Δυστυχώς απουσιάζατε (Sorry We Missed You) Poster ΠόστερΔυστυχώς απουσιάζατε

του Ken Loach. Με τους Kris Hitchen, Debbie Honeywood, Rhys Stone, Katie Proctor, Ross Brewster.


Το μεροκάματο του τρόμου!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Η τεχνολογία είναι καινούρια, η εκμετάλλευση είναι παλιά ιστορία...

Αυτή είναι η 26η (αν τις μέτρησα σωστά!) μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που γύρισε ο γεννημένος στις 17 Ιουνίου του 1936 Βρετανός σκηνοθέτης Ken Loach. Η πρώτη του ήταν το «Όχι δάκρυα για την Τζόυ» (Poor Cow, 1967). Από το 1996 και την ταινία «Το τραγούδι της Κάρλα» (Carla's Song) συνεργάζεται αποκλειστικά με τον Paul Laverty, ο οποίος έχει υπογράψει το σενάριο σε 13 ταινίες του Loach. Η μόνη ταινία του Ken Loach από το 1996 μέχρι σήμερα στην οποία το σενάριο δεν το υπογράφει ο Laverty είναι το «Ο Πολ, ο Μικ και οι άλλοι» (The Navigators, 2001). Η ταινία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ των Καννών.

Δυστυχώς απουσιάζατε (Sorry We Missed You) Poster Πόστερ Wallpaper
Το σενάριο της ταινίας Δυστυχώς απουσιάζατε (Sorry We Missed You) βασίζεται εν μέρει στην ιστορία του Don Lane, ενός κούριερ που εργαζόταν για την εταιρία DPD ο οποίος πέθανε τον Ιανουάριο του 2018, αφού δούλευε ενώ ήταν άρρωστος κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, οπότε και γίνεται πανικός με την αυξημένη παράδοση πακέτων. Ο Don παρέλειψε να πάει σε μια σειρά από προγραμματισμένες επισκέψεις σε νοσοκομείο προκειμένου να λάβει θεραπεία για τον διαβήτη τύπου 1 από τον οποίο έπασχε, καθώς τη μία φορά που πήγε, η εταιρία DPD τον χρέωσε με 150 λίρες πρόστιμο, καθώς έχασε με αυτόν τον τρόπο αρκετές παραδόσεις δεμάτων. Οπότε, προκειμένου να μην χρεωθεί με άλλο πρόστιμο, ο Don συνέχιζε να δουλεύει εξαντλητικά, έως ότου και πέθανε.

Η υπόθεση: Ο Ρίκι και η Άμπι είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι, που συνεχίζει να αγαπιέται παρά το γεγονός ότι ζουν πολλά χρόνια μαζί. Ζουν στο Νιούκαστλ κι έχουν και δύο παιδιά, τον Σεμπ, ο οποίος έχει ταλέντο στο γκράφιτι αλλά τραβάει δύσκολη εφηβεία, κάτι που τον φέρνει σε σύγκρουση με τον πατέρα του και το σχολείο, και την πιτσιρίκα Λίζα, το κορίτσι που προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες μέσα στην οικογένεια. Είναι μια δεμένη οικογένεια και – παρά τις εντάσεις – ο ένας νοιάζεται για τον άλλο. Ο Ρίκι αλλάζει συνεχώς δουλειές ενώ η Άμπι δουλεύει ως οικιακή νοσοκόμα, φροντίζοντας ηλικιωμένους ή γενικότερα ανθρώπους, που δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν.

Παρόλο που οι δυο τους δουλεύουν όλο και περισσότερες ώρες, όλο και πιο σκληρά, συνειδητοποιούν ότι ποτέ δεν θα αποκτήσουν το δικό τους σπίτι. Όταν προκύπτει κάτι που φαντάζει ως μια χρυσή ευκαιρία για τον Ρίκι, η Άμπι αναγκάζεται να πουλήσει το αυτοκίνητό της προκειμένου ο σύζυγός της να αγοράσει ένα φορτηγάκι και να δουλέψει ως αυτοαπασχολούμενος μεταφορέας πακέτων. Κι όπως συμβαίνει συνήθως στους εργάτες όταν ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού, το όνειρο γρήγορα μετατρέπεται σε εφιάλτη...

Η άποψή μας: Εδώ ο Loach δεν βρίσκεται στις μέγιστες φόρμες του. Ακόμα όμως και η χειρότερη ταινία τούτου του σπουδαίου δημιουργού είναι παρασάγγες καλύτερη από τον μέσο όρο των ταινιών που κυκλοφορούν εκεί έξω. Ποιο είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα του Loach; Μα η ηθική του. Κι εδώ, επειδή μπερδέψαμε τα μπούτια μας τελευταία, είναι θεμιτό να κάνουμε μια διευκρίνηση: ο άνθρωπος δεν ηθικολογεί. Η στάση του, όμως, η σκοπιά του απέναντι στην Ιστορία κι απέναντι στον Άνθρωπο είναι εκείνη που τον ορίζει και τον ξεχωρίζει. Είναι αριστερή αλλά και... χριστιανική στον βαθύτερο πυρήνα της: αυτόν που επιτάσσει «αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν»''... Πήρα αυτούσια την έναρξη της κριτικής που είχα γράψει, εδώ στο moviesltd, τον Δεκέμβρη του 2014, στα πρώτα μου – κυριολεκτικά! – βήματα της συνεργασίας μου με τον Γιώργο και τον Τάκη, για την προ-προηγούμενη ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη, το «Jimmy's Hall». Αυτόν τον μήνα συμπληρώνονται πέντε χρόνια παρουσίας μου εδώ – να τα εκατοστήσουμε – και να τα λέμε κι αυτά!

Ενδιάμεσα, ο Loach κέρδισε για δεύτερη φορά τον Χρυσό Φοίνικα για το συγκλονιστικό «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» (2016). Τα έχει κερδίσει όλα, είναι παγκοσμίως αποδεκτός, το έργο του είναι απαράμιλλο, κι αυτός συνεχίζει αγέρωχος, να μας χαρίζει ιστορίες με ήρωες ανθρώπους από την εργατική τάξη, που δεν πάνε στον παράδεισο. Δεν φτιάχνει ψεύτικο σινεμά, επιτηδευμένο, τηλεοπτικό, δήθεν. Η γλώσσα του όμως είναι αυτή του λαού. Δεν βάζει την κάμερά του και τον εαυτό του πάνω από τους ανθρώπους. Με περισσή ταπεινότητα την κρατάει στο ύψος τους, ίσως και πιο χαμηλά, και καταγράφει. Καταγράφει την εντιμότητα. Καταγράφει τον αγώνα. Καταγράφει την περηφάνια της εργατικής τάξης. Αλλά και τη συντριβή της. Έτσι όπως τ' ακούτε: τη συντριβή της. Τα αδιέξοδά της. Οι εργάτες ευρισκόμενοι σε καπιταλιστικό περιβάλλον συχνά παγιδεύονται σε μικροαστικά όνειρα. Ο Loach δεν τα χλευάζει. Δεν τα δαιμονοποιεί. Δεν τα κατακρίνει. Εξάλλου, τι πιο τίμιο για κάποιον άνθρωπο να επιδιώκει το καλό της οικογένειάς του; Να έχει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του, να βρίσκει χρόνο να διασκεδάζει, να βλέπει τα παιδιά του χορτασμένα, καλοντυμένα, και να τους παρέχεται παιδεία τέτοια που να μπορεί να τα κάνει καλύτερους ανθρώπους.

Πώς όμως μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο σε ένα τοξικό περιβάλλον; Σε ένα περιβάλλον όπου η εκμετάλλευση πάει σύννεφο; Όπου για να τα... καταφέρεις, πρέπει να ανταγωνιστείς τους συναδέλφους σου, ήτοι, τον ίδιο σου τον εαυτό; Εμ, δεν γίνεται. Στον νέο «ουάου» Μεσαίωνα, δεν υπάρχουν πλέον συνδικάτα. Σκοτώνεσαι στη δουλειά και δεν βλέπεις τη γυναίκα σου. Σκοτώνεσαι στη δουλειά και δεν βλέπεις τα παιδιά σου. Σκοτώνεσαι στη δουλειά και – για να μην χάνεις χρόνο, τα πακέτα πρέπει να παραδοθούν στην ώρα τους – κατουράς μέσα σε ένα πλαστικό μπουκάλι. Σκοτώνεσαι στη δουλειά, σχεδόν στην κυριολεξία: τόση η κούραση που σχεδόν κοιμάσαι στο τιμόνι – κι έχεις τους αλήτες έτοιμους να σου την πέσουν για να σε ρημάξουν. Καθόλου άδικα ο γιος σου, αυτός που σε θαυμάζει περισσότερο, να σου εναντιώνεται με τόσο πάθος. Να περιφρονεί ό,τι κάνεις, ό,τι προσπαθείς, ό,τι επιδιώκεις. Θαρρείς κι έχει «δει» το έργο: ποιο μέλλον; Ποιες ευκαιρίες; Μια ζωή κολλήγας. Σαν τον πατέρα του. Και σαν τον πατέρα του πατέρα του.

Ο Laverty γράφει ένα τρομερό σενάριο κι ο Loach, έχοντας να διευθύνει ερασιτέχνες ηθοποιούς, παίρνει το καλύτερο που μπορεί. Ναι, είναι σαν να βλέπεις αληθινούς ανθρώπους να ζούνε τη δύσκολη ζωή τους μπροστά στα μάτια σου – διάολε, είναι αληθινοί άνθρωποι! Το βλέπεις ακόμα και στα λάθη τους στους διαλόγους: ο Loach δεν τα έκοψε στο μοντάζ. Ήθελε αυθεντικότητα, πραγματικότητα. Και στην πραγματικότητα κομπιάζουμε, κάνουμε συντακτικά λάθη, κάποιες φορές κεκεδίζουμε, κάποιες φορές μπερδεύουμε λέξεις. Όλοι είναι τρομεροί στους ρόλους τους και σε κερδίζουν με το καλημέρα, εκείνη, όπου που σε κάνει να μπήξεις τα κλάματα είναι η Άμπι. Η Debbie Honeywood παίζει με μια απίστευτη αξιοπρέπεια έναν ρόλο στα όρια του τραγικού, με την αρχαιοελληνική έννοια. Στωική, συμπονετική, δυνατή, κάποιες φορές λυγίζει, κάποιες φορές δεν αντέχει την αδικία εις βάρος της και εις βάρος της οικογένειάς της. Να έχεις την πάρα πολύ ψυχοφθόρα δουλειά, να φροντίζεις γέρους, αρρώστους, παράλυτους και μετά από όλη τη μέρα στο πόδι, να έχεις να φροντίσεις και τα παιδιά σου – αφού πρώτα τους νουθετήσεις και επικοινωνήσεις μαζί τους από το κινητό!

Ναι, τέτοια επικοινωνία: «σου έχω αφήσει αυτό για φαγητό, να κάνεις τα μαθήματά σου, να μην δεις πολύ τηλεόραση, να πέσεις νωρίς για ύπνο, θα προσπαθήσω να είμαι εκεί και να σε δω πριν κοιμηθείς». Τέτοια. Nice fucking life. Και δεν θέλει πολλά η οικογένεια για να περάσει καλά. Μια βόλτα βραδιάτικα με το φορτηγό – βόλτα που ακολουθείται από δουλειά εκτός ωραρίου, χωρίς να πληρώνεται, από αγνή αγάπη για τον συνάνθρωπο – με τραγούδια και φτηνό μα νόστιμο φαγητό. Δεν λείπει και το χιούμορ από την ταινία. Η αντιπαράθεση του ήρωά μας, οπαδού της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με έναν οπαδό της Νιούκαστλ έχει πλάκα. Η προσπάθειά του να αποφύγει ένα πρόστιμο για... προσεχές παράνομο παρκάρισμα έχει πλάκα. Η πλάκα, όμως, είναι για λίγο. Και για να μην βυθιστούμε στη μαύρη κατάθλιψη. Για να μην μας πλακώσει η μιζέρια. Όπως και η κάθαρση. Έρχεται με τα λόγια της Άμπι στο νοσοκομείο, όταν παίρνει το κινητό και λέει στο... μεταμοντέρνο αφεντικό του συζύγου της όλα όσα θέλουμε όλοι μας κάποια στιγμή να πούμε σε κάθε λογής αφεντικά. Θέλεις να σηκωθείς και να χειροκροτήσεις! Να αγιάσει το στόμα σου Γυναίκα.

Όμως, το... κανονικό φινάλε είναι αδυσώπητο. Εγκλωβισμός. Διέξοδος καμιά. Και μόνον ένας δρόμος. Μπροστά. Σακατεμένος. Για να αποφύγεις τα μεγαλύτερα χρέη. Και το ξέρεις καλά: δεν θα τα καταφέρεις. «Δυστυχώς, απουσιάζατε». Εσύ θα συνεχίσεις να παραδίδεις πακέτα και να κυνηγάς την ουρά σου. Το δικό σου... πακέτο δεν θα το πάρεις. Ποτέ. Γιατί θα απουσιάζεις...

Δυστυχώς απουσιάζατε (Sorry We Missed You) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 7 Νοεμβρίου 2019 από την Feelgood Ent.!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική