Borat 2 PosterΦορέστε Μάσκα, σώστε ζωές! Αυτή κι αν είναι τεράστια έκπληξη, αφού ο τύπος χωρίς να το περιμένει κανίς επέστρεψε. Σε συνέχεια λοιπόν της τεράστιας επιτυχίας του 2006, που έφτασε μέχρι και τις παρυφές των όσκαρς, ο δαιμόνιος ρεπόρτερ από το Καζακστάν, Μπόρατ, είναι και πάλι εδώ και μάλιστα εν μέσω πανδημίας. Στο Borat 2, που γυρίστηκε κάτω από άκρα μυστικότητα, μπορεί να μην υπάρχει όνομα δίπλα στο Directed By, υπάρχει όμως ημερομηνία εξόδου, δυστυχώς όχι στις μεγάλες, αλλά στις μικρές οθόνες ελέω Κόβίντ και πιο συγκεκριμένα του Amazon Prime, από τς 23 Οκτωβρίου του 2020. Δεκατέσσερα χρόνια μετά την πρώτη του βόλτα στις Στέιτς, ο Μπόρτα Σαγκντίγιεφ, ο ανατρεπτικός δημοσιογράφος από τα βάθη της Ανατολίας, ξαναγυρίζει στην Αμερική, για να φέρει εις πέρας την κρυφή αποστολή Borat Subsequent Moviefilm: Delivery of Prodigious Bribe to American Regime for Make Benefit Once Glorious Nation of Kazakhstan. Το καινούργιο σενάριο πάνω στην εκκεντρική περσόνα του μυστακιοφόρου τηλεπαρουσιαστή της Καζάκικης τηλεόρασης, υπογράφουν οι Sacha Baron Cohen, Anthony Hines, Nina Pedrad και Dan Swimer.

Borat 2 Movie

Φυσικά ο Cohen είναι εκείνος που υποδύεται για δεύτερη φορά τον ρόλο που και ταμεία έσπασε και πλήθος φανατικών θαυμαστών του δημιούργησε, καθιστώντας τον ώς έναν από τους πλέον περιζήτητους κωμικούς της πετά μιλένιουμ περιόδου. 

Στις δικές μας αίθουσες? Ενδεχόμενα ποτέ!

Περισσότερα... »

Νύχτες Πρεμιέρας 2020 Live Poster
Νύχτες Πρεμιέρας 2020 LIVE Ep.2 - Η μετάβαση προς την ενηλικίωση

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Δεύτερη ανταπόκριση, δεύτερη τριάδα ταινιών και η αλήθεια είναι πως με παίδεψε λίγο το να βρω τι μπορεί να ενώνει τις τρεις συγκεκριμένες ταινίες υποδορίως. Κάτι πρέπει να τις ενώνει, διαφορετικά έρχεται το OCD στον ύπνο μου και με αρχίζει στα μπινελίκια. Αρχικά, σκέφτηκα κάτι του είδους «για τη δική σου μακρινή Αμερική». Η μία είναι ταινία από την Κολομβία (Λατινική Αμερική), η άλλη από την Κούβα (Καραϊβική, τμήμα της Αμερικάνικης Ηπείρου δηλαδή) και η τελευταία από τις ΗΠΑ (πιο Αμερική, πεθαίνεις). Το επεξεργάστηκα, δεν μου έκανε κλικ και σκέφτηκα, χμ, κάτι άλλο, πιο πιασάρικο. Πιτσιρίκια πρωταγωνιστούν στην πρώτη ταινία, πιτσιρίκια και στη δεύτερη, η τρίτη όμως μου χαλούσε τη σούπα. Επειδή όμως στην ταινία από την ΗΠΑ, ο νεαρός ενήλικας που πρωταγωνιστεί έχει θέματα τα οποία πηγάζουν από ένα τραύμα βίαιης ενηλικίωσης, νομίζω ότι μια χαρά μου κάθισε το όλον. Εντάξει, όχι ιδανικά. Αλλά τι είναι ιδανικό σε αυτόν τον κόσμο; Για πες.

La noche de la bestia AIFF 2020

Πρώτη ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε σε τούτη την δεύτερη «ανταπόκριση» είναι Η νύχτα του θηρίου (La noche de la bestia / The Night of the Beast) του Mauricio Leiva-Cock, που συμμετέχει στο τμήμα «Μουσική & Φιλμ». Και ο λόγος που η συγκεκριμένη ταινία συμμετέχει στο συγκεκριμένο τμήμα είναι το γεγονός ότι βασικό ρόλο στην πλοκή της ταινίας παίζουν οι... Iron Maiden, οι οποίοι ειρήσθω εν παρόδω ετοιμάζουν νέο άλμπουμ, πέντε χρόνια μετά το τελευταίο τους, «The Book of Souls». Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που γυρίζει ο σκηνοθέτης μετά από αρκετές μικρού μήκους. Κι ετοιμάζει τη δεύτερη μεγάλου μήκους του – μια ταινία τρόμου ονόματι «Noche sin Fortuna». Η ταινία του έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Guanajuato, στο Μεξικό, λίγες μόλις μέρες πριν την προβολή της στις «Νύχτες Πρεμιέρας»!

Η υπόθεση: Μπογκοτά, 28 Φεβρουαρίου του 2008. Οι Iron Maiden, ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτήματα της heavy metal στον κόσμο, με τη δημοφιλία τους στα ύψη, είναι έτοιμοι να δώσουν την πρώτη τους (και μοναδική) συναυλία στην Κολομβία. Ο Βάργκας και ο Τσούκι είναι δύο πιτσιρικάδες, σχολιαρόπαιδα, στα 15 τους, που λατρεύουν τους Iron Maiden. Έχουν ξοδέψει το χαρτζιλίκι τους για να αγοράσουν εισιτήρια και ετοιμάζονται για τη μεγάλη συναυλία, τη συναυλία της ζωής τους. Δεν πηγαίνουν στο σχολείο και τριγυρίζουν στην πρωτεύουσα της Κολομβίας. Πηγαίνουν στο αγαπημένο τους στέκι, ένα μεταλλάδικο, ιδιοκτήτης του οποίου είναι ένας παλιός φίλος του πατέρα του Βάργκας, που χρόνια πριν έχασε την ευκαιρία να δει τους Maiden στο Ρίο. Τα πάντα φαντάζουν ιδανικά, τα πράγματα όμως δεν θα εξελιχθούν έτσι όπως τα είχαν ονειρευτεί τα δύο φιλαράκια...

Η άποψή μας: Αγαπούσα κι εγώ τους Iron Maiden. Και άκουγα κάθε άλμπουμ τους εξ ολοκλήρου και με λατρεία μέχρι και το 1988 οπότε και έβγαλαν το έβδομο άλμπουμ της καριέρας τους, με τον απολύτως ταιριαστό τίτλο «Seventh Son of a Seventh Son». Από τη μετέπειτα δουλειά τους μόνο το τραγούδι «Fear of the Dark» αναγνωρίζω. Μεγάλωσα. Και ψάχτηκα διαφορετικά με την μουσική. Ακόμα και σήμερα όμως, ο 50άρης εαυτός μου γουστάρει τρελά να ακούει ύμνους όπως το «The Trooper», το «Running Free», το «Run to the Hills», το «Aces High», το «The Loneliness of the Long Distance Runner» και το «Can I Play with Madness»! Το έχω μετανιώσει που δεν έχω πάει σε συναυλία τους. Το συγκρότημα ήρθε 11 φορές στην Αθήνα κι άλλες 2 στη Θεσσαλονίκη, αν θυμάμαι καλά. Και η πρώτη φορά που ήρθαν ήταν το 1988... 

Οπότε, ναι, θεωρώ πως η συγκεκριμένη ταινία θα τους «πιάσει» τους μεταλλάδες κι όσους έχουν τέτοιες μνήμες. Κι ας μην διαθέτει ούτε μισό πλάνο από τη συναυλία – είτε ως αρχειακό υλικό είτε ως αναπαράσταση. Κι ας μην παίζει στη διαπασών κάποιο τραγούδι τους καθ' ολοκληρία. Είναι το κλίμα. Αυτή η αίσθηση γλυκιάς προσμονής, αυτή η έκρηξη σεροτονίνης στον εγκέφαλο, αυτή η ανυπομονησία, που όλοι οι addicts των συναυλιών τα παρουσιάζουν ως συμπτώματα, που θέλουν να τα νιώσουν ξανά και ξανά, πόσο μάλλον με το αγαπημένο τους συγκρότημα. Ο σκηνοθέτης το πιάνει αυτό το κλίμα. Και το αναπαράγει μια χαρά. Υπάρχει και το στοιχείο πως οι μεταλλάδες είναι και λίγο περιθωριακά στοιχεία: όλοι μπορούν να πάνε σε συναυλία της Madonna ή της Beyonce ξέρω 'γω. Αυτοί που θα πάνε στους Iron Maiden είναι απολύτως συνειδητοποιημένοι. Κι αυτοί που θα πάνε στους Muzz (τα 100 άτομα που τους ξέρουν) θα είναι ακόμα πιο συνειδητοποιημένα από τους χιλιάδες που πηγαίνουν στους Maiden, αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. 

Ο σκηνοθέτης εντέλει παρά το γεγονός ότι πιάνει την ψυχολογία του φανατικού groupie, χρησιμοποιεί τη συναυλία των Maiden ως αφορμή. Και επικεντρώνεται σε άλλα πράγματα. Οι δύο πιτσιρικάδες είναι ορφανά παιδιά. Ο Βάργκας δεν έχει μητέρα και ο πατέρας του, μετά τις ένδοξες στιγμές της νιότης του, είναι ένας μεθύστακας, loser, άνεργος, κάτι που σημαίνει πως ο πιτσιρίκος τη βγάζει άσχημα την εφηβεία του, μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση. Ο Τσούκι από την άλλη δεν έχει πατέρα και η μητέρα του είναι εργαζόμενη, η οποία όμως έχει εναποθέσει όλες της τις ελπίδες για καλύτερη ζωή στην... Παναγία. Είναι σε καλύτερη θέση οικονομικά από τον Βάργκας αλλά επίσης ζορίζεται – και τα βρίσκει μπαστούνια και με τα κορίτσια καθότι είναι λίγο χοντρούλης. Οι δυο τους όμως είναι κολλητοί. Και μέσα από την Οδύσσεια που βιώνουν κατά τη διάρκεια της ταινίας (που εξελίσσεται ολόκληρη μέσα στη μέρα κατά την οποία διεξάγεται η συναυλία) όπου μέχρι που θα τους ληστέψουν υπό την απειλή μαχαιριού, θα μαλώσουν, θα παλέψουν, θα απογοητευθούν, στο τέλος η φιλία τους θα γίνει πιο δυνατή. 

Ο Βάργκας θα πάει με την κοπέλα που τον γουστάρει στο αστεροσκοπείο όπου συχνά πήγαινε με τη μητέρα του (μια από τις πιο γλυκές σκηνές της ταινίας), ο Τσούκι θα ξεπεράσει τον φόβο του και θα ανοιχτεί στην πανέμορφη υπάλληλο του αντίστοιχου κολομβιανού μπουγατζατσίδικου στο οποίο συχνάζει: απαραίτητες σκηνές για να σπάσει λίγο και η ματσίλα. Και η κοινωνική ματιά του σκηνοθέτη, πάντα παρούσα: η αστυνομοκρατία, η φτώχεια, η παρανομία, όλα είναι εκεί, όπως και τα υπέροχα, τεράστια γκράφιτι στην μεγαλούπολη αυτή της Λατινικής Αμερικής. Η ανάγκη για τη δημιουργία μύθων (το ταξίδι στο Ρίο), η ανάγκη δικαίωσης, η θυσία (τρομερή η σκηνή με το τρύπωμα στη συναυλία από αλλού και το πέσιμο από τους σεκιουριτάδες) και η επόμενη μέρα. Και μέσα σε όλα αυτά ο Eddie (η μασκότ των Maiden), τα σκίτσα που δίνουν μια άλλη διάσταση σε συγκεκριμένες σκηνές και «Ο λύκος της στέπας» του Έρμαν Έσε, που έρχεται να υπογραμμίσει όμορφα την ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση των δύο φίλων. Ωραιότατο.

(η ταινία είχε μία και μοναδική προβολή/ μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)

Agosto AIFF 2020

Συνεχίζουμε το κινηματογραφικό μας ταξίδι με μια ταινία από την Κούβα. Τίτλος της: Αύγουστος (Agosto / August) του Armando Capó. Η ταινία λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Τορόντο τον Σεπτέμβριο του 2019. Εκτός από την Κούβα, για την ολοκλήρωσή της χρησιμοποιήθηκαν κεφάλαια από την Κόστα Ρίκα και από τη Γαλλία. Ο Armando Capó γεννήθηκε στην Γκιμπάρα της Κούβας. Σπούδασε Ντοκιμαντέρ στο Πανεπιστήμιο των Τεχνών της χώρας. Το «Agosto» είναι το ντεμπούτο του στις μεγάλου μήκους ταινίες μετά από έναν αριθμό μικρού μήκους που σκηνοθέτησε.

Η υπόθεση: Καλοκαίρι του 1994. Στην Γκιμπάρα, μια παραθαλάσσια πόλη της Κούβας, όπως και σε ολόκληρη τη χώρα, τα σχολεία κλείνουν και αρχίζουν οι καλοκαιρινές διακοπές του Αυγούστου. Ο Κάρλος, ένα όμορφο, 14χρονο αγόρι, νιώθει παράξενα με το τέλος της σχολικής χρονιάς. Ζει με τους γονείς του και τη γιαγιά του στο φτωχικό τους σπίτι. Το φαγητό είναι λίγο και το παίρνουν είτε με το δελτίο είτε ψαρεύοντας και οι διακοπές ρεύματος είναι συνεχείς. Τον Κάρλος, όμως, δεν φαίνεται να τον ενοχλούν όλα αυτά. Περνάει τον χρόνο του με τους κολλητούς του, αρχίζει να ενδιαφέρεται για τις γυναίκες και ερωτεύεται για πρώτη φορά. Δεν αντιλαμβάνεται τις αλλαγές που συντελούνται στη χώρα του μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης έως ότου ο ένας μετά τον άλλον, γείτονες και φίλοι φεύγουν με στόχο μια καλύτερη ζωή, που νομίζουν πως τους περιμένει στις ακτές των ΗΠΑ του Μπιλ Κλίντον. Αυτό το καυτό καλοκαίρι, ο κόσμος του Κάρλος θα έρθει τα πάνω κάτω.

Η άποψή μας: Η κρίση που βίωσε η Κούβα του Φιντέλ Κάστρο τον Αύγουστο του 1994 ήταν μία από τις μεγαλύτερες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει το μεγάλο νησί της Καραϊβικής σε όλα τα χρόνια της διακυβέρνησής της μετά την Επανάσταση. Ονομάστηκε «The Balseros Crisis» όπου Balseros ήταν όλοι εκείνοι οι Κουβανοί που με αυτοσχέδιες σχεδίες προσπάθησαν να φύγουν από τη χώρα. Πάνω από 35 χιλιάδες Κουβανοί εγκατέλειψαν την πατρίδα τους εκείνο το καλοκαίρι και πολλοί από αυτούς δεν τα κατάφεραν και πνίγηκαν στα νερά του Ατλαντικού, καθώς οι σχεδίες τους δεν άντεξαν. Με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο σκηνοθέτης φτιάχνει μια από εκείνες τις ταινίες όπου οι μικρές, προσωπικές ιστορίες διαμορφώνονται από το αδυσώπητο πέρασμα της μεγάλης, παγκόσμιας Ιστορίας ή/ και της Ιστορίας της χώρας. 

Ο Κάρλος ως 14χρονο αγόρι δεν θα ζούσε ό,τι βιώνει αν εκείνο το καλοκαίρι ήταν ένα παιδί στην Ελλάδα. Οι συγκεκριμένες, διαμορφωμένες συνθήκες δίνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ο πιτσιρικάς. Όπως σήμερα: όλοι βιώνουμε τις συνέπειες της πανδημίας. Αλλιώς όμως τις ζει ένα 14χρονο αγόρι στην Ελλάδα, αλλιώς στην Κούβα, αλλιώς στην Κίνα, αλλιώς στη Νιγηρία, αλλιώς στη Βραζιλία. Ο Κάρλος θεωρεί δεδομένα όλα όσα ζει. Θεωρεί δεδομένο ότι θα φροντίζει την κατάκοιτη γιαγιά του. Θεωρεί δεδομένο ότι θα φάει το φτωχικό φαγητό που θα βρεθεί στο τραπέζι του. Θεωρεί δεδομένο ότι θα υπάρχουν καθημερινές διακοπές ρεύματος. Όμως, η καθημερινότητά του, τα δεδομένα του, οι σιγουριές του κλονίζονται βίαια. Όταν στην αρχή άγνωστοί του συμπατριώτες και στη συνέχεια γνωστοί και ολοένα πιο κοντινοί σε αυτόν άνθρωποι φεύγουν από τη ζωή του. Για να πάνε αλλού. Για να κυνηγήσουν το όνειρο. Όνειρο στο οποίο θα απουσιάζουν οι μάχες για λίγα τρόφιμα με το δελτίο και το φάσμα της πείνας. 

Μετά από μια σειρά από απογοητεύσεις (από τον κολλητό του, από την κοπέλα που τον απέρριψε όταν εκείνος, άβγαλτος, συμπεριφέρθηκε λίγο πιο «έντονα» από όσο εκείνη επιθυμούσε, από τον πατέρα του) ο Κάρλος αρχίζει να βλέπει τη μεγαλύτερη εικόνα. Και συμπεριφέρεται σπασμωδικά. Χωρίς πυξίδα, χωρίς πραγματικά να ξέρει γιατί κάνει ό,τι κάνει. Εννοείται, χωρίς ιδεολογική κατεύθυνση: πόσο πολιτικά συνειδητοποιημένο μπορεί να είναι ένα 14χρονο αγόρι; Που δεν έχει και μέτρα σύγκρισης; Πάντως, μεγαλώνει. Μεγαλώνει βίαια. Το πρώτο του φιλί. Το πρώτο του χαμούρεμα. Η πρώτη απόρριψη. Ο αυνανισμός. Το να ακούει τους γονείς του να κάνουν σεξ. Το να ακούει τις τρομερές αφηγήσεις της γιαγιάς του για το πόσοι την ήθελαν όταν ήταν νέα, πόσους πολλούς άφησε να της τον «χώσουν», πως ο παππούς του δεν ήταν ιδιαίτερα προικισμένος («είχε μικρό πουλί ο παππούς γιαγιά;») αλλά ήξερε να το χρησιμοποιεί. 

Η φυγή από την οικογενειακή εστία για πρώτη φορά. Η... πρώτη φορά. Η γνωριμία με διαφορετικούς ανθρώπους. Ο φόβος που βλέπει. Η ελπίδα αλλά και ο φόβος. Κι όλα αυτά σε ένα υπέροχο νησί, με τη φύση να οργιάζει, τον ήλιο να καίει, τη θάλασσα να είναι εκεί, θελκτική, να περιμένει να γίνει κολυμπήθρα γαλήνης, δρόμος διαφυγής ή υγρός τάφος. Και στους τοίχους της πόλης συνθήματα για την Επανάσταση. Με πολλούς μη επαγγελματίες ηθοποιούς στο καστ και με μια ματιά που θα μπορούσες να πεις μέχρι και νεορεαλιστική, ο σκηνοθέτης καταθέτει όχι ένα αψεγάδιαστο κομψοτέχνημα αλλά μια δυνατή ταινία για όλα όσα κερδίζεις καθώς μεγαλώνεις μα κυρίως για όλα όσα χάνεις. Και κυρίως, την αθωότητά σου.

(η ταινία είχε μία και μοναδική προβολή/ μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)

Cicada AIFF 2020

Τελευταία ταινία για αυτήν την «ανταπόκριση», μάλλον η πιο ενδιαφέρουσα από τις τρεις που παρουσιάζουμε σήμερα. Τίτλος της: Τζιτζίκι (Cicada) του Matthew Fifer, με συνσκηνοθέτη τον Kieran Mulcare. Το πολύ ενδιαφέρον με αυτήν την ταινία είναι ότι βασίζεται σε βιώματα που έχει ζήσει ο ίδιος ο Matthew Fifer ενώ το additional story στο σενάριο έχει προσθέσει ο συμπρωταγωνιστής του στο φιλμ, Sheldon D. Brown, κι αυτός βασισμένος σε δικές του εμπειρίες. Στις Νύχτες Πρεμιέρας η ταινία συμμετέχει στο τμήμα «Τα αγαπημένα των φεστιβάλ». Η ταινία, που είναι η πρώτη μεγάλου μήκους την οποία σκηνοθετεί ο Fifer, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στις 20 Αυγούστου στο Outfest Film Festival στις ΗΠΑ.

Η υπόθεση: Καλοκαίρι του 2012, Νέα Υόρκη. Ο 25χρονος Μπεν κάνει πίσω τελευταία στιγμή και δεν παντρεύεται αυτή που όλοι νόμιζαν πως είναι η γυναίκα της ζωής του. Ο Μπεν είναι πανσεξουαλικός λευκός και αποφασίζει να ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο, ζώντας μια οργιώδη σεξουαλική ζωή, με μότο «ότι κινείται, εκτελείται». Σαφώς και προτιμάει τους άντρες. Κάποια στιγμή, σε ένα υπαίθριο παζάρι βιβλίων γνωρίζει τον Σαμ, έναν μαύρο, στον αντίποδα της δικής του ιδιοσυγκρασίας. Οι δυο τους δεν θα αργήσουν να γίνουν ζευγάρι. Ο Σαμ δεν έχει αποκαλύψει στον κύκλο του, την εργασία του και την οικογένειά του πως είναι γκέι. Και κουβαλάει τα δικά του τραύματα, σωματικά και ψυχολογικά. Από την άλλη, ο Μπεν αρχίζει να αναπτύσσει παράξενα συμπτώματα και είναι πεπεισμένος πως πάσχει από κάποια σοβαρή, ανίατη αρρώστια. Την ίδια περίοδο εξελίσσεται η πολύκροτη δίκη του Τζέρι Σαντάσκι, προπονητή ποδοσφαίρου σε κολέγιο, ο οποίος κατηγορείται πως κακοποίησε σεξουαλικά 52 νεαρά αγόρια...

Η άποψή μας: Γιατί βάφτισε την ταινία του «Τζιτζίκι» ο δημιουργός της; Λέει μερικά ωραία πράγματα στην ταινία, σαφώς και όλα έχουν μεταφορικό χαρακτήρα, οπότε η ελληνική βικιπαίδεια ήρθε αρωγός και σε αυτήν την περίπτωση: «Το τζιτζίκι ή ο τζίτζικας ή (κυπρ.) ζίζιρος είναι τα λαϊκά ονόματα διάφορων ειδών εντόμων από την οικογένεια των Τεττιγιδών (Cicadidae), ονομασία η οποία προέρχεται από τη λόγια λέξη τέττιξ (Cicada), που σημαίνει τζίτζικας στα αρχαία ελληνικά (και λατινικά). Το τζιτζίκι είναι ένα έντομο που ζει συνήθως στα δέντρα και παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο που προδίδει την παρουσία του. Αν και έχουν αρκετά μεγάλο μέγεθος για έντομα (2 με 5 εκατοστά) είναι δύσκολο να τα εντοπίσει κανείς, γιατί το χρώμα τους είναι παρόμοιο με το χρώμα των κορμών των δένδρων. 

Τα τζιτζίκια τρέφονται με τη λύμφη των βλαστών, τους οποίους τρυπά με μια ειδική προβοσκίδα, που μοιάζει με έμβολο. Το θηλυκό γεννά τα αυγά του μέσα σε τρύπες που κάνει πάνω στους μαλακούς βλαστούς. Αυτό γίνεται κατά τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο. Από τα αυγά βγαίνουν οι προνύμφες, περίπου κατά το τέλος του καλοκαιριού, οι οποίες κατεβαίνουν από τα δέντρα, κάνουν τρύπες μέσα στη γη, κοντά στις ρίζες κι εκεί μπορούν να ζήσουν και τέσσερα χρόνια (αλλού 17 ή 13 χρόνια) μέχρι που να μετατραπούν σε κανονικές νύμφες». Το ξέρατε εσείς αυτό; Αφού εκκολαφθούν οι προνύμφες, κάνουν τρύπες μέσα στη γη και μπορούν να ζήσουν εκεί για 17 ολόκληρα χρόνια μέχρι να μετατραπούν σε κανονικές νύμφες! 

17 ολόκληρα χρόνια ζουν «κρυμμένα» τα τζιτζίκια. Τόσα είναι και τα χρόνια που βασανίζεται ο Μπεν από κάτι που συνέβη στην παιδική του ηλικία. Σόρι που θα σας το χαλάσω, αλλά θα κάνω τρομερό σπόιλερ, οπότε όσοι θέλετε να διαβάσετε χωρίς να ξέρετε τι συμβαίνει, αποφύγετε την παράγραφο ανάμεσα στα κενά: Ναι, υπέστη σεξουαλική κακοποίηση όταν ήταν παιδί. Και αυτό προφανώς είναι κάτι το οποίο τον διαμόρφωσε. Η επίσκεψή του στην ψυχίατρο (η πανέμορφη Cobie Smulders, γνωστή κυρίως από το «How I Met Your Mother», είναι η πιο γνωστή ηθοποιός στο καστ) τον βοηθάει να συνειδητοποιήσει αυτό που απλά δεν ήθελε να αντιμετωπίσει. Γι' αυτό συμπεριφέρεται τόσο αλόγιστα σεξουαλικά. Γι' αυτό πριν γνωρίσει τον Σαμ έκανε σεξ μόνον όταν ήταν τέρμα πιωμένος ή φτιαγμένος. Γι' αυτό οι κρίσεις πανικού και τα σωματικά προβλήματα που νομίζει πως έχει. Γι' αυτό και η τόσο τρομερή εξομολόγηση στον εραστή του, όταν καταλαβαίνει πια τι ακριβώς του συμβαίνει: «δεν ήθελα να είμαι ομοφυλόφιλος γιατί για μένα το να γίνω ομοφυλόφιλος σήμαινε απλά ότι εκείνος είχε νικήσει». 

Καταλαβαίνετε τι μάχη δίνει αυτός ο άνθρωπος απλά να συνεχίσει να ζει την κάθε μέρα του. Η ταινία είναι τόσο προκλητική όσο ήταν το «Weekend» λίγα χρόνια πριν. Και ο πανσεξουαλικός της κεντρικός ήρωας θυμίζει τον ανάλογο που υποδύθηκε ο Michael Fassbender στο υπερτιμημένο «Shame» του Steve McQueen. Θα χρειαστεί η γνωριμία με το γιανγκ του, τον Σαμ, για να ισορροπήσει. Και να ξεκινήσει τη διαδικασία προς την ίαση. Που στη δεδομένη περίπτωση θα χρειαστεί όλο το κουράγιο του κόσμου για να πει τη δύσκολη αλήθεια στον άνθρωπο που αγαπά πιο πολύ από όλους στον κόσμο. Είναι η τελική σκηνή και ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί εξαιρετικά την εκκρεμότητα σε ένα συγκλονιστικό φινάλε. Θέλει να ωριμάσουν πολύ ακόμα οι συνθήκες για να είναι αποδεκτή αυτή η ταινία για το μεγάλο κοινό, είναι όμως μια δυνατή ταινία.

(η ταινία έχει τη δεύτερη προβολή της το Σάββατο, στις 19.45, στο Τριανόν/ μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 4 Οκτωβρίου)

Εδώ να σημειώσουμε πως το φεστιβάλ ολοκληρώνεται την Κυριακή 4 Οκτωβρίου, εμείς όμως σίγουρα θα έχουμε τουλάχιστον άλλη μία «ανταπόκριση». Και οι διαδικτυακές προβολές για αρκετές ταινίες συνεχίζονται μέχρι τις 11 Οκτωβρίου, οπότε όντως υπάρχει λόγος ύπαρξης και για άλλη ανταπόκριση.

Θόδωρος Γιαχουστίδης

TIFF 2020
Περισσότερα... »

Η Δίκη των 7 του Σικάγου (The Trial of the Chicago 7) PosterΗ Δίκη των 7 του Σικάγου
του Aaron Sorkin. Με τους Yahya Abdul-Mateen II, Sacha Baron Cohen, Joseph Gordon-Levitt, Michael Keaton, Frank Langella, John Carroll Lynch, Eddie Redmayne, Mark Rylance, Alex Sharp, Jeremy Strong, Noah Robbins, Danny Flaherty, Ben Shenkman, Kelvin Harrison Jr., Caitlin Fitzgerald, John Doman, J.C. Mackenzie.

The Whole World Is Watching
του zerVo (@moviesltd)

Μισό ακριβώς αιώνα μετά. Ο ίδιος τόπος που διατείνεται πως ορίζει την χώρα της ελευθερίας και την πατρίδα των θαρραλέων. Τρίχες κατσαρές! Η πρωτεύουσα της σαπίλας είναι, της δυσωδίας, της παράνομης μπόχας, ο παγκόσμιος ορισμός της κοινωνικής ανισότητας, του ρατσιστικού μίσους, ο worldwide χαλίφης που τα πασουμάκια του γλύφουν οι προσκυνημένοι σαν και του λόγου μας, μπας και τσιμπήσουν μισό δευτερόλεπτο εύνοιας παραπάνω, ο διαρκής και αιώνιος σερίφης, που ανακατεύεται όπου δεν τον σπέρνουν, μοιράζοντας πολεμικές μπόρες όπου του λάχει, προκαλώντας ορδές προσφύγων φουκαράδων. Η βιτρίνα του πάντως λαμπερή, ιλουστρασιόν, χλιδάτη. Εδώ θα ζήσεις το Αμέρικαν Ντριμ! Αν είσαι υποτακτικός και καταφέρεις να πάρεις ανάσα, όταν η μούρη σου είναι πατημένη στην άσφαλτο. Και μην βγάλεις κιχ για όλα αυτά. Σε καρτερεί η Θέμιδα. Με την ζυγαριά της πειραγμένη από πολύ πιο πριν. Κοντά μισό αιώνα. Και βάλε...

Η Δίκη των 7 του Σικάγου (The Trial of the Chicago 7) Quad Poster
Καυτός Αύγουστος του 68'. Η Πόλη των Ανέμων βρίσκεται σε κατάσταση αναβρασμού, ενόσω πανέτοιμη να φιλοξενήσει το Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών, οι ριζοσπαστικές οργανώσεις, εξοργισμένες από την άσχημη τροπή που παίρνει ο εφιάλτης του Βιετνάμ, θα κατεβούν με ειρηνικές διαθέσεις στους δρόμους τους Σικάγο, προκειμένου να υψώσουν αντιπολεμική φωνή αντίδρασης. Εκεί ακριβώς που θα τους στήσουν καρτέρι οι αστυνομικές δυνάμεις της πόλης, συνεπικουρούμενες από την σε κατάσταση μεγίστης ετοιμότητας Εθνοφρουρά, ένα ραντεβού που θα έχει σαν αποτέλεσμα την μετατροπή της διαδήλωσης, σε μια άνιση αιματηρή σύγκρουση με δεκάδες άοπλους πολίτες, βαρύτατα τραυματίες.

Προς γενική κατάπληξη όλων, ως συνωμότες κατά της πατρίδας, πρωτοστάτες και υπαίτιοι των ταραχών κρίθηκαν οι ηγέτες αντιπολεμικών και σοσιαλιστικής ιδεολογίας κινημάτων - οι ανατρεπτικοί φοιτητές SDS, το Κόμμα της Νεολαίας των Yippies, η επιτροπή ΜΟΒΕ υπέρ του τερματισμού της σύρραξης στην Ασία, φυσικά οι πάντοτε στο στόχαστρο Μαύροι Πάνθηρες - που αυτοστιγμεί οδηγήθηκαν στο εδώλιο, κατηγορούμενοι ως οι υποκινητές του χαλασμού στο Γκραν Παρκ. Ανάμεσα στους επτά υπόδικους, θα βρεθούν οι Άμπι Χόφμαν και Τζέρι Ρούμπιν, διάσημοι στον καλλιτεχνικό χώρο της μεγαλούπολης ως αρτίστες ενάντιοι στις μιλιταριστικές τάσεις της Κυβέρνησης, ο φιλόδοξος ιδεαλιστής Τομ Χέιντεν, ο αντιρρησίας συνείδησης Ντέιβιντ Ντελινγκερ και το υψηλόβαθμο στέλεχος των επαναστατών Πάνθερς, Μπόμπι Σιλ.

Από τις πρώτες κιόλας στιγμές της ακροαματικής διαδικασίας, θα γίνει αντιληπτό από όλους, κυρίως από το δίδυμο των αμισθί μαχόμενων συνηγόρων υπεράσπισης, Ουίλιαμ Κάνσλερ και Λέοναρντ Γουάιν γκλας, πως το θέατρο που προΐσταται ο "σεβάσμιος" δικαστής Τζούλιους Χόφμαν είναι στημένο. Και σκοπό έχει, κατόπιν των υπόγειων ενεργειών των συμμοριτών της CIA να καταδικαστούν παντί τρόπω οι εναγόμενοι, ώστε να αναδειχτεί θριαμβευτής η νέα, πλην προβληματική, ρεπουμπλικανική Διοίκηση Νίξον.

Πρόκειται φυσικά για την κινηματογραφική μεταφορά των όσων συνέβησαν πριν αλλά και κατά την διάρκεια της πολύκροτης δίκης, διάρκειας περισσοτέρων των 150 ημερολογιακών ημερών, που κυριολεκτικά συγκλόνισε την κοινή γνώμη της Αστερόεσσας. Και αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που το συγκεκριμένο θέμα απασχολεί την έβδομη τέχνη, αφού αναφορές σε αυτό έχουν κάνει στα έργα τους σκηνοθέτες τους διαμετρήματος των Godard, Woody Allen και Kerry Feltham. Είναι όμως η συγκυρία της παρουσίας στον Προεδρικό θώκο της Αμέρικα αυτού του αποκρουστικού παλιάτσου, αναβιωτή των αντιδημοκρατικών ιδεωδών, που έχει οπλίσει νομιμοφανώς το χέρι κάθε ακροδεξιού φασίστα, ώστε να εκτελεί τον ανυποψίαστο (συνήθως μειονοτικό) κοσμάκη επειδή έτσι, απλά, του κάπνισε. Σε σημείο που αν δεν υπήρχε η Δίκη στην αλήθεια, κάποιος θα επιβαλλόταν να την σκιτσάρει μυθοπλαστικά ως μεταφορά, ως αλληγορία.

Εννοείται πως σε κανένα σημείο η ιστορική έρευνα δεν παρακάμπτει δεδομένα, που είτε έχουν καταγραφεί στα πρακτικά της διαδικασίας, είτε συνέβησαν στην πραγματικότητα εκείνο το καυτό καλοκαίρι του 68', το στιγματισμένο από τις δύο συνταρακτικές πολιτικές δολοφονίες, των Ρόμπερτ Κένεντι και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Το ζήτημα επί της παρούσης ήταν το ποιος ικανός γραφιάς, θα κατάφερνε να πάρει τα υπάρχοντα ντάτα και να τα μετουσιώσει σε σενάριο τέτοιο, που ούτε να βαρύνει από τις μακροσκελείς απολογίες, μαρτυρίες, ενστάσεις και αγορεύσεις, ούτε να χάσει μισό ψήγμα ρεαλισμού, ως αντανάκλαση του υπαρκτού δοσιλογικά χθες, στο καθρεφτίζων του απόψε.

Δεν νομίζω πως γύρισε και πολύ η κληρωτίδα πριν καταλήξει στο όνομα του Aaron Sorkin, εκεινού που με την πένα του έχει σχηματίσει όσο κανείς το σύγχρονο πολιτικό γίγνεσθαι των Στέιτς, μέσα από φιλμς έντονου σοσιολογικού προβληματισμού σαν τα Social Network, Steve Jobs και Moneyball. Καθήμενος και στην καρέκλα του έχοντα το γενικό πρόσταγμα ο 60χρονος Νεουορκέζος, γνωρίζει καλά πως έχει στα χέρια του μια ξυραφένια ιστορία, με θεμέλια τόσο στέρεα, ώστε πάνω τους να πετύχει να κτίσει μια ταινία που ναι μεν λαμβάνει χώρα πολύ πιο πριν, αλλά αντανακλά όσο τίποτα άλλο στο ανάξιας διακυβέρνησης σήμερα. Κι αυτό ακριβώς, πέρα από οποιαδήποτε άλλη αρτιστική αξία του έργου, είναι που καθιστά το The Trial Of The Chicago 7 τόσο σημαντικό. Σε αξία, έννοια, μαθησιακή γνώση, προκειμένου The Whole World που Watching να εκπαιδευτεί για το τι τρέχει στις μέρες του, μέσα από το ίδιο του το παρελθόν.

Κάποια πράγματα βλέπεις δεν αλλάζουν ποτέ, ίδια παραμένουν σε βάθος χρόνου, ειδικά αν μιλούμε για τις ΗΠΑ, που οι κολυμπήθρες του Σιλωάμ τους, λειτουργούν οσιοποιητικά για κάθε λογής απόβρασμα, κατακάθι, μπάτσο, ματατζή, μάρσαλ, πράκτορα, διπλωμάτη, γερουσιαστή, υπουργό, ίσαμε πλανητάρχη, που πράττει δίχως το παραμικρό ανθρωπιστικό κίνητρο. Και αυτό το ντέζα βου είναι που κατορθώνει σε απόλυτο βαθμό ο Sorkin, δείχνοντας στο πόνημα του, το πόσο η καλοπερασάδικη κοινωνία παραμένει στάσιμη και ανενεργή μπροστά στα ακραία φαινόμενα βίας που προκαλούν ένστολοι και μυστικοί, με άνωθεν εντολή.

Το δίωρο της διάρκειας της Δίκης κυλάει νερό, με τον μαέστρο να μεταθέτει σαν σε πινγκ πονγκ την δράση από την ημιφωτισμένη, μουχλιασμένη αίθουσα του δικαστηρίου (μαγική η κινηματογράφηση του Φαίδωνα Παπαμιχάλη ξανά) στο φλασμπάκ μπάχαλο των αναταραχών. Φροντίζοντας συνάμα να μην αφήσει ούτε μισή από τις, όχι και λίγες, συμμετέχουσες στο στόρι περσόνες αναξιοποίητη. Είναι φυσικό η κατανομή του ειδικού βάρους σε καθεμιά τους να μην είναι το ίδιο, επί συνόλου στο φινάλε όμως, κανένα από τα τεμάχια του παζλ δεν αφήνει κάποιο κενό, έστω ελάχιστο, ώστε ο θεατής να αισθανθεί μια πιθανή σεναριακή τρύπα - παράπονο. Και σκηνοθετικά ισχύει αυτό, αν κάποιος διατηρεί το γνώριμο φίλινγκ της αδυναμίας των γραφιάδων να συντάξουν σωστά τις εικόνες τους.

Μοιάζει με γρίφο, το να αναδείξει κανείς εκείνον τον ηθοποιό που δικαιούται το περισσότερο χειροκρότημα από το πολυπληθές καστ, πασίγνωστων αστέρων. Εκτιμώ όμως πως η πιο ξεχωριστή ερμηνεία, από ένα ανσάμπλ που η ποιότητα του αγγίζει ουρανούς, ανήκει στον γηραιότερο της φράξιας, έναν καταπληκτικό ρολίστα με τριψήφιο αριθμό συμμετοχών στην φιλμογραφία του. Ο καθηλωτικός Frank Langella, φορώντας την τήβεννο του απαθή, σημαδεμένου αποξαρχής δικαστή, στην ουσία προσωποποιεί μια ολόκληρη τάξη αστών καλοβαλμένων, που κινούνται ως καλογυαλισμένα γρανάζια του κρατικού μηχανισμού, δίνοντας του με το κύρος τους το άλλοθι που επιζητούν για τις πομπές τους. Δεν ξέρω σε πόσα οβερούλντ του, έψαξα να βρω το κρυφό μονοπάτι προς το εκράν, μήπως του αρπάξω το σφυράκι από το χέρι.

Στο νήμα επάνω, ακολουθεί η παρουσία του τόσο πειστικού ως δικηγόρου Κάνσλερ με το τριμμένο σακάκι και τα λιγδωμένα μαλλιά, Οσκαρούχου Mark Rylance, που συνθέτει αντάμα του ένα απίστευτο κόντρα ντουέτο, ενορχηστρωτικό της άψογης ομάδας που συνυπάρχει τριγύρω. Του αβανταρισμένου στον επίλογο Redmayne, του χαμαιλέοντα χίπη Sacha Baron Cohen που μαζί με τον διόσκουρο Jeremy Strong ορίζουν (και) το γλαφυρό πεδίο του σκριπτ, του γιγάντιου ως αλυσοδεμένου αφροαμερικάνου σκλάβου Yahya Abdul Mateen, του ζορισμένου από την απανθρωπιά, αν και δημόσιου κατήγορου Gordon Levitt.

Προσωπικά θα έβαζα και στοίχημα όλο μου το βιος, πως πίσω από κάθε κατ και άξιον των γυρισμάτων κρύβεται ινκόγκνιτο ο Spielberg. Η ντιρεκτορική γραμμή είναι σήμα κατατεθέν του, ενώ η γνώριμη εμμονή του εδώ και δεκαετίες με την υπόθεση των Επτά, με πείθει όλο και πιο πολύ πως δεν πρέπει να έλειψε μέρα από το σετ. Ακόμη κι αν μια τέτοια εικασία δεν ισχύει, από την αξία μιας τεράστιας δημιουργίας όπως αυτή των Chicago 7, δεν αφαιρείται ούτε πόντος. Νόημα, ζουμί, προβληματισμός, άψογος ρυθμός, πάθος, συναίσθημα, αγώνας. Αναπαράσταση! Μια ταινία του άτυχου 2020, που με τεράστια ευκολία θα πίστευα πως γυρίστηκε εκεί πίσω στα μαγικά 70s. Την εποχή δηλαδή που μας έκαμε να αγαπήσουμε τον σινεμά και έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Η Δίκη των 7 του Σικάγου (The Trial of the Chicago 7) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Οκτωβρίου 2020 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Vivarium Poster ΠόστερVivarium
του Lorcan Finnegan. Με τους Jesse Eisenberg, Imogen Poots, Jonathan Aris, Senan Jennings, Eanna Hardwicke.


Σπίτι σου, σπίτι μου ή και κάπου αλλού
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Συνεκδοχή να 'χαμε να λέγαμε

Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 25 Μαΐου του 1979 στο Δουβλίνο, Ιρλανδός Lorcan Finnegan. Η πρώτη του ήταν το απρόβλητο στη χώρα μας «Without Name» (2016). Έχει γυρίσει κι αρκετές μικρού μήκους ταινίες, οι οποίες συμμετείχαν σε μια σειρά από φεστιβάλ.

Vivarium Poster Πόστερ Wallpaper
Το Vivarium έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο περσινό φεστιβάλ των Καννών όπου έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό μέρος του τμήματος «Εβδομάδα της Κριτικής». Οι πρωταγωνιστές της ταινίας Jesse Eisenberg και Imogen Poots, έχουν παίξει ξανά μαζί στο φιλμ «The Art of Self-Defense» (επίσης του 2019) κι εδώ έχουν και ρόλο ως executive producers.

Η υπόθεση: Ο Τομ και η Τζέμα είναι ένα νεαρό ζευγάρι. Εκείνος, Αμερικάνος, επαγγελματίας κηπουρός. Εκείνη, Βρετανή, δασκάλα σε σχολείο. Δεν είναι παντρεμένοι ακόμα αλλά η σχέση τους είναι σοβαρή και σκέφτονται να συγκατοικήσουν. Απορρίπτουν το ένα σπίτι μετά το άλλο και στην αναζήτησή τους πέφτουν επάνω σε ένα συγκρότημα κατοικιών στα προάστια ονόματι Yonder (θα το μεταφράζαμε σαν κάτι «εκεί πέρα μακριά»). Τους οδηγεί εκεί ένας παράξενος υπάλληλος του μεσιτικού γραφείου ονόματι Μάρτιν. 

Τα σπίτια είναι ok αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι όλα είναι ίδια, πανομοιότυπα, βαμμένα στο ίδιο πράσινο χρώμα, χωρίς ίχνος άλλου ανθρώπου πουθενά! Ο Τομ και η Τζέμα απορρίπτουν αμέσως την πιθανότητα να μείνουν εκεί. Το θέμα είναι πως ο Μάρτιν εξαφανίζεται. Και στην προσπάθειά τους να βγουν από το συγκρότημα απλά δεν τα καταφέρνουν! Κι όταν τους τελειώνει η βενζίνη, αποφασίζουν να μπουν «για λίγο» στο σπίτι με το Νο9, αυτό που τους έδειξε ο Μάρτιν. Ο εφιάλτης τους μόλις έχει ξεκινήσει...

Η άποψή μας: Έχεις μια ωραία ιδέα για ταινία. Να χαρώ εγώ. Βρίσκεις λεφτά, βρίσκεις ηθοποιούς και ξεκινάς να τη γυρίσεις. Πάρα πολύ ωραία. Δεν καταλαβαίνεις πως το υλικό που έχεις στα χέρια σου κάνει για μια εξαιρετική μικρού μήκους και μόνο; Δεν το διαπιστώνεις; Κρίμα. Κι αν το διαπιστώνεις και δεν κάνεις τίποτε να το διορθώσεις, ε, τότε, δυο φορές κρίμα. Κι άδικο. Για τους θεατές. Αυτό συμβαίνει στο «Vivarium». Αλήθεια, δεν σας θυμίζει τη λέξη Planitarium το Vivarium; Ή τη λέξη Aquarium; Λοιπόν, Vivarium στα λατινικά σημαίνει «τόπος ζωής». Πλέον, σημαίνει μια περιοχή, συνήθως κλειστή, για τη διατήρηση και την εκτροφή ζώων ή φυτών προς παρατήρηση ή έρευνα. Συχνά, ένα τμήμα του οικοσυστήματος για ένα συγκεκριμένο είδος ζώου ή φυτού, προσομοιώνεται σε μικρότερη κλίμακα, διαθέτοντας τους απαραίτητους ελέγχους αναφορικά με τις περιβαλλοντικές συνθήκες. 

Οπότε, το vivarium του τίτλου μας τα λέει όλα: θα παρακολουθήσουμε σαν πείραμα, τη ζωή ενός ζευγαριού στα προάστια. Ωραίο; Ναι, μια χαρά ακούγεται. Η πραγματικότητα, όμως, είναι κάθε άλλο παρά «μια χαρά». Η ταινία ξεκινά υποβλητικά. Καθώς πέφτουν τα ζενερίκ της έναρξης βλέπουμε αυτό που έχουμε ακούσει για τους κούκους. Οι κούκοι δεν φτιάχνουν φωλιές και αφήνουν τα αυγά τους σε φωλιές άλλων πουλιών. Από τη στιγμή που εκκολάπτονται, τα νεογνά κουκάκια προσπαθούν με κάθε τρόπο να... εξαφανίσουν τον ανταγωνισμό. Με κινήσεις τους πετούν τα άλλα αβγά από τη φωλιά ή τα άλλα νεογνά! Και ταΐζονται από πουλιά – τους γονείς των άλλων νεογνών – που δεν είναι γονείς τους. Άθλιοι οι κούκοι, σωστά; Μάλιστα. Εδώ, και η κινηματογράφηση είναι σούπερ και η μουσική είναι αρκούντως απειλητική οπότε ο σκηνοθέτης μας βάζει κατευθείαν στο κλίμα της ταινίας. 

Αυτό που θα παρακολουθήσουμε είναι μια κοινωνική αλληγορία. Για όποιους δεν κατάλαβαν, υπάρχει και η σκηνή αμέσως μετά όπου η Τζέμα εξηγεί σε ένα κοριτσάκι αυτό που μέχρι εκείνη τη στιγμή υπονόησαν οι εικόνες. «Γιατί το έκαναν αυτό;», σκέφτεσαι. Και μετά λες «δεν πειράζει μωρέ, τα εξηγεί η κοπέλα για όσους δεν κατάλαβαν». Μουάχαχαχαχαχαχα, ναι, είθε να ακολουθούσε αυτήν την τακτική ο σκηνοθέτης και αργότερα, όταν αρχίζει το mindfuck που είναι όμως ντεμέκ και δήθεν και mindfuck για το mindfuck ήτοι, πνευματικός αυνανισμός του χειρίστου είδους. Γιατί από τη στιγμή που παγιδεύεται το ζευγάρι στο σπίτι με το Νο9, με ελάχιστες εκλάμψεις, αυτό που βλέπουμε είναι απλούστατα βασανιστικό για τον θεατή! Καταρχήν, δεν μπορείς να αποσαφηνίσεις τους στόχους του σκηνοθέτη. 

Τι είναι η ταινία του; Ένας καφκικός εφιάλτης για την δυσβάσταχτη βαρύτητα του είναι; Μια κριτική για τη σύμβαση της ύπαρξης; Ένα ανελέητο ξιφούλκημα εναντίον των προαστίων και όλων όσων αντιπροσωπεύουν; Μια weird επίθεση στον κομφορμισμό; Με ολίγη από προσπάθεια αποσαφήνισης του τι είναι μητρότητα; Ο Τομ σκάβει ως άλλος Σίσσυφος την αδιέξοδη τρύπα στο έδαφος, η Τζέμα λέει διαρκώς «I'm not your mother» στο μούλικο που την αποκαλεί μητέρα και αυτό συνεχίζεται ατέρμονα, μέχρι εξαντλήσεως της υπομονής του θεατή! Λίγο «Twilight Zone» εδώ, λίγο «Truman Show» εκεί, μια τζούρα «Invasion of the Body Snatchers», μια εσάνς «Εξολοθρευτή Άγγελου», μια κουταλιά Roy Andersson και αυτό το πάτσγουορκ εντέλει δεν λειτουργεί. 

Τρομερή η δουλειά στην καλλιτεχνική διεύθυνση, προσπαθούν όσο μπορούν και οι ηθοποιοί, αλλά το τελικό αποτέλεσμα απλά είναι... αχώνευτο. Σαν το παιδάκι που μεγαλώνει το ζευγάρι, το οποίο όταν μιλάει έχει άθλια χροιά φωνής (γουάι;;;;) κι όταν τσιρίζει, θέλεις να μπεις μέσα στην οθόνη και να το σαπίσεις στο ξύλο! Σαδιστής ο σκηνοθέτης, δεν εξηγείται αλλιώς. Και ο θεατής εντέλει συμπάσχει με το ζευγάρι κι έχει τις ίδιες αντιδράσεις με αυτό: από το αρχικό «Help» που γράφουν ο Τομ και η Τζέμα στην ταράτσα του σπιτιού με το Νο9 αναμένοντας μάταια βοήθεια, καταλήγουν στο ανορθόγραφο μα τόσο εύγλωττο «Fuc U»!

Vivarium Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Οκτωβρίου 2020 από την Weird Wave!
Περισσότερα... »

Νύχτες Πρεμιέρας 2020 Live Poster
Νύχτες Πρεμιέρας 2020 LIVE Ep.1 - "... μείζων δέ τούτων ἡ ἀγάπη"

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Θα κάνω μια μικρή εισαγωγή. Πολύ μικρή. Τόση δα. Ξεκινώντας με μιαν αντιγραφή, από το δελτίο τύπου σχετικά με την τελετή έναρξης: «Σε αισιόδοξο και συγκινητικό κλίμα πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020 η Τελετή Έναρξης του 26ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, ταυτόχρονα στον θερινό κινηματογράφο της Αίγλης Ζαππείου και Ριβιέρας από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Φεστιβάλ, Λουκά Κατσίκα...». Μάλιστα. Η πανδημία μας έχει ξεσκίσει. Όλοι το ξέρουμε αυτό. Και μέχρι να τελειώσει ή θα μάθουμε να ζούμε μαζί της, βρίσκοντας τρόπο να ξεπερνάμε τις αντικειμενικές και τις υποκειμενικές δυσκολίες που απλώνει στο διάβα της ή θα παραιτηθούμε, θα μπούμε στις τρύπες μας και θα άδουμε όλοι μαζί το «Η ζωή εν τάφω».

Σε όλο τον κόσμο είχαμε ακυρώσεις κινηματογραφικών φεστιβάλ, μεταθέσεις ημερομηνιών ή φεστιβάλ νέου τύπου. Νέου τύπου, όπου ένα μέρος του φεστιβάλ λαμβάνει χώρα εκεί που πρέπει να λαμβάνουν χώρα τα κινηματογραφικά φεστιβάλ, στις σκοτεινές αίθουσες δηλαδή ή (γιατί όχι;) στους θερινούς κινηματογράφους κι ένα άλλο μέρος διεξάγεται «ηλεκτρονικά», μέσα από προβολές ταινιών στο διαδίκτυο. Προφανώς και το δεύτερο μέρος δεν είναι και ό,τι καλύτερο αλλά είναι κι αυτό μια κάποια (προσωρινή ευελπιστούμε όλοι) λύση. Οπότε φίλτατοι, ναι, μπορούμε να κάνουμε «ανταποκρίσεις» από το φεστιβάλ της Αθήνας ενώ βρισκόμαστε τρεισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στο Τσέστερφιλντ!

Μουάχαχαχαχα, τεχνολογία ρε φίλε. Αυτά είναι. Εννοείται πως δεν θα μπορέσουμε να γράψουμε για 40+ ταινίες, όπως κάναμε τα παλιά, καλά χρόνια, με τη φυσική μας παρουσία σε φεστιβάλ. Οτιδήποτε πάνω από 10 ταινίες θα είναι κατόρθωμα αυτήν τη φορά. Έτσι κι αλλιώς 21 είναι μόλις οι ταινίες που διατίθενται προς προβολή μέσω του διαδικτύου. Για να δούμε τι θα δούμε και τι θα πούμε μόλις δούμε. Πάμε για την πρώτη τριάδα ταινιών λοιπόν! Που, με τον έναν ή άλλο τρόπο, έχουν ως επίκεντρο της θεματικής τους την αγάπη: την πρώτη αγάπη στο γαλλικό φιλμ, την αδελφική αγάπη στο ελβετικό φιλμ και την γκέι «γκρίζα» αγάπη στο φιλμ από το Χονγκ Κονγκ.

Seize printemps AIFF 2020

Πρώτη ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε σε τούτη την «ανταπόκριση» είναι το γαλλικό 16 φορές άνοιξη (Seize printemps / Spring Blossom) της Suzanne Lindon. Στο φεστιβάλ συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα, κουβαλώντας την «έγκριση» (label) του φεστιβάλ Καννών (ως επιλογή του φεστιβάλ αν τελικά διεξαγόταν) ενώ ήδη έχει προβληθεί στα φεστιβάλ του Τορόντο (στο τμήμα Discovery) και του Σαν Σεμπαστιάν (στο τμήμα New Directors). H 20χρονη Suzanne έγραψε το σενάριο της ταινίας στα 15 της χρόνια (!!!) και τέσσερα χρόνια μετά άρχισε να τη σκηνοθετεί και είναι η πρωταγωνίστρια του πρώτου της φιλμ, ενώ τραγουδάει κιόλας σε αυτό! Σημαντική λεπτομέρεια: είναι κόρη δύο πολύ σημαντικών Γάλλων ηθοποιών: του Vincent Lindon και της Sandrine Kiberlain, που την απέκτησαν κατά τη διάρκεια του δεκαετούς γάμου τους – χώρισαν όταν η Suzanne ήταν οχτώ ετών.

Η υπόθεση: Η Σουζάν είναι ένα 16χρονο κορίτσι. Ζει με τους γονείς της και τη μεγαλύτερη αδελφή της στο 18ο διαμέρισμα του Παρισιού. Και... βαριέται. Αφόρητα. Κυρίως, τους συμμαθητές της και τα ενδιαφέροντά τους, που δεν της φαίνονται καθόλου ενδιαφέροντα. Καθημερινά, πηγαίνοντας στο σχολείο της, περνάει μπροστά από ένα μπιστρό, σε μια πλατεία που διαθέτει κι ένα θέατρο. Μια μέρα, την προσοχή της τραβάει ένας όμορφος, σαφώς μεγαλύτερός της, άνδρας. Είναι ο Ραφαέλ, 35χρονος ηθοποιός που παίζει σε παράσταση του συγκεκριμένου θεάτρου και πίνει συχνά τον καφέ του στο μπιστρό. Η Σουζάν περνάει από τις κρυφές ματιές σε ολοένα και πιο φανερές προσπάθειες να γνωρίσει τον Ραφαέλ, ο οποίος τις αντιλαμβάνεται τελικά. Και οι δυο τους τελικά συνάπτουν μια σχέση που κινείται μεταξύ παράξενης φιλίας και πλατωνικού έρωτα. Υπάρχει μέλλον σε μια τέτοιου είδους σχέση; 

Η άποψή μας: Νεορομαντισμού το ανάγνωσμα. Και πολυεπίπεδο επίτευγμα το τελικό αποτέλεσμα. Η ταλαντούχα Suzanne Lindon, με τη βραχνή φωνή και τα ευλογημένα γονίδια, δεν κάνει κάτι ριζοσπαστικό, επαναστατικό ή πρωτοφανές. Έναν πρώτο έρωτα σκιαγραφεί με πολύ όμορφο τρόπο, κατορθώνοντας παράλληλα να αποφύγει τις προφανείς παγίδες στις οποίες θα έπεφτε με ενδεχόμενους λάθους χειρισμούς και επικίνδυνες σκηνοθετικές και σεναριακές επιλογές. Θέλω να πω, μια παραμυθία αλά «Λολίτα» θα μπορούσε σφόδρα να παρεξηγηθεί και να δημιουργήσει αντιδράσεις. Θα μου πεις, σκοπός της τέχνης είναι να προκαλεί και αντιδράσεις. Ok, fair enough, αλλά ενδεχόμενη σαρκική επαφή ανάμεσα σε δύο ανθρώπους από τους οποίους ο ένας είναι ανήλικος θα οδηγούσε σε μια σειρά από ηθικά δύσκολα και δύσβατα μονοπάτια.

Και εν πάση περιπτώσει δεν ήθελε να μας δείξει κάτι τέτοιο η κοπέλα. Για να καταλάβετε, το μόνο που μοιράζονται οι δύο ερωτευμένοι είναι σκέψεις, χαμόγελα, ματιές, αγγίγματα, αγκαλιές, φιλιά αλλά όχι στο στόμα και μουσικές. Εδώ να σημειώσουμε πως οι δύο σκηνές με την «ξαφνική», αρμονική χορογραφία των δυο τους, της Σουζάν και του Ραφαέλ, υπό τους ήχους υπέροχης μουσικής, είναι από τις πιο όμορφες της ταινίας, όντας και οι πλέον... σουρεάλ. Πάντα όμως στο πνεύμα του ρομαντισμού που διαπερνά όλη τη ραχοκοκαλιά του φιλμ. Α, μοιράζονται και βυσσινάδα με λεμονάδα: αξίζει μιας δοκιμής αυτό, σωστά;  

Η ταινία τοποθετείται χρονικά στο τώρα και κάτι που κάνει εντύπωση είναι η παντελής απουσία της τεχνολογίας και των social media από την εικόνα. Η Σουζάν θα μπορούσε να υπερνικήσει τη βαρεμάρα της παίζοντας κάποιο σούπερ γουάου παιχνίδι σε κάποια hitech κονσόλα ή να περνάει όλη της τη μέρα χαριεντιζόμενη στο fb ή βγάζοντας duck face πόζες στο instagram. Θα μπορούσε. Δεν το κάνει όμως. Αντ' αυτού, κρατάει στο χέρι της και διαβάζει όποτε μπορεί ένα κατακόκκινο βιβλίο του Μπορίς Βιάν! «Πως μου τη δίνουν οι δικοί μου Θε μου/ κι οι βαρετοί συμμαθητέ μου», που έλεγε και ο Σαββόπουλος; Ε, αυτό. Επίσης, βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μια σκηνοθετική επιλογή. Ελπίζω δηλαδή να είναι συνειδητή επιλογή κι όχι τυχαίο εύρημα, το οποίο διαπίστωσα μοναχός μου, όπερ σημαίνει, γεράσαμε Θόδωρε.

Αλλά όχι, δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Τα κάδρα είναι πολύ σταθερά και η κάμερα σπάνια κινείται. Εντέλει, όμως, φαίνεται πως η κάμερα είναι στο χέρι. Και κάθε λίγο ένα ανεπαίσθητο τίναγμα «κουνάει» το κάδρο, σαν ένα τικ, που πρέπει να προσέξεις πολύ για να το αντιληφθείς. Γιατί; Χμ, επειδή η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση είναι ένα γεγονός βίαιο, αλλά η Σουζάν έχει την ωριμότητα να το χειριστεί με τον δικό της τρόπο ώστε αυτή η μετάβαση να γίνει όσο το δυνατόν πιο ομαλά; Με παρουσιαστικό που παραπέμπει στη Charlotte Gainsbourg (τέκνο επίσης διάσημων και ταλαντούχων γονέων, του Serge Gainsbourg και της Jane Birkin) και πείθοντας γενικώς ως 16χρονη στην ταινία, η Suzanne Lindon κερδίζει το στοίχημα.

Κι αυτό γιατί πέρα όλων των άλλων, δεν πέφτει στην παγίδα της ακατάσχετης πολυλογίας (χαρακτηριστικό πάμπολλων γαλλικών ταινιών) και κρατάει το όλον σε ένα στακάτο και συμπαγές τελικό αποτέλεσμα διαρκείας μόλις 73 λεπτών. Να πούμε και δύο λόγια για τον Arnaud Valois, που έχει και το κατάλληλο παρουσιαστικό και την κατάλληλη υποκριτική δυναμική για να υπηρετήσει το ρόλο του. Ναι, δεν μπορεί να... κάνει το δέντρο, όπως του ζητάει ο σκηνοθέτης του θεατρικού στο οποίο συμμετέχει ούτε καταφέρνει να πείσει την Σουζάν να ανέβει στο μηχανάκι του (από τις πιο αστείες σκηνές της ταινίας) αλλά αντιμετωπίζει τη δική του βαρεμάρα με έναν τρόπο απολύτως ειλικρινή και παιχνιδιάρικο. Θα είναι για πάντα ο πρώτος έρωτας της Σουζάν. Και τίποτε δεν θα μπορέσει να τον βγάλει από τη μνήμη της. Και από την καρδιά της.

(η ταινία έχει τη δεύτερη προβολή της την Τετάρτη 30/09, στις 19.30, στον θερινό ΛΑΪΣ, της Ταινιοθήκης της Ελλάδος / μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)

Schwesterlein AIFF 2020

Συνεχίζουμε το κινηματογραφικό μας ταξίδι με μια ταινία από την Ελβετία. Τίτλος της: Η μικρή μου αδελφή (Schwesterlein / My Little Sister) των Stéphanie Chuat και Véronique Reymond. Η ταινία λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βερολίνου του περασμένου Φεβρουαρίου και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Ελβετίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, διεκδικώντας μια θέση στην πεντάδα της επόμενης απονομής – όποτε κι όπως κι αν γίνει αυτή. Το δημιουργικό δίδυμο πίσω από την ταινία προέρχεται από την γαλλόφωνη Ελβετία. Ξεκίνησαν τη συνεργασία τους από την κοινή τους αγάπη για το θέατρο. Αρχικά, ανέβαζαν παραστάσεις για συγγενείς και φίλους, έπειτα οδήγησαν το θεατρικό τους πάθος στους δρόμους κι εντέλει στη θεατρική σκηνή. Όταν αποφάσισαν να ενθέσουν βιντεοσκοπημένα κομμάτια στις θεατρικές τους παραστάσεις ενθουσιάστηκαν από το νέο – γι' αυτές – δραματουργικό μέσο. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που συνσκηνοθετούν (συνυπογράφοντας και το σενάριο) μετά το «La petite chambre» (2010). Έχουν επίσης γυρίσει μαζί δύο ντοκιμαντέρ, μικρού μήκους ταινία και τηλεοπτική σειρά!

Η υπόθεση: Η Λίζα Νίλσεν είναι μια ταλαντούχα θεατρική συγγραφέας, η οποία εγκατέλειψε το αγαπημένο της Βερολίνο προκειμένου να ακολουθήσει τον σύζυγό της, τον Μάρτιν, στο κυνήγι της δικής του καριέρας. Ο Μάρτιν είναι διευθυντής μιας διάσημης ιδιωτικής σχολής για τέκνα ολιγαρχών ανά τον κόσμο, η οποία βρίσκεται στο μικρό, χειμερινό, ελβετικό ριζόρτ Λεϊσίν. Το σχέδιο είναι να μείνουν εκεί για λίγο καιρό και μετά να επιστρέψουν στο Βερολίνο. Η Λίζα μεγαλώνει τα δυο τους παιδιά ενώ παράλληλα διδάσκει λογοτεχνία στην πρεστιζάτη σχολή. Όταν ο μεγαλύτερος κατά δύο λεπτά δίδυμος αδελφός της Σβεν ανακαλύπτει ότι πάσχει από λευχαιμία, η Λίζα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να του συμπαρασταθεί. 

Μέχρι και μυελό των οστών του προσφέρει σε μια μεταμόσχευση που ενδεχομένως να του σώσει τη ζωή. Ο Σβεν είναι πασίγνωστος ηθοποιός της σημαντικότερης θεατρικής σκηνής του Βερολίνου. Το μόνο που ονειρεύεται είναι να παίξει και πάλι τον αγαπημένο του «Άμλετ» στο θέατρο, έργο που ξέρει απ' έξω και ανακατωτά. Ο σκηνοθέτης, όμως, και πρώην σύντροφος της αδελφής του, φοβάται πως ο Σβεν δεν είναι σε θέση να τα καταφέρει. Η Λίζα τα βάζει με όλους και όλα προκειμένου να πραγματοποιήσει την επιθυμία του αδελφού της. Ακόμα και καινούργιο θεατρικό μονόλογο ετοιμάζει μετά από χρόνια, μόνο για εκείνον. Το ζήτημα είναι αν η μεταμόσχευση θα πετύχει...

Η άποψή μας: Δεν είναι συχνό το φαινόμενο να παρακολουθούμε σε μια ταινία την απεριόριστη αγάπη ανάμεσα σε δύο ενήλικα αδέλφια διαφορετικού φύλου. Αντιθέτως, το θέμα μιας θανατηφόρου αρρώστιας με την οποία νοσεί κάποιος ήρωας και τον αντίκτυπο – συναισθηματικό κατά βάση – που έχει αυτή στον ίδιο και στους γύρω του, το έχουμε δει πάμπολλες φορές. Ένα θέμα που εύκολα θα μπορούσε να εξοκείλει σε απερίγραπτο, δακρύβρεχτο και άθλιο μελόδραμα στα όρια του exploitation. Το έχουμε συναντήσει άπειρες φορές. Είναι σιχαμερό. Ευτυχώς, εδώ οι δύο σκηνοθέτριες αποφεύγουν επιμελώς την παγίδα. Και το κάνουν αυτό παρά το γεγονός ότι σεναριακά δεν χάνουν την ευκαιρία να φορτώσουν (ίσως και να παραφορτώσουν) το υλικό τους με κάθε είδους συναισθηματικά εκμεταλλεύσιμα στοιχεία. Μέχρι και... απαγωγή παιδιών έχουμε για να καταλάβετε! Δηλαδή, δεν μας φτάνει ο καρκίνος, ας βάλουμε κι άλλα πράγματα για να... ταλαιπωρήσουμε τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές. 

Κοιτάξτε τώρα τι γίνεται: όλο αυτό σώζεται από τη σκηνοθετική αντιμετώπιση του υλικού και από τις ερμηνείες. Οι δημιουργοί της ταινίας έχοντας παρελθόν στο ντοκιμαντέρ, πετυχαίνουν αυτήν την τόσο απαιτούμενη αποστασιοποίηση. Αρκετή για να μην ξεφτιλίσουν την ταινία αλλά και τέτοια ώστε να μην είναι απαγορευτική η συναισθηματική εμπλοκή του θεατή. Απουσιάζει δηλαδή το στεγνό, χειρουργικό, αποστειρωμένο βλέμμα. Και αυτή η ισορροπία είναι θαυμαστή. Είναι όμως και πολύ τυχερές καθώς διαθέτουν και δύο τρομερούς ηθοποιούς στους κεντρικούς ρόλους. Ό,τι και να πούμε για τη Nina Hoss είναι λίγο. Η μούσα του Christian Petzold είναι εκπληκτική για άλλη μια φορά σε έναν πιο γήινο ρόλο. 

Η επιμονή της, η αυτοθυσία της, η ευαισθησία της και η απέραντη αγάπη της για τον αδελφό της την κάνει να μην μπορεί να διαχειριστεί την πραγματικότητα ως πραγματικότητα. Είναι ξεροκέφαλη και στα όρια του παράλογου αλλά έχει και τα δίκια της. Το ξέσπασμά της στα απανωτά «Λυπάμαι, αλλά...» είναι συγκλονιστικό και εντελώς σε συνάφεια με τον χαρακτήρα της. Από την άλλη ο Lars Eidinger (6 μήνες μικρότερος από την Hoss στην πραγματικότητα κι ας υποδύεται τον κατά δύο λεπτά μεγαλύτερο αδελφό της) είναι υπέροχος στον δικό του, σαφώς πιο αβανταδόρικο ρόλο του. Τον οποίο όμως επιλέγει να παίξει με τέτοιον τρόπο ώστε να μην επισκιάσει την Hoss και να μην εκμεταλλευτεί (με την κακή έννοια) τις μελοδραματικές ευκαιρίες που του δίνονται. Ο Eidinger έχει όντως γράψει ιστορία με τις θεατρικές του ερμηνείες στην Schaubühne του Βερολίνου ως Άμλετ αλλά και ως Ριχάρδος ο Τρίτος! Στους σειράκηδες θα είναι ίσως γνωστός από την εμφάνισή του στα «Sense8» και «Babylon Berlin» ενώ οι πιο πρόσφατες κινηματογραφικές του εμφανίσεις σε ταινίες που παίχτηκαν στην Ελλάδα ήταν με μικρούς ρόλους στα «Ντάμπο» του Μπάρτον και «Μαύρη τρύπα» της Ντενί και με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Μη χαμηλώνεις το βλέμμα». 

Κάθε φορά που οι δυο τους είναι στην οθόνη, κάθεσαι και τους απολαμβάνεις. Μια ενδιαφέρουσα διάσταση που δίνει η ταινία είναι αυτή του «παίζω». Όταν είμαστε παιδιά αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι συνθήκες, είναι να παίζουμε. Ίσως αυτή να είναι και η μοναδική μας εγγύτητα με την αθανασία. Κι όταν μεγαλώνουμε, πάλι να παίξουμε επιθυμούμε με κάθε μας κύτταρο. Γιατί το παίξιμο μας κρατάει ζωντανούς. Έτσι πιστεύει ο Σβεν ότι θα νικήσει την αρρώστια: παίζοντας τον αγαπημένο του Άμλετ. Το ίδιο πιστεύει και η Λίζα. Η οποία την κρίσιμη νύχτα, κατεβαίνει στο αίθριο μπροστά από την πολυκατοικία της και παίζει με τα χώματα, μαζί με ένα κοριτσάκι, χωρίς να μιλάνε. Γι' αυτό και η διαρκής αναφορά στο «Χάνσελ και Γκρέτελ»: παιδιά είμαστε και παίζουμε, κι αυτό μπορεί να μας οδηγήσει εντέλει στην ενηλικίωση (το σπίτι από ζαχαρωτά) όπου παύουμε να παίζουμε (σταματάμε να κάνουμε δηλαδή αυτό που μας οδήγησε στην ενηλικίωση) με κίνδυνο να μας φάει η κακιά μάγισσα, αφού πρώτα μας ταΐσει για να παχύνουμε!!! Ο μονόλογος που γράφει εντέλει η Λίζα για τον αδελφό της είναι πάρα πολύ δυνατός, σε μια ταινία που σε κανένα σημείο της δεν χάνει το ενδιαφέρον της, απευθυνομένη στο μεγάλο κοινό με τρόπο που αξίζει της προσοχής του.

(η ταινία είχε μία και μοναδική προβολή / μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)

Suk suk AIFF 2020

Τελευταία ταινία για αυτήν την «ανταπόκριση», η πιο αδύναμη από τις τρεις. Τίτλος της: Ένα φιλί στο λυκόφως (Suk suk / Twilight's Kiss) του Ray Yeung, από το Χονγκ Κονγκ. Αυτή είναι η τρίτη ταινία μυθοπλασίας του σκηνοθέτη μετά τα φιλμ «Cut Sleeve Boys» (2006) και «Front Cover» (2015). Στις Νύχτες Πρεμιέρας αποτελεί τμήμα του προγράμματος «Τα αγαπημένα των φεστιβάλ». Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Μπουσάν τον Οκτώβριο του 2019 ενώ την πανευρωπαϊκή της πρεμιέρα την έκανε στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου, όπου έλαβε μέρος στο τμήμα «Πανόραμα», διεκδικώντας το βραβείο Teddy.

Η υπόθεση: Ο Πακ είναι ένας παντρεμένος με δύο παιδιά 70χρονος οδηγός ταξί στο Χονγκ Κονγκ, που αρνείται να συνταξιοδοτηθεί. Ο Χόι είναι ένας 65χρονος συνταξιούχος, διαζευγμένος, που μεγάλωσε μόνος του τον γιο του. Αν και οι δυο τους είναι γκέι και κρύβουν την πραγματική σεξουαλική τους ταυτότητα, είναι περήφανοι για τις οικογένειές τους, τις οποίες συντήρησαν μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς και στερήσεων. Ο Πακ και ο Χόι θα συναντηθούν μια μέρα σε ένα πάρκο, γκέι στέκι, εκεί όπου ο Πακ απλά θέλει να «ψωνιστεί» ενώ ο Χόι θέλει κάτι παραπάνω και κυρίως συντροφικότητα. Η πρώτη συνάντηση δεν πάει καλά. Οι δυο άντρες είναι εντελώς διαφορετικοί ως χαρακτήρες αλλά έχουν και διαφορετικά πιστεύω: ο Πακ είναι άθεος ενώ ο Χόι είναι χριστιανός. Στη δεύτερη συνάντησή τους τα πράγματα θα πάνε πολύ καλύτερα. Οι δυο τους γίνονται ζευγάρι. Κανείς, όμως, από το οικείο περιβάλλον τους δεν ξέρει την αλήθεια γι' αυτούς. Θα μπορέσει η σχέση τους να αντέξει;

Η άποψή μας: Θα ξεκινήσω με κάτι που μου έκανε τρομερή εντύπωση. Στο πρώτο πεντάλεπτο της ταινίας ο Πακ μπαίνει στο φτωχικό διαμέρισμά του και βλέπεις σε πρώτο πλάνο ένα... τεράστιο σεμεδάκι να καλύπτει το 50% της τηλεοπτικής συσκευής! Μουάχαχαχαχαχαχα. Προσπάθησα να δω στο imdb αν υπάρχει κάποιος Έλληνας στην διεύθυνση παραγωγής της ταινίας: τζίφος! Μάλλον λοιπόν έχουμε κάτι κοινό οι Έλληνες με τους ΧονγκΚονγκνέζους, κάτι που εντέλει μας ενώνει (μ.γ.δ.). Από εκεί και πέρα, η ταινία είναι ταυτόχρονα πολύ τολμηρή και πρωτοπόρα και από την άλλη συντηρητική και χωρίς να κάνει το κρίσιμο παραπάνω βήμα. Ο σκηνοθέτης της επιλέγει να παρουσιάσει μια ιστορία η οποία είναι αντιεμπορική για δύο λόγους: έχει πρωταγωνιστές οι οποίο είναι εμ γκέι εμ παππούδες – στην κυριολεξία! Κι όμως, κατορθώνει να γυρίσει μια ταινία αρκούντως ενδιαφέρουσα, τρυφερή και γιατί όχι, ελκυστική για τον μέσο θεατή. 

Μέσω της ταινίας ο σκηνοθέτης μένει πιστός στο στρατευμένο σινεμά του για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων στη χώρα του. Και θέτει επί τάπητος και μια ρηξικέλευθη διεκδίκηση: τη δημιουργία γηροκομείου αποκλειστικά για γκέι στο Χονγκ Κονγκ. Οι σκηνές αυτές, των συνελεύσεων, έχουν μια ντοκιμαντερίστικη αύρα και φέρνουν στο νου τις συνεδριάσεις στο «120 χτύποι το λεπτό», μόνο που είναι πιο θετικές, πιο αστείες. Από εκεί και πέρα καταλαβαίνεις πως στις ερωτικές σκηνές έχει μια αμηχανία. Αμηχανία, συνδυασμένη με μια αίσθηση ντροπαλού σεβασμού προς τους θεατές και τους πρωταγωνιστές του. Να μην ξεφύγει το πράγμα. Δεν είναι ο Bruce La Bruce ο άνθρωπος. Οπότε, χάδια και φιλιά και spooning. Αλλά, είπαμε, αμήχανα. Γιατί δεν θέλει να τρομάξει τους πιο συντηρητικούς από τους θεατές του. 

Είναι που είναι προχώ η θεματική αν είναι προχώ και η παρουσίαση, δύσκολα τα πράγματα. Οπότε, μπαίνει στο κάδρο το σαράκι του παλιομοδίτικου. Που εντάξει, είναι θεμιτό, ίσως και να βοηθάει στη δημιουργία ενός καλοδεχόμενου ρομαντισμού αλλά δυστυχώς αγγίζει το κιτς. Ιδίως με το τραγουδάκι που ακούγεται σε μία κρίσιμη σκηνή (αλλά και στους τίτλους τέλους) με το γρασιδάκι και τον ήλιο που καίει κτλ κτλ, μεγάλη ξενέρα. Συν τοις άλλοις το subplot με τον Χριστιανισμό οδηγεί σε αδιέξοδο και ο σκηνοθέτης δείχνει πως δεν ξέρει πώς να κλείσει την ταινία του. Με happy end; Με unhappy end; Με... no end; Επιλέγει το τρίτο.

(η ταινία είχε μία και μοναδική προβολή / μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

TIFF 2020
Περισσότερα... »

Πόλεμος στο Σπίτι (The War with Grandpa) PosterΠόλεμος στο Σπίτι
του Tim Hill. Με τους Robert De Niro, Oakes Fegley, Uma Thurman, Rob Riggle, Laura Marano, Cheech Marin, Jane Seymour, Christopher Walken.

Ξεσυνέρι...
του zerVo (@moviesltd)

Η μάνα μου την πετούσε ετούτη την κουβέντα, κάθε φορά που ανταπέδιδα βολή, στον μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό μου. Μπράβο σου, ξεσυνέρι στο μωρό, δεν ντρέπεσαι κοτζάμ άντρας! Κι εγώ ήμουν δώδεκα χρονώ... Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε κατά νου δηλαδή, παρακολουθώντας αυτό εδώ το άτσαλο, ασύνταχτο κι ανούσιο τάχαμου κωμωδιάκι The War With Grandpa, όπου ένας γέροντας ξεσυνερίζεται για μιάμιση ώρα έναν μπόμπιρα, που τυγχάνει και κατά σύμπτωση αίμα του. Ασόβαρα πράματα, δεν μπορώ να καταλάβω ποιος τα σκέφτεται και τα μετατρέπει σε ταινίες...

Πόλεμος στο Σπίτι (The War with Grandpa) Quad Poster
Έχοντας μείνει μόνος κι έρημος σε ένα άδειο σπίτι, μετά τον θάνατο της αγαπημένης του συζύγου, ο γέρο Έντ, θα πειστεί έστω και μετά βίας, να μετακομίσει στην οικία της μοναχοκόρης του, Σάλι, προκειμένου εκείνη να τον προσέχει, αν χρειαστεί κάποια πρώτη βοήθεια. Το πρόβλημα που θα προκαλέσει αυτή του η μετάβαση στο καινούργιο σπιτικό, θα είναι όμως τεράστιο, καθώς - άθελα του - θα καπαρώσει το δωμάτιο του εγγονού του, Πίτερ, εξοστρακίζοντας τον για την άβολη, παγωμένη και γεμάτη ζωύφια και τρωκτικά σοφίτα. 

Γεγονός που θα προκαλέσει την οργή του ξεβολεμένου πια μπόμπιρα, σε βαθμό που θα κηρύξει ανένδοτο ενάντια στον πρόγονο του. Για εκείνο που δεν θα είναι προετοιμασμένος όμως ο πιτσιρίκος, είναι πως ο κοτσονάτος παππούς δεν θα αφήσει το γάντι στο πάτωμα και για κάθε μία βολή που θα δεχτεί από το διαβολοεγγόνι, θα σχεδιάσει την δική του πληρωμένη απάντηση. Προβλέπεται να βγει νικητής από αυτόν τον σιγοβράζοντα και αφανή από ολάκερο τον οικογενειακό περίγυρο καβγά?

Πρώτον - Ποιος νοιάζεται για την έκβαση αυτού του μπρα ντε φερ, ανάμεσα σε ένα άβουλο ανήλικο και σε έναν γεράκο που συμπεριφέρεται χειρότερα και από νήπιο. Δεύτερον - Ποιος αλήθεια μπορεί να σκαρφίστηκε μια τέτοια απίστευτη σαχλαμάρα, που οι πιθανότητες να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα είναι απειροελάχιστες? Κι όμως, όσο παράξενο και αν δείχνει, το στόρι είναι μεταφορά ενός...παιδικού μυθιστορήματος, υπογραφής ενός από τους πλέον πολυβραβευμένους συγγραφείς του είδους, του Robert Kimmel Smith. Δεν ξέρω, δεν γνωρίζω, ενδεχόμενο ο γραπτός λόγος να είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον παραπάνω από τον κινηματογραφικό. Που όχι μόνο δεν μοιάζει ούτε για μισό πόντο αστείος, αλλά στην πορεία φαντάζει ίσαμε απεχθής.

Κοινώς με τα ανέκδοτα που ξετυλίγονται όσο διαρκεί η μάχη του Στάλινγκραντ, ανάμεσα στα δυο πατώματα της τριώροφης μονοκατοικίας, ούτε χαμογελάκι δεν σκάζει. Και πως να συμβεί αυτό όταν το δεκάχρονο φτιάχνει με πηλό μπισκότα για να φάει ο Εντ μπας και ραγίσει η μασέλα του και προς εκδίκηση του, ο παππούκας πριονίζει κρεβάτια, θρανία και καρέκλες του μικρούλη, για να του ανεβάσει ακόμη πιο πολύ το αίμα στο κεφάλι. Ανακυκλωτικό αδέξιο θέαμα, που εξελίσσεται σε απίστευτα βαρετό στην πορεία. Και αν είχε πράγματα να μας πει μια καλογραμμένη ιστορία γύρω από τις σχέσεις ενός μοναχικού γεράκου κι ενός φοβισμένου γυμνασιόπαιδου που δέχεται ολημερίς μπούλινγκ. Έτσι για να προβλέψουμε και προς τα που οδηγεί η ύστατη πράξη αυτού του πραγματικά στημένου στο πόδι φιλμ.

Ο De Niro, στο κατάλληλο για ανηλίκους φλιπ σάιντ του προπέρσινου αθυρόστομου, αλλά και εξίσου ανεκδιήγητου Dirty Grandpa, επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά τον ρόλο του Meet The Parents, χωρίς ακόμη να έχει καταλάβει εδώ και δυο δεκαετίες, πως το αστείο πρόσωπο εκείνης της επιτυχίας δεν ήταν αυτός, αλλά ο Stiller. Στα 77 του πια ο Μπομπ δεν μου μοιάζει να έχει τόση ανάγκη τους παράδες, έστω και τους συντάξιμους, για να σπαταλά ξεμωραμένα την υστεροφημία του σε τέτοιες β διαλογής ασυναρτησίες. Και ακόμη χειρότερα, να παρασύρει αντάμα του στo άδοξο κυνήγι του τσεκ, το έτερον ήμισυ του στον καθηλωτικό Deer Hunter, Christopher Walken. Συνεπώς αν στην αλήθεια το φιλμάκι διαθέτει σταρ, αυτός δεν είναι άλλος από τον έστω και λίγο διασκεδαστικούλη μικρό, που ταπώνει άπαντες ερμηνευτικά, ιδίως την μαμά του, που εξ όψης κάπως, μου θύμισε την κιτρινοντυμένη σπαθάρχισσα εκδικητή, ηρωίδα της καλύτερης ταινίας του Quentin!

Πόλεμος στο Σπίτι (The War with Grandpa) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 24 Σεπτεμβρίου 2020 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Η Εποχή της Βροχής (Wet Season) Poster ΠόστερΗ Εποχή της Βροχής
του Anthony Chen. Με τους Yann Yann Yeo, Koh Jia Ler, Christopher Lee, Yang Shi Bin.


...κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Σαν βροχή που πέφτει στα φύλλα/ στα μαλλιά, στο πρόσωπο κύλα...

Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 18 Απριλίου του 1984 στη Σιγκαπούρη, Anthony Chen. Η πρώτη του ήταν η ταινία «Ilo Ilo» (2013), φιλμ που είχε κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ των Καννών, στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής», κερδίζοντας την Χρυσή Κάμερα καλύτερης πρώτης ταινίας από όλα τα επίσημα τμήματα του φεστιβάλ. Και στις δύο ταινίες του πρωταγωνίστρια είναι η Yann Yann Yeo.

Η Εποχή της Βροχής (Wet Season) Poster Πόστερ Wallpaper
Το Wet Season έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο φεστιβάλ του Τορόντο του 2019, συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα «Platform». Στη συνέχεια κέρδισε το Βραβείο Σεναρίου στο φεστιβάλ του Τορίνο, έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα του στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και προβλήθηκε επίσης σε αρκετά ακόμα κινηματογραφικά φεστιβάλ, όπως εκείνα του Λονδίνου, του Βανκούβερ, του Γκέτεμποργκ, του Μακάο, ενώ η πρωταγωνίστρια Yann Yann Yeo κέρδισε το βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στα πολύ σημαντικά βραβεία για ταινίες από όλη την Ασία, Golden Horse Awards.

Η υπόθεση: Η Λινγκ είναι μια σαραντάρα καθηγήτρια από τη Μαλαισία, η οποία διδάσκει την κινεζική γλώσσα σε ένα κολέγιο εφήβων στη Σιγκαπούρη. Είναι παντρεμένη αλλά παρά τις, για χρόνια, προσπάθειές της να αποκτήσει παιδί, δεν τα καταφέρνει, κάτι που επηρεάζει τον σύζυγό της, που πλέον είναι απόμακρος και συνεχώς επικαλείται επαγγελματικά ραντεβού για να αποφύγει την ουσιαστική επαφή μαζί της. Η Λινγκ φροντίζει με μεγάλη τρυφερότητα και προσήλωση τον κατάκοιτο πεθερό της. Και είναι καλή καθηγήτρια. 

Βλέποντας πως κάποιοι από τους μαθητές της έχουν αδυναμίες στα κινέζικα, τους επιλέγει για να κάνουν ενισχυτική διδασκαλία κάθε Τετάρτη μετά το πέρας των μαθημάτων. Ο μόνος που ανταποκρίνεται είναι ο Γουέι Λουν. Ένας έφηβος με πάθος για τον Τζάκι Τσαν, με καλογυμνασμένο κορμί και με γονείς οι οποίοι είναι ουσιαστικά απόντες από τη ζωή του. Η δασκάλα και ο μαθητής θα έρθουν πολύ κοντά μεταξύ τους. Και η σχέση τους αυτή θα τους οδηγήσει σε πρωτόγνωρα μονοπάτια. 

Η άποψή μας: Νομίζω πως στη συγκεκριμένη ταινία έχει ιδιαίτερη σημασία το πλαίσιο αναφοράς. Ας μιλήσουμε λοιπόν για τη Σιγκαπούρη. Η Σιγκαπούρη είναι μια σύγχρονη Πόλη – Κράτος! Βρίσκεται στην νοτιοανατολική Ασία και δομείται από ένα κυρίως νησί και 63 επιμέρους νησίδια. Η συνολική έκτασή της φτάνει τα 725 τετραγωνικά χιλιόμετρα (είναι δηλαδή λίγο μικρότερη από την Κεφαλλονιά) και ο πληθυσμός της ξεπερνάει τα 5,7 εκατομμύρια κατοίκους (στην Κεφαλλονιά οι μόνιμοι κάτοικοι δεν φτάνουν καν τις σαράντα χιλιάδες!!!)! Με οχτώ χιλιάδες κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο είναι η δεύτερη πιο πυκνοκατοικημένη χώρα στον κόσμο, μετά το Μονακό (που έχει σχεδόν 19 χιλιάδες κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο – βέβαια, όλα κι όλα δύο είναι τα τετραγωνικά χιλιόμετρα του πριγκιπάτου, αλλά τεςπα). Η Σιγκαπούρη έχει τέσσερις επίσημες γλώσσες: αγγλικά, μανδαρίνικα (κινέζικα), ταμίλ και μαλάι. 

Και τώρα μπαίνουμε και λίγο στα... θαλάσσια ύδατα της ταινίας. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από το Σημείωμα του Σκηνοθέτη (από το δελτίο τύπου της εγχώριας εταιρίας διανομής της ταινίας): «Όσο κι αν προσπαθούμε να προοδεύσουμε προς μία ισότιμη κοινωνία, φαίνεται ότι παντού στον κόσμο, όπως και στη Σιγκαπούρη, υπάρχουν αόρατες γραμμές που διαχωρίζουν τους ανθρώπους, βασισμένες στα χρήματα, την καταγωγή και την τάξη. Υπήρχε πάντα ένας ελιτισμός από όσους έχουν εκπαιδευτεί με το αγγλικό σύστημα και μιλούν σχεδόν αποκλειστικά αγγλικά. Στη σημερινή Σιγκαπούρη το κύμα νέων μεταναστών από την Κίνα, έχει οδηγήσει πολλούς ντόπιους να διαχωρίζουν τον εαυτό τους μέσω της ικανότητάς τους να μιλούν αγγλικά. Ήμουν πάντα πολύ ευαίσθητος όσον αφορά στην ιδέα της τάξης και της καταγωγής στην αληθινή ζωή αλλά και στη δουλειά μου. Η απεικόνιση των λεπτομερειών αποτελεί πολύ σημαντικό κομμάτι της σκηνοθεσίας μου, ο τρόπος με τον οποίο μιλούν οι χαρακτήρες, κοιτάζουν γύρω τους, κινούνται στον χώρο, όλα αυτά αποκαλύπτουν πάρα πολλά για το από πού έρχονται και τις αξίες τις οποίες πρεσβεύουν». 

Κι αυτές οι κουβέντες βοηθούν τον θεατή να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα, που έτσι κι αλλιώς τα νιώθει παρακολουθώντας την ταινία – don't get me wrong – αλλά σαφώς και δεν είναι σπόιλερ και εντέλει, θεωρήστε τα ως μια παραπάνω εγκυκλοπαιδική γνώση. Δεν είναι κακή η γνώση, έτσι; Αν ήθελα να κάνω χύδην χαβαλέ, θα μπορούσαμε να πούμε πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια παραλλαγή του – κλασικού πλέον – «Η σαραντάρα και ο πρωτάρης» (by the way, μια χαρά ταινία ήταν το «Class» - πρωτότυπος τίτλος εκείνου του φιλμ). Κι εμείς ήμασταν έφηβοι και γουστάραμε κάποιες καθηγήτριές μας και το μέινστριμ σινεμά αρκετά συχνά (όχι πολύ) ασχολείται με την αποτύπωση αυτής της τρόπων τινά δημοφιλούς φαντασίωσης. Άλλοτε μένοντας στην επιφάνεια (και δεν το χοντραίνω παραπάνω) κι άλλοτε εμβαθύνοντας, χωρίς στόχο την εύκολη εκμετάλλευση ενός πιασάρικου θέματος. 

Ο Anthony Chen επιλέγει να μεταφέρει το σενάριό του με τέτοιον τρόπο, τρυφερό, γλυκόπικρο, ρομαντικό και ουσιαστικό, αποφεύγοντας την παγίδα του exploitation. Εξάλλου, το «ρομάντζο» είναι μονόπλευρο εντέλει αν το καλοσκεφτεί κανείς. Απλά, δύο άνθρωποι βρίσκονται την... κατάλληλη στιγμή στο (α)κατάλληλο περιβάλλον και με τις (α)κατάλληλες συνθήκες ανακαλύπτουν ο ένας στον άλλο αυτό που τους λείπει. Χαμηλότονος, διακριτικός, ο δημιουργός μας παρουσιάζει δύο ανθρώπινους χαρακτήρες, τρισδιάστατους, με σάρκα και οστά, με αδυναμίες και πάθη και μας κάνει να ενδιαφερόμαστε για αυτούς και για το τι θα γίνει παρακάτω. Βέβαια, το «τι θα γίνει παρακάτω» είναι λίγο προβλέψιμο: δεν έχουμε εδώ καμιά φοβερή ανατροπή, σαν άσσος τραβηγμένος από το μανίκι, που θα εντυπωσίαζε ενδεχομένως το φιλοθεάμον κοινό. Όχι. Αλλά εδώ δεν έχει σημασία η ανατροπή. Εδώ σημασία έχει η ίδια η ιστορία. Και η ικανότητα του Chen να αφηγηθεί την ιστορία. 

Εντέλει και σεναριακά και σκηνοθετικά πιάνει υψηλές επιδόσεις. Ναι, όσα λέει στο σκηνοθετικό σημείωμα που παρέθεσα παραπάνω, τα βλέπει κανείς στην ταινία. Η καθηγήτρια είναι από ταπεινή οικογένεια, από τη Μαλαισία, κατά κάποιον τρόπο μετανάστρια στη Σιγκαπούρη. Ο γάμος της μπορεί και να ήταν ένας τρόπος να ξεφύγει. Στο κολέγιο τα κακομαθημένα σχολιαρόπαιδα δεν ενδιαφέρονται να μάθουν σωστά κινέζικα. Ξέρουν αγγλικά κι αυτό αρκεί για να τους διαχωρίζει από την πλέμπα. Ο διευθυντής του κολεγίου σκέφτεται να κόψει τα κινέζικα, μιας που δεν ενδιαφέρουν τους «πελάτες» του. Ο πιτσιρικάς που κολλάει με την καθηγήτρια, διαφέρει. Δεν είναι ξιπασμένος – δεν μπορεί να είναι. Στο ψυγείο του μια μπανάνα. Όχι μαγειρεμένο φαγητό, κάτι που να υποδεικνύει γονεϊκή φροντίδα. Φιξάρει πάνω στην καθηγήτρια, πριν καν εκείνη του δείξει ενδιαφέρον – ναι, για να βελτιώσει τα κινέζικά του. Φροντίδα όσο να 'ναι. Και τον πηγαίνει και στο σπίτι του με το αυτοκίνητό του. Σε τεντωμένο σχοινί η σχέση τους. Καταλαβαίνει η Λινγκ ότι ο Γουέι Λουν την ποθεί; Κι αν καταλαβαίνει, πώς το επιτρέπει να συνεχίζεται; Νιώθει κολακευμένη; Νιώθει πως δεν απειλείται; Μήπως νιώθει κι αυτή κάτι γι' αυτόν τον ντροπαλό έφηβο; 

Όπως και να έχει το θέμα, ο Chen καταφέρνει και... getting away with murder στη μία και μοναδική σκηνή που είναι πραγματικά «επικίνδυνη» καθώς τα όρια ανάμεσα στη συναίνεση και την άρνηση εδώ είναι λίγο θολά. Το σίγουρα είναι πως, ναι, η καρδιά πονάει όταν ραγίζει από έναν ατελέσφορο έρωτα, ναι, μια αγκαλιά μέσα στη βροχή είναι υπέροχη – κάθε αγκαλιά είναι υπέροχη – ναι, μπορείς να είσαι μόνος ακόμα κι αν ζεις κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο, και ναι, παντού θα βιώνεις κάθε είδους απαξιωτικά σχόλια μέχρι η κοινωνία να αποφασίσει να πάει ένα βήμα μπροστά. Η γυναίκα οδηγός φταίει για το ατύχημα ακόμα και στη μακρινή Σιγκαπούρη λοιπόν. Επειδή είναι γυναίκα... 

Ο Chen αντλεί στοιχεία και από την προσωπική του ζωή στο χτίσιμο του σεναρίου: η βασικότατη υποπλοκή με την προσπάθειά της Λινγκ να αποκτήσει παιδί με εξωσωματική, ορμόνες, συνεύρεση κατά τη διάρκεια της ωορρηξίας κτλ είναι... βιωματική. Είναι πράγματα που τα έχει βιώσει από πρώτο χέρι, οπότε έχει τη γνώση να τα μεταφέρει στο χαρτί και μετά στη μεγάλη οθόνη. Το θέμα είναι όμως πως μόνο η γνώση δεν αρκεί. Και ο Chen έχει τον τρόπο να μεταφέρει αυτήν τη γνώση στο πανί, στη μεγάλη οθόνη, και να την μετατρέψει σε πρώτης τάξεως ψυχαγωγία για τους θεατές. Με τρόπο κομψό, ανεπιτήδευτο, ειλικρινή και με μια ανθρωπιά που ποτίζει το βλέμμα και αποτυπώνεται σε κάθε κάδρο, όπως η βροχή που πέφτει ασταμάτητα στη Σιγκαπούρη την εποχή των μουσώνων, ο Chen κερδίζει το στοίχημα. Βοηθούν και οι ηθοποιοί του σ' αυτό. Και ναι, το καινούργιο θα γεννηθεί όπως και να ΄χει. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο αισιόδοξο μήνυμα σ' αυτήν την εποχή της σκοτεινιάς, έτσι;

Η Εποχή της Βροχής (Wet Season) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 24 Σεπτεμβρίου 2020 από την One From The Heart!
Περισσότερα... »

Πόλεμος στο Σπίτι (The War with Grandpa) PosterOld Skool εναντίον New Kool! Η ταινία Πόλεμος στο Σπίτι (The War with Grandpa), που σκηνοθετεί ο Tim Hill (Alvin And The Chipmunks, Hop), βασίζεται στο μυθιστόρημα του Robert Kimmel Smith, το οποίο έχει πουλήσει πάνω από 1,5 εκατομμύριο αντίτυπα. Ο Πίτερ και ο παππούς του, Εντ, είναι πολύ αγαπημένοι και δεμένοι μέχρι που... ο παππούς του θα μετακομίσει στο σπίτι της οικογένειάς του και θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το πιο μεγάλο κεκτημένο του, το δωμάτιό του! Ο Πίτερ, όμως, δεν το βάζει κάτω και επινοεί με τους φίλους του φάρσες για να τον διώξει! Αλλά και ο παππούς του δεν παραδίνεται εύκολα... Ένας πόλεμος είναι προ των πυλών!

Πόλεμος στο Σπίτι (The War with Grandpa) Movie

Τον γερο παππού υποδύεται ο Robert De Niro, τον εγγονό Oakes Fegley, ενώ το καστ συμπληρώνουν και οι Uma Thurman, Rob Riggle, Laura Marano, Cheech Marin, Jane Seymour και ο Christopher Walken.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 24 Σεπτεμβρίου 2020 από την Odeon!

Περισσότερα... »

Another Round (Druk) PosterΈνα γύρο ακόμη! Έχοντας πραγματοποιήσει την επίσημη πρεμιέρα του στα διεθνή φεστιβάλς των Καννών και του Τορόντο, έρχεται το καινούργιο φιλμ του πολυβραβευμένου Δανού σκηνοθέτη Thomas Vintenberg (The Third Lie, It's All About Love, Dear Wendy, When a Man Comes Home, Submarino, The Hunt, Far from the Madding Crowd, The Commune, Kursk) Another Round, που στην πατρίδα του φέρει την μαρκίζα Druk. Η δραματική ταινία περιστρέφεται γύρω από τέσσερις φίλους, όλοι καθηγητές γυμνασίου, που αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν ένα πείραμα, ανεβάζοντας τα επίπεδα του αλκοόλ στο αίμα τους. Το περίεργο είναι που τα πάντα στην ζωή τους, όσο το οινόπνευμα ρέει, βελτιώνονται σημαντικά, όσο όμως το παράξενο πλάνο προχωρά όλα γύρω τους θα εξελιχθούν σε μυστηριώδη και εκκεντρικά.

Another Round (Druk) Movie

Πρωταγωνιστής σε μια ακόμη ταινία του Σκανδιναβού δημιουργού ο συμπατριώτης του, διεθνής αστέρας Mads Mikkelsen, που στο πλευρό του έχει και τους Thomas Bo Larsen, Lars Ranthe, Magnus Millang, Maria Bonnevie. Πρεμιέρα στην Δανία στις αρχές του Οκτωβρίου και κατοπινά σε όλες τις υπόλοιπες αγορές του κόσμου.

Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!

Περισσότερα... »

2020 Toronto Film Festival Poster
Είμαι και θα είμαι ευγνώμων για την 9η cineχή μου παρουσία στο σημαντικότερο κατά τεκμήριο (ποσοτικά τουλάχιστον αποδεδειγμένα) κινηματογραφικό φεστιβάλι του πλανήτου. Και παρότι κάτι εντός τσιγκλάει να ξεστομίσω αυτή τη γενική κατακραυγή για το 2020 περί του να πάει και να μη ξαναγυρίσει, αναλογίζομαι πως το γεγονός μόνο του ότι οι Cameron Bailey - Joana Vicente και η υπερταλαντούχα παρέα τους παρέδωσαν το πρώτο TIFF-streamάδι είναι κατόρθωμα δεδομένων των COVID περιστάσεων. Σε είχα αφήσει με την απορία για τον τελευταίο Vinterberg, σε μια ακόμη θαυμαστή cineργασία με τον πάντα εγγύηση Mads Mikkelsen. Ο λόγος για το Another Round, μια μάλλον ξενέρωτη κωμωδία, παρά τα κυβικά κατανάλωσης αλκοόλ μιας παρέας μεσηλίκων δασκάλων με τα προβλέψιμα προσωπικά-οικογενειακά θεματάκια. Χάρη στο καλοκουρδισμένο κάστ σχεδόν ξεχνάς το ότι επί 100 λεπτά παρακολουθείς ένα ξεχειλωμένο αστείο. Νερουλός αυτή τη φορά ο Thomas - μην περιμένεις Festen ή The Hunt μεγαλεία.


Οπόταν κλείνω με την 100% επιβεβαιωμένη μου πρόβλεψα πως οι δυο κυρίες Chloé Zhao – Regina King θα κάνουν το 1-2 στις τελικές βραβεύσεις. Το 2020 θα είναι απόλυτα γένους θηλυκού και μάλιστα POC (Person of Colour). Δεν ξεύρω αν έχεις ακουστά τον Bill Maher και το show του αλλά τα έχει προϊδεάσει ούλα ταύτα μέχρι και τα επερχόμενα (βλ. σε καμιά 2ετία-3ετία) Oscars (Κλίκαρε με τρόπο λιγουλάκι ΕΔΩ για περισσότερα, αναφορικά με τα ισχύοντα από 8ης Σεπτέμβρη φιρμάνια των AMPAs). Τουτέστιν, προτάσσεται ξεκάθαρα η ποσόστωση διαφορετικότητας εις βάρος του καλλιτεχνικού οράματος του δημιουργού. Τόπα λοιπόν. Για να δούμε αν έχει έρθει ο καιρός που θα αρχίσουμε να κάνουμε φυλακή (κάθε είδους) όταν υποστηρίζουμε τα αυτονόητα. Είδα και μια σειρά από In Conversation with με Halle Berry, Barry Levinson & Denzel Washington, Claire Denis & Barry Jenkins, Ava DuVernay και ένοιωσα την αμηχανία της βιομηχανίας για το μέλλον της να διαπερνά τις via Ζoom κουβεντούλες. Σε ευχαριστώ μποκού, αφήνω σε με τη λίστα των People's Choice Awards (στανταράκι οσκαρικό εφαλτήριο), ευχόμενος και του χρόνου λευτεριά στο cineμά όπως το αγαπήσαμε από τα μικράτα μας: Εντός σκοτεινής αιθούσης... 

TIFF2020 Awards 
People's Choice Award - Nomadland, Chloé Zhao 
People's Choice Award, First Runner Up - One Night in Miami, Regina King 
People's Choice Award, Second Runner Up - Beans, Tracey Deer 
People's Choice Award: Documentaries - Inconvenient Indian, Michelle Latimer 
People's Choice Award: Midnight Madness - Shadow in the Cloud, Roseanne Liang 
Best Canadian Feature Film - Inconvenient Indian, Michelle Latimer 
Best Canadian Short Film - Benjamin, Benny, Ben, Paul Shkordoff 
Best International Short Film - Dustin, Naïla Guiguet 
FIPRESCI Award - Beginning (Dasatskisi), Dea Kulumbegashvili 
NETPAC Award - Gaza mon amour, Tarzan Nasser, Arab Nasser 
Amplify Voices - The Disciple, Chaitanya Tamhane / Night of the Kings (La Nuit des Rois), Philippe Lacôte 
Changemaker Award - Black Bodies, Kelly Fyffe-Marshall 
Share Her Journey - Sing Me a Lullaby, Tiffany Hsiung

gaRis

Toronto Film Festival 2020
Περισσότερα... »

The Father PosterΠαράξενα πράγματα συμβαίνουν γύρω μας! Έχοντας πραγματοποιήσει την επίσημη πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Sundance, αφήνοντας εξαιρετικές εντυπώσεις, έρχεται η ανεξάρτητης παραγωγής δραματική ταινία της Sony Classics, The Father, που ορίζει το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γάλλου Florian Zeller, σε σενάριο δικό του σε συνεργασία με τον βραβευμένο Christopher Hampton. Κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης ο Άντονι, ένας 80χρονος, όχι στην καλύτερη πνευματική κατάσταση, που ζει εκ πεποιθήσεως ολομόναχος, απορρίπτοντας διαρκώς κάθε προσπάθεια βοήθειας του από την πρόθυμη κόρη του Άννα. Στο πέρασμα του χρόνου, όμως, εκείνος θα αντιληφθεί πως σταδιακά η απώλεια συνείδησης θα τον αναγκάσει να την φέρει κοντά του. Αλλά και εκείνη θα νιώσει πως ο γονιός της πλέον βάζει πλώρη για το αιώνιο ταξίδι, μια απώλεια που δεν δύναται με κανέναν τρόπο να αντέξει. Ποια θα είναι η πραγματικότητα όμως και για τους δύο?

The Father Movie

Εκπληκτικής σύνταξης το πρωταγωνιστικό δίδυμο, που ορίζουν οι τιμημένοι με την υπέρτατη διάκριση της Ακαδημίας, Anthony Hopkins και Olivia Colman. Το εξαιρετικά προσεγμένο καστ συμπληρώνουν και οι Mark Gatiss, Rufus Sewell, Imogen Poots και Olivia Williams.

Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!

Περισσότερα... »

Η Δίκη των 7 του Σικάγου (The Trial of the Chicago 7) PosterΤο 1968 η Δημοκρατία αρνήθηκε να κάνει πίσω! Μετά από μια σημαντική καριέρα στην συγγραφή σεναρίων ο Aaron Sorkin πήρε το ρίσκο να περάσει πίσω από την κάμερα, πραγματοποιώντας το δημιουργικό του ντεμπούτο με την αξιόλογη ταινία Molly's Game. Το δεύτερο ντιρεκτορικό του βήμα το κάνει με το φιλμ The Trial of the Chicago 7, που απεικονίζει την πραγματική ιστορία της ειρηνικής διαμαρτυρίας του 1968, που εξελίχθηκε σε αιματηρή και βίαιη σύγκρουση, αλλά και την δίκη που επακολούθησε. Η παραγωγή της Paramount αφού ορίστηκε να κυκλοφορήσει στις αίθουσες σε ημερομηνία που έπεσε μέσα στο λοκντάουν, κατοπινά πουλήθηκε στην πλατφόρμα του Netflix, το οποίο με την σειρά του όρισε επίσημα το ριλίζ για τις 20 Οκτωβρίου του 2020. 

Η Δίκη των 7 του Σικάγου (The Trial of the Chicago 7) Movie

Η ιστορικού ενδιαφέροντος ταινία διαθέτει πληθώρα γνώριμων αστέρων στο πρωταγωνιστικό της καστ, το οποίο αποτελούν οι Yahya Abdul-Mateen II, Sacha Baron Cohen, Joseph Gordon-Levitt, Michael Keaton, Frank Langella, John Carroll Lynch, Eddie Redmayne, Mark Rylance, Alex Sharp και Jeremy Strong

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Οκτωβρίου 2020 από την Odeon!

Περισσότερα... »