Το Μόνο Αγόρι στη Νέα Υόρκη (The Only Living Boy in New York) PosterΤο Μόνο Αγόρι στη Νέα Υόρκη

του Marc Webb. Με τους Callum Turner, Kate Beckinsale, Pierce Brosnan, Cynthia Nixon, Jeff Bridges, Kiersey Clemons, Debi Mazar


Half of the time we're gone but we don't know where
του zerVo (@moviesltd)

Είναι 1970 και στο απόγειο της καριέρας του, το πιο ονομαστό δίδυμο της Αμερικάνικης φολκ, οι Simon And Garfunkel, κυκλοφορούν το πέμπτο και πιο ολοκληρωμένο άλμπουμ της μεγάλης καριέρας τους, με τον τίτλο Bridge Over Troubled Water, Lp που για διαφόρους λόγους, έμελλε να αποτελέσει το κύκνειο άσμα της θρυλικής δυάδας. Μέσα από τα αυλάκια του δίσκου ξεπήδησαν επιτυχίες παγκόσμιου βεληνεκούς, σαν το ομότιτλο, την Cecilia, το El Condor Pasa και φυσικά το αγέραστο ακόμη The Boxer. Πέραν των σινγκλς όμως, το τρίτο τραγούδι, στην δεύτερη πλευρά, ήταν εκείνο που αποκάλυπτε περισσότερο από όλα, την αλήθεια πίσω από τις γραμμές για το μέλλον του συγκροτήματος. Καθώς ο κύριος δημιουργός των μελωδιών, Paul Simon, εξέφραζε μέσα από τους στίχους του, την απέραντη, καταθλιπτική μοναξιά που ένιωθε, ενόσω το έτερο μισό του, ο Art Garfunkel, απουσίαζε μόνιμα σε επαγγελματικά ταξίδια (επιθυμώντας να ακολουθεί καριέρα ηθοποιού). Το μελαγχολικό The Only Living Boy In New York, έκτοτε αποτελεί έναν ύμνο εξωτερίκευσης τέτοιων δυσμενών καταστάσεων ψυχικής ερήμωσης, με τους Εγγλέζους Everything But The Girl περίπου είκοσι χρόνια μετά να καταφέρνουν μια εκπληκτική διασκευή του, συνοδευόμενη μάλιστα από ένα εξίσου σπουδαίο κλιπ, υπογραφής Hal Hartley. Αυτή ακριβώς η βερσιόν, είναι που ακούγεται στο σπαρακτικότερο σημείο της ομώνυμης ταινίας, που μας προσφέρει ένας εκ των πιο εμπνευσμένων Αμερικάνων σκηνοθετών της εποχής μας, ο Marc Webb.

Το Μόνο Αγόρι στη Νέα Υόρκη (The Only Living Boy in New York) Wallpaper
Έχοντας μόλις ολοκληρώσει τις, μάλλον καταναγκαστικές, σπουδές του και χωρίς ακόμη να έχει καν θεμελιώσει όνειρα για το μέλλον του, ο νεαρός Τόμας, ξοδεύει την ημέρα του, διεκδικώντας την καρδούλα της συνομήλικης του Μίμι, της όμορφης πωλήτριας του συνοικιακού μπουκστόρ, που εκείνη όμως την έχει ταμένη σε περιπλανώμενο ανά την περιφέρεια, wanabe ροκ σταρ. Ερωτική απογοήτευση, που έρχεται να προστεθεί στην ήδη προϋπάρχουσα, που έχει προκαλέσει ο μόνιμος αρνητισμός των απόμακρων εύπορων γονιών του, σε οποιοδήποτε πλάνο επαγγελματικό τους έχει εκθέσει. Ειδικότερα του είρωνα, πετυχημένου μεγαλοεκδότη, πατρός του, που δεν μοιάζει να συμφωνεί ιδιαίτερα με τον τρόπο ζωής που ακολουθεί, μακρυά από τα ακριβά προάστια που μεγάλωσε, στις φτωχογειτονιές του Μπρούκλιν.

Μια κατάσταση που θα πάρει ακόμη αρνητικότερη τροπή για τον Τόμας, αντιλαμβανόμενος την εξωσυζυγική σχέση που διατηρεί ο γονιός του, με την εκθαμβωτική του συνεργάτιδα, Τζοχάνα, προδοσία που ενδεχόμενα θα επιφέρει ακόμη πιο δραματικές συνέπειες στον ήδη φορτισμένο ψυχισμό της μητέρας του, που πάσχει από χρόνια κατάθλιψη. Αρνούμενος να παραμείνει αμέτοχος σε αυτό το ζήτημα που ταλανίζει την φαμίλια του, θα δράσει αποφασιστικά επιδιώκοντας να προσεγγίσει την κρυφή ερωμένη, μια γνωριμία που θα σημάνει ραγδαίες εξελίξεις για όλους. Και κυρίως για τον χωρίς την παραμικρή εμπειρία, φιλόδοξο μα και φοβισμένο, νεαρό...

Που χαρακτηριζόμενος από την δεδομένη άγνοια κινδύνου, θα ενεργήσει επιπόλαια και αλόγιστα, παρασυρόμενος μεν από το στιγμιαίο πάθος, την νεανική έξαψη, την φυσική τόλμη των είκοσι κάτι χρόνων, αλλά και από μια έντονη διάθεση εκδίκησης, προς όλους, για την απόρριψη που έχει βιώσει. Όπως ο ίδιος επεξηγεί το μη συμβάδισμα των πάντων με τα δικά του μέτρα και θέλω, καθώς νιώθει άδικα εκμηδενισμένος από την φαμίλια, αναίτια εξαφανισμένος από το κορίτσι που διακαώς επιθυμεί (μέχρι και στην πιο άσχημη πόλη του κόσμου, εκείνη του πετά κατάμουτρα πως ονειρεύεται να μεταβεί, τσακίζοντας με την μία κάθε υπόνοια δεσμού), ντροπαλά αποκομμένος από το γενικότερο σύνολο, με το οποίο δεν βρίσκει πως τον συνδέουν και πολλά κοινά. Μοναξιά... Μοναξιά και απόγνωση. Το Μόνο Αγόρι στον σύγχρονο ομφαλό της γης.

Μοιάζουν μελαγχολικές οι προαναφερόμενες λέξεις, παρόλα αυτά σε πλήρη φιλμική αντίθεση, η αφήγηση τους στο εκράν δεν είναι εφάμιλλα δραματική. Με φόντο μια πολύχρωμη και συνεχώς ηλιόλουστη Νέα Υόρκη, μια απέραντη μητρόπολη που σου δίνει ατέρμονες ευκαιρίες για δράσεις, κτίσεις και κατακτήσεις, ο αγαπημένης ποιητικότητας στην έκφραση του Marc Webb, στήνει μια ανθρώπινη ιστορία, γύρω από έναν σταθερό μοναχικό άξονα, μπολιάζοντας την ανά τακτές περιόδους με γλαφυρούς τόνους και διάθεση. Πορεία σε μια σχηματική γραμμή, όπως την προλογίζει, νανουριστικά απαγγέλλει στην εξέλιξη της και εντέλει παιανίζει στο φινάλε, ο μοναδικός άνθρωπος σε όλα αυτά τα εκατομμύρια που περιβάλλουν τον μικρό, ο αινιγματικός γερο γείτονας του, που γνώρισε μόλις χθες, μα ελλείψει άλλου έμπιστου, τον πιστεύει για μέντορα, για δάσκαλο, για καθοδηγητή. Σχέση στοργής και αλληλοκατανόησης, που με την έλευση της απρόσμενης ανατροπής και του χάπι (?) έντ, κλείνει σε έναν ολόγιομο κύκλο την επίπεδη ράγα, σαλπάροντας αποξαρχής. Ακόμη και το ίδιο παράθυρο έχει άλλη θέα, η εμπειρία και η γνώση είναι εκείνες που αλλάζουν την θωριά.

Πανεύκολα, εκείνος που δεν έχει σιγοψιθυρίσει τις αναλλοίωτες μελωδίες του Simon, που αγκαλιάζουν στοργικά τις εικόνες του dramedy, ενδεχόμενα στην εξέλιξη της πλοκής να παρασυρθεί και να το γυρίσει στο "'όνομα σου Αναστασία, κρεμασμένα λες χίλια τάματα" και δεν τον αδικώ, Φώσκολος τονε βύζαξε, εκεί κολλάει ο νους. Το ερωτικό τρίγωνο δεν είναι το επίκεντρο, είναι όμως ο καταλύτης. Δεν είναι η αφετηρία και το ονόρε, είναι όμως ο μοχλός πίεσης και έντασης. Δεν είναι το ξέσπασμα του φυλακισμένου πάθους, πιστόλι που ξερνάει τιμωρία, αλλά η αναζήτηση του χαδιού που κάθε δευτερόλεπτο το διεκδικείς κι άμα δεν το αισθάνεσαι, σε ζώνουν σαν φίδια οι ανασφάλειες, δηλητηριάζοντας την αυτοπεποίθηση με το zyclon του μηδενισμού. Και το παρακάλι για να γυρίσει πίσω ο Τομ στον Τζέρι του, από θρήνος μοιάζει με πόλεμος. Δεν με καις, σε καίω...

Ενθαρρυντική η γνωριμία του κοινού με τον συμπαθέστατο διοπτροφόρο Callum Turner, που για πρώτη φορά στο στάρινγκ, μια χαρά ντύνεται την καπαρντίνα του μοντέρνου (τάχαμου) μπιτνίκ, που από κόπια υφάκι μπόλικο κι από ταλέντο άλλο τόσο, μα ποιος να το αναγνωρίσει? Επιβεβαίωση - επιβράβευση - μετάλλιο που ζητούν τα νεούδια ανά πάσα στιγμή, γι αυτό και συμπαθούν υπέρμετρα όποιον τους το παρέχει, ακόμη και τον ξένο, τον άγνωστο, τον μέθυσο του διπλανού απάρτμεντ, που με τόση σοφία, παίζει στα δάκτυλα ο Jeff Bridges. Λογικό κι επόμενο με τέτοιο τοτέμ στο καστ, άπαντες οι ρόλοι να ανεβάζουν λέβελ αποδόσεως, όχι απρόσμενα πάντως μιας και όλων η πάστα είναι επιβεβαιωμένη. Και του πατέρα Brosnan, που εντέλει φαντάζει ως ο ριγμένος της υπόθεσης, κυρίως στην έως τώρα λογική του νεαρού και της μητέρας Nixon, που έχασε κάποτε την ευκαιρία, τσακίζοντας ψυχή και νου και της επίσης φερέλπιδος, μελαψής κουκλίνας Kiersey Clemons, ως δυσκοίλιας φιλενάδας, που κρατάμε το ονοματάκι της στο καρνέ, ως ερμηνευτική επένδυση για το μέλλον.

Φύλαξα τελευταία την Beckinsale, εδώ το ερωτικό αντικείμενο του πόθου, συνάμα όμως το Μόνο Κορίτσι στην Νέα Υόρκη. Έναν αιώνα κοντά μετά το ασχημόπαπο του Shooting Fish και αφού καθάρισε με τα leather των Underworld, η Αγγλίδα διόλου άδικα αποσπά την (υποκειμενική, οκ) στάμπα της sexiest woman alive. Όλεθρος Λονδρέζικος κινητός η Becky ζαλίζει, μεθά, μαγνητίζει στο αέρινο διάβα της, δίχως ποτέ να λησμονεί πως ερμηνεύει, με ασίγαστο πάθος, την άλλη όψη (από την σερνική) του ίδιου νομίσματος. Ούτε εκείνη, η Τζοχάνα της, γνώρισε ποτέ την επευφημία από κανέναν δικό της. Ούτε την αβάντα, ούτε τον ενθουσιασμό. Κι αυτό μοιάζει να ψάχνει πέρα δώθε να βρει στην απεραντοσύνη του Big Apple. Τελικά οι μόνοι, δεν είναι όσο περιθωριακά μόνοι φαίνονται, είναι πολύ περισσότεροι...

Το Μόνο Αγόρι στη Νέα Υόρκη (The Only Living Boy in New York) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 27 Ιουλίου 2017 από την Seven Films

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική