Το Κορίτσι στον Ιστό της Αράχνης (The Girl in the Spider’s Web) Poster ΠόστερΤο Κορίτσι στον Ιστό της Αράχνης
του Fede Álvarez. Με τους Claire Foy, Sverrir Gudnason, LaKeith Stanfield, Sylvia Hoeks, Stephen Merchant


My name is Salander. Lisbeth Salander!
του zerVo (@moviesltd)

Το χρονικό: Η αρχική τριλογία της μπεστ σέλλερ made in Sweden περιπέτειας του Millenium, έκανε την εμφάνιση της κινηματογραφικά, στην δική της μάλιστα γλώσσα, στα τέλη των 00s και παρότι δεν πέτυχε να μεταφέρει αυτούσιο το κλίμα των γεμάτων σασπένς γραπτών του Stieg Larsson στο εκράν, εντούτοις υπήρξε τεράστιο χιτ, ειδικά στην Ευρώπη, συστήνοντας μάλιστα ως διεθνή σταρ την, δεν την λες και όμορφη, Noomi Rapace. Ελάχιστα χρόνια κατοπινά, η Sony ελπίζοντας να ντουμπλάρει την επιτυχία και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, επιχείρησε το σούπερ σταρικό αγγλόφωνο ριμέικ. με έναν ικανότατο μαέστρο στον πάγκο (Fincher), ένα φρέσκο πρόσωπο για να παίξει το κορίτσι (Mara) και έναν ολόκληρο Τζέιμς Μποντ για να υποδυθεί τον ρεπόρτερ μέντορα της (Craig). Μολονότι το αποτέλεσμα υπήρξε εκπληκτικό, με την διαφορά ποιότητος να προβάλει σαρωτική συγκριτικά με το ορίτζιναλ, το Girl With The Dragon Tattoo, κατέγραψε ένα πρωτοφανές εμπορικό φιάσκο, καθώς ίσα που έβγαλε τα λεφτά που κόστισε. Λογικό κι επόμενο, τα ακόλουθα σκέλη του τριπτύχου να μπουν μια για πάντα στο ψυγείο και να ανάψει κόκκινο για οποιαδήποτε περαιτέρω συνέχεια του σχεδίου, που δεν έδειξε να πιάνει εισπρακτικά. Ώσπου στα τέλη του 2015, έντεκα ολόκληρα έτη μετά τον αιφνίδιο θάνατο του εμπνευστή της σειράς, προστέθηκε ένα τέταρτο βιβλίο στο σίριαλ, το The Girl In The Spider's Web, υπογραφής του επίσης Σουηδού γραφιά David Lagercrantz, σε μια απόπειρα αναβίωσης του θρύλου από τον εκδοτικό οίκο, με ονείρατα, φυσικά, μετέπειτα πορείας και στον σινεμά. Όπερ και εγένετο...

Το Κορίτσι στον Ιστό της Αράχνης (The Girl in the Spider’s Web) Quad Poster Πόστερ
Παγιδευμένη στις πικρές θύμησες της παιδικής της ηλικίας, έχοντας γνωρίσει την σεξουαλική επίθεση του ίδιου της του γονιού, η Λίσμπετ Σαλάντερ, χαρισματική χάκερ με έδρα την Στοκχόλμη, λειτουργεί ταυτόχρονα ως μυστική τιμωρός αντρών που κακοποιούν τις συντρόφους τους. Έχοντας αποκτήσει ιδιαίτερη φήμη για τις ικανότητες της στην αρπαγή ηλεκτρονικών πληροφοριών, θα δεχτεί την κρούση του πρώην εργαζόμενου στην NSA, επιστήμονα Φρανς Μπάλντερ, που έχει μελετήσει και αναπτύξει το Firefall, ένα λογισμικό ικανό να ξεκλειδώσει τους κωδικούς όλων των πυρηνικών οπλοστασίων ανά τον κόσμο. Φοβούμενος πως το σόφτγουερ θα καταλήξει στα λάθος χέρια, θα ζητήσει από την Λίσμπετ να το αρπάξει μέσα από τους απροσπέλαστους σκληρούς δίσκους της Υπηρεσίας και να του το παραδώσει με ασφάλεια.

Παρότι η αποστολή θα εκτελεστεί με ακρίβεια, το πολύτιμο λάφυρο θα βρεθεί στο στόχαστρο της παράνομης και αόρατης οργάνωσης των Σπαίντερς, που λειτουργεί υπόγεια και με απίστευτα βίαιες μεθόδους. Έχοντας βρεθεί στις συμπληγάδες, κυνηγημένη από τους απροσδιόριστης ταυτότητας γκάνγκστερς, την Αμερικάνικη Εθνική Ασφάλεια και τις Αστυνομικές αρχές της χώρας της, η Σαλάντερ, θα σκεφτεί να ζητήσει την βοήθεια του παλιόφιλου και μοναδικού έμπιστου της πρώην συνεργάτη, του ρεπόρτερ της επιθεώρησης Μιλένιουμ, Μίκαελ Μπλομκβιστ, που ενδεχόμενα να γνωρίζει τον τρόπο για να βγει από το επικίνδυνο αδιέξοδο.

Καμία έκπληξη δεν συνοδεύει ούτε ετούτη, την τέταρτη φορά που η κορασίδα με τις αμέτρητες ζωγραφιές στο σώμα και τα ουκ ολίγα περασμένα κρικάκια σε ολόκληρο το κορμί της, παίζει τον βασικό πρωταγωνιστικό ρόλο μιας καταιγιστικής action adventure, που λαμβάνει χώρα στο κέντρο της όμορφης Σουηδικής πρωτεύουσας, όπως και στην καταπράσινα δασώδη περιφέρεια της. Σαν να έχει ξεπηδήσει από την έμπνευση του Δαίδαλου, η πλοκή ανακατώνει δυο τρεις ντουζίνες διαφορετικά πρόσωπα, που κανένα (εκτός φυσικά των δύο που συμμετέχουν σε όλο το σίριαλ) δεν είναι επακριβώς αυτό που δείχνει. Διαφθορά, πάθος για την εξουσία, ζήλιες, αιώνια πάθη, εκδικητικές έχθρες, μέχρι και οικογενειακό δράμα, διάρκειας περισσότερων των είκοσι χρόνων, συμπεριλαμβάνει στο μίξερ του το ταχύτατου τέμπο θρίλερ. Κάτι το καινούργιο?

Εκτός του γεγονότος πως ο χρόνος που μοιράζεται ανάμεσα στο βασικό ντουέτο της ίντριγκας, πλέον δεν είναι ισομερής, με την μορφονιά να ξεφεύγει παρασάγγες από τον δημοσιογράφο σε έκθεση στο πανί, έτερον ουδέν. Σαν να έχει βγει το διδυμάκι, επακριβώς από την ίδια μήτρα με τα προηγούμενα, γεμάτο πληροφοριακά φλασμπάκ, έντονες ακρότητες και απιθανότητες, ανατροπές επί ανατροπών και φυσικά έξοδο που προδιαθέτει άμεσα για την υπαρξη του επόμενου τσάπτερ, που και βέβαια βρίσκεται στα σκαριά με την μαρκίζα The Girl Who Takes An Eye For An Eye. και θα αναρρωτηθείς εσύ οπαδέ της αμέτρητων οκτανίων περιπέτειας, που ακριβώς βρίσκεται το αρνητικό? Αν σου είναι αρκετή η επανάληψη πάνω στο ίδιο επακριβώς θέμα, με το μόνο που διαφοροποιείται να είναι τα ονόματα και οι φάτσες των υπεράριθμων περιφερειακών περσόνων πηγαίνω πάσο. Η εκτίμηση μου πάντως, με την πτώση των τίτλων της έναρξης, ήταν πως το εργάκι το είχα ματαδεί. και ας μην ανήκε στην βασική τρόικα του Millenium.

Πρακτικά, ενώ το φιλμ διαθέτει καλούς χαρακτήρες, δύο τουλάχιστον που το ποιόν τους έχουμε μάθει και από την καλή και από την ανάποδη, είναι σαφές πως πάσχει από villain, όπως άλλωστε και η συντριπτική πλειοψηφία των 007 κλώνων, συμπεριλαμβανομένων και των πιο πρόσφατων πανάκριβων M.I. για να είμαστε δίκαιοι, που από υπόθεση έπιασαν πολύ πάτο. Κάποιοι παγκόσμιοι τερορίστες, βρίσκουν πρόσβαση στο κόκκινο κουμπί που θα τινάξει στον αέρα ολάκερη την Γη και καμία Μοσάντ, CIA, MI6 δεν καταφέρνει να τους νταντέψει, παρά ένα κοριτσόπουλο που δρα αυτόκλητα, απομονωμένα, αλλά και μεθοδικά, στην παραπάνω γειτονίτσα από εκεί που θέριεψαν οι ΑΒΒΑ. Τι λες? Δεν είναι όμως κάθε μέρα της Αγίας Atomic Blonde για να πειστούμε έστω και στην ψευδαίσθηση της σκοτεινής αίθουσας, πως κάτι τέτοιο είναι έστω πιθανό.

Τεχνικά πάντως ο σκηνοθέτης Fede Alvarez παίρνει προαγώγιμο βαθμό, που ενδεχόμενα θα του ανοίξει την πόρτα για να αναλάβει τα ηνία και του επόμενου τεύχους, καθώς τόσο χειρίζεται την κάμερα επιδέξια στο κτίσιμο των ρυθμικών σεκάνς, όσο φροντίζει και η σωστή κινηματογράφηση των χιονισμένα ολόλευκων περιοχών της Σκανδιναβίας, να τυλίξει με την παγωνιά της την πλατεία, κτίζοντας την ανάλογη ατμόσφαιρα. Η έκπληξη του ριμπούτ πάντως, ακούει στο όνομα Claire Foy, η 34χρονη δηλαδή κοπελιά από το Στόκπορτ, που πιάνει την ευκαιρία από τα μαλλιά, υποδυόμενη την γεμάτη ιδιαιτερότητες Σαλάντερ, με περιορισμένη μεν επιδειξιομανία (που είναι το πίρσινγκ στις ρώγες David?) μα με ανεβασμένη την συναίσθηση πως κάτω από τα πέτσινα του αγοροκόριτσου, μα χαρά ταιριάζει το ντύμα του δίχως licence to kill ερασιτέχνη υπερκατάσκοπου. Ενδιαφέρουσα η στροφή, όχι εξίσου πρωτότυπο το περιεχόμενο της. Πάμε παρακάτω. (- Παρακάτω είναι ο γκρεμός παιδάκι μου θα σκοτωθούμε!)

Το Κορίτσι στον Ιστό της Αράχνης (The Girl in the Spider’s Web) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Νοεμβρίου 2018 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Η Κοιλάδα των Σκιών (Skygennes Dal / Valley of Shadows) Poster ΠόστερΗ Κοιλάδα των Σκιών
του Jonas Matzow Gulbrandsen. Με τους Adam Ekeli, Kathrine Fagerland, John Olav Nilsen, Lennard Salamon, Jørgen Langhelle, Jone Hope Larsen


Ο Μπαμπούλας είναι εκεί έξω...
του zerVo (@moviesltd)

Έτσι συμβαίνει όταν δεν είναι δυνατόν να κατονομαστούν οι φόβοι μας: Δημιουργούμε μέσα στο υποσυνείδητο μας μια συνθήκη τέτοια, που να δίνει σάρκα και οστά στον αόρατο εχθρό, ο οποίος μονομιάς αποκτά υπόσταση, ρόλο, προσωπικότητα και φυσικά τόπο προορισμού. Σε συντριπτικό ποσοστό είναι μακάβριας όψης και αποκρουστικής υφής, σε βαθμό που να μην καίγεσαι και πολύ να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του, τολμάς όμως να ριχτείς ξωπίσω του, ελπίζοντας εσύ ο ίδιος να τον αιφνιδιάσεις, προλαβαίνοντας το δικό του το καραούλι. Κι όχι γιατί είσαι τίποτα θαρραλέος και ατρόμητος, μα γιατί παλεύεις με φυσικό πλέον τρόπο να δώσεις σχήμα και μορφή σε όλα όσα αρνητικά, δυσμενή και αντίξοα φαντάζεσαι, για να αποδείξεις, στον δικό σου εαυτό πρωτίστως πως δίκαια έχεις ζωγραφίσει στην ιδέα σου τον οχτρό. Και εννοείται αυτό δεν συμβαίνει τώρα που κινείσαι στην αρχική, μέση ή τελική ενηλικίωση, μα από τα μικράτα σου, όταν το σύνορο με τον έξω κόσμο, όριζε η πόρτα της ντουλάπας. Valley Of Shadows...

Η Κοιλάδα των Σκιών (Skygennes Dal / Valley of Shadows) Quad Poster Πόστερ
Με αργούς και ήρεμους ρυθμούς κινείται η ρουτινιάρικη καθημερινότητα του εξάχρονου Άσλακ, σε μια περιφερειακή κωμόπολη της διαρκώς παγωμένης και ολόλευκης επαρχίας της Νορβηγίας, όπου ζει με την μοναχική μητέρα του, που από καιρό έχει χωρίσει τους κοινούς δρόμους με τον άγνωστο του πατέρα. Η προσωπική αγωνία του για το τι μπορεί να προκάλεσε την αιματηρή σφαγή των αμνών, στο παραδιπλανό της οικίας του κτηνοτροφείο, σε συνδυασμό με τα παραμύθια που ξεφουρνίζει ο ελαφρώς μεγαλύτερος κολλητός του, Λάσσε, θα πείσουν τον πιτσιρίκο πως πίσω από την πυκνόφυτη πλαγιά που σκεπάζει το χωριό του, κρύβεται ένας δαίμονας, ένας λυκάνθρωπος που αργά ή γρήγορα θα ζυγώσει και στο δικό του σπίτι για να εξαπολύσει την οργή του.

Μια κατάσταση που θα εκτραχυνθεί ακόμη περισσότερο, στο (κρυφό) άκουσμα της πληροφορίας των προβλημάτων που περνά ο έφηβος αδελφός του, που θα τσακίσουν ψυχικά την μάνα, χωρίς όμως να μπορεί στο άμαθο μυαλουδάκι του να ξεκαθαρίσει τι μπορεί να σημαίνει παρανομία, μπλέξιμο, λαμογιά. Λες την εξαφάνιση του, όπως άλλωστε και του λατρεμένου του κατοικίδιου σκύλου που επίσης χάθηκε πρόσφατα, να έχει προκαλέσει το θηρίο? Καμία άλλη λύση δεν απομένει παρά να τσεκάρει ο ίδιος τι τρομακτικό έχει στήσει το λημέρι του πέρα από τα χιονισμένα έλατα, εκεί που όπως καλά γνωρίζει δεν έχει πατήσει ανθρώπου πόδι, για να του δώσει την απάντηση που προσμένει. Κι αν το ντεμέκ ατρόμητο φιλαράκι τρέμει και μόνο στην ιδέα του να διαβούν τον συρμάτινο φράχτη, δεν ισχύει το ίδιο και για τον Άσλακ, που μονάχος, με ένα σακίδιο στην πλάτη θα πάρει τον μοναχικό δρόμο αποκάλυψης της αλήθειας.

Παραμύθι νεανικής υφής και χροιάς, τιγκαρισμένο στις αλληγορίες που καλούνται να αποκωδικοποιήσουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία παρατηρητές του είναι το Νορβηγικό φιλμ αναζήτησης Η Κοιλάδα των Σκιών (Skygennes Dal / Valley of Shadows) που υπογράφει ο για πρώτη φορά καθήμενος στην σκηνοθετική καρέκλα σε μεγάλου μήκους μυθοπλασία Jonas Matzow Gulbrandsen. Και στέκομαι ιδιαίτερα σε αυτή την αναφορά μιας και είναι ηλίου (ζωοδότης που από τα πλάνα του φιλμ απουσιάζει πλήρως) φαεινότερο πως ο Σκανδιναβός έχει υπηρετήσει από διάφορα πόστα το ντοκιμαντέρ, μιας και το βλέμμα του καθαρόαιμα λοξοκοιτά προς την τεκμηρίωση. Βοηθούμενο τα μέγιστα από την έξοχη (και δύσκολη, μιας και η κάμερα κινείται μέσα - έξω, από τον χιονιά στις σκιές της καλύβας) κινηματογράφηση του αδελφού του, Marius, αλλά και την δυναμική μουσική επένδυση του μαέστρου Preisner, το φιλμ φτιάχνει μια επιβλητική ατμόσφαιρα, ικανή να στεγάσει τις σινεφίλ προσδοκίες του θεατή του.

Και ως ένα σημείο κατορθώνει να ζωγραφίσει το κατάλληλο κλίμα που γύρω του θα ξετυλιχθεί ο βορειοευρωπαικός αστικός μύθος του werwolf μπαμπούλα, που επί της παρούσης είναι κι εκείνος που τρομάζει όσο τίποτα άλλο τον αθώας συλλογιστικής μπόμπιρα. Με το πέρασμα του στην αντίπερα άκρη της κοιλάδας και με τον ερχομό της ομίχλης, που μεγεθύνει την άγνοια και τον τρόμο που την συνοδεύει, το πόνημα του Βίκινγκ ντιρέκτορα περνά σε μια διαφορετική διάσταση, που μιξάρει το μεταφυσικό με το πραγματικό και το δραματικό με το μυστηριώδες. Όσο όμως και με το αόριστο, καθώς το ταξίδεμα του μικρούλη στο ελπιδοφόρο (?) βαρκάκι, που οδηγεί προς την εξόδιο εξιλέωση, μοιάζει με παράμετρος που ο καθείς μπορεί να μεταβάλλει κατά το δοκούν, ανεβοκατεβάζοντας την στάθμη της προσωπικής του αγωνίας / αμφιβολίας / φιλοδοξίας.

Ενδιαφέρουσα πρόταση, με ελάχιστους διαλόγους και ψηφιακά άψογο απεικονιστικό περιτύλιγμα, μα και με εξέλιξη που θα μπορούσε να ολοκληρωθεί στο μισό χρονικό εύρος της μιάμισης ώρας που το έργο διαρκεί. Και που ως πτυχιακή εργασία είναι βέβαιο θα αρίστευε, αλλά ως ολοκληρωμένο φιλμικό πακέτο, είναι σίγουρο πως κάτι του λείπει για να το αποκαλέσω πλήρες.

Η Κοιλάδα των Σκιών (Skygennes Dal / Valley of Shadows) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Νοεμβρίου 2018 από την Weird Wave!
Περισσότερα... »

Μη Με Αγγίζεις (Dokunma Bana / Touch Me Not) Poster ΠόστερΜη Με Αγγίζεις
της Adina Pintilie. Με τους Laura Benson, Tómas Lemarquis, Christian Bayerlein, Grit Uhlemann, Adina Pintilie


Μη μου άπτου και... όπου φύγει, φύγει
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

«Έχω ένα πρόβλημα για κάθε σου λύση»

Αυτή η ταινία της Adina Pintilie από τη Ρουμανία είναι αυτή που κέρδισε την Χρυσή Άρκτο καλύτερης ταινίας στην περασμένη Berlinale! Μιλάμε για την πιο «γεια σου» Χρυσή Άρκτο των τελευταίων χρόνων! Στη φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα εκτός συναγωνισμού. Όσο και να έψαξα, δεν βρήκα να αναφέρεται πουθενά η πιθανότητα συγγένειας της σκηνοθέτιδας με τον σπουδαίο Ρουμάνο σκηνοθέτη Lucian Pintilie. Απλή συνωνυμία, που λένε. Όπως απλή «συνωνυμία» θα πρέπει να θεωρήσουμε το γεγονός ότι και οι δυο δηλώνουν σκηνοθέτες!!! Έλεος!

Μη Με Αγγίζεις (Dokunma Bana / Touch Me Not) Poster Πόστερ Wallpaper
Αυτή είναι μία από τις αρκετές ταινίες είναι η αλήθεια, που με εκνεύρισαν περισσότερο στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου. Γενικά, είδαμε πολλές παπαριές στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale φέτος, κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω παρά μόνον με την απλή σκέψη πως μεγάλοι σκηνοθέτες δεν έχουν έτοιμες τις ταινίες τους τον Φεβρουάριο (οπότε λαμβάνει χώρα το συγκεκριμένο φεστιβάλ) και πολλοί είναι εκείνοι που προτιμούν να διαγωνιστούν στις Κάννες ή τη Βενετία. Τέλος πάντων, το Μη Με Αγγίζεις (Dokunma Bana / Touch Me Not) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας (!!!!!) της σκηνοθέτιδας. Κι αφού την επιβράβευσαν με ένα από τα τρία κορυφαία φεστιβαλικά βραβεία ανά τον κόσμο, πολύ φοβάμαι πως έχουν πολλά να δουν ακόμα τα καημένα τα ματάκια μας...

Η υπόθεση: «Πες μου πώς με αγαπάς, για να καταλάβω πώς να αγαπήσω»... Μια σκηνοθέτιδα και μερικοί άνθρωποι τους οποίους έχει επιλέξει, αφιερώνονται σε ένα σχέδιο προσωπικής αναζήτησης σχετικά με την οικειότητα. Στο ρευστό μεταίχμιο ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία, η ταινία ακολουθεί τα συναισθηματικά ταξίδια της Λάουρα, του Τόμας και του Κρίστιαν, προσφέροντας μια βαθιά και εμφατική ματιά στις ζωές τους. Λαχταρώντας την οικειότητα αλλά ταυτόχρονα τρέμοντας στην ιδέα της, οι παραπάνω χαρακτήρες παλεύουν να ξεπεράσουν παλιές συμπεριφορές, αμυντικούς μηχανισμούς και ταμπού, να κόψουν τον ομφάλιο λώρο και να είναι επιτέλους ελεύθεροι... (σημείωση: το παραπάνω αποτελεί την ακριβή – θέλω να πιστεύω – μετάφραση της υπόθεσης της ταινίας, έτσι όπως δημοσιεύτηκε στο επίσημο site της Berlinale).

Η άποψή μας: «Πώς αισθάνθηκες όταν σε ακούμπησε;». Τι να σου πω ρε φιλενάδα, εγώ ένα γαμησάκι ήθελα να ρίξω, αυτά με τα «τι αισθάνθηκες» και τέτοια, εγώ δεν τα καταλαβαίνω! Ναι παιδιά, ετοιμαστείτε, αυτήν τη φορά θα γίνω κακός, πολύ κακός, τόσο κακός, μέχρι παρεξηγήσεως. Και ίσως, ίσως λέω, να ακούσω τα σκολιανά μου. Και να με στολίσουν. Και να με κατηγορήσουν. Αλλά ήμαρτον κάπου, δεν μας λυπάται κανείς εμάς τους ταπεινούς σκαπανείς της 7ης Τέχνης; Δεν θυμάμαι τη διάρκεια τούτης της ταινίας (εντάξει, στο imdb λέει πως είναι 123 λεπτά) αλλά μου φάνηκε αιώνας, πραγματικά! Η σκηνοθέτιδα βάζει πολύ τον εαυτό της μέσα σε όλο αυτό. Η παρουσία της αποτυπώνεται στα πλάνα, κάνει ερωτήσεις που ακούγονται, φαίνεται το συνεργείο της, οι κάμερες, τα πάντα.

«Α, κάτι μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας», θα σκεφτεί κάποιος καλοπροαίρετα. Ε, και; Ποιο είναι το πόιντ ρε φίλη, τι θέλεις να μας πεις, γιατί μας ζαλίζεις τον έρωτα; Μιλάμε, όλα όσα λέγονται στην ταινία δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν θέμα συζήτησης ούτε για 15χρονα παιδιά. Ευαισθησία του κώλου! Και επιτήδευση του κερατά. Μια γυναίκα (ε, δεν μπορώ, θα ξεφύγω κι άλλο, κι ας με πούνε σεξιστή, το δέχομαι, καταδικάστε με), άσχημο πρόσωπο, κοντά στα 50 της αλλά με... βυζάρες, δεν αντέχει να την αγγίζουν! Της γυρίζουν τα άντερα ρε παιδί μου, δεν αντέχει, έχει ψυχολογικό! Νοικιάζει αγόρια, τα βάζει να αυνανίζονται μπροστά της και μετά μυρίζει τα σεντόνια! Τι γλυκό! Τι τρυφερό! Αχ μωλέ, γούτσου γούτσου. Ναι ρε, κορόιδευε εσύ, αλλά η γυναίκα έχει πρόβλημα. Σοβαρό πρόβλημα. Χοντρό πρόβλημα, όχι αστεία.

Τόσο πολύ έχουμε εκφυλιστεί πλέον που έχομε χάσει ακόμα κι αυτήν την πολύ σοβαρή έννοια του προβλήματος. Ας μην είχε να φάει, ναι, θα είχε πρόβλημα. Ας μην είχε δουλειά, ναι, θα είχε πρόβλημα. Ας είχε σοβαρό πρόβλημα σωματικής υγείας, ναι, θα είχε πρόβλημα. Τώρα, το πρόβλημα είναι πως... δεν έχει πρόβλημα. Οπότε, ας κάνουμε μια ψυχανάλυση on camera. «Πώς αισθάνθηκες όταν σε ακούμπησε;». Τζίζας, όταν ακούω κάτι τέτοια (όχι μόνον στις ταινίες, είναι new age σκατά όλο αυτό) αισθάνομαι ότι μόλις έχω κατέβει από τον πλανήτη Ποσειδώνα στη Γη και ότι δεν ανήκω στο ανθρώπινο είδος, ότι είμαι εξωγήινος. Να αναλύσουμε, να υπεραναλύσουμε, να το πιάσουμε το θέμα από όλες τις πλευρές, μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων! Κι όλο αυτό για μια ταινία που χρειάστηκε επτά ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρωθεί, πέρασε από εργαστήρια στα σπάργανά της και πέρασε από 40 κύματα και την τσέκαραν δεκάδες ειδικοί πριν γυριστεί, πριν καν δοθεί το πράσινο φως για να γυριστεί, πριν βρεθεί τελικά στη μεγάλη οθόνη! Έλεος κάπου!

Κάποτε υπήρχε ως κινηματογραφική έκφραση το «σινεμά του δημιουργού», αυτό όμως είναι σκέτος αυνανισμός. Μια σοβαροφάνεια σκεπάζει τα πάντα, ένα ύφος χιλίων καρδιναλίων, αλλά και μια στειρότητα, μια αποστασιοποίηση, ένα χειρουργικό πράγμα, ενώ υποτίθεται πως η ταινία ενδιαφέρεται πέρα και πάνω από όλα για... συναισθήματα! Αν η κυρία γύρισε την ταινία για να μας δείξει πως στη σημερινή εποχή δεν υπάρχουν πλέον συναισθήματα, και πάλι δεν έπιασα το αστείο, δεν κατάλαβα τις προθέσεις της ή πολύ απλά διάλεξε λάθος τρόπο για να μας τις δείξει! Βεβαίως έχουμε και σκηνές σεξ και παρτούζες και τέτοια στην ταινία, ε, πως θα ψαχθείς για τα συναισθήματά σου αν δεν γαμηθείς, έτσι, χωρίς... συναισθήματα. Και τι ένιωσες που έλαβες μέρος σε παρτούζα; Ξέρω 'γω, ωραία ήταν. Να το ξανακάνουμε μωρέ, να γνωρίσουμε και καναν άνθρωπο! Α, υπάρχει κι ένας άνθρωπος με ειδικές ικανότητες στην ταινία (πολιτική ορθότητα παιδιά), έτσι, για να είναι όλοι μέσα! Επιτήδευση και άγιος ο Θεός! Να, δείτε τι καλά κάνω σινεμά, εσείς δεν ξέρετε. Είναι πολύ meta όλο αυτό, τόσο προχώ που δεν το καταλαβαίνετε ρε βλαχάρες!

Κανένα ενδιαφέρον για τον θεατή, καμιά συμπάθεια για τον διάβολο, κανένα ίχνος ταπεινότητας και σεμνότητας. Μετά από μένα, το χάος. Συγνώμη, αλλά αυτό το πράγμα δεν είναι ταινία. Αυτό το πράγμα δεν είναι σινεμά! «Πώς αισθάνθηκες όταν σε ακούμπησε;». Μια τάση προς έμετο την αισθάνθηκα τελικά.

ΥΓ: Τρέμω την ώρα και τη στιγμή που θα βγει κάποτε σε λίγα χρόνια, όταν η ταινία (ε, χμ) θα είναι κλασική, το director's cut! 250 ώρες υλικού μάζεψε η κοπέλα!!!!!!!! Κι έχει δηλώσει έτσι κι αλλιώς πως το όλον είναι ένα καλλιτεχνικό project, που θα παρουσιαστεί υπό διάφορες μορφές και σε διάφορες πλατφόρμες. Ρε τι πάθαμε...

Μη Με Αγγίζεις (Dokunma Bana / Touch Me Not) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Νοεμβρίου 2018 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Overlord Poster ΠόστερOverlord
του Julius Avery. Με τους Jovan Adepo, Wyatt Russell, Mathilde Ollivier, John Magaro, Gianny Taufer, Pilou Asbæk, Bokeem Woodbine


Yankees vs Zombies
του zerVo (@moviesltd)

Κάτω από την αιγίδα του φημισμένου και για τα προπολεμικά του κατορθώματα, Γερμανικού Ινστιτούτου Ερευνών, τέθηκε σε λειτουργία το πρόγραμμα ανθρώπινων μελετών, που θα λάμβανε χώρα με ολοζώντανα ανθρώπινα πειραματόζωα, ατελείωτα σε μέγεθος και αριθμό, που θα προέρχονταν από τις κατακτημένες από την μπότα χώρες. Στην κορυφή της ιεραρχίας του μυστικού αυτού πλάνου, ο διαβόητος παρανοϊκός δόκτορας Μένγκελε, δείχνοντας ιδιαίτερη έφεση στην διαλογή ξεχωριστών περιπτώσεων όπως οι πανομοιότυποι δίδυμοι, όσοι εμφάνιζαν το φαινόμενο της ετεροχρωμίας στους οφθαλμούς, οι νάνοι, γενικά όσοι εκ γενετής διέθεταν σωματικές ανωμαλίες, θα εξοντώσει μυριάδες κόσμου, στην προσπάθεια του να εντοπίσει την γενετική εκείνη βάση, που θα αποτρέπει κάθε λογής παρατυπία στην εξέλιξη του οργανισμού. Κανονικά αυτή η δράση θα μπορούσε να τροφοδοτήσει δεκάδες σενάρια κινηματογραφικά. ιδίως αν ανήκουν στην κατηγορία του χόρορ, το σινεμά όμως πλην ελαχίστων εξαιρέσεων δεν έδειξε να ενδιαφέρεται και πολύ για την δράση του Αγγέλου του Θανάτου. Μια από τις καλύτερες τέτοιες στιγμές, σερβίρει με την γνωστή του μαεστρία από την θέση του οργανωτή, ο J. J. Abrams. Overlord...

Overlord Quad Poster Πόστερ
Ελάχιστες ημέρες πριν την συμμαχική απόβαση στην Νορμανδία, προκειμένου να μπουν οι σωστές βάσεις εκτέλεσης της τελικής αντεπίθεσης, είναι προαπαιτούμενη η ανάγκη της απενεργοποίησης στρατηγικών θέσεων του αντιπάλου. Μια εξ αυτών, η μυστική κρύπτη αποστολής και λήψης ραδιοσημάτων, που είναι καλά κρυμμένη σε μεσαιωνικό πύργο σε χωριουδάκι της Βόρειας Γαλλίας, έχει μπει στο στόχαστρο του αμερικάνικου στρατηγείου, που θα αποστείλει καλά εκπαιδευμένη διμοιρία φαντάρων για να την εξολοθρεύσει. Μια mission που από τις πρώτες κιόλας στιγμές της θα αποδειχθεί impossible, καθώς τα Γερμανικά αντιαεροπορικά θα οδηγήσουν το μεταγωγικό στην συντριβή και μαζί στον θάνατο τους περισσότερους από τους φοβισμένους αλλά και πανέτοιμους να πράξουν το καθήκον τους κομάντος.

Από την πτώση μόνο τέσσερις θα επιβιώσουν και κινούμενοι πίσω από τις εχθρικές γραμμές θα αναζητήσουν κάτω από αβάσταχτα αντίξοες συνθήκες τον υψίστης σημασίας ραδιοπομπό. Το διάβα θα οδηγήσει την τετράδα των λοκατζήδων σιμά στον πολύ καλά φυλασσόμενο από τα SS κτίριο και με ορμητήριο την οικία μιας οικογένειας Γάλλων πατριωτών, θα εκπονήσουν σχέδιο επίθεσης. Μόνο που προς τεράστια έκπληξη τους, οι Γιάνκηδες θα αντιληφθούν πως μέσα στο απροσπέλαστο κάστρο συμβαίνουν παράξενα περιστατικά, καθώς ο διοικητής του Ναζί τάγματος, Λοχαγός Βάφνερ, το χρησιμοποιεί ως κέντρο πειραμάτων με θύματα τους φουκαράδες αιχμαλώτους του πολέμου.

Και έχοντας την - εκ Βερολίνου άνωθεν εντολής - φιλοδοξία να παράξει τον υπέρτατο βιολογικό ορό που μπορεί όχι μόνο να μεταλλάξει τις ανθρώπινες ικανότητες σε υπερδυνάμεις και το λογικό ον σε κτήνος, αλλά ακόμη και να επαναφέρει στην ζωή νεκρούς. Δημιουργώντας έτσι στρατιές πανίσχυρων και αήττητων μαχητών, που θα οδηγήσουν στην τελική επικράτηση το Τρίτο Ράιχ! Συνεπώς λοιπόν η ευθύνη της ξεκομμένης από την επαφή της με το αρχηγείο τετράδας των απροετοίμαστων για μια τέτοια πρόκληση φαντάρων, δεν είναι απλώς να σιγήσουν τον ασύρματο, αλλά και να βάλουν ένα οριστικό τέλος στο ανηλεές και απάνθρωπο πρότζεκτ του Χίτλερ. Οι πιθανότητες μοιάζουν συντριπτικά εναντίον τους, ενόσω ο χρόνος μετράει αντίστροφα για τον ερχομό της D-Day.

Ακόμη και αν μέσα σου κρύβονται αναστολές για το τι ακριβώς πρόκειται να παρακολουθήσεις επιλέγοντας για την φιλμική σου βόλτα το - όχι και τόσο διαφημισμένο είναι η αλήθεια - Όβερλορντ, όλες θα πάνε περίπατο από την εισαγωγική κιόλας σεκάνς, της πτήσης του Hercules προς το άγνωστο. Σκηνή που σίγουρα βάζει πλάτη μια πανομοιότυπη στο πρώτο αναγεννημένο Star Trek (του J.J.) και που άμεσα θα σε υποβάλλει στο αγωνιώδες ερώτημα για το αν όσα θα επακολουθήσουν θα κινηθούν στην ίδια ακριβώς ένταση. Περιέργως η πτώση των παλμών καθώς η φράξια των εναπομείναντων λοκ προχωρά προς την φιλήσυχη κατά τα άλλα κωμόπολη που κρύβει το θανάσιμο μυστικό, μοιάζει να εξουδετερώνει τον αρχικό υπερ-εντυπωσιασμό, δεν πρόκειται όμως παρά για την νηνεμία προτού επέλθει ο πραγματικός χαμός.

Είναι ευτύχημα που το παρόν φιλμικό πλάνο ανέλαβε η έμπειρη από τέτοιου είδους τεχνάσματα Bad Robot, που δεν το κράτησε δα τόσο μυστικό όπως εκείνο το αλησμόνητο Cloverfield, δεν άφησε όμως και πολλές λεπτομέρειες από τον σχεδιασμό του να διαρρεύσουν αποκαλύπτοντας πτυχές της εξέλιξης του. Και η τεράστια έκπληξη έχει να κάνει με το γεγονός πως το φιλμ δεν ακολουθεί την πεπατημένη του σωρού των μπλοκμπάστερς με την κάποια αρχή, την ενδιαφέρουσα μέση και το εκρηκτικό φινάλε, μα κάπου εκεί κοντά στο ημιχρόνιο αποφασίζει να αλλάξει ολοκληρωτικά ύφος και από μια κινηματογραφημένη νουβέλα της "Μάχης" και της "Δράσις" να μετασχηματιστεί σε ότι πιο αγωνιώδες gory έχουμε δει πρόσφατα στο εκράν.

Επίτευγμα που πιστώνεται και στον λογαριασμό του Αυστραλέζου Julius Avery, αδόκιμου είναι η αλήθεια στο genre, με μόλις μία ταινία ολοκληρωτικά διαφορετικού ύφους στο ενεργητικό του, το Son Of A Gun από το 2014. Δεν είναι τυχαίο πως η ρεαλιστική αναπαραγωγή του σεναρίου της δυάδας των Billy Ray και Mark L. Smith του έδωσε το χρίσμα του ντιρέκτορα στην επαναφορά του Flash Gordon που ακόμη βρίσκεται στα πολύ πρώτα σκαριά του. Ο Ωκεάνιος διαθέτει μια ξεχωριστή μεθοδικότητα στην ανάπτυξη του θέματος του και στο κτίσιμο εντυπωσιακής ατμόσφαιρας που θα βοηθήσει την ένταση να κλιμακωθεί αργά και σταθερά όσο βαδίζουμε προς το πολλά υποσχόμενο τέλος. Δεν χάνει πάντως ποτέ την ευκαιρία να αποτίσει φόρο τιμής σε σκηνοθέτες που έχουν ασχοληθεί με το (και σε εναλλακτική φόρμα) πολεμικό είδος, αφού στην ματιά του πανεύκολα θα διακρίνει κανείς εικόνες παρμένες από τον Spielberg, τον Ayer μα κυρίως τον Tarantino.

Η μεταποίηση δε από το War στο Terror πραγματοποιείται με το πιο απλό φύσημα του ανέμου, μέσα σε ένα κλίμα κλειστοφοβικό, σιωπηλό ενίοτε, ανατριχιαστικό στην θωριά των πειραμάτων αλλά και καθηλωτικό ταυτόχρονα, εφόσον μιλούμε για σασπένς που δουλεύει στον δεύτερο παγκόσμιο με φόντο την πάντοτε φοβιστική στην όψη της Σβάστικα. Φυσικά και πρόκειται για ένα φιλμ που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο της βιαιότητας και της απεικονισμένης αγριάδας, τόσο όμως όσο οφείλει να είναι ώστε να σταθεί πειστικό στην αναπαράσταση της κόντρας μεταξύ των πεζοναυτών και των νεκροζώντανων. Έξοχοι εφφέδες, εξαιρετικά χορογραφημένες οι στιγμές δράσης, αξιόλογες οι ερμηνείες από το νεανικό καστ, παραπάνω από καλό το τελικό αποτέλεσμα που σε αγκαζάρει και δεν σε αφήνει να φύγεις ρούπι μακρυά του, ίσαμε το (σπαγγέτι γουέστερν, φιλοσοφίας δεν έγινε και τίποτα) κλείσιμο. Και χωρίς ποτέ να πέφτει στην παγίδα του καλτ ή ακόμη χειρότερα του γελοίου, όπως φαντάζει πανεύκολο στο άκουσμα της πλοκής. Έκπληξη! Θετική! Και απρόσμενη...

Overlord Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Νοεμβρίου 2018 από την Odeon!
Περισσότερα... »



Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

9η ανταπόκριση – Σάββατο 10 Νοεμβρίου
Στο τέλος του 2020 η Θεσσαλονίκη θα έχει μετρό!

Νοέμβριος 2020. Το 61ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι έτοιμο να ξεκινήσει. Είναι το πρώτο με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη και Υπουργό Πολιτισμού τον Άδωνη Γεωργιάδη. Το μεγάλο αφιέρωμα του φεστιβάλ είναι στην πατριωτικές ταινίες του Τζέιμς Πάρις ενώ υπάρχει και ρετροσπεκτίβα με τίτλο «Κάντο όπως η Ρίφενσταλ». Το μότο του φεστιβάλ είναι πλέον η φράση «το λιγουρεύστε;» και στην αφίσα ο Καζαντζάκης συναντά τον Ελ Γκρέκο κι όλοι μαζί συναντούν τον Παύλο Μελά και τον πατέρα Παϊσιο, με το σελιλόιντ να τους ενώνει. Κι εγώ ξεκινώ από την Καλαμαριά, από το Βότση, λίγο πριν τα 51α μου γενέθλια (!!!) για να πάω να πάρω τη διαπίστευσή μου από το γραφείο τύπου στο Λιμάνι. Και παίρνω το μετρό ρε φίλε! Μεγάλες στιγμές! Τι από όλα αυτά ΔΕΝ ΘΑ ΙΣΧΥΕΙ; Μουάχαχαχαχα, εδώ θα είμαστε (;) για να το δούμε.

Σήμερα είναι η τελευταία ημέρα του φεστιβάλ, θα γίνει η απονομή των βραβείων και θα προβληθεί η ταινία με την οποία θα πέσει η αυλαία του φεστιβάλ, το περίφημο «Girl», που μάγεψε πολύ κόσμο στις Κάννες. Εμείς, εδώ, ας γράψουμε την άποψή μας για μερικές ακόμα ταινίες. Για τέσσερις ακόμα συγκεκριμένα.

Σόκρατες (Socrates) TIFF 2018

Ο Alex Moratto είναι Αμερικανοβραζιλιάνος σκηνοθέτης. Οι βραβευμένες μικρού μήκους ταινίες του «Nowhere to Be Found», «The Parting» και «The Other Side» έχουν προβληθεί σε διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ. Πήρε το πτυχίο του από το UNC School of the Arts, όπου έλαβε την υποτροφία Kenan Excellence και κέρδισε το σπουδαστικό βραβείο DGA Student Film Jury Award για τη διπλωματική του εργασία. Ζει στην Καλιφόρνια και στο Σάο Πάολο. Το Σόκρατες (Socrates) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, η οποία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Λος Άντζελες και είναι από τις ταινίες που διεκδικούν τον Χρυσό Αλέξανδρο. Η ταινία γυρίστηκε από ένα επιτελείο νέων 16 με 20 ετών με τον ελάχιστο δυνατό προϋπολογισμό (κόστισε μόλις 20 χιλιάδες δολάρια) και με παραγωγό τον Αμερικανό σκηνοθέτη Ramin Bahrani (της φήμης των ταινιών «Άνθρωπος σπρώχνει καρότσι» (Man Push Cart, 2005), που είχε λάβει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας τα βραβεία καλύτερης ανδρικής ερμηνείας και κοινού και «99 σπίτια» (99 Homes, 2014).

Η υπόθεση: O Σόκρατες είναι ένας έφηβος, που ζει με τη μητέρα του σε ένα φτωχόσπιτο κάπου στα παραλιακά προάστια του Σάο Πάολο. Όταν η μητέρα του πεθαίνει ξαφνικά, ο Σόκρατες χάνει τον κόσμο μέσα από τα χέρια του. Η σχέση του με τον πατέρα του (με τον οποίο η μητέρα του είχε χωρίσει) δεν είναι η καλύτερη δυνατή, χρήματα δεν υπάρχουν και ο Σόκρατες θα πρέπει να μάθει να επιβιώνει. Μόνος του. Η σπιτονοικοκυρά του θα τον διώξει, η σχέση του με τον Μαϊκόν δεν θα έχει αίσιο τέλος και ο πιτσιρικάς θα πρέπει να βρει μέρος να κοιμάται και τρόπους να γεμίσει το στομάχι του. Η συναισθηματική του κάλυψη μπορεί να περιμένει. Προέχει να ωριμάσει – βίαια...

Η άποψή μας: Οι Βραζιλιάνοι δείχνουν μια μεγάλη λατρεία στην αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί έχουν ονόματα αρχαιοελληνικά. Ο μεγαλύτερος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής μετά τον Πελέ ήταν ο Σόκρατες (το πλήρες του ονοματεπώνυμο: Sοcrates Brasileiro Sampaio de Souza Vieira de Oliveira). Και ο πιτσιρικάς ήρωας της ταινίας μας ονομάζεται Σόκρατες, λοιπόν. Είναι το όνομά του που βαφτίζει το φιλμ. Είναι ο Σωκράτης, που σε όλη την ταινία βλέπουμε την... απολογία του. Απολογία απέναντι σε μια κοινωνία, που τον κατηγορεί για δεκάδες αδικήματα, τα οποία δεν διέπραξε! Είναι η κοινωνία που πρέπει να δικαστεί και να καταδικαστεί. Και να πιει το κώνειο, μπας και γεννηθεί κάτι καινούργιο, πιο δίκαιο, να πάρει τη θέση της.

Ο σκηνοθέτης, στην παρουσίαση της ταινίας του, μας ενημέρωσε πως γύρισε την ταινία πολύ κοντά στο θάνατο της μητέρας του, γεγονός που τον επηρέασε πάρα πολύ. Αυτό φαίνεται στην ταινία. Ο συνεχόμενος θρήνος του Σόκρατες για τη μητέρα του είναι ο θρήνος του σκηνοθέτη για τη δική του μητέρα. Ένα το κρατούμενο. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια ταινία, με τα λίγα μέσα που διαθέτει, η οποία ξεχειλίζει ταλέντο και δύναμη. Το σινεμά του έχει την αίσθηση του επείγοντος, είναι τραχύ, πυκνό, γρήγορο. Αυτή είναι μια ταινία δυνατή, που έχει κάποιες αστοχίες (δικαιολογούνται από την... πρώτη φορά) αλλά συνολικά αφήνει πολύ καλές εντυπώσεις. Απλή στη δομή της αλλά συμπαντική στις αλήθειες της, δημιουργεί το πορτρέτο ενός νέου περικυκλωμένου από τείχη, μέσα από τα οποία ψάχνει μια χαραμάδα διαφυγής.

Ο Σόκρατες είναι νέος, χωρίς λεφτά, χωρίς κάποιον να τον αγαπά, δίχως στέγη, δίχως νόμο. Η ομοφυλοφιλία του είναι ένα επιπλέον... επιβαρυντικό στοιχείο. Η σχέση του με τον Μαϊκόν φαντάζει αρχικά ως σανίδα σωτηρίας, φεύ, όμως, κι εκείνος έχει να αντιμετωπίσει τους δικούς του δαίμονες για να γνοιαστεί κάπως παραπάνω για τον όμορφο και εκφραστικό Σόκρατες. Οι καταστάσεις που βιώνει θα γίνουν ολοένα και πιο άσχημες: θα αναγκαστεί να φάει από τα σκουπίδια (αληθινό ως κατάσταση, λίγο άστοχο και χειριστικό ενδεχομένως), θα φτάσει στο όριο να πουλήσει το σώμα του, μέχρι και με τον άθλιο πατέρα του θα προσπαθήσει να τα βρει. Τίποτα, όμως, δεν θα πάει καλά. Μόνη διέξοδος, η θάλασσα. Ο υγρός τάφος. Εκεί, οι στάχτες της μητέρας του θα ενωθούν με την άμμο της παραλίας ως υπόσχεση συνέχειας. Εκεί, η ταινία, με αναφορές από το «Moonlight» και τα «400 χτυπήματα», παραπέμπει και στον «Γιο του Σαούλ». «Η μητέρα του Σόκρατες», λοιπόν. Ως υπόσχεση στον εαυτό του. Ως τάμα. Ως μια νέα αφετηρία εντέλει. Κάτι μου λέει πως ο Σόκρατες θα βρει το δρόμο του. Χωρίς να ξεπουλήσει κανένα ιδανικό του.

Πολύ δυνατό ντεμπούτο, με την ορμή και την αμεσότητα, αλλά και τις αδυναμίες, ενός πρωτόλειου. Θα δούμε καλά πράγματα από τον σκηνοθέτη στο μέλλον.

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Pearl TIFF 2018

Η ελβετικής υπηκοότητας γαλλόφωνη σκηνοθέτιδα Elsa Amiel γεννήθηκε το 1979 στο Παρίσι. Έχει εργαστεί ως βοηθός δίπλα σε πολλούς διάσημους σκηνοθέτες – από τον Raoul Ruiz και τον Mathieu Amalric μέχρι την Noémie Lvovsky, μεταξύ άλλων – αλλά και ως ηθοποιός (πχ τελευταία είχε έναν μικρό ρόλο στην ταινία «Η οδύνη» πάνω σε βιβλίο της Ντιράς) και σκηνοθέτις μικρού μήκους ταινιών. Το Pearl είναι η πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας δόθηκε στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπου πήρε μέρος στο τμήμα « Giornate degli Autori». Στη Θεσσαλονίκη η ταινία λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα.

Η υπόθεση: Η Λέα Περλ ετοιμάζεται πυρετωδώς για τον μεγάλο τελικό ενός διεθνούς διαγωνισμού μπόντι μπίλντινγκ, όταν δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη από το παρελθόν: ο πρώην εραστής της, ο Μπεν, εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά της μαζί με τον εξάχρονο γιο της, τον Ζοζέφ, του οποίου την ύπαρξη η Λέα είχε ξεχάσει. Ο Μπεν ζητάει από την Περλ να προσέχει για λίγο τον Ζοζέφ, για να μπορέσει ο ίδιος να θέσει σε εφαρμογή μια ακόμα κομπίνα του, από αυτές που υποτίθεται θα τον βοηθήσουν να τα κονομήσει. Η Λέα αντιδρά αρνητικά. Ο προπονητής της, ο Αλ, την πιέζει συνεχώς. Την θέλει απερίσπαστη και στοχοπροσηλωμένη. Αν τα πάνε καλά στον διαγωνισμό, θα κερδίσουν το ενδιαφέρον από σπόνσορες, οι οποίοι θα τους βοηθήσουν τα μάλα οικονομικά. Μήπως όμως το ξύπνημα του μητρικού φίλτρου της Λέα είναι πλέον μη αναστρέψιμο;

Η άποψή μας: Αυτή είναι η πρώτη ταινία μυθοπλασίας στην ιστορία του σινεμά που έχει ως κεντρικό χαρακτήρα μια γυναίκα μπόντι μπίλντερ! Από μόνο του αυτό είναι ένα γεγονός εξαιρετικά ενδιαφέρον. Και η σκηνοθέτιδα καταφέρνει να μην «χαντακώσει» την ταινία της με εύκολο εντυπωσιασμό ή επικεντρωμένη μόνο στην επιφάνεια. Έχει ενδιαφέρον ο προβληματισμός στον οποίο οδηγεί τον θεατή το premise. Η Λέα εγκαταλείπει το παιδί της για να αναζητήσει τον εαυτό της. Αυτή η άκαρδη (;) μάνα επιλέγει να γίνει μπόντι μπίλντερ. Να «φτιάξει» το σώμα της, να το απεκδύσει από κάθε ίχνος θηλυκότητας και να χτίσει ένα βουνό από μυς. Έτσι νιώθει καλύτερα. Έτσι νιώθει καλύτερα;

Με συνεχείς προπονήσεις, με ειδική διατροφή, με απίστευτες στερήσεις, με κατανάλωση δεκάδων ορμονών για να σταματήσει η περίοδος – για να μην μιλήσουμε για τα αναβολικά (για τα οποία ούτε η ταινία κάνει ιδιαίτερη αναφορά – τα προσπερνάει καθώς δεν την ενδιαφέρουν τη σκηνοθέτιδα, είναι εκτός φόκους αυτού που θέλει να πει). Η Λέα μεταμορφώνεται, γίνεται αυτό που θέλει προφανώς αλλά με φοβερό πόνο. Με σπαρτιατική πειθαρχία. Και με μεγάλο κόστος. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή ενός αθλητή με μυς σαν του Χουλκ (γενικά, γίνεται αναφορά σε υπερήρωες) ο οποίος κλαίει γοερά, σπαρακτικά, ένα τέρας τεστοστερόνης που λιώνει σαν κοριτσάκι (συγχωρέστε με τον μη πολιτικά ορθό χαρακτηρισμό μου, αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω να πω). Εκτός από τη Λέα, σε αυτό το σύμπαν ξεχωρίζει ο Αλ – στον ρόλο ο σπουδαίος Peter Mullan. Ο Αλ, ένας άνθρωπος που θα ήθελε ο ίδιος να είναι μπόντι μπίλντερ. Είναι όμως σακάτης. Ανάπηρος, σωματικά – σε αντίστιξη με την ψυχολογική αναπηρία της Λέα; Θα ήθελε να είναι ο ίδιος μπόντι μπίλντερ. Θα ήθελε να μετατρέψει το ατελές του σώμα στην πιο τέλεια εκδοχή του – υπάρχει σκηνή που το δείχνει ξεκάθαρα. Από την άλλη, λειτουργεί λίγο ως δόκτωρ Φράνκενσταϊν. Δημιουργεί... τέρατα! Δημιουργεί υπερ-ανθρώπους που δεν ταιριάζουν με τους υπόλοιπους... φυσιολογικούς εμάς. Και μάλιστα, με τη θέλησή τους!

Η σκηνοθέτιδα μας λέει το προφανές, που πολλές φορές ξεχνάμε, καθώς πάντοτε, μα πάντοτε, επηρεαζόμαστε από την εμφάνιση: κάθε μπόντι μπίλντερ δεν είναι ΚΔΟΑ (Κτηνώδης Δύναμη Ογκώδης Άγνοια). Είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, με όνειρα και φιλοδοξίες, με ματαιώσεις και ρουτίνα, με ταπεινώσεις και μεγαλείο. Η Λέα λοιπόν έχει φτάσει ένα τσικ πάρει το μεγάλο βραβείο. Το αντικείμενο εκείνο που θα συμβολοποιεί την επίτευξη των στόχων της. Αυτό για το οποίο πάλευε τα τελευταία χρόνια. Και θα πάρει και χρήματα για όλο αυτό – να μην ξεχνάμε ποτέ τα χρήματα. Ναι, αλλά η πανοπλία της έχει ρωγμές. Κι εκεί μέσα θα τρυπώσει ο γιος της. Θα ρίξει τα τείχη της; Ωραίο φιλμ, με πρωταγωνίστρια μια μπόντι μπίλντερ (η Julia Föry που υποδύεται την Περν, δεν είναι ηθοποιός) που τα πάει μια χαρά στο ρόλο της, ταινία γήινη και τραχιά, όπου μεταξύ των άλλων ξεχωρίζει η πολύ καλή μουσική του Fred Avril.

Ταινία εντελώς συγγενική με το «Wrestler» του Darren Aronofsky, μια σπουδή πάνω στη μητρότητα, κάτι ωραίο και συγκινητικό για να δεις.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στις 13.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Εμείς τα ζώα (We the Animals) TIFF 2018

Ο Jeremiah Zagar μεγάλωσε στη Νότια Φιλαδέλφεια, περνώντας τα περισσότερα απογεύματά του στη σκοτεινή αίθουσα ή στους διαδρόμους του τοπικού βίντεο κλαμπ. Χρόνια αργότερα, όταν σπούδαζε στο Έμερσον Κόλετζ, ξεκίνησε να κινηματογραφεί τους γονείς του, δυο χίπηδες καλλιτέχνες, κάθε φορά που επισκεπτόταν το πατρικό του για διακοπές. Κάπως έτσι γεννήθηκε το ντοκιμαντέρ «In a Dream», το οποίο έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ South by Southwest (SXSW), βρήκε διανομή στις αμερικανικές αίθουσες και προβλήθηκε σε πολλά φεστιβάλ ανά την υφήλιο. Προβλήθηκε στο δίκτυο HBO, μπήκε στη μικρή λίστα για τις υποψηφιότητες για τα βραβεία Όσκαρ, και ήταν υποψήφια για δύο βραβεία Έμι, μεταξύ των οποίων και για το βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ. Όταν δεν εργάζεται, περνά τον καιρό του κολυμπώντας στα καλύτερα δημόσια κολυμβητήρια της Νέας Υόρκης. Η ταινία του Εμείς τα ζώα (We the Animals) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλασίας του. Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς, όπου τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα NEXT. Στη Θεσσαλονίκη διεκδικεί τον Χρυσό Αλέξανδρο, συναγωνιζόμενη μαζί με τις άλλες 14 ταινίες του τμήματος.

Η υπόθεση: ΗΠΑ, δεκαετία του '80. Ο Μάνι, ο Τζόελ και ο Τζόνα είναι τρία αδέλφια πριν την εφηβεία τους. Ζουν σε ένα σπίτι περικυκλωμένο από δέντρα, κοντά σε ένα δάσος, σε μια αδιάφορη βιομηχανική πόλη στην επαρχιακή ζώνη της Νέας Υόρκης, μαζί με τον πατέρα τους και τη μητέρα τους. Η μητέρα δουλεύει στην τοπική ζυθοποιεία ενώ ο πατέρας βρίσκεται μονίμως από τη μια δουλειά στην άλλη. Δεν στεριώνει πουθενά λόγω του παρελθόντος του (είχε μπλέξει παλιότερα σε παρανομίες) και του οξύθυμου χαρακτήρα του. Είναι πορτορικανικής καταγωγής και η γυναίκα του λευκή Αμερικάνα. Οι δυο τους ερωτεύθηκαν από το γυμνάσιο ακόμα και η σχέση τους είναι γεμάτη πάθος. Αλλά και γεμάτη βία. Όταν ο μπαμπάς φεύγει από το σπίτι και η μαμά πέφτει σε κατάθλιψη, τα τρία αδέλφια πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Και ο Τζόνα, ο πιο ευαίσθητος από τους τρεις, ο πιο ονειροπόλος, ο καλλιτέχνης, που ζωγραφίζει συνεχώς στο τετράδιό του, έχει να αντιμετωπίσει και τα πρώτα ερωτικά του σκιρτήματα, καθώς νιώθει να έλκεται από ένα άλλο αγόρι. Και διαφεύγει σε έναν κόσμο φανταστικό, αποκλειστικά δικό του...

Η άποψή μας: Μια χαρά ταινία είναι αυτή. Εξαιρετικά φωτογραφημένη, με υπέροχη μουσική, σούπερ σκηνοθεσία, φοβερές ερμηνείες από τα πιτσιρίκια (που εννοείται, δεν είναι ηθοποιοί), με μπόλικο λυρισμό και στοιχεία φαντασίας. Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, όμως, είναι το εξής: μπορεί να γίνει τούτη η ταινία το φετινό «Moonlight» (ναι, πάλι αυτό στη σημερινή μας ανταπόκριση); Καταλήγω σε αρνητική απάντηση. Κι αυτό επειδή κατά τη γνώμη μου η ταινία του Zagar δεν έχει τα φόντα και την πολυπλοκότητα της ταινίας του Jenkins, που την έφτασε μέχρι την κατάκτηση του Όσκαρ. Το βασικό της μειονέκτημα: δεν έχει δυνατό δραματουργικό υπόβαθρο. Και βλέπει τα πράγματα πιο πολύ στην επιφάνειά τους. Η οποία όμως παρουσιάζεται εντυπωσιακά, με έναν αβίαστο, ιμπρεσιονιστικό τρόπο.

Τα πιτσιρίκια βλέπουν τους γονείς τους να αγαπιούνται και να τρώνε τις σάρκες τους, να προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα μεταξύ τους αλλά και με την σκληρή πραγματικότητα των ελάχιστων χρημάτων. Κι ο πιο πιτσιρίκος (και πιο ευαίσθητος) από τα τρία αδέλφια προσπαθεί να αντιμετωπίσει την δική του ενηλικίωση, το δικό του ξύπνημα της σεξουαλικότητάς του. Ο πιτσιρικάς εγγονός ενός γηραιού κύριου που ζει κοντά τους, δείχνει στα αγόρια τσόντα! Και ο Τζόνα δεν μπορεί να πάψει να τον επισκέπτεται συνέχεια από εκεί και πέρα. Γιατί αυτό που νιώθει δεν ξέρει πως να το βαφτίσει και πως να το αντιμετωπίσει, σίγουρα όμως θέλει να φιλήσει εκείνο το ξανθό αγόρι... Πέρα από το «Moonlight» μπορούμε να εντοπίσουμε αναφορές και ομοιότητες από το ύστερο έργο του Terence Malick και «Τα μυθικά πλάσματα του Νότου» μέχρι το γιαπωνέζικο «Κανείς δεν ξέρει» και το «Florida Project».

Ταινία ενηλικίωσης με σκηνές που κόβουν την ανάσα (όπως εκείνη πχ της βίαιης και «καταναγκαστικής» προσπάθειας του πατέρα να μάθει στον Τζόνα να κολυμπάει, απλά πετώντας τον στα βαθιά). Αλλά και με σκηνές λυρικές, σουρεάλ και μαγικές, που δημιουργούν όμορφη αντίστιξη με τον άβολο ρεαλισμό της ταινίας. Μάλιστα, κάποιες φορές η ομορφιά σκεπάζει θαρρείς το δράμα, την πίκρα, τη φτώχεια. Είπαμε: στην προσπάθειά του να αφηγηθεί κάτι που να αρέσει στον θεατή αισθητικά ο σκηνοθέτης αποφεύγει την εμβάθυνση γιατί εκεί, πέρα από την επιφάνεια, τα πράγματα μπορεί να μην είναι και τόσο αρεστά. Να είναι ζόρικα. Αξιόλογο δείγμα γραφής σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες του φετινού διαγωνιστικού τμήματος, μια ταινία που βασίζεται στο αυτοβιογραφικό ομώνυμο βιβλίο του Justin Torres. Κι αν ο πατέρας, απογοητευμένος, δεν βλέπει καμία διαφυγή, μια καλύτερη ζωή για τον ίδιο και τα παιδιά του, το γλυκύτατο φινάλε μας κάνει να πιστεύουμε (επειδή το θέλουμε) πως ο Τζόνα, ίσως και να μπορέσει να ξεφύγει. Ε;

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Ανάμεσα σε δύο θάλασσες (Entre dos aguas/ Between Two Waters) TIFF 2018

Ο Isaki Lacuesta ξεκίνησε την καριέρα του το 2002 με το ντοκιμαντέρ «Cravan vs Cravan». Ακολούθησαν οι ταινίες «La leyenda del tiempo» (The Legend of Time, 2006), «Los condenados»» (The Condemned, 2009), «La noche que no acaba» (Zabaltegi Specials, 2010) και το αφρικανικό δίπτυχο ταινιών που αποτελείται από τα El cuaderno de barro (The Clay Diaries, 2011) και «Los pasos dobles» (The Double Steps, το οποίο κέρδισε το Χρυσό Όστρακο στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν το 2011). Επέστρεψε στο Επίσημο Διαγωνιστικό του Σαν Σεμπαστιάν με το «Murieron por encima de sus posibilidades» (Dying Beyond Their Means, 2014) και το 2016 σκηνοθέτησε το «La propera pell» (The Next Skin), σε συνεργασία με την Isa Campo. Η νέα του ταινία Ανάμεσα σε δύο θάλασσες (Entre dos aguas / Between Two Waters), που προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη ως μία από τις Ειδικές Προβολές, αποτελεί συνέχεια της ταινίας «La leyenda del tiempo». Και κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο περασμένο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, όπου κι έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της.

Η υπόθεση: Ο Ίσρα και ο Σίτο είναι δύο Τσιγγάνοι και είναι αδέλφια. Ο Ίσρα μπήκε φυλακή για εμπόριο ναρκωτικών και ο Σίτο κατατάχθηκε στο Ναυτικό, όπου τοποθετείται ως μάγειρας. Όταν ο Ίσρα αποφυλακίζεται, θα συναντηθεί με τον Σίτο στην πόλη τους, το Σαν Φερνάντο, καθώς τυγχάνει και ο αδελφός του να βρίσκεται με άδεια εκεί μετά από μεγάλο ταξίδι. Η συνάντησή τους θα ξυπνήσει μνήμες από τότε που ήταν παιδιά: τότε που ο πατέρας τους δολοφονήθηκε βίαια. Ο Σίτο φαίνεται να έχει βρει το δρόμο του: έχει ενσωματωθεί, έχει βολευτεί, είναι υπόδειγμα νομοταγούς πολίτη. Για τον Ίσρα τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα: δεν μπορεί να βρει δουλειά, η γυναίκα του τον διώχνει από το σπίτι, δεν μπορεί να χαρεί τις κόρες του και δεν μπορεί να μείνει στο σπίτι της μητέρας του, μιας που εκείνη ήταν που τον «κάρφωσε»...

Η άποψή μας: Καμιά φορά μπαίνεις να δεις μια ταινία με μειωμένες προσδοκίες και χαμηλωμένο τον πήχη και εκπλήσσεσαι θετικότατα. Αυτό πχ συνέβη σε μένα με τούτη την ταινία. Περίμενα να βαρεθώ: δεν βαρέθηκα. Καθόλου! Μιλάμε για μια ταινία δύο ωρών κι ένός τετάρτου και σε κρατάει. Κάτι σαν ντοκιμαντέρ είναι τούτο εδώ, αν και το σενάριο είναι λεπτομερώς γραμμένο – άρα ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με μυθοπλασία. Έστω, με docudrama. Ή με δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ. Τόσοι πολλοί ορισμοί για να πεις το ίδιο πράγμα. Μ' αυτές τις ταινίες παίρνω τα μέτρα μου. Είμαι κουμπωμένος. Δαγκώνομαι. Εννιά φορές στις δέκα βγαίνω σωστός. Ε, υπάρχει και η μία ταινία που ξεφεύγει από τον κανόνα. Όπως αυτή. Την ταινία «La leyenda del tiempo», της οποίας τούτη εδώ είναι άτυπη συνέχεια, δεν την έχω δει. Ελάχιστοι φαντάζομαι την έχουν δει εκτός Ισπανίας, αλλά και μέσα στην Ισπανία.

Αυτό, βέβαια, δεν εμποδίζει την απρόσκοπτη παρακολούθηση της ταινίας, με τη σημείωση πως σε κάποια σημεία, το πισωγύρισμα με σκηνές από την πρώτη ταινία, με τους Ίσρα και Σίτο να είναι νέοι, μπερδεύει ελαφρώς. Ωραία η σκηνή με το πήδημα από τη γέφυρα, τα τρία κοριτσάκια του Ίσρα είναι πανέμορφα, η σκηνή της γέννας στην έναρξη της ταινίας σε προδιαθέτει για το τι θα ακολουθήσει και στο φινάλε έχουμε επίσκεψη σε ένα πολύ ιδιότυπο νεκροταφείο, όπου για τα ψηλά οστεοφυλάκια, χρειάζεται να πάρεις σκάλα για να τα φτάσεις και να αφήσεις λίγα λουλούδια. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τους ήρωές του από κοντά, τους αγαπά, δεν τους κρίνει και μας μπάζει στη ζωή τους. Μια ζωή δύσκολη, με λίγες χαρές και πολλές πίκρες. Δεν έχουμε κάτι σαν τον «Καιρό των τσιγγάνων», να μην παρεξηγηθούμε.

Αλλά η ταινία είναι πειστική, σαφέστατα ρεαλιστική, και καταγράφει μια δύσκολη καθημερινότητα στην πόλη της Ανδαλουσίας με το μεγαλύτερο δείκτη ανεργίας σε ολόκληρη την Ισπανία! Εντέλει, τα δύο διαφορετικά αδέλφια θα πάρουν δύο διαφορετικούς δρόμους: της παρανομίας ο ένας, της ενσωμάτωσης ο άλλος. Της ενσωμάτωσης μέχρι σημείου... παρελάσεως. Ο άλλος ότι έχει να πει, το λέει με το γεμάτο τατουάζ κορμί του. Ένα αξιόλογο πορτρέτο και μια ενδιαφέρουσα, διαφορετική κινηματογραφική πρόταση.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live
Περισσότερα... »



Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

8η ανταπόκριση – Παρασκευή 9 Νοεμβρίου
Φωτιά στα τορεντάδικα!

Μπαίνουμε στην τελική ευθεία του φεστιβάλ – το γάιδαρο τον φάγαμε, η ουρά του έμεινε – και καταρρέουμε από την κούραση λέμε. Πού είναι τα παλιά τα χρόνια, που βλέπαμε ίσα με 7, και στο τσακίρ κέφι, και 8 ταινίες ημερησίως;;; Οέο; Πάει, δεν αντέχουμε, χάλασε ο κόσμος. Εδώ ρε παιδί μου, έμεινε άνεργος, ποιος, ο Φουρθιώτης! Τι να συζητάμε, δεν έχει νόημα. Εμείς, τη δουλειά μας πάντως. Άλλες τέσσερις ταινίες, να έχετε να πορεύεστε!

Η δωδεκάχρονη νύχτα (La noche de 12 años) TIFF 2018

Ο Álvaro Brechner γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο το 1976 και ζει στη Μαδρίτη από το 2000. Από το 2000 έως το 2007 σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες μικρού μήκους που έκαναν πρεμιέρα σε περισσότερα από 140 διεθνή φεστιβάλ και αγοράστηκαν από τηλεοπτικά δίκτυα σε περισσότερες από 15 χώρες, όπως και δεκάδες ντοκιμαντέρ. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ήταν το «Χάλια μέρα για ψάρεμα» (Mal día para pescar, 2009), η οποία προβλήθηκε στο Επίσημο Πρόγραμμα της Εβδομάδας Κριτικής του Φεστιβάλ των Καννών. Η ταινία συμμετείχε σε περισσότερα από 60 διεθνή φεστιβάλ και απέσπασε περισσότερα από 30 βραβεία. Τον Δεκέμβριο του 2015, το περιοδικό Variety τον ανακήρυξε ένα από τα 10 μεγαλύτερα ταλέντα του ιβηρο-αμερικανικού σινεμά. Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του είναι το «Mr. Kaplan» (2014). Φέτος, γύρισε την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του. Τίτλος της: Η δωδεκάχρονη νύχτα (La noche de 12 años). Την παγκόσμια πρεμιέρα της η ταινία την έκανε στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα Orizzonti. Στη Θεσσαλονίκη προβάλλεται επίσης στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».

Η υπόθεση: Σεπτέμβριος του 1973. Η Ουρουγουάη τελεί υπό στρατιωτική χούντα. Το κίνημα των ανταρτών Τουπαμάρος έχει ήδη συνθλιβεί. Τα περισσότερα μέλη της επαναστατικής αυτής οργάνωσης έχουν βρεθεί στη φυλακή, αφού υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια. Μια φθινοπωρινή νύχτα, τρεις κρατούμενοι (ανάμεσά τους και ο Πέπε Μουχίκα, ο κατοπινός πρόεδρος της χώρας) απομακρύνονται από τα κελιά τους για μια μυστική αποστολή. Η εντολή είναι σαφής: «Αφού δεν μπορούμε να τους σκοτώσουμε, ας τους τρελάνουμε». Οι άνδρες τελικά θα μείνουν στην απομόνωση για 12 χρόνια, αλλάζοντας φυλακές, τόπους, συνθήκες. Τελικά, θα τρελαθούν; Ή θα καταφέρουν και να μείνουν ζωντανοί και να διατηρήσουν σώας τας φρένας τους;

Η άποψή μας: Έπρεπε να φτάσουμε στην τρίτη πριν από το τέλος ημέρα του φεστιβάλ για να δούμε την ταινία που αγαπήσαμε περισσότερο από όλες φέτος! Ένα συγκλονιστικό φιλμ, που με τάραξε συθέμελα και με έκανε να κλαίω με αναφιλητά και να τρέμω σύγκορμος. Μια ταινία, που μου έβγαλε σωματική αντίδραση ανάλογη με εκείνη που μου δημιούργησε το περσινό «Το τελευταίο σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη. Καθόλου τυχαία, οι ήρωες και των δύο ταινιών, είναι φυλακισμένοι. Καθόλου τυχαία, δείχνουν παλικαριά και λεβεντιά απέναντι σε εντελώς αντίξοες συνθήκες, έχοντας να αντιπαλέψουν μηχανισμούς ολοκληρωτικών καθεστώτων. Καθόλου τυχαία, οι ερμηνείες είναι απίστευτες και σταλάζουν συγκίνηση κατευθείαν μέσα στην ψυχή. Με πρώτη ύλη το βιβλίο «Memorias del Calabozo» των Mauricio Rosencof και Eleuterio Fernández Huidobro, των δύο συγκρατουμένων του Μουχίκα δηλαδή, προκύπτει μια ταινία – ύμνος στην ανθρώπινη θέληση. Την αντίσταση. Οι άνθρωποι αυτοί στερήθηκαν τα πάντα και κυρίως την ελευθερία τους. Μέσα σε 12 χρόνια μεταφέρθηκαν σε πάνω από 40 φυλακές (!!!) και κάθε φορά το καθεστώς ήλπιζε πως θα «σπάσουν». Πιο κοντά στο σπάσιμο έφτασε ο Μουχίκα, ο οποίος κόντεψε να χάσει το μυαλό του, που του έπαιζε άσχημα παιχνίδια.

Στην ταινία παρακολουθούμε τις συνεχείς μεταγωγές των τριών συγκρατουμένων, που τους πάνε πάντα μαζί στις ίδιες φυλακές χωρίς όμως ποτέ να τους βάζουν μαζί, να τους δίνουν το δικαίωμα να επικοινωνήσουν και παράλληλα βλέπουμε το back story τους. Τι άφησαν πίσω τους, τότε που ήταν ελεύθεροι και πως ήρθε η στιγμή της σύλληψής τους. Στην απομόνωση οι κρατούμενοι πέραν όλων των άλλων είχαν να αντιμετωπίσουν και τον ίδιο τους τον εαυτό. Φανταστείτε το: 12 χρόνια μοναξιάς. Απόλυτης. Χωρίς δικαίωμα επικοινωνίας. Χωρίς προαυλισμούς. Χωρίς καμία ανθρώπινη επαφή. Ο σκηνοθέτης κάνει τρομερή δουλειά καθώς κατορθώνει να περιγράψει την απόλυτη κόλαση χωρίς να καταφεύγει σε φτηνά κόλπα και περιττούς εντυπωσιασμούς. Κάθε φορά η απομόνωση δεν αλλάζει αλλά όλο και κάτι συμβαίνει, όλο και κάτι προκύπτει. Και οι τρεις άνθρωποι με ατσαλένια θέληση, αντέχουν.

Πώς λέμε, μας γάμησε η ταινία (με την καλή έννοια); Ε, αυτό. Και ναι, εννοείται, κάτι τόσο σπουδαίο, κάτι τόσο μεγάλο, δεν μπορεί να είναι μίζερο. Υπήρχε και χιούμορ στην ταινία. Ιδίως στη σχέση που αναπτύσσει ο συγγραφέας της παρέας με έναν από τους διοικητές φυλακών, ο οποίος επιθυμεί να εντυπωσιάσει μια κοπέλα που γνωρίζει – και βάζει τον κρατούμενο να του γράφει ραβασάκια. Χαρτί και μολύβι: ο μεγαλύτερος θησαυρός. Τρομερή, τρομερή, τρομερή ταινία, με ξέσκισε και μπράβο της. Και μπράβο σε όλους όσοι συμμετείχαν στη δημιουργία της ταινίας. Από τον άψογο για άλλη μια φορά Antonio de la Torre στο ρόλο του Μουχίκα – τι ωραία περιγράφεται η σχέση του με τη μητέρα του, μια λεβέντισσα με κάτι κοχόνες, να, που υπέμενε βροχή και κακουχίες μόνο και μόνο για να πετύχει αυτό που ήθελε – μέχρι τον τελευταίο εργάτη που συνεισέφερε στο χτίσιμο αυτού του υπέροχου φιλμ. Παραληρώ! Και μου αρέσει.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει το Σάββατο 10 Νοεμβρίου στις 15.00 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Μεϊλί (Meili) TIFF 2018

Ο Zhou Zhou γεννήθηκε στο Αντσίνκ της κινεζικής επαρχίας Ανχουέι το 1984 και είναι απόφοιτος Δημοσιογραφίας, Ραδιοτηλεόρασης (2006) του Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας του Χουαζόνγκ. Έχει διατελέσει αρχισυντάκτης, παρουσιάζοντας κριτικές ταινιών του κινεζικού κινηματογράφου για πολλά χρόνια. Σήμερα, εργάζεται ως Σύμβουλος Σεναρίων για την εταιρεία Beijing Jiaying Film Co. Η ταινία Μεϊλί (Meili) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του και ήταν υποψήφια για τα βραβεία Καλύτερης Αφηγηματικής Ταινίας, Καλύτερης Ερμηνείας και Ελεύθερου Πνεύματος στο 12ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ζινίνγκ. Και είναι μία από τις ταινίες που διεκδικούν στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον Χρυσό Αλέξανδρο, συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα.

Η υπόθεση: Η Μεϊλί είναι μια άτυχη, νεαρή γυναίκα: αρχικά, μεγάλωσε χωρίς τους γονείς της. Η αδελφή της και ο γαμπρός της την παρενοχλούν διαρκώς ζητώντας χρήματα, για την ανατροφή της κόρης της Μεϊλί, με την οποία η ίδια δεν θέλει να έχει απολύτως καμία σχέση. Και η κοπέλα της, η γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένη η Μεϊλί, η σχέση της, δεν δείχνει να έχει την ίδια ζέση για το κοινό τους μέλλον, έτσι όπως το σχεδιάζουν. Όταν φεύγει για επαγγελματικούς λόγους στη Σαγκάη, η Μεϊλί νιώθει περισσότερο μόνη της από ποτέ. Χάνει τη δουλειά της σε ένα καθαριστήριο ρούχων αλλά δεν το βάζει κάτω. Ψάχνει διαρκώς για δουλειά. Κάνει καινούργιες φιλίες, δεν χάνει ποτέ τις ελπίδες της παρά τις αναποδιές που συναντά. Οι απογοητεύσεις, όμως, και οι ήττες που βιώνει, είναι απανωτές. Και κάποια στιγμή η Μεϊλί θα ξεσπάσει...

Η άποψή μας: Εδώ, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που θα μπορούσε να είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Δηλαδή, ενδιαφέρουσα είναι, θα μπορούσε να είναι και εξαιρετικά αξιόλογη. Αν μη τι άλλο, παίρνει ένα ρίσκο, για το οποίο της βγάζουμε πραγματικά το καπέλο: αδιαφορώντας για την αρνητική αντίδραση του κοινού, ο σκηνοθέτης βάζει τη Μεϊλί να μην διαθέτει καθόλου μητρικό φίλτρο. Σε κάθε σκηνή που μοιράζεται με το παιδί της, κάτι που πάντοτε γίνεται χωρίς να το επιδιώκει, με πίεση και ξεγέλασμα από τρίτους, δείχνει τον έντονο εκνευρισμό της: δεν το θέλει κοντά της, δεν νιώθει κάτι ιδιαίτερο γι' αυτό, απλώς το γέννησε! Και βάζει αυτήν τη γυναίκα πρωταγωνίστρια, επιδιώκοντας να κοινωνήσει στους θεατές την περιπέτειά της, και να την κάνει αρεστή. Κι ας μην είναι καλή μητέρα! Ο ορισμός της αδιάφορης μάνας! Ουσιαστικά, δεν είναι μητέρα: απαρνιέται το ρόλο της!

Εξαρχής, λοιπόν, ο σκηνοθέτης παίζει με τα στερεότυπα και τις προσδοκίες του κοινού, ταρακουνάει τους θεατές και είναι σαν να τους λέει: «δείτε το δράμα αυτής της γυναίκας και μην την κρίνετε για την ιδιότητα της μητέρας – είναι ένας ρόλος τον οποίο δεν επέλεξε». Ο σκηνοθέτης επιδεικνύει μια τρομερή άνεση (εννοείται με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας του) στην καταγραφή των εξωτερικών πλάνων, που είναι λειτουργική, ρευστή και πολύ έξυπνα χτισμένη. Με τα εσωτερικά, υπάρχει ένα θέμα: φαίνονται φτηνά, μίζερα, «ξεπλυμένα». Η Μεϊλί τρώει συνέχεια σφαλιάρες: σε ότι αφορά τη δουλειά της, σε ότι αφορά την υπόστασή της, σε ότι αφορά τη συναισθηματική της ολοκλήρωση, σε ότι αφορά τα ερωτικά της. Κι όμως επιμένει: αναζητά απεγνωσμένα λίγη αγάπη, αγάπη που δίνει απλόχερα σ' αυτήν που αγαπάει (την εραστή της – όχι την κόρη της, τα ξεκαθαρίσαμε αυτά) και το μόνο που παίρνει εντέλει είναι προδοσία.

Κι αν το γεγονός ότι δεν είναι καλή μητέρα μπορούμε να της το... συγχωρέσουμε, το γεγονός ότι ξεσπάει με τον τρόπο που ξεσπάει στο φινάλε της ταινίας (ξέσπασμα, τη βία του οποίου δεν τη βλέπουμε, μόνο την ακούμε και τη φανταζόμαστε – ευτυχώς) δεν δικαιολογείται από πουθενά. Low budget κοινωνική – αισθηματική ταινία, που αφήνει υποσχέσεις αλλά θα μπορούσε να πιάσει υψηλότερες επιδόσεις και να αποφύγει κακοτοπιές, οι οποίες δεν δικαιολογούνται και από τον πλέον καλοπροαίρετο θεατή... ΥΓ: Πληροφορήθηκα πως στην επίσημη προβολή της ταινίας στο «Ολύμπιον» έγινε ένα μικρό πανηγύρι, με ανθρώπους, που δεν έχουν προφανώς κανενός είδους παιδεία, να «κοροϊδεύουν» με το νου τους τα επί της μεγάλης οθόνης δρώμενα, και με ένα κινητό να χτυπάει συνεχώς μέσα στην αίθουσα, μην αφήνοντας αυτούς που ήθελαν να δουν την ταινία ανενόχλητοι, όπως επιβάλλεται δηλαδή, να τα καταφέρουν. Ντροπής πράγματα...

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει το Σάββατο 10 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Μάια (Maya) TIFF 2018

Η 37χρονη Mia Hansen-Love είχε χριστεί πρωταγωνίστρια σε ηλικία 18 ετών σε ταινία του Olivier Assayas. Το έκανε και μετά από δύο χρόνια, στην επόμενη ταινία του. Και μετά έγιναν ζευγάρι. Η ταινία Μάια (Maya), που προβάλλεται ως μία από τις Ειδικές Προβολές στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είναι η έκτη μεγάλου μήκους μυθοπλασίας που σκηνοθετεί, δύο χρόνια μετά την προηγούμενή της, το «Μέλλον» (L'avenir, 2016), έχοντας στις δύο ταινίες τον ίδιο πρωταγωνιστή: τον Roman Kolinka. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Τορόντο, ενώ έλαβε μέρος και στο φεστιβάλ του Λονδίνου.

Η υπόθεση: Τον Δεκέμβριο του 2012, δύο Γάλλοι πολεμικοί ανταποκριτές που βρέθηκαν αιχμάλωτοι στη Συρία, απελευθερώνονται μετά από τέσσερις μήνες κράτησης. Ο νεότερος από τους δύο, ο Γκαμπριέλ, αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ινδία, τη χώρα όπου μεγάλωσε και στην οποία ζει μόνιμα η μητέρα του, για να ηρεμήσει, μέχρι ν’ αποφασίσει το επόμενο βήμα του. Αρχικά, πηγαίνει στην Γκόα, όπου έχει και δικό του σπίτι. Εκεί συναντά τον νονό του, ιδιοκτήτη ενός τουριστικού resort και την όμορφη κόρη του, την Μάια, η οποία έχει μεγαλώσει πολύ από τότε που την είχε δει τελευταία φορά. Θα πάει και στη Βομβάη να βρει και να δει από κοντά τη μητέρα του, αλλά θα επιστρέψει και πάλι στην Γκόα. Η επιστροφή του στον τόπο των παιδικών του χρόνων και ο έρωτάς του για την Μάια, τον αναγκάζει να αναθεωρήσει την απόσταση ασφαλείας που συνηθίζει να κρατάει από τα πράγματα.

Η άποψή μας: Τούτη η ταινία είναι από αυτές που τις βλέπεις, προχωράνε, δεν σε ενοχλεί, δεν βαριέσαι, αλλά δεν σε τραβάει και κάτι ιδιαιτέρως ρε παιδί μου, δεν έχει κάτι δυνατό να σε συνεπάρει, δεν έχει αυτό το κάτι που θα σε εξιτάρει, θα σε κάνει να δείξεις ένα δράμι ενδιαφέρον παραπάνω. Επηρεασμένη, όπως δήλωσε η ίδια η σκηνοθέτιδα, από την ταινία «The River» του Jean Renoir, φτιάχνει το πορτρέτο ενός ανθρώπου που ψάχνει να γιατρέψει τις πληγές του. Προφανώς, το να είσαι για τέσσερις μήνες αιχμάλωτος από τον ISIS δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο. Ο Γκαμπριέλ, όμως, ασφυκτιά και στη Γαλλία. Την πατρίδα του. Εκεί που βρίσκεται το σπίτι του. Εντελώς συνειδητοποιημένα πηγαίνει στην Ινδία. Στην πατρίδα της παιδικής του ηλικίας. Εκεί που πιστεύει πως θα ημερέψει η ψυχή του.

Κι όντως, αυτό συμβαίνει. Το σπίτι που μεγάλωσε είναι η μήτρα στην οποία μπαίνει για να αναγεννηθεί. Στα φανερά δεν φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαιτέρως κάτι. Κάνει χάζι με τα παιδάκια της γειτονιάς. Κάνει βόλτες με το μοτοποδήλατό του – και είναι και απρόσεχτος μερικές φορές. Κυρίως, όμως, φαίνεται να απολαμβάνει τη συντροφιά της Μάια. Μιας όμορφης κοπέλας, λίγο μετά την εφηβεία της, που δείχνει πως απολαμβάνει κι εκείνη την παρέα του. Κατά μία έννοια μοιάζουν οι δυο τους: και η Μάια εγκατέλειψε τον δυτικό πολιτισμό για να επιστρέψει στη γενέθλια γη. Άφησε το Λονδίνο και τις σπουδές της εκεί γιατί προτιμούσε να βρίσκεται στη Γκόα. Μόνο που για εκείνον όλο αυτό είναι κάτι προσωρινό – για εκείνην είναι μόνιμο. Μόλις φορτίσει τις μπαταρίες του ο άνθρωπος αυτός θα ριχτεί και πάλι στα πεδία των μαχών. Πολεμικός ανταποκριτής είναι: δεν μπορεί να λειτουργήσει διαφορετικά. Οπότε, η ερωτική τους σχέση είναι περίπου καταδικασμένη.

Η σκηνοθέτιδα στήνει όμορφες σκηνές – ιδίως εκείνη του ταξιδιού στη Βομβάη, της συνάντησης του ήρωά μας με τη μητέρα του και το γοερό κλάμα εκείνης μέσα στο αυτοκίνητο όταν εκείνος φεύγει, όταν συνειδητοποιεί πως ουσιαστικά τον έχει χάσει για πάντα, είναι σκηνές που και δύναμη έχουν και πολύ όμορφα γυρισμένες είναι. Οι πολιτικές αναφορές στον Ολάν, που είναι (ήταν) ευχάριστος Πρόεδρος, αλλά έδινε άλλη δημόσια εικόνα ή στον Ερντογάν, για το πόσο αυταρχικός ηγέτης είναι, δεν προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο στην ταινία – απλά αναφέρονται. Ο πρωταγωνιστής είναι φωτογενής αλλά δείχνει αδύναμος να εκφράσει πάνω από ένα συναίσθημα: η ερμηνεία του είναι συμπυκνωμένη στο ανέκφραστο πρόσωπό του. Πολύ καλύτερη είναι η πρωτοεμφανιζόμενη Aarshi Banerjee, που βγάζει ζεστασιά και αυθορμητισμό στην ερμηνεία της.

Κάτι πάει να λεχθεί για την εκμετάλλευση στις υπανάπτυκτες χώρες, τον τουρισμό που πολλές φορές αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά μιας περιοχής και για την συνεχιζόμενη ανάγκη να φτιάχνονται καινούργια πράγματα – κι όταν υπάρχουν αντιστάσεις, απλά τις... βάζουμε φωτιά. Αλλά, είπαμε: βλέπεις την ταινία, δεν σε χαλάει αλλά δεν σε φτιάχνει και με τίποτα. Σαφώς στο «Μέλλον» τα πράγματα ήταν (είδατε τι έκανα; στο μέλλον ήταν, μουάχαχαχαχα) πολύ καλύτερα...

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Άγα (Ága) TIFF 2018

Ο Milko Lazarov είναι Βούλγαρος σκηνοθέτης που γεννήθηκε το 1967. Αποφοίτησε από την Εθνική Ακαδημία Τεχνών του Θεάτρου και του Κινηματογράφου (NATFA) στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, τη Σόφια. Εργάστηκε ως λέκτορας στο Τμήμα Κινηματογράφου του ίδιου πανεπιστημίου. Η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, το «Otchuzhdenie» (Alienation, 2013), με πρωταγωνιστή τον Χρήστο Στέργιογλου, έκανε πρεμιέρα και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας, στο επίσημο πρόγραμμα του τμήματος «Venice Days». Στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια» είδαμε τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, το Άγα (Ága). Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στην τελευταία Berlinale, όπου και προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός συναγωνισμού.

Η υπόθεση: Ο Νανούκ και η Σέντνα ζουν σε μια σκηνή καταμεσής των χιονισμένων εκτάσεων του Βορρά, ακολουθώντας τις παραδόσεις των προγόνων τους. Μόνοι μέσα στην ερημιά, μοιάζουν να είναι οι τελευταίοι εναπονείναντες άνθρωποι στον πλανήτη. Ο παραδοσιακός τους τρόπος ζωής αρχίζει ν’ αλλάζει – αργά, αλλά αναπότρεπτα. Το κυνήγι γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο, τα ζώα γύρω τους πεθαίνουν ανεξήγητα, ενώ οι πάγοι λιώνουν κάθε χρονιά και πιο νωρίς. Όταν η υγεία της Σέντνα επιδεινώνεται, ο Νανούκ αποφασίζει να εκπληρώσει τη μόνη της επιθυμία: αναχωρεί για ένα μεγάλο ταξίδι, για να βρει την Άγα, τη μοναχοκόρη τους, που έφυγε από την τούνδρα πριν από πολλά χρόνια.

Η άποψή μας: Αυτή είναι μια υπέροχη ταινία για να τη βλέπει κανείς. Κι έχει και κάτι να πει, σοβαρό και σημαντικό. Κι ας μην χρησιμοποιεί πάρα πολλά λόγια για να το πει. Εννοείται πως οι αναφορές στο κλασικό «Νανούκ του Βορρά» ούτε τυχαίες είναι ούτε και καλυμμένες. Είναι ξεκάθαρες. Αλλά επιμένω στην εικόνα. Μιλάμε για απίστευτες εικόνες! Η διεύθυνση φωτογραφίας από τον Kaloyan Bozhilov (συνεργάτη του σκηνοθέτη και στην πρώτη του ταινία) είναι απλώς καταπληκτική! Αυτό, το να φωτογραφίζεις το άσπρο, την μη ύπαρξη ουσιαστικά χρώματος, και να βγάζεις τόσο συναίσθημα είναι επίτευγμα ολκής! Και στο ελληνικό «Ακίνητο ποτάμι» είχαμε εξίσου όμορφες σκηνές σε παγωμένα τοπία. Κάτι που είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, να τα λέμε κι αυτά.

Στις σκηνές της ταινίας όπου το λευκό του χιονιού διαχωρίζεται από μια αμυδρή, μόλις και με τα βίας εμφανή γραμμή σε σχέση με το λευκό του ορίζοντα, θέλει καντάρια ταλέντο για να το πετύχεις! Και οι σκηνές στο αδαμαντωρυχείο είναι από εκείνες που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό! Μου θύμισαν τη δουλειά του Michael Glawogger, ιδίως το λατρεμένο ντοκιμαντέρ του «Workingman's Death». Εννοείται ότι όλη η ταινία επενδύει την ισχνή μυθοπλασία της με παχύ και καλοδεχούμενο (εδώ) στρώμα ντοκιμαντέρ. Οι ρυθμοί της ταινίας είναι αργοί, ποιητικοί και ταιριαστοί με το όλο κόνσεπτ της. Και ναι, αυτά που λέει για την υπερεκμετάλλευση της γης, για την μη οικολογική αντιμετώπιση των πάντων από τον σύγχρονο πολιτισμό, την αστυφιλία και την εγκατάλειψη της υπαίθρου, μπορεί να μοιάζουν προφανή, αλλά τα λέει με έναν πολύ εύσχημο και καθόλου ενοχλητικό (ήτοι, διδακτικό) τρόπο. Με ένα απόλυτα συγκινητικό φινάλε και μια αίσθηση μελαγχολίας για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, η ταινία είναι χάρμα ιδέσθαι.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει το Σάββατο 10 Νοεμβρίου στις 23.00 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live
Περισσότερα... »



Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

7η ανταπόκριση – Πέμπτη 8 Νοεμβρίου
Άγριος καβγάς σε καλλιστεία οπισθίων!

Παιδιά, δεν μπορώ να περιγράψω άλλο. Σεμνή και ταπεινή θα είναι αυτή η ανταπόκριση. Όσο ο τίτλος της. Μουάχαχαχαχαχα. Τέσσερις οι ταινίες και... φύγαμε!

Όλα καλά (Alles ist gut / All Good) TIFF 2018

Γεννημένη στο Βερολίνο το 1983, η Eva Trobisch εργάστηκε ως βοηθός στο θέατρο και στη συνέχεια στον κινηματογράφο. Το 2009 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Μονάχου (HFF München) για να σπουδάσει Σκηνοθεσία Κινηματογράφου, παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή Tisch School of the Arts του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και πέρασε σ’ ένα πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στη συγγραφή σεναρίου στο London Film School το 2015. Η ταινία Όλα καλά (Alles ist gut / All Good) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλασίας που σκηνοθετεί, υπογράφοντας και το σενάριο. Έχει λάβει μέρος σε διάφορα φεστιβάλ και στη Θεσσαλονίκη συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα, διεκδικώντας τον Χρυσό Αλέξανδρο.

Η υπόθεση: Η Γιάνε είναι μια 30something γυναίκα, που ζει στο Μόναχο μαζί με τον σύντροφό της, τον Πιτ, με τον οποίο έχουν σχέση εδώ και πολλά χρόνια. Ο εκδοτικός οίκος που είχαν φτιάξει παρέα, φαλίρισε. Ο Πιτ δεν δείχνει ιδιαίτερα καταβεβλημένος από αυτό. Για να μειώσουν τα έξοδά τους, προτείνει να πάνε να μείνουν κάπου στην εξοχή, στο σπίτι ενός συγγενή του, που πλέον περνάει στα δικά του χέρια, ένα σπίτι που θέλει πολλές επισκευές. Η Γιάνε αγαπάει τον Πιτ, αλλά σκέφτεται άλλα πράγματα. Τα οποία, όμως, δεν τα μοιράζεται. Στο reunion πάρτι των συμμαθητών της πηγαίνει στη μικρή πόλη όπου μεγάλωσε για να συμμετάσχει σ' αυτό. Διασκεδάζει, κουτσομπολεύει, δέχεται πρόταση εργασίας, χορεύει, πίνει και γνωρίζει και τον Μάρτιν.

Θα τον καλέσει στο πατρικό της για να κοιμηθεί, καθώς και οι δύο είναι πολύ μεθυσμένοι. Ο Μάρτιν, όμως, της επιτίθεται. Και τη βιάζει. Η Γιάνε δεν αντιδρά. Δεν λέει αυτό που συνέβη σε κανέναν. Ούτε στη μητέρα της ούτε στον αγαπημένο της ούτε στην αστυνομία. Και τα φέρνει έτσι η τύχη τα πράγματα ώστε ο Μάρτιν δουλεύει στην ίδια δουλειά (έναν άλλο εκδοτικό οίκο) όπου πιάνει δουλειά και η Γιάνε. Μέχρι πότε θα μπορεί να κρατάει μυστικό η Γιάνε κάτι τόσο βίαιο που βίωσε; Και πώς θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες;

Η άποψή μας: Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση ταινίας. Μια ταινία που το βασικό υλικό της δείχνει φωσκολικό, η διαχείριση όμως είναι εκείνη που την οδηγεί σε υψηλές επιδόσεις. Και παρά τα κάποια φάουλ της, αν μη τι άλλο αυτή είναι μια ταινία που γεννάει συζητήσεις. Κέντρο των συζητήσεων που θα προκαλέσει η ταινία, είναι ο βιασμός. Μία από τις πλέον ειδεχθείς εγκληματικές πράξεις. Η απόλυτη επίδειξη δύναμης και μη σεβασμού του άλλου. Πρώτη ανατροπή: ο βιαστής δεν είναι αυτό που λέμε ανώμαλο κτήνος. Ένας μπούλης είναι. Στην κυριολεξία. Που – ηθελημένα – παρερμηνεύει πράγματα. Και που στη δεδομένη συγκυρία δεν δέχεται το όχι ως απάντηση. Δεύτερη ανατροπή: ο βιασμός δεν εικονοποιείται ως η τραυματική εμπειρία που ήταν πχ στο «Μη αναστρέψιμος». Δεν έχουμε κραυγές και κλάματα. Η Γιάνε ξεκάθαρα δεν θέλει. Δεν χωράει παρερμηνεία αυτό. Απλά, κάποια στιγμή, εγκαταλείπει την προσπάθεια να σταματήσει τον Μάρτιν. Τον αφήνει να κάνει σεξ μαζί της, σαν μια γυναίκα που κάνει σεξ με τον άντρα της μετά από 30 χρόνια γάμου: κάτι σαν από συνήθεια, κάτι σαν από υποχρέωση.

Προσέξτε: ο βιασμός είναι αδιαμφισβήτητος. Και απεχθής. Η μενταλιτέ της Γιάνε, όμως, είναι: «δεν έγινε και τίποτε – όλα καλά». Προς τα έξω. Έτσι θέλει να δείχνει στον εαυτό της. Έτσι τον πείθει. «Δεν έγινε και τίποτε – όλα καλά». Γίνεται όμως να σε αφήσει ανεπηρέαστο μια τόσο τραυματική εμπειρία; Είναι δυνατόν να μην σε ταράξει ψυχολογικά; Να μην επηρεάσει τις σχέσεις σου με τους γύρω σου; Πώς μπορεί να είναι «όλα καλά» όταν κάτι τόσο βασικό δεν πάει καλά; Πώς μπορεί να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς να αντιμετωπίσει το τραυματικό γεγονός, χωρίς να ζητήσει δικαίωση, βοήθεια, συμπαράσταση; Κι όμως, η Γιάνε συνεχίζει τη ζωή της. Μετά, συμβαίνουν κάποια προβλεπόμενα φωσκολικά, μερικά παράξενα φάουλ (πχ, η εμφάνιση ενός παράξενου τύπου, με τον οποίο γίνεται καβγάς στη μέση του δρόμου, δεν μας δικαιολογείται επαρκώς ούτε γιατί εμφανίζεται ούτε γιατί γίνεται καβγάς) για να φτάσουμε στο πολύ δυνατό φινάλε στο μετρό του Μονάχου. «Δεν κατεβαίνω» λέει η Γιάνε στους ελεγκτές. «Πρέπει να φτάσω κάπου». «Έχω κάπου να πάω». Ναι, αλλά πλέον έχει γίνει κομμάτια. Ναι, αλλά πλέον δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον εαυτό της. Εννοείται πως δεν φταίει για τον βιασμό της. Φταίει, όμως, για ότι ακολούθησε. Κυρίως απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό.

Τρομερή ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια Aenne Schwarz, σε ένα φεστιβάλ όπου στο διαγωνιστικό τμήμα η αλήθεια είναι πως είδαμε πολλές σπουδαίες γυναικείες ερμηνείες. Τον κωμικό τόνο στην ταινία (για να σπάσει το αγχωτικό και δύσκολο βασικό της θέμα) μας τον παραδίδει ο Tilo Nest, που υποδύεται το αφεντικό της Γιάνε, τον Ρόμπερτ, ίσως τον πιο «φυσιολογικό» άνθρωπο στο σύμπαν της ταινίας. Που πετάει και δυο τρεις εξαιρετικές ατάκες, όπως: «όταν τα παιδιά σου μεγαλώνουν και δεν σου μιλάνε, κάνεις καινούργια» ή το κορυφαίο «αυτοί που λένε πως όταν παντρεύεσαι νεώτερη γυναίκα σε κάνει να νιώθεις νέος, κάνουν λάθος – γέρο σε κάνει να νιώθεις». Πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά και μάλλον θα ακούσουμε πολλά καλά πράγματα για τη σκηνοθέτιδα στο μέλλον.

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Η δουλειά της TIFF 2018

Ο Νίκος Labôt σπούδασε Σκηνοθεσία στην Αθήνα. Έχει δουλέψει για μικρού και μεγάλους μήκους ταινίες και τηλεοπτικά προγράμματα στην Ελλάδα και την Γαλλία. Έχει σκηνοθετήσει ένα ντοκιμαντέρ, μουσικά βίντεο, δύο θεατρικά έργα και τρεις μικρού μήκους ταινίες. Το Η δουλειά της είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Τορόντο. Στο πρόσφατο φεστιβάλ Βαρσοβίας τιμήθηκε με τρία βραβεία: καλύτερης ταινίας στο τμήμα «1 – 2» και δύο βραβεία της FIPRESCI. Στο δικό μας φεστιβάλ είναι η μία από τις τρεις ελληνικές ταινίες, που διεκδικεί τον Χρυσό Αλέξανδρο στο διαγωνιστικό τμήμα.

Η υπόθεση: Η Παναγιώτα είναι μια 37χρονη γυναίκα, ρομαντική αλλά με ελάχιστα εφόδια στη ζωή της: μεταξύ των άλλων είναι και σχεδόν αγράμματη. Παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών, είναι αυτό που λέμε, καλή νοικοκυρά. Όταν ο άντρας της θα χάσει τη δουλειά του, οι οικονομίες τους θα εξαντληθούν γρήγορα και η σύνταξη της μητέρας του δεν θα αρκεί για να επιβιώσουν. Έτσι, η Παναγιώτα για πρώτη φορά στη ζωή της, θα αναζητήσει δουλειά. Η πρόσληψή της στο συνεργείο καθαρισμού ενός νέου πολυκαταστήματος θα είναι η πρώτη της επαφή με έναν σκληρό κόσμο εκμετάλλευσης και σκληρού ανταγωνισμού, σύμπτωμα μιας κοινωνίας σε κατάρρευση, αλλά η ανάγκη της να κρατήσει αυτήν τη δουλειά, θα την κάνει να τα αποδεχτεί και να τα υπομείνει, κάνοντας μια σειρά από υποχωρήσεις. Όμως, την ίδια στιγμή, αφήνοντας πίσω την μονοτονία της ζωής μιας νοικοκυράς για ένα νέο περιβάλλον, η Παναγιώτα ανακαλύπτει μια καινούρια αίσθηση «οικονομικής ανεξαρτησίας», στέκεται για πρώτη φορά στα πόδια της, χτίζει φιλίες και νιώθει για πρώτη φορά σημαντική. Κι ότι κι αν ακολουθήσει, εκείνη δεν θα είναι πια ποτέ ξανά η ίδια.

Η άποψή μας: Η αλήθεια είναι πως οι ελληνικές ταινίες που παρουσιάζουν ιστορίες θεμελιωμένες στην οικονομική κρίση «κλείνουν σπίτια» στους κινηματογράφους. Δεν τις βλέπει κανείς. Αυτό αφορά την ενδεχόμενη εμπορική προοπτική της ταινίας. Ας παραβλέψουμε για λίγο όμως αυτό το κομμάτι κι ας αποταθούμε αν αυτή είναι μια καλή ταινία. Η απάντηση είναι «σίγουρα ναι» αλλά με αστερίσκο. Έχει όλα τα στοιχεία να είναι μια πραγματικά καλή ταινία, στο είδος του σινεμά κοινωνικού ρεαλισμού, στο οποίο είναι εξαιρετικοί οι αδελφοί Dardenne και ο Ken Loach. Διαθέτει όμως και μια σειρά από μικρές αστοχίες. Το πιο μεγάλο δομικό και ουσιαστικό φάουλ είναι η «αγραμματοσύνη» της Παναγιώτας. Μου φαίνεται πολύ δύσκολα πιστευτή. Σε όποιο κατσικοχώρι κι αν μένεις τη σήμερον ημέρα (γιατί στο σήμερα διαδραματίζεται η ταινία) ε, πέντε δράμια γράμματα θα τα μάθεις. Κι αν κάνεις λάθη στην ορθογραφία (κάτι πάρα μα πάρα πολύ συχνό ως κατάσταση), δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον Έλληνα πολίτη πια που να μην ξέρει να διαβάζει!

Είναι πολύ βασικό φάουλ αυτό, γιατί οδηγεί στην τραγική σκηνή προς το φινάλε όπου η Παναγιώτα υπογράφει ένα χαρτί που νομίζει πως είναι κάτι υπέρ της αλλά ουσιαστικά υπογράφει την καταδίκη της. Το γεγονός ότι ο προϊστάμενός της δεν της εξηγεί τι ακριβώς συμβαίνει είναι δεύτερο φάουλ: πρέπει να πάει και την επόμενη μέρα στη δουλειά της, για να γίνουν όλα κατανοητά. Τέλος, το φινάλε παρά είναι «παθητικό» και ανοιχτό. Θέλω να πω, ναι, η Παναγιώτα έχει κάνει ένα βήμα προς τη χειραφέτησή της, αλλά εγώ (φαντάζομαι και ο μέσος θεατής) θα περίμενε μια πιο έντονη δραματουργικά αντίδρασή της. Να τα σπάσει, να ουρλιάξει, να καταγγείλει, να πέσει στην κατάθλιψη... Όχι. Η Παναγιώτα βγάζει βάρδια και μετά πάει στο πάρτι της συναδέλφου, με την οποία έχει γίνει φίλη. Και... αντιμιλάει στον άνδρα της. Δεν τα κάνει όμως όλα λάθος η ταινία, προς Θεού. Ίσα ίσα, είναι μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που είδαμε στο φεστιβάλ.

Το μεγαλύτερο ατού της είναι η Μαρίσα Τριανταφυλλίδου στο ρόλο της Παναγιώτας, η οποία είναι θεά! Από τα πιο ταλαντούχα ερμηνευτικά εργαλεία που διαθέτει η χώρα μας. Μια γυναίκα που παίζει με το σώμα (προσέξτε πως από μαζεμένη, σκεβρωμένη, κουλουριασμένη θαρρείς, ανασηκώνεται, ξεθαρρεύει, παίρνει τα πάνω της. Μια ηθοποιάρα που παίζει και με τα μάτια. Το να την παρακολουθείς είναι πραγματικό σεμινάριο υποκριτικής! Αυτή, η Γερμανίδα από την ταινία «Όλα καλά» και η Αμερικανίδα από την ταινία «Ισόβιοι δεσμώτες» διεκδικούν επί ίσοις όροις το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας. Τόσο καλή είναι η Μαρίσα! Η ταινία περιγράφει έξυπνα και στις πιο μικρές της λεπτομέρειες τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης. Ο πατέρας (ευχάριστα συγκρατημένος και σωστός, αφήνοντας χώρο στη βασική πρωταγωνίστρια ο Ήμελλος) ψάχνει χρήματα από τον κουμπαρά της κόρης του για να παίξει τυχερά παίγνια! Η κόρη (ο πιο αδύναμος ερμηνευτικά κρίκος) το ρίχνει συνέχεια στο φαγητό, κάνει μπούλινγκ (μεταβιβάζει τη βία που βιώνει) και χαίρεται όταν υπάρχει η δυνατότητα να φορέσει ένα νέο ρούχο.

Αλλά και η εκμετάλλευση στους εργασιακούς χώρους περιγράφεται ρεαλιστικά και με τον πρέποντα τρόπο. Το διαίρει και βασίλευε, οι συνεχόμενες απαιτήσεις για υπερωρίες, οι απολύσεις χωρίς καμία δικαιολογία ή με ψεύτικες δικαιολογίες, όλα πιάνονται, όλα παρουσιάζονται, χωρίς υπερβολές και χωρίς μελοδραματισμό. Ο σκηνοθέτης είναι καλός αφηγητής: η ιστορία δεν κρεμάει, η αφήγηση έχει σωστό ρυθμό, μας δείχνει ανά πάσα στιγμή τόσο τη συνειδητοποίηση της Παναγιώτας, όσο και τις αμφιβολίες της αλλά και τα αδιέξοδά της (να φύγει και να πάει πού;). Και η σκηνή, που έδωσε το ενσταντανέ για την αφίσα της ταινίας, είναι εξαιρετική. Έχει λάθη η ταινία – κάποιο είναι πολύ βασικό, αλλά σαφέστατα το πρόσημό της είναι όχι απλά θετικό: είναι θετικότατο.

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Η αντιπροσωπεία (Delegacioni / The Delecation) TIFF 2018

Ο Bujar Alimani γεννήθηκε το 1969 στο Πάτος της Αλβανίας. Σπούδασε Ζωγραφική και Σκηνοθεσία Θεάτρου στην Ακαδημία Καλών Τεχνών των Τιράνων. Το 1992 μετανάστευσε στην Ελλάδα, όπου και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε αρκετές ελληνικές ταινίες. Το 2011 γύρισε την «Αμνηστία», την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Ήταν η πρώτη αλβανική ταινία που έλαβε χρηματοδότηση από το ευρωπαϊκό ταμείο Eurimages. Η ταινία ήταν η πρώτη επίσημη συμμετοχή της Αλβανίας στην Berlinale, όπου και απέσπασε το βραβείο CICAE. Η δεύτερη ταινία του, με τίτλο «Krom» – μια συμπαραγωγή ανάμεσα στην Αλβανία, το Κόσοβο, τη Γερμανία και την Ελλάδα – προβλήθηκε σε πολλά φεστιβάλ ανά την υφήλιο. Ο σκηνοθέτης, που ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη, έφερε στη Θεσσαλονίκη την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, η οποία προβλήθηκε στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Τίτλος της: Η αντιπροσωπεία (Delegacioni / The Delecation). Μια ταινία που επίσης βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Βαρσοβίας, κερδίζοντας το Μεγάλο Βραβείο του διαγωνιστικού τμήματος.

Η υπόθεση: Οκτώβριος 1990, Αλβανία. Το κομουνιστικό καθεστώς συνεχίζει να βρίσκεται στην εξουσία απολυταρχικά. Όμως, γίνονται κάποια πρώτα βήματα εκδημοκρατισμού. Μια αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισκέπτεται τα Τίρανα προκειμένου να διαπιστώσει από κοντά πως όλα βαίνουν καλώς... Ο Λέο είναι εδώ και πάρα πολλά χρόνια πολιτικός κρατούμενος. Τη μέρα της επίσκεψης της αντιπροσωπείας τον ξυρίζουν, τον περιποιούνται και ετοιμάζονται να τον στείλουν οδικώς στα Τίρανα. Για κάποιον λόγο είναι σημαντικός για τη συνάντηση με την αντιπροσωπεία από την Ευρώπη. Όμως, το αυτοκίνητο σταματάει να λειτουργεί στη μέση του πουθενά και χρειάζεται επισκευή. Η επικοινωνία με τα κεντρικά είναι δύσκολη.

Ο επικεφαλής της μικρής κομματικής ομάδας που προϊσταται της μεταφοράς, προσπαθεί να είναι φιλικός με τον Λέο: είναι φανερό πως το καθεστώς τον χρειάζεται. Το δεξί του χέρι, όμως, ο Ασλάν, είναι κομματόσκυλο και μισεί βαθιά τον Λέο. Οπότε, ότι είναι να πάει στραβά στο ταξίδι, θα πάει. Και η κατάληξη κάθε άλλο παρά ευχάριστη θα είναι...

Η άποψή μας: Αυτή είναι η τρίτη ταινία του Alimani που παρακολουθώ. Η πρώτη ήταν η μικρού μήκους του «Υγραέριο», μια εξαιρετική δουλειά. Η δεύτερη ήταν η «Αμνηστία». Γενικώς, ο άνθρωπος κάνει πάρα πολύ καλό σινεμά. Η ταινία αυτή είναι πάρα πολύ καλή. Κι ας μοιάζει το σενάριο με θεατρικό. Θέλω να πω, μια χαρά θα μπορούσε να διαδραματιστεί όλο αυτό σε μια θεατρική σκηνή. Ο σκηνοθέτης, όμως, κατορθώνει να το κάνει απόλυτο και απολαυστικό σινεμά. Η ταινία του διαθέτει αναμφισβήτητη ποιότητα. Οι ερμηνείες είναι σπουδαίες όλες τους, η καταγραφή της τότε πραγματικότητας της χώρας γίνεται με τρόπο απολύτως ρεαλιστικό, σκηνοθεσία, μοντάζ, φωτογραφία, όλα πιάνουν υψηλές επιδόσεις. Και η διάρκεια της ταινίας είναι εντελώς βολική: μικρή διάρκεια, τέτοια που δεν σου επιτρέπει ως θεατής να μπεις καν στη σκέψη να βαρεθείς! Δεν υποκύπτει στην ευκολία της επανάληψης, δεν ξεφεύγει σε άστοχους βερμπαλισμούς, δεν γεμίζει το φιλμικό σώμα με ξίγκια.

Πέρα όλων των άλλων, το τρομερό που πετυχαίνει ο σκηνοθέτης είναι πως, ενώ αυτά που αναφέρει είναι εντελώς σοβαρά, από μια συγκεκριμένη σκοπιά μπορεί να το δει κάποιος όλο αυτό ως κατάμαυρη κωμωδία! Πολύ έξυπνα το σενάριο μας αποκρύπτει γιατί είναι τόσο σημαντικός ο καθηγητής και το αποκαλύπτει προς το φινάλε (spoiler alert): ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας ήταν φίλος του όταν σπούδαζαν μαζί στην Πράγα. Για αυτό πρέπει να τον δει από κοντά, για αυτό ο επικεφαλής προσπαθεί να γίνει διακριτικά φίλος με τον καθηγητή: έτσι ώστε να τον πείσει να «παίξει» το παιχνίδι του καθεστώτος, να μην καταλάβει ο Γάλλος επικεφαλής ότι ήταν φυλακισμένος, και εννοείται, ως αντάλλαγμα, θα κερδίσει την ελευθερία του. Εντελώς ειρωνικό, έτσι; Να χρειάζεται να συνεργαστείς με το καθεστώς που σε φυλάκισε, να το υπερασπιστείς, για να μπορέσεις να απελευθερωθείς. Το σκηνικό με τη μητέρα του καθηγητή, το ψεύτικο σπίτι που έχει στήσει το καθεστώς, με τις κορνίζες και τα διάφορα προσωπικά του αντικείμενα, είναι τρομερό.

Μου θύμισε ένα άλλο στήσιμο, χολιγουντιανό εκείνο, με επίκεντρο ξανά την Αλβανία: μιλώ για τη θαυμάσια ταινία «Ο πρόεδρος, ένα ροζ σκάνδαλο κι ένας πόλεμος». Δουλίτσα να γίνεται, κόσμος να τρώει αμάσητα αυτά που του προσφέρουν οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί και όλα καλά! Ερμηνευτικά, είπαμε, όλοι είναι καλοί, αυτός πάντως που ξεχωρίζει είναι ο Ασλάν, ο κολλημένος με το καθεστώς, αυτός από το... βαθύ ΠΑΣΟΚ, όπως θα μπορούσαμε να πούμε. Ρατσιστής, σεξιστής, πωρωμένος, δεν βλέπει τίποτε άλλο εκτός από αυτό που θέλει το κόμμα. Μέχρι και την κόρη του αποκηρύσσει! Η λεκτική του κόντρα με τον καθηγητή είναι όλα τα λεφτά. Μια κόντρα που συνοψίζεται σε μια φράση που του λέει ο καθηγητής: «Εγώ δεν είμαι φυλακισμένος. Εσύ είσαι». Μια κόντρα, που θα έχει τραγική κατάληξη. Σε μια χώρα όπου δεν λειτουργούν τα τηλέφωνα. Σε μια μικρή χώρα όπου μια μικρή διαδρομή μπορεί να αποτελέσει ολόκληρη οδύσσεια. Σε μια χώρα όπου ένα αυτοκίνητο μπορεί να μείνει στη μέση του πουθενά, χωρίς δυνατότητες ή διάθεση επισκευής. Σε μια χώρα όπου βασιλεύει ο φόβος – κι ας ξεπετιέται μια νέα γενιά που λογικά θα τα πάει καλύτερα (η σκηνή με τα δύο κορίτσια).

Δυνατή ταινία, που έχει σαφέστατα κάτι να πει και το λέει καθαρά και ξάστερα.

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Τα καλά κορίτσια (Las niñas bien / The Good Girls) TIFF 2018

Από το Μεξικό μας έρχεται η τέταρτη και τελευταία ταινία της σημερινής ανταπόκρισης. Τίτλος της: Τα καλά κορίτσια (Las niñas bien / The Good Girls) της Alejandra Márquez Abella, στην πρώτη της προσπάθεια σε μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας. Μια ταινία της οποίας η παγκόσμια πρεμιέρα δόθηκε στο φεστιβάλ του Τορόντο τον περασμένο Σεπτέμβριο. Μια ταινία που στη Θεσσαλονίκη προβλήθηκε στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».

Η υπόθεση: Μεξικό, 1982. Η Σοφία είναι μια όμορφη γυναίκα γύρω στα 40 της. Είναι Ισπανίδα αλλά ζει στο Μεξικό με τον σύζυγό της, τον Φερνάντο, ο οποίος ήταν μεγάλο κελεπούρι. Έχουν δύο (ή τρία, δεν έχει και τόσο σημασία) παιδιά και ανήκουν ξεκάθαρα στην άρχουσα τάξη. Το σπίτι τους είναι μια απίστευτη βιλάρα με πισίνα και τα σχετικά, έχουν υπηρέτες, τα ρούχα της Σοφίας είναι πανάκριβα, τα ταξίδια τους στο εξωτερικό είναι συχνότατα, όλα βαίνουν καλώς. Και η Σοφία είναι κατά μία έννοια, η αρχηγός της παρέας των άλλων αργόσχολων φιλενάδων της – πάντα όλες μέλη της άρχουσας τάξης.

Στα γενέθλιά της ο σύζυγός της θα της κάνει δώρο ένα αυτοκίνητο! Επειδή είναι large. Κι επειδή μπορεί! Όμως, οι καλές μέρες φτάνουν στο τέλος τους. Η οικονομική κρίση θα κλονίσει τη χώρα. Είναι η κρίση του δολαρίου, όπως τη λένε. Ολόκληρες περιουσίες χάνονται εν μία νυκτί. Πολύς κόσμος αυτοκτονεί. Η οικογένεια της Σοφίας είναι από αυτές που πλήττονται από την κρίση. Πώς θα αντιδράσει αυτός ο ρηχός άνθρωπος στα νέα δεδομένα;

Η άποψή μας: Λίγα πράγματα η ταινία σε επίπεδο νοημάτων, ακόμα λιγότερα σε επίπεδο προσδοκώμενης εμπορικότητας: το να σταθεί σε μια κινηματογραφική αίθουσα δηλαδή εκτός κάποιου φεστιβάλ κι εκτός Μεξικού – άντε κι άλλων ισπανόφωνων χωρών – μοιάζει αδύνατο. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, η Ilse Salas, έχει κάτι το τραβηχτικό επάνω της, μπορεί να προσελκύει τα βλέμματα των θεατών. Δεν μπορεί όμως να πάρει στους ώμους της την ταινία, επειδή η ταινία δεν λέει κάτι παραπάνω από το προφανές. Ότι δηλαδή, σε μια κρίση, εκείνοι που είναι πιο ρηχοί από όλους, είναι εκείνοι που είναι οι λιγότερο έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα. Δεν είναι μαθημένοι, δεν ξέρουν τον τρόπο. Καλοταϊσμένοι και καλοποτισμένοι σε όλη τους τη ζωή, δεν γνωρίζουν πως να αντεπεξέλθουν απέναντι στις δυσκολίες. Και πανεύκολα τα πάντα γύρω τους καταρρέουν. Οι επιφανειακές σχέσεις που είχαν δομήσει, όταν χάνεται ο συνεκτικός ιστός – το χρήμα – απλά παύουν να υφίστανται. Οι φιλικές σχέσεις μπαίνουν σε κρίση, οι συζυγικές σχέσεις μπαίνουν σε κρίση, η ίδια η εσωτερική σχέση της βασικής ηρωίδας με τον εαυτό της, μπαίνει σε κρίση.

Η σκηνοθέτιδα επέλεξε όλο αυτό να το παρουσιάσει υπό μορφή καλογυρισμένου... σίριαλ. Τηλενουβέλας. Έχει κανά δυο καλές σκηνές η ταινία (εκείνη με τα πολλαπλά είδωλα της πρωταγωνίστριας, καθώς φοράει ένα εντυπωσιακό φόρεμα και καθρεφτίζεται επ' άπειρο, που παραπέμπει στην «Κυρία της Σαγκάης» ή εκείνη με το παιδικό πάρτι, μια σκηνή που παίζει και με τον χρόνο και την σειρά των γεγονότων) αλλά ως εκεί. Τίποτα παραπάνω. Η γυναίκα αυτή, η Σοφία, δεν έχει δουλέψει ούτε μισή μέρα στη ζωή της. Η δουλειά της ήταν το κουτσομπολιό, το να παίζει τέννις στο «members only» κλαμπ, το να ξέρει πως να διαλέγει τα πιο ακριβά φορέματα, το να φτιάχνει σπουδαία πάρτι με αφορμή πχ τα γενέθλιά της (ως επίδειξη «ευτυχίας» και επιτυχίας παρά ως πραγματική ανάγκη να περάσει τόσο η ίδια όσο και οι καλεσμένοι της καλά) και να ονειρεύεται τον... Julio Iglesias, ως σκοτεινό αντικείμενο του πόθου. Το φινάλε με το γάβγισμα στον πολιτικό (ο πρωθυπουργός ήταν; ο υπουργός εξωτερικών; θα σας γελάσω) δεν σώζει την κατάσταση.

Ούτε παραπανίσια τρέλα διαθέτει η ταινία, να γίνει κάτι σαν το «Η φαμίλια», ούτε η πολιτική ματιά της έχει κάτι το ξεχωριστό, κάτι που θα την απογείωνε. Τουλάχιστον, συστηθήκαμε με την Ilse Salas...

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live
Περισσότερα... »

Μη Με Αγγίζεις (Touch Me Not) PosterΠες μου πως με αγαπάς για να μάθω πως να αγαπώ! Αυτή είναι η βασική ιδέα πίσω από τη Χρυσή Άρκτο της 68ης Berlinale Μη Με Αγγίζεις (Dokunma Bana / Touch Me Not) που απονεμήθηκε στο τολμηρό ντεμπούτο της Ρουμάνας Adina Pintilie. Η ταλαντούχα δημιουργός και οι χαρακτήρες μπαίνουν σε μία περιπέτεια προσωπικής αναζήτησης για την οικειότητα, τη σχέση με το σώμα, τα ταμπού και τους φόβους. Αυτή η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μείξη πραγματικότητας και μυθοπλασίας, καθηλώνει τον θεατή σε ένα πολύ προσωπικό ταξίδι, μία σπλαχνική κινηματογραφική εμπειρία. Η πολυεπίπεδη ταινία αναζητά πώς μπορούμε να βρούμε την οικειότητα με τους πιο αναπάντεχους τρόπους και πώς μπορούμε να αγαπήσουμε κάποιον χωρίς να χάσουμε τον εαυτό μας.Και το κάνει με τόλμη, ειλικρίνεια και πρωτοτυπία. Στα ρευστά όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, η ταινία ακολουθεί τα συναισθηματικά ταξίδια της Laura, του Tomasκαι του Christian, μέσα από μία βαθιά τρυφερή ματιά στις ζωές τους. Λαχταρούν την οικειότητα, ενώ τη φοβούνται, προσπαθούν να ξεπεράσουν παλιά μοτίβα, αμυντικούς μηχανισμούς και ταμπού, για να κόψουν τον ομφάλιο λώρο και να ζήσουν επιτέλους ελεύθεροι.

Μη Με Αγγίζεις (Touch Me Not) Movie

Πρωταγωνιστούν οι Laura Benson, Tomas Lemarquis, Christian Bayerlein, Grit Uhlemann, Adina Pintilie, Hanna Hofmann, SeaniLove, Irmena Chichikova, Rainer Steffen, Georgi Naldzhiev, Dirk Lange, Annett Sawallisch.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Νοεμβρίου 2018 από την Feelgood Ent.!

Περισσότερα... »