Η τελευταία οικογένεια (Ostatnia rodzina) Poster ΠόστερΗ τελευταία οικογένεια

του Jan P. Matuszynski. Με τους Andrzej Seweryn, Dawid Ogrodnik, Aleksandra Konieczna, Andrzej Chyra


«Πώς σου ήρθε η ιδέα ότι η τελειότητα υπάρχει;»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Το πορτρέτο μιας φυσιολογικής (;) οικογένειας...

Ο Zdzisław Beksiński γεννήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου του 1929 στη μικρή πόλη Σάνοκ της Πολωνίας. Όταν έφτασε στα 18 του έφυγε για την Βαρσοβία, για να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός και να κάνει το μάστερ του στις τεχνικές επιστήμες. Μέχρι το 1955 εργαζόταν σε μια εταιρεία κατασκευής λεωφορείων, όπου έκανε τα σχέδια. Σε εκείνο το σημείο αναπτύχθηκε μια ροπή προς το καλλιτεχνικό κομμάτι. Τα πρώτα τρία χρόνια ασχολήθηκε πολύ με τη φωτογραφία. Το ενδιαφέρον του δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Εν τούτοις η φωτογραφία αποτέλεσε το πρώτο του σκαλοπάτι. Και μετά τον κέρδισε η ζωγραφική. Χωρίς να έχει κάνει κάποια άσκηση ή σπουδές, πήρε τον καμβά και άρχισε να φτιάχνει ελαιογραφίες. Τα πρώτα χρόνια ήταν ένας πειραματισμός με εμφανή στοιχεία για το που μπορεί να οδηγηθεί. Και γύρω στο 1960 τον κέρδισε εξολοκλήρου η ζωγραφική σε ότι αφορά την καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν σταμάτησε ποτέ να φωτογραφίζει τα πάντα, να βιντεοσκοπεί τα πάντα, να ηχογραφεί τα πάντα. Μαυρίλα, αποσύνθεση, θάνατος, ερημιά, μορφές αλλόκοτες και πρωτόφαντες γέμισαν τους πίνακες του Ντζίζλαβ. Όπως δήλωσε ο ίδιος «Μου αρέσει να ζωγραφίζω με τέτοιο τρόπο, σαν να φωτογραφίζω όνειρα». Κι έτσι πορέφθηκε εικαστικά. Αποτυπώνοντας στους πίνακές του εφιάλτες και δυστοπίες. Δεν του άρεζαν καθόλου οι εκθέσεις ζωγραφικής και οι προσπάθειες να ερμηνευτούν τα έργα του. Και αγαπούσε πολύ την οικογένειά του. Πέθανε στις 21 Φεβρουαρίου του 2005 στο διαμέρισμά του, στη Βαρσοβία, δολοφονημένος από 17 μαχαιριές, με δράστη τον γιο του επιστάτη της πολυκατοικίας του, στον οποίο αρνήθηκε να δανείσει χρήματα...

(σημείωση: στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Μπεκσίνσκι δανειστήκαμε από το κείμενο του Στέργιου Πουλερέ στο MensHouse – το πλήρες κείμενό του μπορείτε να το δείτε εδώ: http://menshouse.gr/istories/34228/ntzizlav-beksinski-o-anthropos-pou-zografize-efialtes-ke-pethane-apo-aftous)

Η τελευταία οικογένεια (Ostatnia rodzina) Poster Πόστερ
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του 33χρονου Jan P. Matuszynski. Στη φιλμογραφία του υπάρχουν αρκετές μικρού μήκους ταινίες όπως και το ντοκιμαντέρ «Deep Love» (2013). Η ταινία του έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ του Λοκάρνο, όπου έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα και όπου τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον πρωταγωνιστή Andrzej Seweryn. Προβλήθηκε και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πέρσι, στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Γενικά, είχε μεγάλη φεστιβαλική προβολή.

Η υπόθεση: Ο Τζβίζλαβ Μπεκσίνσκι είναι ένα ευγενικός και ήρεμος άνθρωπος, ο οποίος υποφέρει από αραχνοφοβία. Παράλληλα, έχει σκληρές ερωτικές φαντασιώσεις και του αρέσει να ζωγραφίζει δυσάρεστα και δυστοπικά έργα. Ο Μπεκσίνσκι είναι ένας οικογενειάρχης, ο οποίος θέλει μόνο το καλύτερο για την αγαπημένη του σύζυγο Ζοφία, τον νευρωτικό του γιο Τόμας, την ηλικιωμένη μητέρα του και την πεθερά του. Μαζί με τις γυναίκες ζει στο ίδιο διαμέρισμα, ενώ ο Τόμας ζει σε ένα διαμέρισμα πολύ κοντά, στην απέναντι πολυκατοικία. Η καθημερινή ενασχόληση του Τζβίζλαβ με τη ζωγραφική, τελικά αποδίδει καρπούς και καταφέρνει να γίνει δημοφιλής στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης. Η Ζοφία κάνει τα πάντα για να κρατήσει την οικογένειά της ενωμένη, αλλά ο ταραγμένος γιος τους Τόμας, το κάνει όλο και πιο δύσκολο, με τις βίαιες εκρήξεις του και τις απειλές να δώσει τέλος στη ζωή του.

Η ανησυχία των γονιών παραμένει, ακόμα και όταν θα πιάσει δουλειά ως ραδιοφωνικός παραγωγός ή όταν θα αρχίσει να βγαίνει ραντεβού. Έτσι κι αλλιώς, ο Μπεκσίνσκι δεν πίστεψε ποτέ ότι η οικογενειακή ζωή είναι μια εύκολη υπόθεση. Καθώς καταγράφει τα πάντα με την αγαπημένη του βιντεοκάμερα, αλλά και με κασέτες στο κασετόφωνο, η οδύσσεια των Μπεκσίνσκι από το 1977 έως το 2005, ξεδιπλώνεται μέσα από πίνακες, εμπειρίες στα πρόθυρα του θανάτου και τάσεις χορευτικής μουσικής...

Η άποψή μας: Κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό: τούτη είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Με τρεις σημαντικές ιδιαιτερότητες: Δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με την καλλιτεχνική δημιουργία του κατά μία έννοια βασικού βιογραφούμενου προσώπου. Δεν ασχολείται καθόλου με τα συγκλονιστικά πολιτικά γεγονότα τα οποία βίωνε η Πολωνία τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο που αποτυπώνει. Και μας παρουσιάζει την ιδιάζουσα εμμονή του ζωγράφου να καταγράφει τα πάντα, προσπαθώντας – μάταια – να κρατήσει τη στιγμή. Και νά φωτογραφίες, και δώστου ηχογραφημένες κασέτες και πάρε και βιντεοσκοπημένα στιγμιότυπα, ακόμα και από κηδείες προσφιλών του προσώπων! Ο νεαρός σκηνοθέτης δεν θέλει να κάνει ένα... ντοκιμαντέρ για τον διάσημο συμπατριώτη του ζωγράφο. Υπό αυτήν την έννοια, ο θεατής δεν μαθαίνει και πολλά πράγματα για το καλλιτεχνικό του έργο! Ότι θέλετε να μάθετε πριν ή μετά τη θέαση της ταινίας για τον ζωγράφο Beksiński θα πρέπει να το κάνετε μετά από δική σας έρευνα – εκτός κι αν είστε από τους (ελάχιστους φαντάζομαι) που ήδη τον γνωρίζετε, όντας φοιτητής της σχολής Καλών Τεχνών ξέρω 'γω.

Να, πχ, κι εγώ που εννοείται ότι δεν τον γνώριζα, έμαθα μετά από ψάξιμο πως πολλοί πίνακές του γίνονται εξώφυλλα χέβι μέταλ συγκροτημάτων! Και ένιωσα και μια... συγγένεια με το artwork του εξώφυλλου για την ταινία (και τον δίσκο) «The Wall» των Pink Floyd! Ο σκηνοθέτης ενδιαφέρεται περισσότερο να εστιάσει στον άνθρωπο Beksiński. Στις εμμονές του, στις φαντασιώσεις του, στη λογική του, στις ήσυχες κι όχι τόσο ήσυχες οικογενειακές στιγμές του, στα άγχη του για τον γιο του, στα άγχη του για το θάνατο. Και η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν στιγμές που μέσα από το απλό και το προφανές βγαίνουν ανατριχιαστικά πράγματα. Πχ, υπάρχει μια απλή, απλούστατη σκηνή όπου ο ζωγράφος τρώει κινέζικο μαζί με τον γιο του. Είναι ολοφάνερο πως δεν πολυενδιαφέρονται και οι δύο για τη γεύση αυτού που τρώνε. Βιάζονται! Γιατί; Μα γιατί κάνουν... αγώνα, ποιος θα τελειώσει το φαγητό του πιο γρήγορα – αυτός θα είναι και ο νικητής! Ναι, αυτό το κάνουν πολλά παιδιά με τους γονείς τους και τούμπαλιν, αλλά μόνο όταν τα παιδιά είναι... παιδάκια κι όχι ενήλικες! Οι ποπ αναφορές στην ταινία είναι μπόλικες, ιδίως οι σινεφίλ! Υπάρχει αφίσα του «Frantic» ενός άλλου σπουδαίου Πολωνού καλλιτέχνη, του Polanski, στο διαμέρισμα των Beksiński, ο υιός Τόμεκ υποτιτλίζει στα πολωνικά Monty Python και... James Bond.

Η αναφορά στην Alicia Silverstone που γίνεται τόσο στην αρχή όσο και προς το φινάλε της ταινίας (μιας που έχει κατά μία έννοια, κυκλική δομή) ίσως να μπορεί να βγάλει και γέλιο! Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι σπουδαίες, όλες ακολουθούν το όραμα του σκηνοθέτη να δείξει μια οικογένεια που μέσα στην παραδοξότητά της, εντέλει είναι όπως όλες οι άλλες. Ήτοι, μια ακόμα παράξενη οικογένεια, όπου πολλά και θαυμαστά και περίεργα συμβαίνουν. Σιγά – σιγά όμως ο θάνατος κάνει την παρουσία του ολοένα και πιο συχνή κι έτσι ο σκηνοθέτης κάνει κι ένα σχόλιο για τη ματαιότητα του βίου γενικότερα. Όλα αυτά όμως παρουσιάζονται με περισσή αποστασιοποίηση και ο μη γυμνασμένος θεατής σίγουρα θα τσινίσει! Ακόμα και η μουσική, που είναι ένας απλός τρόπος για να προκαλέσεις συναισθηματική εμπλοκή του θεατή, εδώ χρησιμοποιείται αφαιρετικά και απογυμνωμένα. Πχ, σε μια δύσκολη στιγμή για τον Τόμεκ, τον βλέπουμε να βάζει να ακούσει το «Nights in White Satin» των Moody Blues, ένα από τα πιο διάσημα, μελαγχολικά κομμάτια όλων των εποχών. Το να τον δούμε να ξεσπάει σε δάκρυα θα ήταν ότι πιο φυσιολογικό τη δεδομένη στιγμή.

Όχι όμως σε αυτήν την ταινία. Ο Τόμεκ τραβάει τη βελόνα από το πικάπ και ο σκηνοθέτης δεν αφήνει να ολοκληρωθεί η εμπλοκή του θεατή. Και το κάνει συνέχεια αυτό, κόβοντας σκηνές, μη ακολουθώντας απαραίτητα μια «λογική» συνέχεια σκηνών, διαλόγων, ανάπτυξης χαρακτήρων. Δύσκολη ταινία, αλλά αξίζει τον κόπο. Κι ας μένεις με τη... θλίψη (κι άλλα συναισθήματα!) στο χέρι!

Η τελευταία οικογένεια (Ostatnia rodzina) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Νοεμβρίου 2017 από την Strada Films

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική