64th BFI London Film Festival 2020 Poster

64th BFI London Film Festival 2020 Live Ep.2 - Αυτή η νύχτα μένει

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Το να παρακολουθείς ταινίες είναι έρωτας. Και όπως όλοι οι έρωτες έχει τα πάνω και τα κάτω του. Θέλω να πω, υπάρχουν περίοδοι όπου βλέπεις ταινίες από... υποχρέωση. Νιώθεις άτονος, δεν βγάζεις κέφια, δεν σου κάνει κούκου, πώς το λένε. Κι αυτό αποτυπώνεται και στα κείμενα – όταν το να βλέπεις ταινίες και το να γράφεις γι' αυτές είναι δίδυμο που δεν σπάει. Συνήθως σε τέτοιες περιόδους είσαι μέσα στην γκρίνια: πω πω, και τι βαρετές ταινίες και καμία πρωτοτυπία και τι βαλούτα είδα πάλι γμτ, και πω ρε τι θα γράψω. Και μετά σε πιάνουν και τα υπαρξιακά σου: και ποιον αφορά τώρα αυτό και σιγά τα κείμενα και έχασε η Βενετία βελόνι (ταιριάζει αυτή η φράση εδώ; έτσι νομίζω). Και μετά έρχονται στιγμές, που παίρνεις τα πάνω σου. Γιατί βλέπεις μια ταινιάρα – εκεί που το περιμένεις. Ακόμα καλύτερα: γιατί βλέπεις μια ταινιάρα – εκεί που δεν το περιμένεις. Βεβαίως, οι βαλούτες δεν παύουν να υφίστανται. Οπότε σε τούτη την τριάδα έχουμε μια εξαιρετική ταινία, που περιμέναμε να είναι τέτοια, ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ, που ούτε που φανταζόμασταν ότι θα κόβαμε φλέβα γι' αυτό, κι ένα θρίλερ, που δεν τρομάζει ούτε τον πιο κωλονιάρη θεατή. Για πάμε να τα δούμε όλα αναλυτικά.

One Night in Miami 64th BFI London Film Festival 2020

Πρώτη σκηνοθετική δουλειά για τη βραβευμένη με Όσκαρ ερμηνείας β' γυναικείου ρόλου, Regina King, το One Night in Miami, έρχεται με φόρα στο Λονδίνο μετά την προβολή του στο φεστιβάλ της Βενετίας (όπου έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του, λαμβάνοντας μέρος στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός διαγωνισμού – η πρώτη ταινία στην ιστορία του φεστιβάλ σκηνοθετημένη από γυναίκα Αφροαμερικανίδα!) και μετά την προβολή του στο φεστιβάλ του Τορόντο, όπου στα People's Choise Awards, ήρθε δεύτερο πίσω από τον μεγάλο νικητή, το «Nomadland». Το σενάριο της ταινίας το υπογράφει ο Kemp Powers, βασιζόμενος στο ομώνυμο θεατρικό του. Η ταινία έχει προγραμματιστεί – κορωναϊού επιτρέποντος – να βγει σε περιορισμένο release στις κινηματογραφικές αίθουσες των ΗΠΑ στις 25 Δεκεμβρίου, πριν αρχίσει να προβάλλεται στην πλατφόρμα της Amazon στις 15 Ιανουαρίου του νέου έτους.

Η υπόθεση: 25 Φεβρουαρίου 1964. Ο Cassius Clay, προς μεγάλη έκπληξη των πάντων, στέφεται παγκόσμιος πρωταθλητής πυγμαχίας στην κατηγορία των βαρέων βαρών, απέναντι στο φαβορί, Sonny Liston. Ο κόσμος πανηγυρίζει στην παραλία του Μαϊάμι, της πόλης όπου διεξήχθη ο συγκεκριμένος αγώνας. Την ίδια ώρα, ο Cassius Clay γιορτάζει την επιτυχία του σε ένα δωμάτιο ενός μοτέλ μαζί με τρεις από τους στενότερους φίλους του. Είναι ένας από τους ηγέτες του Έθνους του Ισλάμ, ο Malcolm X, είναι ο τραγουδιστής Sam Cooke και είναι και ο πρωταθλητής του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, Jim Brown. Όλοι τους βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο της ζωής τους. Όλοι τους έχουν βιώσει στο πετσί τους το ρατσισμό της αμερικάνικης κοινωνίας απέναντί τους: είναι μαύροι και το χρώμα του δέρματός τους αποτελεί κόκκινο πανί για την πλειοψηφία των WASP συμπατριωτών τους. Ο καθένας τους έχει διαφορετικές απόψεις σχετικά με τον τρόπο που θα πρέπει η Αφροαμερικάνικη Κοινότητα να διεκδικήσει τα δικαιώματά της. Θα χαριεντιστούν, θα διασκεδάσουν, θα πουν ιστορίες, θα διαφωνήσουν, θα μαλώσουν. Αυτά που τους ενώνουν, όμως, είναι περισσότερα από όσα τους χωρίζουν.

Η άποψή μας: «Based on true events...» μας πληροφορεί μια κάρτα κατά την έναρξη της ταινίας. Ταινία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα λοιπόν. Αλλά και ταινία βασισμένη σε θεατρικό. Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν αρχικά πως οι τέσσερις βασικοί πρωταγωνιστές όντως συναντήθηκαν στις 25 Φεβρουαρίου του 1964 στο Μαϊάμι μετά τη νίκη του Cassius Clay, που τον έστεψε παγκόσμιο πρωταθλητή πυγμαχίας. Το τι διαμείφθηκε μεταξύ τους, όμως, δεν μπορεί να το γνωρίζει κανείς, ούτε το αν ο Malcolm X πρόσφερε στα φιλαράκια του μόνον παγωτό βανίλια στο... πάρτι! Εκεί, ο Kemp Powers έβαλε το χεράκι του και με τη φαντασία του δημιούργησε τους εξαιρετικούς διαλόγους του. Δεν έχουμε δει το θεατρικό, οπότε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν όσα βλέπουμε πριν οι τέσσερις συγκεντρωθούν στο δωμάτιο του μοτέλ, υπήρχαν στην παράσταση. 

Θεωρώ πως λογικά δεν υπήρχαν και προστέθηκαν ακριβώς για να «σπάσει» η θεατρίλα (sic). Μπορεί να κάνω και λάθος. Πάντως, η αλήθεια είναι πως οι εισαγωγικές σκηνές και δίνουν περισσότερο κινηματογραφικό τόνο στην ταινία και παρέχουν απαραίτητο υλικό στο χτίσιμο του καθενός από αυτούς τους χαρακτήρες. Ο Cassius Clay έχει χάσει δικό του αγώνα από επιπολαιότητα στο Γουέμπλεϊ. Ο Sam Cooke αντικρίζει την αδιαφορία παύλα αποδοκιμασία του αποκλειστικά λευκού κοινού στο περίφημο νεοϋορκέζικο nightclub Copacabana (πληροφοριακά, το κλαμπ έκλεισε τον περασμένο Μάιο εξαιτίας του κορωναϊού!!!). Ο Jim Brown διαπιστώνει πως όσο διάσημος κι αν είναι κι όσο καλές σχέσεις κι αν έχει με έναν προύχοντα λευκό του αμερικάνικου Νότου, εκείνος θα τον λέει νέγρο και δεν θα τον αφήνει να μπει μέσα στο σπίτι του – μόνο στο μπαλκόνι. 

Και ο Malcolm X καλείται να καθησυχάσει την γυναίκα του, η οποία φοβάται για το πού μπορεί να καταλήξει η πορεία του(ς). Αντιπροσωπευτικοί εκπρόσωποι της μαύρης κουλτούρας και φίλοι, όταν θα συναντηθούν θα βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σημείο της ζωής τους. Στο μεταίχμιο κρίσιμων αποφάσεων. Ο Cassius Clay είναι έτοιμος να δηλώσει ότι ασπάζεται τον μουσουλμανισμό, να στηρίξει το Έθνος του Ισλάμ και να «βαφτιστεί» εκ νέου ως Muhammad Ali. Ο Malcolm X βρίσκεται αποφασισμένος να εγκαταλείψει το Έθνος του Ισλάμ, απογοητευμένος από την ηθική κατάπτωση των ηγετών της οργάνωσης. Ο Jim Brown σκέφτεται να εγκαταλείψει την ποδοσφαιρική του καριέρα και να αφοσιωθεί στον κινηματογράφο, όπου κάνει τα πρώτα του βήματα. Και ο Sam Cooke προσπαθεί να βρει το κατάλληλο timing για κάτι πιο δημιουργικό στην καριέρα του, ενώ παράλληλα επεκτείνει τις μπίζνες του στη μουσική βιομηχανία. Ο Kemp Powers βάζει τον Malcolm X αριστερά της αριστεράς, τον Sam Cooke στα δεξιά της αριστεράς και τους δύο αθλητές στο κέντρο της αριστεράς και μέσω των διαξιφισμών τους φωτίζει όλη την προβληματική της Μαύρης Κοινότητας στις ΗΠΑ. Τότε. 

Και θα ήταν αστείο αν δεν είναι τραγικό πως πάνω κάτω αυτά που απασχολούσαν αυτές τις τρομερές ιστορικές προσωπικότητες τότε, απασχολούν τους Αφροαμερικάνους και σήμερα, 56 χρόνια μετά! Το timing της ταινίας είναι απίστευτο. Και λόγω της πανδημίας και λόγω του «I can't breathe» του George Floyd: «The Whole World Is Watching». Το κοινό παρακολουθεί αυτήν την τρομερή συνάντηση με τεταμένο ενδιαφέρον. Και πραγματικά, λίγο απασχολεί το γεγονός πως, αναγκαστικά, όταν τέσσερις άνδρες μιλάνε μέσα σε ένα δωμάτιο, ε, αυτό θα παραπέμπει περισσότερο σε θέατρο παρά σε κινηματογράφο. Η Regina King μάλιστα καθόλου δεν ενοχλείται από αυτό. Όχι ότι δεν προσπαθεί να βγάλει τους ήρωές της από το δωμάτιο. Και στην ταράτσα πηγαίνουν οι τέσσερίς τους και για ποτό και τσιγάρα πηγαίνουν οι δύο από αυτούς και μπαρότσαρκα προκύπτει και οι εμβόλιμες σκηνές αναμνήσεων, όπως η περίφημη συναυλία του Sam Cooke στη Βοστόνη, λειτουργούν για να φύγουμε μαζί με τους ήρωες από το δωμάτιο. 

Όπως και να έχει, πάντως, εδώ ένας είναι ο άρχοντας: ο Λόγος. Και η επιχειρηματολογία. Και η ανταλλαγή απόψεων. Όχι πάντοτε με ψυχραιμία. Κάποτε και με πείσμα, με πόνο, με στόχευση, με πίκρα, με σκοπό την δημιουργία έντασης, την πρόκληση αντίδρασης. Και λέγονται πραγματικά τρομερά πράγματα. Από τα «Παλεύουμε για τις ζωές μας» και «οι άνθρωποι της φυλής μας πεθαίνουν κυριολεκτικά κάθε μέρα στους δρόμους» του Malcolm X στο «δεν θέλω ένα κομμάτι από την πίτα – θέλω τη συνταγή» του Sam Cooke, υπάρχει ένα έξοχα οργανωμένο διαλογικό σύστημα στην ταινία, που δεν γίνεται να μην σε συναρπάσει. Πέρα και πάνω από όλα αυτή είναι μια ταινία μεγάλων Ιδεών. Προσέξτε όμως: η King δεν κάνει αγιογραφίες. Τους παρουσιάζει όλους με τα ελαττώματα και τις αδύναμες στιγμές τους. Μια αδελφότητα παρουσιάζει. Το δέσιμο μιας ομάδας τεσσάρων ανδρών, που όπως το είπε αργότερα και ο Clay (το γράφω αμετάφραστο) ήταν: «young, Black, righteous, famous, unapologetic». 

Να σημειώσουμε πως μετά από λίγους μήνες από τη νίκη του Casious Clay ο Malcolm X και ο Sam Cooke θα δολοφονηθούν ενώ σήμερα ο μόνος ζωντανός της παρέας είναι ο Jim Brown. Κορυφαία στιγμή της ταινίας, εκεί όπου ο Malcolm X πικάρει τον Sam Cooke για το πως ένας λευκός, προνομιούχος νέος, όπως ο Bob Dylan (που τότε κι εκείνος έκανε τα πρώτα του βήματα στη μουσική) έγραψε το υπέροχο τραγούδι διαμαρτυρίας «Blowin' in the Wind» όταν ο Sam αναλωνόταν σε σόουλ, κροσόβερ καψουροτράγουδα, στιγμή που θα μας οδηγήσει στην πιο συγκινητική στιγμή της ταινίας: τον Sam Cooke να τραγουδάει στο σόου του Κάρσον το συγκλονιστικό «A change is gonna come». Οι ερμηνείες από το άγνωστο ως επί τω πλείστον και με κυρίως τηλεοπτική παρουσία καστ είναι εξαιρετικές! 

Η τετράδα μπορεί να είναι άγνωστη – τώρα – (για να καταλάβετε, οι πιο γνωστοί ηθοποιοί από το καστ είναι οι λευκοί Beau Bridges, που έχει την ευκαιρία να παίξει με την κόρη του, Emily, η οποία υποδύεται την... κόρη του, και ο Michael Imperioli, που υποδύεται τον προπονητή του Clay), αλλά οι ερμηνείες τους και η εν γένει παρουσία τους θα τους βάλει για τα καλά στον χάρτη. Σπουδαία ταινία, που θα παίξει και στα Όσκαρ. Το θέμα είναι πως θα παίξει σημαντικό ρόλο μέσα σε όλους όσοι τη δουν.

The Painter and the Thief 64th BFI London Film Festival 2020

Καιρός να παρουσιάσουμε το πρώτο ντοκιμαντέρ που παρακολουθήσαμε στο φεστιβάλ. Και τι ντοκιμαντέρ! Ντοκιμαντεράρα! Μιλάω για το The Painter and the Thief του Νορβηγού Benjamin Ree. Αυτό είναι το τέταρτο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ που σκηνοθετεί ο Ree. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς, όπου τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο τμήμα Διεθνές Ντοκιμαντέρ. Και συμμετείχε και στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Η υπόθεση: Η Μπάρμπορα Κουσίλκοβα είναι μια ζωγράφος από την Τσεχία. Δραπετεύοντας από το Βερολίνο - όπου ζούσε μέσα σε μια βίαιη σχέση - με τη συμπαράσταση του Νορβηγού συντρόφου της, εγκαθίσταται στο Όσλο. Η πρώτη της ατομική έκθεση στέφεται με επιτυχία. Όμως, δύο από τα καλύτερα και ακριβότερα έργα της, θα κλαπούν. Μέσω του κλειστού κυκλώματος ασφαλείας της γκαλερί, οι δράστες αναγνωρίζονται. Και συλλαμβάνονται. Στο δικαστήριο, η Μπάρμπορα προσεγγίζει τον έναν από τους δυο, τον Καρλ-Μπέρτιλ Νόρντλαντ. Ο Μπέρτιλ είναι συνομήλικός της, έχει ποινικό μητρώο και είναι τζάνκι. Μάλιστα, έκλεψε τους πίνακες μαζί με τον συνεργό του, όντας υπό την επήρεια ναρκωτικών. Και ισχυρίζεται πως δεν γνωρίζει πού τους έχει κρύψει. Η Μπάρμπορα, για αδιευκρίνιστους λόγους, του ζητάει να ποζάρει για εκείνην. Καθώς περνάνε ολοένα και περισσότερο χρόνο μαζί, μια φιλία θα ανθίσει. Ενάντια στις προσδοκίες όλων. Και με απρόσμενες διακυμάνσεις.

Η άποψή μας: Αν είναι να βλέπουμε τέτοια ντοκιμαντέρ, τύφλα να έχουν οι ταινίες μυθοπλασίας! Τι ταινιάρα ήταν αυτή ρε παιδιά! Πωπωπω, να την παρακολουθείς και να μην πιστεύεις τα μάτια σου. Ακόμα περισσότερο: να μην πιστεύεις πως όλο αυτό προέκυψε από τη... μοίρα εν πολλοίς. Σαφώς και υπήρξε μανιπουλάρισμα για να προκύψει αυτό το τελικό αποτέλεσμα – η ζωγράφος και ο κλέφτης είχαν δεχτεί να υπάρχει κάμερα σε πάρα πολλές συναντήσεις τους, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Τι σημαίνει αυτό; Ε, κάπως δεν είσαι σφιγμένος όταν ξέρεις ότι υπάρχει μια κάμερα που σε παρακολουθεί; Δεν υποδύεσαι λίγο, κι ας μην είσαι ηθοποιός; Δεν προσπαθείς να δείξεις καλύτερος από ότι είσαι στην πραγματικότητα; Ε, γι' αυτό το μανιπουλάρισμα μιλάω. Κυρίως, για το μανιπουλάρισμα του πως το μοντάρεις όλο αυτό. Πως παρουσιάζεις κάτι που είναι εξόχως ενδιαφέρον με έναν τρόπο που το κάνει απλά... εξοχότατο! 

Απίστευτο. Απίστευτο. Απίστευτο. Κι εντέλει, και με το μανιπουλάρισμα μέσα. Δεν σε νοιάζει από κάποια στιγμή και μετά. Παρακολουθείς και τσιμπιέσαι. Τι εναλλαγή συναισθημάτων. Τι επικοινωνία ανάμεσα σε δύο τσακισμένους ανθρώπους, που υπό καμία συνθήκη η κοινωνία δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσαν να συνυπάρξουν. Τι τέχνη, βιωματική. Τι αλήθεια, γυμνή, να σπαρταράει μπροστά σου. Τι... σασπένς: ούτε στο καλύτερο θρίλερ δεν κάθεσαι έτσι, αποσβολωμένος, με το στόμα και τα μάτια ορθάνοιχτα, να παρακολουθείς συντονισμένος στην ιδιοσυχνότητα της ταινίας. Και τι ανατροπή στο φινάλε! Τι μαγεία ρε παιδί μου. Μαγεία! 

Ο Ree αφιέρωσε τρία ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του για να μαζέψει το υλικό του και να παραδώσει το τελικό απόσταγμα. Δεν ήξερε πού θα πήγαινε όλο αυτό. Όταν ξεκίνησε αυτό το υπέροχο ταξίδι, το μόνο που γνώριζε ήταν ότι ήθελε να γυρίσει μια ταινία σχετικά με τη ληστεία ενός έργου τέχνης. Φαντάζομαι ούτε ο ίδιος θα περίμενε ότι θα καταλήξει να έχει στα χέρια του τόσο υπέροχο υλικό. Η ταινία ξεκινά και αρχικά βλέπουμε τα πράγματα μέσα από την αφήγηση της ζωγράφου. Πως της στοιχίζει η ληστεία των πινάκων της. Πως παρορμητικά πλησιάζει τον έναν από τους κλέφτες και του ζητάει να γίνει η μούσα της (το πόσο... ύπουλο, έξυπνο, απίθανο είναι το γεγονός ότι για τον άλλο ληστή δεν βλέπουμε και δεν ακούμε τίποτε, έχει και αυτό το pay off του, που λέμε στο χωριό μου). 

Και βλέπουμε κι άλλα πολλά και ενδιαφέροντα, όλα στο πλαίσιο του να μάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερα για τον άνθρωπο και για τον καλλιτέχνη Μπάρμπορα. Για την προβληματική της σχέση με τον πρώην εραστή της. Για την τωρινή της σχέση με τον Μπέρτιλ: ο σύντροφός της λέει χαρακτηριστικά: «είναι σαν να αφήνεις παιδιά μόνα τους να παίζουν στο μέσο πολυσύχναστου δρόμου». Για το πως είναι μέσα στη σχέση της. Για την τεχνοτροπία της να ζωγραφίζει ταμπλό σαν να είναι φωτογραφίες υψηλής ευκρίνειας, έχοντας μια τάση να την ελκύει προς το ζοφερό, προς τον θάνατο. Για τη σχέση της με τα τατουάζ (κρατήστε το αυτό). Και για το πως ενστικτωδώς βλέπει στον Μπέρτιλ έναν άνθρωπο που χρειάζεται τη βοήθειά της – την οποία του την παρέχει ανιδιοτελώς – αλλά κι έναν άνθρωπο που την εμπνέει στην τέχνη της. 

Στη μέση της ταινίας η αφήγηση ξεκινάει από την αρχή. Μόνο που τώρα βλέπουμε τα πάντα από την πλευρά του Μπέρτιλ. Πόσο παράξενα νιώθει που τον πλησιάζει αυτή η γυναίκα. Πόσο επιφυλακτικός είναι αρχικά. Πόσο άσχημα παιδικά χρόνια είχε: η μάνα του τον παράτησε και μεγάλωσε μόνος του, χωρίς τα αδέλφια του, με τον πατέρα του. Πόσο προσπάθησε να ξεκόψει από τα ναρκωτικά. Πόσο κολλημένος είναι με την κοπέλα του. Με την κοπέλα του, που ποζάρει κι εκείνη μαζί του σε κάτι που λογικά θα αποτυπώσει τον έρωτά τους σε όλο του το μεγαλείο (κρατήστε το κι αυτό). Στο κάτι αναπάντεχο που συμβαίνει. Η αποκατάσταση. Η φυλακή. Η συνειδητοποίηση. Η ωρίμανση. Ο Μπέρτιλ έκλεψε δύο πίνακες και αυτό ήταν η αρχή για να σωθεί! Τρομερό; Γνώρισε έναν άνθρωπο που τον συντάραξε ολοκληρωτικά. Όταν βλέπει το πρώτο υπέροχο πορτρέτο του, που έχει ζωγραφίσει η Μπάρμπορα, κλαίει με λυγμούς. 

Είναι η πρώτη φορά που κάποιος τον έχει δει πραγματικά! Είναι η πρώτη φορά που νιώθει σημαντικός, όμορφος, δυνατός. Είναι η πρώτη φορά που καταλαβαίνει πως αξίζει να ζει. Η συνειδητοποίησή του δεν είναι εύκολη. Αυτή δεν είναι μια χολιγουντιανή ταινία. Δεν είναι ο δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα. Θα πρέπει να πέσει σε ακόμα πιο βαθιά σκοτάδια για να μπορέσει να φτάσει στο φως. Η πορεία όμως δεν είναι εύκολη ούτε για την Μπάρμπορα. Μιλάμε ότι κάποια στιγμή τίθεται θέμα αξιοπρεπούς διαβίωσής της: δεν φτάνουν τα λεφτά, καμία γκαλερί δεν δέχεται να κάνει ξανά έκθεση μαζί της, τελματώνει και οι επισκέψεις της μαζί με τον πάντα υποστηρικτικό σύντροφό της σε σύμβουλο σχέσεων, της φανερώνουν στοιχεία για τον εαυτό της, που καθόλου δεν γουστάρει. Όμως, αν ο σύντροφός της την έσωσε μία φορά από την βίαιη σχέση της στο Βερολίνο, ο Μπέρτιλ την έσωσε για πάντα ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. 

Πέρα όλων των άλλων, η ταινία έχει και στιγμές ατόφιου χιούμορ: το ότι η Μπάρμπορα αποφασίζει να βρει και να... κλέψει τον έναν από τους πίνακές της που είχαν κλαπεί είναι φανταστικό! Τίποτα όμως από όλα αυτά, πραγματικά τίποτα δεν θα είχε καμία σημασία αν το κλείσιμο της ταινίας δεν την απογείωνε σε δυσθεώρητα ύψη. Ναι, ο τίτλος της είναι «Ο κλέφτης και η ζωγράφος». Και το βιώνουμε αυτό με κάθε τρόπο. Και ο κύκλος, οι κύκλοι, κλείνουν έτσι όπως πρέπει. Και αυτή είναι μία από τις πιο ανθρώπινες, πιο συναισθηματικές, πιο έξυπνες και πιο σπουδαίες ταινίες της χρονιάς!

Relic 64th BFI London Film Festival 2020

Η πιο αδύναμη από τις ταινίες που θα σας παρουσιάσουμε σήμερα είναι το Relic της Natalie Erika James, μιας Αυστραλο-ιαπωνέζας σκηνοθέτιδας, που γεννήθηκε στις ΗΠΑ κι έχει τη βάση της στη Μελβούρνη. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί, έχοντας στο ενεργητικό της και μερικές μικρού μήκους. Και αυτή η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Σάντανς, κάτι δηλωτικό για τη δυναμική του συγκεκριμένου φεστιβάλ, που πλέον μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασικός πυλώνας του ανεξάρτητου κινηματογράφου παγκοσμίως.

Η υπόθεση: Η Έντνα είναι μια 80χρονη γυναίκα, που ζει μόνη της στο σπίτι της, σε έναν οικισμό αρκετά μακριά από την Μελβούρνη. Έχοντας να επικοινωνήσει μαζί της επί εβδομάδες, η κόρη της, Κέι, μαζί με την δική της κόρη, τη Σαμ, πηγαίνουν στο σπίτι για να δουν τι ακριβώς συμβαίνει. Διαπιστώνουν πως η Έντνα έχει εξαφανιστεί. Δηλώνουν την εξαφάνισή της στην αστυνομία, και περιμένουν. Η Έντνα, όσο ξαφνικά εξαφανίστηκε, άλλο τόσο ξαφνικά κάνει την επανεμφάνισή της. Δεν μπορεί να εξηγήσει πού βρίσκονταν κατά το διάστημα της απουσίας της. Υπάρχουν στιγμές που δείχνει υγιέστατη και με σώας τας φρένας, υπάρχουν όμως και πολλές στιγμές όπου συμπεριφέρεται εντελώς παράξενα, με χαρακτηριστικό ότι ξεχνάει και ότι υπαινίσσεται την ύπαρξη μιας σκοτεινής οντότητας στο σπίτι. Η Σαμ θέλει να μείνει με τη γιαγιά της και να τη φροντίσει, η Κέι δεν τρελαίνεται με την ιδέα και πρέπει να επιστρέψει στη Μελβούρνη. Και ξαφνικά μια νύχτα τα πράγματα ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο.

Η άποψή μας: Τα τελευταία χρόνια, ευτυχώς, έχουμε δει μερικά πολύ αξιόλογα δείγματα ταινιών τρόμου, που έχουν κι ένα αρτ υπόβαθρο: δεν περιορίζονται δηλαδή σε εύκολα «μπου» προς τέρψιν των εφήβων θεατών τους αλλά ψάχνονται και σε ένα βαθύτερο, υπαρξιακό επίπεδο. Σταχυολογούμε μερικές τέτοιες ταινίες, που σας τις συστήνουμε ανεπιφύλακτα: «Οι σελίδες του τρόμου» (The Babadook, 2014) της Jennifer Kent, «Σε ακολουθεί» (It Follows, 2014) του David Robert Mitchell, «Η διαδοχή» (Hereditary, 2018) του Ari Aster (και όχι το επόμενό του, το «Μεσοκαλόκαιρο) και «Εμείς» (Us, 2019) του Jordan Peele (κι όχι το προηγούμενό του, το «Τρέξε!»). 

Εδώ, η πρωτοεμφανιζόμενη σε μεγάλου μήκους Natalie Erika James (σημείωση: και στις τέσσερις προτάσεις που κάνουμε πιο πάνω, μιλάμε για πρώτη ή δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους των σκηνοθετών τους) προσπαθεί επίσης να κάνει κάτι που να είναι μεν ταινία τρόμου, να αφορά δε κι ένα πιο σκεπτόμενο κοινό. Για να πω την αμαρτία μου, δεν τα καταφέρνει σε καμία από τις δύο συνιστώσες. Σε ότι αφορά το στοιχείο του τρόμου: όχι, η ταινία δεν σε τρομάζει σε καμία των περιπτώσεων. Χρησιμοποιεί ένα σωρό τεχνάσματα και κλισέ στο πλαίσιο μιας ατμόσφαιρας αλλά τρόμος δεν υπάρχει. 

Σε ότι αφορά τώρα το σκεπτόμενο κοινό: εντάξει, είναι ενδιαφέρον το πως η σκηνοθέτιδα παραλληλίζει ουσιαστικά το μυαλό της γηραιάς κυρίας, που πάσχει από άνοια, με ένα σπίτι. Ένα σπίτι του οποίου οι τοίχοι μετακινούνται, έχει απρόσμενες εισόδους, εξόδους, μυστικά περάσματα, κι ενώ είναι τόσο γνώριμο και συνδυασμένο με χιλιάδες βιωμένες αναμνήσεις, μπορεί να αποτελέσει κι ένα απειλητικό τοπίο, ικανό να σε βυθίσει για πάντα μέσα του, χωρίς καμία διέξοδο. Αλλά η κατάληξη του όλου πράγματος είναι... κουλή και χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις: ό,τι κατάλαβες, κατάλαβες. Το δέρμα της γιαγιάς γίνεται σαν κορμός δέντρου σαπισμένου κι εκεί μέσα κρύβεται... τι; Αφού αποφλοιωθεί, έτσι; Στο τσακ ήμουν να μπήξω τα γέλια. Κρίμα. Περισσότερο για την Emily Mortimer, που υποδύεται την κόρη. Μια ταινία που πέρα όλων των άλλων προσπαθεί να μας γεμίσει και με ενοχές για το πως συμπεριφερόμαστε στους γηραιότερους. Λες και δεν είναι απότοκο του καπιταλισμού κι αυτός ο σύγχρονος αντεστραμμένος Καιάδας. Από μένα είναι όχι.

Θόδωρος Γιαχουστίδης

64th BFI London Film Festival 2020