Cannes Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Μια βροχή θα μας σώσει!

Τόσες μέρες περιμέναμε βροχή και δεν έβρεχε. Σήμερα, Κυριακή και 13, όμως, του έδωσε και κατάλαβε. Μούσκεμα γίναμε! Αυτό δεν ήταν βροχή, ήταν βροχάρα. Με μπουμπουνητά και όλα τα σχετικά. Για να πω τη μαύρη αλήθεια, δεν μου έχει ξανατύχει κάτι τέτοιο. Να στέκομαι υπό καταρρακτώδη βροχή σε ουρά για να μπω σε σινεμά να δω μία ταινία. Ο τέλειος μαζοχισμός ρε φίλε. Καταβράχηκα.

Με όλα όσα έγιναν χθες με τον τελικό κυπέλλου και τα σχετικά, ξέχασα να αναφερθώ σε δύο ζητήματα. Το ένα έχει να κάνει με την πολύ έντονη – για άλλη μια χρονιά – αστυνομική παρουσία. Είδατε τι έγινε στο Παρίσι, έτσι; Επίθεση με μαχαίρι και νεκρός. Εδώ κυκλοφορούν ακόμα και μέσα στο Παλέ του φεστιβάλ ένστολοι με όπλα που δεν ξέρω και πως να τα ονοματίσω. Τρομακτικό και κάπως όλο αυτό...

Επίσης, έγινε ακόμα μια εκδήλωση γυναικείας ενδυνάμωσης. 82 γυναίκες ανέβηκαν τα σκαλιά του Παλέ αντιπροσωπεύοντας τις 82 όλες κι όλες γυναίκες σκηνοθέτιδες που έχουν βρεθεί στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ από τότε που δημιουργήθηκε. Θέλετε αντίστοιχο αριθμό ανδρών; 1688! Τρομακτική διαφορά. Όμως, ας προχωρήσουν οι μάστορες και σε άλλα στατιστικά στοιχεία. Πόσοι είναι οι λευκοί και πόσοι οι μαύροι, οι ασιάτες, οι λατινοαμερικάνοι; Πόσοι είναι οι γκέι και πόσοι οι στρέιτ; Πόσοι είναι δεξιοί και πόσοι αριστεροί; Οι θρήσκοι και οι άθεοι; Οι χρισιανοί, οι μουσουλμάνοι, οι ινδουιστές; Θα χαθεί η μπάλα...

Se rokh Cannes 2018

Πρώτη ταινία της σημερινής ανταπόκρισης, η νέα ταινία του Ιρανού Jafar Panahi Se rokh (αγγλιστί 3 Faces). Αυτή είναι η όγδοη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του και η πρώτη του που παίρνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών. Έχει έρθει ξανά στις Κάννες με την πρώτη του ταινία «Το άσπρο μπαλόνι» (The White Balloon, 1995), που πήρε μέρος στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» και κέρδισε την Χρυσή Κάμερα (βραβείο για την καλύτερη πρώτη ταινία σκηνοθέτη από όλα τα τμήματα του φεστιβάλ). Και η δεύτερη φορά του ήταν όταν έλαβε μέρος στο «Ένα Κάποιο Βλέμμα» με το «Κόκκινο χρυσάφι» (Grimson Gold, 2003), όπου και πάλι τιμήθηκε – με το βραβείο του τμήματος αυτήν τη φορά. Λέτε με την τρίτη του παρουσία (τρόπος του λέγειν, μιας που ο Panahi απαγορεύεται να ταξιδέψει εκτός Ιράν, όντας χαρακτηρισμένος αντικαθεστωτικός) να κάνει την έκπληξη και να πάρει τον Χρυσό Φοίνικα; Έχουμε δει και πιο κουλές βραβεύσεις η αλήθεια είναι...

Η υπόθεση: Ο σκηνοθέτης Jafar Panahi δέχεται στο κινητό του ένα παράξενο selfie-video, τραβηγμένο επίσης από κινητό. Μια κοπέλα, η Marziyeh Rezaie στο βίντεο αυτό, κατηγορεί τη διάσημη Ιρανή ηθοποιό, Behnaz Jafari, ότι έχει αγνοήσει τις προηγούμενες εκκλήσεις της για βοήθεια. Η κοπέλα ήθελε να γίνει ηθοποιός. Μάλιστα, είχε γίνει δεκτή σε μια διάσημη σχολή στην Τεχεράνη για να πραγματοποιήσει το όνειρό της. Η οικογένειά της όμως αρνείται να την αφήσει να φύγει από το σπίτι για να πάει να σπουδάσει. Η κοπέλα νιώθει να ασφυκτιά και αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή της. Αυτά λέει στο βίντεο. Και στο τέλος του, το οποίο έχει γυριστεί σε μια σπηλιά, φαίνεται να βάζει το λαιμό της γύρω από ένα σκοινί και να κρεμιέται!

Ο Panahi πηγαίνει από το σετ όπου η Jafari γυρίζει την επόμενη ταινία της, ουσιαστικά την αρπάζει από εκεί και με το αμάξι του πηγαίνουν στο χωριό της κοπέλας για να μάθουν τι ακριβώς έχει συμβεί. Το χωριό είναι στα βόρεια του Ιράν, εκεί κοντά στην Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν. Τελικά η κοπέλα όντως αυτοκτόνησε;

Η άποψή μας: Ο Panahi συνεχίζει να γυρίζει ταινίες υπό καθεστώς ημιπαρανομίας. Γι' αυτό και σε αυτήν την ταινία, το μεγαλύτερο μέρος των σκηνών έχει γυριστεί μέσα από το αυτοκίνητο – είτε αυτό βρίσκεται εν κινήσει είτε είναι σταματημένο. Μ' αυτόν τον τρόπο δεν χρειάζεται να στήνει συνεργείο, να φαίνονται μεγάλες κάμερες, να γίνεται σούσουρο, όπερ, να δίνει στόχο. Επίσης, η αρχική σκηνή της αυτοκτονίας (;) έχει γυριστεί με κινητό. Με τέτοια κόλπα συνεχίζει να είναι παραγωγικός ο πολύ καλός αλλά όχι σπουδαίος Ιρανός σκηνοθέτης. Που κι εδώ κάνει εννοείται μια μυθοπλαστική ταινία, με έντονα στοιχεία ντοκιμαντέρ και σινεμά βεριτέ. Ο ίδιος παίζει τον εαυτό του, η Jafari είναι πολύ γνωστή ηθοποιός στην Περσία κι όλοι οι υπόλοιποι που συμμετέχουν είναι ερασιτέχνες που υποδύονται τον εαυτό τους.

Τα τρία πρόσωπα του τίτλου τώρα, είναι τρεις γυναίκες διαφορετικών γενεών στο σύγχρονο Ιράν. Τρεις ηθοποιοί, νυν, πρώην και επόμενες. Από τη μια είναι η Jafari, αποδεκτή από το καθεστώς και μεγάλη σταρ στη χώρα της. Από την άλλη είναι η πιτσιρίκα Rezaie, που θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά της το απαγορεύει η οικογένειά της, καθώς το να είσαι ηθοποιός δεν είναι καθόλου χρήσιμο κατά την άποψή τους, ενώ προσεγγίζει και τα όρια της ανηθικότητας. Και η τρίτη ηθοποιός δεν φαίνεται στην ταινία, η παρουσία της όμως είναι έντονη. Πρόκειται για τη Shahrazade, διάσημη ηθοποιό στη χώρα πριν την Επανάσταση του 1979, εξορισμένη ουσιαστικά στο χωριό και χωρίς δυνατότητα να παίζει σε ταινίες από τότε. Είναι εκεί και δεν είναι. Είναι αυτή που λείπει. Κι εδώ ο Panahi βρίσκει τρόπο να αναφερθεί στο δικό του θέμα.

Το λέει εξάλλου ξεκάθαρα στην ταινία, μέσω της Jafari: «Ο κύριος Panahi απαγορεύεται να ταξιδέψει στο εξωτερικό». Από εκεί και πέρα, όμως, απεγκλωβίζεται λίγο από τον... εαυτό του και τη συμπεριφορά του καθεστώτος απέναντί του, που ήταν ουσιαστικά στο επίκεντρο των δύο προηγούμενων ταινιών του. Εδώ, παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον πορτρέτο ενός τμήματος της χώρας που ζει αλλιώς. Δεν παίρνει θέση, δεν κρίνει, δεν προχωράει σε διδακτισμούς. Πετυχαίνει το καλύτερο που μπορεί με τα ελάχιστα μέσα που διαθέτει. Δείχνει τη φιλοξενία και την αγνότητα των κατοίκων της περιοχής αλλά και τη στενομυαλιά και τον δικό τους εγκλωβισμό. Εννοείται πως οι συμβολισμοί είναι μπόλικοι και ενδιαφέροντες. Ένας τραυματισμένος ταύρος, που κλείνει το δρόμο φυγής αρχικά του σκηνοθέτη και της ηθοποιού (χωρίς την πιτσιρίκα) λέει πολλά. Και ο ιδιοκτήτης του περισσότερα. Για το πόσες γελάδες μπορεί να πηδήξει στην καθισιά του. Ένας ταύρος με κάκαλα από χρυσάφι! Επίσης, το πετσάκι από την περιτομή ενός παιδιού λαμβάνει θαυματουργά χαρακτηριστικά. Και ναι, οι ντόπιοι δεν θέλουν να έχουν σχέση με το σινεμά ως συμμετέχοντες, αλλά βλέπουν μπόλικο, έχουν άποψη και κάποιοι από αυτούς θέλουν να δουν την ιστορία του γιου τους να μεταφέρεται στον κινηματογράφο.

Ωραία όλα αυτά αλλά το σινεμά του Panahi δεν είναι ούτε τόσο δραματοποιημένο ώστε να υπάρχει συναισθηματική εμπλοκή του θεατή ούτε τόσο διανοουμενίστικο ώστε να πατήσουν αυτοί που θέλουν το κάτι παραπάνω για να ιντριγκαριστούν. Τίμιο σινεμά όμως, όπως και να έχει.

Gueule d'ange Cannes 2018

Η δεύτερη σημερινή ταινία μας έρχεται από το τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» και είναι γαλλική. Μιλάμε για το Gueule d'ange (αγγλικός τίτλος: Angel Face) της Vanessa Filho, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί. Έχει δουλέψει και ως second unit director στην ταινία «Το κόλπο της ζωής μας» (The Love Punch, 2013), με Pierce Brosnan και Emma Thompson. Το σενάριο της ταινίας το υπογράφει η ίδια η σκηνοθέτιδα μαζί με τον Diastème. Και είναι μια ταινία στην οποία για πρώτη φορά βλέπουμε την Marion Cotillard σε τόσο παρακμιακό ρόλο.

Η υπόθεση: Η οχτάχρονη Ελί ζει μαζί με τη μητέρα της, τη Μαρλέν, σε μια μικρή πόλη στη γαλλική Ριβιέρα. Η Ελί δεν έχει γνωρίσει ποτέ τον πατέρα της: είναι το γέννημα ενός one night stand. Η Μαρλέν ετοιμάζεται να παντρευτεί, κάτι που δείχνει πως, επιτέλους, θα δώσει την απαραίτητη σταθερότητα στην Ελί και θα κλείσει μια για πάντα τις υποψίες των κοινωνικών λειτουργών, που ανησυχούν για τη σωστή ανατροφή της μικρής, μιας που η μητέρα της δείχνει σημάδια ανευθυνότητας. Το ίδιο κάνει με το γάμο. Ουσιαστικά, τον διαλύει, ανίκανη να αντιμετωπίσει τους δαίμονές της. Ψάχνει καταφύγιο στο ποτό και στα ξενύχτια.

Κι ένα βράδυ ξενυχτιού απλώς αποφασίζει να μην γυρίσει πίσω στο σπίτι. Η Ελί μένει μόνη της. Παραπάνω από μία μέρες. Δέχεται τη χλεύη των συνομηλίκων της. Και δεν μπορεί να διαχειριστεί τη μοναξιά της. Θα προσκολληθεί στον γιο ενός γείτονά της, παλιό πρωταθλητή καταδύσεων, ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει τα δικά του προβλήματα...

Η άποψή μας: Δεν είναι κακή ηθοποιός η Marion Cotillard. Καθόλου κακή. Αλλά, ρε παιδί μου, εντέλει, δεν μπορεί να παίξει τα πάντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτή η ταινία. Υποδύεται μιαν ανώριμη μητέρα με πρόβλημα αλκοολισμού, με πρόβλημα συναισθηματικής εμπλοκής, με πρόβλημα διαχείρησης των θέλω της, αποπροσανατολισμένη, φτωχή, ουσιαστικά αγράμματη, αυτό που οι Αμερικάνοι αποκαλούν white trash. Κολλάει στην τηλεόραση και βλέπει μαλακίες, στο γάμο της γαμιέται με έναν άγνωστο, πίνει και δίνει και στην ανήλικη κόρη της να πιεί, τέτοια. Καθόλου δεν πείθει όμως. Ούτε στο ελάχιστο. Η διαφορά με την Bria Vinaite, την μη ηθοποιό που υποδύθηκε εντελώς ανάλογο ρόλο στο περσινό «The Florida Project» είναι χαώδης! Και δεν φταίνε τα τατουάζ της δεύτερης (και η Cotillard έχει κάνει για την ταινία). Είναι ότι η μία είναι πειστική και η άλλη όχι.

Περισσότερο παρασυρόμαστε και προσέχουμε την εμφάνιση της ηθοποιού, τα ρούχα της, τα μαλλιά της, το επιτηδευμένο μακιγιάζ της, τα χρωματιστά σουτιέν που τονίζουν το υπέροχο στήθος της (δεν άντεξα, το είπα!) παρά τον χαρακτήρα που υποδύεται. Μεγάλη αποτυχία. Έτσι χάνεται το μισό στοίχημα της ταινίας. Από την άλλη, υπάρχει η πιτσιρίκα που υποδύεται την μικρή Ελί, η Ayline Aksoy-Etaix. Κάνει πολύ καλύτερη δουλειά, αλλά και πάλι δεν φτάνει με την καμία τα επίπεδα φυσικότητας και ερμηνείας της Brooklynn Prince, υποδύονταν την υπέροχη πιτσιρίκα Μούνι στην ταινία του Sean Baker. Μέχρι και αναλογία στους δεύτερους ανδρικούς ρόλους έχουμε! Εκεί όπου ο Willem Dafoe έθελγε στην αμερικάνικη ταινία ως πατρική φιγούρα, ο Alban Lenoir, έτσι κι αλλιώς περιορισμένων δυνατοτήτων ηθοποιός, προσπαθεί, είναι καλύτερος από άλλες φορές, αλλά δεν...

Η σκηνοθέτιδα εκτός από το ότι έχει διαλέξει λάθος καστ, το οποίο δεν το διευθύνει και όσο πρέπει καλά για να διορθώσει τις αστοχίες, έχει κι άλλα προβλήματα, τα οποία δημιουργεί η ίδια και το σενάριό της. Ας πούμε, η παρουσίαση της Cotillard γίνεται με μόνον μελανά χρώματα. Δεν της δίνει κανένα ελαφρυντικό. Είναι ένας χαρακτήρας που χτίστηκε με αυτόν τον τρόπο έτσι ώστε οι θεατές να λένε: «Κοίτα να δεις τώρα την πουτάνα, μα μητέρα είναι αυτή; Κάποιοι δεν πρέπει να γίνονται γονείς». Ισχύει: κάποιοι δεν πρέπει να γίνονται γονείς. Εδώ οι πολλοί που θέλουν να γίνουν γονείς και έχουν τις καλύτερες προθέσεις πολλές φορές μόνον από τύχη δεν διαλύουν συναισθηματικά τα παιδιά τους, ανατρέφοντας παράλυτους και λειψούς ανθρώπους. Εδώ, λοιπόν, το μόνο «ελαφρυντικό» που δίνει στη μητέρα, είναι ότι κατά βάθος... αγαπάει το παιδί της. Κι ας είναι πολλές φορές το παιδί εκείνο που συμπεριφέρεται ως γονέας. Χαρακτηριστική είναι μια σκηνή από τις αρχικές του φιλμ, όπου η Μαρλέν έχει γυρίσει κομμάτια από νυχτερινή έξοδο και ζητάει από τη μικρή να της τραγουδήσει για να κοιμηθεί! Η οποία μικρή τη χαϊδεύει ακριβώς όπως ένας γονέας κάνει στο παιδί του.

Σε ότι αφορά κάποια έστω μικρή κοινωνική κριτική, αυτή εξαντλείται στο πως από μικροί καταδικάζουμε την διαφορετικότητα. Η Ελί βιώνει σχεδόν καθημερινό μπούλινγκ από τους συμμαθητές της επειδή η μητέρα της είναι χαλαρών ηθών. Κι ενώ για το ένα τρίτο της ταινίας (ίσως και παραπάνω) η κακή Cotillard εξαφανίζεται από το κάδρο, η απουσία της λειτουργεί ακόμα πιο αρνητικά για το φιλμ. Γιατί το back story με τον δύτη δεν μπορεί να ισορροπήσει ή ακόμα και να βελτιώσει την κατάσταση. Μέτρια πράγματα λοιπόν, στο σύνολό της η ταινία, που όμως, σε πιθανή εμπορική προβολή της στην Ελλάδα νομίζω πως θα κόψει πολύ περισσότερα εισιτήρια από το χιλιάδες φορές καλύτερο «Florida Project». Καταλαβαίνετε τι εννοώ..

Mandy Cannes 2018

Τελευταία ταινία της ημέρας, μία που είχε ελληνικό χρώμα. Μιλάω για το Mandy του γιου του Γιώργου Κοσμάτου, του Πάνου Κοσμάτου. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του υιού Κοσμάτου. Έκανε ντεμπούτο στο φεστιβάλ του Σάντανς και είναι η τελευταία ταινία για την οποία έγραψε μουσική ο πρόωρα χαμένος Jóhann Jóhannsson, ενώ ανάμεσα στους παραγωγούς βρίσκεται και ο Elija Wood. Προβλήθηκε στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Και για μένα αποτέλεσε ακόμα μία τεράστια απογοήτευση...

Η υπόθεση: 1983, κάπου στην αμερικάνικη ενδοχώρα. Ο Ρεντ Μίλερ δουλεύει ως υλοτόμος και ζει μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, Μάντι, η οποία φοράει μπλουζάκια Black Sabbath και Motley Crew, ασχολείται πειστικά με το κόμικ και δουλεύει σε κάτι σαν ψιλικατζίδικο. Το σπίτι τους είναι απομονωμένο στη μέση του πουθενά. Είναι ερωτευμένοι, ακούνε ο ένας τον άλλο, υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον. Μια μέρα, τυχαία, τη Μάντι θα δει ο Τζερεμάι Σαντ, ηγέτης μιας παραθρησκευτικής οργάνωσης, και θα θελήσει να την κάνει δική του.

Όταν τα σχέδια συνεύρεσης μαζί της μετά την απαγωγή της δεν πηγαίνουν έτσι όπως θέλει, ο Τζερεμάι δολοφονεί την Μάντι, μπροστά στα μάτια του Ρεντ, με φρικτό τρόπο, ενώ τον βασανίζει και τόσο άσχημα αφήνοντάς τον πίσω για νεκρό. Ο Ρεντ, όμως, δεν πεθαίνει. Και θέλει να πάρει εκδίκηση. Μαζί του έχει μια βαλέστρα, ένα τσεκούρι αλλά θα χρησιμοποιήσει οτιδήποτε του φανεί χρήσιμο για να φέρει εις πέρας το στόχο του...

Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ενοχλητική ταινία. Όχι ενοχλητική όπως πχ ενοχλητική ταινία ήταν το «Funny Games» του Haneke. Εκείνη ήταν ενοχλητική και σπουδαία. Τούτη εδώ είναι ενοχλητική σκέτο! Ξεκινάμε με την ηχητική μπάντα. Η μουσική του εκλιπόντος Jóhannsson είναι πανταχού παρούσα, δεν λείπει ούτε από μισό πλάνο της ταινίας, δεν έχει καμία μελωδικότητα, είναι παραμορφωμένη και με πολύ αυξημένη ένταση, συνεχώς στα κόκκινα, κι εντέλει σε αναγκάζει σε μια θέαση μιας ταινίας δύο ωρών σαν να τη συνοδεύει συνεχώς ο ήχος ενός γεωτρύπανου στο διπλανό σου κάθισμα! Πρώτο τσάκισμα νεύρων αυτό.

Δεύτερον, οπτικά. Ο Κοσμάτος χρησιμοποιεί τόσα φίλτρα, τόσο κόκκο, τόση παραμόρφωση κι εδώ, που η ταινία υπάρχουν στιγμές που – κυριολεκτικά – δεν βλέπεται! Και καλά φόρος τιμής στο σινεμά του Argento. Παπαριές! Κόκκινο φίλτρο, παραισθητικά πλάνα, πολλές σεκάνς σαν να βρίσκεσαι σε αργή κίνηση, κάτι σαν το «Twin Peaks» on acid! Προς τι το μίσος και ο αλληλλοσπαραγμός ρε πατριώτη; Για να μην μιλήσουμε για το αρχετυπικό θέμα, αυτό της εκδίκησης, που πάντα είναι ένα θέμα δύσκολο στη διαχείρισή του. Εδώ, λοιπόν, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο – το λέει και ο περισσότερο σεληνιασμένος από κάθε άλλη φορά Nicolas Cage. Ε, σε ποια ταινία θα βλέπατε σκηνή, τουλάχιστον τρίλεπτης διάρκειας, όπου ο πρωταγωνιστής, αφού έχει δει τον έρωτα της ζωής του να σβήνει (αφού έχει καεί) κι έχει απελευθερωθεί από τα δεσμά του, να μπαίνει ματωμένος, λερός, με το σώβρακο στην τουαλέτα (εδώ εννοείται ο Κοσμάτος επιλέγει να έχει «κανονική» κινηματογράφηση για να απολαύσουμε το κιτς της διακόσμησης), να βρίσκει ένα μπουκάλι βότκα (κι εγώ κρύβω αλκοόλ στην τουαλέτα – not) και να βγάζει από τη μία βρυχηθμούς σαν ζώο και από την άλλη να πίνει σαν να μην υπάρχει αύριο; Βρυχηθμοί σας λέω, όχι μαλακίες! Για λίγο, έχει πλάκα. Για πολύ, σου σπάει τα κάκαλα! Όπως όλη η ταινία!

Και μετά αρχίζουν τα ξεκοιλιάσματα, οι αποκεφαλισμοί, η λόγχη στο στόμα κι άλλα τέτοια ωραία. Και ο Cage να βάζει έναν τόνο κόκα στη λεπίδα του ευμεγέθους μαχαιριού του και να την πασαλείβει στη μύτη του. Και γενικώς, να έχει τη μούρη του γεμάτη με ξεραμένο αίμα (από προηγούμενη, τρυφερή σκηνή) και να γουρλώνει τα μάτια του ωσάν τρελαμένος! Είμαι σίγουρος πως η ταινία θα έχει επιτυχία σε ένα κοινό που διψάει για χίπστερ δημιουργίες, έτοιμο να ακολουθήσει μια ταινία με την προοπτική ή την φήμη του καλτ να την ακολουθεί. Παπαριές. Πολύ κακή ταινία, πραγματικά, που τα λίγα ψήγματα χιούμορ που διαθέτει δεν τη σώζουν. Θα χεστούν στο χρήμα οι της Universal που θα διανείμουν την ταινία. Ναι, αυτή η ταινία με έκανε να νοσταλγώ το «Neon Demon», το οποίο το έκραξαν πολλοί, αλλά προφανώς έκαναν λάθος. Εκεί ο δικός μας είχε κάτι να πει, είχε μια αισθητική, είχε μια φιλοσοφία, είχε έναν στόχο. Εδώ, ο πατριώτης απλά δεν είχε κάτι να δείξει – ήθελε να επιδείξει. Περιμένω με αγωνία το «Mandy 2» - ας τους καλέσει κάποιος να κάνουν γυρίσματα στην Ελλάδα, να μάθουν αυτοί του «Mamma Mia 2». Αίσχος!

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2018 Live