέλει συγκλονιστικό. Το ακριβώς αντίθετο με εδώ, έτσι; Αν ο Χαραλάμπους ήθελε να κάνει μια ειρωνική κριτική της εγχώριας εκδοχής του καπιταλισμού, θα μπορούσε να ακολουθήσει τον Τζιμάκο Πανούση, και τη φράση του: «Τα λεφτά λοιπόν δεν φέρνουν την ευτυχία, καλό είναι όμως να υπάρχουν». Θα γλίτωνε από πολλές κακοτοπιές. Κρίμα.

Λούγκερ (Luger) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Νοεμβρίου 2021 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Ο Οίκος Gucci (House Of Gucci) Poster ΠόστερΟ Οίκος Gucci
του Ridley Scott. Με τους Lady Gaga, Adam Driver, Jared Leto, Jeremy Irons, Salma Hayek, Al Pacino, Jack Huston, Reeve Carney, Camille Cottin.

Σίγουρα θα πάμε μια και φτάσαμε ως εκεί, εσύ στο χώμα...
του zerVo (@moviesltd)

Απίστευτη ιστορία. Που τάραξε συθέμελα την κοινή γνώμη της παράπλευρης μας χερσονήσου, εκεί που οι μαρκίζες των φιρμών μόδας, έχουν ίση δύναμη με των αλλού, βασιλικών οικογενειών. Και ήταν απόλυτα βέβαιο πως κάποια στιγμή, έχουν διαβεί άλλωστε και είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια από το μοιραίο φονικό, θα όριζε το βασικό θέμα μιας κινηματογραφικής δημιουργίας. Η έρευνα πάνω στην υπόθεση της δολοφονίας ενός εκ των πλέον διασήμων προσώπων του Ιταλιάνικου τζετ σετ, δια χειρός της Sara Gay Forden, αποτέλεσε μια πρώτης τάξης μαγιά για την πλήρη παρουσίαση της στην μεγάλη οθόνη. Το ζόρι σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι που οι σκηνοθέτες οι καλοί, δεν αρκούνται μόνο στην προβολή του χρονικού, μα επιδιώκουν να κοιτάξουν το πράγμα πιο σφαιρικά, ξεδιπλώνοντας και τις πιο αφανείς πτυχές του. Κι αυτό δεν είναι κατ ανάγκη, συνολικά, καλό...

Ο Οίκος Gucci (House Of Gucci) Quad Poster
Θυγατέρα εύπορου ιδιοκτήτη εταιρίας μεταφορών της Λομβαρδίας, η Πατρίτσια Ρετζάνι, από πολύ νεαρή ηλικία ονειρευόταν το πως θα καταφέρει να αποδράσει από τις νταλίκες και τις ρυμούλκες, για να απολαύσει την ντόλτσε βίτα. Την μεγάλη ευκαιρία θα βρει και θα αρπάξει από τα μαλλιά, γνωρίζοντας σε κοσμική δεξίωση τον γόνο του κορυφαίου οίκου μόδας Γκούτσι, Μαουρίτσιο, ρίχνοντας του τα ερωτικά της δίχτυα, γοητεύοντας τον και οδηγώντας τον, παρόλες τις αντιρρήσεις του πατέρα του, Ροντόλφο, στα σκαλιά της εκκλησίας.

Η αρχική απόσυρση του ερωτοκτυπημένου στελέχους και πιθανότατου διαδόχου στον θρόνο του εμπορικού κολοσσού, από οτιδήποτε έχει σχέση με την φαμίλια δεν θα διαρκέσει για πολύ. Καθώς το νεόνυμφο ζευγάρι, αποδεχόμενο την πρόσκληση του θείου και έχοντα το γενικό πρόσταγμα της μπράντας, Άλντο Γκούτσι, θα μεταβεί στην Αμερική, προκειμένου ο σπουδαγμένος Μαουρίτσιο να αναλάβει το πόστο που του αναλογεί. Η φιλοδοξία της Πατρίτσια όμως, τόσο να μεγαλώσει το όνομα της εταιρίας, με σκοπό τα ακόμη μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη, όσο και να δει το στεφάνι της κάποια στιγμή στην κορυφή της ιεραρχίας, με εκείνη φυσικά να τον αγκαζάρει, θα προκαλέσει τριγμούς στην σχέση τους...

Η συνέχεια ή μάλλον το φινάλε του βουτηγμένου στο χρυσάφι, όσο όμως και στο αίμα, στόρι, είναι γνωστό τοις πάσι, σε τέτοιο βαθμό που η αφήγηση των όσων πρόκειται να παρακολουθήσουμε, να ξεκινά από εκείνο το μοιραίο πρωινό της 27ης Μαρτίου του 95, όταν ο 46χρονος επιχειρηματίας έπεφτε νεκρός στην στα σκαλιά του γραφείου του, από τις σφαίρες του πληρωμένου εκτελεστή. Με αφορμή το θανατηφόρο μπαμ που σόκαρε ολάκερη την αριστοκρατία του Μιλάνο, η κάμερα επιστρέφει στις ρίζες του ειδυλλίου, την αυγή της δεκαετίας του 70, όταν η προσφάτως ενηλικιωθείσα, μελαχρινή ζουμπουρλού, βάζει μπροστά το μεγαλεπήβολο πλάνο της, να μην αφήσει το παραμικρό στην τύχη, αλλά να βρει η ίδια τον γαμπρό που της αρμόζει.

Κι ενώ κανείς δεν θα πόνταρε πως μια μετριότατης εκπαίδευσης, σχεδόν αστοιχείωτη καλλιτεχνικά, χαμηλού κοινωνικού υπόβαθρου και χωρίς άκρες στο χάι σοσάιτι της μεγαλούπολης, θα εντόπιζε ποτέ της παραμυθένιο ιππότη για ταίρι, εκείνη σημάδεψε και κατάφερε να γαντζώσει τον καλύτερο, τον πιο σπουδαίο, τον πλέον περιζήτητο μπάτσελορ της Μόντε Ναπολεόνε. Αυτοπεποίθηση καλείται και άριστος χειρισμός των προσωπικών ικανοτήτων κάτι τέτοιο. Το θέμα είναι το αν και κατά πόσο αυτή η φιλοδοξία, μπορεί να δαμαστεί, ώστε να μην ξεπεραστούν τα όρια και το λαβ στόρι ναυαγήσει για πάντα. Και αν συμβεί κάτι τέτοιο, ποιος θα μπορέσει να συγκρατήσει τον χωρίς ίχνος ηθικού φραγμού δημιουργό του, από την έκρηξη που θα σαρώσει τα πάντα.

Θα νόμιζε κανείς πως το House Of Gucci, θα είχε στο επίκεντρο του, ενόσω το κουβάρι των συμβάντων ξετυλίγεται, τον γεννημένο να καθίσει στον θρόνο της φίρμας των πανάκριβων έως και απλησίαστων ρούχων και βιαίως εκλιπόντα, πλέιμπου. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Το φιλμ, σχεδόν σε αποκλειστικό βαθμό, παρακολουθεί την διαδρομή μιας προσωπικότητας που ζει και αναπνέει μόνο για να την προσωπική της επίδειξη, για τον πλούτο, για την όσο πιο ταχεία αναρρίχηση στα σκαλοπάτια της σοσιολογικής βαθμίδας, κυρίως όμως για την ολοκληρωτική απόκτηση του ελέγχου, της κυριαρχίας, της ισχύος. Κι αυτή φυσικά δεν είναι άλλη από την μαύρη χήρα του βασισμένου στα αληθινά περιστατικά θρίλερ. Που στο σαρωτικό της πέρασμα, δεν νοιάζεται καν, πάνω σε πόσα και ποια πτώματα θα πατήσει για να μεγαλώσει το άστρο της. Αυτή είναι η πρώτη και αυτή θα παραμείνει. Και η τελευταία κουβέντα θα είναι ολόδικη της!

Η αλήθεια είναι πως μετά από δυόμισι ώρες θέασης του φιλμ, η περσόνα της Σινιόρας Γκούτσι (και οποιανού δεν τ'αρέσει, όξος...) γίνεται και πιο συμπαθέστερη στον θεατή, μολονότι σε κανένα πλάνο δεν διακρίνει κανείς την παραμικρή θετικότητα στην δράση της. Φιδίσιο το τύλιγμα του αρούκατου βασιλόπαι (ο Adam Driver, σε διαρκή πάλη αντιγραφής των έμφυτων αδεξιοτήτων του Hugh Grant), καπάτσα η προσέγγιση του Πάδρε Παδρόνε (Al Pacino, τας κεφαλάς ημών τω κυρίω κλίνομεν), γυπαετίσιο το μάδημα του έτερου κληρονόμου (ένας αγνώριστα απίστευτος Jared Leto, ως σιχαμερής όψης, Φρέντο Κορλεόνε), σαν δαγκωνιά νυφίτσας, το ύστατο χαίρε στον υπεράνω της πεθερό (απoθέωση του στιλ και της αριστοκρατικής φινέτσας, ξανά, για τον Jeremy Irons).

Και ο λόγος είναι απλός, απλούστατος. Για όλους η πρόβλεψη της Κοντεσίνας έπεσε διάνα. Από νωρίς και μόνο εκείνη πρόβλεψε ποιοι θα αλλάξουν γνώμη για την υποβαθμισμένη πάρτη της, ποιοι θα πεθάνουν στην ψάθα, ποιοι θα περάσουν το κατώφλι της φυλακής, ποιοι σαν ερπετά βάζουν τρικλοποδιές στην οικογενειακή επιχείρηση, ποιος εντέλει θα φτύσει το αίμα της μάνας του, αν του περάσει από τον νου να την κάνει πέρα. Διόλου τυχαία, για να αντιπαραβάλλουμε τωρινή αλήθεια, άπαντες οι ενώπιον της Κύρηδες μετρούν αυτή την ώρα ραδίκια, ενόσω εκείνη βολτάρει στην Ντουόμο, αποφυλακισμένη και εννοείται ζάπλουτη! 

Κι εκεί μάλλον κάπου στέκει και η χαλαρότερη, παρότι μιλάμε για ένα εντέλει στυγερό έγκλημα, για μια δολοφονία, οπτική του Ridley Scott, στο δεύτερο πόνημα του μέσα στην σεζόν, κατόπιν του καλλιτεχνικότερου The Last Duel. Που εμμένει στο ύφος της άριστης σε καλλιτεχνική διεύθυνση τηλενουβέλας, προσεγγίζοντας με μέθοδο σατιρική σε μπόλικα σημεία, το θανατηφόρο άγγιγμα της αδίστακτης ατομικής φιλοδοξίας. Σαφώς και δεν ακολουθεί ο βετεράνος ντιρέκτορας φόρμες που δεν του κάνουν, χρειαζόταν όμως πιο μελετημένο ψαλίδι στο μοντάζ, για να αποφύγει τις όχι και τόσο συναφείς υποπλοκές που κατάτι αποπροσανατολίζουν. Ιλουστρασιόν στο έπακρο παραγωγή, αλόγιστη σπατάλη για να αριστεύσουν, όπως και το κάνουν, τα κοστούμια και τα ντεκόρ, ανόητες επιλογές γεμίσματος του σάουντρακ με τραγούδια ασύμμετρα με την εποχή (η Donna Summer δεν είχε βγάλει καν δίσκο το 1970, ενώ έστω και ποιητική αδεία, δεν επιλέγεις το Faith του George Michael για φόντο, αυτής, της παντρειάς), σε γενικές γραμμές παίζουν στο πανί αδεξιότητες τόσο ορατές, που θαρρείς πως κάποιος τις στήνει επίτηδες. Και που άπασες, όμως, τις λησμονείς μονομιάς, παρούσης της νούμερο ένα υπεραστέρος των ημερών μας.

Ούτε ένα εξήντα μπόι, με παχάκια που βγάζουν μάτι όταν ντύνεται τις στενές φόρμες του σκι και τα εφαρμοστά ταγιέρ, μυτόνγκα τρισδιάστατη και όχι τίποτα παραδεισένεια ομορφάδα. Κι όμως η ακαταμάχητης σαγήνης Λαίδη, με μόνο δύο ταινίες καταχωρημένες στην φιλμογραφία της, ντουμπλάρει ήδη τις οσκαρικές υποψηφιότητες πρώτου, παρακαλώ, ρόλου, στριφογυρνώντας στα χέρια το αγαλματάκι που τσίμπησε για το έτερο του πολύπλευρου τάλαντου της, του τραγουδιστικού. Τίποτα λιγότερο από καθηλωτική ως αφιονισμένη ξελογιάστρα ή ηθική αυτουργός του φόνου, υποδυόμενη την πανούργας προστυχιάς σινιορίνα Ρετζάνι ή την προσβεβλημένου εγωισμού αυτοκράτειρα Γκούτσι, κλέβει με άνεση την παράσταση από τον "πολύ" σερνικό της περίγυρο, στέκοντας σαν κυρίαρχος βίος παράλληλος της ηρωίδας της, σημαιοφόρα στον άμβωνα. Lady Gaga με λεν και θα με βάζετε πρώτη στην γραμμή του στάρινγκ. Κι αν σας γουστάρει, που οι ταινίες μου, καλές, κακές, μέτριες, θα σας μένουν αξέχαστες, μόνο γιατί πρωταγωνιστώ εγώ!

Ο Οίκος Gucci (House Of Gucci) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Νοεμβρίου 2021 από την Tulip Ent.!
Περισσότερα... »