Φυσικό φως (Természetes fény / Natural Light) Poster ΠόστερΦυσικό φως

του Dénes Nagy. Με τους Ferenc Szabó, Tamás Garbacz, László Bajkó, Gyula Franczia, Ernő Stuhl, Gyula Szilágyi, József Barta.


Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

"Darkness imprisoning me/ All that I see, absolute horror"

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του γεννημένου στη Βουδαπέστη το 1980 Ούγγρου σκηνοθέτη. Στην προηγούμενη φιλμογραφία του συναντάμε μερικές μικρού μήκους ταινίες και αρκετά μεσαίου μήκους ντοκιμαντέρ. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στις 18 Μαρτίου του 2021 στο φεστιβάλ του Βίλνιους, στη Λιθουανία, έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου του 2021 (που, λόγω της πανδημίας του κορωναϊού, διεξήχθη το περασμένο καλοκαίρι κι όχι τον Φεβρουάριο ως συνήθως), στο διαγωνιστικό τμήμα, κερδίζοντας μάλιστα την Αργυρή Άρκτο καλύτερης σκηνοθεσίας, ενώ την πανελλήνια πρεμιέρα της η ταινία την πραγματοποίησε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Φυσικό φως (Természetes fény / Natural Light) Poster Πόστερ Wallpaper
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Pál Závada. Το βιβλίο περιγράφει τη ζωή ενός ανθρώπου σε χρονικό διάστημα 20 χρόνων μέσα σε 600 σελίδες! Ο σκηνοθέτης τελικά χρησιμοποίησε για την ταινία του υλικό που μάζεψε από επτά σελίδες του βιβλίου, που αφηγούνται γεγονότα τριών μόλις ημερών. Χρειάστηκαν επτά ολόκληρα χρόνια για να μπορέσει να γυριστεί η ταινία – και τα γυρίσματα έγιναν κατά τη διάρκεια του χειμώνα στην Λετονία. Οι ηθοποιοί είναι ερασιτέχνες και ο σκηνοθέτης όργωσε την ουγγρική ύπαιθρο προκειμένου να βρει τις κατάλληλες φυσιογνωμίες, που ήθελε να δείχνουν κουρασμένες.

Η υπόθεση: Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, κατεχόμενη Σοβιετική Ένωση. Όντας μία από τις συμμάχους της Ναζιστικής Γερμανίας, η Ουγγαρία στέλνει στρατεύματα στα παγωμένα δάση της Ουκρανίας προκειμένου να φυλάξουν την περιοχή, να επιβάλλουν την τάξη, να δημιουργήσουν λειτουργικές γραμμές ανεφοδιασμού και να ξεσκεπάσουν θύλακες παρτιζάνων, έτσι ώστε, με την τιμωρία τους, να τους χρησιμοποιούν ως παράδειγμα για να αναγκάσουν τους απλούς πολίτες να υποταχθούν. Ο Ίστβαν Σεμέτκα είναι ένας απλός Ούγγρος αγρότης ο οποίος υπηρετεί ως δεκανέας σε μια τέτοια ειδική μονάδα σε αναζήτηση αντιστασιακών, έχοντας μεταξύ των άλλων και την ευθύνη να βγάζει φωτογραφίες. 

Φτάνοντας μετά από δυσκολίες σε ένα χωριό, η μονάδα του Σεμέτκα χαλαρώνει και τα μέλη της ξεκουράζονται, τρώνε και πίνουν και νιώθουν σχετική ασφάλεια καθώς οι χωριάτες δείχνουν συνεργάσιμοι. Όταν όμως φεύγουν από το χωριό για να συνεχίσουν την αποστολή τους, πέφτουν σε ενέδρα των παρτιζάνων, προφανώς μετά από πληροφορίες που τους έδωσαν οι χωριάτες. Όλοι οι αξιωματικοί της μονάδας σκοτώνονται και ο Σεμέτκα αναλαμβάνει διοικητής όσων απομένουν. Θα επιστρέψουν στο χωριό και θα συναντήσουν μια άλλη μονάδα Ούγγρων στην οποία διοικητής είναι ένας παλιός φίλος του Σεμέτκα, που θα τον στείλει σε μια ανώφελη αποστολή, έτσι ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει αντίποινα, για τα οποία ο Σεμέτκα δεν είναι ικανός να τα φέρει εις πέρας...

Η άποψή μας: Ενδιαφέρον κινηματογραφικό ντεμπούτο είναι τούτο εδώ, που ξεχειλίζει εγκεφαλικότητα και διαθέτει μια υποβλητική και εντυπωσιακή διεύθυνση φωτογραφίας από τη μια, μα είναι φειδωλό σε διαλόγους και... συναισθήματα από την άλλη. Μετά την αρχική σκηνή με την άλκη και τον τεμαχισμό της αλλά και την προσπάθεια μεταφοράς μέσα στη λάσπη όπου κολλάνε άλογα και οχήματα, ο σκηνοθέτης εστιάζει στον Σεμέτκα. Από ένα σημείο της ταινίας και μετά λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός θα είναι το ηθικό βαρόμετρο της ταινίας ενώ παράλληλα θα αποτελεί τα «μάτια» της κάμερας όταν αυτή δεν τον ακολουθεί καρφωμένη θαρρείς στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, σαν ο Σεμέτκα να λειτουργεί ως ο ξεναγός μας σε αυτό το αποκρουστικό θέρετρο της φρίκης. 

Μονίμως κουρασμένος, μονίμως πεινασμένος, έχοντας να δει τους δικούς του για πάρα πολύ καιρό, ο Σεμέτκα – το καταλαβαίνεις – αποδέχεται τον πόλεμο και τον ρόλο του σε αυτόν ως κάτι από το οποίο δεν γίνεται και δεν μπορεί να ξεφύγει, προσπαθώντας απλά να κάνει τη... δουλειά του. Κάθε του βλέμμα, κάθε του μορφασμός, ο τρόπος που ανάβει και καπνίζει τα τσιγάρα του, υποδεικνύουν ότι έχει δει πολλά. Κι ενώ έχει «μουδιάσει» εσωτερικά σε έναν μεγάλο βαθμό, διατηρεί ακόμα μια μικρή σπίθα ανθρωπιάς μέσα του. Γι' αυτό δεν θα «καρφώσει» τον χωρικό που κρύβεται σε μια καλύβα μέσα στο δάσος, γι' αυτό θα προσφέρει νερό στη νεαρή μητέρα που ζητάει να ξεδιψάσει το μωρό της, γι' αυτό θα επι(σ)τρέψει να φορέσουν οι χωρικοί τα παπούτσια τους για να μην παγώσουν από το κρύο, γι' αυτό κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του ώστε η παρουσία του να είναι όσο το δυνατόν πιο απαρατήρητη. 

Όλα αυτά σαφώς μας οδηγούν στο να μην μπορούμε (πάντα σχηματικά και μανιχαϊστικά) να τον εκλάβουμε ως «κακό» της ταινίας κι ας υπηρετεί τις δυνάμεις του Άξονα. Κι ας ποθεί (ως μη οφείλει) τη νεαρή και όμορφη χωριατοπούλα. Κι ας κλείνει όλους τους χωρικούς μέσα στον κοινόχρηστο στάβλο. Κι ας πετάει – εντελώς ανεξήγητα κι αψυχολόγητα – τα μούρα που του προσφέρουν οι χωρικοί ως «ευχαριστώ». Απέχει από το χαρακτηριστεί και «καλός». Όχι, δεν είναι καλός: αδύναμος είναι. Αδύναμος να αντισταθεί, αδύναμος να καταλάβει την προσωπική του ευθύνη, αδύναμος να κάνει τις επιλογές που πρέπει. Κρυμμένος πίσω από την ευγένειά του και την αλά Πόντιος Πιλάτος «νίπτω τας χείρας μου» τακτική του, γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας από τα υπόλοιπα μέλη της μονάδας του και ιδίως από τους ανωτέρους του ενώ στην κρίσιμη στιγμή, για να «προστατευθεί» από την περαιτέρω φρίκη, στέλνεται μακριά για να λάβει χώρα ένα αλά Καλάβρυτα ολοκαύτωμα. Ίσως αν έμενε εκεί, να αντιδρούσε; Ίσως, αν έμενε εκεί, να ξυπνούσε η κοιμισμένη του συνείδηση; Μπα. Απλά, αν έμενε εκεί, οι κατοπινοί του εφιάλτες θα ήταν μεγαλύτεροι και πιο βασανιστικοί... 

Αυτό που ολοφάνερα σε τραβάει από τα μάτια στην ταινία είναι η σπουδαία διεύθυνση φωτογραφίας της. Με σχεδόν παντελή απουσία του χρώματος, στους τόνους του καφέ, του μουντού, του σκοτεινού, στα όρια του ασπρόμαυρου, προκύπτει αναπάντεχα χρώμα κι αυτό είναι το κόκκινο (του αίματος) με την άλκη της αρχής και με τα κατακόκκινα μούρα – αλλά κι αυτό θαρρείς ξεθωριασμένο, σαν μη έχων ζωή. Σημείωση: αλήθεια, γιατί πετάει τα μούρα ο Σεμέτκα; Τόσο πεινασμένος, τέτοια λιχουδιά και πετάει ολόκληρο κατσαρόλη; Πώς να το ερμηνεύσουν οι θεατές αυτό; Ότι δεν θέλει να έχει πάρε δώσε με τον «εχθρό»; Μα αν ήταν έτσι δεν έπρεπε να δεχτεί και τη σούπα από τους χωριάτες. Χμ... Για να κλείσουμε: αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία αλλά παράλληλα αρκούντως «βαριά» για τον μέσο θεατή. Αυτό που ξεχώρισα είναι στιγμές. Τα δύο μυρμήγκια στο αυτί ενός νεκρού. Το ποτήρι που βυθίζεται μέσα στο δοχείο με το νερό καθώς αυτό μεταφέρεται. Το βλέμμα του αλόγου. Και η συνάντηση με μια κοπέλα θαμμένη μέσα στα χώματα: είναι ζωντανή και κρύβεται; Είναι νεκρή και ο Σεμέτκα τα βλέπει τα πράγματα αλλιώς; Εξαιρετική σκηνή. Όμως... 

Οι ρυθμοί είναι αργοί, οι διάλογοι ελάχιστοι, η ανάπτυξη χαρακτήρων άφαντη: ξέρουμε ελάχιστα πράγματα πχ για το παρελθόν του Σεμέτκα. Οι άνθρωποι εν πολλοίς λειτουργούν ως ντεκόρ: βρίσκονται εγκλωβισμένοι στη «φυλακή» του δάσους, στη «φυλακή» του πολέμου, στη «φυλακή» της με πολλές αναγνώσεις ανελευθερίας τους. Και κουβαλούν πολύ, πολύ σκοτάδι. Κι άντε να το διαλύσει το φυσικό φως...

Φυσικό φως (Természetes fény / Natural Light) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Φεβρουαρίου 2022 από την One From The Heart!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική