Berlin International Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

68η Berlinale: Τρίτη 20 Φεβρουαρίου
Απόψε έχει Τσάμπιονς Λιγκ!

Εντάξει, εμείς βγάζουμε τα μάτια μας παρακολουθώντας τόσες και τόσες ταινίες εδώ στο παγωμένο Βερολίνο κι εσείς συνεχίζετε τις ζωές σας, λες και δεν συμβαίνει τίποτε! Δηλαδή, το θεωρείτε σωστό όλο αυτό; Δεν είναι άδικο; Θέλω να πω, να, είχε Τσάμπιονς Λιγκ απόψε κι εσείς είδατε στην τηλεόρασή σας ή στην παρακείμενη καφετέρια τα ματσάκια Τσέλσι – Μπαρτσελόνα (έληξε 1 – 1) και Μπάγερν – Μπεσίκτας (πέντε φάγανε οι τουρκαλάδες), κι έχει κι αύριο Τσάμπιονς Λιγκ κι εμείς εδώ, αντ' αυτών, θα περιμένουμε να μπούμε στις αίθουσες να δούμε κι άλλο αριστούργημα, κι άλλο, κι άλλο, μέχρι τελικής πτώσης. Τα μάτια μας τα... ξεκουράζουμε λίγο μέσα στις αίθουσες (η αλήθεια είναι αυτή) αλλά δεν μπορείτε να πείτε, διαβάζετε πράγματα και κείμενα από εδώ, σαν να ήσασταν κι εσείς στο Βερολίνο. Για να δούμε τι σας έχω απόψε λοιπόν...

Don’t Worry, He Won’t Get Far on Foot Berlinale 2018

Οι ταινίες από το διαγωνιστικό τμήμα που είδαμε σήμερα ήταν δύο. Και ήταν καλές έως πολύ καλές. Όχι σπουδαίες. Και ξεκινάμε με την πρωινή. Ναι κυρίες και κύριοι, ο νέος Gus Van Sant είναι εδώ κι ευτυχώς είναι πολύ, πολύ καλύτερος από την προηγούμενη φλοπάρα του, το περίφημο «Θάλασσα από δέντρα» - δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά – μόνο προς τα πάνω θα μπορούσε να πάει πχια. Στο Βερολίνο συμμετέχει στο διαγωνιστικό με την ταινία του που έκανε πρεμιέρα στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς. Τίτλος της: «Don’t Worry, He Won’t Get Far on Foot». Στη 17η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας της 32χρονης καριέρας του (μην ξεχνάμε πως όλα ξεκίνησαν το 1986 με το «Mala Noche», το οποίο μάλιστα έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στην Berlinale εκείνης της χρονιάς!), ο ανεξάρτητος Αμερικάνος σκηνοθέτης δείχνει πως υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να φτιάξει μικρά διαμαντάκια τα οποία μπορούν να αφορούν και μεγαλύτερο κοινό από εκείνο των indie θιασωτών.

Η υπόθεση: 1972, Πόρτλαντ, Όρεγκον. Ο Τζον Κάλαχαν είναι ένας 21χρονος νέος που η λέξη «αλκοολικός» δεν αρκεί για να τον περιγράψει. Το ποτό είναι η πρώτη του σκέψη μόλις ξυπνάει και η τελευταία του πριν κοιμηθεί. Είναι μονίμως μεθυσμένος! Θα συναντήσει έναν... όμοιό του σε ένα πάρτι και θα αποφασίσουν μαζί να γίνουν τύφλα στο Λος Άντζελες! Και γίνονται! Μόνο που ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, από το οποίο ο νεότευκτος φίλος του τη βγάζει καθαρή, χωρίς ούτε μία γρατζουνιά, αφήνει τον Τζον τετραπληγικό. Η κατάθλιψη από το γεγονός ότι δεν έχει γνωρίσει τη μητέρα του (μία από τις αιτίες του αλκοολισμού του) μεγεθύνεται εξαιτίας της νέας του απείρως δυσχερέστατης κατάστασης. Η γνωριμία του όμως από τη μια με την όμορφη Άνου και από την άλλη με τον Ντόνι, έναν πάμπλουτο χίπι του οποίου το σπίτι λειτουργεί ως ιδιότυπος χώρος για Ανώνυμους Αλκοολικούς, θα τον οδηγήσουν σε πιο φωτεινά μονοπάτια από ότι είχε συνηθίσει έως εκείνη τη στιγμή. Και τα έξυπνα σκίτσα που σκαρώνει θα τον οδηγήσουν στην αναγνώριση...

Η άποψή μας: Η πρώτη ταινία στην οποία έπαιξε ο Phoenix ως Joaquin κι όχι ως Leaf όπως είχε «βαπτιστεί» από τους χίπιδες γονείς του, ήταν το «Έτοιμη για όλα» (To Die For, 1995), 23 ολόκληρα χρόνια πριν. Ποιος ήταν ο σκηνοθέτης; Μα ο Gus Van Sant φυσικά! Και μετά από τόσα χρόνια ξανασυναντιούνται σε αυτήν τη βιογραφική ταινία. Που άνετα μπορεί να τοποθετηθεί ανάμεσα στις τρεις πιο εμπορικές του συγκεκριμένου ανεξάρτητου σκηνοθέτη! Κι αυτό δεν είναι κακό νέο, ίσα – ίσα, είναι πάρα πολύ καλό νέο.

Ο Van Sant ελέγχει άριστα τα εκφραστικά του μέσα, έχει μια πολύ δυνατή ιστορία έτσι κι αλλιώς να αφηγηθεί και δεν κάνει καμιά κουλαμάρα προκειμένου να την αφηγηθεί λοξά. Στην αρχή «παίζει» λίγο με το μοντάζ, βάζοντας τον Κάλαχαν να λέει τα ίδια λόγια (ιδίως αυτό με τα τρία, συγνώμη, τέσσερα πράγματα που γνωρίζει για τη μητέρα του, τα λέει ίσα με έξι φορές!), σε μοντάζ, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Και η εναλλαγή σκηνών σε κάποιες σκηνές – θέμα μοντάζ κι αυτό – γίνεται με κάπως παιχνιδιάρικο τρόπο. Και εννοείται ότι εντάσσει με έξυπνο τρόπο κάποια από τα χαρακτηριστικά σκίτσα του Κάλαχαν μέσα στο φιλμικό σώμα, είτε απλά παρουσιάζοντάς μας still είτε δίνοντάς τους ζωή, σαν μικρά ανιμέισον μέσα στην ταινία. Κατά τα άλλα, αφήνει τους ηθοποιούς του να τα βγάλουν πέρα χωρίς σκηνοθετικά κόλπα και φιοριτούρες.

Εντάξει, κάποιοι έχουν εντελώς διακοσμητικούς ρόλους, όπως η Rooney Mara πχ. Με μεγάλη μας ευχαρίστηση βλέπουμε τις ροκ περσόνες Beth Ditto των Gossip και κυρίως την Kim Gordon των Sonic Youth να έχουν μικρούς μα ζουμερούς ρόλους. Δεν πας πουθενά εννοείται χωρίς Udo Kier σε μικρό ρόλο, εδώ με άθλια περούκα η αλήθεια είναι. Ο Jack Black παίζει λίγο κι ευτυχώς είναι αρκετά συγκρατημένος σε σχέση με το παρελθόν. Ο Joaquin Phoenix δεν κάνει κάτι τρομερό: είναι πολύ καλός, ξεχωριστός, φέρνει μια χαρά εις πέρας το ρόλο του. Εκείνος που λάμπει, πολύ μεγάλη έκπληξη αυτή, είναι ο Jonas Hill! Μάλιστα κυρίες και κύριοι! Στο ρόλο του ομοφυλόφιλου, πλούσιοι χίπι, με τα ξανθά μακριά μαλλιά και τη γενειάδα και την τάση να ξαπλώνει συνήθως, είναι και αγνώριστος και απολαυστικός και λειτουργεί λίγο και ως το ηθικό και ψυχολογικό στήριγμα του βασικού πρωταγωνιστή μας. Μπράβο και πάλι μπράβο. Υπάρχουν δραματικές σκηνές στην ταινία εννοείται, υπάρχουν σκηνές αλά «Γεννημένος την 4η Ιουλίου», υπάρχουν σκηνές πιώματος και παρακμής, υπάρχουν σκηνές σύγκρουσης και απογοήτευσης και καταρράκωσης για όσα περνάει ο Κάλαχαν, υπάρχει όμως και μπόλικο χιούμορ.

Ο ρυθμός είναι γρήγορος, η διάθεση θετική κι αν τελικά ψάχναμε να βρούμε τι ακριβώς βγάζει στη βιτρίνα ο σκηνοθέτης, αυτό είναι το θέμα της πίστης. Γενικά. Της πίστης. Σε όλες της τις μορφές. Κλωτσάμε λίγο, αλλά ok, πολύ μικρό το κακό. Εντέλει, ο Van Sant γύρισε ένα πολύ ενδιαφέρον crowd pleaser με βάση ένα θέμα που θα μπορούσε να πέσει στην παγίδα του πολύ βαριού μελοδράματος. Ευτυχώς, ο Van Sant είναι θετικός. Και φωτεινός. Ίσως μάλιστα λίγο περισσότερο από όσο χρειαζόταν. Ας είναι. Κι αν θέλουμε να το παίξουμε και μάγκες, συναντά τον Nani Moretti του «Αγαπημένου μου ημερολόγιου» στη φράση που ακούγεται πιο συχνά από όλες, σαν μάντρα ένα πράγμα: drink water! Δεν χάνουμε και τίποτε να το κάνουμε συχνότερα...

Khook Berlinale 2018

Η δεύτερη ταινία από το διαγωνιστικό είχε την υπογραφή ενός παλιού γνώριμου του φεστιβάλ. Μιλάμε για τον Mani Haghighi και τη νέα του ταινία «Khook» (Pig), μίλια μακριά από την προπροηγούμενή του, το «Ένας δράκος έρχεται», η οποία είχε πάρει επίσης μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου πριν δύο χρόνια. Μιλάμε, ο τύπος έχει τεράστια κάκαλα! Το να γυρίζει μαύρη (;) κωμωδία για τους σκηνοθέτες στο Ιράν που βρίσκονται στη μαύρη λίστα του καθεστώτος και δεν μπορούν να γυρίσουν ταινία εκεί (!!!) δείχνει πως ο μπαγάσας είναι πάρα πολύ μπροστά. Κι αν δεν του ξέφευγε το τελευταίο ημίωρο, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα διασκεδαστικότατο αριστούργημα!!!

Η υπόθεση: Ο Χασάν Κασμάι είναι ένας σκηνοθέτης που ζει αλλά δεν εργάζεται στην Τεχεράνη. Βρίσκεται στη μαύρη λίστα από το καθεστώς, καθώς χαρακτηρίζεται «αναρχικός», έχει να γυρίσει δύο χρόνια ταινία και το μόνο που γυρίζει είναι διαφημίσεις. Αυτό τον κάνει πολύ δύστροπο και ευέξαπτο. Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που δυσκολεύουν τη θέση του. Η ηθοποιός Σίβα Μοχατζέβ, που εκείνος ανέδειξε και με την οποία είναι ερωτευμένος, ετοιμάζεται να γυρίσει ταινία με άλλον σκηνοθέτη, που ο Χασάν θεωρεί ατάλαντο. Με τη γυναίκα του έχει απομακρυνθεί, η κόρη του είναι έτοιμη να κόψει κι εκείνη τα δεσμά μαζί του και η μάνα του, που δεν μιλάει φαρσί αλλά μόνον τούρκικα, έχει αρχίσει και τα χάνει! Υπάρχει και μια τρελή που τον πολιορκεί.

Κυρίως όμως υπάρχει ένας σίριαλ κίλερ, ο οποίος αποκεφαλίζει σκηνοθέτες – συναδέλφους και φίλους του Χασάν, σκαλίζοντας πάνω στο μέτωπό τους τη λέξη «γουρούνι». Ε, αυτό βγάζει έξω φρενών τον Χασάν. Γιατί ο δολοφόνος δεν τον έχει πλησιάσει τον ίδιο; Δεν είναι ο Χασάν ο πιο διάσημος σκηνοθέτης στο Ιράν; Όταν από μια σειρά παρεξηγήσεων ο Χασάν κατηγορηθεί πως αυτός είναι ο σειριακός δολοφόνος, θα πρέπει να βρει τρόπο ώστε να γυρίσει το όλο κλίμα υπέρ του...

Η άποψή μας: Η πρώτη ταινία του Haghighi που είδα ήταν το «Ένας δράκος έρχεται» και πάλι εδώ, στο Βερολίνο. Και είχα πάθει μεγάλη πλάκα! Ο τύπος είναι τεράστιο ταλέντο! Έμπλεξε μυθοπλασία με ντοκιμαντέρ, ψευδοντοκιμαντέρ για να είμαστε πιο ακριβείς, έβαλε και τον εαυτό του σε πλάνα, να υποδύεται τον... εαυτό του και προσέφερε κάτι τόσο οπτικά συναρπαστικό, που όμοιό του δεν είχα δει από το Ιράν, για να λέμε τη μαύρη αλήθεια! Βέβαια, ήταν δύσκολο να ακολουθήσεις όλον αυτόν τον φιλμικό γρίφο νοηματικά, πόσο μάλλον να τον λύσεις. Ας είναι. Εδώ, τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά και κατανοητά, αν και πάλι τις κάνει τις αποκοτιές του ο τύπος! Πάμε πάλι: γυρίζει πχ μια ταινία στην Ελλάδα ποιος να πω, ο Οικονομίδης και βάζει να αποκεφαλίζονται συνάδελφοί του όπως ο Λάνθιμος, ο Μακρίδης, ο Ζερβός και ο Σμαραγδής ξέρω'γω. Ε, ήδη έχεις την πρώτη ύλη για μια εξαιρετική μαύρη κωμωδία!

Ο Haghighi «φωνάζει» πως θέλει να τον αρπάξουν στη Δύση, στο Χόλιγουντ, γιατί όχι, και να κάνει λοξές ταινίες: κωμωδίες, δράματα, περιπέτειες, γουατέβα. Αν δείτε κάποια στιγμή την ταινία στην Ελλάδα (απ' όσο γνωρίζω έχει αγοραστεί) προσέξτε τη σκηνή της διαφήμισης που γυρίζει ο σκηνοθέτης μας! Λειτουργεί και ως σημείο της ταινίας όπου πέφτουν οι τίτλοι της αρχής. Κάνει διαφήμιση εντομοκτόνου, όπου όμορφες γυναίκες (καλά, τι να λέμε, οι Ιρανές είναι θεές!!!) ντυμένες... κατσαρίδες, εισπνέουν υποτίθεται το εντομοκτόνο και πεθαίνουν κάνοντας εμετό ένα μπλε πράγμα σαν μαργαριτάρια! Εισαγωγής από Αυστρία και πανάκριβο!!! Ήδη μας βάζει στο κλίμα ο σκηνοθέτης της ταινίας. Ο σκηνοθέτης στην ταινία, τώρα, είναι περιβόλι! Φοράει μπλούζες heavy metal και hard rock συγκροτημάτων, όπως AC/DC και Black Sabbath, ακούει ανάλογη μουσική (θεϊκή η σκηνή όπου παίζει το «Hells Bells» υποτίθεται με μια ρακέτα του τένις που φωσφορίζει!!!), τα βάζει με όλους και με όλα, τρώγεται με τα ρούχα του, είναι ερωτευμένος, είναι νευριασμένος, είναι έτοιμος να σκάσει. Τα σχόλιά του για έναν συγκεκριμένο σκηνοθέτη, που τον θεωρεί ατάλαντο και θέλει να πάρει ως πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του, είναι τουλάχιστον βιτριολικά και αστεία. Η μάνα του είναι θεά!

Γενικά, το κλίμα ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον ελαφρύ σουρεαλισμό! Το κεφάλι του ενός από τους σκηνοθέτες που αποκεφαλίζονται είναι του ίδιου του Haghighi! Μάλιστα, στην κηδεία του κάνουν cameo εμφάνιση όλοι οι διάσημοι ηθοποιοί του Ιράν, σαν να λέμε, στην κηδεία του Οικοδομίδη στην αντίστοιχη ελληνική ταινία σκάνε μύτη ο Πουλίκας και ο Φραγκούλης, ο Λίτσης και η Ναυπλιώτου, τέτοιο πράγμα! Βασικός στόχος της ταινίας, τι άλλο: να καυτηριάσει το πρόβλημα της λογοκρισίας στη χώρα του. Δεν διάβασα πολλά για τα «γύρω γύρω» της ταινίας αλλά αν ο τύπος τη γύρισε στο Ιράν, με χρήματα που πήρε από κανένα υπουργείο Παιδείας της χώρας, είναι ημίθεος! Καυστικός, φρενήρης, αδυσώπητος, με γλαφυρή ματιά στην κινηματογραφική βιομηχανία, χάνει λίγο τον παλμό, τον ρυθμό, την ένταση, σαν να λέμε ξεφουσκώνει η ταινία γύρω στη μισή ώρα πριν το φινάλε.

Επανέρχεται όμως στο ίδιο το φινάλε. Ναι ρε φίλε, φέρτε likes, για αυτά δεν ζούμε όλοι στη σημερινή εποχή του facebook και του instangram; Ωραιότατος!

La enfermedad del domingo Berlinale 2018

Η πρώτη του ταινία, το «Ιστορίες παπουτσιών» (Piedras, 2002) είχε λάβει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale εκείνης της χρονιάς. Μάλιστα, η ταινία είχε και εμπορική διανομή στη χώρα μας! 16 χρόνια και δύο ταινίες μετά, επιστρέφει στο Βερολίνο με την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της καριέρας του. Μιλάμε για τον Ισπανό Ramón Salazar και την ταινία του «La enfermedad del domingo» (Sunday’s Illness), με την οποία λαμβάνει μέρος στο τμήμα Panorama Special. Τόσο σε αυτήν όσο και σε όλες τις προηγούμενες ταινίες του, ο σκηνοθέτης υπογράφει και τα σενάρια.

Η υπόθεση: Η Άναμπελ είναι μια πετυχημένη γυναίκα καριέρας παντρεμένη με έναν πλούσιο σύζυγο και μητέρα μιας ενήλικης κόρης. Μετά το πέρας ενός εορταστικού γεύματος στην υπέροχη βίλα της θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με μια 40χρονη γυναίκα, η οποία δούλεψε εκείνο το βράδυ ως μέλος του κέτερινγκ. Η γυναίκα είναι η Κιάρα και είναι επίσης κόρη της Άναμπελ, μια κόρη που την εγκατέλειψε όταν ήταν 8 χρονών εδώ και πάνω από 30 χρόνια! Η Κιάρα κάνει μια παράξενη πρόταση στην Άναμπελ: να την ακολουθήσει σε ένα απομακρυσμένο σπίτι στα βουνά της Γαλλίας και να περάσουν μαζί 10 ημέρες. Μόνον αυτό! Ούτε χρήματα ζητάει ούτε κάτι άλλο και υπόσχεται πως δεν θα την ενοχλήσει ξανά ποτέ. Η Άναμπελ δέχεται. Οι μέρες περνάνε χωρίς να γίνεται κάτι συγκλονιστικό. Σε κάποια ξεσπάσματά της η Κιάρα κατηγορεί τη μητέρα της. Τελικά, αποκαλύπτει το σκοπό της. Και η Άναμπελ καλείται να πάρει την πιο δύσκολη απόφαση της ζωής της...

Η άποψή μας: Γενικά τούτη η μέρα ήταν αρκετά καλή σε ότι αφορά τις ταινίες που είδαμε. Όπως τούτη εδώ η ισπανική. Ένα στιβαρό δράμα, αργό αλλά όχι βαρετό, με σασπένς και εξαιρετικές ερμηνείες, που σε κρατάει σε αγωνία μέχρι το φινάλε. Δεν αποφεύγει τις αστοχίες, αλλά το περνάει το καράβι με επιτυχία στην απέναντι πλευρά. Τα ζητήματα που θίγει είναι αρκετά. Κυρίως όμως αυτό: πώς μπορεί ένας γονέας να εγκαταλείψει το παιδί του; Είναι δυνατόν να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς να τον στιγματίζει το συγκεκριμένο γεγονός; Κι εκείνο το παιδί, το εγκαταλελειμμένο; Πώς μπορεί να τα βγάλει πέρα; Αυτή η απόρριψη δεν γίνεται ένα οργανικό πράγμα που όχι απλά το κουβαλάει μέσα του αλλά το καθορίζει; Εννοείται μέχρι την ενήλικη ζωή;

Ο Salazar παίρνει το χρόνο του. Αφήνει τα πράγματα να εξελιχθούν, αποκαλύπτοντάς μας κάποια πράγματα αλλά όχι ολόκληρη την εικόνα. Ναι, αναρωτιέται ο θεατής: γιατί τόσα χρόνια μετά η Κιάρα (που βαφτίστηκε έτσι προς τιμήν της Κιάρα Μαστρογιάνι – ναι, κάνει και κινηματογραφοφιλικές αναφορές ο σκηνοθέτης στην ταινία του) αναζητά τη μητέρα της; Γιατί θέλει να περάσει μαζί της 10 ημέρες; Θέλει χρήματα; Θέλει να την κάνει να νιώσει άσχημα; Θέλει να την κάνει να νιώσει μητέρα ξανά; Να της ξυπνήσει το μητρικό της φίλτρο απέναντι στην ίδια; Δεν σας αποκαλύπτω το λόγο που τελικά θέλει τη μάνα της γιατί είναι μέγα σπόιλερ. Ο Salazar ξέρει και τη φύση να φωτογραφίζει κατά πως πρέπει και από τους ηθοποιούς να βγάζει σπουδαίες ερμηνείες. Το βασικό γυναικείο πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι άψογο κυριολεκτικά. Και ναι, ισχύει το ashes to ashes, dust to dust αλλά εδώ ο σκηνοθέτης το πάει ένα βήμα παραπέρα. Μέσα στη μήτρα της μητέρας μας κολυμπάμε μέσα στον αμνιακό σάκο, σε ένα υγρό περιβάλλον. Κι όλη μας η προσπάθεια είναι να επιστρέψουμε σε αυτήν, τη μήτρα, στο υγρό, εκεί που αισθανόμαστε ασφαλείς.

Είπαμε, δεν αποφεύγει τις κακοτοπιές, αλλά το τελικό αποτέλεσμα έχει θετικό πρόσημο.

La terra dell’abbastanza Berlinale 2018

Τα αδέλφια Fabio και Damiano D’Innocenzo γεννήθηκαν στη Ρώμη το 1988, είναι δηλαδή 30 χρονών και είναι ομοζυγωτοί δίδυμοι! Πέρασαν την εφηβεία τους στα περίχωρα της ιταλικής πρωτεύουσας ζωγραφίζοντας, γράφοντας ποιήματα και τραβώντας φωτογραφίες. Χωρίς να έχουν σπουδάσει σκηνοθεσία ή γενικώς κινηματογράφο, έχουν γυρίσει βιντεοκλίπς, τηλεταινίες κι έχουν σκηνοθετήσει κι ένα θεατρικό έργο. Το ντεμπούτο τους στις μεγάλου μήκους ταινίες ονομάζεται «La terra dell’abbastanza» (Boys Cry) και προβάλλεται στο τμήμα Panorama.

Η υπόθεση: Ο Μίρκο κι ο Μανόλο είναι παιδικοί φίλοι που ζουν στη Ρώμη, σπουδάζουν σε τεχνικές σχολές τα πρωινά και τα βράδια δουλεύουν ως ντελίβερι πίτσας. Μια νύχτα, τελειώνοντας τη βάρδιά τους θα παρασύρουν με το αμάξι τους έναν άνθρωπο και θα τον εγκαταλείψουν. Δεν τους έχει δει κανείς. Και ο πατέρας του Μανόλο τους λέει να μην ανησυχούν και πως όλα θα πάνε καλά. Κι όντως, έτσι πάνε. Γιατί, ο άνθρωπος που σκότωσαν ήταν ένας πρώην μαφιόζος, προστατευόμενος μάρτυρας και μία από τις συμμορίες τον είχε ήδη βάλει στο μάτι για να τον ξεπαστρέψει. Ο πατέρας του Μανόλο, που πήγαινε σχολείο με κάποια από τα μέλη της συμμορίας, λέει πως το παιδί του σκότωσε τον μάρτυρα.

Έτσι, ο Μανόλο αρχικά και ο Μίρκο αργότερα, γίνονται κι αυτοί μέλη (δοκιμαστικά) της συμμορίας. Η καριέρα τους περιλαμβάνει μια δολοφονία με όπλα αυτήν τη φορά, ως βάπτισμα του πυρός κι εμπλοκή σε εμπόριο λευκής σαρκός, παιδοφιλία και διακίνηση ναρκωτικών. Ο Μίρκο δεν μπορεί να το χειριστεί άνετα όλο αυτό και η συμπεριφορά του γίνεται ολοένα και πιο βίαιη. Κι όταν μία αποστολή που αναλαμβάνουν οι δύο φίλοι, η οποία θα τους ανεβάσει στην ιεραρχία της συμμορίας, πηγαίνει στραβά, ο Μίρκο καλείται να πάρει σημαντικές αποφάσεις...

Η άποψή μας: Είναι τρελό πόσες πολλές ταινίες μπορούν να γυριστούν στην Ιταλία με θέμα τη μαφία! Και οι μπαγάσες οι ούνα φάτσα ούνα ράτσα, μετά από ένα διάστημα μετριοτήτων, επανήλθαν δριμύτεροι, με ταινίες συγκλονιστικές κυριολεκτικά. Όπως τούτη εδώ! Που δεν σταματάει να θέτει ερωτήματα και ηθικά διλήμματα στον θεατή. Που ξεκινάει ως ανεμοστρόβιλος και σε σφυροκοπάει μέχρι το εξαιρετικό φινάλε! Αρχικά, νομίζεις πως θα δεις μια ταινία για τις συνέπειες ενός hit and run σε δυο αμούστακα αγόρια, τους υπεύθυνους για την ανθρωποκτονία εξ αμελείας, έτοιμα όμως να αρπάξουν τη ζωή που θεωρούν ότι τους ανήκει και να τη ρουφήξουν μέχρι την τελευταία σταγόνα. Μετά, οι σκηνοθέτες κάνουν μια στροφή: εντάξει παιδιά, μαφιόζο φάγατε, δεν τρέχει και τίποτε, έτσι κι αλλιώς σημαδεμένος ήταν, γλιτώσατε και τις σφαίρες που θα ξοδευόταν για τη δολοφονία του!

Η δολοφονία ενός ανθρώπου, λοιπόν, λειτουργεί εντέλει ως... λαχείο για τα δύο παιδιά! Μιας που έστω και κατά λάθος θα βρεθούν να δουλεύουν στο οργανωμένο έγκλημα. Είναι μειράκια αλλά αρχίζουν να βγάζουν καλά φράγκα. Και κατά πως φαίνεται δεν τους νοιάζει ο τρόπος! Αλλάζουν, αναισθητοποιούνται, δεν χαμπαριάζουν τίποτε! Όταν ο πιο ευαίσθητος Μίρκο δείχνει να επηρεάζεται ψυχοσωματικά πχιά από την όλη κατάσταση, ο Μανόλο του λέει: «είναι επειδή σκέφτεσαι – μην σκέφτεσαι». Ναι, μην σκέφτεσαι. Γιατί αν σκεφτείς δεν θα μπορείς να ζήσεις με τον εαυτό σου με αυτά που κάνεις. Ο χαρακτήρας των δύο παιδιών έχει να κάνει και με το με ποιον γονέα μεγάλωσαν. Ο πατέρας του Μανόλο χαίρεται που ο γιος του ανεβαίνει στη μαφία, βγάζει λεφτά, μπορεί επιτέλους να ζήσει τη μεγάλη ζωή. Η μητέρα του Μίρκο, όμως, δεν χαίρεται καθόλου. Ξέρει ότι τα χρήματα είναι βρώμικα. Τα χρειάζεται αλλά δεν τα θέλει. Όλα αυτά τα παρουσιάζουν οι δύο σκηνοθέτες με τη μορφή του επείγοντος, με τρομερή αυθεντικότητα, με γνώση των κωδίκων του είδους, με καθαρή ματιά και είπαμε με συνεχές σφυροκόπημα του θεατή: εσύ τι θα έκανες στη θέση τους; Μάλλον έχουν δει και τον «Δεκαπενταύγουστο» του Γιάνναρη γιατί στο φινάλε πάνε να κλείσουν με κάτι ανάλογο.

Όχι όμως. Στην ταινία τους δεν υπάρχει χώρος για σωτηρία, για μετάνοια, για άφεση αμαρτιών. Και το μικρό φινάλε μετά το φινάλε, λίγο ή πολύ καιρό αφού έχουν ολοκληρωθεί τα γεγονότα, μας οδηγεί σε συνάντηση των δύο γονέων: του πατέρα του Μανόλο και της μητέρας του Μίρκο. Λένε διάφορα, και κάποια στιγμή ρωτάει ο πατέρας του Μανόλο: «και τι θα φάτε για μεσημεριανό»; Για να πάρει την απάντηση: «Αυτά που έχουμε». Αν δείτε την ταινία θα καταλάβετε τη στάση ζωής που κρύβει η τόσο μικρή αλλά τόσο γενναία αυτή φράση. Εύγε στους Ιταλούς. Μπράβο τους.

ΥΓ: Πριν ολοκληρώσω το κείμενο αυτής της ανταπόκρισης, είδα σε δημοσιογραφική προβολή την ταινία του διαγωνιστικού τμήματος «Mein Bruder heisst Robert und ist ein Idiot» σαν να λέμε «Τον αδελφό μου τον λένε Ρόμπερτ και είναι ηλίθιος». Ε, υπάρχουν μερικές ταινίες που σε βγάζουν από τα ρούχα σου και σε κάνουν έξω φρενών. Αυτή είναι μια τέτοια. Η πιο σκανδαλώδης ταινία του φεστιβάλ. Θα διαβάσετε γι' αυτήν στην επόμενή μας ανταπόκριση! Τα λέμε!

Θοδωρής Γιαχουστίδης

Berlin International Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

68η Berlinale: Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου
Δεν έχει λαγάνες στο Βερολίνο...

Καθαρά Δευτέρα στο Βερολίνο. Για εμάς εδώ δεν είναι αργία. Αν ήμουν Ελλάδα θα ετοιμαζόμουν να πάω σε κάποιο μέρος στην εξοχή – καιρού επιτρέποντος – για να πετάξουμε χαρταετό με τη μικρή μου. Και να 'σου η φασολάδα και δώστου τα τουρσιά και μετά ο χαλβάς, το καλύτερο τμήμα αυτής της γιορτής. Μπα, εμείς, εδώ, τη δουλειά μας. Οι Έλληνες διανομείς έχουν αγοράσει τα πάντα όλα – θα γκρινιάζει και πάλι ο Ηλίας Φραγκούλης – μέσα στις αίθουσες συνάδελφοι από όλο τον κόσμο πέφτουν διακριτικά στην αγκαλιά του Μορφέα – η λέξη «ύπνος» έχει περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα και στο mall που βρίσκεται δίπλα στο κέντρο του φεστιβάλ τα φαγάδικα είναι γεμάτα, καθότι το πλαστικό σχεδόν μεν αλλά φτηνό δε και γρήγορα φαγητό καλύπτει τις ανάγκες των φεστιβαλιστών και με το παραπάνω.

Δυο ταινίες σήμερα κι ας μην μακρηγορούμε. Κατευθείαν στο παρασύνθημα λοιπόν. Δεν ξυπνήσαμε νωρίς και χάσαμε την πρώτη πρωινή προβολή του φιλμ «Utøya 22. juli» του Erik Poppe, μια ταινία από τη Νορβηγία που περιγράφει με ένα μονοπλάνο την δολοφονική επίθεση του μαλάκα Μπρέιβικ σε μια κατασκήνωση παιδιών. Θα παλέψω να τη δω στις επαναληπτικές προβολές. Ελπίζω να τα καταφέρω. Επίσης, πολύ θα ήθελα να δω (αστειεύομαι) τη δεύτερη ταινία από το διαγωνιστικό σήμερα. Μιλάω για την ταινία «Ang Panahon ng Halimaw» ένα μιούζικαλ (!!!) του παλαβού Φιλιππινέζου Lav Diaz, διάρκειας τεσσάρων ωρών! Ρε τον μπαγάσα.

3 Tage in Quiberon Berlinale 2018

Οπότε, πρώτη προβολή της ημέρας ήταν το «3 Tage in Quiberon» (3 Days in Quiberon) της Emily Atef. Γεννημένη στο Βερολίνο αυτή η δημιουργός που είναι γερμανικής, γαλλικής και ιρανικής καταγωγής, μεγάλωσε στο Βερολίνο, το Λος Άντζελες και το Παρίσι και δούλεψε στο χώρο του θεάτρου στο Λονδίνο. Το 2001 άρχισε να σπουδάζει σκηνοθεσία στην Γερμανική Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης. Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της «Das Fremde in mir» πήρε μέρος στην Εβδομάδα Κριτικής, όπου και βραβεύτηκε, ενώ προβλήθηκε και στο φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» στην Αθήνα. Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της...

Η υπόθεση: 1981. Η διασημότερη Ευρωπαία ηθοποιός, Romy Schneider, βρίσκεται στο παραθαλάσσιο θέρετρο της Βρετάνης, το Κιμπερόν, προκειμένου να ηρεμήσει, να χαλαρώσει και να προετοιμαστεί όσο το δυνατόν καλύτερα για τον επόμενο ρόλο της. Αλλά και να αποτοξινωθεί από το αλκοόλ, προκειμένου να διεκδικήσει την κηδεμονία του γιου της, Ντάβιντ. Είναι αναστατωμένη, της λείπει ο γιος της και είναι να δώσει μια συνέντευξη στο περιοδικό Stern, όπου δουλεύει ως φωτογράφος ένας πολύ καλός της φίλος, ο Robert Lebeck. Για ψυχολόγική υποστήριξη καλεί κοντά της την παιδική της φίλη, Hilde Fritsch, η οποία βρισκόταν πάντα δίπλα της. Τη συνέντευξη είναι να πάρει ο ρεπόρτερ Michael Jürgs. Ο δημοσιογράφος είναι καλός και χρησιμοποιεί όλα τα κόλπα προκειμένου να εκμαιεύσει όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα από την Schneider. Κι εκείνη, σε μια πολύ ευαίσθητη φάση της ζωής της ξεγυμνώνεται ψυχολογικά, παρά τις αντιρρήσεις της φίλης της και παρά το γεγονός πως όσα λέει μπορεί και να της στοιχίσουν...

Η άποψή μας: Τι γυναίκα ήταν η Romy Schneider ρε παιδιά! Τι ομορφιά, τι χάρη! Και πως κατόρθωσε (γιατί περί κατορθώματος πρόκειται) να αποτινάξει από πάνω της το ρόλο της πριγκίπισσας Σίσι, που την έκανε διάσημη παγκοσμίως και να γίνει μια ηθοποιάρα, τόσο εύθραυστη, τόσο σπουδαία, που συγκλόνισε σε ταινιάρες όπως το αριστούργημα εις τους αιώνες των αιώνων «Σημασία έχει να αγαπάς»; Τούτη η όμορφη ταινία, η τόσο γλυκιά, η τόσο ήρεμη, η τόσο αποκαλυπτική, μας αφήνει ως θεατές να ρίξουμε μια ματιά σε αυτήν τη γυναίκα. Όχι στην σταρ. Στη γυναίκα. Όχι σκανδαλοθηρικά. Όχι. Αγαπησιάρικα. Και χωρίς αγιογραφίες.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως η Emily Atef ήθελε να κάνει κάτι σαν το «Jackie» του Larain, αλλά όχι, εδώ η σκηνοθέτιδα αγαπά την ηρωίδα της. Αγαπάει τον άνθρωπο Schneider. Η οποία στη συγκεκριμένη συνέντευξη είπε κάτι που έκανε φοβερή εντύπωση: «Είμαι μια δυστυχισμένη γυναίκα 42 ετών και με λένε Romy Schneider». Γιατί ο κόσμος την αναγνώριζε ως Σίσι! Πίστευε ότι η Schneider δεν είχε προσωπική ζωή – όχι, ήταν η Σίσι, μια πανέμορφη πριγκίπισσα. Κι όμως, η Schneider καθόλου δεν ήταν έτσι. Εκνευριζόταν μάλιστα που την είχαν σταμπάρει ανεξίτηλα γι’ αυτόν της το ρόλο. Είχε όμως κι άλλα προβλήματα. Έπινε πολύ. Έπαιρνε πολλά χάπια. Είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα στην προσωπική της ζωή, με άνδρες με τους οποίους δεν στέριωνε. Είχε οικονομικά προβλήματα. Και το κυριότερο: ένιωθε άσχημα πιστεύοντας πως δεν είναι καλή μητέρα. Κι αυτό την έτρωγε μέσα της σαν σαράκι.

Η συνέντευξη κράτησε τρεις μέρες. Με διακοπές. Με πράγματα που ειπώθηκαν και δεν έπρεπε να ειπωθούν. Με φλερτ. Με τραγούδι, ποτό και ξενύχτια. Με πολλά πολλά τσιγάρα. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στις 23 Απριλίου του 1981 και προκάλεσε πάταγο. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Lebeck ήταν μαγικές. Για να το προχωρήσουμε και λίγο παραπάνω από εκεί που σταματάει η ταινία: στις 15 Ιουλίου του 1981 ο γιος της Ντάβιντ, σκοτώθηκε από τη μυτερή καγκελόπορτα στο σπίτι του πατέρα του! Και στις 29 Μαΐου του 1982 η Schneider πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ήταν μόλις 43 ετών! Τι είναι λοιπόν η ταινία;

Ένα πορτρέτο μιας διάσημης γυναίκας που ήταν δυστυχισμένη. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ούτε σε βαθιές ψυχαναλύσεις μπαίνει ούτε βαθυστόχαστα προσπαθεί να μεταφέρει το θέμα της στον θεατή. Με χρήση ασπρόμαυρης φωτογραφίας (όπως ακριβώς και οι φωτό που δημοσιεύτηκαν στο Stern), είναι σαν να βρισκόμαστε παρέα με αυτήν τη γυναίκα, σαν να τη γνωρίζουμε καλύτερα, σαν να βρεθήκαμε μια μέρα τυχαία για φαϊ, καθίσαμε παρέα, διασκεδάσαμε, τραγουδήσαμε, χορέψαμε, είπαμε τα μυστικά μας και μετά χωρίσαμε. Δεν είναι αρκετό αυτό; Πάρα πολύ αν με ρωτάτε. Η ταινία βγάζει μια γλυκιά μελαγχολία και σίγουρα σε κρατάει σε εγρήγορση καθώς όσα ακούς, όσα βλέπεις, είναι τρομερά ενδιαφέροντα. Πως καμιά φορά παρίστασαι σε μια κουβέντα που δεν θέλεις να τελειώσει ποτέ; Ε, κάπως έτσι. Βοηθάει πάρα πολύ και η παρουσία της Marie Bäumer στο βασικό ρόλο.

Και μοιάζει στη Schneider αλλά κυρίως βγάζει με το βλέμμα, τις κινήσεις, τη στάση του σώματος, μια μελαγχολία. Δεν κοπιάρει τη μεγάλη ηθοποιό, τη ζωντανεύει με τον πρέποντα τρόπο. Ωραία ταινία.

Fotbal infinit Berlinale 2018

And now for something compelely different. Ναι, το ομολογώ και το ξαναγράφω για 100η φορά (νομίζω πως θα υπάρξει και 101η): δεν μου αρέσουν τα ντοκιμαντέρ. Όταν όμως το θέμα είναι έστω λοξά το ποδόσφαιρο και σκηνοθέτης είναι ο σπουδαίος Ρουμάνος Corneliu Porumboiu, ε, τρέχεις μιλάμε με τα χίλια. Κι ευτυχώς! Το τελικό αποτέλεσμα μας δικαίωσε. Κι αυτό επειδή το ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Fotbal infinit» από το τμήμα Forum του φεστιβάλ, εντέλει μιλούσε για πολλά περισσότερα πράγματα πέρα από το ποδόσφαιρο...

Η υπόθεση: Ο Λορέντιου Τζίγκινα είναι ένας φίλος του σκηνοθέτη από τα παιδικά τους χρόνια. Είναι ένας γραφειοκράτης, που δουλεύει σε μια δημόσια υπηρεσία, βαρετή και ρουτινιάρικη. Οπότε, δεν είναι καθόλου παράδοξο το γεγονός πως αντί να κάνει τη δουλειά του γουστάρει να μιλάει με τον σκηνοθέτη επί παντός επιστητού. Κατά βάση θέλει να φέρει την επανάσταση στο ποδόσφαιρο! Αλλά εκτός από το ποδόσφαιρο έχει πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες για πολλά πράγματα και η διαδρομή του στην επαγγελματική του ζωή είναι εξίσου ενδιαφέρουσα...

Η άποψή μας: Είναι μερικοί άνθρωποι – περιβόλια! Βλέποντας το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ φαντάστηκα κάποιος Έλληνας σκηνοθέτης να κάνει ανάλογο ντοκιμαντέρ για τον Αλέφαντο ξέρω’γω (πάντα το κάνω αυτό, δεν ξέρω γιατί, προσπαθώ να δω έξυπνες ιδέες μεταφερμένες στα καθ’ ημάς). Κι εκεί όπου ο Λορέντιου μιλάει ασταμάτητα και λέει πράγματα όπως να γίνει το γήπεδο ποδοσφαίρου οκτάγωνο από παραλληλόγραμμο (!!!), να χωρίζει κάθε ομάδα σε δύο υποομάδες, να ψάχνει να βρει έξυπνες λύσεις για να απαλλαγεί από τον βραχνά του οφσάιντ, να την ψάχνει γενικώς, να στέλνει τις ιδέες του παντού στον κόσμο και να κλείνει ραντεβού με σημαίνοντες κι όχι τόσο σημαίνοντες ανθρώπους του ποδοσφαίρου, ε, θα γουστάραμε να βλέπαμε τον Αλέφα να κάνει τακτική με τους περίφημους κεφτέδες του!

Κι όλα ξεκίνησαν ο Λορέντιου τραυματίστηκε παίζοντας ποδόσφαιρο καθώς τον περικύκλωσαν πολλοί αντίπαλοι την ώρα που ο ίδιος προστάτευε τη μπάλα! Κι έσπασε το πόδι του! Και δεν έγιανε το πόδι. Και στο εργοστάσιο που δούλευε, παραμονή πρωτοχρονιάς ή χριστουγέννων (δεν θυμάμαι) επειδή περπατούσε αργά λόγω του πονεμένου του ποδιού, δεν πρόλαβε το λεωφορείο και χρειάστηκε να περπατήσει μέχρι το σπίτι του! Αργά! Έκανε τρία χιλιόμετρα σε 5 ώρες ένα πράγμα! Θεούλης! Κι όχι μόνον αυτό. Μας λέει πως πήγε στην Αμερική να δουλέψει αρχικά σε κάτι που δεν θυμάμαι αλλά μετά να μαζεύει πορτοκάλια στη Φλόριντα! Αλλά δεν τον προσέλαβαν γιατί ενώ είχαν προχωρήσει όλα έτσι όπως έπρεπε, έγινε η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους κι όλα πήγαν πίσω!

Ο σκηνοθέτης βρίσκεται μέσα σε κάθε πλάνο! Αφήνει τον φίλο του να μιλάει και από καμιά φορά τον ρωτάει κιόλας για αποσαφηνίσεις. Έχει πολύ πλάκα όλο αυτό. Κινηματογραφεί και προκύπτουν απρόοπτα, όπως η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας στο γραφείο του Λορέντιου. Γενικά, μέσα στην κάτι παραπάνω από μία ώρα που κρατάει η ταινία, την κάνεις λαχείο. Και στα τελευταία 10 λεπτά το πράγμα πάει σε διαφορετική κατεύθυνση. Γιατί αυτός ο μέσος άνθρωπος, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ίσως και χαζούλης, ίσως να μην τον παίρναμε και πολύ στα σοβαρά, αφού μιλάει (όπως και ο εξίσου απολαυστικός πατέρας του) για μερικές φωτογραφίες από το γάμο του, μας αποτελειώνει με την κατακλείδα του ντοκιμαντέρ. Όπου δεν τον βλέπουμε πλέον – μόνον τον ακούμε. Βλέπουμε υποκειμενικά πλάνα από ένα κινούμενο με πολύ χαμηλή ταχύτητα αμάξι στην ρουμανική ύπαιθρο. Και μας λέει πως οι ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούνται στη Βίβλο, με τον καιρό, έχουν αλλάξει σημασία. Έχουν γίνει τιμωρητικές ενώ δεν γράφτηκαν με αυτόν τον τρόπο. Μιλάει και σε μαγεύει ο μπαγάσας. Κι έχει κάτι να πει.

Και ο Porumboiu τα κατάφερε και πάλι: έφτιαξε μια ταινία που πέρα από την επιφανειακή ελαφράδα της έχει κάτι να πει. Κάτι απολύτως σημαντικό. Άντε, αύριο πάλι!
Θοδωρής Γιαχουστίδης

Berlin International Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

68η Berlinale: Κυριακή 18 Φεβρουαρίου
Καλώς μας ήρθες πάλι τρελό μας καρναβάλι

Δεν ξέρω τι γίνεται ρε παιδιά. Σε διαφορετικό timezone έχουν εδώ στη Γερμανία το καρναβάλι; Τι να πω, δεν βλέπω κανέναν... μασκαρά! Ευτυχώς! Νιώθω πολύ τυχερός που εξαιτίας του φεστιβάλ δεν θα υποβληθώ στα μαρτύρια του καρναβαλιού! Βαριέμαι αφόρητα. «Φανέρωσέ μου τη μάσκα που κρύβεις, κάτω απ’ τη μάσκα που φοράς», που έλεγαν και οι Τρύπες. Τίποτα. Μόνο αν ζεις στην Πάτρα ή στην Ξάνθη ή είσαι παιδί μέχρι 13 ετών, ε, ναι, τότε αξίζει τον κόπο να μασκαρευτείς. Δημοσίως και εξωστρεφώς. Γιατί ιδιωτικά και από μέσα μας, όλοι μας τον κάνουμε τον καραγκιόζη. Τι να κάνεις; Το ψωμί να βγαίνει...

Σήμερα, καθότι το κείμενο θα γράφετε σε συνέχειες, στα κενά ανάμεσα στις προβολές, αυτή η δεύτερη παράγραφος θα έχει μάλλον μπόλικες μεταβολές. Ένα έχω να πω: σίγουρα θα αναφερθούμε σε παραπάνω από δύο ταινίες, σε αντίθεση δηλαδή με ότι κάναμε ως σήμερα, θα είναι ταινίες κατά βάση (αν όχι αποκλειστικά) από το διαγωνιστικό τμήμα και κάτι μου λέει πως σήμερα τα πράγματα θα είναι καλύτερα σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες. Γιατί, ειδικά στο διαγωνιστικό, μέχρι τώρα, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά. Σημείωση: μετά το πέρας της ημέρας, οι ταινίες ήταν τέσσερις, αυτές θα σας παρουσιάσουμε παρακάτω, είναι όλες από το διαγωνιστικό και η νύχτα συνεχίζει να είναι βαθιά...

La prière Berlinale 2018

Πρώτη πρωινή προβολή ήταν το «La prière» (The Prayer) του Cédric Kahn. Αυτή είναι η 10η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο 52χρονος Γάλλος δημιουργός, ο οποίος ξεκίνησε την ενασχόλησή του στο σινεμά ως μοντέρ, μετά δούλεψε ως σεναριογράφος και ακολούθως ως σκηνοθέτης, ενώ συχνά πυκνά τον βλέπουμε και σε ρόλους ηθοποιού σε ταινίες συναδέλφων του. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που επισκέπτεται την Berlinale συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα, μετά το «Feux rouges» του 2004. Την είχα δει τότε την ταινία εδώ – πρέπει να ήταν η πρώτη μου φορά στο Βερολίνο, στο φεστιβάλ. Ααα, ωραία χρόνια, πιο ανέμελα, δεν είχαμε και κρίση, ας είναι...

Η υπόθεση: Ο Τομά είναι ένας 22χρονος τζάνκι. Βρέθηκε πολύ κοντά στο να τα τινάξει την τελευταία φορά που έκανε χρήση, καθώς προέκυψε overdose. Μια ακόμα ευκαιρία θα την έχει: πηγαίνει σε μια απομονωμένη κοινότητα στα γαλλικά βουνά, όπου νέοι από όλο τον κόσμο προσπαθούν να ξεπεράσουν τους εθισμούς τους από το ποτό και τα ναρκωτικά. Η κοινότητα, που χωρίζεται σε «ανδρών» και «γυναικών», βρίσκεται υπό την υψηλή επιστασία ενός καθολικού ιερέα. Και το καθημερινό πρόγραμμα περιλαμβάνει προσευχή, βαριές χειρωνακτικές εργασίες και πράγματα που ευνοούν μια ατμόσφαιρα αλληλεγγύης. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούν όλοι να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ζωής εκεί πέρα. Και ο Τομά στην αρχή δυσκολεύεται πάρα πολύ, όντας και ατίθασος. Στο τσακ είναι να τα παρατήσει και να ξανακυλήσει. Έως ότου συναντά ένα κορίτσι στο παρακείμενο χωριό. Παίρνει δύναμη, κουράγιο και θάρρος και νιώθει πως καινούργιες προοπτικές ανοίγονται μπροστά του. Αυτός, ο έχων αμφιβολίες και δεύτερες σκέψεις για την ύπαρξη του Θεού, όχι μόνο πηγαίνει καλύτερα σε ότι αφορά την αποτοξίνωσή του, αλλά εντέλει επιθυμεί να γίνει ιερέας! Είναι τελικά αυτή η δεύτερη ευκαιρία που αποζητούσε;

Η άποψή μας: Δεν ανακαλύπτει την Αμερική ο Cédric Kahn. Ούτε την πυρίτιδα. Δεν κάνει καν μια εξαιρετική ταινία. Ναι. Αλλά αυτό που καταφέρνει είναι να αφηγηθεί την ιστορία που θέλει να πει έντιμα, κατανοητά, στρωτά και – το καλύτερο – χωρίς να διαλέγει πλευρά. Χωρίς να προπαγανδίζει. Πολύ σημαντικό. Και σε ένα διαγωνιστικό τμήμα που με την εξαίρεση του Wes Anderson, έως τώρα η αλήθεια είναι πως δεν θέλγει με τις επιλογές του, τουλάχιστον αυτή είναι μια ταινία την οποία δεν σιχαίνεσαι που την είδες. Η πορεία του νεαρού Τομά είναι λίγο έως πολύ προβλέψιμη για όσους έχει τύχει να δουν λίγες παραπάνω ταινίες από αυτές που βλέπει ο μέσος όρος των θεατών. Στην αρχή ο Τομά αντιμετωπίζει τον πόνο της αποτοξίνωσης, μετά είναι θυμωμένος με όλους και όλα, μετά έρχεται σε κόντρα με την εξουσία και τον ίδιο του τον εαυτό, μετά θέλει να το σκάσει, μετά «μπαίνει στη σειρά», μετά απλώς μιμείται χωρίς να πιστεύει, μετά πιστεύει και μετά καλείται να επιλέξει. Θα υπάρξουν οι haters που, λογικό είναι, θα υποστηρίξουν: «καλά, θεραπεύεται η εξάρτηση μέσω της προσευχής; Μέσω της θρησκείας;».

Δεν μπορώ να ξέρω κάτι τέτοιο, να το επιβεβαιώσω ή να το διαψεύσω. Και είναι βασικό να το πω κι αυτό: δηλώνω αγνωστικιστής. Αλλά δεν μπορώ να κοροϊδέψω (θα ήταν πολύ εύκολο, πιστέψτε με) την πίστη. Θεωρώ πως όταν κάποιος πιστεύει βαθιά και ειλικρινά και το κάνει για τον εαυτό του κι όχι για το θεαθήναι, και παράλληλα διάγει βίο σε αντιστοιχία ακριβώς με αυτήν του την πίστη, αυτό όχι μόνον δεν είναι μεμπτό, είναι και τρομερά αισιόδοξο και γέρνει την πλάστιγγα προς τη σωστή πλευρά. Τους μουτζαχεντινισμούς δεν αντέχω, από όποια πλευρά κι αν προέρχονται. Ο Τομά «θεραπεύεται» (και μπορείτε να διαβάσετε την λέξη κι εκτός εισαγωγικών). Γιατί αυτό που βρίσκει δεν είναι (απαραίτητα) ο Θεός. Είναι η πίστη, αρχικά. Και είναι κυρίως η αγάπη. Η ταινία διαθέτει μπόλικες δραματικές σκηνές (λογικό είναι αυτό), διαθέτει και κάποιες αρκούντως αστείες. Πχ, το ανέβασμα μιας θεατρικής (ανα)παράστασης της Ανάστασης του Λαζάρου, δεν μπορεί παρά να κάνει τους θεατές να γελάσουν δυνατά. Επίσης, το ανέκδοτο με τα καρφιά και τη διαφήμισή τους μέσω του εσταυρωμένου Χριστού, δηλώνει πως μερικά πράγματα διαδίδονται το ίδιο σε όλες τις χώρες του κόσμου: το ήξερα το ανέκδοτο με τα «καρφιά Καραμήτσου» εδώ και 30 χρόνια (και λίγα λέω) και φαντάζομαι ότι κυκλοφορεί ίδιο σε παραλλαγές σε όλες τις χώρες του κόσμου...

Εν κατακλείδι, αυτή δεν είναι μια ταινία που θα αλλάξει τη ζωή σας. Αυτή είναι μια μέτρια ταινία. Είναι όμως καλοφτιαγμένη, χωρίς υστερίες, χωρίς υπερβολές, χωρίς προσηλυτισμούς. Κι ίσως ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα σε θεατές που το έχουν ανάγκη...

Figlia mia Berlinale 2018

Το «Figlia mia» (Daughter of Mine) της Laura Bispuri από τη γειτονική Ιταλία είναι επιτέλους η πρώτη ταινία του διαγωνιστικού που άξιζε να βρίσκεται σε αυτήν τη θέση. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, τρία χρόνια μετά την πρώτη της, το «Ορκισμένη παρθένα» (Vergine giurata), με την οποία είχε πάρει μέρος και πάλι στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale. Και στις δύο ταινίες υπάρχει κάτι ακόμα που τις ενώνει, πέρα από τη σκηνοθέτιδα: η πρωταγωνίστρια, Alba Rohrwacher.

Η υπόθεση: Η Βιτόρια είναι μια 10χρονη κοκκινομάλλα που μεγαλώνει σε ένα χωριό της Σαρδηνίας, το οποίο δεν έχει αλλοιωθεί από την επέλαση του τουρισμού. Είναι καλοκαίρι κι έχει πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή της. Μια μέρα σε ένα ροντέο συναντά την Αντζέλικα, μια εντελώς χύμα και με συμπεριφορά τελείως διαφορετική από τις κοινωνικές συμβάσεις γυναίκα. Μια γυναίκα που δεν μοιάζει καθόλου ως χαρακτήρας με την Τίνα, την μητέρα της Βιτόρια, που είναι (υπέρ)προστατευτική, συντηρητική, στοχοπροσηλωμένη και την αγαπάει όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Αυτό που δεν γνωρίζει η Βιτόρια είναι πως τις δύο γυναίκες, την Αντζέλικα και την Τίνα, τις ενώνει ένα μυστικό. Η Τίνα συμπαραστέκεται στην Αντζέλικα. Τη βοηθάει και την επισκέπτεται συχνά στο παρατημένο της αγροτόσπιτο, μακριά σχετικά από το χωριό, όπου η Αντζέλικα ζει με τη σκύλα της, δυο άλογα, ένα γουρούνι και μερικές κότες.

Όταν τα χρέη της Αντζέλικα φτάσουν σε τέτοιο σημείο ώστε να κινδυνεύει να χάσει τη φάρμα της, αποφασίζει να πουλήσει τα ζώα της και να φύγει. Όμως, η Βιτόρια την επισκέπτεται ολοένα και συχνότερα, καθώς έλκεται από το ελεύθερο πνεύμα αυτής της γυναίκας – αερικό. Αυτή είναι μια σχέση που η Τίνα δεν θέλει να τη βλέπει να εξελίσσεται. Φοβάται τις συνέπειες από την αποκάλυψη του μυστικού. Πάντως, η Βιτόρια περνάει πολύ καλά καθώς, μαζί με την Αντζέλικα, ανακαλύπτει από την αρχή την περιοχή της...

Η άποψή μας: Με την κυριαρχία των ψηφιακών καμερών είναι πλέον πολύ σπάνιο να βλέπεις μια ταινία που η υφή της να είναι «κινηματογραφική» με την παλιακή έννοια. Να είναι με κόκκο, να είναι οργανικά δεμένη με τη συνολική κατασκευή, να αποπνέει έναν ρομαντισμό ρε παιδί μου. Στη διεύθυνση φωτογραφίας λοιπόν η ταινία παίρνει άριστα. Γιατί μας μπάζει στο καλοκαίρι της Σαρδηνίας, μακριά από τουριστικά πλάνα, αλλά το νιώθεις κοιτώντας τις εικόνες πως ναι, κάνει ζέστη, πως οι άνθρωποι ιδρώνουν, πως οι γρανίτες λιώνουν. Πάντα λοιπόν, κατά τη συνολική αποτίμηση μιας ταινίας έχει ενδιαφέρον να σταθείς στο τι λέει η ταινία αλλά και πως το λέει. Στα χέρια άλλου, «εμπορικού» σκηνοθέτη, το όλο θέμα θα μας έδινε ένα καθαρόαιμο μελόδραμα.

Θέλω να πω (ακολουθεί σπόιλερ, αλλά μέχρι να βγει η ταινία στις ελληνικές αίθουσες αν και εφόσον αγοραστεί από ελληνική εταιρία διανομής, θα το έχετε ξεχάσει!!!): γρήγορα καταλαβαίνεις ότι η Valeria Golino δεν μπορούσε να κάνει παιδί και πήρε το μωρό που γέννησε η Alba Rohrwacher αμέσως μετά τη γέννα! Η μία είναι καθωσπρέπει σύζυγος, η άλλη είναι μια sui generis περσόνα, που δεν χωράει στο συμβατικό τρόπο συμπεριφοράς, είναι λίγο αλαφροΐσκιωτη, της αρέσει να πίνει πολύ και δεν θεωρεί χυδαίο να πουλάει το κορμί της για να την κεράσουν ένα ποτό ακόμα. Οπότε, μελόδραμα. Φανταστείτε τη δυναμική: η κόρη καταλαβαίνει ποια είναι η πραγματική της μητέρα, όλα κινηματογραφούνται υπερβολικά, η μουσική γίνεται γλυκερή, έχουμε αλλεπάλληλα close-up, τι θα γίνει; Ποια θα διαλέξει η μικρή; Θα δοθεί μήπως... σολομώντεια λύση; Ναι, τόσο παλιό το υλικό όσο η Βίβλος! Ναι, αλλά εδώ έρχεται η σκηνοθέτιδα για να πάει το πράγμα σε πιο... καλλιτεχνικά μονοπάτια – και το γράφω αυτό με πλήρη επίγνωση του τι σημαίνει αυτό και καθόλου υποτιμητικά. Δίνει χώρο και στους τρεις βασικούς γυναικείους χαρακτήρες να αναπτυχθούν (η αλήθεια είναι πως οι άντρες στην ταινία είναι... οπτικά εφέ – ακόμα κι ο έρημος ο Udo Kier έχει και δεν έχει ρόλο), να σκιαγραφηθούν σε βάθος, να αποκτήσουν σάρκα και οστά. Η κοκκινομάλλα πιτσιρίκα εννοείται ότι έλκεται από την πραγματική της μητέρα πριν μάθει ότι είναι η πραγματική της μητέρα. Γιατί είναι ελεύθερη, γιατί δεν την νοιάζει τι θα πει ο κόσμος, γιατί απολαμβάνει ότι έχει τη στιγμή που το έχει. Αλλά δεν μπορεί να αγνοήσει εννοείται και τη φροντίδα και την πραγματική αγάπη που της δείχνει η γυναίκα που επί τόσα χρόνια ήταν όντως η πραγματική της μητέρα!

Η Valeria Golino έχει μεγαλώσει, έχει παχύνει, αλλά είναι πάντοτε όμορφη, πάντοτε γλυκιά, πάντοτε ελκυστική και αγαπησιάρικια στα μάτια των θεατών. Το τέρας υποκριτικής, όμως, είναι η Alba Rohrwacher. Είναι τρομερή ηθοποιός η άτιμη και πετυχαίνει κάτι που δύσκολα ακόμα και πιο φτασμένες από εκείνην συναδέλφισσές της δεν μπορούν: εξαφανίζεται στο ρόλο. Το όλο θέμα με τα χέλια ενέχει συμβολικό χαρακτήρα, το φινάλε είναι κατά πως πρέπει ανοικτό και ο θεατής μετά το άναμμα των φώτων στην αίθουσα έχει απολαύσει μια ταινία ωραία και ενδιαφέρουσα. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό, ε; Δεν είναι και μεγάλο, αλλά είναι κάτι...

Toppen av ingenting Berlinale 2018

Πάμε στην τρίτη σημερινή ταινία από το διαγωνιστικό. Τίτλος της: «Toppen av ingenting» ή στα αγγλικά «The Real Estate». Είναι μια ταινία από τη Σουηδία την οποία σκηνοθέτησαν οι Axel Petersén και Måns Månsson, οι οποίοι είχαν κι άλλα πόστα στην ταινία. Πχ, το σενάριο το έγραψε ο Axel Petersén και τη διεύθυνση φωτογραφίας υπογράφει ο Måns Månsson. Αυτή ήταν μία ταινία για την οποία, πριν προβληθεί, είχαμε ακούσει πολλά καλά πράγματα. Αντισυμβατική κωμωδία, φρέσκια κινηματογραφική ματιά, τέτοια. Ε, καλό είναι πρώτα να βλέπεις και μετά να μιλάς. Και βεβαίως, να μην πιστεύεις πάντα όσα ακούς.

Η υπόθεση: Η Νότζετ είναι μια 68χρονη γυναίκα που έζησε μέσα στην πολυτέλεια και τη χλιδή όλη της τη ζωή. Δεν χρειάστηκε να δουλέψει ποτέ και να κοπιάσει για οτιδήποτε: ο πατέρας της πάντα φρόντιζε να μην της λείπει τίποτε! Μετά το θάνατό του, όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Η στρόφιγγα με τα χρήματα κλείνει. Ως κληρονομιά, της αφήνει ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Στοκχόλμης. Η Νότζετ επιστρέφει από έναν ανέφελο βίο στην Ισπανία πίσω στην πατρίδα της. Κι ενώ θεωρεί ότι τα πράγματα που θα συναντήσει θα είναι απολύτως τακτοποιημένα και οργανωμένα, καλείται να αντιμετωπίσει το απόλυτο χάος! Ο ετεροθαλής αδελφός της και ο αλκοολικός γιος του έχουν παραμελήσει (ή καλύτερα, δεν έχουν ασχοληθεί καθόλου) με τις ευθύνες τους ως φροντιστές του κτιρίου – κι όπου μπόρεσαν έβγαλαν και κάποια εξτραδάκια σε χρήματα, παρανόμως.

Το κτίριο έχει τα κακά του χάλια και οι ενοικιαστές είναι άνθρωποι που δεν έχουν συμβόλαια, άρα όλα είναι στον αέρα. Η Νότζετ ζητάει συμβουλές από έναν παλιό της φίλο, τον Λεξ, πρώην δικηγόρο και νυν μουσικό παραγωγό (!), που οργανώνει ένα γκαλά για τους άστεγους. Ο Λεξ της προτείνει να πουλήσει το κτίριο σε ένα μεσιτικό γραφείο και άμεσα, πριν μπλοκάρουν οι ένοικοι τις διαδικασίες. Κάτι όμως που φαίνεται εύκολο στα χαρτιά αποδεικνύεται ένας απόλυτος εφιάλτης. Και για πρώτη φορά στη ζωή της η Νότζετ πρέπει να πολεμήσει για κάτι...

Η άποψή μας: Μάλλον έχω παραμεγαλώσει και δεν μπορώ εύκολα να πιάσω το... αστείο. Πώς βρέθηκε τούτη η ταινία στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale; Είναι να απορείς. Ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Τι θέλει να μας πει η ταινία; Η εύκολη απάντηση είναι: πρόκειται για το πορτρέτο μιας γυναίκας που αλλιώς έζησε τη ζωής της μέχρι ένα σημείο κι αλλιώς πρέπει να μάθει να ζει εφεξής. Οκ, μας κάνει. Επίσης, κάτι προσπαθεί να ψελλίσει για το στεγαστικό πρόβλημα στη Σουηδία, με τις τιμές των διαμερισμάτων προς ενοικίαση να έχουν φτάσει στα ύψη. Fair enough. Πώς θα χαρακτηρίζαμε κατασκευαστικά την ταινία; Άντε, ας το πω, για να μην αδικήσω τους δημιουργούς: επιτηδευμένα κακή!

Τα close up θαρρείς και γίνονται όχι για να δούμε μέχρι και τους πόρους του δέρματος των ηθοποιών, αλλά για να μπούμε μέχρι το μυαλό τους, να δούμε τι σκέφτονται. Αν σκέφτονται. Επιφάνεια... Η φωτογραφία είναι κατασκότεινη, σε σημείο να μην μπορείς να διακρίνεις σε πολλά σημεία παρά μόνον σκιές. Οι γωνίες λήψεις είναι πάντα οι χειρότερες δυνατές. Αμ το μοντάζ; Το μοντάζ... Πεταγόμαστε από τη μία σκηνή στην άλλη, έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Ιδεολογικά τώρα: οι σκηνοθέτες λοιπόν μάλλον ενδιαφέρονται απλά να μας συστήσουν αυτήν τη γυναίκα. Όχι να τη συμπαθήσουμε. Όχι να ταυτιστούμε μαζί της. Δεν υπάρχει περίπτωση να συμπαθήσεις έναν κατά βάση αντιπαθητικό, εγωιστή χαρακτήρα. Που στο φινάλε πάει τα πράγματα πολύ, πολύ μακριά (σε σημείο απαράδεκτο, δηλαδή, έλεος κάπου). Και η αλήθεια είναι πως κανένας χαρακτήρας στην ταινία δεν είναι συμπαθητικός: όλοι αντιπαθητικοί! Μα υπάρχει κοινωνικός σχολιασμός, θα τολμήσουν να ψελλίσουν κάποιοι. Οκ, εύγε. Χαμένος όμως μέσα στην απεραντοσύνη της προβοκάτσιας! Τι να σου κάνει και ο έρημος ο Wim Mertens με τις υπέροχες μελωδίες του, που ακούγονται εντελώς παράταιρες, σε ένα επίσης ότι να 'ναι σάουντρακ; Χαμένος μένει. Πάμε λίγο και στα... αστεία. Ο αδελφός της πρωταγωνίστριας δεν μιλάει καλά. Δεν τον καταλαβαίνει κανείς όταν μιλάει, παρά μόνον η ίδια. Σιχαίνομαι την πολιτική ορθότητα αλλά ήμαρτον, δεν μπορείς να γελάσεις με αυτό! Μόνο όταν εμφανίζεται ο γηραιός Λεξ, ο δικηγόρος που έγινε μουσικός παραγωγός, κάτι φαίνεται να ζωντανεύει, κάτι φαίνεται να τραβάει την προσοχή σου. Ιδίως το... κονσέρτο με πολυβόλα μέσω του οποίου σχηματίζει μια καρδιά σε μια ξύλινη πόρτα, ε, δεν μπορείς να πεις, έχει πλάκα. Αλλά η πρωταγωνίστρια (η μόνη επαγγελματίας ηθοποιός της ταινίας και θεία του Petersén!), που δεν λέω, τα δίνει όλα (κι ας είναι αυτή μόλις η τρίτη της κινηματογραφική εμφάνιση!) και εκτίθεται ποικιλοτρόπως (δεν είναι συχνό το φαινόμενο να βλέπουμε ανθρώπους της τρίτης ηλικίας να κάνουν σεξ στον κινηματογράφο, αν και η συγκεκριμένη σκηνή είναι μια από τις χειρότερες που έχουμε δει ποτέ στη ζωή μας, καθώς πέρα όλων των άλλων, η κυρία κάθεται κάπου στο στήθος του εραστή της, ούτε στα γεννητικά του όργανα ούτε στο στόμα του!) ε, δεν μπορεί οι σκηνοθέτες να μας κάνουν να γελάσουμε δείχνοντάς μας την να πυροβολεί διαρκώς ωσάν τον Τσακ Νόρις!

Νομίζω πως η ταινία μοιάζει σε πολλά με το «Damsel» κι ας έχουν εντελώς διαφορετική αφετηρία και κατάληξη. Ναι μωρέ, πλάκα κάνουμε και είμαστε και λίγο λοξοί, και λατρεύουμε τον Lynch ξερωγώ και είμαστε και πολύ προχώ και avant garde και δεν ξέρετε εσείς κοινοί θνητοί θεατές. Το ξαναλέω: δεν το έπιασα το αστείο. Αν ο στόχος ήταν να υπάρχει αστείο...

Dovlatov Berlinale 2018

Και κλείνουμε την χορταστικότατη σημερινή μας ανταπόκριση με μια ακόμα ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα. Τίτλος της: «Dovlatov». Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο 42χρονος Ρώσος δημιουργός Aleksey German Jr. Να θυμίσουμε εδώ πως με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Το τελευταίο τρένο» (Posledniy poezd, 2003) είχε κερδίσει τον Χρυσό Αλέξανδρο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Η υπόθεση: Νοέμβριος 1971, Λένινγκραντ. Η χώρα γιορτάζει άλλη μία επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ηγέτης της χώρας είναι ο Μπρέζνιεφ. Και η χώρα δεν φαίνεται να προχωράει προς τα εμπρός, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά. Ο Σεργκέι Ντοβλάτοφ είναι ένας νεαρός συγγραφέας που βιώνει στο πετσί του τη λογοκρισία από το καθεστώς. Τα γραπτά του δεν αρέσουν στους ιθύνοντες, το μυθιστόρημά του δεν προχωράει, τα ποιήματά του δεν δημοσιεύονται και υπάρχει ένας φαύλος κύκλος, καθώς δεν μπορεί να γίνει μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, για να μπορέσει να εκδοθεί, αλλά για να εκδοθεί πρέπει να γίνει μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων!

Είναι χωρισμένος, έχει μια μικρή κόρη στην οποία θέλει να αγοράσει μια γερμανική κούκλα, ζει με τη μητέρα του και γράφει σε μια μικρή συνδικαλιστική εφημερίδα πράγματα που δεν τον ικανοποιούν. Υπάρχουν κι άλλοι καλλιτέχνες με τους οποίους κάνει παρέα και είναι ουσιαστικά απαγορευμένοι. Ένας από αυτούς είναι ο φίλος του, ο ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι. Βλέπουμε τη ζωή του κατά τη διάρκεια μιας βδομάδας. Από τις συνεντεύξεις που παίρνει για την καθέλκυση ενός πλοίου μέχρι την ανακάλυψη 30 νεκρών παιδιών κατά τη διάρκεια εργασιών, παιδιά που δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου...

Η άποψή μας: Να την πω την αμαρτία μου: τη βρήκα συμπαθέστατη τούτη την ταινία, εγώ, ένας κομουνιστής, παρά το γεγονός ότι είναι κατά βάση αντικομουνιστική. Ή καλύτερα, ιδεολογικά μπερδεμένη. Απλά, ο σκηνοθέτης, έξυπνα ποιών, δεν μας παρουσιάζει τη Σοβιετική Ένωση ως μια κοινωνία φόβου και τρομοκρατίας. Εντάξει, υπήρχαν απαγορεύσεις, το πρόβλημα όμως εντέλει ήταν καθαρά... γραφειοκρατικό! Αν δεν έγραφες αυτά που ήθελε το καθεστώς, απλά δεν υπήρχες. Ούτε σε φυλάκιζαν ούτε σε βασάνιζαν. Απλά, βρισκόσουν στο περιθώριο. Ο German ευτυχώς καταφεύγει πολλές φορές στη βοήθεια του χιούμορ για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Ιδίως εκείνο το μοτίβο με τον τύπο που πουλάει παράνομα «δυτικά» βιβλία, τον οποίο κοροϊδεύει ο Ντοβλάτοφ λέγοντάς του πως είναι πράκτορας της KGB και πως θέλει λίστα με όλους τους πελάτες που αγοράζουν αντίτυπα της «Λολίτας» του Ναμπόκοφ, έχει πλάκα.

Έχουμε μεγάλα, υπέροχα δομημένα μονοπλάνα να κυριαρχούν στην ταινία, με μια εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας. Και παρά το γεγονός ότι οι ρυθμοί δεν χαρακτηρίζονται καταιγιστικοί κι ότι από ένα σημείο και μετά παρακολουθούμε παραλλαγές του ίδιου θέματος, με αναγκαστικές επαναλήψεις, ο θεατής δεν κουράζεται – κι ας μιλάμε για ταινία δύο ωρών και βάλε! Ο σκηνοθέτης στην τελική, επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία του ακαδημαϊκά, κάτι που δεν είναι απαραιτήτως κακό. Κακό είναι άλλο: το γεγονός πως εκτός Ρωσίας (άρα και στην Ελλάδα) δεν υπάρχει γνώση για όλο το λογοτεχνικό κίνημα στην ΕΣΣΔ εκείνων των χρόνων. Τα μισά ονόματα και βάλε δεν τα γνωρίζουμε. Ούτε και τον Ντοβλάτοφ τον γνωρίζαμε, να πούμε την αμαρτία μας. Μέσω της ταινίας συστηθήκαμε. Αλλά, γενικώς, και με αυτά κάνει πλάκα ο Ντοβλάτοφ (και μέσω αυτού ο σκηνοθέτης), καθώς συστήνεται πχ σε μια όμορφη νεαρή ως... Φραντς Κάφκα, για να υποδηλώσει η ταινία την άγνοια πολλών σοβιετικών για την τέχνη γενικότερα. Είπαμε, ενδιαφέρον φιλμ. Με μια καλά κρυμμένη αλλά εντέλει όχι τελείως έπαρση από μέρους του ηθοποιού. Και με έναν πρωταγωνιστή που στην τελική δεν μαθαίνουμε ποτέ κάτι περισσότερο για τον χαρακτήρα του, δεν έχουμε κάποια εμβάθυνση. Ένας όμορφος άντρας ήταν, που ήθελε όσο τίποτε άλλο να εκδοθεί και αντιμετώπιζε κάθε αναποδιά όχι με στωικότητα αλλά με ειρωνεία.

Παρ' όλα αυτά, η ταινία αξίζει τον κόπο. Κι εδώ επιτρέψτε μου μια υποσημείωση σεξιστική και κατηγορείστε με, με χάσταγκ metoo. Τι θεάρες είναι αυτές οι Ρωσίδες ρε παιδιά; Μικρό ρόλο κρατάει πχ η πανέμορφη Elena Lyadova, που πρωταγωνιστούσε στο «Λεβιάθαν» του Andrey Zvyagintsev. Αλλά ψαχτείτε εσείς οι αρσενικοί και για το όνομα Svetlana Khodchenkova! Δεν περιγράφω άλλο!

Θοδωρής Γιαχουστίδης

Berlin International Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

68η Berlinale: Σάββατο 17 Φεβρουαρίου
Ένας φίλος ήρθ’ απόψε απ’ τα παλιά!

Δεν σας είπα τα πιο ωραία. Πριν από την χθεσινή προβολή του «Black 47» είδα τον συνάδελφο Χρήστο Μήτση. Γνωστός ΑΕΚτζής ο Χρήστος, μου έδωσε προβάδισμα ως ΠΑΟΚτζή για το πρωτάθλημα, σε ότι αφορά το κύπελλο, όμως, μου βγήκε λίγο από αριστερά: «Θα το παλέψουμε», μου είπε, «και ο τελικός πρέπει να γίνει στο ΟΑΚΑ». Δεν κώλωσα: «Εννοείται, να γίνει στο ΟΑΚΑ, να κατεβούμε κάτω καμιά 500 χιλιάδες ΠΑΟΚάρες, να τελειώνει και το παραμύθι των φίλων Αρειανών», ότι και καλά δηλαδή ετοίμασαν τη μεγαλύτερη οπαδική μετακίνηση στην Ελλάδα για τον δικό τους τελικό κυπέλλου, πριν πολλά πολλά χρόνια, με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό. Ε, τελειώνει η ταινία, υπάρχει ένα μικρό κενό, μπαίνω στην επόμενη αίθουσα για να δω το «The Happy Prince» και βλέπω... τον Βασίλη Κεχαγιά! Ο Θεσσαλονικιός συνάδελφος και φίλος, με εξέπληξε ευχάριστα με την παρουσία του! Κι εννοείται πως παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει λίγα λεπτά από το πέρας της προηγούμενης ταινίας, γνώριζε με λεπτομέρειες τη στιχομυθία μας με τον Χρήστο. Βλέπετε, ο Βασίλης και ο Χρήστος συνδέονται και με φιλία αλλά είναι και οδοντίατροι που σπούδασαν μαζί στη Θεσσαλονίκη. Και ο Βασίλης είναι γνωστός Αρειανός! Οπότε το τι είπε ο στόμας του σε σχέση με τα δικά μου λεγόμενα, πραγματικά δεν μπορούμε να τα μεταφέρουμε σε κείμενο ανταπόκρισης από φεστιβάλ! Γεια σου ρε Βασίλη!!!! Ο οποίος κλασικά ήθελε σήμερα (Σάββατο) να δει κι έναν ποδοσφαιρικό αγώνα από κοντά, λάιβ. Για κακή του τύχη, η Χέρτα Βερολίνου έπαιξε χθες, Παρασκευή, εντός έδρας (τον «ήπιε» μάλιστα από την Μάιντζ)! Οπότε, συμβιβάστηκε να δει αγώνα της Ουνιόν Βερολίνου, ομάδα β’ εθνικής Γερμανίας, που έπαιζε καταμεσήμερο, στις 13.00! Σαν τον ΑΡΗ ένα πράγμα. Μουάχαχαχαχα!

Transit Berlinale 2018

Ξεκίνημα ημέρας σε ότι αφορά τις ταινίες με την καινούργια δουλειά του Christian Petzold ονόματι «Transit». Αυτή είναι η όγδοη μεγάλου μήκους ταινία της καριέρας του και μόλις η τρίτη στην οποία δεν πρωταγωνιστεί η μούσα του (με την οποία είναι – ή μήπως ήταν; – ζευγάρι), η Nina Hoss. Το σενάριο της ταινίας το υπογράφει ο ίδιος ο Petzold βασισμένος στο ομώνυμο βιβλίο της Anna Seghers. Και στην αρχή (κι όχι στο τέλος, όπως γίνεται συνήθως) αφιερώνει την ταινία στον Harun Farocki, έναν από τους πλέον πειραματικούς Γερμανούς σκηνοθέτες. Ίσως γι’ αυτό και η ταινία του είναι περισσότερο εγκεφαλική απ’ ότι συνήθως...

Η υπόθεση: Τα γερμανικά στρατεύματα βρίσκονται λίγο έξω από το Παρίσι. Ο Γκέοργκ το σκάει για τη Μασσαλία κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Μέσα στη βαλίτσα του έχει μεταξύ των άλλων το δακτυλογραφημένο, τελευταίο βιβλίο του γνωστού συγγραφέα Βάιντελ, ο οποίος αυτοκτόνησε από τον φόβο ότι θα τον βασανίσουν οι κατακτητές. Ο συγγραφέας άφησε πίσω του και μερικά γράμματα αλλά κι ένα πιστοποιητικό της πρεσβείας του Μεξικού για να βγάλει βίζα. Δανειζόμενος την ταυτότητα του Βάιντελ ο Γκέοργκ προσπαθεί με τα χαρτιά που έχει στα χέρια του να βρει εισιτήριο για ένα από τα πλοία που βρίσκονται στο λιμάνι κι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για εκεί όπου ο πόλεμος δεν αποτελεί χειροπιαστή πραγματικότητα. Όσο χρόνο περιμένει να βρει την ευκαιρία του και να φύγει, γίνεται φίλος με έναν πιτσιρικά, τον Ιντρίς, τον γιο ενός παλιού του συντρόφου, του Χάινζ, ο οποίος έχει πεθάνει στην προσπάθειά του να αποδράσει. Τα σχέδιά του θα αλλάξουν όταν συναντήσει τη μυστηριώδη Μαρί. Ποια είναι η Μαρί; Μα η χήρα του αυτόχειρα συγγραφέα. Ή μήπως όχι;

Η άποψή μας: Τούτη η ταινία είναι αυτό που λένε οι Αμερικάνοι «tough cookie». Ο σκηνοθέτης συνεχίζει να ασχολείται με το θέμα της ταυτότητας, κάτι που είχε μετουσιώσει σε μια εξαιρετική ταινία, την προηγούμενή του, το περίφημο «Τραγούδι του φοίνικα». Εδώ, όμως, λίγο ξεφεύγει! Θέλω να πω, πέρα από το ζήτημα της ταυτότητας τσουβαλιάζει πάρα πολλά και σημαντικά ακόμα θέματα. Και ο... χωροχρόνος που χρησιμοποιεί είναι ιδιαίτερος. Θέλω να πω, τα πάντα μοιάζουν σαν να βρισκόμαστε στην έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σωστά; Ναι, αλλά η υπόθεση διαδραματίζεται στο σήμερα! Δεν υπάρχουν σβάστικες, δεν υπάρχουν τανκς, δεν υπάρχουν στρατιώτες: το μιλιταριστικόν του πράγματος το επωμίζεται η αστυνομία, η περίφημη γερμανική Polizei! Οι δρόμοι είναι σημερινοί, υπάρχουν γκράφιτι στους τοίχους, ο πιτσιρικάς όταν γνωρίζει τον Γκέοργκ του μιλάει για το πόσο πολύ οι Γερμανοί αγαπούν τους τερματοφύλακές τους και πως ξέρει γερμανικές λέξεις όπως σκατά (σάισε) και Μπορούσια Ντόρμουντ!

Λίγο μπερδευτικό δεν είναι όλο αυτό; Ο Γκέοργκ είναι Γερμανός, κι όμως τον κυνηγάνε. Είναι αντικαθεστωτικός; Ή μήπως η φασιστική, μιλιταριστική, ολοκληρωτική δύναμη που κατακτά τη Γαλλία και κατ’ επέκταση τον κόσμο όλο δεν έχει να κάνει με ένα κράτος; Ο ολοκληρωτισμός είναι ήδη εδώ, είναι σαν να μας λέει ο σκηνοθέτης. Κάντε ότι μπορείτε για να ξεφύγετε! Κι έρχεται τώρα η σειρά της κοπέλας. Της Μαρί. Που την υποδύεται η πανέμορφη Paula Beer, την οποία είχαμε θαυμάσει στην πρόσφατη ταινία του Ozon, το «Frantz». Δεν γνωρίζει για το θάνατο του συζύγου της, αλλά φλερτάρει ανοιχτά με τον Γκέοργκ, που δανείζεται ως άλλος Ρίπλεϊ την ταυτότητα του εκλιπόντος!

Μου φαίνεται πως αυτήν τη φορά ο ταλαντούχος Γερμανός σκηνοθέτης θέλησε να κουβαλήσει πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, να κάνει κάτι πολύ φιλόδοξο χωρίς να ενδιαφέρεται και τόσο αν το κοινό θα ακολουθήσει. Κάτι εξόχως εγκεφαλικό, πολυδιάστατο, αλλά... «tough cookie». Και με χαρακτηριστικά στοιχεία νουάρ, έτσι; Με πιο φανερό την αφήγηση off. Που, πάντως, δίνει πάρα πολλά στοιχεία και αντί να βοηθάει τον θεατή να αντιληφθεί, υπάρχουν στιγμές που τον μπερδεύει.

Πάντως, ο Petzold στο φινάλε, γίνεται πιο ξεκάθαρος: «We’re on the road to nowhere» μας τραγουδάνε οι Talking Heads του Byrne. Δεν έχει άδικο: σήμα κινδύνου κρούει. Το στοίχημα που μένει να φανεί αν θα κερδηθεί είναι αν οι θεατές δώσουν μια ευκαιρία σε τούτη την τρομερή αλληγορία.

Damsel Berlinale 2018

Η άλλη ταινία από το διαγωνιστικό που είδαμε ήταν το πολυακουσμένο και γεμάτο anticipation «Damsel» των αδελφών David & Nathan Zellner. Μια ταινία που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς και ήρθε στη γερμανική πρωτεύουσα για να κερδίσει – υποτίθεται – τις εντυπώσεις, κουβαλώντας μαζί της (σας τα γράφαμε και εχθές) το διάσημο πρωταγωνιστικό δίδυμο των Robert Pattinson και Mia Wasikowska. Η προηγούμενη σκηνοθετική δουλειά, όπου credit σκηνοθέτη έχει μόνον ο ένας αδελφός, ο Ντέιβιντ, ήταν το «Kumiko, the Treasure Hunter» (2014) με το οποίο συμμετείχαν στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Η υπόθεση: Ο νεαρός και ρομαντικός ονειροπόλος Σάμιουελ Αλαμπάστερ ξεκινάει ένα ταξίδι στην Άγρια Δύση. Στόχος του: να βρει τον έρωτα της ζωής του, την Πηνελόπη, και να την παντρευτεί. Μαζί του κουβαλάει το δαχτυλίδι των αρραβώνων, μια κιθάρα, ένα άλογο – μινιατούρα ακόμα και για πόνι, ονόματι Μπάτερσκοτς και προσλαμβάνει έναν κακομοίρη, τον Πάρσον Χένρι, προκειμένου να τον βοηθήσει κι αφού εντέλει βρουν την Πηνελόπη, να είναι εκείνος που θα τους παντρέψει. Αυτό που δεν λέει ευθύς εξαρχής στον Πάρσον είναι όλη η αλήθεια. Πως δηλαδή, θα πρέπει να αποσπάσουν την Πηνελόπη από τον απαγωγέα της – ενδεχομένως και δια της βίας! Κατά πως φαίνεται, ο απαγωγέας κρατάει την Πηνελόπη ουσιαστικά φυλακισμένη σε μια απομονωμένη καλύβα στη μέση του πουθενά. Μόνο που όταν τελικά όντως ανακαλύπτουν την καλύβα και βρίσκουν την Πηνελόπη αντιλαμβάνονται, ιδίως ο Πάρσον, πως η αλήθεια κάθε άλλο αυτή που του αποκάλυψε ο Σάμιουελ είναι...

Η άποψή μας: Όσο πραγματικά καλή κι ενδιαφέρουσα μας είχε προκύψει η περσινή Berlinale τόσο σε αβαθή νερά μετριότητας κινείται έως τώρα η εφετινή. Θέλω να πω, wtf ρε μάγκες; Τι είναι αυτά; Και συγκεκριμένα, εδώ: τι στην ευχή ήταν αυτό το πράγμα που κληθήκαμε να παρακολουθήσουμε; Μια λοξή ματιά στο γουέστερν; Τα δύο αδέλφια που υπογράφουν τη σκηνοθεσία θα έπρεπε να δουν 800 φορές το «Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες» πριν επιχειρήσουν κάτι ανάλογο. Θέλω να πω, εντάξει, το μικροσκοπικό πόνι είναι μια χαριτωμενιά, αλλά για πόσο μπορείς να... χαμογελάς με την παρουσία του; Προσπαθώ να θυμηθώ μία σκηνή όπου πραγματικά γέλασα και η μόνη που μου έρχεται στο μυαλό μου είναι εκείνη της δολοφονίας ενός έρημου τύπου (δεν έχει καν σημασία να σας πω ποιος είναι στην υπόθεση – όχι επειδή είναι σπόιλερ αλλά επειδή ακριβώς... δεν έχει σημασία!), ο οποίος ενώ κατουράει αμέριμνος, σημαδεύοντας με τα τσίσα του το κούτσουρο που χρησιμοποιεί για να κόβει ξύλα, δέχεται μια σφαίρα στο κεφάλι και βεβαίως, παρά το γεγονός ότι πέφτει χάμω, νεκρός, συνεχίζει να κατουράει!

Γουάου σε λέω! Αν δεν ήθελαν να αποδομήσουν το γουέστερν αλλά να αποτίσουν έναν φόρο τιμής στο είδος, και πάλι αποτυγχάνουν παταγωδώς τα αδέλφια! Αν στόχος τους ήταν να μας δείξουν τη δύναμη της αγάπης, που μας κινητοποιεί να κάνουμε τεράστιες υπερβάσεις, το μήνυμά τους απλώς δεν ακούγεται! Κι αν όλο αυτό έγινε ως φεμινιστικός ύμνος, εντάξει, έχουν πάρει πολύ λάθος δρόμο! Ακόμα και η στιβαρή συνήθως Wasikowska, αν και διαθέτει τον πιο δυνατό ρόλο, είναι αμήχανη, καθώς δεν πιστεύει αυτά που λέει. Για τον Pattinson τι να πούμε, κρίμα το παλικάρι, πολύ κρίμα. Όπως κρίμα για την (αν μη τι άλλο) ενδιαφέρουσα αρχική, εισαγωγική σκηνή με τον πάστορα, που είναι έτοιμος να τα παρατήσει και τον ιεροκήρυκα, που νέος και άβγαλτος, είναι έτοιμος να κάνει το καθήκον του. Ναι, η άμαξα άργησε: μήπως ήταν και λεωφορείο του ΟΑΣΘ;

Όχι παιδιά, όχι, μεγάλη απογοήτευση, μια ταινία που προσπαθεί πολύ να πει κάποια πράγματα και καταλήγει να μην πει απολύτως τίποτε ή ότι λέει είναι ασυνάρτητο. Είναι να απορείς...
Θοδωρής Γιαχουστίδης

Berlin International Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

68η Berlinale: Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου
Διαζύγιο βόμβα – διαβάστε το πριν το κατεβάσουν!

Εντάξει παιδιά, χαμός έτσι; Εδώ στο Βερολίνο κάνει κρύο, χθες έπεσε και λίγο χιονάκι, τα πεζοδρόμια είναι γλιστερά αλλά οι άνθρωποι του δήμου έχουν ρίξει χαλικάκια για να μην πέφτουν κάτω κάτοικοι και επισκέπτες σαν τα κοτόπουλα. Η πόλη διαρκώς αλλάζει. Πάντα κάτι γκρεμίζεται και πάντα κάτι χτίζεται στη θέση του γκρεμισμένου! Στην περιοχή του Μνημείου του Ολοκαυτώματος ξηλώθηκαν τα παράταιρα και αντιαισθητικά είναι η αλήθεια μαγαζάκια, τα τουριστικά που πουλούσαν currywurst κι άλλα διάφορα. Και στην πλατεία Ποντζντάμερ, στο κέντρο, εκεί που χτυπάει η η καρδιά του φεστιβάλ, πάλι κάτι χτίζουν. Φαντάζομαι πως – καλά να είμαστε – αν έρθουμε και του χρόνου στο φεστιβάλ, το κτίριο θα έχει ολοκληρωθεί! Μόνο το αεροδρόμιό τους δεν φαίνεται να ολοκληρώνεται ποτέ! Κάτι μου λέει πως το μετρό στη Θεσσαλονίκη θα είναι έτοιμο πιο νωρίς! Αλήθεια! Όλοι μιλάνε για σκανδαλάρα ολκής! Εκατομμύρια, τι λέω, δισεκατομμύρια ευρώ έχουν ριχθεί για να κατασκευαστεί ένα υπερσύγχρονο αεροδρόμιο στο Βερολίνο, αλλά ακόμα δεν έχει τελειώσει. Κι όλο πάει προς τα πίσω. Συμβαίνουν λοιπόν και εις την Εσπερίαν... Κατά τα άλλα, η Γενοβέφα μας, το Τζενάκι, η Aniston ρε παιδιά, παίρνει διαζύγιο από τον Justin Theroux! Και οι κακές γλώσσες όλο και ξεψαρώνουν και αναφέρουν πως μάλλον θα γυρίσει στην αγκάλη του πρώτου μεγάλου της έρωτα, του Brad Pitt! Βρε τι γίνεται στον κόσμο! Κι εμείς εδώ, βλέπουμε ταινίες. Α, πήγα για λίγο και στη συνέντευξη τύπου για το «Damsel» (δεν την είδα ακόμα την ταινία) και ο λαός προσκυνούσε τον πρωταγωνιστή Robert Pattinson και λιγότερο εννοείται την σαφώς πιο ταλαντούχα συνάδελφό του και συμπρωταγωνίστριά του στην ταινία, Mia Wasikowska. Τι να κάνεις, συμβαίνουν αυτά...

Black 47 Berlinale 2018

Στις ταινίες μας τώρα. Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα αποδείχτηκε η ταινία «Black 47» του Lance Daly, η οποία προβλήθηκε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα, εκτός συναγωνισμού. Ο Lance Daly δεν είναι κάποιος τυχαίος σκηνοθέτης. Αυτή είναι η 6η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί. Και μπορεί καμία από τις ταινίες του να μην έχει προβληθεί εμπορικά στην Ελλάδα (αυτό μπορεί να αλλάξει με τούτη την ταινία...) αλλά η τρίτη του, το φεστιβαλικό «Kisses» (2008) έχει αγαπηθεί πολύ από φανατικούς σινεφίλ που την έχουν ανακαλύψει. Η ταινία κατά μία έννοια αποτελεί «διεύρυνση» της μικρού μήκους ταινίας «An Ranger» του 2008, σε σκηνοθεσία του P.J. Dillon, που εδώ κρατάει ρόλο συνσεναριογράφου.

Η υπόθεση: Ιρλανδία, 1847. Αφού πολέμησε για το Βρετανικό Στέμμα στον πόλεμο του Αφγανιστάν (σ.σ.: ναι, είχαν και τότε πόλεμο στη συγκεκριμένη περιοχή), ο Μάρτιν Φίνι επιστρέφει στην γενέτειρά του, στην Ιρλανδία, ως λιποτάκτης. Αυτό που αντικρίζει δεν είναι καθόλου αυτό που περίμενε. Η Ιρλανδία μοιάζει κατεστραμμένη. Μια αρρώστια έχει καταστρέψει τις καλλιέργειες πατάτας – το λαχανικό δηλαδή που αποτελεί τη βάση της διατροφής για τους Ιρλανδούς – με αποτέλεσμα να έχει κυριεύσει τη χώρα μεγάλος λοιμός, εξαιτίας του οποίου πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους! Η οικογένεια του Μάρτιν δεν θα μπορούσε να μην επηρεαστεί. Η μητέρα του βρίσκεται ανάμεσα στα θύματα της πείνας και τον αδελφό του τον κρεμάσανε οι Άγγλοι ως στασιαστή. Το σχέδιο του Μάρτιν να μεταναστεύσει στην Αμερική μαζί με την νύφη του και τα παιδιά της αποτυγχάνει οικτρά. Μην έχοντας πλέον κανέναν στόχο στη ζωή του, απελπισμένος στα όρια της αυτοκτονίας, αποφασίζει να πάρει εκδίκηση. Έτσι, αρχίζει μεθοδικά να ξεπαστρεύει αρχικά ανθρώπους που ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο των δικών του, και κατόπιν ανθρώπους από όλη την κοινωνική και πολιτική ιεραρχία της Ιρλανδίας. Για να σταματήσουν το μακελειό, οι Βρετανοί προσλαμβάνουν τον Άγγλο επιθεωρητή της αστυνομίας, Χάνα, για να τον βρει και να τον σταματήσει. Οι δυο τους υπηρέτησαν μαζί στο Αφγανιστάν...

Η άποψή μας: Θα μπορούσε να είναι μια πιο σύγχρονη εκδοχή του «Braveheart», με τους Ιρλανδούς να παίρνουν τη θέση των Σκοτσέζων! Η αλήθεια είναι πως ο σκηνοθέτης δεν κινείται σε ακραιφνώς... εμπορικά μονοπάτια. Μας κάνει γνωστή μια μαύρη σελίδα από την ιστορία της Ιρλανδίας. Και είναι παράξενο που κανείς σκηνοθέτης μέχρι σήμερα δεν είχε ασχοληθεί με ένα θέμα τόσο πολύ ενδιαφέρον και τόσο δυνατό και με πάμπολλες οπτικές. Και πάλι οι Άγγλοι ρε παιδί μου κι εδώ, να είναι τα καθίκια της υπόθεσης! Ο κόσμος στην Ιρλανδία να πεθαίνει σαν τις μύγες από την πείνα και οι Άγγλοι το βιολί τους. Μπίζνες, φράγκα, εκμετάλλευση, ο στρατός να προστατεύει τους πλούσιους και τα συναφή! Και ο λαός, απελπισμένος, χωρίς ηγέτες, χωρίς κάποιον στον οποίο θα μπορούσε να στραφεί. Ο Daly αφηγείται αργά. Να διευκρινίσω όμως κάτι: όταν λέω αργά δεν εννοώ πως ένα πλάνο πχ ενός αλόγου που διασχίζει την ιρλανδική ύπαιθρο, ε, δεν διαρκεί 200 χρόνια! Απλά, δεν είναι οι ρυθμοί χολιγουντιανοί. Το τελικό οπτικό αποτέλεσμα διαθέτει στιγμές πραγματικά συγκλονιστικές! Η χιονισμένη ύπαιθρος, μαζί κι ένα χαμόσπιτο, ένας καβαλάρης, λήψη από πάνω και ιδού με απλό τρόπο καθαρή μαγεία! Ο θεατής μπαίνει στο νόημα, η αφήγηση δεν πλατειάζει, καταλαβαίνουμε ποιοι είναι οι καλοί, ποιοι οι κακοί και ποιοι οι... επαμφοτερίζοντες. Ποιοι δηλαδή θα ξεκινήσουν έτσι και θα καταλήξουν αλλιώς. Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο James Frecheville, στο ρόλο του Φίνι. Ο ρόλος του δεν είναι απαιτητικός. Θέλω να πω, αρκεί να δείχνει άγριος και αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση και να ξεστομίζει απειλές και ομορφιές στα ιρλανδικά. Και βεβαίως, να είναι μια μηχανή θανάτου, που σκοτώνει, σκοτώνει, σκοτώνει. Η σκηνή με το γουρούνι και τον αποκεφαλισμό ενός άλλου γουρουνιού, δίποδου, είναι σκηνή ανθολογίας! Απίστευτο πως ταίριαξαν και έβγαλαν τη συγκεκριμένη σκηνή! Τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα για τον Hugo Weaving. Ο θεούλης Αυστραλός ηθοποιός είναι άψογος στο ρόλο του και κινείται εξαιρετικά στην γκρίζα ζώνη μεταξύ καλού και κακού. Στο καστ συναντάμε τον πιτσιρικά Barry Keoghan (της φήμης του «Ιερού ελαφιού» και της «Δουνκέρκης»), τον Jim Broadbent σε έναν μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο και κυρίως βλέπουμε τον αγαπημένο μας Stephen Rea. Σε ταινία που να προβλήθηκε σε κινηματογράφους της χώρας μας έχουμε να τον δούμε από το 2012 και το «Underworld: Η αναγέννηση». Εδώ, σε μια χαρακτηριστική στιγμή, έχει μια πολύ σημαδιακή στιχομυθία με τον πλούσιο Jim Broadbent. Τα πίνουν μαζί σε ένα πανδοχείο όπου δουλεύει ως υπηρέτρια ιρλανδικής καταγωγής, η οποία λόγω της δουλειάς της έχει γλυτώσει από τις κακουχίες. Λέει ο Broadbent: «Μμμ, κοίτα τι ωραία κοπέλα, μοιάζει με Αγγλίδα παρθένα». Και του λέει ο θεός Rea: «Κοίτα, αν πάρεις μια Αγγλίδα παρθένα, την βάλεις σε ένα μέρος όπου δεν θα έχει να φάει, όπου θα βιώνει κακουχίες, όπου ουσιαστικά δεν θα είναι ελεύθερη, όπου θα κοιμάται στον στάβλο με τα γουρούνια κι όπου δεν θα έχει καμία ελπίδα και καμία προοπτική, ε, δεν θα μοιάζει και πολύ με όμορφη Αγγλίδα παρθένα, σωστά;». Πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, με ιστορικό υπόβαθρο, σαν ένα ιρλανδέζικο γουέστερν, με δυνατές ερμηνείες και την πρέπουσα κινηματογραφική γραφή. Και η Αμερική, τότε, ένα μέρος διαφυγής, μια σύγχρονη Γη της Επαγγελίας...

The Happy Prince Berlinale 2018

«Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας» είναι μία από τις ομορφότερες ιστορίες που έχει γράψει ο Όσκαρ Ουάιλντ. Πρόκειται για την ιστορία της φιλίας ανάμεσα στο άγαλμα ενός πρίγκιπα κι ενός χελιδονιού, που αποφασίζει να ξαποστάσει για ένα βράδυ επάνω του. Το άγαλμα παρατηρεί τον κόσμο και ανακαλύπτει τη φτώχεια, την ασχήμια, τη διαφθορά και την υποκρισία. Κάθε βράδυ δακρύζει για όλα τα δυσάρεστα που συμβαίνουν γύρω του. Μαζί με το χελιδόνι αποφασίζουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους, με κάθε δυνατό τρόπο. Καθόλου τυχαία λοιπόν, ο γνωστός Βρετανός ηθοποιός Rupert Everett, στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, στην οποία υπογράφει και το σενάριο και πρωταγωνιστεί, την ονομάζει «The Happy Prince». Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς – με το οποίο το φεστιβάλ Βερολίνου έχει αναπτύξει εξαιρετικά καλές σχέσεις – και στο φεστιβάλ Βερολίνου προβάλλεται στο τμήμα Berlinale Special Gala.

Η υπόθεση: Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν ο πιο διάσημος άνθρωπος στο Λονδίνο! Έξυπνος, ετοιμόλογος, γεμάτος χιούμορ και σκανδαλώδης. Όμως, όταν δικάζεται και καταδικάζεται σε δύο χρόνια φυλάκιση και βαριά, καταναγκαστικά έργα εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, ο Ουάιλντ κλονίζεται. Μέσα στη φυλακή γράφει ένα από τα πιο σπουδαία έργα του, το «De Profundis». Βγαίνοντας από τη φυλακή, η υγεία του είναι σε κακά χάλια, έχει χωρίσει ουσιαστικά από τη γυναίκα του και ουσιαστικά δεν του έχει μείνει τίποτε σε ότι αφορά την περιουσία ή τη φήμη του. Επιλέγει να εξοριστεί στο Παρίσι. Μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να τα ξαναβρεί με τη γυναίκα του, μπλέκει εκ νέου με τον Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας, γνωστό ως Μπόσι, που ουσιαστικά ήταν εκείνος που οδήγησε τον Όσκαρ στη φυλακή! Με αλλαγμένο πλέον όνομα και χωρίς φράγκο στην τσέπη του, ο Μπόσι θα ρίξει τον Ουάιλντ ακόμα πιο κάτω. Πάντως, πιστοί φίλοι του και πρώην εραστές του προσπαθούν να τον βοηθήσουν και να τον προστατέψουν από τις αυτοκαταστροφικές του τάσεις, κάτι που καταφέρνουν μέχρι το πικρό του τέλος μόλις στην ηλικία των 46 ετών...

Η άποψή μας: Μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει γιατί αυτή η ταινία αποτέλεσε όραμα ζωής για τον Rupert Everett. Μα επειδή μέσα από την αφηγούμενη ιστορία ο Everett παρουσιάζει όλα όσα τράβηξε και ο ίδιος (όπως ο Ουάιλντ – εντάξει, σε μικρότερη κλίμακα) αλλά και άλλοι πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι λοιδορήθηκαν και λοιδορούνται εξαιτίας των σεξουαλικών τους προτιμήσεων. Πόσο εύκολα ένα αγαπημένο από την κοινή γνώμη και από την «καλή κοινωνία» πρόσωπο πέφτει σε δυσμένεια επειδή ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα της καθεστηκυίας τάξης και της αποδεκτής συμπεριφοράς. Ο Everett δεν δημιουργεί μια αγιογραφία. Μας παρουσιάζει τον Ουάιλντ ως αυτό που ήταν στην πραγματικότητα: έναν ιδιοφυή άνθρωπο γεμάτο παρορμήσεις, που οι αποφάσεις που πήρε είτε σωστές είτε λάθος, τον οδήγησαν στον αφανισμό του. Έναν άνθρωπο, που σκάρωνε υπέροχες ιστορίες επιτόπου, που πλήρωνε σε καμπαρέ τις ζημιές του τραγουδώντας, που λύγισε αλλά δεν έσπασε και που πάντα μα πάντα αποζητούσε τις «μωβ ώρες» του, τις στιγμές δηλαδή που έκανε σεξ με νεαρούς άντρες. Τις στιγμές που τον κρατούσαν ζωντανό. Ο Everett κάνει πολύ καλή δουλειά, δεν χωράει καμία αντίρρηση επί τούτου, επειδή όμως το «Neruda» του Pablo Larrain σήκωσε ψηλά τον πήχη των βιογραφιών, λέμε πως στην καταγραφή και την αφήγηση της ιστορίας του είναι κάπως άνισος. Η σκηνή της ναπολιτάνας που μπαίνει στο όργιο των ανδρών αναζητώντας γυναίκες – πόρνες, δεν βρίσκει καμία και καθησυχάζεται από αυτό, μιας που άντρας της δεν την κερατώνει, βγάζει πολύ γέλιο! Επίσης, πολύ ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι σπουδαίοι ηθοποιοί κάνουν το χατήρι ουσιαστικά στον Everett και παίζουν σε μικρούς ρόλους. Μιλάμε για τον Colin Firth και την Emma Watson αλλά και τον Tom Wilkinson και την Beatrice Dalle αν έχετε τον θεό σας! Όλοι συντονισμένοι στο κοινό όραμα, όλοι υπηρετώντας το μεγάλο σκοπό. Αγνώριστος ο Everett κάτω από στρώσεις προσθετικών που τον δείχνουν με περισσότερα κιλά και με «φουσκωμένο» κεφάλι, δίνει μια ερμηνεία γεμάτη ευαισθησία και μπρίο, παραίτηση και αιχμηρότητα. Δεν θα εκπλαγώ αν του χρόνου τέτοιον καιρό τον δούμε με μια υποψηφιότητα για Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου. Αυτό όμως είναι το έλασσον. Το μείζον είναι ότι πέρα όλων των άλλων, ο Everett – Ουάιλντ βλέπει τη ζωή σαν παραμύθι ή μάλλον ακόμα καλύτερα, σαν όνειρο! «It's just a dream», μας λέει, απευθυνόμενος κατευθείαν σε μας, τους θεατές. Είναι απλά ένα όνειρο, όπως το σινεμά. Ένα όνειρο όπου κάθε άνθρωπος σκοτώνει αυτό που αγαπά. Ωραία δουλειά.
Θοδωρής Γιαχουστίδης

Berlin International Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

68η Berlinale: Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου
Σάλος με τον ελληνικό τελικό!!!

Σύμφωνα με έγκυρες πηγές που επικαλείται η ιστοσελίδα του ogae Greece, η ΕΡΤ μόλις απέκλεισε από τον Ελληνικό Τελικό τις εταιρείες Spider (Χοροσταλίτες) και Spicy (Αρετή Κετιμέ), καθώς δεν κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις εγγυητικές επιστολές, κάτι που κατάφερε μόνο η Panik (Γιάννα Τερζή). Οι δισκογραφικές εταιρείες πήραν εντολή την Δευτέρα στις 7 το βράδυ για κατάθεση των επιστολών, αλλά φαίνεται πως το διάστημα δεν επαρκούσε για να τις έχουν έτοιμες, καθώς οι τράπεζες χρειάζονται παραπάνω από τρεις μέρες για να τις ετοιμάσουν! Η απίστευτη αυτή ιστορία έρχεται να προστεθεί σαν κερασάκι στην τούρτα στο ατέλειωτο φετινό σήριαλ του Ελληνικού Τελικού και φαίνεται να δικαιώνει όσους μίλαγαν για άλλες εξελίξεις και επιπρόσθετα σενάρια...

Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν! Αλλά αντί να μιλήσουμε για εμβολισμούς πλοίων έξω από τα Ίμια και μετονομασίες αεροδρομίων και ΚΤΕΛ όπως πρότεινε η δημαρχάρα μας, ο Μπουτάρης – που είναι ήδη... αρχαία νέα – στην εισαγωγή μας για το φεστιβάλ Βερολίνου που σήκωσε και φέτος την αυλαία του σήμερα, είπαμε να (αντι)γράψουμε κάτι πιο πιασάρικο, μπας και δεήσει κανένας άνθρωπος και μας διαβάσει! Έτσι, αλιεύσαμε την παραπάνω είδηση που αφορά την ελληνική συμμετοχή στον προσεχή διαγωνισμό της Eurovision! Έτσι κι αλλιώς, η παρουσία της Ελλάδας στη φετινή Berlinale είναι από ισχνή έως ανύπαρκτη – και δεν φτάνει η προβολή της ταινίας του Μπάμπη Μακρίδη «Οίκτος» στο EFM, στο Μάρκετ δηλαδή, για να σωθούν τα προσχήματα. Αλλά, ας μην χρονοτριβούμε! Βουρ στον πατσά! Ποιον πατσά δηλαδή, με ντονέρ τη βγάλαμε κι απόψε, δηλαδή, ήμαρτον...

Isle of Dogs Berlinale 2018

Η φετινή ταινία έναρξης του φεστιβάλ δεν ήταν άλλη από το πολυαναμενόμενο «Isle of Dogs», η νέα ταινία του Wes Anderson δηλαδή! Ο οποίος έφερε μαζί του στη γερμανική πρωτεύουσα όλη την τσακαλοπαρέα. Αποφεύγω για πάνω από έναν λόγους να πηγαίνω σε συνεντεύξεις τύπου (κυρίως, επειδή οι ερωτήσεις που γίνονται είναι συνήθως απελπιστικά ηλίθιες!), αλλά σε αυτήν θα πήγαινα με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση! Κρατηθείτε και μετρήστε ποιοι παραβρέθηκαν στη συνέντευξη τύπου: Wes Anderson, Roman Coppola, Jason Schwartzman, o θεούλης Bill Murray, οι Bryan Cranston, Koyu Rankin, Liev Schreiber, Jeff Goldblum, Bob Balaban, Greta Gerwig και η μεγάλη αγάπη του Ζερβόπουλου, Tilda Swinton! Κι έλειπαν κι άλλοι τόσοι, που δανείζουν τις φωνές τους στην ταινία: Edward Norton, Scarlett Johansson, F. Murray Abraham, Frances McDormand, Yoko Ono (που δανείζει τη φωνή της σε μια βοηθό εργαστηρίου την οποία ονομάζουν... Γιόκο Όνο), Harvey Keitel, Ken Watanabe! Ο Anderson είναι πάντα ευπρόσδεκτος στο Βερολίνο (του είχα κάνει συνέντευξη εδώ το μακρινό πχια 2004 για την ταινία «Υδάτινες ιστορίες»). Πλάκα πλάκα, αυτή είναι η τέταρτη φορά που φέρνει ταινία του στην Berlinale από τις 9 που έχει συνολικά γυρίσει!

Η υπόθεση: Λίγα χρόνια μπροστά, στο μέλλον, η γιαπωνέζικη μητρόπολη Μεγκασάκι μαστίζεται από μια επιδημία. Ευκαιρία για τον απολυταρχικό δήμαρχο της πόλης, και μέγα γατόφιλο, Κομπαγιάσι, να μιλήσει για ανθρωποζωονόσο οφειλόμενη στους σκύλους! Παρά τις χλιαρές αντιδράσεις εκείνων που αγαπούν τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου και τις εκκλήσεις επιστημόνων που υποστηρίζουν ότι βρίσκονται κοντά στη δημιουργία ορρού που θα σημάνει και τη θεραπεία των σκύλων, ο δήμαρχος, έχοντας την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας, βγάζει διάταγμα με το οποίο όλοι οι σκύλοι εξορίζονται σε ένα νησί, όπου πετάγονται και τα σκουπίδια της πόλης. Εκεί λοιπόν θα βρεθούν ο Chief και ο Boss, ο Duke και ο King! Προσπαθούν να επιβιώσουν και αναπολούν τις παλιές καλές ημέρες. Τη ρουτίνα τους έρχεται να ταράξει ο Ατάρι. Ο Ατάρι είναι ο ανιψιός του δημάρχου, τον οποίο ο Κομπαγιάσι ουσιαστικά υιοθετεί. Ο Ατάρι όμως αγαπάει τα σκυλιά. Και βάζει πλώρη να πάει στο νησί των σκουπιδιών και να βρει το αγαπημένο του κατοικίδιο, τον Spots. Η παρέα των τεσσάρων θα προσπαθήσει να τον βοηθήσει. Ο εχθρός, πάντως, παραμονεύει...

Η άποψή μας: Έτσι κι αλλιώς τα σύμπαντα που δημιουργεί ο Wes Anderson στις ταινίες του είναι πολύ ξεχωριστά και ιδιαίτερα, βάζοντας μέσα σε αυτά ήρωες εντελώς sui generis. Φανταστείτε τώρα τι γίνεται όταν μιλάμε για ταινία κινουμένων σχεδίων ή καλύτερα animation με χρήση μοντέλων! Το είχε ξανακάνει βεβαίως με το «Ο απίθανος κύριος Φοξ» (Fantastic Mr. Fox, 2009), εδώ όμως πετυχαίνει πραγματικό άθλο. Συνταιριάζει, αν έχετε το θεό σας, μια ταινία με ήρωες σκύλους, με τη λατρεία του για την Ιαπωνία, αποτίοντας φόρο τιμής στα μεγαθήρια Mizoguchi και Kurosawa ενώ παράλληλα γίνεται και πολιτικός, καταδικάζοντας την απολυταρχία και μιλώντας απ' έξω απ' έξω και για το θέμα της μετανάστευσης! Για την Αμερική του Τείχους με το Μεξικό, για την Ευρώπη των κλειστών συνόρων! Τα σκυλιά στην εξορία. Στο νησί των σκουπιδιών. Στους καταυλισμούς. Στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Βρε τον μπαγάσα. Όλο αυτό που κάνει, πάντως, είναι τρομερό όπως και να το δει κανείς. Είναι κάποιες στιγμές στην ταινία που οι πληροφορίες οι οποίες παρέχονται ανά δευτερόλεπτο είναι τόσο πολλές, που δεν προλαβαίνει να τις αφομοιώσει ο θεατής! Παίζει με κάθε ευκαιρία που του δίνεται! Πληροφορούμαστε πως οι σκύλοι μιλάνε αγγλικά (για να φεύγει αυτό από τη μέση), οι περισσότεροι διάλογοι ανθρώπων είναι στα γιαπωνέζικα αλλά υπάρχει μεταφραστής (!!!) ενώ ρόλο έχει και μια φοιτήτρια από το Οχάιο των ΗΠΑ, που βεβαίως, επίσης μιλάει αγγλικά! Πολλές φορές όσα λέγονται τα βλέπουμε γραμμένα πάνω στην εικόνα, έτσι, για να μην υπάρχει κανενός είδους κενό. Ο Anderson δεν αφήνει να πέσει τίποτε κάτω ενώ και οι αναφορές του είναι και πάρα πολλές και πολύ ευρέως φάσματος! Ο... μικρός πιλότος με το αεροπλάνο, ο Ατάρι, θα μπορούσε να είναι η ιαπωνική μορφή του μικρού πρίγκιπα πχ! Και η σχέση του Chief με την Nutmeg θα μπορούσε να είναι μια πιο σύγχρονη εκδοχή του ντισνεϊκού «Η Λαίδη και ο Αλήτης».

Τι ωραίες σκηνές: να περιγράφει η Nutmeg πως ήταν σκυλί επίδειξης κι έκανε κόλπα και ο Chief να τα κάνει εικόνες στο μυαλό του κυριολεκτικά! Ήδη από τη σκηνή όπου τα τέσσερα σκυλιά – φίλοι έρχονται σε κόντρα με άλλα σκυλιά με έπαθλο σκουληκιασμένα τρόφιμα, το χιούμορ, το ιδιαίτερο χιούμορ του Anderson ξεχειλίζει την οθόνη. «Ας το συζητήσουμε ρε παιδιά πριν φαγωθούμε μεταξύ μας, αξίζει τον κόπο να το κάνουμε για ελάχιστο χαλασμένο φαΐ;». Ε, ναι λοιπόν, αξίζει! Όλοι οι ηθοποιοί που δανείζουν τις φωνές τους κάνουν σπουδαία δουλειά. Εκείνος ο Edward Norton, θαρρείς πως πλέον βγαίνει από την καλύβα του μόνο για να παίξει σε ταινίες του Anderson! Τα inside jokes περισσεύουν. Η Yoko Ono δανείζει τη φωνή της στη βοηθό με το όνομα Yoko Ono! Ενώ στο τέλος, στα γράμματα που λέμε, βλέπουμε πως η Anjelica Huston έχει δανείσει τη φωνή της σε ένα βουβό σκύλο!!! Ο Alexandre Desplat έχει γράψει τόσο σπουδαία μουσική για άλλη μια φορά, αλλά τόσο μακριά από τα γνωστά του μονοπάτια.

Κάθε λεπτομέρεια έχει περάσει από δεκάδες κόσκινα και η ταινία δεν μπορεί παρά να σε αφήσει με το στόμα ανοιχτό. Αλλά και τα χείλη «κλειδωμένα» σε ένα μόνιμο χαμόγελο, τα μάτια ανά πάσα στιγμή έτοιμα να νοτιστούν από τη συγκίνηση, το μυαλό σε εγρήγορση να επεξεργαστεί τα data που παρέχονται και η καρδιά σε πλήρη συντονισμό με τα επί της οθόνης τεκταινόμενα, να χτυπάει δυνατά, όπως τα πελώρια ντραμς των ημίγυμνων Ιαπώνων. Απολαυστική ταινία και δεν θα μπορούσαμε να ελπίζουμε σε καλύτερη αρχή για το φεστιβάλ. Να σημειώσουμε πως η ταινία συμμετέχει κανονικά στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ...

Das schweigende Klassenzimmer Berlinale 2018

Όπως και πέρσι έτσι και φέτος, η δεύτερη ταινία που είδαμε στην Berlinale ήταν γερμανική και συμμετέχει στο τμήμα Berlinale Special Gala. Τίτλος της εφετινής: «Das schweigende Klassenzimmer», μεταφράζεται ως «Η σιωπηρή τάξη», ο αγγλικός τίτλος της ταινίας όμως είναι «The Silent Revolution». Έχει γυρίσει αρκετές ταινίες και τηλεταινίες, η μοναδική του ταινία, πάντως, η οποία πήρε διανομή στη χώρα μας ήταν το «Υπόθεση Φριτς Μπάουερ: Μυστική ατζέντα» (Der Staat gegen Fritz Bauer, 2015). Μάλιστα, δύο από τους πρωταγωνιστές εκείνης της ταινίας και συγκεκριμένα οι Burghart Klaussner και Ronald Zehrfeld, έχουν και στη νέα ταινία βασικό ρόλο. Το σενάριο της ταινίας στηρίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Dietrich Garstka, ο οποίος περιγράφει σε αυτό τις περιπέτειες του ιδίου και των συμμαθητών του, επομένως μπορούμε να πούμε πως η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.

Η υπόθεση: 1956. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους σε ένα σινεμά του δυτικού Βερολίνου, δυο έφηβοι φίλοι, ο Τέο και ο Κουρτ, βλέπουν επίκαιρα που τους τρομοκρατούν και τους αγχώνουν κι έχουν να κάνουν με τον ξεσηκωμό στην Ουγγαρία και τις κινήσεις των Σοβιετικών να τον σταματήσουν. Γυρνώντας πίσω στην πόλη τους, το Στάλινσταντ, στην Ανατολική Γερμανία, προσπαθούν να βρουν τρόπο για να αντιδράσουν, να δείξουν τη συμπαράστασή τους στο λαό της Ουγγαρίας και να τα βάλουν για άλλη μια φορά με τους Σοβιετικούς. Αποφασίζουν να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή (σημείωση: στη Γερμανία κρατάνε δύο λεπτά σιγή) στην τάξη τους, στο πρώτο τους μάθημα της επόμενης μέρας. Όμως, η κίνησή τους δεν περνάει απαρατήρητη. Η περιφερειάρχης παιδείας εμπλέκεται και σύντομα στο σχολείο τους εμφανίζεται κοτζάμ υπουργός! Τα παιδιά έχουν αποφασίσει να πουν ψέματα: πως δηλαδή κράτησαν ενός λεπτού σιγή προς τιμής του Φέρεντς Πούσκας, του σπουδαίου Ούγγρου ποδοσφαιριστή, που οι φήμες έλεγαν πως σκοτώθηκε στις αναταραχές. Ο κρατικός μηχανισμός όμως βλέπει σημάδια απειθαρχίας τα οποία βαφτίζει κίνηση με αντεπαναστατικά κίνητρα! Και ο υπουργός Παιδείας τους εκφοβίζει: αν μέσα σε μια βδομάδα δεν κατονομάσουν τον υποκινητή της συγκεκριμένης πράξης, όλα τα παιδιά της τάξης κινδυνεύουν με κάτι που θα καταστρέψει τη ζωή τους. Πώς θα αντιδράσουν;

Η άποψή μας: Κάτι σαν το «Οι ζωές των άλλων», αλλά με πρωταγωνιστές παιδιά φαντάζει τούτη η καλογυρισμένη γερμανική ταινία, που βεβαίως, αναγκαστικά, είναι και εξόχως... αντεπαναστατική – αντικομουνιστική. Ας είναι. Δεν μπορούμε να πούμε πως πίσω από το... Σκδηρούν Παραπέτασμα υπήρχε ένα όμορφος κόσμος, αγγελικά πλασμένος. Προς θεού. Ο έμπειρος σκηνοθέτης μας βάζει σωστά και με σαφήνεια στα τεκταινόμενα και το καστ του, που αποτελείται από όλη την ταλαντούχα, πρωτόβγαλτη πιτσιρικαρία του γερμανικού σινεμά, με τους ρόλους των ενηλίκων να τους υποδύονται πιο μεγάλα ονόματα, τα πάει μια χαρά σε ότι αφορά τις ερμηνείες. Και η αφήγηση δεν έχει προβλήματα.

Το τόσο δα μικρό περιστατικό μεγεθύνεται, γιγαντώνεται, όχι ακριβώς γι' αυτό που είναι πραγματικά αλλά γι' αυτό που θα μπορούσε να εκκινήσει. Και μετά αρχίζει η τρομοκρατία. Μέσα στην τάξη, οι αρχές ζητούν ονόματα για τιμωρία και παραδειγματισμό. Εκτός τάξης, στα σπίτια τους, οι βασικοί ήρωες καλούνται να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις των δικών τους, των οικογενειών τους. Μικρά παιδιά ουσιαστικά, να καλούνται να σηκώσουν στους ώμους τους κάτι τόσο μεγάλο. Αυτό που τίθεται ως δίλημμα είναι απλό: να «καρφώσουν» για να γλυτώσουν τον εαυτό τους; Ή να δείξουν πραγματική αλληλεγγύη μεταξύ τους; Η λέξη Στάζι δεν αναφέρεται πουθενά, αν και η μυστική υπηρεσία της Ανατολικής Γερμανίας, που ρουφιάνευε τους πολίτες της, είχε δημιουργηθεί ήδη από το 1950. Αλλά η λογική του εκφοβισμού, του εκβιασμού και του παραδειγματισμού είναι πανταχού παρούσα στην ταινία. Μια ταινία, που σε στιγμές έχει και αγωνία, έχει ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις, διαθέτει και τις απαραίτητες ανατροπές, αλλά τελικά δεν έχει το κάτι παραπάνω για να μπορεί να αφορά ένα κοινό πέρα από το γερμανικό.

Να σημειώσουμε πως προς το φινάλε έχουμε μια σκηνή ντάλε κουάλε κλεμμένη (άντε, δανεισμένη) από τον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», αλλά προφανώς με παραπομπή και στην ταινία «Σπάρτακος»! Δεν είναι κακή ταινία αλλά είναι λίγο... ύποπτο το timing της δημιουργίας της. Ας είναι. Σύντροφοι, νικάμε!
Θοδωρής Γιαχουστίδης

Berlin International Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »