Le Ciel Attendra PosterLe Ciel Attendra
της Marie-Castille Mention-Schaar. Με τους Noémie Merlant, Naomi Amarger, Sandrine Bonnaire, Clotilde Courau, Zinedine Soualem, Dounia Bouzar, Ariane Ascaride, Yvan Attal


Δώσε μου λιγάκι ουρανό...
του zerVo (@moviesltd)

Μια από τις πιο όμορφα δομημένες και με έξοχα ιδεολογικά συμπεράσματα, ιδίως για τους νέους και πιο προβληματισμένους ανθρώπους των μοντέρνων κοινωνιών, ήταν η ταινία Les Heritiers, που προβλήθηκε και πάλι στα πλαίσια του Γαλλόφωνου φεστιβάλ πριν από μερικά χρόνια και είχε τέτοια διαχρονική ποιότητα στα μηνύματα της, ώστε μόλις φέτος να πάρει και επίσημα διανομή στις αίθουσες. Δείγμα της πραγματικής αξίας της, του πόσο θα έπρεπε να της δώσει σημασία κανείς. Κινούμενη ακριβώς στα ίδια μονοπάτια και με αφορμή και πάλι ένα πραγματικό δεδομένο (σε εκείνη την περίπτωση υπήρξε το Ολοκαύτωμα και κυρίως το πως αντιλαμβάνονται ως συμβάν οι νέοι, που γεννήθηκαν ακόμη και μισό αιώνα μετά την γενοκτονία) η καινούργια (τέταρτη μεγάλου μήκους) δημιουργία της ικανότατης αφηγηματικά Marie-Castille Mention-Schaar, παίρνει αφορμή από ένα ζήτημα που συγκλονίζει την καθημερινότητα Δυτικών χωρών όπως η Γαλλία, που παίζει διαρκώς στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, που δεν είναι εύκολα αντιμετωπίσιμο από όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς: Την στρατολόγηση των γενίτσαρων, το παιδομάζωμα των απελπισμένων, ανασφαλών, φοβισμένων και άμαθων χριστιανόπουλων, που με μεγάλη επιτυχία έχει θέσει σε εφαρμογή το Ισλαμικό Κράτος.

Le Ciel Attendra Quad Poster
Στα 17 της μόλις χρόνια η Σόνια, παιδί πολυθρησκευτικής φαμίλιας, που δεν έχει δώσει την παραμικρή αφορμή με την συμπεριφορά της στους γονείς της, θα συλληφθεί από τις αστυνομικές αρχές κατηγορούμενη για απόπειρα παράνομης εξόδου από την χώρα και μετάβασης στην πρωτεύουσα του ISIS, όπου την περιμένουν για περαιτέρω στρατιωτική εκπαίδευση, οι Τζιχαντιστές που από μικρό παιδί την στρατολόγησαν. Ο νόμος, λειτουργώντας περισσότερο σωφρονιστικά για την ευαίσθητη και παρασυρμένη ανήλικη θα αρκεστεί στον περιορισμό και παραμονή της μέσα στα στενά όρια της οικίας της, στερώντας της τις ελεύθερες κινήσεις, τις συναναστροφές, τις σχέσεις, την επικοινωνία, πιστεύοντας πως με τον καιρό θα ισορροπήσει πνευματικά και θα επανέλθει στον πρότερο, Δυτικό τρόπο ζωής.

Ομοίως η Μελανί, μαθήτρια λυκείου, με εξαιρετικές επιδόσεις τόσο στο σχολείο όσο και στο ωδείο που ασκείται από πολύ μικρή στο βιολοντσέλο, θα νιώσει μια ιδιαίτερη έλξη για τα ανθρωπιστικά και σωτήρια μηνύματα που θα δεχτεί μέσω του διαδικτύου από τον Πρίγκηπα, έναν τζιχαντιστή που με τρόπο μαγευτικό καλείται να προσηλυτίσει παιδιά στην θρησκεία του και με τον καιρό να τους αρματώσει για να λάβουν μέρος στον Ιερό Πόλεμο. Με την μοναχική μάνα να μην έχει πάρει καν χαμπάρι για την ολοκληρωτική μεταμόρφωση της ψυχής και συνεπώς της συμπεριφοράς της κόρης της, που απομονωμένη στο δωμάτιο της ντύνεται, όπως επιβάλλει ο θρησκευτικός νόμος, την νιτζάμπ για να επιδοθεί στα μουσικά της ενδιαφέροντα, θα είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί η οποιαδήποτε επόμενη κίνηση της, που ενδεχόμενα θα είναι η φυγή στα εδάφη της Συρίας και του Ιράκ για να ενσωματωθεί στις μουσουλμανικές ορδές του φονταμενταλιστικού αγώνα.

Με τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο να βρίσκεται πολυεπίπεδα (μιλιταριστικά, επεκτατικά, οικονομικά, καπιταλιστικά) σε διαρκή εξέλιξη, ένα από τα βασικά πεδία των μαχών, η Γαλλία, χάρη στην πολυσυλλεκτικότητα των προερχόμενων από τις πρώην αποικίες φυλών που απαρτίζουν την σοσιετέ της, αποτελεί το επίκεντρο συνεχόμενων γεγονότων, τρομοκρατικών και με δεκάδες θύματα, που έχουν διαταράξει ολοσχερώς την γαλήνη, την ηρεμία και την ασφάλεια των πολιτών της. Μεταξύ τους εννοείται πως βρίσκονται τα μέλη της πλέον ευαίσθητης κατηγορίας, εκείνης της εφηβικής ηλικίας, με τους τινέιτζερς να επιχειρούν διαρκώς την δική τους επανάσταση που θα οδηγήσει στην ενηλικίωση, ξεφεύγοντας εντέχνως από τον έλεγχο των γονιών, των παρεών, των δασκάλων, για να ακολουθήσουν πολλές φορές μονοπάτια απρόβλεπτα ακόμη και για τους πιο κοντινούς τους ανθρώπους. Αυτό το κενό επικοινωνίας και αλληλοβοήθειας μεταξύ του άπειρου 17άρη και τους περίγυρου που τον τυλίγει (ίσαμε και τον πνίγει, όπως ενδεχόμενα εκείνος νιώθει) εκμεταλλεύεται η Τζιχάντ για να αποκτήσει νέα μέλη στους στρατούς της, που στην πορεία θα αποδειχτούν μάλιστα και τα πιο φανατικά και ικανά να δώσουν τις ζωές τους για να κερδίσουν θέση στο βασίλειο των ουρανών.

Βγαλμένη από περιστατικά που γεμίζουν κάθε μέρα τις στήλες των εφημερίδων είναι η νέα ταινία της Mention-Schaar, που παρουσιάζει δύο περιπτώσεις από τις αμέτρητες που λαμβάνουν χώρα συνεχώς στο Φραντσέζικο γίγνεσθαι. Δύο περιπτώσεις πανομοιότυπες σχεδόν, ίδιας αρχής, ίδιας πορείας, ίδιας εξέλιξης, ενδεχόμενα ίδιου τελειώματος, που κινούνται σε παράλληλες τροχιές και τα βασικά τους πρόσωπα δεν συναντώνται ποτέ. Δεν υπάρχει και λόγος άλλωστε, εύκολα η ιστορία της μιας θα μπορούσε να δανειστεί στοιχεία από της άλλης, για να αλλάξει το δικό της σενάριο, όχι όμως και την ουσία: Το παιδί χάθηκε, ανήκει πια αλλού, η πλύση εγκεφάλου που έχει υποστεί είναι μη αναστρέψιμη και για να επιστρέψει στο φυσιολογικό - απίθανο - θα χρειαστούν αμέτρητες και υπομονετικές θυσίες από όλους.

Οι "όλοι" ετούτοι που προβάλλονται σαν σε ντοκιμαντέρ, μεταξύ των εξελίξεων των δύο βινιετών, να κάθονται στα σκαμπό των θεραπευτικών κύκλων ατόμων που έχουν κοντινά πρόσωπα με τις ίδια ζόρια, υπό την διεύθυνση της (προφανώς μετρ ως έμπειρης ανθρωπολόγου) Dounia Bouzar, που αγωνίζεται, πρωτίστως, να διδάξει τους μεγάλους, τους γονείς, τρόπους σωστής συμπεριφοράς. Στην ανάπτυξη των μεθόδων που χρησιμοποιεί η Τζιχάντ, ενδεχόμενα να υπάρξουν εικόνες πολύ σκληρές για τους θεατές, ειδικά αν είναι γονείς παιδιού στην κρίσιμη αυτή ηλικία και δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα τον τρόπο να το προσεγγίσουν για να μάθουν το πως σκέφτεται. Να αποκωδικοποιήσουν τις ανάγκες του και όχι να κηρύξουν έναν ακόμη εσωτερικό πόλεμο, εξίσου άγριο με τον θρησκευτικό, μέσα στο σπίτι, θέτοντας τον έφηβο απέναντι στους πάντες και στα πάντα, συνεπώς εύθραυστο να αποδεχθεί την φίλια εισβολή των (οποιονδήποτε, εδώ απλώς μαρκάρονται οι Isis) καλοθελητών.

Εξαιρετικές οι κατανομές των ρόλων των γονέων, στο Le Ciel Attendra, σε πεπειραμένους Γάλλους ερμηνευτές, όπως η Bonnaire και ο Attal, αν και την πιο πικρή εικόνα αφήνει η μορφή της Clotilde Courau, μάνα της μιας εκ των δύο πιτσιρίκων, που από τα πρωθύστερα εμβόλιμα πλάνα, αντιλαμβανόμαστε πως οριστικά δεν υπάρχει. Τα δύο κορίτσια, η Noemie Merlant και η Naomi Amarger ούτε καν στα είκοσι τους, είναι συγκλονιστικά στην απόδοση των δύσκολων αποστολών που έχουν να φέρουν εις πέρας και που το κατορθώνουν, έχοντας η καθεμιά τις εξάρσεις και τις κορυφώσεις της, με την δεύτερη μάλλον προχωρώντας το μισό βήμα παραπάνω και πέρα από το όριο, να κερδίζει την άτυπη ανήλικη κόντρα πάνω στο νήμα. Σκορπώντας και οι δυο τους, ένθεν κακείθεν πάμπολλα διδάγματα και κεντρικές ιδέες, που οι περισσότεροι τις γνωρίζουμε, αλλά αφού η δική μας πόρτα ακόμη δεν έχει κτυπήσει απειλητικά, μάλλον σηκώνουμε τους ώμους αδιάφορα και αρνούμαστε να τις κοιτάξουμε στα μάτια.

Le Ciel Attendra Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου: Τετάρτη 29 Μαρτίου
(Γαλλικό) Σινεμά, μας ταξιδεύεις!

Ένα από τα κλισέ που αναπαράγουμε για το σινεμά είναι ότι αποτελεί ένα παράθυρο στον κόσμο. Μα είναι τόσο αληθινό αυτό το κλισέ! Οι ταινίες μας παίρνουν από το χέρι δια των οφθαλμών μας και μας συστήνουν γεωγραφίες ανθρώπινες, γήινες και... εξωγήινες. Μέρη, ανθρώπους, καταστάσεις, που χωρίς το σινεμά δεν θα είχαμε ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσουμε. Έτσι λοιπόν μπορεί να μας συστήσει μια μαία στο Παρίσι, μια οικογένεια κανιβάλων στον κόλπο Σλακ, έναν κτηνίατρο έξω από την Πράγα κι ένα golden boy που τα παρατάει όλα και βρίσκει την ελευθερία στην τάιγκα της Σιβηρίας, σε ένα καλύβι δίπλα στην παγωμένη λίμνη Βαϊκάλη! Για τέσσερις ταινίες θα σας μιλήσουμε και σε αυτήν, την τρίτη και τελευταία ανταπόκρισή μας από το Γαλλόφωνο Φεστιβάλ, μιας που σήμερα, Τετάρτη, είναι η τελευταία ημέρα προβολών του.

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ma Loute

Εμπεριστατωμένες έρευνες έχουν δείξει πως αν ξεκινήσεις μια ανταπόκριση με ένα θαψίδι, ο αναγνώστης τσιμπάει και μετά διαβάζει το «σεντόνι» σου, κι ας είναι πεντακοσίων χιλιάδων λέξεων! Ξεκινάμε λοιπόν με τον αγαπημένο μας Bruno Dumont και την τελευταία του ταινία, την «Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ» (Ma Loute). Ο λατρεμένος μας σκηνοθέτης (δεν κάνω πλάκα) εδώ μπορεί να έχει γυρίσει και τη χειρότερη ταινία της καριέρας του. Βέβαια, το Cahiers du cinéma έβαλε τη συγκεκριμένη ταινία στο Νο5 της λίστας του με τις καλύτερες ταινίες του 2016! Να τα λέμε κι αυτά!

Η υπόθεση: Καλοκαίρι, 1910. Στον κόλπο που δημιουργείται στις εκβολές του ποταμού Σλακ στον Ατλαντικό Ωκεανό, στα βόρεια της Γαλλίας, μια σειρά ανεξήγητων εξαφανίσεων έρχεται να ταράξει την περιοχή. Ο βαρέων βαρών αστυνομικός επιθεωρητής Μασίν και ο οξυδερκής Μαλφέ διερευνούν την υπόθεση. Οι δυο τους θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια παράξενη ιστορία αγάπης ανάμεσα στον ΜαΛουτ, γιο μιας οικογένειας ψαράδων με περίεργες διατροφικές συνήθειες και την Μπιλί της οικογένειας Βαν Πέτεγκεμ, μιας μεγαλοαστικής και θα μπορούσε κάποιος να πει έκφυλης οικογένειας από την Λιλ, που διαθέτει το εξοχικό της στην περιοχή.

Η άποψή μας: Έχετε δει άλλη ταινία του Dumont; Όχι; Θα σας πρότεινα να δείτε μία από τις πρώτες τέσσερίς του λοιπόν πριν αισθανθείτε την ανάγκη να παρακολουθήσετε τούτη εδώ, που είναι η όγδοη της φιλμογραφίας του. Έχουμε και λέμε λοιπόν: «Η ζωή του Ιησού» (La vie de Jésus, 1997), «Η ανθρωπότητα» (L'humanité, 1999) – για τον γράφοντα, αυτή είναι η κορυφαία ταινία του Dumont – «29 φοίνικες» (Twentynine Palms, 2003) και «Φλάνδρα» (Flandres, 2006). Καμιά του ταινία δεν είναι... φιλική προς τον θεατή. Σε όλες του τις ταινίες απαιτείται ένα μίνιμουμ ανοχής και υπομονής από μέρους του θεατή για να μπορέσει να τις εκτιμήσει όπως τις αξίζει. Όλες του οι ταινίες βρίθουν μισανθρωπισμό! Εδώ, όμως, το πράγμα ξεφεύγει πέρα από κάθε όριο. Είναι η προσπάθεια του Dumont να γυρίσει κωμωδία! Ναι, καλά ακούσατε, κωμωδία, από έναν άνθρωπο που ανάθεμά με αν υπάρχει έστω και μισό πλάνο σε κάποια από τις προηγούμενες επτά ταινίες του όπου κάποιος από τους ήρωες χαμογελά έστω! Και δεν είναι ότι γυρίζει κωμωδία – δικαίωμά του είναι! Είναι ότι γυρίζει σλάπστικ κωμωδία εποχής με πολιτικές αναφορές και μεταφορές (!), με το ανομοιογενές μείγμα να μην τον δικαιώνει σχεδόν ποτέ!

Αν λοιπόν στόχος είναι να μας δείξει πως οι μεγαλοαστοί είναι τόσο έκφυλοι (ένα παιδί είναι καρπός αιμομιξίας) και τόσο ανώμαλοι (το ίδιο παιδί είναι κορίτσι που ντύνεται αγόρι ή το αντίστροφο – αυτό αντιλαμβάνονται οι ψαράδες, έτσι, να εξηγούμαστε να μην παρεξηγούμαστε, μην μας πουν και ομοφοβικούς) που αξίζει να φαγωθούν στην κυριολεξία, ο Dumont το πετυχαίνει με την πρώτη! Δεν χρειάζεται επανάληψη. Αυτό λοιπόν που χαλάει τα πάντα στη συγκεκριμένη ταινία είναι από τη μια η διαρκής επανάληψη αστείων που εννοείται πως από κάποια στιγμή και μετά κουράζουν και από την άλλη το κοινωνικό σχόλιο, που φουσκωμένο σε γκροτέσκα μεγέθη, χάνει το στόχο του. Οι φτωχοί είναι άσχημοι, βρώμικοι, βίαιοι και ανθρωποφάγοι (τους υποδύονται κατά βάση πρωτοεμφανιζόμενοι και ερασιτέχνες ηθοποιοί, στην κλασική παράδοση του Dumont) και οι μεγαλοαστοί είναι έκφυλοι, υπερβολικοί και ηλίθιοι! Δύο άτομα ξεχωρίζουν: η Μπιλί (που μερικές φορές ντύνεται ως ο Μπιλί) και η υπηρέτρια των Πέτεγκεμ. Η Μπιλί και η ηθοποιός Raph που την υποδύεται, είναι τα μοναδικά όμορφα πράγματα που υπάρχουν στην ταινία! Εντάξει, και η τοποθεσία έχει τη γραφικότητά της (αλλά όπως λέει και ο ΜαΛουτ «είναι συνηθισμένη») και στα κουστούμια έχει γίνει τρομερή δουλειά.

Πέρα από αυτό, μηδέν. Ο χοντρός επιθεωρητής κυλάει μια, κυλάει δυο, ε, στην τρίτη σταματάς να γελάς. Η σεζ λονγκ χαλάει μια, χαλάει δυο, έ, στην τρίτη σταματάς να γελάς. Και η προσπάθεια των διάσημων ηθοποιών να παίξουν τους μεγαλοαστούς όσο πιο γκροτέσκα μπορούν (προφανώς με εντολή σκηνοθέτη) βγάζει τραγικά αποτελέσματα. Η Juliette Binoche δεν έχει υπάρξει πχ πιο αντιπαθητική σε καμιά άλλη ταινία της! Από εκεί και πέρα τα περί καπιταλισμού, θρησκείας, θαυμάτων και ερώτων περισσότερο ως μπαταριές στο κενό φαντάζουν παρά δομικά στοιχεία μιας ταινίες. Πολύ σουρεάλ αδελφέ και δεν σου βγήκε. Το κακό είναι πως μια χαρά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ταινία η φράση που εκστομίζει ο (εννοείται βλαμμένος) αδελφός της μεγαλοκυρίας που υποδύεται η Valeria Bruni Tedeschi (που παίζει την υπερφίαλη, αλλά... αντέχεται, όπως και ο Fabrice Luchini, που υποδύεται τον καμπούρη σύζυγό της, ο οποίος κάθε φορά που κινείται, ακούμε τα πόδια του να τρίζουν, μουάχαχαχαχα, πολύ αστείο – not...): η φράση λοιπόν (την οποία τη λέει καμιά δεκαριά φορά στα αγγλικά): «We know what to do, but we do not do». Ναι, μπορεί να ταιριάζει για την ανθρωπότητα, γενικώς, αλλά ισχύει και για την ταινία σου Bruno μου...

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Sage femme

Και μετά τον εκνευρισμό από τον Dumont οτιδήποτε άλλο λειτουργεί ως βάλσαμο για τα μάτια και την ψυχή. Έτσι λοιπόν μια χαρά περάσαμε με το «Sage femme» του Martin Provost. Μια... κανονική ταινία στην οποία συναντιούνται για πρώτη φορά επί της μεγάλης οθόνης δυο ιερά τέρατα του γαλλικού σινεμά, οι δύο πιο διάσημες Κατερίνες του: η Catherine Deneuve και η Catherine Frot. Να σημειώσουμε πως η συγκεκριμένη ταινία αποτέλεσε τμήμα του επίσημου προγράμματος της προηγούμενης Berlinale, όπου και προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού.

Η υπόθεση: Η Κλερ είναι μια μοναχική γυναίκα, που ζει και εργάζεται στο Παρίσι, σε ένα από τα μακρινά από το κέντρο καρτιέ. Είναι επαγγελματίας μαία και είναι μια δουλειά την οποία λατρεύει με πάθος. Το μαιευτήριο στο οποίο εργάζεται, όμως, είναι μη κερδοφόρο και θα κλείσει. Η Κλερ ανησυχεί: δεν θέλει να δουλέψει στις νέου τύπου φαντεζί κλινικές – εργοστάσια παραγωγής μωρών. Ο μοναχογιός της, τον οποίο έχει μεγαλώσει μόνη της, σπουδάζει ιατρική αλλά συνεχίζει να αποτελεί αιτία άγχους, μιας που δεν μπορεί να σταματήσει να στεναχωριέται για το μέλλον του. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ένα τηλέφωνο από την Μπεατρίς, την αναστατώνει ακόμα περισσότερο. Ποια είναι η Μπεατρίς; Μια εκκεντρική γυναίκα, που υπήρξε ερωμένη του πρωταθλητή στην κολύμβηση και συχωρεμένου εδώ και καιρό πατέρα της...

Η άποψή μας: Καμιά φορά είναι αυτές οι ταινίες, οι κανονικές, οι με αρχή, μέση και τέλος, με αυτήν τη σειρά, που χρήζουν της υποστήριξης και της προτίμησής μας. Τι κάνει εδώ ο Provost; Τίποτε το ιδιαίτερο. Το πορτρέτο δυο γυναικών παρουσιάζει. Δυο γυναικών που πρέπει, για λόγους δραματοποίησης, να είναι εντελώς αντίθετοι. Η Κλερ της Catherine Frot είναι μια μεσήλικη γυναίκα, μαραμένη. Συντηρητική, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν τζογάρει, δεν πάει με άντρες (δεν έχει ερωτική ζωή δηλαδή), προσέχει το φαγητό της, τη σιλουέτα της, τη συμπεριφορά της. Το μόνο πράγμα που της δίνει χαρά είναι το γεγονός ότι βοηθάει γυναίκες να φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους. Η επανεμφάνιση της Μπεατρίς την ταράζει. Η Μπεατρίς της Catherine Deneuve λοιπόν είναι το ακριβώς αντίθετο της Κλερ. Έξω καρδιά, τσιγγάνα ψυχή, και πίνει και καπνίζει και τζογάρει και τρώει ό,τι πιο ανθυγιεινό και βεβαίως έχοντας φύγει από τη μέση ηλικία και οδεύοντας στην τρίτη, καθόλου δεν μετανιώνει για το γεγονός πως έζησε με πολλούς άντρες. Το γιατί επιλέγει την Κλερ να τη βοηθήσει μετά από δεκαετίες απουσίας είναι κάτι που δεν αποκρυσταλλώνει το σενάριο – είναι μια σεναριακή σύμβαση. Από τη στιγμή, όμως, που οι δυο γυναίκες έρχονται κοντά, αλλάζουν η μία την άλλη. Η Κλερ κουβαλάει θυμό και πικρία απέναντι στην Μπεατρίς. Είναι, κατά πως φαίνεται, ό,τι πιο κοντινό είχε σε μητρική φιγούρα, μιας που με τη βιολογική της μητέρα δεν τα πήγαινε ποτέ καλά. Έτσι νευριάζει μαζί της, της φέρεται απότομα, είναι ένα βάρος που θέλει να το ξεφορτωθεί. Όντας αλτουίστρια, όμως, δεν μπορεί και να μην τη βοηθήσει σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή της Μπεατρίς: πάσχει από καρκίνο στον εγκέφαλο και πρέπει να κάνει εγχείρηση – και δεν έχει κανέναν στον κόσμο για να εμπιστευθεί!

Οι δύο σπουδαίες ηθοποιοί παίζουν εξαιρετικά και είναι απολαυστικό να τις βλέπεις μαζί στη μεγάλη οθόνη. Η ταινία βγάζει χιούμορ, συγκίνηση, συναίσθημα από πράγματα μπανάλ, κοινότοπα, πράγματα που έχουμε δει και ξαναδεί. Και τι πειράζει; Ο στόχος επιτυγχάνεται. Και σε όλα αυτά να μπαίνει και ο πάντα ευπρόσδεκτος Olivier Gourmet ως ο φορτηγατζής της διπλανής πόρτας, που βοηθάει στο ξεμπλοκάρισμα της Κλερ. Και υπάρχουν σκηνές υπέροχες, με κορυφαία εκείνη του φιλιού που δίνει η Μπεατρίς στον γιο της Κλερ όταν τον βλέπει καθώς οι δυο γυναίκες κοιτούν σλάιντς από τον άντρα που τις καθόρισε, τον πατέρα της Κλερ, ο οποίος είναι ίδιος με τον εγγονό του. Η μουσική του Grégoire Hetzel μαϊκλναϊμανίζει, η ταινία είναι καλογυρισμένη, μια χαρά!

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Dans les forêts de Sibérie

Η ταινία «Στα δάση της Σιβηρίας» (Dans les forêts de Sibérie) του Safy Nebbou βασίζεται στο ομώνυμο, αυτοβιογραφικό βιβλίο του Sylvain Tesson. Ο Tesson είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και ειδικότερα του «nature writing», όπως είναι ο όρος στα αγγλικά και αναφέρεται στους λογοτέχνες που δεν επισκέπτονται απλώς κάποια μέρη, αλλά ζουν στη φύση προτού γράψουν γι’ αυτήν. Από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους του είδους, ο Γάλλος συγγραφέας βραβεύτηκε με το Prix Goncourt, ένα από τα σημαντικότερα βραβεία λογοτεχνίας, ακριβώς για αυτήν την ταινία. Η ταινία ήταν υποψήφια και για βραβείο Cesar μουσικής, για το σκορ που έγραψε ο Ibrahim Maalouf, ο οποίος τελικά το κατέκτησε κιόλας!

Η υπόθεση: Ο Τεντί έχει κουραστεί από τη βοή του σύγχρονου κόσμου. Για να εκπληρώσει την ανάγκη του για ελευθερία, αποφασίζει να απαρνηθεί τις πολυτέλειες μίας εύρωστης ζωής στο Παρίσι. Εγκαταλείπει την υψηλή θέση υπευθύνου νέων μέσων επικοινωνίας σε μεγάλη εταιρία, κλείνει μια για πάντα το κινητό του και ταξιδεύει ως τον παγετό της λίμνης Βαϊκάλης στη Σιβηρία, επιλέγοντας τη ζωή σε μία καλύβα, με τα απολύτως απαραίτητα, χωρίς κανέναν άνθρωπο γύρω του, με τον κοντινότερο καταυλισμό να απέχει πολλά πολλά χιλιόμετρα. Σιγά σιγά αντιλαμβάνεται ότι η ζωή σε ένα τέτοιο μέρος δεν έχει μόνο την ηρεμία που είχε φανταστεί. Ο κίνδυνος καραδοκεί ακόμη και στο πιο φωτεινό τοπίο. Το βράδυ που χάνεται στη χιονοθύελλα θα μπορούσε να είχε αποβεί μοιραίο αν δεν ήταν εκεί ο Αλεξέι, ένας Ρώσος καταζητούμενος που ζει κρυμμένος στα δάση της Σιβηρίας για χρόνια. Ανάμεσα σε δύο τελείως διαφορετικούς άνδρες αναπτύσσεται μία φιλία που είναι συγχρόνως τόσο αναπάντεχη όσο και απαραίτητη και για τους δύο.

Η άποψή μας: Πραγματικά απίστευτη ταινία είναι τούτη εδώ. Που πετάει στον αέρα πάρα πολλά μπαλάκια, κατορθώνοντας να μην χάσει κανένα από αυτά, πετυχαίνοντας να μην πέσει κανένα από την υπέροχη τροχιά του. Ως ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ λειτουργεί εξαιρετικά. Παθαίνεις πλάκα με την ομορφιά αυτού του σκληρού και απάνθρωπου τοπίου! Πάγος, πάγος, πάγος παντού, σε όλα τα σχήματα, με πολλά χρώματα και ανοιχτωσιά μέχρι εκεί που πιάνει το μάτι! Η απόλυτη ησυχία. Η απόλυτη ηρεμία. Η απόλυτη μοναξιά! Είναι αυτό η απόλυτή ελευθερία; Για τον Τεντί είναι! Ένας άνδρας μόνος, αντιμέτωπος με τη φύση. Γουάου! Και λέμε για ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ μιας που αυτό που βλέπουμε δεν θα μπορούσαμε να το δούμε υπό κανονικές συνθήκες. Εντάξει, τρελαμένοι υπάρχουν πολλοί αλλά δεν ξέρω κανέναν που θα μπορούσε να φτάσει στις εσχατιές του κόσμου και να ζήσει εκεί, μόνος ή σχεδόν μόνος για έναν ολόκληρο χρόνο! Έτσι λοιπόν, αυτός είναι ο μόνος τρόπος να θαυμάσουμε τούτη την σχεδόν απάτητη ομορφιά – αυτή η ταινία.

Αυτό, ναι, είναι ένα Survivor που αξίζει να δεις, μακριά από fake δοκιμασίες και ίντριγκες για τον τηλεοπτικό φακό. Για το θεαθήναι. Θαυμάζεις την ταινία και για άλλο λόγο. Για τον πρωταγωνιστή της, Raphaël Personnaz. Δεν ξέρω αν υπήρχε δίπλα του συνεργείο με κουβέρτες και ισοθερμικά εσώρουχα ή αν έμενε κάθε μέρα μετά το γύρισμα στο πιο πολυτελές ξενοδοχείο του κόσμου αλλά ρε παιδιά, τι ατρόμητη στα όρια της ανθρώπινης αντοχής ερμηνεία! Ο τύπος μπαίνει ολόγυμνος μέσα σε μια τρύπα στον πάγο της λίμνης, καταχείμωνο, ενώ έχει βγει από το ολόζεστο περιβάλλον μιας σάουνας, έτσι όπως κάνουν συγκεκριμένοι λαοί, αλλά όχι ένας καλοαναθρεμμένος Γάλλος ηθοποιός! Τον έβλεπα και δεν πίστευα στα μάτια μου! Εκτός κι αν όλο αυτό ήταν εφέ, οπότε πάσο. Το τρίτο και σημαντικότερο: όλα αυτά δημιουργούν το πλαίσιο για να περιγραφεί μια υπέροχη, ανδρική φιλία! Από τη στιγμή που συναντιούνται ο Τεντί με τον Αλεξέι, όλη η ταινία αλλάζει. Οι δυο ξένοι αυτοί άνθρωποι συναντιούνται σε ένα αφιλόξενο μέρος, από το πουθενά, βοηθούν ο ένας τον άλλο και κυρίως ξεγυμνώνονται ο ένας στον άλλο: ψυχικά. Λίγη παραπάνω βότκα και ο κίνδυνος θανάτου από μια ξαφνική χιονοθύελλα το πετυχαίνουν αυτό! Η σκηνή όπου ο επί 12 χρόνια χαμένος από προσώπου γης Αλεξέι ρωτάει τον Τεντί ποιος κυβερνάει τη Ρωσία και ποιος είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι τόσο αστεία, τόσο αυθόρμητη, τόσο όμορφη, που γελάς, χωρίς να χρειάζονται χοντράδες. Η δε σκηνή όπου ο Τεντί πηγαίνει στο Ιρκούτσκ για να πάρει φάρμακα για τον νέο του φίλο και ρωτάει από μια γυναίκα τι λέει το γράμμα – σημείωμα που του έδωσε ο Αλεξέι είναι τόσο συγκινητική και τόσο σπουδαία, που δεν μπορεί, θα σας πάρουν κι εσάς τα ζουμιά.

Υπέροχη, πραγματικά πολύ όμορφη ταινία, τόσο καυτή που καίει την οθόνη – κι ας έχει γυριστεί σε συνθήκες θερμοκρασίας υπό του μηδενός...

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Teorie tygra

Τελευταία ταινία για σήμερα και τελευταία ταινία του γαλλόφωνου που είδαμε για φέτος γενικώς είναι μια μη γαλλόφωνη ταινία! Μουάχαχαχαχαχα! Είναι μια συμπαραγωγή που έχει και γαλλικά κεφάλαια. Μιλάμε για την κατά βάση τσέχικη παραγωγή «Η θεωρία της τίγρης» (Teorie tygra) του Radek Bajgar. Μια ταινία που πέρασε και από το περσινό φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.

Η υπόθεση: Ο Γιάν είναι ένας 60χρονος κτηνίατρος. Είναι παντρεμένος για πάρα πολλά χρόνια με την ακαδημαϊκό σύζυγό του κι έχουν αποκτήσει μαζί δύο παιδιά: μια κόρη κι έναν γιο – και οι δυο τους παντρεμένοι με τη σειρά τους. Όταν πεθαίνει ο πεθερός του κάτι τον ταρακουνάει. Βασικά, η απόφαση της πεθεράς του και συνεπακόλουθα της συζύγου του, να προχωρήσουν σε ταφή του πεθερού του, όταν εκείνος είχε τονίσει την επιθυμία του να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να σκορπιστούν στο παρακείμενο ποτάμι. Νιώθοντας εγκλωβισμένος σε έναν γάμο όπου η γυναίκα του είχε το απόλυτο κουμάντο, κανονίζοντας τα πάντα στη ζωή του(ς) ψάχνει αφορμή να δραπετεύσει χωρίς να προχωρήσει σε διαζύγιο, κάτι που πιστεύει πως θα την πληγώσει βαθύτατα. Όταν ένας πελάτης του φέρνει στο κτηνιατρείο έναν γηραιό παπαγάλο, που σύμφωνα με τη γυναίκα του πελάτη, πάσχει από Αλτσχάιμερ (!!!), ο Γιαν αποφασίζει να προσποιηθεί πως πάσχει από την εν λόγω ασθένεια, μπας και μπορέσει να ξεφύγει λίγο και να αναπνεύσει ελεύθερα. Πώς θα καταλήξει το σχέδιό του και πως θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση τα άρρενα και τα θήλαια μέρη της οικογένειάς του;

Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ταινία με παντελώς καθόλου, ούτε ίχνος, κινηματογραφικό ενδιαφέρον! Είναι σαν μια ταινία της εποχής δόξας των ελληνικών βιντεοταινιών! Τόσο αδιάφορη κινηματογραφικά είναι! Τηλεταινία, στην καλύτερη περίπτωση. Η πλάκα είναι πως ο κόσμος γελούσε με όσα έβλεπε να διαδραματίζονται επί της μεγάλης οθόνης. Οπότε, το σενάριο, κάποια ευαίσθητη χορδή άγγιξε. Εννοείται πως την ταινία απόλαυσαν περισσότερο οι... παντρεμένοι. Κι εννοείται πως, μέχρι ενός σημείου, η ταινία όντως είχε πλάκα. Αλλά οι προβληματισμοί της φαίνονται τόσο αναχρονιστικοί πλέον για τον 21ο αιώνα. Οι γυναίκες που ελέγχουν τα πάντα και οι ευνουχισμένοι άνδρες. Και να επαναλαμβάνεται διαρκώς το μοτίβο αυτό, μέχρις εξαντλήσεως των αποθεμάτων. Μα να φτάσεις να κάνεις ότι έχεις Αλτσχάιμερ προκειμένου να ξεφύγεις από την μέγγενη της συζύγου σου;

Εννοείται ότι δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός προβληματισμός. Οι ήρωες της ταινίας είναι άξιοι εκπρόσωποι της αστικής (μην πω, μεγαλοαστικής τάξης). Με σπιταρώνες, αμαξάρες και τα συναφή εμβλήματα οικονομικής ευμάρειας. Πχ ο γαμπρός της οικογένειας είναι διευθυντής σύνταξης σε εφημερίδα και διαθέτει διαμερισματάρα στο κέντρο της Πράγας κι αν και δεν τα πάω καλά με τις μάρκες αυτοκινήτων, αν κατάλαβα καλά από το σήμα, οδηγεί μια πανάκριβη Chevrolet. Μάλλον στην Τσεχία πληρώνονται πολύ καλά οι δημοσιογράφοι ή λαδώνονται ακόμα (ε, χμ). Τεςπα, στο τέλος ο Γιαν βρίσκει την ελευθερία του και αρνείται πλέον να κάνει ευνουχισμούς στα σκυλόγατα, γιαγιά και σύζυγος μένουν αγκυλωμένες στην αρτηριοσκλήρωσή τους, η κόρη «διορθώνεται» και αλλάζει προς το βέλτιστον, προς μεγάλη ευχαρίστηση του δημοσιογράφου συζύγου της και ο γιος είναι τόσο χαλαρός ανέκαθεν, που έτσι κι αλλιώς είναι ο πιο θετικός ήρωας της ταινίας. Χαβαλές να γίνεται μωρέ...
Θοδωρής Γιαχουστίδης

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Live
Περισσότερα... »

Χωρίς ενοχές (Irréprochable) PosterΧωρίς ενοχές
του Sébastien Marnier. Με τους Marina Foïs, Jérémie Elkaïm, Joséphine Japy, Benjamin Biolay, Jean-Luc Vincent, Jeanne Rosa, Véronique Ruggia Saura, Mathilde Wambergue


Σερσέ λα Φαμ!
του zerVo (@moviesltd)

Η Irreprochable είναι η πρώτη μεγάλου μήκους στιγμή στην δημιουργική καριέρα του Sebastien Marnier, που έχει ήδη γνωρίσει επιτυχία ως συγγραφέας, αλλά και ως δημιουργός short κινηματογραφικών ιστοριών, που έχουν προκαλέσει αίσθηση στην Γαλλία την περίοδο της κυκλοφορίας τους, περίπου μια δεκαετία και κάτι χρόνια πριν, όπως τα Le Grand Avoir, Le Beau Jacques αλλά και το πολυσυλλεκτικό Polissons And Galipettes, πορνογραφικό κολάζ μικρού μήκους θεμάτων, που στηρίχθηκε σε δική του ιδέα. Το 2011 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Mimi, που απέσπασε το βραβείο της καλύτερης γκέι νουβέλας της χρονιάς, ενώ μια διετία αργότερα συμμετείχε στην συν-συγγραφή μαζί με ακόμη τρεις συνεργάτες του επίσης βραβευμένου Qu4tre. Η πρώτη του ταινία, εδώ, με την οποία δείχνει πως διαθέτει ικανότητες, αρκεί να τις δουλέψει, έφτασε μέχρι τις βραβεύσεις των Cesar της περιόδου 2017, παίρνοντας υποψηφιότητα στην κατηγορία της καλύτερης γυναικείας ερμηνείας. Λογικό! Δύσκολα οποιαδήποτε παρουσία της Fois, δεν δικαιούται μιας τέτοιας σημαντικής τιμής.

Χωρίς ενοχές (Irréprochable) Quad Poster
Απολυμένη εδώ και καιρό από την δουλειά της, εκεί που παρείχε τις υπηρεσίες της μεσίτριας και κινδυνεύοντας να μείνει άστεγη, καθώς βρίσκει προσωρινό κεραμίδι στα ξένα κι αδειανά σπίτια που μέχρι πρότινος παρουσίαζε σε δυνητικούς αγοραστές, η σαραντάχρονη Κονστάνς, με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη, θα πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει το απρόσωπο Παρίσι και να επιστρέψει στην γενέτειρα της, εκεί που οι άνθρωποι που την γνωρίζουν καλά, ενδεχόμενα να της προσφέρουν μια αξιοπρεπή εργασία. Ένα πόστο που γνωρίζει πολύ καλά και θα μπορούσε να καπαρώσει, στο μεσιτικό γραφείο της επαρχιακής Σεντ, κοντά στα δυτικά Ατλαντικά παράλια της χώρας, εκεί που εργαζόταν κάποτε πριν αναζητήσει την τύχη της στην πρωτεύουσα, που όμως θα της κλέψει μέσα από τα χέρια, η κατά πολύ νεότερη, πιο φιλόδοξη και δροσερότερη Οντρί.

Δίχως πόρους, με μια ανήμπορη μάνα, ακινητοποιημένη σε κώμα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, χωρίς έναν σοβαρό δεσμό, ικανό να της συμπαρασταθεί στις δύσκολες στιγμές που περνά και με τις πόρτες να κλείνουν ερμητικά η μία μετά την άλλη, η Κονστάνς θα πέσει με ευκολία στην παγίδα της κατάθλιψης, καθώς νοιώθει πως οι ελπίδες που της έχουν μείνει ζωντανές κι εκείνες τρεμοσβήνουν. κενή ψυχικά, αντιλαμβανόμενη μέσα της, πως πλέον η μπογιά της δεν περνάει, ούτε σαν γυναίκα, ούτε σαν επαγγελματίας, θα νοσταλγήσει εκείνες τις ημέρες της νιότης που έκανε όνειρα για ένα καλύτερο αύριο. όνειρα που ποτέ δεν έγιναν πραγματικότητα...

Η κρίση της μέσης ηλικίας, συνοδευόμενη από το συχνότατο πια φαινόμενο της κατόπιν των 40 ανεργίας που μαστίζει ολάκερη την Γηραιά Ήπειρο, παρουσιάζεται στο πορτρέτο της γυναίκας που βρίσκεται στο επίκεντρο ετούτης της κινηματογραφικής αφήγησης. Η Κονστάνς νιώθει πως βρίσκεται παγιδευμένη σε έναν δεμένο με γερά συρματοπλέγματα κύκλο, που για την δημιουργία του φέρει κι η ίδια ευθύνη και το ξέρει, από τον οποίο παλεύει με νύχια και με δόντια να διαφύγει, μάταια όμως και αναποτελεσματικά. Αντιλαμβάνεται πως κάτι, κάπως, κάποτε, το έπραξε λάθος, πως όταν βρέθηκε μπροστά σε διλήμματα, δεν επέλεξε την σωστή λύση, κι αυτό σήμερα της επιστρέφει σαν μπούμερανγκ, διαλύοντας την όποια αισιοδοξία για μια θετική έκβαση στο ζόρι της. Η απόπειρα παλιμπαιδισμού και επιστροφής της τεχνηέντως στο παρελθόν, μην τυχόν και εντοπίσει την ρίζα της καταστροφής, θα επιφέρει ακόμη πιο αρνητικά αποτελέσματα, οδηγώντας την στην απόγνωση, στην μυθομανία, στην κρίση ταυτότητας, στις φτηνές κι εξευτελιστικές για την προσωπικότητα της λύσεις.

Γνωρίζοντας πολύ καλά τις ικανότητες της να αποδώσει τον πνιγμένο από τις συντριπτικές καταστάσεις που της τρώνε τα σωθικά, θηλυκό χαρακτήρα, όπως το βιώσαμε είτε στο καυστικό Polisse είτε στο ερωτικό Happy Few, η Marina Fois φαντάζει σαν η ιδανική επιλογή για να αποδώσει τον ρόλο της κατακερματισμένης και απογοητευμένης από την τροπή που έχει πάρει η ζωή της γυναίκας. Δίχως την παραμικρή αναστολή στο να τσαλακώσει την (για τα 47 της χρόνια μια χαρά καλοστεκούμενη) μόστρα της, η ιδιαίτερα σκληρών εκφραστικών χαρακτηριστικών Γαλλίδα, δίνει παλμό σε έναν πολύπλευρο ρόλο, του αδύναμου, του ηττημένου, του εξαρτημένου, του ασθενή, του ενόχου, του πρόστυχου, του ταπεινωμένου, του "δεν βλέπω πως μπορώ να σώσω την παρτίδα". Η μαρκίζα να θυμίσω, μεταφράζοντας την, σημαίνει Άμεμπτος. Τι ειρωνεία αλήθεια...

Δυστυχώς ενώ η κεντρική περσόνα της πλοκής διαθέτει τέτοια δυναμικά προς ανάλυσης στοιχεία, ο περίγυρος της σεναριακά είναι άδειος, κενός, ανύπαρκτος, τόσο πολύ που μεγεθύνει ακόμη πιο πολύ το γεγονός πως δεν έχει ένα πλευρό να γείρει, ένα απάγκιο να προσωρινά σταθεί. Με πιο τονισμένη την δραματουργία και όχι τόση εμμονή στον ρεαλισμό, δηλαδή, πολύ εύκολα θα μπορούσαμε στην Irreprochable να είχαμε από τα χέρια του Marnier, ένα πολύ εντυπωσιακό ψυχολογικό θρίλερ, με σοσιολογικές προεκτάσεις, υπαρκτές στους μοντέρνους κόσμους, προς περαιτέρω μελέτη. Η ευκαιρία, πιστεύω, πως πήγε χαμένη...

Χωρίς ενοχές (Irréprochable) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου: Τρίτη 28 Μαρτίου
Οι ανασφάλειες μιας κραταιάς κινηματογραφίας

Μετά την εντυπωσιακή έναρξη του φεστιβάλ με το υπέροχο «Ciao Amore... Dalida» (για το οποίο γράφει αναλυτικά ο συνάδελφος Γιώργος Ζερβόπουλος – εξάλλου, η ταινία βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη 30 Μαρτίου, οσονούπω δηλαδή, και θα έχει ενδιαφέρον πως θα γκελάρει πάνω στο κοινό) οι υπόλοιπες τέσσερις ταινίες που είδαμε στις τέσσερις πρώτες μέρες (μέχρι και την Κυριακή δηλαδή) ήταν κομματάκι... κάπως. Σαν να έχουν... ξεφύγει οι φίλοι μας οι Γάλλοι στο εμπορικό τους, σαν να έχουν στερέψει σε ιδέες στο καλλιτεχνικό τους. Εντάξει, ένα ελάχιστο δείγμα από μια τεράστια κινηματογραφική βιομηχανία είδαμε, και το δείγμα δεν είναι αρκετό για να βγουν στατιστικώς ασφαλή συμπεράσματα, αλλά από τις τέσσερις ταινίες, που θα σας παρουσιάσουμε παρακάτω, μόνο η μία έπιασε υψηλά στάνταρ απόδοσης. Κι εκείνη, όχι χωρίς προβλήματα! Αλλά ας ξεκινήσουμε, με τη σειρά που τις είδαμε:

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Le petit locataire

Η... κακή μέρα από το πρωί φαίνεται! Την Παρασκευή, λοιπόν, στις 18.00 είδαμε την ταινία «Μαμά ξανά!» (Le petit locataire) της Nadège Loiseau. Το 2007, γύρισε την πρώτη της μικρού μήκους ταινία, «Une femme parfaite», που προβλήθηκε στο Canal+ στο πλαίσιο της σειράς Les films faits à la maison. Αργότερα, το 2012, γύρισε την μικρού μήκους ταινία «Le locataire», που κέρδισε το βραβείο κοινού για σενάριο στο Φεστιβάλ της Ανζέρ. Το «Μαμά ξανά!» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας. Βγήκε στις γαλλικές αίθουσες τον Νοέμβριο του '16 και στην πρώτη βδομάδα προβολής της έκοψε πάνω από 100 χιλιάδες εισιτήρια. Είναι μια κομεντί με ολίγον δράμα, που δεν σε κάνει ούτε να γελάσεις ούτε να συγκινηθείς...

Η υπόθεση: Η Νικόλ είναι μια 49χρονη γυναίκα, που ζει με την οικογένειά της στο Χερβούργο. Έχει έναν 34χρονο γιο, ο οποίος είναι μάγειρας σε υποβρύχιο και μια κόρη, που δεν έχει βρει τον εαυτό της κι ας έχει αποκτήσει και η ίδια μια 6χρονη κόρη, η οποία ουσιαστικά μεγαλώνει με τη γιαγιά της. Στο σπίτι της οικογένειας ζει και η μητέρα της Νικόλ (που όλοι τη φωνάζουν προγιαγιά) η οποία πάσχει από ένα είδος άνοιας και εννοείται και ο σύζυγος της Νικόλ, ο Ζαν-Πιέρ. Μεγάλη ελπίδα της γυμναστικής κάποτε, ο Ζαν-Πιέρ είναι εδώ και δύο χρόνια άνεργος. Η καθημερινότητα έχει τα πάνω της και τα κάτω της αλλά είναι διαχειρίσιμη από την Νικόλ. Θα έρθουν τα πάνω κάτω όταν η Νικόλ θα διαπιστώσει πως είναι έγκυος!!! Λόγω της μεγάλης της ηλικίας η εγκυμοσύνη της χαρακτηρίζεται υψηλού κινδύνου. Θα το κρατήσει το παιδί ή θα προχωρήσει σε έκτρωση; Και πως θα αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα τα μέλη της οικογένειάς της;

Η άποψή μας: Το Χερβούργο είναι λιμάνι και ναύσταθμος στο βορειοδυτικό τμήμα της Γαλλίας και συγκεκριμένα στη Νορμανδία. Η πόλη βρίσκεται στην άκρη της χερσονήσου Κοταντέν στη θάλασσα της Μάγχης. Κινηματογραφικά, το όνομα της πόλης είναι συνδεδεμένο με ένα από τα πιο όμορφα μιούζικαλ στην ιστορία του σινεμά: μιλάμε βεβαίως για τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» (Les parapluies de Cherbourg, 1964) του Jacques Demy. Πλέον, θα είναι γνωστή και από αυτήν την κωμωδία. Με σαφώς εμπορικές επιδιώξεις η σκηνοθέτιδα θέλησε να φτιάξει κάτι, που να αναδεικνύει μπόλικες συμβάσεις σχετικά με το ρόλο της γυναίκας στη σημερινή κοινωνία και να βγάζει γέλιο από αυτές. Αντ' αυτού πετυχαίνει να γυρίσει κάτι τόσο χλιαρό, τόσο προβλέψιμο και τόσο μα τόσο καθόλου φεμινιστικό, που είναι να απορείς.

Η πάντα αξιόπιστη Karin Viard είναι το μεγάλο όνομα του καστ και η πρωταγωνίστρια, που υποδύεται τη Νικόλ. Είναι η κλασική... Μαίρη Παναγιωταρά – μια εργαζόμενη γυναίκα, μια καλή νοικοκυρά. Πώς καταφέρνει και τα προλαβαίνει όλα; Έλα μου ντε. Κι όταν μένει έγκυος και πρέπει να ξεκουραστεί, πως καταρρέουν τα πάντα; Το σπίτι μένει ατακτοποίητο, ο σύζυγος δεν ξέρει να βάζει μπουγάδα, η κόρη δεν ξέρει πως να φροντίζει την κόρη της, η προγιαγιά κατουριέται επάνω της. Και on top of that, που λέει και ο Δανίκας, η Νικόλ χάνει και τη δουλειά της, που την είχε δώσει στον άντρα της για να δουλεύει εκείνος αντικαθιστώντας την. Αλλά να, ο κακός καπιταλισμός απολύει ανθρώπους (μεγάλη έκπληξη!) και «είναι προτιμότερα από τους οδηγούς αυτοκινήτων τα ηλεκτρονικά διόδια». Το μόνο κοινωνικό σχόλιο που γίνεται στην ταινία, κι αυτό ξώφαλτσο! Όλη η ιδιαιτερότητα της ταινίας εξαντλείται στο τι μπορεί να σημαίνει η εγκυμοσύνη μιας μεσήλικης γυναίκας για την οικογένειά της. Μια γυναίκα, που έχει ερωτικές φαντασιώσεις με τον γυναικολόγο της, τον γιατρό Ευγενή ή Ευγενικό (καταλαβαίνετε για τι βάθος σεναρίου μιλάμε όταν επιλέγεται το συγκεκριμένο ως επίθετο!). Έχει κι άλλα ωραία το σενάριο: πχ το λόγο του συζύγου στην ομάδα κοριτσιών που προπονεί, την ώρα που τα δύο του ενήλικα παιδιά πηγαίνουν να τον βρουν προκειμένου να αποτρέψουν μια απόφαση της Νικόλ (μια απόφαση, που μέχρι τότε την υποστήριζαν!). Το τι... παπαριά βγάζει ο στόμας του ανθρώπου, δεν λέγεται. Ότι να 'ναι. Κρίμα και πάλι κρίμα. Μαθήματα ζωής από τη γιαγιά, ένας θάνατος, έτσι για τη συγκίνηση, ένας γαλλοκαναδός, έτσι για το φολκλόρ (και για ερωτικό αντικείμενο) και το μόνο που μένει είναι η ωραία τοποθεσία όπου γυρίστηκε το φιλμ – έτσι τουλάχιστον φάνηκε σε κάποια πλάνα της ταινίας. Όχι, δεν «λέει» η ταινία...

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου A jamais

Και από το κακό εμπορικό στο αποθεωτικά δήθεν καλλιτεχνικό. Ο Benoît Jacquot είναι ένα αξιοσέβαστο μέλος της γαλλικής κινηματογραφίας κι έχει να επιδείξει σημαντικό έργο πίσω του. Το σινεμά του, όμως, πάντοτε ήταν ιδιοσυγκρασιακό – και συνεχίζει να είναι τέτοιο. Κι όντας πλέον 70 ετών ο άνθρωπος έχει στερέψει από ιδέες. Έτσι, το «Μία για πάντα» (A jamais), η τελευταία του ταινία, μπορεί να προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο επίσημο πρόγραμμα του περασμένου φεστιβάλ Βενετίας, αλλά και στο φεστιβάλ του Τορόντο, μπορεί να βασίζεται στο βιβλίο «Οι χρόνοι του σώματος» (The Body Artist) του Ντον ΝτεΛίλο, δυστυχώς, όμως, κάνει τα εύκολα, δύσκολα...

Η υπόθεση: Ο Ρέι είναι ένας διάσημος σκηνοθέτης του σινεμά. Θα παραβρεθεί στην προβολή μιας ταινίας του με την αγαπημένη του ηθοποιό (με την οποία είναι εραστές), την Ιζαμπέλα. Την ίδια ώρα, στο ίδιο κτίριο, λίγα πατώματα πιο πάνω, η νεαρή Λόρα, μια... performing artist (σαν να λέμε, ηθοποιός, αλλά σε μια πιο ευρεία έννοια) δίνει μια παράσταση. Της... κλέβει το κοινό, όμως, η ταινία του Ρέι. Οι δυο τους θα συναντηθούν. Θα ερωτευθούν. Και θα παντρευτούν, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, παρά το ότι η Ιζαμπέλα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Θα αρχίσουν να ζουν σε ένα υπέροχο σπίτι μπροστά στη θάλασσα. Ένα βράδυ ο Ρέι θα βγει με τη μηχανή του. Δεν θα ξαναγυρίσει ζωντανός. Δυστύχημα; Αυτοκτονία; Η Λόρα μένει μόνη στο σπίτι και θρηνεί. Αλλά σύντομα δεν θα είναι τελείως μόνη. Κάποιος είναι εκεί: ο Ρέι, μέσα από εκείνη και για εκείνη, σαν ένα όνειρο πιο μακρύ και από τη νύχτα, ώστε να μπορέσει η Λόρα να επιβιώσει.

Η άποψή μας: Σε λίγες βδομάδες βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες το «Personal Shopper» του Olivier Assayas, με την οποία η ταινία του Jacquot έχει ομοιότητες. Βασικά, έχει μία (βασική) ομοιότητα: αυτήν κατά την οποία μια γυναίκα έρχεται σε επαφή με φαντάσματα. Κι εδώ σταματούν οι ομοιότητες. Κι αυτό γιατί ενώ ο Assayas ντύνει τις φιλοσοφικές του αναρωτήσεις με μια στοιχειώδη ίντριγκα, ο Jacquot χειρίζεται το όλον εντελώς εσωτερικά, αφήνοντας τον θεατή απ' έξω. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του ΝτεΛίλο για να ξέρω πόσο καλή δουλειά έχει κάνει η πρωταγωνίστρια της ταινίας Julia Roy στη σεναριακή μεταφορά του (ναι, την υπογράφει η ίδια!), πάντως, ως ερμηνεία κινείται σε πολύ μέτρια επίπεδα. Δεν πείθει η ίδια, δεν πείθει το σενάριο, δεν πείθει η σκηνοθεσία. Παραγωγή του εικονικού παραγωγού Paulo Branco η ταινία είναι από αυτές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μέσω διασκευής τίτλου γνωστού τραγουδιού των Bon Jovi: «You give festival movies a bad name»! Ok, η απώλεια, ο θρήνος, η μοναξιά, τα άδεια δωμάτια – και όλο αυτό ντυμένο με καλλιγραφικές εικόνες; Ε, ποτέ!

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Orpheline

Κανονικά, εδώ τώρα θα έπρεπε να γράψω για το «Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ», που είδα το Σάββατο 25 Μαρτίου (η πρώτη από τις δύο ταινίες εκείνης της ημέρας). Όμως, μιας που το κείμενο δεν το ολοκλήρωσα το πρωί της Δευτέρας (όπως είχα υποσχεθεί) αλλά το συνεχίζω την Τρίτη το πρωί (άρα, έχουν προστεθεί και οι ταινίες της Δευτέρας), θα αναφερθώ εδώ τώρα στην ταινία «Σε τέσσερις χρόνους» (Orpheline) του Arnaud des Pallières, μιας που η συγκεκριμένη ταινία είναι να βγει την ερχόμενη Πέμπτη 30 Μαρτίου στις αίθουσες της χώρας μας.

Η υπόθεση: Τέσσερις στιγμές στη ζωή τεσσάρων γυναικείων χαρακτήρων: Μια ενήλικη γυναίκα, που νόμιζε πως βρήκε ασφαλές καταφύγιο μακριά από το παρελθόν της. Μια νεαρή γυναίκα που μετακομίζει στο Παρίσι κι έχει τάση προς την καταστροφή. Μία έφηβη εγκλωβισμένη σε μια ατελείωτη διαδοχή φυγής, ανδρών και ατυχιών, γιατί οτιδήποτε άλλο είναι καλύτερο από την οικογένειά της. Ένα μικρό κορίτσι από την επαρχία, παίζει ένα κρυφτό που μετατρέπεται σε τραγωδία. Σταδιακά, οι χαρακτήρες συναντιούνται για να σχηματίσουν μία ενιαία ηρωίδα...

Η άποψή μας: Ο σκηνοθέτης του πολύ ενδιαφέροντος «Ο θρύλος του Μάικλ Κολχαας» (κι ουχί του Σταύρου Κόλκα, δηλαδή, έλεος κάπου) στην πέμπτη του μεγάλου μήκους ταινία επιχειρεί κάτι πολύ φιλόδοξο. Φτιάχνει το πορτρέτο μιας γυναίκας εξετάζοντας τέσσερις διαφορετικές περιόδους της ζωής της, ξεκινώντας από το φιλμικό τώρα, πηγαίνοντας πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, μέχρι την παιδική ηλικία, για να επιστρέψει στο φιλμικό τώρα. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο σκηνοθέτης (κι έχει τη σημασία του): «Ο θεατής θα αντιληφθεί σύντομα την ιδέα της ταινίας: τέσσερις ηθοποιοί παίζουν τέσσερις περιόδους στη ζωή μιας γυναίκας. Δεν μοιάζουν και πολύ μεταξύ τους. Αλλά γιατί να τις κάναμε ίδιες όταν η κάθε ηλικία διεκδικεί την ταυτότητά της και θέλει να ορίζει τον εαυτό της σε αντίθεση με τον προηγούμενο; Η συνοχή του χαρακτήρα είναι το μόνο που έχει σημασία, η συνέχειά του μέσα από τέσσερις διαφορετικές ηθοποιούς. Σαν την αληθινή ζωή...». Μια χαρά τα λέει ο φίλος μας, με μόνη διαφωνία πως αν ο θεατής μπει στην ταινία χωρίς να έχει διαβάσει οτιδήποτε γι' αυτήν, θα δυσκολευτεί αρχικά να ενώσει τα κομμάτια του παζλ. Το ανάποδο στη χρονική αφήγηση και οι διαφορετικές ηθοποιοί που δεν μοιάζουν μεταξύ τους και παίζουν τον ίδιο ρόλο, δεν βοηθάνε πολύ τον θεατή, για να το θέσουμε κομψά. Ίσα ίσα. Λίγο απρόσεκτος να είναι ο θεατής και θα χαθεί στην αφήγηση. Και θα εκνευριστεί.

Από την άλλη όλο αυτό έχει το ενδιαφέρον του, για αυτόν ακριβώς το λόγο: ο σκηνοθέτης θέλει ο θεατής του να είναι απόλυτα ενεργός, να δώσει όλη του την προσοχή στα επί της οθόνης δρώμενα, να καταλάβει. Ένα επιπλέον βοηθητικό στοιχείο θα σας δώσω κι εγώ: η Gemma Arterton υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στις δύο πρώτες ιστορίες ενώ ο πάντα αγαπητός Sergi Lopez υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στη δεύτερη και την τρίτη ιστορία. Συνολικά λοιπόν, έχουμε να κάνουμε κατά μία έννοια με μια σπονδυλωτή ταινία που αναφέρεται στη ζωή μιας γυναίκας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής της, με ανάποδη αφήγηση. Πώς ήταν το «5 Χ 2» του Ozon για τον γάμο; Ε, κάτι τέτοιο. Σαν ρώσικη κούκλα, σαν μια μπάμπουσκα που καθώς ξεσκεπάζουμε τη μεγαλύτερη κούκλα πέφτουμε πάνω στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη. Εκτός από το πολύ πιτσιρίκι, όλες οι άλλες μορφές αυτής της γυναίκας (που ονομάζεται Kiki μικρή, Karine στην πρώιμη εφηβεία της, Sandra όταν μεγαλώνει και Renée όταν την βλέπουμε στην αρχή και στο φινάλε της ταινίας – άλλο ένα δείγμα... αποπροσανατολισμού!) προσπαθούν ταυτόχρονα να ξεφύγουν από το παρελθόν και τη μοίρα τους ως θηλυκά σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τους άνδρες, χρησιμοποιώντας τον ερωτισμό τους!

Εδώ να κάνω μια προσωπική επισήμανση: μου φαίνεται δύσκολο να βρω στη συγκεκριμένη ταινία τα όρια ανάμεσα στη χειραφέτηση και την εκμετάλλευση. Θέλω να πω, η 13χρονη Karine μοιράζει πίπες σε όποιον βρει, η Sandra γαμιέται με άνδρες και γυναίκες και η Renée μας δείχνει τα βυζιά της – βυζιά μιας εγκύου – με γκρο πλάνα σε κάθε ευκαιρία. Καλοδεχούμενος ο ρεαλισμός και ο ερωτισμός, δεν λέω, αλλά πόσο λεπτή πια είναι η γραμμή που χωρίζει φεμινισμό με αντιφεμινισμό; Δεν ξέρω. Ίσως να είχε δίκιο και η Emma Watson, που αναρωτήθηκε τι σχέση έχουν τα βυζιά με τον φεμινισμό. Και να βγάζω τώρα εγώ μέσω του γραπτού σκέτη πουριτανίλα και δεν το θέλω! Ενδιαφέρουσα ταινία το δίχως άλλο, με ατρόμητες ερμηνείες (κι ας αρχίζει να τυποποιείται επικίνδυνα η Adèle Exarchopoulos σε ρόλους καβλιάρας μεταέφηβης) κι ένα φινάλε που παραπέμπει το δίχως άλλο στο φινάλε μίας από τις ιστορίες του «Δεκαπενταύγουστου» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, με τον δικό μας να έχει κάνει πολύ καλύτερη δουλειά, εντάξει; Φινάλε που υποδεικνύει πως η πραγματική λύτρωση και η πραγματική ελευθερία έρχεται μόνον εφόσον κάποιος έχει πληρώσει για τις αμαρτίες του. Ισχύει; Χμ... (σημείωση: το κείμενο θα υπαχθεί σε επεξεργασία όταν δημοσιευτεί αυτόνομα την ερχόμενη Πέμπτη).

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Rock'n Roll

Τελευταία ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε εδώ, είναι κι εκείνη που μας άρεσε περισσότερο, κι ας έχει κι αυτή τα θέματά της. Μιλάμε για το «Αχ αυτά τα σαράντα» (Rock'n Roll), πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο ηθοποιός Guillaume Canet. Μια ταινία, που έχει ως στόχο να αποδομήσει τον ίδιο ως ηθοποιό, ως σταρ, ως άνδρα που μεγαλώνει...

Η υπόθεση: O 43χρονος Guillaume Canet έχει τα πάντα για να είναι ευτυχισμένος. Πετυχημένος ηθοποιός, ζει μαζί με την πανέμορφη κι εξίσου πετυχημένη ηθοποιό Marion Cotillard και το παιδάκι τους και ασχολείται με το αγαπημένο του σπορ, που είναι η ιππασία. Ωστόσο, ο εγωισμός του και κυρίως η ματαιοδοξία του θίγονται όταν μια νεαρή δημοσιογράφος που τον παίρνει συνέντευξη, του μιλάει μονάχα για τους νεαρώτερους συναδέλφους του, Pierre Niney και Gaspard Ulliel ως την ανερχόμενη γενιά και ως sex symbols. Η Camille, μια νεαρή 20χρονη ηθοποιός με την οποία γυρίζει μια ταινία, θα του υπενθυμίζει επίσης επίμονα την ηλικία του. Για τον Canet, αυτή η περίοδος είναι περίοδος ενδοσκόπησης και ο ίδιος αρχίζει να φέρεται παράξενα δυσαρεστώντας τη γυναίκα του και τους δικούς του. Μέχρι πού θα φτάσει όλο αυτό;

Η άποψή μας: Χρειάζεται πολύ θάρρος για να χρησιμοποιήσεις την κινηματογραφική κάμερα ως καθρέφτη και να βάλεις μπροστά της τον εαυτό σου: να καταγράψεις τη ζωή σου ως ντοκιμαντέρ και ως μυθοπλασία ταυτόχρονα! Ο Canet ψυχαναλύεται μπροστά στα μάτια μας και δεν χαρίζεται σε κανέναν και κυρίως στον εαυτό του! Κατακρίνει τη ματαιοδοξία του σε μια ταινία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η αποθέωση της ματαιοδοξίας! Κι όλο αυτό το κάνει με πολύ, πολύ χιούμορ. Υπάρχουν σκηνές στην ταινία που γελάς πάρα πολύ και δυνατά. Ο Canet χαλιέται που τον περνάνε για ξενέρωτο. Χαλιέται που δεν βγαίνει με τους φίλους του. Χαλιέται που υποδύεται ρόλους πατεράδων αντί εραστών. Χαλιέται που η νεαρή συμπρωταγωνίστριά του δεν τον βλέπει ερωτικά. Χαλιέται που τον κοροϊδεύουν για την ενασχόλησή του με τα άλογα. Χαλιέται που δεν είναι πλέον rock'n roll, όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας. Βεβαίως, μπορεί ποτέ να μην ήταν rock'n roll, αλλά αυτό το προσπερνάμε... Ο Canet μπαίνει στα άδυτα (χμ...) της κινηματογραφικής βιομηχανίας made in France και τα χώνει γενικώς! Κάθε του προσπάθεια να «βγει» πιο cool στέφεται με μεγαλύτερη αποτυχία από την προηγούμενη! Στα γυρίσματα της ταινίας που γυρίζει μέσα στην ταινία, κάνει παλαβομάρες και οι υπόλοιποι δεν μπορούν να τον ανεχθούν. Ζητάει βοήθεια από τον κολλητό του, Gilles Lellouche, λες και αυτό που έχει ο Gilles και δεν έχει ο ίδιος, μπορεί να διδαχθεί, να μεταδοθεί, να μπολιαστεί. Πηγαίνει στον θεό Johnny Hallyday (του οποίου η νεαρότατη και ομορφότατη σύντροφος προσπαθεί να του κόψει το τσιγάρο για την υγεία του κι εκείνος καπνίζει μπάφους!) και του... κόβεται η μαγκιά! Πηγαίνει για κάστινγκ στον Ben Foster που ψάχνει νεαρό Γάλλο ηθοποιό, που να μιλάει καλά αγγλικά, και εξευτελίζεται! Πηγαίνει στο γραφείο παραγωγής και τους βγάζει όλους έξω φρενών – είναι η σκηνή με την οποία γελάσαμε περισσότερο! Και η Marion είναι τρελαμένη με το να προσπαθεί να μάθει γαλλικά του Κεμπέκ, προκειμένου να λάβει μέρος στη νέα ταινία του Javier Dollan! Χαμός!

Το θάρρος του μάλιστα είναι τόσο μεγάλο που όσο πλησιάζει στο τέλος η ταινία τόσο περισσότερο... ξεφεύγει! Η υποκριτική, μάλλον το πλέον ναρκισσιστικό από όλα τα επαγγέλματα του κόσμου, επιζητεί τη μόνιμη νεότητα. Σαν τον Δράκουλα ένα πράγμα. Και ο Canet βλέποντας μέσα από παραμορφωτικό φακό προφανώς, λέει, πως για την επίτευξη της αιώνιας νεότητας ο ίδιος και οι συνάδελφοί του προχωρούν σε συμφωνίες με το διάβολο. Που στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να είναι ένας γκουρού που σου κάνει... μπότοξ. Εκεί, λοιπόν, στο τελευταίο 20λεπτο, εκεί όπου ο ηθοποιός έχει χάσει πλέον την εικόνα του εαυτού του, εκεί η ταινία αγγίζει την υστερία. Ας είναι. Μας έχει δώσει προηγουμένως απίστευτα πολλά πράγματα για να γελάσουμε. Με τα χάλια των ηθοποιών. Και γιατί όχι, με τα δικά μας...
Θοδωρής Γιαχουστίδης

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Live
Περισσότερα... »



Ελληνικό Box Office 23 - 26 Μαρτίου 2017 by OPTOMA


Φιλμ
Διανομή
Wks Αίθουσες
4ήμερο Ελλάδας
Σύνολο Ελλάδας
1
Beauty And The Beast
Feelgood Ent.
2
221
37.138
117.649
2
Get Out
UIP
2
51
11.412
36.319
3
Power Rangers
Odeon
1
63
9.484
9.484
4
Kong: Skull Island
Tanweer
3
36
6.755
91.941
5
Logan
Odeon
4
28
5.874
174.268
6
All Nighter
Tanweer
1
29
3.161
3.161
7
Suburra
Strada Films
1
11
2.977
2.977
8
Juste la fin du monde
Seven Films
1
11
2.682
2.682
9
The LEGO Batman Movie
Tanweer
7
40
2.086
71.355
10
Πλατεία Αμερικής
Feelgood Ent.
1
13
1.656
1.656


Περισσότερα... »

Το Αουτσαϊντερ (L'Outsider) PosterΤο Αουτσάιντερ
του Christophe Barratier. Με τους Arthur Dupont, François-Xavier Demaison, Sabrina Ouazani, Tewfik Jallab, Thomas Coumans, Sören Prévost, Franz-Rudolf Lang, Luc Schiltz, Mhamed Arezki


Απληστία
του zerVo (@moviesltd)

Κάθε τέσσερα χρόνια και μια καινούργια ταινία είναι η περιοδικότητα που έχει ορίσει για την δημιουργικότητα του ο Γάλλος σκηνοθέτης Christophe Barratier, που με το ντεμπούτο του είχε αφήσει εξαιρετικές υποσχέσεις για μια πολύ σπουδαία καριέρα. Και όχι άδικα αφού το Les Choristes (είχε προβληθεί και αυτό σε μια από τις πρώτες εκδοχές του Γαλλόφωνου Φεστιβάλ, ενώ ο πρωταγωνιστής του Gerard Jugnot είχε παραβρεθεί στην επίσημη πρεμιέρα του στην Αθήνα) αποτελεί μια από τις πιο όμορφες στιγμές του τρικολόρ σινεμά για την πρώτη δεκαετία του μιλένιουμ, έχοντας φτάσει μάλιστα ίσαμε τις Οσκαρικές υποψηφιότητες, σε δύο κατηγορίες, καλύτερης ξενόγλωσσης παραγωγής και καλύτερης μουσικής επένδυσης. Η πορεία του 53χρονου κινηματογραφιστή εντέλει δεν ανταποκρίθηκε των προσδοκιών με τις επόμενες ταινίες του, Faubourg 36 και La Nouvelle Guerre Des Boutons, να μην φτάνουν ποτέ στα επίπεδα της πρώτης. Το L'Outsider είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους δημιουργία του και παρότι ενδιαφέρουσα, εκτιμώ η πιο αδύναμη ποιοτικά όλων.

Το Αουτσαϊντερ (L'Outsider) Quad Poster
Το όνειρο κάθε φιλόδοξου χρηματιστή του Παρισιού, είναι κάποια στιγμή να καταφέρει να ανέβει τις γιγάντιες σκάλες που οδηγούν στα έγκατα των κτιρίων των κορυφαίων τραπεζικών ιδρυμάτων, εκεί που παίζεται και το πιο χοντρό παιχνίδι κέρδους. Όνειρο που θα κάνει πραγματικότητα στα 2005 ο νεαρός Ζερόμ Κερβίλ, κερδίζοντας μια θέση κατώτερου υπαλλήλου στην τράπεζα Societe General, μια εκ των 120 χιλιάδων παγκοσμίως, τρέφοντας πάντοτε μέσα του την ελπίδα θα αναρριχηθεί στην ιεραρχία της και να εξελιχθεί σε μεγάλο και τρανό μπρόκερ. Και πραγματικά έχοντας την καθοδήγηση του άριστου γνώστη των κινήσεων της αγοράς Κέλλερ, που θα τον πάρει υπό την εποπτεία του, ο Ζερόμ ταχύτατα θα εκτιμηθεί από τους ανωτέρους του σαν ιδιαίτερα φέρελπις χρηματιστής και θα κερδίσει επάξια ένα από τα σημαντικότερα και πλέον καίρια πόστα, που του δίνει την δυνατότητα να τζογάρει καθημερινά τεράστια ποσά, αποσκοπώντας σε ανάλογα θεόρατα κέρδη για τους εργοδότες του. Από τις πρώτες κιόλας στιγμές της δράσης του, θα γίνει σαφές σε όλους τους συναδέλφους του, πως οι μέθοδοι του υπέχουν τεράστιου ρίσκο και μια ενδεχόμενη αστοχία θα σημάνει απώλειες εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για την τράπεζα. Όταν κάποια φορά γίνει επίσημη καταμέτρηση της χασούρας, τα μεγέθη θα είναι πολύ πιο μεγάλα από όσα θα μπορούσε να φανταστεί ο απλός νους...

Αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου που έφτασε στα όρια της καταστροφής μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, πετυχαίνοντας με τις ενέργειες του να την βάλει μέσα ούτε λίγο ούτε πολύ, κατά 4,7 δισεκατομμύρια ευρώ, νούμερο ιλιγγιώδες, που ειδικά στις δύσκολες ημέρες για την κεφαλαιαγορά που διανύουμε, με ευκολία μπορεί να βάλει λουκέτο ακόμη και στις πιο γερών θεμελίων χρηματοπιστωτικές οικογένειες. Το σκάνδαλο της SG που συγκλόνισε το 2008 τις αγορές της Γαλλίας, δεν πετυχαίνει τα ίδια αποτελέσματα όμως, τοποθετημένο στο επίκεντρο του στόρι ενός φιλμ που παγιδεύεται μέσα στην ίδια του την ματαιοδοξία, να προβάλλει συμπυκνωμένο όλο το πάθος των μανιακών της stock market, για κέρδη και φούσκωμα μέχρι και ξεχείλωμα των λογαριασμών με ποσά που ξεπερνούν την φαντασία. Στην απεικόνιση πάνω στους συνδεδεμένους με τις αγορές ηλεκτρονικούς υπολογιστές, όλα αυτά τα νούμερα μοιάζουν με ιερογλυφικά στο μυαλό του άμαθου θεατή, που δεν έχει την γνώση για το πότε είναι το σωστό να ψωνίζεις και να πουλάς, άρα οι ορολογία που χρησιμοποιούν οι λουσμένοι στον κρύο ιδρώτα ρισκαδόροι, δεν μπορεί να περάσει με ευκολία και να αγκαλιάσει την αδαή πλατεία. Δεν είναι βλέπεις και όλοι Scorsese για να δημιουργήσουν ταινία χρηματιστηριακής δράσης και να μην πνίξουν τον αναγνώστη τους σε ποσοστά, αριθμούς, νούμερα και ψηφία...

Ο Barratier προσπαθεί πάντως να κτίσει ένα ανθρώπινο υπόβαθρο γύρω από την βασική του περσόνα, που υποδύεται ο ταλαντούχος Arthur Dupont με συνέπεια και τόλμη. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην στιγμή που γίνεται αντιληπτό πως δεν πρόκειται για έναν απλό ανθρωπάκο, για έναν υπάλληλο εταιρίας που κάνει τα πάντα για να πάει το μαγαζί του μπροστά. Ο Κερβίλ είναι ένα ντόμπερμαν, ένας λυσσασμένος σκύλος που νοιάζεται μόνο για σκορ με θετικό πρόσημο και πολλά μηδενικά ψηφία στο κλείσιμο τους. Στην αγωνιώδη του ετούτη μάχη, λησμονεί πως έχει γονείς, φίλους, συντροφιές, μια μνηστή που τον καρτερεί υπομονετικά στο σπίτι, γίνεται ένα παθιασμένα άπληστο ζόμπι, ένας ζωντανός νεκρός που δεν έχει κάτι να κερδίσει τόσο ο ίδιος, όσο η πουλημένη στον διάβολο του χρήματος ψυχή του, αν κατορθώσει να πετύχει το μεγάλο, το σπουδαίο ντιλ. Από αυτή του την έκφανση Το Αουτσάιντερ (λογικός ο τίτλος, κανείς δεν του το είχε του μικρού για καταστροφέα) αποσπά τα περισσότερα κέρδη του, όταν γίνεται πιο γήινο και απτό, αφού ντυμένο μια πιο θρίλερ φορεσιά, κτίζει το πορτρέτο του μισαλλόδοξου μανιοκαταθλιπτικού τύπου, που παραλίγο να τινάξει στον αέρα τα ισοζύγια της δεύτερης σημαντικότερης οικονομικά δύναμης της ΕΕ.

Το Αουτσαϊντερ (L'Outsider) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »

Εκείνο το Καλοκαίρι (Ce sentiment de l'été) PosterΕκείνο το Καλοκαίρι
του Mikhaël Hers. Με τους Anders Danielsen Lie, Judith Chemla, Marie Rivière


Ηλιόλουστη Μελαγχολία
του zerVo (@moviesltd)

Με τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας ενός λατρεμένου προσώπου καταπιάνεται στην καινούργια του δημιουργία, ο σαραντάχρονος Γάλλος σκηνοθέτης Mikhael Hers. Πρόκειται για την πέμπτη απόπειρα μεγάλου μήκους του αξιόλογου κινηματογραφιστή, που με τις προηγούμενες του - καμία δεν έχει προβληθεί με επίσημη διανομή στην χώρα μας - έχει ταξιδέψει στα μεγαλύτερα φιλμικά ραντεβού της Ευρώπης. Από αυτά έχει φύγει έχοντας πάντοτε στις αποσκευές του ένα σημαντικό τρόπαιο, κάτι που συνέβη και στην Angers το 2007 για το Charell και στις Κάννες το 2009 για το Montparnasse και στο Locarno το 2010 για το πιο γνωστό μέχρι στιγμής πόνημα του Memory Lane. Το Ce Sentiment De L'Ete υπήρξε κατά την περσινή χρονιά υποψήφιο για το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ του Rotterdam στην Ολλανδία.

Εκείνο το Καλοκαίρι (Ce sentiment de l'été) Quad Poster
Ανείπωτη τραγωδία! Μια καλοκαιρινή ημέρα, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή προειδοποίηση από κάποια ενόχληση στην υγεία της, η τριαντάχρονη Σάσα, επιστρέφοντας από το Βερολινέζικο στούντιο που ανέπτυσσε τις αρτιστικές της  θα αφήσει παντελώς ξαφνικά την τελευταία της πνοή, βυθίζοντας στο πένθος τα αγαπημένα της πρόσωπα. Τόσο τον ευρισκόμενο πλέον σε απόγνωση Λόρενς, που νιώθει το σπιτικό τους αδειανό, μετά από μια πενταετία κοινής συμβίωσης, όσο και την νεαρότερη αδελφή της Ζόε, που διαμένει στην πρωτεύουσα μαζί με τον μονίμως ευδιάθετο και καλοσυνάτο σύζυγό της και το ανήλικο αγοράκι τους. Καθώς οι εποχές θα κυλούν, οι δύο πιο κοντινοί στην θανούσα άνθρωποι, θα κληθούν να ζυγίσουν από την αρχή τις ζωές τους, ώστε να προσπεράσουν, το ακαριαίο και αναπάντεχο κτύπημα της μοίρας.

Κατόπιν του άδειου από λόγια πρώτου τρίλεπτου, που η κινούμενη κάμερα ακολουθεί κατά πόδας την δύσμοιρη γυναίκα της σύνοψης, τα πάντα στρέφονται πλέον σε αυτούς που μένουν πίσω, που πλέον πρέπει να ζυγίσουν το ρητό πως η ζωή συνεχίζεται, ψάχνοντας τους δικαιότερους τρόπους για να μην λησμονήσουν την απελθούσα και να την θρηνήσουν όπως της πρέπει. Χρονικά το σύνολο σπάει σε τρεις διαφορετικές περιόδους που έχουν απόσταση μεταξύ τους ενός έτους, προτάσσοντας ακόμη μια ιδιαιτερότητα, τον τόπο που εξελίσσεται η πλοκή. Από την Γερμανική πρωτεύουσα, την επόμενη θερινή πάντοτε σεζόν το θέμα ταξιδεύει στο Παρίσι (και σε κάποιες λίγες στιγμές στην εξοχική κατοικία των γονιών της Σάσα στο πανέμορφο Αννεσί) για να κλείσει ο κύκλος, στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, στην Νέα Υόρκη, την πόλη που ποτέ δεν κοιμάται και θα είναι εκείνη που θα δώσει στους προβληματισμένους χαρακτήρες την ευκαιρία αναζωογόνησης που επιζητούν.

Στον ένα πόλο βρίσκουμε τον σύντροφο της πρόωρα χαμένης, που έτσι κι αλλιώς αναζητά από πριν μια ταυτότητα στην πορεία του, που ακόμη δεν έχει καταφέρει να την βρει, ασχολούμενος περιστασιακά είτε σαν συγγραφέας είτε σαν μεταφραστής. Από την άλλη μεριά η αδελφή που έμεινε μόνη της, μάλλον δεν δείχνει ακόμη έτοιμη να εγκαταλείψει για πάντα την νιότη για να ντυθεί το ρούχο της σοβαρής οικογενειάρχη, ενθυμούμενη τις ανέμελες στιγμές που περνούσε μαζί με το αίμα της. Ο έξοχος καιρός που συντροφεύει και τους δύο, ο καταγάλανος ουρανός, οι πολύ καλές συνθήκες, έρχονται σε αντιδιαστολή με  το πένθος και την μουντάδα των ψυχών, δημιουργούν όμως τις προϋποθέσεις εκείνες που ζητούνται για να στηθεί ένα καλύτερο αύριο. Μελαγχολικό αναμφίβολα το ενενηντάλεπτο, τονίζει όμως το ρητό με τον χρόνο και την γιατρειά των ψυχών που έχουν τυλιχτεί από την θλίψη. Δυνατό συστατικό της αφήγησης οι αληθινές ερμηνείες, κυρίως του Νορβηγού Anders Danielsen Rye, που είναι ρεαλιστικότατος στην έκφραση του, αποδίδοντας τον ταλαιπωρημένο από την απότομη φυγή της αγαπημένης του άντρα.

Εκείνο το Καλοκαίρι (Ce sentiment de l'été) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »

Φοβού τον Πεθερό (All Nighter) PosterΦοβού τον Πεθερό
του Gavin Wiesen. Με τους Emile Hirsch, J. K. Simmons, Kristen Schaal, Jon Daly, Taran Killam, Hunter Parrish, Analeigh Tipton, Shannon Woodward


Ο Γαμπρός σαν θα γεννηθεί...
του zerVo (@moviesltd)

Παραλλαγές σε ένα θέμα, η καλύτερη συνταγή για το Χόλιγουντ που έχει στερέψει εδώ και πολύ καιρό από ιδέες. Και αν αφορά μάλιστα στο είδος της κωμωδίας, αυτό το ξαναμπάλωμα, ξαναζέσταμα, ξανασερβίρισμα των ίδιων και των ίδιων τάχαμου διασκεδαστικών ιστοριών, γίνεται αδιάκριτα και χωρίς να υπάρχουν αναστολές από τους δημιουργούς, που δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα μην τυχόν και τους κατηγορήσει κανείς ως κραυγαλέους αντιγραφείς. Εντάξει, σύμφωνοι, δεν παίρνουν και το στυπόχαρτο να ξεπατικώσουν ολόκληρο έργο, προσθέτουν μια πινελιά από δω, μια κουτσουλιά από εκεί και νάσουτο το εντελώς διαφορετικό ταινιάκι, χιουμοριστικό και κεφάτο. Κι αν σου θυμίζει η υπόθεση του κάτι παρόμοιο παρελθοντικό, ε, οκ δεν έγινε και τίποτα, δεν υπάρχει παρθενογένεση στην Τέχνη, θα σου αντικρούσουν με στόμφο. Φοβού τον Πεθερό λοιπόν, γράφει η μαρκίζα... Χμ... Δεν παίζει λες ο De Niro σε ρόλο ΕΣΑτζή father in law? Για κάνω λάθος?

Φοβού τον Πεθερό (All Nighter) Quad Poster
Έξι ολόκληροι μήνες έχουν περάσει από εκείνο το καταστροφικό ραντεβού γνωριμίας, σε πανάκριβο ρεστοράν,  του τεμπελάκου και μπατίρη μουσικού Μάρτιν, με τον πατέρα της καλής του, Κύριο Γκάλο, έναν αυταρχικό, είρωνα, σνομπ, πολυάσχολο και πάμπλουτο εργασιομανή επιχειρηματία με έδρα την Γενεύη, που από την πρώτη στιγμή δεν είδε με καθόλου καλό μάτι την ερωτική επιλογή της θυγατέρας του. Έξι μήνες που στην κυριολεξία έχουν διαλύσει τα πάντα όμως, καθώς η Τζίνι, έχει εγκαταλείψει τον ελάχιστα φιλόδοξο Μάρτιν, για τα μάτια ενός εύπορου Μίστερ Ράιτ, βυθίζοντας τον ακόμη περισσότερο στην κατάθλιψη και την εσωστρέφεια, να παραμένει κλεισμένος στο βρωμερά ακατάστατο διαμέρισμα του, διαλυμένος ψυχικά και δίχως το παραμικρό κέφι για να ασχοληθεί με το μουσικό όργανο που είναι σολίστας, το κάντρι σύμβολο, μπάντζο...

Αναζητώντας σε ένα διάλειμμα των υποχρεώσεων του την κόρη του, ο Κύριος Γκάλο κι έχοντας χάσει τα ίχνη της, θα κτυπήσει την πόρτα του πρώην της (όπως θα πληροφορηθεί) μην τυχόν κι εκείνος γνωρίζει το που βρίσκεται. Η αρνητική απάντηση που θα πάρει από τον νεαρό, θα τον ανησυχήσει ακόμη περισσότερο, μιας και δεν ξέρει καν προς τα που να στραφεί και να την αναζητήσει σε ολάκερο Λος Άντζελες. Γι αυτό, μολονότι κι ο ίδιος δεν το κρίνει σαν την καλύτερη ιδέα, θα ζητήσει την βοήθεια του τσαπατσούλη Μάρτιν, ώστε να τον οδηγήσει στα στέκια που εκείνη σύχναζε, μην τυχόν και κάποιος θαμώνας μπορέσει να δώσει την οποιαδήποτε ένδειξη ικανή να αποκαλύψει τα ίχνη της...

Οπότε ο λιγομίλητος και απότομος Πεθερούλης καλείται να ενώσει δυνάμεις με τον αδέκαρο και όχι και τόσο έξυπνο Γαμπρούλη, για καλό όμως σκοπό, την εξεύρεση της υψηλομύτας κορασίδας, που την έκανε με ελαφριά πηδηματάκια, από την αγκάλη του ολημερίς στην ξάπλα μποέμ οργανοπαίκτη, για την σαφώς πιο ασφαλή και παραλίδικη του βασιλόπαιδου. Το ζήτημα που ορίζει και τον χιουμοριστικό άξονα πάνω στον οποίο κινείται το All Nighter (ο δεύτερος δανεισμός ιδέας, δηλαδή, από το Into The Night του Landis) είναι το ότι η συνύπαρξη των δύο διαφορετικής ηλικίας, σκεπτικής, συμπεριφοράς και δράσης αντρών, λογικά θα αναγκάσει τον ένα να ενεργήσει σύμφωνα με τις προσταγές του άλλου. Και ω του θαύματος, δεν θα είναι εκείνος ο προδομένος Μπαντζοπαίκτης, αλλά ο γηραιότερος, που μέσα σε ελάχιστα λεπτά πλοκής, θα απολέσει το πανάκριβο κοστούμι του, αντικαθιστώντας το με ροζουλί τι σερτ της Χάνα Μοντάνα (νομίζω...).

Η βόλτα μέσα στην νύχτα, στην αναζήτηση του σπιτιού της νεαράς, δεδομένα και λογικά θα στρέψει τους συμμετέχοντες (στο ντουέτο κάποια στιγμή προστίθεται και ένας πολυλογάς Τύπου Γαλιφιανάκης, που μάλλον χαλάει την συνοχή της αφήγησης) σε παράνομες πράξεις και ενέργειες, που θα συμπληρώσουν το φασαριόζικο από την μια και χαχανίστικο από την άλλη πακέτο, μιας καθαρόαιμης b-movie κομεντί, ιδιαίτερα χαμηλού κόστους, όπως και ιδιαίτερα χαμηλών απαιτήσεων. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που πίσω από την κάμερα βρίσκεται ο άσημος σχετικά Gavin Wiesen, που έξι χρόνια πριν είχε ασχοληθεί και πάλι με την κωμωδία, με εξίσου μέτρια αποτελέσματα, στο μη προβεβλημένο στα μέρη μας, The Art Of Getting By, με πρωταγωνίστρια την Emma Roberts, σε μια συμπτωματική εκλεκτική συγγένεια με το ίδιας, τωρινής, κυκλοφοριακής εβδομάδας Nerve, όπου η ξανθούλα βρίσκεται στο στάρινγκ.

Σε γενικές γραμμές πολύ λίγα πράγματα προσφέρει το φιλμάκι στον θεατή του, εξόν του εισαγωγικού ίντρο σκηνικού, βγαλμένου από τον Γαμπρό της Συμφοράς, που ένας Stiller με την γνωστή του γκριμάτσα θα είχε απογειώσει. Εδώ ο άνευρος και ασυμπαθής ανέκαθεν, Emile Hirsch δεν έχει πάνω το παραμικρό στοιχείο που θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκη ενασχόλησης της πλατείας μαζί του, υποδυόμενος τον οκνηρό, άεργο, κοιμήση και do not disturb από το χουζούρι μου, παρατημένο boyfriend. Αντιθέτως ο J.K. Simmons, ο λατρεμένος ετούτος ρολίστας, ντυμένος την στολή που του ταιριάζει απόλυτα, εκείνη του πειθήνιου μεσήλικα που δεν σου δίνει την δυνατότητα για πολλά πολλά μαζί του, όπως την έραψε από την εποχή του Σπαίντερμαν μέχρι τις Whiplash ημέρες μας, είναι και ο μοναδικός σοβαρός λόγος για να ρίξεις οβολό σε ένα φιλμ, που πίσω θα σου επιστρέψει λιγότερα από όσα ενδεχόμενα καρτεράς. Άστο για το βίντεο το λοιπόν...

Φοβού τον Πεθερό (All Nighter) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαρτίου 2017 από την Tanweer
Περισσότερα... »

Κάποια να με Προσέχει (The Carer) PosterΚάποια να με Προσέχει
του János Edelényi. Με τους Brian Cox, Anna Chancellor, Emilia Fox, Coco König, Karl Johnson, Selina Cadell, Andrew Havill, Roger Moore


To Be, To Be...
του zerVo (@moviesltd)

Δεν είναι και τόσο εύκολα εξηγήσιμο το φαινόμενο της ύπαρξης αρκετών φιλμς που επεξεργάζονται ακριβώς το ίδιο θέμα, της σχέσης ανάμεσα σε έναν ανήμπορο ασθενή και τον άνθρωπο που έχει αναλάβει να τον φυλάει, ενώ ακόμη πιο δύσκολο να εξηγηθεί είναι το πως καταφέρνει αυτό το όχι και τόσο πιασάρικο είναι η αλήθεια ζήτημα - δεν αποτελεί και την πρώτη επιλογή για το κοινό, να αποτυπωθεί στο εκράν φαντάζομαι, η εικόνα ενός αρρώστου - να έχει μια άξια αναφοράς εμπορική απήχηση στα box office. Με πιο δοξασμένη να έρχεται πρόχειρα στο μυαλό την περίπτωση των Φραντσέζων Les Intouchables, που εντός ολίγου θα αποκτήσουν την αγγλόφωνη εκδοχή τους, μπορούμε να θυμηθούμε ακόμη την καταπληκτική περίπτωση του επίσης Γαλλικού, αλλά και διαφορετικού ύφους, De Rouille Et D'Os, όπως και του πιο πρόσφατου Me Before You, που ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, χάρη στην στάση που πήρε στο ζήτημα της εθελούσιας ευθανασίας. Μια πιο γλαφυρή και ανάλαφρη ιδέα είναι αυτή που προτείνει η Βρετανικής κοπής, δια χειρός Μαγυάρου μαέστρου, περίπτωση του The Carer.

Κάποια να με Προσέχει (The Carer) Quad Poster
Ελάχιστοι Σεξπιρικοί ερμηνευτές, έχουν γνωρίσει τέτοια μεγαλεία και δόξες όσες έχει βιώσει ο Σερ Μάικλ Γκίφορντ, το ζωντανό, ακόμα, τοτέμ του θεάτρου της Γηραιάς Αλβιόνας, αφού δεν έχει υπάρξει ούτε ένας ρόλος γραμμένος από τον κορυφαίο Βάρδο που δεν τον έχει αποδώσει με τεχνική αρτιότητα, στο διάβα μιας καριέρας μεγαλύτερης του μισού αιώνα. Γηρασμένος πλέον ο κορυφαίος ηθοποιός και έχοντας μπει στην τελική ευθεία της ζωής του, κτυπημένος από την νόσο του Πάρκινσον που τον έχει καταβάλλει και του έχει στερήσει την ικανότητα να αυτοσυντηρείται, έχει αποσυρθεί στην εξοχική του έπαυλη στην ύπαιθρο του Κεντ, εκεί που ολημερίς συνυπάρχει με τις θύμησες μιας πραγματικά θριαμβευτικής καριέρας.

Αποφασισμένη να δώσει ένα τέλος στην ταλαιπωρία που ζει τον τελευταίο καιρό με την δύσκολα διαχειρίσιμη κατάσταση του πατέρα της, που ολοένα και χειροτερεύει, η κόρη του βετεράνου ηθοποιού, Σοφία, θα πάρει το ρίσκο να προσλάβει μια γυναίκα, που θα τον προσέχει, θα τον παρακολουθεί σε οτιδήποτε χρειαστεί και θα τους κρατά συντροφιά στις μοναχικές ώρες της ημέρας του. Ο κλήρος θα πέσει στην άμαθη και άπειρη ως αποκλειστική, Ντορότια, νεαρή μετανάστη από την Ουγγαρία, που χάρη στο κοινό της ενδιαφέρον με τον γέρο παράξενο που φροντίζει, μιας και το όνειρο της είναι να πατήσει και να εδραιωθεί στο θεατρικό σανίδι, θα αναπτύξει μαζί του μια σχέση τρυφερή και ευαίσθητη, μολονότι εξ αρχής κάτι τέτοιο διαφαινόταν κυριολεκτικά αδύνατον.

Αδύνατον σε ότι αφορά εκείνον, τον δύστροπο και κακεντρεχή παππού, που η άνοια έχει καταστρέψει ολοκληρωτικά τους τρόπους επικοινωνίας με το περιβάλλον του και που αντιλαμβανόμενος το εκ πρώτης όψης ξένο σώμα που πάνε να φορτώσουν δίπλα του, αντιδρά, γίνεται έξαλλος, ούτε διανοείται να αποδεχτεί την ανημπόρια του και συνεπώς την ανάγκη για άμεση χείρα βοηθείας. Το κοριτσάκι από την μεριά του, δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να είναι ευγενικό και καλοπροαίρετο. Τον κουβαλάει πέρα δώθε τον γέροντα, του μιλάει, του κουβεντιάζει, τον κάνει βόλτες, ανάβει μαζί του κανά τσιγαράκι, τον αλλάζει πάνες, τον πλένει, τον ντύνει και ακεί που βρίσκει το κουμπί του, είναι που του παρασταίνει (έχοντας διαβάσει και δυο βιβλία του Ουίλιαμ) ήρωες που έχει υποδυθεί κατά το παρελθόν. Ε, δεν θέλει και παραπάνω ο θεατρικός θρύλος από το να πάρει κι εκείνος μπρος και να εκφωνεί με στόμφο και πομπωδώς τις ατάκες που μια φορά κι έναν καιρό τον έκαναν διάσημο.

Ευχάριστη, αλλά και αφελής κατά περιόδους, είναι η ηλιόλουστης αισθητικής ταινία που υπογράφει ο Ούγγρος Janos Edelenyi, ένας 70χρονος κινηματογραφιστής από την παραδουνάβια πανέμορφη αυτή χώρα, που έχει να επιδείξει μόλις δύο ταινίες μεγάλου μήκους στο παλμαρέ του. Ουσιαστικά η ιστορία που αφηγείται επικεντρώνεται κατ αποκλειστικότητα στην σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του Σεξπιρικού μύθου και του θαρραλέου μα και θρασύτατου ανερχόμενου υποκριτικού ταλέντου, σχέση που σε ελάχιστο χρόνο θα ορίσει ένα είδος εξάρτησης για τους δύο πόλους που την ορίζουν. Η πιτσιρίκα παίρνει από τον πεπειραμένο ερμηνευτή όλες εκείνες τις συμβουλές που τις χρειάζονται για να κάνει πράξη το καλλιτεχνικό όραμα της, ο ηλικιωμένος σε ανταπόδοση ρουφά ζωή από το κέφι και τα νιάτα της, κάνοντας κέφι με το ιδιδόμορφο αξάν την προφοράς της.

Πολύ σημαντικός ηθοποιός ο Brian Cox, που πλέον ειδικεύεται στην απόδοση ρόλων συνταξιούχου και απομάχου, εκμεταλλευόμενος την τεράστια εμπειρία που έχει αποκτήσει εδώ και πέντε (και βάλε) δεκαετίες, τόσο στο σινεμά κυρίως όμως στο θέατρο όπου αποτελεί σύμβολο της Βρετανικής σκηνής. Στους αντίποδες η μικρούλα Coco Konig, πραγματοποιεί το ντεμπούτο της αν μη τι άλλο με αξιοπρέπεια, αποδίδοντας την ανέμελη και τρυφερή νεανική περσόνα της The Carer, δείχνοντας πως διαθέτει τα στοιχεία εκείνα που ενδεχόμενα θα της ανοίξουν τον δρόμο για μια μια θετική πρωταγωνιστική πορεία. Ταίριασμα ευχάριστο, που δεν πρόκειται ποτέ να χαλάσει τον θεατή του, σε καμία περίπτωση όμως δεν θα του αφήσει και αναμνήσεις τέτοιες που θα του μείνουν αξέχαστες.

Κάποια να με Προσέχει (The Carer) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαρτίου 2017 από την Spentzos Films
Περισσότερα... »

Ευτυχία PosterΕυτυχία
του Χρήστου Πυθαρά. Με τους Ξανθή Σπανού, Δημήτρη Αλεξανδρή, Θέμιδα Μπαζάκα, Σταύρο Συμεωνίδη, Μυρτώ Πανάγου, Γιάννη Μυλωνά, Κατερίνα Παπανδρέου, Χρήστο Στέργιογλου


Τα πράγματα ζορίζουν...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Όλα συμβαίνουν μες στο κεφάλι μας

Ο Χρήστος Πυθαράς γεννήθηκε το 1981. Κατηγορεί τη γιαγιά του και τα Σαββατοκύριακα μαζί της, που τον έμαθαν να αγαπά τα αιματηρά θρίλερ των 80s. Απόφοιτος σκηνοθεσίας κινηματογράφου από το Κολέγιο Καλών Τεχνών του Εδιμβούργου. Έχει σκηνοθετήσει οκτώ μικρού μήκους ταινίες, τρεις θεατρικές παραστάσεις και βιντεοκλίπ. Βασικός εισηγητής των πρακτικών σεμιναρίων σκηνοθεσίας του Filmschool.gr. H «Ευτυχία» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του.

Ευτυχία Quad Poster
Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε 40 μέρες, το μοντάζ της κράτησε σχεδόν έναν χρόνο και το συνολικό της μπάτζετ έφτασε μόλις τις 10.500 ευρώ! Την πρεμιέρα της την έκανε στις... «Νύχτες Πρεμιέρας», στο φεστιβάλ δηλαδή του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ τον περασμένο Σεπτέμβριο. Ακολούθησε η προβολή της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Την Πέμπτη 23 Μαρτίου βγαίνει σε έναν κινηματογράφο, στην Αθήνα, χωρίς εταιρία διανομής από πίσω της. Και προσεχώς, θα λάβει μέρος στο φεστιβάλ Bafici του Μπουένος Άιρες.

Η υπόθεση: Η Άννα είναι μια νεαρή γυναίκα που καταναλώνει τον ελεύθερο χρόνο της στο facebook. Νιώθει μοναξιά ανάμεσα σε φίλους, συνεργάτες και συγγενείς. Δυσκολεύεται να έχει κοινωνική ζωή και τις περισσότερες φορές κατασκευάζει ψέματα για πάρτι και εκδρομές που δεν έχει πάει. Η ερωτική της ζωή επίσης περιορίζεται σε ιντερνετικές απολαύσεις. Μεταξύ του σπιτιού της και του φωτογραφείου στο οποίο δουλεύει, κάνει σύντομες στάσεις στο ψιλικατζίδικο για να «κλέψει» τσίχλες και στο σπίτι της μητέρας της που δεν σταματά ποτέ να φροντίζει τα λουλούδια της αλλά δεν φροντίζει την Άννα. Ξαφνικά, εμφανίζεται ένας άντρας με κόκκινο μπουφάν που μοιάζει να την παρακολουθεί συνεχώς. Κάθε στοιχείο της ζωής της αρχίζει να γίνεται δυσβάσταχτο υπό την πίεση του κόκκινου μπουφάν και η εμμονή της να εντοπίσει αυτόν τον άντρα παίρνει την μορφή ψύχωσης. Και της αφήνει και χαρτάκια post-it με αντίστροφη μέτρηση. Η Άννα αρχίζει να υποψιάζεται τους πάντες γύρω της. Ποιος και γιατί την τυραννάει; Ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο;

Η άποψή μας: Αυξάνονται και πληθύνονται οι ταινίες είδους στην Ελλάδα της κρίσης, κι αυτό είναι ένα καλό νέο. Η συγκεκριμένη είναι αξιοθαύμαστη για πάρα πολλούς λόγους. Κυρίως επειδή κατορθώνει να αρθρώσει έναν πολύ ξεκάθαρο κινηματογραφικό λόγο με πενιχρά μέσα παραγωγής, ακολουθώντας πρακτικές diy και gorilla film-making! Ο Πυθαράς δεν κρύβει τις κινηματογραφικές επιρροές του. Η «Αποστροφή» και ο «Ένοικος» του Roman Polanski ρίχνουν βαριά τη σκιά τους στην ταινία του, όπως επίσης το «Μια γυναίκα δαιμονισμένη» του Andrzej Zulawski αλλά και το «Μετά τα μεσάνυχτα» του Nicolas Roeg.

Αλλά ο άνθρωπος δεν μιμείται: οι αναφορές του είναι καλά χωνεμένες κι αυτό που κάνει είναι ολότελα δικό του. Σκιαγραφεί μια απτή, σημερινή, ολοζώντανη πραγματικότητα μέσα από την διαστρεβλωμένη οπτική μιας νεαρής γυναίκας που χάνει τη λογική της, μιας που δεν μπορεί να «ταιριάξει». Αυτή η πραγματικότητα της προκαλεί κνησμό: θέλει να διώξει από πάνω της όλα όσα την καταπιέζουν, όλα όσα τη βαραίνουν, αλλά δεν μπορεί. Θέλει αγάπη, θέλει φροντίδα, θέλει αλήθεια, αλλά δεν τη βρίσκει. Κι αφού δεν τη βρίσκει εκεί έξω, τη... βρίσκει μόνη της. Αυνανισμός μπροστά από μια οθόνη υπολογιστή: τόσο τρομαχτικό και πλέον τόσο συχνό που καταντά κλισέ! Αυτό που όλοι μας το ανεχόμαστε και το βαφτίζουμε ζωή η Άννα δεν το αντέχει. Και ξεσπάει. Και σωματοποιεί το άγχος της, τους φόβους της, τον εγκλωβισμό της, στο πρόσωπο ενός τύπου που φοράει κόκκινο μπουφάν και της στέλνει post-it κάθε μέρα, με νούμερα σε αντίστροφη μέτρηση.

Είναι εξαιρετική η Ξανθή Σπανού στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Βγάζει όλη της υστερία αλλά και ταυτόχρονα όλη την απελπισία του σύγχρονου ανθρώπου. Μικρή το δέμας μεν αλλά πάρα πολύ δυνατή και έξυπνη ταινία, με λειτουργική κινηματογραφοφιλία, εξαιρετικό σάουντρακ και πολύ εύστοχη χρήση της κινηματογραφικής γλώσσας. Μικρό διαμαντάκι λέμε! Ευτυχείτε, που λέει και ο τοίχος σε ένα πλάνο της ταινίας. Αν υπάρχει ευτυχία. Αν υπάρχει ο τοίχος...

Ευτυχία Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαρτίου 2017 από Ανεξάρτητη διανομή
Περισσότερα... »