USSAK... χρόνια μετά  Poster ΠόστερUSSAK... χρόνια μετά

του Κυριάκου Κατζουράκη. Με τους Κάτια Γέρου, Γιάννη Τσορτέκη, Θεοδώρα Τζήμου, Νίκο Νίκα, Δημήτρη Πουλικάκο, Δημήτρη Πολύτιμο, Νέλλυ Θεοφιλοπούλου, Άντριαν Φρίλινγκ, Θανάση Παπαγεωργίου, Ρήγα Αξελό


«Ο ουτοπιστής, φίλε, είναι ο απόλυτος υλιστής»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Ζωγραφίζοντας το μέλλον...

Ο Κυριάκος Κατζουράκης εννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Στα έξι του χρόνια έμεινε ορφανός από μητέρα και επειδή ο πατέρας του διωκόταν πολιτικά, εισήχθη σε ορφανοτροφείο. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μόραλη και σκηνογραφία στο εργαστήριο του Βασιλειάδη. Συνέχισε τις σπουδές του στο Λονδίνο στη St Martin's School of Art και στο Croydon School of Art όπου σπούδασε χαρακτική και μεταξοτυπία. Έχει σκηνογραφική διάταξη και έντονες επιρροές από τις μορφές του Τσαρούχη και το κιαροσκούρο του Καραβάτζο. Εχει κάνει πολλές εκθέσεις ζωγραφικής, ατομικές και ομαδικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από το 2005 είναι καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

USSAK... χρόνια μετά  Poster Πόστερ
Το 1972 έκανε τα σκηνικά της ταινίας «Το προξενιό της Αννας» του Παντελή Βούλγαρη και σχεδίασε τα κοστούμια της θεατρικής παράστασης του έργου «Μέρες του '36» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το 1976 παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στο London Film School. Το 1995 ιδρύει την «Ομάδα Τέχνης» η οποία έχει στόχο να συνδέσει τη ζωγραφική με τις άλλες τέχνες: το θέατρο, τη μουσική, τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Το 2003 κάνει την πρώτη του εικαστική ταινία, «Ο δρόμος προς τη Δύση», η οποία κερδίζει το α’ κρατικό Βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ, καθώς και το διεθνές βραβείο κριτικών FIPRESCI. Η ταινία ταξιδεύει στα μεγαλύτερα φεστιβάλ, ενώ η ταινία του «Γλυκιά μνήμη», το 2005, συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Μόντρεαλ. Το 2009 γυρίζει την ταινία «Μικρές εξεγέρσεις». Το «Ussak» είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του και η τέταρτη συνολικά μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί.

Η υπόθεση: Σε μια χώρα που πάσχει, κάπου στο μέλλον, πρόσωπα βυθισμένα σε απάθεια και ψευδαισθήσεις, μέσα από συναντήσεις και άγριες συγκρούσεις, αφυπνίζονται και διεκδικούν μιαν άλλη ζωή. Είναι ένα δυστοπικό μέλλον όπου κυριαρχούν μελανοχίτωνες, ξένοι επενδυτές και δημοσιογράφοι προσκολλούμενοι της εξουσίας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται ετερόκλητοι άνθρωποι. Μια πρώην περφόρμερ του δρόμου που δουλεύει στη γκαρνταρόμπα ενός σκυλάδικου, ένα οκτάχρονο κορίτσι που περιφέρεται στους επικίνδυνους δρόμους, μια ομάδα περιθωριακών ατόμων που προσπαθούν να αντισταθούν, ένας ντραγκ/σόουμαν, ένας θρυλικός πιανίστας, ο εκπρόσωπος μια ακαθόριστης, σκοτεινής εξουσίας, αγρότες που προσπαθούν να προστατέψουν τα χωράφια τους από τους μεταλλαγμένους σπόρους και πολλοί άλλοι ακόμα. Μικροί θύλακες αντίστασης, αγωνίζονται για την αξιοπρέπειά τους, διαμορφώνοντας τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας και, το σημαντικότερο, τα δικά τους ιδανικά, δίνοντας τις δικές τους μάχες. Μπορεί κανείς μέσα σε ακραίες συνθήκες να διεκδικήσει μια ολοκληρωμένη ζωή και όχι μόνο την επιβίωσή του; Μήπως αυτό είναι ουτοπία; Και τι σημαίνει ουτοπία;

Η άποψή μας: Οινομαγειρείον «Ο Bresson». Τσιτάτα του Μπακούνιν. Στίχοι του Νίκου Καρούζου και του Λευτέρη Πούλιου. Το δελτίο τύπου λέει: «Ο Κυριάκος Κατζουράκης έχει ζωγραφίσει όλες τις σκηνές του ''USSAK'', φτιάχνοντας ένα ιδιόμορφο storyboard, το οποίο στέκεται σαν ολοκληρωμένο έργο. Το "ζωγράφισμα" της ταινίας δεν εμποδίζει την φαντασία των συντελεστών, αντίθετα τροφοδοτεί τον δημιουργικό διάλογο μεταξύ τους». Πάρα πολύ ωραία όλα αυτά. Ταινία δεν βλέπουμε όμως. Ένα ολοκληρωμένο έργο με ειρμό δεν κατορθώνει να παρακολουθήσει ο θεατής. Κατακερματισμένη αφήγηση, σκηνοθετική ένδεια, μεγαλοστομίες και προσπάθεια να ειπωθεί το προφανές με στόμφο και μπόλικο διδακτισμό. Κρίμα. Γιατί ιδέες υπάρχουν. Γιατί δυνατότητες υπήρχαν. Γιατί η σπίθα είναι εκεί. Ποτέ όμως δεν γίνεται πυρκαγιά.

«Είναι κάβλα το χρέος». Ok, όχι μόνο το καταλάβαμε, το βιώνουμε και καθημερινά. Και ναι, η μελλοντική δυστοπία δεν είναι παρά η Ελλάδα του σήμερα! Γιατί αυτή η κακοποίηση της κινηματογραφικής γλώσσας; Γιατί αυτή η μη εκμετάλλευση σπουδαίων υποκριτικών εργαλείων, όπως (ιδίως) η Κάτια Γέρου, που δίνει όλο της το είναι σε έναν ρόλο που φλερτάρει με τον υποκριτικό θάνατο; Γιατί πρέπει να έχουμε την αίσθηση ότι παρακολουθούμε μια πολύ προχώ κινηματογραφημένη παράσταση ενός «Θεάτρου της Δευτέρας» (για όσους είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να θυμούνται τη συγκεκριμένη, πολύ ενδιαφέρουσα, τηλεοπτική εκπομπή); Γιατί να περνάει ντούκου η πολύ καλή μουσική που έχει γράψει ο Μπάμπης Παπαδόπουλος; Νομίζουμε πως ο σκηνοθέτης θα κερδίσει πολλά αν στραφεί στην απλότητα και στην καθαρότητα των σκέψεων, εγκαταλείποντας το γκροτέσκο.

Η αλήθεια είναι πως οι ταινίες του είναι χαρακτηριστικές και μοιάζουν η μία με την άλλη, κάνοντας το έργο του αναγνωρίσιμο. Μόνο που αυτού του είδους το αναγνωρίσιμο δεν είναι το ζητούμενο. Ελπίζουμε στην επόμενη ταινία του τα πράγματα να πάνε καλύτερα. Πάντως, να... αναγνωρίσουμε το πάθος τόσο του δημιουργού όσο και της πρωταγωνίστριας να γυριστεί η ταινία, με κάθε κόστος. Επί τέσσερα χρόνια γραφόταν το σενάριο ενώ χρήματα μαζεύτηκαν μέσω indiegogo! Το τελικό αποτέλεσμα, όμως, δεν τους δικαιώνει... Θέλει κότσια η αλληγορία, θέλει θυσίες, θέλει γνώση. Δεν αρκεί μόνον η καλή θέληση... Και υπάρχει και μια ακόμα παράμετρος: αυτή είναι μια ταινία που θα μπορούσε να είναι καλή, αλλά δεν πρόκειται να τη δει το μεγάλο κοινό.

Το μεγάλο κοινό θα προτιμήσει, δυστυχώς, τον «Καζαντζάκη» του Σμαραγδή. Όμως, υπάρχει δυνατότητα να γυριστούν στη χώρα μας ταινίες που να μην είναι ο «Καζαντζάκης» και να αφορούν το κοινό. Το απέδειξε ο Βούλγαρης με το «Τελευταίο σημείωμα»...

USSAK... χρόνια μετά  Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Νοεμβρίου 2017 από την New Star

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική