The Old Guard PosterThe Old Guard
της Gina Prince-Bythewood. Με τους Charlize Theron, KiKi Layne, Matthias Schoenaerts, Marwan Kenzari, Luca Marinelli, Chiwetel Ejiofor, Harry Melling, Van Veronica Ngo, Anamaria Marinca, Joey Ansah.

To Protect and To Serve. Eternally...
του zerVo (@moviesltd)

Η περιπέτεια φαντασίας Χαιλάντερ ο Αθάνατος, σε σκηνοθεσία Russell Mulcahy, που κυκλοφόρησε το 1986, αποτέλεσε μια από τις πιο ιδιόμορφες περιπτώσεις εμπορικής διπροσωπίας. Εισπρακτική παταγώδης αποτυχία, παντού στον κόσμο, στην δική μας την χώρα, δεν πρέπει να υπήρξε άνθρωπος που δεν την είδε, είτε στην διαδρομή της στις αίθουσες, είτε στην βολικότερη της βίντεο κασέτας. Κάτι το έξυπνο στόρι, κάτι η παρουσία του σταρ στα μέρη μας Lambert και του ΣΗΝ Connery την περίοδο της μεντοροσύνης του, κάτι τα αξιόλογα ειδικά εφέ και κάτι η μουσική επένδυση από τους Queen, δημιούργησαν μια από τις πλέον καλτ στιγμές της πειραγμένης δεκαετίας. Τον Highlander έκτοτε μπόλικοι αποπειράθηκαν να αντιγράψουν, χωρίς ποτέ να το πετύχουν. Όπως το τωρινό The Old Guard ας πούμε...

The Old Guard Quad Poster
Η παράξενη δράση της μυστηριώδους και αήττητης τετράδας πολεμιστών, της οποίας ηγείται η δυναμική Άντι, δεν θα αργήσει να πέσει στην αντίληψη των μυστικών υπηρεσιών. Κι αυτό από την στιγμή που όλοι θα καταλάβουν πως οι τέσσερις πανίσχυροι και καλά εκπαιδευμένοι μαχητές, διαθέτουν ένα ξεχωριστό προσόν: Ακόμη κι αν πέσουν νεκροί στο πεδίο της μάχης, σύντομα οι πληγές τους θα επουλωθούν κι εκείνοι θα αναστηθούν, πανέτοιμοι να εκτελέσουν την επόμενη τους αποστολή.

Μια κατάσταση που διαρκεί αιώνια και θα ανατραπεί από την στιγμή που μια νεαρή Αμερικάνα πεζοναύτης, η Νάιλ, χάνοντας την ζωή της σε εμφύλιο πόλεμο της Μαύρης Ηπείρου, αυτοστιγμεί θα ανακάμψει ολοζώντανη, χωρίς ίχνος τραύματος πάνω της. Πληροφορία που θα αναστατώσει τόσο τους μονοιασμένους Fantastic Four, όσο και τις επιστημονικές αρχές και ιδίως τον πλεονέκτη επιχειρηματία Μέρικ, που τους έχει επικηρύξει όσο όσο, προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει ως πειραματόζωα στις έρευνες του.

Και κάπως έτσι, το κουαρτέτο που δρα ομαδικά από την εποχή των Σταυροφοριών και ακόμη πιο πίσω, θα εξελιχθεί σε κουιντέτ, μιας και η μαύρη κοπελούδα που ακόμη δεν έχει καταλάβει καλά καλά τι την έχει βρει, θα ενταχθεί στην μίνι διμοιρία. Που την ηγεσία κρατά η αρχαιότερη όλων, η πάμπολλων χιλιετιών ζωής Ανδρομάχη της Σκυθίας, η πρώτη απέθαντη ποτέ, που η εμπειρία της στους πολέμους κρατά από τότε που μάχονταν με τον πέλεκυ. Και τώρα, ανάγκα θα ορκιστεί να προστατέψει την καινούργια σύντροφο, όπως κάποτε - αποτυχημένα - έκαμε και με την Κουίν, την δεύτερη (και πλέον εξαφανισμένη) ιμμόρταλ στα χρονικά.

Ένα κυνηγητό από όλο τον κόσμο που περιβάλλει την Αμαζόνα, τον αξιωματικό του Ναπολέοντα και τους δύο σωματώδεις Σταυροφόρους (που είναι και ζευγαράκι), ορίζει στην ουσία το εργάκι, που από συνοχή και συνάφεια δεν τα πηγαίνει και πάρα πολύ για να πω την αλήθεια. Σύμφωνοι, αποξαρχής είναι κομματάκι δύσπεπτο να το αποδεχτείς με την μία το βασικό στόρι, αλλά για σινεμά μιλάμε, οπότε τα πάντα, ακόμη και το πιο ακραίο σενάριο μπορεί να πέσει στο τραπέζι της μυθοπλασίας και να γίνει αρεστό.

Λάθος συνήθειας. Δεν μιλάμε για κινηματογράφο, αλλά για μια τηλεταινία, που με γνώμονα το φινάλε της, είναι βέβαιο πως θα αποτελέσει τον πιλότο για μια μίνι, μάξι, οτιδήποτε, σειρά του δημοφιλούς καναλιού. Κι αυτό το TV στοιχείο, παρότι τα περισσότερα υλικά, τουλάχιστον τα πρωταγωνιστικά, δεν το προϋποθέτουν, είναι πασιφανές σε ολόκληρη την εξέλιξη του φιλμ, ιδίως στα άκομψα κοψίματα του μοντάζ και στις επεξηγηματικές σκηνές, που εισβάλλουν ανάρμοστα για ταινία της μεγάλης οθόνης. Πέραν της βασικής, έξυπνης ακόμη και ως αντιγραφής, ιδέας, το πράγμα κινείται σε μια λίμπο αδέξιου τρεχαλητού, που κανείς (πλην του χειρότερου κακού που θα σκεφτόταν κάποιος να σχεδιάσει, ενός αυτιάγκουρα που δεν θυμάμαι να έχω ματαδεί στο εκράν) δεν μπορεί να εξηγήσει, για ποιον λόγο συμβαίνει.

Κορωνοιού απόντος και φιλμικών πρότζεκτ υπαρκτών, ποτέ η Charlize Theron δεν πιστεύω να έπαιρνε μέρος σε μια τέτοια άνιση για την καριέρα της, μετριότατη action movie. Το ίδιο ισχύει και για τον πάντα αξιόλογο Βέλγο, που άλλοι τον αποκαλούν Σκούναρτς, άλλοι Σοενάερτς, άλλοι Σχούνερτς, ενώ απλά μπορούν να γράψουν Schoenaerts και να τελειώνει η ιστορία. Εκτός του φουκαρά Ejiofor, που ταλαιπωρημένος από το ανάκατο σενάριο δεν καταφέρνει να πείσει αν πρόκειται για friend or enemy και την Kiki Layne, που προφανώς θα παίξει βασικό ρόλο στις πιθανές TV Series, θα ήθελα να σταθώ στο "ιδιαίτερο" δίδυμο των Marwan Kenzari και Luca Marinelli. Και βέβαια δεν είναι κακό να παίζει γκέι ζεύγος, ρόλους δυναμικών υπερηρώων. Εδώ νομίζω όμως, πως το ομοφύλ ντουέτο σερβίρεται κατά τρόπο πολύ ρηχό και κάπως αγενή, σαν να μας λένε οι δυο τους, εμείς είμαστε Ολυμπιακοί, ας πούμε. Ή είμαστε Κουκουέ. Ή γουστάρουμε Πίτσα αντί για Σουβλάκι. Μα καλλιτεχνική άποψη είναι αυτή, σοβαρή? Στο μεταξύ, είναι διακριτό, πως η ντιρέκτωρ Gina Prince-Bythewood, αν κατάφερνε, όλους τους ρόλους της ταινίας της, θα τους ζευγάρωνε με ίδιου σεξ συντρόφους. Για ποιον ακριβώς λόγο και με ποιο όφελος για την ίδια την πλοκή?

Ενιγουέι, αν κανείς επιθυμεί να παρακολουθήσει Highlander, καλό θα είναι να τρέξει να δει το ορίτζιναλ. Αν από την άλλη κεφάρει εκρηκτικό adventure, με την πανέμορφη Νοτιοαφρικάνα να τσακίζει κόκαλα μέσα στα ολόστενα τζινολέδερ, φορώντας μάλιστα και την στολή της λέζμπο, ας επιλέξει την Atomic Blonde, κατ εμέ την καλύτερη, στο είδος της, δημιουργία των 10s. Αν έχει πράξει όλα τα προηγούμενα, αναγκαστικά θα φτάσει στο Guard, που ούτε ευρηματικό το αποκαλείς, ούτε σοβαρά φιλμαρισμένο. Ακόμη και δικαιολογημένα ως τηλεοπτικό.

The Old Guard Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Όχι! Αποκλειστικά στο Netflix!
Περισσότερα... »

Οδός Μαλασάνια 32 (Malasaña 32) PosterΠόσα θα ρίσκαρες για πέντε λεπτά απόλυτης ισχύος? Μια ιντριγκαδόρικη περιπέτεια δράσης, που φέρει την σφραγίδα του τηλεοπτικού καναλιού Netflix και την δημιουργική υπογραφή του διδύμου Henry Joost & Ariel Schulman (Catfish, Paranormal Activity 3 & 4, Nerve) είναι το Project Power. Όταν ένα καινούργιο ναρκωτικό χάπι που δίνει απρόβλεπτες υπερδυνάμεις σε όσους το πάρουν, κάνει την εμφάνιση του στους δρόμους της Νέας Ορλεάνης, μια νεαρή κοπέλα - βαποράκι και ένας τοπικός αστυνόμος, θα συνεργαστούν με έναν πρώην πεζοναύτη, προκειμένου να εντοπίσουν και να εξοντώσουν όλους όσους το κατασκευάζουν και το εμπορεύονται. Παγκόσμια πρεμιέρα στον δημοφιλή δίαυλο στις 14 Αυγούστου 2020.

Οδός Μαλασάνια 32 (Malasaña 32) Movie

Το πρωταγωνιστικό τρίγωνο συνθέτουν ο σούπερ αστέρας Jamie Foxx, ο πάντοτε αξιόλογος Joseph Gordon-Levitt και η Dominique Fishback. Μαζί τους συμμετέχουν και οι Rodrigo Santoro, Colson Baker, Allen Maldonado, Amy Landecker, Courtney B. Vance.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Ιουλίου 2020 από την Weird Wave!

Περισσότερα... »

22 Ιουλίου (Utøya 22. Juli) PosterΗ ημέρα που άλλαξε τη ζωή μας για πάντα! Ο Νορβηγός Erik Poppe (The King’s Choice) σκηνοθετεί την αιματηρή τρομοκρατική επίθεση του Anders Behring Breivik το 2011 στο νησί Ουτόγια της Νορβηγίας σε μία συνταρακτική ταινία που εξιστορεί την ασύλληπτα τρομαχτική εμπειρία εκείνης της τραγικής ημέρας. Με ένα αγωνιώδες μονοπλάνο 72 λεπτών, ο θεατής ζει λεπτό προς λεπτό τον πανικό, την απελπισία των θυμάτων και την εφιαλτική ατμόσφαιρα της ανελέητης επίθεσης. Ο Poppe στρέφει το βλέμμα στον αγώνα επιβίωσης και την αλληλεγγύη των νεαρών παιδιών και σεβόμενος το πένθος τους αλλάζει τα ονόματα, αλλά βασίζει την αφήγησή του σε εκτενή έρευνα και μαρτυρίες. Η ταινία έλαβε μέρος στο Επίσημο Διαγωνιστικό του 68ου Φεστιβάλ Βερολίνου. Στις 22 Ιουλίου του 2011, πάνω από 500 παιδιά δέχτηκαν επίθεση στην κατασκήνωση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος σε ένα νησί έξω από το Όσλο από έναν ακροδεξιό, οπλισμένο με καραμπίνα τρομοκράτη. Νωρίτερα την ίδια μέρα, είχε βομβαρδίσει ένα κυβερνητικό κτίριο. Στη συνέχεια πήρε τον δρόμο για το νησί Utoya. Η δεκαοχτάχρονη Kaja και οι φίλοι της βρίσκονται στην κατασκήνωση και προσπαθούν να αφομοιώσουν την είδηση της βομβιστικής επίθεσης στο Όσλο. Ξαφνικά, ακούγονται πυροβολισμοί στο νησί. Η Kaja προσπαθεί να επιβιώσει. Λεπτό προς λεπτό.

22 Ιουλίου (Utøya 22. Juli) Movie

Πρωταγωνιστούν οι Andrea Berntzen, Elli Rhiannon Muller Osborne, Jenny Svennevig, Aleksander Holmen, Ingeborg Enes Kjevik, Sorosh Sadat, Brede Fristad, Ada Otilde Eide, Karoline Schau, Solveig Koloen Birkeland, Torkel Dommersnes Soldal, Daniel Sang Tran, Tamanna Agnihotri, Mariann Gjerdsbakk, Magnus Moen.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Ιουλίου 2020 από την Feelgood Ent.!

Περισσότερα... »

Οδός Μαλασάνια 32 (Malasaña 32) PosterΚαλωσήρθατε στο σπίτι σας! Τι θα συνέβαινε αν το πιο τρομακτικό πράγμα στην πόλη δεν βρισκόταν εκεί έξω, αλλά μέσα στο ίδιο σου το σπίτι; Η Οδός Μαλασάνια 32 (Malasaña 32) είναι μια ταινία τρόμου που περιστρέφεται γύρω από μια οικογένεια που θέλει να χτίσει τη ζωή της, στην μετά-Φρανκική Μαδρίτη του 1976, στο επίκεντρο, δηλαδή, της μετάβασης στη δημοκρατία. Το σενάριο και την σκηνοθεσία υπογράφει ο Albert Pintó, έχοντας πίσω του την χρηματοδοτική υποστήριξη του στούντιο της Warner Bros. Στα τέλη της δεκαετίας του '70, η οικογένεια Ολμέδο αγοράζει ένα παλιό διαμέρισμα στην Οδό Μαλασάνια 32, στη Μαδρίτη. Αφήνουν πίσω το χωριό τους για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή στην πόλη. Όμως υπάρχει κάτι που η οικογένεια Ολμέδο δεν γνωρίζει: στο διαμέρισμα που αγόρασαν, δεν είναι μόνοι... Κάτι τους απειλεί και θα χρειαστεί να αμυνθούν μέχρι τέλους, για να σώσουν τις ζωές τους.

Οδός Μαλασάνια 32 (Malasaña 32) Movie

Πρωταγωνιστούν οι Begoña Vargas, Iván Marcos, Beatriz Segura, Sergio Castellanos, José Luis de Madariaga, Iván Renedo.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Ιουλίου 2020 από την Weird Wave!

Περισσότερα... »

Έλα Όπως Είσαι (Come As You Are) PosterΈνα road trip διαφορετικό από τα άλλα! Εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα, η ταινία ακολουθεί τρεις νεαρούς άνδρες με διαφορετικές αναπηρίες, που θα κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι προς το Μόντρεαλ για να…χάσουν την παρθενιά τους. Η διαδρομή, γεμάτη εμπόδια και περιπέτειες, θα τους οδηγήσει στην ανεξαρτησία τους. Η ταινία είναι βασισμένη στην αληθινή ιστορία του Asta Philpot και αποτελεί remake της βραβευμένης βελγικής ταινίας Hasta La Vista, από το 2011. Γυρισμένο σε οκτώ πολιτείες, από το Κολοράντο μέχρι το Μόντρεαλ, το Έλα Όπως Είσαι (Come As You Are) είναι ένας εύγευστος ταξιδιωτικός οδηγός, δίχως τοπία και στάσεις για φωτογραφίες. Καμουφλαρισμένη ως roadmovie, η ιστορία είναι ένας ύμνος στη φιλία, που τελικά αποδεικνύει πως ο προορισμός έχει σημασία αλλά μερικές φορές είναι διαφορετικός από αυτόν που νομίζουμε. Μια παρέα νεαρών με διαφορετικές αναπηρίες ξεκινούν ένα ταξίδι προς το Μόντρεαλ, προκειμένου να χάσουν την παρθενιά τους. Μια ιστορία εμπνευσμένη από την ιστορία του Asta Philpot που κάποτε έκανε ένα αντίστοιχο ταξίδι από την Αγγλία στην Ισπανία, γίνεται στα χέρια του Richard Wong μια ταινία που γκαζώνει και αστειεύεται με όποιον παίρνει τη ζωή στα πολύ σοβαρά. Ο Scotty είναι ένας τετραπληγικός νεαρός άνδρας, όχι ιδιαίτερα κοινωνικός και με διαρκώς ανεβασμένη… διάθεση. Οι μόνες γυναίκες στη ζωή του είναι η μητέρα του και η φυσικοθεραπεύτριά του. Για έναν 20χρονο παρθένο όμως, αυτό αποτελεί πρόβλημα, οπότε και αποφασίζει να ταξιδέψει μέχρι το Μόντρεαλ για να λύσει το πρόβλημά του. Μόνο που δεν θα μπορέσει να ταξιδέψει μόνος του. Βρίσκει τους συνοδοιπόρους του στα πρόσωπα του Μο, ενός τυφλού φίλου του, και του Matt, ενός νεοφερμένου στο κέντρο αποκατάστασης. Ο Scotty τους πείθει να ξεκινήσουν ένα ταξίδι με ξεκάθαρο προορισμό, κρυφά από τους υπερπροστατευτικούς γονείς τους. Μένει μια πρακτική δυσκολία: ποιος θα οδηγήσει. Βρίσκουν τη λύση στο πρόσωπο της Sam, μιας νοσοκόμας που θα αναλάβει τον ρόλο της οδηγού και θα εξερευνήσει μαζί τους το τι σημαίνει να σε βλέπουν ως σεξουαλικό αντικείμενο.

Έλα Όπως Είσαι (Come As You Are) Movie

Πρωταγωνιστούν οι Grant Rosenmeyer, Ravi Patel, Gabourey Sidibe, Hayden Szeto, Janeane Garofalo, Frank Kasy, Delaney Feener.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Ιουλίου 2020 από την Cinobo!

Περισσότερα... »

Greyhound PosterGreyhound
του Aaron Schneider. Με τους Tom Hanks, Stephen Graham, Rob Morgan, Elisabeth Shue, Manuel Garcia-Rulfo, Karl Glusman, Tom Brittney.

Βυθίσατε το Λαγωνικό!
του zerVo (@moviesltd)

Προ πολλών πολλών δεκαετιών, στα περίπτερα κυκλοφορούσαν αμέτρητα έντυπα, που σε πλήρη εικονογράφηση, αλλά το κυριότερο αυτοτελή, παρουσίαζαν σε περιοδικότητα τα ανδραγαθήματα των (νικητών εννοείται) μαχητών, κατά την διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Πιο σοβαρό από όλα και πιο καλόδετο η μηνιαίας κυκλοφορίας Μάχη, με αρκετό ενδιαφέρον η 15ήμερη Έφοδος, με τις πιο εντυπωσιακές ιστορίες, όμως, η πιο συμμαζεμένη σε σελίδες, εβδομαδιαία Δράσις. Κάτω από το μοτό Περιπέτειες - Άθλοι - Ηρωισμοί, κάθε Παρασκευή το καλοσκιτσαρισμένο βιβλιαράκι, περιέγραφε μερικές από τις πιο γενναίες, δραματοποιημένες στιγμές των μαχών. Φανταστικές κατά κύριο λόγο, αν και δεν θα έπρεπε να απέχουν και πολύ από την πραγματικότητα. Και κάθε φορά οι σελίδες μας ταξίδευαν σε διαφορετικό πεδίο - Στην Νορμανδία, στην Βόρειο Αφρική, στην Μεσόγειο, στα νησιά του Ειρηνικού, στους Γερμανικούς αιθέρες. Όχι και σε λίγα επεισόδια, το σκηνικό παιζόταν στις αγριεμένες θάλασσες, εκεί που λάμβαναν χώρα απίστευτου σασπένς καταδιώξεις, ναυμαχίες και τελικά βυθίσεις. Καλή ώρα όπως στο καλοστημένο Greyhound, που από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα του, με γύρισε χρονικά τόσα χρόνια πίσω, τον καιρό της μονοψήφιας ηλικιακής μου περιόδου...

Greyhound Quad Poster
1942. Με τον μεγάλο πόλεμο να μαίνεται για τα καλά στα πεδία της Γηραιάς Ηπείρου, οι συμμαχικές δυνάμεις, συλλέγουν ολοένα και περισσότερα στρατεύματα στην Ευρώπη, στοχεύοντας να εξαπολύσουν την τελική τους επίθεση, ενάντια στους Ναζί. Με αφετηρία τα ανατολικά παράλια των ΗΠΑ, μια νηοπομπή αποτελούμενη από 37 συμμαχικά πλοία, θα αποπλεύσει με τελικό προορισμό το Λίβερπουλ, κάτω από την επόπτευση του καταδρομικού Κίλινγκ, που φέρει την κωδική ονομασία Γκρέιχαουντ.

Αυτή θα είναι η πρώτη μακράς πορείας, πολεμική αποστολή για τον Κυβερνήτη Έρνεστ Κράους, που δίχως πρότερη εμπειρία στην πρώτη γραμμή, θα κληθεί να διασχίσει τον Ατλαντικό, καταφέρνοντας τις λιγότερες δυνατές απώλειες για τον στόλο των allies. Ρίσκο υψηλού κινδύνου, ειδικά από την στιγμή που για τρία γεμάτα εικοσιτετράωρα, δεν θα είναι εφικτή η παραμικρή κάλυψη των πλοίων από αέρος. Μαύρο κενό καταμεσής της σκοτεινιασμένης θάλασσας, όπου καραδοκούν για να καταστρέψουν ότι περισσότερο μπορούν, οι αγέλες των πάνοπλων γερμανικών υποβρυχίων.

Κι έτσι έχοντας μόλις αποχαιρετήσει την πατρίδα, ελπίζοντας όχι για τελευταία φορά, ο πεπειραμένος εντός έδρας, αλλά ποτέ εξοδούχος στα ανοιχτά Κομάντερ, επιβάλλεται για τις 4 - 5 ημέρες του διάπλου, να παραμείνει με τα μάτια ορθάνοιχτα στην γέφυρα, ελέγχοντας ο ίδιος την κρισιμότητα της κατάστασης. Και με το ρολόι να μετρά αντίστροφα από του σημείου μηδέν και κατόπιν, για τις 72 ώρες, που θα μπορούν τα αεροσκάφη της ΡΑΦ να προσφέρουν την απαιτούμενη ασφάλεια. Για τον στωικό και βαθιά θρησκευόμενο Διοικητή Κράους, έστω και η παραμικρή χασούρα, θα κοστίσει στην ψυχική του ηρεμία. Ακόμη κι αν αυτή είναι τον κακότροπων και μανιασμένων αντιπάλων. - Πενήντα Γερμαναράδες στον πάτο, Αρχηγέ! - Πενήντα ψυχές να λες καλύτερα, Πλωτάρχα...

Κι κάπως έτσι πάνω στην επιβλητική, μα και υπέυθυνη περσόνα του έχοντα το γενικό πρόσταγμα, κτίζεται μια ιστορία, τόσο αυθεντικά δομημένη πάνω στις αρχές του πιασάρικου χολιγουντιανού πολεμικού φιλμ των παλιών καιρών, όσο και στις πιο σύγχρονες προσταγές της ρεαλιστικής απεικόνισης των στιγμών, με την βοήθεια της τεχνολογίας. Τα ειδικά εφέ, χωρίς ποτέ να πρωταγωνιστούν, αφού το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου διεξάγεται εντός της καμπίνας μιας πραγματικής φρεγάτας, που χρησιμοποιήθηκε ως σκηνικό, προσφέρουν μια πληρέστατη χαρτογράφηση για όσα τρέχουν σιμά του κονβόι. Καθώς η κάμερα τεχνηέντως άλλοτε ίπταται πάνω από τα πλεούμενα εν μέσω χαλασμού πυρός κι άλλοτε βυθίζεται στα παγωμένα νερά, παρακολουθώντας την δράση των ύπουλων U-Boat και την πορεία των τορπιλών που εκτοξεύουν.

Ως τηλεοπτικής συλλογιστικής παραγωγή, δε, χρονικά το έργο είναι υπερβολικά συμμαζεμένο και δεν ξεχειλώνει σε επαναλήψεις των ίδιων και των ίδιων μονομαχιών. Αν και οι τρεις ολιγόφωτες βραδιές, που η μια μοιάζει χειρότερη από την επόμενη, για τους πλέοντες τα ύδατα προς Ευρώπη, είναι τόσο καλοσχεδιασμένες τεχνικά, ώστε οι σινεφίλ να καταριούνται την ώρα και την στιγμή που ο Covid τους στέρησε την θέαση του Greyhound στις πολύ μεγάλες ίντσες. Βοηθά σε αυτό και το σωστό ξεδίπλωμα της αφήγησης μιας υπόθεσης μυθοπλαστικής μεν, τίμια προσκείμενης στην πιθανή αλήθεια δε.

Με θεματικά ψήγματα παρμένα από φιλμικούς μύθους, επιπέδου Run Silent Run Deep, The Caine Mutiny, The Cruel Sea, το φιλμ που υπογράφει ο Aaron Schneider, θα αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις στους διψασμένους για δράση οπαδούς του ξεχασμένου είδους. Δεν πρόκειται ούτε για Δουνκέρκη, ούτε για 1917, αλλά για μια πλοκή που κρατά τις εντάσεις σε υψηλό λέβελ μέχρι τέλους, για ένα κλειστοφοβικό αφήγημα που δεν χάνει στροφές (εκτός ίσως των αχρείαστων φλασμπάκς, με το κορίτσι που άφησε πίσω ο πρωταγωνιστής), για ένα ηρωικού ύφους πόνημα, που τιμά το ομαδικό πνεύμα, ρίχνοντας φως, ακόμη και στον πιο χαμηλόβαθμο ναύτη του πληρώματος.

Το πιότερο όλων, φυσικά στον ίδιο τον διοργανωτή, σεναριογράφο και φυσικά πρωταγωνιστή του, τον πιο χολιγουντιανό των αστέρων της Μέκκας, Tom Hanks, που από μόνος του ανεβάζει πολλές σκάλες ψηλότερα τον πήχη της παραγωγής. Και που βέβαια κλέβει την παράσταση ως σούπερ σταρ φλιπσάιντ του δικού του Κάπτεν Φίλιπς. Κρατώντας σε σε αναμονή, ακόμη κι αν μέσα σου γνωρίζεις εκ των προτέρων την θριαμβευτική έκβαση του στόρι, για να απολαύσεις ακόμη μια φορά, πολλοστή εδώ και τριάντα τόσα χρόνια, να σκάει εκείνο το στραβό χαμόγελο της επιτυχίας.

Greyhound Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Αποκλειστικά στο Apple TV!
Περισσότερα... »

Παρί (Pari) Poster ΠόστερΠαρί
του Siamak Etemadi. Με τους Melika Foroutan, Shahbaz Noshir, Σοφία Κόκκαλη, Λένα Κιτσοπούλου, Αργύρη Πανταζάρα, Δημήτρη Ξανθόπουλο.


«Η φωτιά είναι παιδί μου»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Τι απέγινε ο Μπαμπάκ;

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του γεννημένου στην Τεχεράνη τον χειμώνα του 1972 Ιρανού σκηνοθέτη Siamak Etemadi, ο οποίος ζει στην Ελλάδα από το 1995. Να σημειώσουμε πως στο imdb αναφέρεται και μια ακόμα μεγάλου μήκους ταινία του Etemadi, το κατά πως φαίνεται γυρισμένο στο Ιράν «Ghahraman» (The Champion, 1992), δεν διαθέτουμε όμως περισσότερα στοιχεία για να το διασταυρώσουμε αυτό. Το σίγουρο είναι πως έχει γυρίσει μερικές πολύ αξιόλογες μικρού μήκους ταινίες, με τελευταία το «Κάβο Ντόρο» (2012), που έλαβε μέρος στο αντίστοιχο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ του Λοκάρνο. Το Παρί (Pari) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Πανόραμα».

Παρί (Pari) Poster Πόστερ Wallpaper
Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, Melika Foroutan, γεννήθηκε στην Τεχεράνη το 1976. Οι γονείς της γνωρίστηκαν στο Παρίσι. Ο πατέρας της, Ιρανός, σπούδαζε εκεί κινηματογράφο και η μητέρα της, Γερμανίδα, εργαζόταν εκεί ως οικιακή βοηθός. Για κάποια χρόνια της ζωής της η Melika έζησε στην Τεχεράνη, όπου η μητέρα της εργαζόταν για την Daimler-Benz (την εταιρία που παράγει τις Mercedes δηλαδή) και ο πατέρας της, ο οποίος αρνούνταν να γυρίσει προπαγανδιστικές ταινίες υπέρ του Σάχη, απόλυτου ηγέτη τότε στην Περσία, εργαζόταν ως προπονητής ποδοσφαίρου (!) φτάνοντας να προπονήσει μέχρι και την Εθνική Ποδοσφαίρου της χώρας του! Μετά την Ιρανική Επανάσταση το 1981, οι γονείς της Melika αποφάσισαν να μετακομίσουν στη Γερμανία. Η ίδια δούλεψε ως σερβιτόρα στο εστιατόριο που άνοιξε ο πατέρας της (!!!) και τελικά την κέρδισε η υποκριτική. Έχει συμμετάσχει σε πάρα πολλές τηλεταινίες και τηλεοπτικές σειρές στη Γερμανία, ενώ η μόνη της σημαντική κινηματογραφική εμφάνιση έως τώρα ήταν εκείνη στην ταινία του Wim Wenders «Palermo Shooting» (2008).

Η υπόθεση: Η Παρί και ο Φαρόχ είναι ένα ζευγάρι Ιρανών. Καταφθάνουν από την Τεχεράνη στην Αθήνα, προκειμένου να επισκεφτούν τον Μπαμπάκ, τον γιο τους, τον οποίο έχουν τρία ολόκληρα χρόνια να δουν. Ο Μπαμπάκ πέρασε με υποτροφία στο Πολυτεχνείο, κάτι που κάνει την μητέρα του πολύ περήφανη. Πρώτη αρνητική έκπληξη: ο Μπαμπάκ δεν βρίσκεται στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» για να τους παραλάβει. Δεν τους περιμένει εκεί. Η Παρί έχει τη διεύθυνσή του. Μόνο που ούτε εκεί είναι ο Μπαμπάκ. Θαρρείς κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Εξαφανισμένος.

Με τα λίγα αγγλικά της η Παρί προσπαθεί να βγάλει άκρη. Πηγαίνει στο ιρανικό προξενείο μήπως και μάθει κάτι. Πηγαίνει στη Σχολή όπου υποτίθεται πως σπούδαζε ο Μπαμπάκ. Πηγαίνει σε εκκλησίες, σε ιρανικά μαγαζιά, στα Εξάρχεια, σε κακόφημες γειτονιές. Δεν βρίσκει τον γιο της πουθενά. Έχει μόνο ένα στοιχείο: μια κομμένη σελίδα από βιβλίο με ένα ποίημα και επάνω του σχεδιασμένο ένα άλφα μέσα σε κύκλο. Θα μπορέσει η Παρί να βρει τον Μπαμπάκ;

Η άποψή μας: Για να δημιουργήσεις το οτιδήποτε είναι θέσφατο ότι βάζεις σ' αυτό τον εαυτό σου. Κάθε δημιούργημά σου έχει τη σφραγίδα σου. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ένα έργο τέχνης. Το κόλπο από εκεί και πέρα είναι να μην... παραέχει τον εαυτό σου το δημιούργημα, καθότι κάτι τέτοιο φλερτάρει με την αλαζονεία, τον αυτοθαυμασμό και τον καλλιτεχνικό αυνανισμό, ή να έχει πολύ λίγο από εσένα, οπότε το καλλιτεχνικό έργο δεν έχει ταυτότητα, πυξίδα, έρεισμα, αποκούμπι, προσωπικότητα.

Ο Siamak Etemadi έχει βάλει πολύ από τον εαυτό του μέσα σε τούτη την ταινία. Ο Μπαμπάκ της ταινίας είναι ο ίδιος: ένας νεαρός Ιρανός, που ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός. Και τα παράτησε. Ο Etemadi σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Ιράν και τα παράτησε. Και ήρθε στην Ελλάδα. Και μπλέχτηκε με την αριστερά και τα κινήματα. Όπως και ο Μπαμπάκ. Και το σημαντικότερο κοινό σημείο αναφοράς ανάμεσα στον ίδιο και τον Μπαμπάκ: Παρί είναι το όνομα της μητέρας τους. Και στην Παρί, τη μητέρα του, ο δημιουργός αφιερώνει την ταινία του, την οποία βαφτίζει με το όνομά της. Την παγίδα την αποφεύγει αποφασιστικά. Γιατί όλο αυτό είναι μεν αυτοαναφορικό αλλά ταυτόχρονα καταλαβαίνεις πως είναι δημιούργημα απόλυτης αγάπης, άρα αλτρουιστικό, άρα μακριά από ματαιοδοξίες κι άλλα θανάσιμα αμαρτήματα.

Ο Μπαμπάκ δεν εμφανίζεται ποτέ στην ταινία. Είναι ένας απόντας. Γιατί η ταινία δεν είναι για αυτόν. Ποτέ δεν ήταν γι' αυτόν. Ήταν για τη μητέρα του. Όλα για τη μητέρα του. Την Παρί. Που Παρί στα φαρσί σημαίνει νεράιδα. Η αφετηρία της ταινίας διαθέτει μια μεγαλούτσικη σεναριακή τρύπα. Πώς ξεκινάνε η Παρί και ο σύζυγός της να κάνουν το μεγάλο ταξίδι από την Τεχεράνη στην Αθήνα, χωρίς προηγουμένως να έχουν μιλήσει με τον Μπαμπάκ; Κι αν μιλάνε συχνά (που με δεδομένο ότι η ταινία διαδραματίζεται στο σήμερα, δεν είναι δυνατόν να μην μιλάνε συχνά, με τόσο εξελιγμένα μέσα επικοινωνίας), δεν τον ρωτάνε πως περνάει, τι κάνει, πού πάει και πού βρίσκεται; Δεν έχουν συχνή επικοινωνία; Δεν δικαιολογείται η παντελής άγνοιά τους για τον Μπαμπάκ.

Δηλαδή, μίλησαν πχ μια μέρα πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους (αυτό δεν θα έκανε κάθε γονέας που πάει σε μια ξένη, άγνωστη χώρα, για να δει το παιδί του;) και την επόμενη ημέρα, με την άφιξή τους, έχουν χάσει παντελώς τα ίχνη του; Και δεν χωράει εδώ το «ποιητική αδεία», γιατί το ξεκίνημα της ταινίας είναι εντελώς τοποθετημένο σε ρεαλιστική βάση. Το σενάριο εδώ δεν μπαίνει στον κόπο να «δέσει» την κατάσταση με μεγαλύτερη αληθοφάνεια και συνέπεια. Ας είναι. Μικρό το κακό. Η αρχική δυσφορία μετατρέπεται γρήγορα σε αναστάτωση και ο θεατής νιώθει ότι μπαίνει σε χώρους ενός υπαρξιακού θρίλερ, ανάλογου πχ με εκείνο που έστησε ο Fahradi με το «Τι απέγινε η Έλλυ».

Με τα λίγα αγγλικά της και τον αταίριαστο κώδικα ντυσίματος (ή μήπως ταιριαστό; - ταλιμπανισμό διάγουμε τελευταία και στη χώρα μας) η Παρί ψάχνει παντού για τον γιο της, ένα ίχνος του, μια παρουσία του, ένα αποτύπωμά του, κάτι να ψηλαφίσει και να βρεθεί κοντά του. Η πίστη της against all odds είναι συγκλονιστική. Αφελής αλλά δυναμική. Όπως όλες οι μάνες, ε; Η συνάντησή της με αυτόν τον εντελώς έξω από τα δικά της δεδομένα κόσμο, το εχθρικό και αφιλόξενο περιβάλλον, δεν την αποθαρρύνει. Το πολιτισμικό – πολιτιστικό – υπαρξιακό σοκ είναι τεράστιο. Αλλά αυτή, εκεί, απτόητη. Δεν την πτοεί ούτε το εγκαταλελειμμένο διαμέρισμα που νοίκιαζε ο γιος της. Δεν την τρομάζουν ούτε τα γεμάτα γκράφιτι και ασχήμια κτίρια του Πολυτεχνείου. Δεν νιώθει να απειλείται από την ηθική παρακμή, που διαρκώς της επισημαίνουν τόσο ο σύζυγός της όσο και οι άνθρωποι της ιρανικής πρεσβείας.

Με μόνο εφόδιο την πίστη της και με με μια κομμένη σελίδα, που πάνω της είναι γραμμένο ένα υπέροχο ποίημα του Τζελαλεντίν Ρουμί κι ένα κεφαλαίο άλφα μέσα σε κύκλο, θα ριχτεί στη «φωτιά». Και η φωτιά γίνεται σύμβολο: η Παρί πρέπει να καεί, να καταστραφεί, να χαθεί για να ανα-γεννηθεί ως φωτιά! Το κομμάτι της ταινίας με τα Εξάρχεια είναι ταυτόχρονα το πιο αδύναμο και το πιο συναρπαστικό. Αδύναμο γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος του μπαχαλακικού φολκλόρ. Δηλαδή, εκεί που οι αναρχικοί μετά την επέμβαση των ΜΑΤ, καταφεύγουν στις ταράτσες, θυμόμουνα τα ρεπορτάζ του ΑΝΤ1 που μιλούσαν για... αερομεταφερόμενο τάγμα πίσω στις ένδοξες ημέρες (και νύχτες) του 2014.

Αλλά είναι και το πιο συναρπαστικό γιατί εκεί ξεκινάει να συντελείται η αλλαγή της Παρί. Με το να απαλλαχθεί από το καιόμενο τσαντόρ της αρχίζει την πορεία της προς την αυτογνωσία. Απαλλάσσεται από τα στρώματα εκείνα που όριζαν την ταυτότητά της αλλά και την περι-όριζαν και σε αυτό το επώδυνο, όπως και να το δει κανείς ταξίδι για την εύρεση του χαμένου της γιου, βρίσκει τελικά τον εαυτό της. Μέσα από τις πιο απρόσμενες συναντήσεις. Η συνάντησή της με την αναρχική της Σοφίας Κόκκαλη είναι πολύ κομβική. Η συνάντησή της με την πουτάνα της Λένας Κιτσοπούλου, επίσης.

Κι αυτό το ταξίδι μέσα στο μπετόν μιας άχαρης μα γεμάτης ζωής πόλης δεν μπορεί να καταλήξει στον ανοιχτό ορίζοντα που συναντά το βλέμμα όταν κοιτάζει τη θάλασσα. Με όλες τις βεβαιότητες καμμένες – με όλα ενδεχόμενα ανοιχτά. Μια γυναίκα που ενδυναμώνεται. Υπάρχει κάτι πιο όμορφο; Όλα αυτά που αναφέρω πιο πάνω δεν θα είχαν καμία απολύτως σημασία αν δεν υπήρχε η Melika Foroutan στο ρόλο της ζωής της πιστεύω. Απλά υπέροχη. Τόσο όμορφη: τι είναι αυτές οι Ιρανές; Χωρίς πλάκα, πρέπει να είναι οι πιο όμορφες γυναίκες στον κόσμο! Σε σαγηνεύει από το πρώτο δευτερόλεπτο που την συναντάς με το βλέμμα σου. Σε μαγνητίζει με τρόπο μαγικό. Θαρρείς και γεννήθηκε γι' αυτόν τον ρόλο. Δεν λείπει από κανένα πλάνο της ταινίας. Και όλες οι κορυφαίες σκηνές την περιέχουν.

Δεν μπορείς να μείνεις ασυγκίνητος στην σκηνή όπου γίνεται αντίστιξη θηλασμού με γκράφιτι θηλασμού: απλά υπέροχο. Και δεν μπορείς παρά να λυγίσεις με τη σκηνή με τον σκύλο. Ο δαίμονας που είναι φύλακας – άγγελος, όπως της εξηγεί η Κόκκαλη. Αυτό που φοβάται περισσότερα από όλα, είναι εκεί για να της δώσει κουράγιο, να της γλύψει το πρόσωπο, να της γαληνέψει την ψυχή. Τον δρόμο τον ξέρει. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να τον περπατήσει. Μπράβο στον Etemadi. Μια νέα, δυνατή φωνή για τον ελληνικό κινηματογράφο. Αξίζει να την ακούσετε.

ΥΓ: Παραθέτω και το ποίημα του Ρουμί από τον 13ο αιώνα, που αποτελεί την ηθική πυξίδα της ταινίας:

Όχι άλλο κρασί για μένα
Δεν απολαμβάνω πια το πηχτό κόκκινο, ούτε το αγνό λευκό
Διψάω για το ίδιο μου το αίμα που ποτίζει τα ρυάκια της ζέσης
Πιάσε την πιο κοφτερή λεπίδα σου και χτύπα
Χτύπα, μέχρι το κεφάλι να κάνει στροφή γύρω από το σώμα.
Φτιάξε ένα βουνό από κρανία
Κόψε με στα δύο
Μη σταματάς στις λέξεις μου
Μην ακούς ό,τι λέω.
Πρέπει να μπω στο κέντρο της φωτιάς
Αυτή η φωτιά είναι παιδί μου
Πρέπει να καώ και να γίνω φωτιά.
Σπάσε το κανάτι σου στην πέτρα
Δεν χρειάζεται πια να σέρνουμε κομμάτια του ωκεανού τριγύρω

Παρί (Pari) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιουλίου 2020 από την Cinobo!
Περισσότερα... »

Ο Διαφορετικός Κύριος Κόπερφιλντ (The Personal History Of David Copperfield) PosterΟ Διαφορετικός Κύριος Κόπερφιλντ
του Armando Iannucci. Με τους Dev Patel, Aneurin Barnard, Peter Capaldi, Morfydd Clark, Daisy May Cooper, Rosalind Eleazar, Hugh Laurie, Tilda Swinton, Ben Whishaw, Paul Whitehouse.

Όλοι Διαφορετικοί. Κανάς κανονικός ρε παιδιά, τίποτα?
του zerVo (@moviesltd)

Το όγδοο χρονικά λογοτεχνικό πόνημα του Charles Dickens και ένα από τα σημαντικότερα έργα της εγγλέζικης λογοτεχνίας, ο David Cooperfield, εκδόθηκε για πρώτη φορά σε ολοκληρωμένη μορφή - αφού είχε προϋπάρξει η κυκλοφορία του σε συνέχειες, σε εβδομαδιαία επιθεώρηση - στα 1850. Είναι το σύγγραμμα με την μεγαλύτερη αυτοβιογραφική διάθεση από τον δημιουργό, μεταξύ άλλων, των Christmas Carol, Hard Times, Great Expectations και φυσικά Oliver Twist. Οι πιο αξιομνημόνευτες φιλμικές του εκδοχές, είναι εκείνες του 1935 δια χειρός George Cukor, η τηλεοπτική του 1969 με συμμετέχοντες επιπέδου Laurence Olivier, Ron Moody και Ralph Richardson και η επίσης φτιαγμένη για την μικρή οθόνη του 1999 με τους Daniel Radcliffe, Maggie Smith, Bob Hoskins και Imelda Staunton. Εδώ καλούμαστε να παρακολουθήσουμε μια εναλλακτική πρόταση πάνω στο κλασικό αριστούργημα, για την οποία ο σινεφίλ θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος, αν γνωρίζει έστω και ελάχιστα, την δημιουργική εκκεντρικότητα του έχοντα το γενικό πρόσταγμα.

Ο Διαφορετικός Κύριος Κόπερφιλντ (The Personal History Of David Copperfield) Quad Poster
Μεγαλωμένος με αγάπη από την χήρα μητέρα του Κλάρα και την καλοσυνάτη γκουβερνάντα του Πεγκότυ, ο μικρούλης και φαντασιόπληκτος Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, θα νιώσει την ονειρική καθημερινότητα του να ανατρέπεται μια για πάντα, όταν στο σπιτικό τους μπει ο άξεστος και αυστηρός πατριός, Κύριος Μάρντστόουν, μαζί με την βδελυρή αδελφή του. Η αντίδραση του μικρού στους ακραίους κανόνες συμπεριφοράς, που θα θεσπίσει ο κακίστρος γονιός, θα τον στείλουν από την ειδυλλιακή επαρχία, στα πιο βρωμερά και πάμφτωχα σοκάκια της πρωτεύουσας, για να πιάσει εκπαιδευτική εργασία στην φάμπρικα υαλικών του βάναυσου εκμεταλλευτή ανηλίκων, Κρικλ.

Η ενηλικίωση του Ντέιβιντ, θα έλθει συνάμα με το άσχημο μαντάτο του θανάτου της λατρεμένης του μητέρας. Έχοντας δημιουργήσει κάποιες γνωριμίες στο Λονδίνο, θα αποχαιρετήσει μια για πάντα το κάτεργο και θα τραβήξει πλώρη για το σπίτι της μοναδική του συγγενούς, της ιδιότροπης, πλην πρόθυμης να τον βοηθήσει, εύπορης Θείας Τρότγουντ. Που με την σειρά της, θα στείλει τον ανιψιό της να εκπαιδευτεί όπως αρμόζει στα άτομα της υψηλής κοινωνικής της τάξης, σε ένα από τα πιο δημοφιλή κολέγιο ολάκερης της Βρετανίας.

Μέσες άκρες αυτή είναι η ιστορία που αφηγείται το βιβλίο του Dickens, όπως άλλωστε και το φιλμ που μας κράτησε συντροφιά για ένα γεμάτο δίωρο. Με την μοναδική διαφορά, πως ο αναγνώστης των σελίδων του μυθιστορήματος, κυριευμένος από την δραματικά αγωνιώδη αφηγηματική μέθοδο του σπουδαίου Εγγλέζου λογοτέχνη, εδώ θα βρεθεί μπροστά σε μια απίθανη έκπληξη, καταλαβαίνοντας πως μπροστά στα μάτια του ξετυλίγεται μια (τάχαμου) χιουμοριστική φάρσα, που απλώς χρησιμοποιεί σαν χαλί εξέλιξης της, την πασίγνωστη πλοκή.

Αστειάκι, ντεμέκ παγκοσμιοποίησης, που θα εκκινήσει από την φυλετική διάκριση ενός καθαρόαιμου, στα γραπτά, Βρετανού, σε μελαψού ινδοπακιστανού, στο πρώτο κιόλας πλάνο της ταινίας, επιδιώκοντας να μας αποδείξει πως όλα όσα θα πει στο εφεξής, θα έχουν να κάνουν με την όποια διαφορετικότητα του κεντρικού ήρωα, Χοντράδα! Πρέπει να είσαι μέγας μάστορας της εικόνας για να περάσεις τέτοιου είδους κοινωνικά μηνύματα στο εκράν και φυσικά να σερβίρεις επιτυχημένο μείγμα, ανακατώνοντας στον Βικτοριανό κόσμο της Αλβιόνας, Κινέζους, ανατολίτες, μαύρους, λευκούς, τους πάντες. Δεν μου κάθισε καλά, τα Ανεξάρτητα Βραβεία Εγγλέζικου Σινεμά είχαν άλλη άποψη, που τίμησαν το σενάριο του Ianucci, ως το ποιοτικότερο της χρονιάς.

Το ίδιο να θυμίσω είχαν κάνει και στο ανοσιούργημα με τον Θάνατο του Στάλιν, εκεί που έγινε αντιληπτό πως ο σάξονας μάλλον σκοπό του έχει να κάνει κινηματογραφική πλάκα, σατιρίζοντας άγαρμπα τους πάντες και τα πάντα. Κάπως έτσι κι εδώ, το σέβας που επιδεικνύει στο πρωτότυπο, είναι λιγοστό, καθώς μπολιάζει τα πλάνα του με ένα χιούμορ που μόνο βρετανικό, ευθύβολο, σαρκαστικό, κυνικό και κυρίως φλεγματικό δεν το αποκαλείς. Ανέκδοτα που σκάνε πάνω σε στιγμές έντονης συγκίνησης, γαλλικουρικές θεατρόμορφες παρεξηγήσεις που δεν προσφέρουν το παραμικρό στον εκμοντερνισμό και μια αδιάκοπη (όλα κι όλα, φιλολογικού λεξιλογίου) ριβόλτα, που το μόνο που κατορθώνει είναι να σε ξενίσει, ως (άριστο) γνώστη του ορίτζιναλ.

Γενικά δεν μου κάνει κέφι να πειράζονται κατά τέτοιο τρόπο τα σπουδαία λογοτεχνικά μνημεία. Ακόμη περισσότερο δεν μου ταιριάζει το υπεροπτικό υφάκι του Ianucci, που αν ήθελε κάτι να δηλώσει και όχι να κάμει μια τρύπα στο νερό, θα μπορούσε να το καταφέρει με πολύ πιο εύπεπτο και όχι ετούτον τον άκρατα βαρετό τρόπο. Μας μένουν μόνο, ένα δυο ευρήματα του σκριπτ, που υπό άλλες συνθήκες θα είχε ενδιαφέρον η μελέτη τους (ας πούμε ο διπλός ρόλος που υποδύεται η Morfydd Clark ως μητέρα και αγαπημένη του Κόπερφιλντ), ο πραγματικά εντυπωσιακός σχεδιασμός της παραγωγής, αλλά και κάποιες από τις, αμέτρητες, περιφερειακές ερμηνείες, σαν του Hugh Laurie ως ευφάνταστου Κυρίου Ντικ, του Ben Whishaw ως παλιανθρώπου Γιουράια Χιπ και της Rozalind Eleazar στον ρόλο της (έγχρωμης, μπράβο για την εξυπνάδα...) Άγκνες Γουίκφιλντ! Στο επίκεντρο των πάντων, ως ο βασικός αφηγητής, στέκει ο καλούλης Dev Patel, ενορχηστρώνοντας δίπλα του ένα ατέρμονο γαϊτανάκι από σπουδαίους χαρακτήρες στο κείμενο, μα εδώ κάτι σαν καρικατούρες, δίνοντας μου την εντύπωση πως ο Armando έχει παρακολουθήσει μπόλικο Wes Anderson κι έχει βαλθεί να τον κοπιάρει μέχρι ίντσας, δίχως όμως στην γκλάβα του, να διαθέτει ούτε ένα ελάχιστο ποσοστό από το καλλιτεχνικό χάρισμα του.

Ο Διαφορετικός Κύριος Κόπερφιλντ (The Personal History Of David Copperfield) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιουλίου 2020 από την Tanweer!
Περισσότερα... »

Νέοι Είστε και Φαίνεσθε (Les Vieux Fourneaux) Poster ΠόστερΝέοι Είστε και Φαίνεσθε
του Christophe Duthuron. Με τους Pierre Richard, Eddy Mitchell, Roland Giraud, Alice Pol, Henri Guybet, Rebecca Azan.


Υπάρχει ακόμη λάδι σε αυτά τα γέρικα καντήλια
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

«Περήφανα νιάτα, τιμημένα γηρατειά!»

Αυτή η ταινία αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Christophe Duthuron, ο οποίος έχει δουλέψει στον κινηματογράφο περισσότερο ως σεναριογράφος και ως ηθοποιός. Στη συγκεκριμένη ταινία έχει υπογράψει και τη μουσική. Η ταινία βγήκε στις γαλλικές αίθουσες στις 22 Αυγούστου του 2018 και την είδαν εκεί μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς πάνω από 760 χιλιάδες θεατές.

Νέοι Είστε και Φαίνεσθε (Les Vieux Fourneaux) Poster Πόστερ Wallpaper
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στην ομώνυμη σειρά κόμικ, η οποία κυκλοφορεί στη Γαλλία από το 2014 και μέχρι το 2018 είχαν εκδοθεί πέντε βιβλία. Το σχέδιο στη σειρά είναι του Paul Cauuet ενώ το κείμενο είναι του Wilfrid Lupano. Ο Lupano έβαλε το χεράκι του και στο σενάριο της ταινίας. Μέχρι σήμερα η συγκεκριμένη σειρά κόμικ έχει πουλήσει πάνω από 1,2 εκατομμύριο αντίτυπα, συλλέγοντας κάθε είδους βραβείου που υπάρχει, το ένα πίσω από το άλλο.

Η υπόθεση: Ο Πιερό, ο Μιμίλ και ο Αντουάν, τρεις παιδικοί φίλοι, πλέον στα εβδομήντα τους, το έχουν φιλοσοφήσει το θέμα. Μπορεί τα γηρατειά να είναι το τελευταίο στάδιο του βίου ενός ανθρώπου, ίσως όμως κατά μία άποψη να είναι ο μοναδικός τρόπος για να αποφύγει κανείς τον θάνατο. Και οι τρεις τους είναι αποφασισμένοι να είναι γέροι με στυλ! Ωστόσο, η επανένωσή τους στην κηδεία της Λουσέτ, της συζύγου του Αντουάν, ταράσσεται όταν ο Αντουάν ανακαλύπτει από σπόντα μια παλιά ερωτική επιστολή, που τον βγάζει από τα ρούχα του.

Χωρίς να δώσει την παραμικρή εξήγηση στους φίλους του, ο Αντουάν φεύγει ξαφνικά από τη γενέτειρα τους, Ταρν, και κατευθύνεται προς την Τοσκάνη. Ο Πιερό, ο Μιμίλ και η Σοφί, η εγγονή του Αντουάν η οποία βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, με την κοιλιά στο στόμα που λένε, ρίχνονται στο κατόπι του, για να τον εμποδίσουν να διαπράξει ένα έγκλημα πάθους... με καθυστέρηση 50 ετών! Και σε αυτό το παράξενο ταξίδι, σχέσεις επανεκτιμούνται, έχθρες αναμοχλεύονται και μυστικά αποκαλύπτονται.

Η άποψή μας: Αλλιώς – νομίζω – θα έκρινε την οποιαδήποτε ταινία ο 20χρονος εαυτός μου, αλλιώς ο 50άρης σημερινός εαυτός. Κι αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στην περίπτωση τούτης της γαλλικής κωμωδίας. Γιατί, όσο να πεις, μεγαλώνοντας, βλέπεις αλλιώς τα πράγματα. Είναι όπως τα έλεγαν κάποτε οι Τρύπες: «Δεν ξεσηκώνομαι, δεν ψάχνω, δεν ξεσπάω/ δεν προχωράω πίσω ή μπροστά/ κι όλα αυτά που θέλω ν' αγαπάω/ δεν μ' ανατριχιάζουν πια». Χάνεται ο αψύς ενθουσιασμός, η επαναστατικότητα, η ορμή, η ζέση, το πάθος. Αρχίζεις και εκτιμάς την ρουτίνα, την ασφάλεια, τη σιγουριά, γίνεσαι πιο συντηρητικός, πιο κλειστός, πιο δύσκολος σε αλλαγές και διαφοροποιήσεις. Οπότε, αν και μέσα μου νιώθω πάντοτε παιδάκι 16 χρονών, είμαι σε μια ηλικία κατά την οποία βρίσκομαι – βιολογικά – πιο κοντά στα γερόντια της ταινίας παρά σε αυτό που αποκαλούμε «νεολαία». Ναι, είμαι πλέον ο θείος που στις συγκεντρώσεις – κοινωνικές ή οικογενειακές – λέει «εγώ θα κάτσω με τη νεολαία».

Προς τι αυτή η (μπορεί να φαίνεται άσχετη, μπορεί και να είναι) εισαγωγή; Μα για να δικαιολογήσω την συμπάθειά μου προς την ταινία. Σίγουρα δεν τη μίσησα: και οι γαλλικές κομεντί – αισθηματικές ή μη – του ελληνικού κινηματογραφικού καλοκαιριού, έχουν καταντήσει ένα από τα πιο σιχαμερά κινηματογραφικά υποείδη. Υπήρξαν στιγμές που την απόλαυσα. Κι αν δεν υπήρχε η υποπλοκή που έχει να κάνει με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα συμβάν, μια «παρεξήγηση» και τα παρεπόμενά τους μέχρι το φιλμικό παρόν, θα μπορούσα να συστήσω την ταινία ανεπιφύλακτα. Τώρα, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Οι οποίες είναι έντονες.

Οι ειδήσεις μας αναλυτικά: Η ταινία αρχίζει με φόρα. Διακρίνεις μια διάθεση από μέρους των δημιουργών να φτιάξουν κάτι που να αποτίνει φόρο τιμής στην κόμικ προέλευση της πρώτης ύλης, κάτι που είναι εντελώς ευπρόσδεκτο. Στις πολύ καλές στιγμές της η ταινία θυμίζει κάτι που θα μπορούσε να έχει την υπογραφή του Jean-Pierre Jeunet, της εποχής του «Amelie» - αλήθεια, τι απέγινε ο τρελο-Γάλλος; Έχουμε να δούμε ταινία του από το 2013. Κλείνει η παρένθεση.

Ο αγαπητός Pierre Richard δείχνει να το καταδιασκεδάζει στο ρόλο του πουρού (sic) αναρχικού! Μονίμως με ένα τσιγάρο στο χέρι, με σακατεμένη όραση και οδηγώντας σαν αφιονισμένος, είναι μέσα στις καλύτερες και πιο αστείες σκηνές της ταινίας. Ιδίως ό,τι έχει να κάνει με το σαράβαλό του και την οδηγική του συμπεριφορά είναι απολαυστικά – μια σκηνή είναι τόσο σούπερ, που με έκανε να γελάσω δυνατά από την έκπληξη που βίωσα βλέποντάς την – σκηνή λίγων δευτερολέπτων, μην φανταστείτε. Από τις μπλούζες που φοράει, από την ιδεολογική του πυξίδα, από το κόλλημά του με τις σοκολάτες μπάουντι, μέχρι και την χοντροκομμένη μεν αλλά λειτουργική σκηνή της... αφόδευσης, ο Richard κλέβει την παράσταση. Τα άλλα δύο ραμολιμέντα του συμπαραστέκονται με ευκολία και η Alice Pol, την οποία είδαμε πρόσφατα και στο Πουλιά στον αέρα, είναι γλυκύτατη και προσθέτει την απαραίτητη ορμονική ισορροπία με τα οιστρογόνα της σε αυτήν την αποθέωση της επαναστατικής (έστω και γερασμένης) τεστοστερόνης.

Και ο τυπάς «από το χωριό» που γουστάρει την έγκυο φίλη μας, προσφέρει γέλιο και θετικά συναισθήματα, τη μία κόβοντας χόρτα, την άλλη δίνοντας αγκαλιές. Και το ότι οι ήρωές μας καταφέρονται εναντίον του νεοφιλελευθερισμού και το γεγονός ότι ήταν – και συνεχίζουν να είναι – αγωνιστές για έναν καλύτερο κόσμο, όσο να πεις, μας τους κάνει πολύ πιο συμπαθείς. Και υπάρχει και μια σκηνή σαν όνειρο, ασπρόμαυρη, σαν ιντσαλέισο, που είναι πραγματικά πανέμορφη και σκέφτεσαι «γιασάν ο παίκτης».

Ναι αλλά... Υπάρχει ένα τεράστιο αλλά. Η υποπλοκή που αναφέραμε πιο πάνω, σχετικά με τις φιλικές σχέσεις (σε σημείο παρεξηγήσεως) μεταξύ Γάλλων και Ναζί δεν καταπίνεται με τίποτα! Και όλο αυτό να προσπαθεί να αποτυπωθεί με «ανθρώπινο» πρίσμα και ως ένα λάθος της αριστεράς, που πρεσβεύει άλλα ιδεώδη και είναι υπέρ της συγχώρεσης και της κατανόησης κι όχι υπέρ του στιγματισμού, σου κάθεται βαρύ. Άσε που το συγκεκριμένο subplot δεν προσφέρει απολύτως τίποτε σε δραματικό επίπεδο. Κάτι που κάνει τα πράγματα λιγότερο αθώα. Και γιατί να υπάρχει δραματικό επίπεδο σε μια ταινία γεννημένη ως κωμωδία;

Αυτό, σε συνδυασμό με το πως σκιτσάρεται το γερασμένο «αφεντικό», ο πλούσιος, ο εργοστασιάρχης, το κεφάλαιο, αναδύουν μια εντελώς ύποπτη εσάνς: μωρέ λες η ταινία να είναι αντιδραστική; Όσο η ταινία επενδύει στο κωμικό, τα πάει μια χαρά. Στο δραματικό μας τα χαλάει. Και στο ιδεολογικό είναι, πώς να το πω, κάπως ύποπτη. Conflict μέσα μου. Νομίζω, όμως, πως έγραψα ένα κείμενο που λέει τα πάντα, όλα. Λέει και τα θετικά, επισημαίνει τα αρνητικά και αναβοσβήνει κι ένα λαμπάκι που λέει ιδεολογικά «προσοχή, κίνδυνος». Κατά τα άλλα... γέροι είστε και φαίνεστε!

Νέοι Είστε και Φαίνεσθε (Les Vieux Fourneaux) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιουλίου 2020 από την Trianon!
Περισσότερα... »

Ο Γαμπρούλης Μας (Beaux-parents) PosterΟ Γαμπρούλης Μας
του Héctor Cabello Reyes. Με τους Didier Bourdon, Josiane Balasko, Bénabar, Charlie Bruneau, Bruno Salomone.

Γαμπρός ειν`το γαρύφαλλο...
του zerVo (@moviesltd)

Μέσα από μερικές ντουζίνες, αμερικάνικης κατά βάση κοπής, ανάλαφρων κομεντί, το ζήτημα του μη ικανοποιητικού ταιριού, για την δημιουργία οικογένειας, στα μάτια των γονέων, από το τζιέρι τους, νομίζω πως έχει ολοκληρωτικά εξαντληθεί. Με κορωνίδα του θεματικού πανεριού, φυσικά το σαρωτικό εμπορικά Meet The Parents και κάπως αξιοπρεπείς παραστάτες φιλμς σαν τα Family Stone, My Boss's Daughter, Betsie's Wedding, Monster In Law, Guess Who, το πρόβλημα στις σχέσεις ανάμεσα στα πεθερικά και (κατά κύριο λόγο) τον γαμπρό τους, γνώρισε ακόμη και την πιο ακραία του, γλαφυρής όψης, έκφανση. Τι γίνεται όμως όταν συμβαίνει το αντίθετο και οι εκ αγχιστείας γονείς, ούτε καν σκέφτονται πως μπορεί να υπάρξει άλλος, στην καρδιά της θυγατέρας τους? Beaux-parents, λέει...

Ο Γαμπρούλης Μας (Beaux-parents) Quad Poster
Ο γάμος της πολυάσχολης Γκαράνς με τον χαμηλών τόνων αγαπημένο της Χάρολντ, μοιάζει ονειρικός, αφού ούτε μισό συννεφάκι δεν φαίνεται στον ορίζοντα ικανό να σκεπάσει την ευτυχία τους. Οι σχέσεις δεν του σπιτόγατου γαμπρού με τους γονείς της νύφης, είναι τόσο αρμονικές, αφού τόσο ο πεθερός του Αντρέ όσο και η μαμά Κολίν, τον αγαπούν τόσο, ώστε να τον θεωρούν δικό τους παιδί. Μια σύγχυση που θα λάβει ώρα κατά την διάρκεια επαγγελματικού ταξιδιού του Χάρολντ, με την κούκλα σύζυγο του καλύτερου του φίλου (όσο και μπερμπάντη) Ερβέ, Κλοέ, θα αναστατώσει την μέχρι πρότινος νηνεμία στο σπιτικό. Σε σημείο που η Κυρά να ζητήσει εδώ και τώρα διαζύγιο, θεωρώντας εαυτόν εξαπατημένο!

Και φυσικά να απαιτήσει από τους γονείς της, που ξέρει πως του τρέφουν αδυναμία, να κόψουν κάθε είδους σχέση με τον πρώην, πλέον, άντρα της, πετώντας τον κυριολεκτικά στον δρόμο. Για το έμπειρο ηλικιωμένο αντρόγυνο, πάντως, οι δικαιολογίες του ex καλού της κόρης τους, φαντάζουν κάτι περισσότερο από πειστικές. Σε βαθμό που να σπάσουν το εμπάργκο και όχι απλά να τον κάνουν παρέα, αλλά να τον φιλοξενήσουν κιόλας, μέχρι η κατάσταση να επανέλθει στα φυσιολογικά επίπεδα, στο δικό τους σπιτικό.

Ακόμη μιας εύθυμης τρικολόρ φάρσας, λοιπόν, το ανάγνωσμα, από τις αμέτρητες εκείνες που παρασκευάζει το φραντσέζικο σινεμά στην βιομηχανία του ετησίως. Ανήρ, ηθικότατος, με αρχές συντηρητικές, που δεν έχει μάτια παρά μόνο για την καλή του, που ούτε διανοείται να κάνει την στραβή, ούτε καν να ξενοκοιτάξει, βρίσκεται παγιδευμένος σε μια περιδίνηση, για την οποία ο φουκαράς δεν ευθύνεται στο ελάχιστο. Και το χειρότερο για εκείνον είναι πως λεπτό με το λεπτό, κάθε καινούργια αποκάλυψη, τον μπάζει ολοένα και πιο βαθιά στον λάκκο του δίχως καμία αμφιβολία ενόχου.

Αλλά ας μην γελιόμαστε. Ακόμη κι αν το φάντασμα του, ευφάνταστου σε τέτοιου είδους μπερδεψοδουλειές, Feydaux σκεπάζει ολάκερη την σεναριακή δομή, οι απιθανότητες πάνω στις οποίες στηρίζεται το στόρι, είναι τόσο ακραίες, ώστε το μόνο που μπορεί να πιστέψει κανείς είναι πως η Μαντάμ, μάλλον επιδιώκει να τον ξεφορτωθεί τον κανακάρη της. Και να βγει λάδι. Αλλιώς με μια ολιγόλεπτη και μόνον έρευνα, τα πάντα θα είχαν μπει στην θέση τους από πολύ νωρίς. Αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν θα είχαμε ταινία. Φαύλος κύκλος...

Με το εισαγωγικό φιάσκο να μην χωνεύεται ποτέ, λογικό είναι και η εξέλιξη της ταινίας του Cabello Reyes, παρότι διαθέτει μια δυο κωμικές σεκάνς, να μην γίνεται αποδεκτή από την πλατεία. Ούτε σαν αστείο. Στο διάβα δε της πλοκής, όταν στο κόλπο θα εισέλθουν και τα πεθερικά της συμφοράς (οι πεπειραμένοι Bourdon και Balasko) του πολυδιαφημισμένου, αλλά και πάλι λίγου ερμηνευτικά Bénabar, η ανακατωσούρα θα γενικευτεί, οι θεατρικού παρεξηγησιάρικου τύπου πόρτες θα αρχίσουν να ανοιγοκλείνουν βαριεστημένα και ο θεατής θα αναγκαστεί να λοξοκοιτά το ρολόι του διαρκώς, περιμένοντας την ολοκλήρωση του 90λεπτου. Ας πρόσεχε. Από την στιγμή που έκοβε το μπιλιέτο στην είσοδο, γνώριζε επακριβώς τι τον καρτερεί...

Ο Γαμπρούλης Μας (Beaux-parents) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιουλίου 2020 από την Weird Wave!
Περισσότερα... »

Όταν Ανθίζει η Νιότη (Gli anni più belli) PosterΌταν Ανθίζει η Νιότη
του Gabriele Muccino. Με τους Pierfrancesco Favino, Micaela Ramazzotti, Kim Rossi Stuart, Claudio Santamaria, Emma Marrone, Nicoletta Romanoff, Francesco Acquaroli.

Don't You Forget About Me
του zerVo (@moviesltd)

Το ημερολόγιο σημαδεύει το 1974 όταν ο πολυβραβευμένος Ιταλιάνος ντιρέκτορας Ettore Scola, παρουσιάζει μια από τις πλέον αγαπημένες ταινίες, προσωπικής του τζίφρας. Το C'eravamo Tanto Amati, που στα γραικά αποδόθηκε ως Είχαμε Αγαπηθεί Τόσο, με μια πλούσια πρωταγωνιστική ομάδα αποτελούμενη από μεγαθήρια επιπέδου Manfredi, Fabrizi, Gassman και Sandrelli, ακολουθεί την πορεία δεκαετιών μιας φράξιας κομπανιέρων, που κατάφεραν να επιβιώσουν τον δεσμό τους, μέσα από τις φλόγες του μεγάλου πολέμου και των σοσιολογικών αναταραχών που τον ακολούθησαν. Το ξεδίπλωμα της υπόθεσης στο φιλμ του σπουδαίου αυτού κινηματογραφιστή, έδενε μοναδικά σε όλο του το εύρος με την αντίστοιχη πορεία της γείτονος χώρας, περίπου στα μισά του ζόρικου εικοστού αιώνα. Κάτι παρόμοιο, αν όχι κοπιαριστό, δηλαδή, που θα παρακολουθήσουμε, μετακομίζοντας αρκετό καιρό μετά, μέσα από το φιλμ Gli anni più belli. Όταν ανθίζει η νιότη...

Όταν Ανθίζει η Νιότη (Gli anni più belli) Quad Poster
Αρχές της δεκαετίας του 80 και στα φτωχικά προάστια της Αιώνιας Πόλης, τρεις έφηβοι, μεγαλωμένοι αντάμα από τα μικράτα τους, σκιτσάρουν τα μεγάλα όνειρα τους για το αύριο. Όλοι τους ιδεαλιστές και πανέτοιμοι να ριχτούν στον αγώνα για τα ιδανικά τους, ο Πάολο, ο Τζούλιο και ο πιο τυχερός της ομήγυρης, αφού κατάφερε να επιβιώσει από αδέσποτη σφαίρα σε μια φλεγόμενη διαδήλωση, Ρικάρντο, πριν από όλα αυτό που φαντάζονται είναι το πως θα καταφέρουν να βρουν το μέσον, που θα τους ταξιδέψει ίσαμε την απέναντι παραλία της Μεσογείου και την παραμυθένια, στην νεαρή τους σκέψη, Βαρκελώνη. Στην ομάδα τους σύντομα θα προστεθεί και ένα κορίτσι, που θα αναστατώσει την σερνική τους εσωστρέφεια, η πανέμορφη Τζέμα. Που και για τους τρεις θα αποτελέσει το ερωτικό αντικείμενο του τινέιτζερ πόθου τους.

Ο καιρός θα διαβεί γοργά και η τετράδα θα σκορπίσει. Ο Πάολο, δασκαλάκος πια σε γυμνάσιο, πιστός ακόμη στις αρχές του, θα παλέψει να τις μεταλαμπαδεύσει στους μαθητές τους. Ο Τζούλιο, από ορκισμένος παρτιζάνος και ακτιβιστής υπέρ αδυνάτων, ως μεγάλος και τρανός ποινικολόγος πια, φροντίζει για να μην χάσουν ούτε δράμι από την περιουσία τους, οι μεγάλοι και οι κραταιοί. Ο Ρικάρντο, μετά από μια ολοσχερώς αποτυχημένη προσπάθεια να εξελιχθεί σε ηθοποιό, θα πάρει την απόφαση να μικροπαντρευτεί και να ζήσει μια συμβατική οικογενειακή ζωή, δίχως σκαμπανεβάσματα. Όσο για την κούκλα της παρέας? Αφού θα πενταρφανέψει στα 16 της, αναγκαστικά θα εγκαταλείψει την πρωτεύουσα για την εξαθλιωμένη Νάπολη, εκεί που θα ακολουθήσει μια αλήτικη και ξέφρενη ζωή, σαν να μην υπάρχει κανένα αύριο.

Και όπως τα φέρνει πάντα η μοίρα, το κουαρτέτο που ποτέ δεν έκοψε δεσμούς, δεν συνυπήρχε όμως κιόλας όπως στα νιάτα του, θα βρεθεί και πάλι κοντά, επιχειρώντας να αναβιώσει το νεανικό παρελθόν. Κακά τα ψέμματα όμως, στο μεγάλωμα τους ελάχιστοι θα παραμείνουν πιστοί στις προσταγές της νιότης. Ο ένας στους τέσσερις κατά πως λένε τα στατιστικά, κάπως έτσι κι εδώ, ο καθηγητής, θα είναι και ο μοναδικός από όλους που δεν θα απαρνηθεί τα όσα έλεγε η ανήλικη καρδιά του και θα συνεχίσει σε παρόμοιο ακριβώς τέμπο την συλλογιστική του: Ίδια σκέψη, ίδια δράση, μα το κυριότερο, ίδιος έρωτας φωλιασμένος στα βάθη της ψυχής.

Οι λοιποί? Ανατροπή για τον μεγαλοδικηγόρο, που από τα φτωχαδάκια πια υπηρετεί τους αφεντάδες και στο αποκορύφωμα θα σκαρώσει και μια παντρειά συμφεροντολόγα. Τσάκισμα για τον καλλιτέχνη, που το φάγωμα των μούτρων του στην Τσινετσιτά, θα τον ντύσει με την στολή του νοικοκύρη. Μπάχαλο για την μορφονιά, που το τόσο εύθραυστο μέσα της, θα την στείλει από την μια πανούργα αγκαλιά στην άλλη, στερώντας της την λογική να αναγνωρίσει τον δρόμο για το απάνεμο λιμάνι. Ωραία, λες, τα λέει ο ποιητής. Και νοσταλγικά, ιδίως για τους σημερινούς πενηντάρηδες, που δεν παίζει πόντος να μην αντικρίσουν τον εαυτό τους σε κάποιον από όλους της κολλητής ομάδας. Αυτό το κόλπο με την σαραντάχρονη παράλληλη πορεία της Ιτάλια Μπέλα (αλλά και του κόσμου ολάκερου), που ακριβώς μπορεί να κολλάει στον σχεδιασμό?

Ιδίως όταν αναφερόμαστε στην γενιά που δεν έζησε ούτε πολέμους, ούτε εμφυλίους, ούτε καν μαχητικούς Μάηδες κι Απρίληδες και δεν διαθέτει το σχετικό (αντίστοιχο) άλλοθι, ώστε να αποτινάξει από πάνω της το κόμπλεξ του "δεν τα κατάφερα εντέλει". Μα θα ήταν και ανάρμοστο από την άλλη, με όλο τον κόσμο τριγύρω να μεταβάλλεται, τα πάντα στον μικρόκοσμο των τεσσάρων Ρωμαίων να μείνουν τα ίδια. Με την σειρά εμφανίσεως - άτσαλα, πολύ άτσαλα, θα μπορούσε να συμβεί και πιο ευρηματικά - από το κάδρο παρελαύνουν οι στιγμές του μισού αιώνα που στιγμάτισαν την γη, μα ιδίως την Μπότα. Βερολίνο, Καθαρά Χέρια, Δίδυμοι Πύργοι, Μπερλουσκόνι. Και η ζωή συνεχίζεται...

Αν μπορώ να αναγνωρίσω ένα χαρακτηριστικό στο μέχρι στιγμής έργο του 53χρονου Λατσιάλο Gabriele Muccino, είναι πως τα φιλμς του διαθέτουν πολλή ψυχή. Τα σφάλματα του, ειδικά τα αφηγηματικά είναι σημαντικά, αλλά με κάποιο ταχυδακτυλουργικό τρόπο, φορτίζοντας συγκινησιακά την ατμόσφαιρα, πετυχαίνει να τα εξαλείψει ή για να το πω καλύτερα, να κάνει το κοινό του να τα λησμονήσει. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στο Ultimo Bacio και στο Ricordati Di Me και στο Baciami Ancora και στο πιο πρόσφατο A Casa Tutti Bene. Σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, δε, στην διεθνή του απόπειρα, εκεί που αδικήθηκε κατάφορα πιστεύω, σε φιλμς σαν το Happyness ή το Nine Lives, όταν άλλοι κι άλλοι μπουρδολόγοι Γιουροπαίοι, ευνοήθηκαν από το σύστημα μέχρι κεραίας.

Η προσπάθεια του Ιταλιάνου, με σχεδία του την νοσταλγία, να αναπαραστήσει τις ημέρες του Scola, ούτε καν πλησιάζει την επιτυχία. Και ο βασικός λόγος είναι πως το πολιτικο-κοινωνικό περιβάλλον ροής, δεν ευνοεί σε καμία περίπτωση για κάτι τέτοιο. Δεν έχει και τα ίδια όπλα στην υποκριτική φαρέτρα βέβαια, αφού τα μοντέρνα αστέρια του Ατζούρο σινεμά, όπως ο φωτονοβέλας Favino, ο θερμόαιμος Santamaria, ο χαμηλοβλεπούσας Rossi Stewart και η δυναμίτιδα, όσο και υπερεκθετική Micaela Ramazzotti, δεν πιάνουν μία μπροστά στους θρύλους του χθες. Η τετραπλή ανθρώπινη ιστορία που αφηγείται είναι όμως ικανοποιητικά σχεδιασμένη και με γνώση του αντικειμένου εκτελεσμένη. Οδηγώντας, πολύ φυσικά, όπως και στα προαναφερόμενα πονήματα του, στην τελική ρομαντικά βουρκωμένης θωριάς έξαρση του χάπι εντ. Του επιπέδου "μια ζωή την έχουμε" για να κρατούμε έχθρες ο ένας από τον άλλο. 'Η καλύτερα να λες "μια ζωή την είχαμε" κι ας πορευτούμε τώρα, όλοι, ξανά, μονοιασμένοι, μέχρι το φινάλε της...

Όταν Ανθίζει η Νιότη (Gli anni più belli) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιουλίου 2020 από την Tanweer!
Περισσότερα... »

Παράθυρο στη Θάλασσα (Una ventana al mar) Poster ΠόστερΠαράθυρο στη Θάλασσα
του Miguel Ángel Jiménez. Με τους Emma Suárez, Ακύλλα Καραζήση, Κώστα Πέτρου, Κατερίνα Ζαφειροπούλου, Gaizka Ugarte.


Σαν ηφαίστειο που ξυπνά...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Ο τελευταίος έρωτας

Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο γεννημένος το 1979 στη Μαδρίτη, Miguel Ángel Jiménez. Έχουν προηγηθεί οι ταινίες: «Ori» (2009), «Chaika» (2012) και «The Night Watchman» (2016). Έχει συνσκηνοθετήσει και μια ταινία μυθοπλασίας, το «Contigo no, bicho» μαζί με τον Álvaro Alonso. Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο πάντως το έκανε με τη μικρού μήκους ταινία «Las Huellas», γυρισμένη σε φιλμ 35mm, στην οποία συμπαραγωγός ήταν ο Aki Kaurismaki. Η παγκόσμια πρεμιέρα της τελευταίας του ταινίας έγινε στο περασμένο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, ενώ η πανελλήνια πρεμιέρα της έγινε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο κυρίως τμήμα των «Ανοιχτών Οριζόντων».

Την έμπνευση για τη συγκεκριμένη ταινία ο σκηνοθέτης την είχε όταν βρέθηκε στη Νίσυρο το 2013 στο Ινστιτούτο Μεσογειακού Κινηματογράφου. Γενικά, η σχέση του με την Ελλάδα είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Μια εποχή ταξίδεψε μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στις τοποθεσίες των ταινιών του Έλληνα σκηνοθέτη. Και μέσα στην φιλμογραφία του υπάρχει κι ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ με τίτλο «Καφενείο Καστέλλο», που αναφέρεται ακριβώς στο συγκεκριμένο καφενείο στο κέντρο της Αθήνας.

Παράθυρο στη Θάλασσα (Una ventana al mar) Poster Πόστερ Wallpaper
Την πρωταγωνίστρια της ταινίας, την Emma Suárez, την γνωρίσαμε ως Julieta στην ομώνυμη ταινία του Pedro Almodóvar από το 2016. Την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση την έκανε στην ταινία «Memorias de Leticia Valle» του Miguel Ángel Rivas το 1980. Έχει κερδίσει δύο Goya (τα ισπανικά Όσκαρ) καλύτερης γυναικείας ερμηνείας: η μία ήταν για την «Julieta» και η άλλη ήταν 10 χρόνια πριν από αυτήν, το 1996, για την ερμηνεία της στην ταινία «El perro del hortelano» της Pilar Miró. Τα τελευταία χρόνια την έχουμε δει στις ταινίες (που είχαν διανομή στη χώρα μας) «Η κόρη της Απρίλ» (Las hijas de Abril, 2017) του Michel Franco και «70 πεντακοσάρικα» (70 Binladens, 2018) του Koldo Serra.

Η υπόθεση: Η Μαρία είναι μια 55χρονη γυναίκα από το Μπιλμπάο. Είναι διαζευγμένη και ζει μιαν ήρεμη ζωή. Αγαπάει τα εγγονάκια της, έχει τις φίλες της, όλα καλά. Έως ότου μια μέρα νιώθει πολύ έντονο πόνο στην κοιλιακή χώρα και καταρρέει. Διάγνωση: καρκίνος του στομάχου. Προχωρημένος. Ξεκινάει θεραπεία. Δείχνει να συμβιβάζεται με την ιδέα. Όπως συμβιβασμένη ήταν σε όλη της τη ζωή. Μέχρι που αντιδράει. Παίρνει τις δύο κολλητές της φίλες και πηγαίνουν στην Αθήνα, σε ένα ταξίδι ζωής, το οποίο ονειρευόταν από πάντα. Σε μια αυθόρμητη απόφαση, πηγαίνουν στη Νίσυρο.

Εκεί, η Μαρία πραγματικά μαγεύεται από το τοπίο και ηρεμεί. Απολαμβάνει κάθε στιγμή. Όταν μάλιστα η σχέση της με έναν τοπικό ψαρά, τον Στέφανο, ανθίζει, νιώθει να αγγίζει την ευτυχία – την οποία είχε ξεχάσει ότι μπορεί να τη βιώσει. Όμως, δυστυχώς, η υγεία της Μαρίας επιδεινώνεται. Αρνείται να γυρίσει πίσω στο Μπιλμπάο, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του γιου της και δεν κάνει τις θεραπείες που πρέπει. Κι ενώ και ο Στέφανος έχει τα δικά του τραύματα να τον ταλανίζουν, η Μαρία αποφασίζει να ζήσει πλέον με τους δικούς της όρους. Κι όπου πάει...

Η άποψή μας: «Ό, τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο»: ένας στίχος που ταιριάζει γάντι στη συγκεκριμένη ταινία. Γιατί η κατάληξή της είναι αυτή που σακατεύει ολόκληρο το οικοδόμημα που χτίζει με προσήλωση και προσοχή ο σκηνοθέτης της στο μεγαλύτερο μέρος της. Για να απλοποιήσουμε τα πράγματα, θα κάνουμε έναν μπακαλίστικο διαχωρισμό: θετικά και αρνητικά. Στα θετικά πρώτα. Η ταινία λειτουργεί τόσο «τουριστικά» και «καρτποσταλικά» όσο πρέπει, χωρίς να ξευτελίζεται. Χωρίς να λιγώνει. Χωρίς να μασκάρει την ουσία με την ωραία της επιφάνεια. Γιατί υπάρχει ουσία: δεν υπάρχει αθανασία...

Καταλαβαίνεις πως ο σκηνοθέτης δεν βάλθηκε να γυρίσει έναν τουριστικό οδηγό για το Μπιλμπάο, μια πανέμορφη πόλη στη χώρα των Βάσκων, και για τη Νίσυρο, ένα εξαιρετικό αιγαιοπελαγίτικο νησί. Οι εικόνες τόσο από το Μπιλμπάο όσο και από τη Νίσυρο είναι πραγματικά μαγικές, χωρίς να πέφτουν στην παγίδα της κινηματογραφικής διαφημιστικής μπροσούρας. Η δουλειά που έχει γίνει στη διεύθυνση φωτογραφίας είναι σπουδαία. Τα καδραρίσματα είναι απίστευτα όμορφα! Σκέτα έργα τέχνης, πραγματικά. Το ότι έχουμε να κάνουμε με μια ερωτική ιστορία, καταδικασμένου έρωτα, είναι επίσης κάτι το πιασάρικο, κάτι το ενδιαφέρον, πόσο μάλλον όταν οι ερωτευμένοι είναι και μεσήλικες, άρα όχι συχνά στο κέντρο τέτοιου είδους ιστοριών κινηματογραφικά.

Θα μπορούσε κάποιος να πει τραβηγμένα, πως έχουμε να κάνουμε με κάτι σαν το «Brief encounter». Η μουσική και τα τραγούδια είναι επίσης όμορφα. Θα ακούσετε από Παύλο Σιδηρόπουλο (που υπάρχει μάλιστα αποθανατισμένος και σε μια φωτό σε ένα πλάνο της ταινίας) μέχρι «Enola Gay» από τους λατρεμένους – για μας τους παλαιότερους - OMD! Και πάμε λοιπόν σιγά σιγά στα αρνητικά. Αυτό που με έκανε να κλοτσήσω είναι οι πολλές αφέλειες τις ταινίας, οι οποίες αυξάνουν όσο προχωράμε προς το φινάλε της. Η άλλη έχει καρκίνο, κάνει χημειοθεραπείες και είναι φράπα. Το ταξίδι με το καϊκάκι (!!!) από τη Ραφήνα ( ; ) μέχρι τη Νίσυρο κρατάει ελάχιστα κινηματογραφικά: από Πειραιά με φέριμποτ το συγκεκριμένο ταξίδι διαρκεί κανά 8ωρο. Η ιστορία που εξηγεί γιατί μεθάει ο Στέφανος, μπαίνει ξαφνικά στα τεκταινόμενα και χωρίς να υπάρχει σεναριακή συνάφεια. Θα μου πείτε, λεπτομέρειες. Ναι, στις λεπτομέρειες όμως κρίνονται πάρα πολλές φορές τα πάντα.

Επίσης, πολύ βασικό: για μένα δεν υπάρχει «χημεία» ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές. Και η Emma Suárez και ο Ακύλλας Καραζήσης είναι πολύ καλοί ηθοποιοί. Είναι όμως εντελώς αμήχανοι στις ερωτικές τους σκηνές. Δηλαδή, τι να πω. Να σκεφτούμε λίγο Θεοδωρόπουλο – Λιβανού στον «Ξαφνικό έρωτα»; Κι εκεί ώριμο ζευγάρι ερωτεύεται. Θα μου πεις, εδώ ο ήρωας είναι ψαράς, άρα μακριά (σύμφωνα με τα στερεότυπα) από ρομαντισμούς και τέτοια. Ακόμα όμως κι αν αυτό το δεχτείς και ξεπεράσεις και τις λεπτομέρειες, νιώθεις πως όσο πλησιάζουμε στο τέλος, ο σκηνοθέτης χάνει τον έλεγχο, πως ο ρυθμός βαραίνει, πως οι λύσεις πρέπει να γίνουν καθαρές, κατανοητές και να εγκαταλειφθεί ο μέχρι τότε λειτουργικότατος υπαινιγμός και η έλλειψη. Η σκηνή με τον γιο, τη νύφη και τα εγγόνια της Μαρίας στο σπίτι του Στέφανου θαρρείς και είναι από άλλη ταινία. Αμ το νεαρό ζευγάρι που όλο φιλιέται στα ξεκούδουνα; Για αντίστιξη; Too much. Και ο γάμος; Εδώ πραγματικά ο σκηνοθέτης πέφτει στην παγίδα του φολκλόρ.

Anyway, αν δεν υπήρχε η πανδημία θα περίμενα να πλημμυρίσει φέτος η Νίσυρος από Ισπανούς τουρίστες, μετά τη θέαση αυτής της ταινίας. Που, όσο είναι γήινη και προσγειωμένη, λειτουργεί μια χαρά, καθώς προσπαθεί να αποφύγει το μελό όπως ο διάολος το λιβάνι. Δεν το καταφέρνει πάντα. Ωραία η φράση «Η ζωή σου αφαιρεί τελικά πράγματα καθώς μεγαλώνεις, δεν σου προσθέτει». Ακόμα πιο ωραία η φράση: «Κανείς δεν ζει τη ζωή που περίμενε όταν ήταν νέος. Ίσως μόνον αυτοί που παίρνουν ρίσκα». Λίγο ρίσκο παραπάνω λοιπόν και λίγη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό του να έδειχνε ο σκηνοθέτης και θα μπορούσαμε να μιλάμε για ένα αισθηματικό δράμα – δυναμίτη, αντί μιας ταινίας που απλά κυνηγάει τις χαμένες ευκαιρίες. Όπως η ηρωίδα της...

Παράθυρο στη Θάλασσα (Una ventana al mar) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιουλίου 2020 από την Cinobo!
Περισσότερα... »