Cannes Film Festival 2016 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Κι όμως, δεν εκερδίσαμε το τζόκερ!

Ένας υπερτυχερός λέει κέρδισε σχεδόν 10 εκατομμύρια ευρώ στην κλήρωση του τζόκερ που έγινε την Κυριακή. Να δω τι θα του μείνουν από τη στιγμή που θα τον εντοπίσει η εφορία κι έπειτα. Η ΠΑΟΚΑΡΑ πήρε χι μέσα στο βάζελο, με 10 παίκτες από το 20ο λεπτό παρακαλώ. Η ΤΣ ΕΣ ΚΑ Μόσχας κατέκτησε την Γιουρολίγκα με τον Δημήτρη Ιτούδη στον πάγκο της! Τρέλα! Η Ουκρανία κέρδισε την Γιουροβίζιον με ένα τραγούδι για την... γενοκτονία των φασιστών Τατάρων από τον Στάλιν. Και ξεκινούν οι πανελλήνιες εξετάσεις – καλή επιτυχία σε όλα τα παιδιά που δίνουν τον αγώνα τον καλό.

Σαν πανελλήνιες είναι και κάθε φεστιβάλ, πόσο μάλλον το φεστιβάλ των Καννών. Άλλες ταινίες «γράφουν» άριστα καθώς οι δημιουργοί τους έρχονται διαβασμένοι, άλλες αιφνιδιάζουν καθώς, παρά το μη καλό διάβασμα του δημιουργού οι αυτοσχεδιασμοί τους, τους βγαίνουν σε καλό, άλλες καταλαβαίνεις ότι ο δημιουργός τους έχει διαβάσει καλά αλλά δεν ξέρει να διατυπώσει αυτά που ξέρει, άλλες είναι εκτός θέματος, άλλες δίνουν λευκή κόλλα και τα λοιπά και τα λοιπά. Για την τέταρτή μας ανταπόκριση έχουμε να αναφερθούμε σε τέσσερις ταινίες.

Ma vie de Courgette Cannes 2016


Η πρώτη ταινία της ημέρας είναι και η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων που είδαμε στις Κάννες φέτος. Τίτλος της: «Ma vie de Courgette» (Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών). Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Ελβετός Claude Barras, το σενάριο της ταινίας, που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Gilles Paris γράφτηκε από τη Γαλλίδα σκηνοθέτιδα Céline Sciamma, γνωστή μας από τις ταινίες «Tomboy» και «Bande de filles» και η διάρκεια της ταινίας – που ναι μεν ανήκει στη μεγάλη κατηγορία των κινουμένων σχεδίων αλλά έχει γυριστεί με την τεχνική του stop motion, με πλαστελίνες – είναι μόλις 66 λεπτά! Μια χαρά για ένα φεστιβάλ που μας έχουν ρημάξει στις σχεδόν τρίωρες δημιουργίες οι διάφοροι...

Η υπόθεση: Ο Ίκαρος είναι ένας πιτσιρίκος που ζει μαζί με την αλκοολική μητέρα του, καθώς ο πατέρας του τους έχει εγκαταλείψει (του άρεσε να πηγαίνει με διάφορες «κότες», όπως του έχει πει η μητέρα του). Για συναισθηματικούς λόγους προτιμά να τον φωνάζουν Courgette, ήτοι «Κολοκυθάκι». Μια μέρα για να προστατέψει τον εαυτό του από τη μαινόμενη, μεθυσμένη μητέρα του, τη σκοτώνει κατά λάθος. Με τη βοήθεια ενός συναισθηματικού αστυνομικού ο Courgette θα βρεθεί σε Ίδρυμα γεμάτο «προβληματικά» παιδιά όπως εκείνον. Εκεί θα δεχτεί αγάπη ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, θα φτιάξει φίλους, θα ερωτευθεί και θα κατορθώσει να φύγει έχοντας μια οικογένεια τεχνητή μεν αλλά πολύ πιο πραγματική από αυτήν που είχε πριν πάει στο Ίδρυμα.

Η άποψή μας: Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει σε τούτη την τρυφερότατη ταινία που το μόνο της (μα σοβαρό) πρόβλημα είναι η εύρεση του target group! Τα πολύ πιτσιρίκια που βλέπουν ταινίες της Ντίζνεϊ ας πούμε, ίσως αγριευτούν με μια ταινία όπου υπάρχει φανερός αλκοολισμός ενηλίκου, δολοφονία χωρίς πρόθεση, και υπόνοιες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού από κάποιον από τους γονείς του! Οι έφηβοι από την άλλη ίσως βρουν την ταινία πολύ παιδική για τα γούστα τους. Οι ενήλικες συνήθως πηγαίνουν σε ταινίες κινουμένων σχεδίων συνοδεύοντας τα παιδιά ή τα ανίψια τους. Πρόβλημα λοιπόν.

Κατά τα άλλα, η ταινία είναι άψογη και ιδιαίτερα προσεκτική και ώριμη στα θέματα τα οποία θίγει. Η αθωότητα των παιδιών και οι συνεχόμενες αναρωτήσεις τους, ιδίως σε ότι έχει να κάνει με το σεξ, προκαλούν μονίμως γέλιο. Ο αστυνομικός δέχεται μονίμως μπουγέλο από έναν Άραβα πιτσιρίκο, καθώς ο μικρός θεωρεί πως εκείνος είναι υπεύθυνος που ο πατέρας του είναι στη φυλακή! Η σχέση του αστυνομικού με τον Courgette είναι κομβικής σημασίας για την ταινία, καθώς για πρώτη φορά ο μικρός βλέπει στο συγκεκριμένο ενήλικα μια πατρική φιγούρα, τέτοια που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Μεγάλη έκπληξη το άκουσμα του υπέροχου γερμανικού τραγουδιού «Eisbar» των Grauzone από το 1980, στη σκηνή με το πάρτι στην εκδρομή των παιδιών στο χειμερινό καταφύγιο! Καθόλου έκπληξη από την άλλη το άκουσμα του γαλλικού ύμνου «Le Vent Nous Portera» στο φινάλε της ταινίας, όχι από τους Noir Desir αλλά σε διασκευή. Πολύ καλή δουλειά, που καταχειροκροτήθηκε!

American Honey Cannes 2016

Η Andrea Arnold είναι αν μη τι άλλο μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνοθέτιδα. Με την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της, και πρώτη αμερικάνικη, επιστρέφει στο φεστιβάλ όπου συμμετείχε και με τις δύο πρώτες ταινίες της, για την καθεμιά από τις οποίες έλαβε και το Βραβείο της Επιτροπής! Στο διαγωνιστικό τμήμα λοιπόν η ταινία «American Honey», με τίτλο δανεισμένο από το ομώνυμο τραγούδι των Lady Antebellum.

Η υπόθεση: Η Σταρ είναι μια 18χρονη κοπέλα που μπορεί να έχει μέλλον, παρόν όμως δεν διαθέτει. Ανήκει στην κατηγορία white trash, φροντίζει η ίδια τα δύο ανήλικα αδέλφια της μαζεύοντας φαγώσιμα από τους σκουπιδοντενεκέδες των σούπερ-μάρκετ και οι γονείς της είναι εκτός εικόνας. Μια μέρα θα συναντήσει μια παρέα συνομηλίκων της που τριγυρνάνε της μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ βγάζοντας τα προς το ζην «πουλώντας» συνδρομές για περιοδικά! Την προσοχή της κερδίζει αμέσως ο Τζέικ, ένας καταφερτζής αλαζόνας, μεγαλύτερός της, που την προσκαλεί να τους ακολουθήσει και να βγάλει κι εκείνη χρήματα. Αφού αφήσει τα αδέλφια της, η Σταρ όντως ακολουθεί το παράξενο αυτό καραβάνι. Μεταξύ αυτής και του Τζέικ θα αναπτυχθεί μια ερωτική σχέση. Έτσι κι αλλιώς όμως είναι νέα, είναι νέοι και όλη η ζωή βρίσκεται μπροστά τους...

Η άποψή μας: Στις Κάννες είναι κανόνας οι περισσότερες ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος να είναι μεγάλες σε διάρκεια. Τούτη η ταινία, ας πούμε, διαρκεί 162 λεπτά! Σχεδόν τρεις ώρες δηλαδή! Ξέρετε ποιο είναι το κατόρθωμα της Arnold; Ότι κατάφερε να γεμίσει αυτά τα 162 λεπτά χωρίς να μας παρουσιάζει κάτι το συγκλονιστικό αλλά κανένα λεπτό της ταινίας δεν σε κάνει να βαρεθείς ή σε αφήνει αδιάφορο! Μπορεί να είναι η πιο «χαλαρή» σε ότι αφορά τη διαδοχή των γεγονότων που έχω δει κι όμως όλα τα κομμάτια του παζλ κολλάνε. Από την αριστουργηματική διεύθυνση φωτογραφίας, το απαιτητικό και εντελώς έξυπνο μοντάζ και το καταπληκτικότερο σάουντρακ που έχετε ακούσει τα τελευταία χρόνια!

Ε, ναι, λοιπόν, αν είστε young at heart αποκλείεται να μην παρασυρθείτε από τη χαρά της ζωής που νιώθουν αυτά τα παιδιά. Που με την ίδια ευκολία που χορεύουν ξέφρενα υπό τους ήχους του «We found love» (in a hopeless place, έτσι;) της Rihanna, μπορούν να γουστάρουν μια βόλτα μέσα στην πόλη, μέσα στη νύχτα με το φοβερό και τρομερό «Recharge and revolt» των Raveonettes, που μέχρι πρόσφατα το είχα και ήχο κλήσης στο κινητό, έτσι; Θα μπορούσα να είμαι πατέρας αυτών των πιτσιρικάδων, αλλά διάολε, πολύ χαίρομαι που ένα μικρό μέρος μέσα μου μπορεί να νιώθει όπως αυτοί. Μια γενιά χαμένη, καμένη, κατεστραμμένη κι όμως ζωντανή, αισιόδοξη, δυνατή, με αυτοπεποίθηση, ιδίως σε ότι αφορά τις κοπέλες της παρέας.

Η πρωτοεμφανιζόμενη Sasha Lane είναι εξαιρετική στο ρόλο της Σταρ: ο φακός την αγαπάει και το πρόσωπό της ακτινοβολεί δυναμισμό. Ο Shia LaBeouf, το μεγάλο όνομα του καστ, μάλλον δίνει την καλύτερη ερμηνεία της ζωής του, ίσως επειδή ο συγκεκριμένος ρόλος βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό που πραγματικά είναι. Μεταξύ των «επεισοδίων» που παρεκκλίνουν λίγο από το γενικό αισθητικό κανόνα εκείνη που ξεχωρίζει είναι αυτή με τους Τεξανούς, την τεκίλα και το σκουλήκι μέσα σε αυτήν ενώ η άλλη, με τους τύπους που δουλεύουν στις πηγές άντλησης πετρελαίου δεν είναι και από τις πιο δυνατές. Όποτε είναι μαζί οι δύο πρωταγωνιστές η ταινία κερδίζει σε ένταση και φλόγα. Και είναι αυτοί οι δύο που εκπροσωπούν την άποψη της σκηνοθέτιδας σχετικά με τη νέα γενιά και τη σχέση της με το σεξ και τον έρωτα: το σεξ βρίσκεται πολύ εύκολα, ο ρομαντισμός δεν έχει πεθάνει αλλά η εποχή παραείναι κυνική για να παραδεχτούν τα παιδιά ότι είναι ερωτευμένα. Ένας ύμνος στη νέα γενιά, μια ταινία – πυγολαμπίδα που, όπως στο φινάλε, με το λίγο φως το οποίο εκπέμπει, μπορεί να διώξει τα σκοτάδια που μας έχουν περικυκλώσει και ασφυκτικά σκεπάσει.

Beyond the Mountains and Hills Cannes 2016

Τον Eran Kolirin τον είχαμε γνωρίσει πίσω στο 2007 με την πολύ γλυκιά ταινία του «The Band's Visit» η οποία είχε προβληθεί στο «Ένα κάποιο βλέμμα» εκείνου του φεστιβάλ Καννών κερδίζοντας το βραβείο της FIPRESCI ενώ αργότερα κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας». Αφού τη δεύτερη ταινία του δεν την είδαμε ποτέ στην Ελλάδα, εννιά χρόνια μετά την πρώτη επιστρέφει στις Κάννες, και πάλι στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» με το νέο του φιλμ «Me'ever Laharim Vehagvaot» ή για να καταλαβαινόμαστε «Beyond the Mountains and Hills». Μια ταινία καλογυρισμένη μεν, που έχει όμως θέμα σε ότι αφορά την πολιτική της ατζέντα...

Η υπόθεση: Ο Νταβίντ αποστρατεύεται μετά από 27 χρόνια συνεχούς παρουσίας και βρίσκει τον εαυτό του να μην ξέρει τι να κάνει. Αποκομμένος από την οικογένειά του για χρόνια προσπαθεί να βρει δουλειά στον ιδιωτικό τομέα σε μια χώρα όπου όλοι ασχολούνται με καριέρες και χρήματα. Η γυναίκα του, Ρίνα, είναι καθηγήτρια σε γυμνάσιο. Είναι όμορφη και οι άρρενες μαθητές της την θεωρούν milf. Ένας από αυτούς μάλιστα δεν θα διστάσει να προχωρήσει παραπάνω από ένα τυπικό φλερτ. Υπάρχουν και δύο παιδιά στην οικογένεια του Νταβίντ. Ο γιος του, Όμρι και η κόρη του, η Γιφάτ. Η Γιφάτ είναι η ακτιβίστρια της οικογένειας. Με το ιδιαίτερο παρουσιαστικό της, νιώθοντας αποκλεισμένη από τους συνομηλίκους της βρίσκει διέξοδο βοηθώντας ανθρώπους. Ιδίως σε ότι έχει να κάνει με Άραβες. Αυτό, όμως, την καθιστά και πολύ ευάλωτη σε μανιπουλάρισμα...

Η άποψή μας: Ο Eran Kolirin παρουσιάζει μια καθόλου κολακευτική εικόνα για το πως είναι να ζει κανείς στο Ισραήλ σήμερα. Σε μια χώρα που ακόμα και σήμερα καλείται να αντιμετωπίσει τις ενοχές της σχετικά με το πως συμπεριφέρεται στους Παλαιστίνιους: με βία δηλαδή και με αδικία. Μόνο που η βία και η αδικία γυρνάει μπούμερανγκ, έτσι δεν είναι; Είναι πολύ δύσκολο να ζει κανείς σε μια χώρα όπου παντού στους δρόμους κυκλοφορεί αστυνομία και στρατός, όπου οι Άραβες θεωρούνται εξ ορισμού τρομοκράτες, όπου έχει προκύψει το παράδοξο από λαός που δέχτηκε τη μεγαλύτερη επιχείρηση γενοκτονίας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, να επιχειρεί πλέον το ίδιο από την αντίθετη πλευρά. Κατασκευαστικά, η ταινία είναι άψογη. Ο Kolirin δείχνει τους ήρωές του τον έναν μετά τον άλλο, να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους. Ο πατέρας που νιώθει άχρηστος και προσπαθεί να γίνει μπουλντόγκ και όχι λύκος, όπως του μαθαίνουν στα μαθήματα μάρκετινγκ που παίρνει, προκειμένου να αρχίσει να πουλάει door to door διατροφικά συμπληρώματα. Η μητέρα που έχει απομακρυνθεί από το σύζυγό της, νιώθει κολακευμένη από το ενδιαφέρον του όμορφου αλλά κενού συναισθηματικά μαθητή της. Η κόρη, που δεν μπορεί να ταιριάξει πουθενά, βρίσκει διέξοδο στον ακτιβισμό. Και βιώνει καλοσύνη από Άραβες, ιδιαίτερα έναν όμορφο, που της συμπεριφέρεται τρυφερά, ευγενικά και με προσοχή.

Κι εδώ αρχίζουν οι χοντρές ενστάσεις μας. Ο φίλτατος πατέρας σε μια κρίση του παίρνει το όπλο του και πυροβολεί προς το βουνό που βρίσκεται κοντά στο σπίτι του (έτσι κι αλλιώς αυτό είναι το βουνό που χωρίζει τους Εβραίους από τους Άραβες). «Κατά λάθος» λοιπόν σκοτώνει έναν Παλαιστίνιο! Κανένα πρόβλημα! Ο γιος όταν μαθαίνει ότι η μητέρα του διαπομπεύτηκε από τον μαθητή με τον οποίο έκανε την εξωσυζυγική σχέση, τον ξεμοναχιάζει και τον κοπανάει μια τεράστια κοτρώνα στο κεφάλι. Δεν διευκρινίζεται αν τον σκοτώνει. Ο Kolirin δεν παίρνει θέση. Εμμέσως πλην σαφώς όμως υποδεικνύει στους θεατές να δεχτούν ότι «καλά του έκανε, του άξιζε ότι έπαθε». Σε ότι αφορά δε την κόρη, μπορεί να νιώθει κολακευμένη από την προσοχή που της δείχνει ο Παλαιστίνιος, όταν όμως εκείνος της ζητά να περάσει μια τσάντα σε έναν φίλο του στην άλλη μεριά, η δυσπιστία της επανέρχεται. Η πεποίθηση που της έχουν περάσει ότι οι Παλαιστίνιοι είναι κακοί και το μόνο που θέλουν είναι να διαλύσουν τους Εβραίους είναι βαθιά ριζωμένη μέσα της. Και βεβαίως, δικαιώνεται: ανοίγει την τσάντα, δεν την μεταφέρει και μετά από λίγο βλέπει στις ειδήσεις πως ο ευγενικός Παλαιστίνιος δεν ήταν παρά ένας ακόμα επικίνδυνος τρομοκράτης! Εντάξει ρε Kolirin, κόψε κάτι με την προπαγάνδα. Το ακόμα πιο τραγικό ιδεολογικά με την ταινία του είναι πως η... οικογένεια θα ενωθεί! Σε μια συναυλία, όλοι μαζί, θα τραγουδήσουν «Αυτή είναι η πατρίδα μας», δηλαδή είμαστε εμείς και είναι και οι άλλοι με τους οποίους δεν θα τα βρούμε ποτέ! Και η κόρη είναι η μόνη που κοιτάει άμεσα στο φακό, στους θεατές, σαν να λέει «είδατε τι πήγα να πάθω η ακτιβίστρια;». Κρίμα για έναν σκηνοθέτη που στην πρώτη του ταινία έδειχνε καθαρά πως ήταν υπέρ της συμφιλίωσης.

Caini Cannes 2016

Τελευταία ταινία για τη σημερινή μας ανταπόκριση είναι μια ταινία από την ακμάζουσα κινηματογραφικά Ρουμανία. Τίτλος της: «Caini» (Dogs). Σκηνοθέτης της είναι ο Bogdan Mirica κι αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Διαγωνίζεται στο παράλληλο του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα»

Η υπόθεση: Ο Ρόμαν είναι ένας τυπικός αστός. Ζει στην πόλη και δεν βλέπει τον εαυτό του να μπορεί να ζήσει πουθενά αλλού. Ο παππούς του, ο Αλέκου, μόλις έχει αποβιώσει και του έχει κληρονομήσει μια τεράστια έκταση γης στα σύνορα της Ρουμανίας με την Ουκρανία. Ο Ρόμαν επισκέπτεται την απομακρυσμένη περιοχή. Δεν έχει τι να την κάνει και θέλει να την πουλήσει. Ο τοπικός γηραιός αστυνομικός, όμως, τον ενημερώνει και συνάμα τον προειδοποιεί. Ο Αλέκου ήταν ο μεγαλομαφιόζος της περιοχής. Η απέραντη έκταση γης είναι «σπαρμένη» πρόχειρους τάφους με θαμμένα πτώματα. Και οι πρώην συνεργάτες του Αλέκου δεν θα αφήσουν εύκολα τον Ρόμαν να προχωρήσει το σχέδιό του. Δεν θέλουν η γη αυτή να αλλάξει χέρια, έτσι ώστε να την χρησιμοποιούν όπως ήξεραν τόσα χρόνια.

Η άποψή μας: Πρώτο πλάνο: από τα ήσυχα νερά μιας λίμνης βλέπουμε να βγαίνουν μπουρμπουλήθρες και μετά από λίγο ένα κομμένο πόδι μαζί με το παπούτσι του (!) αναδύονται στην επιφάνεια. Σαν να λέμε, μια σκηνή που παραπέμπει στο «Μπλε βελούδο» του David Lynch και τη σκηνή με την ανεύρεση του κομμένου αυτιού. Γενικά, πάντως, ως αίσθηση η ταινία προσωπικά με παρέπεμψε στο «Όταν ξέσπασε η βία» του Burman. Εκεί ήταν πολιτισμός εναντίον ορεσίβιων αγριάνθρωπων. Εδώ είναι πολιτισμός εναντίον μαφιόζων, απομονωμένων, αποκομμένων από τον έξω κόσμο, από το γενικότερο κοινωνικό γίγνεσθαι, από τον πολιτισμό. Ο Mirica συνεχίζει στην παράδοση της σχολής που έχει φτιάξει η Ρουμανία, όπου καμία ταινία που βλέπουμε από εκεί στερείται ενδιαφέροντος. Με σταθερά πλάνα, με έλλειψη μουσικής και οποιουδήποτε στοιχείου που θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή του θεατή από τα δρώμενα, ο σκηνοθέτης δείχνει αυτήν τη μάχη των δύο διαφορετικών κόσμων ψυχρά και ρεαλιστικά. Ο γηραιός σκύλος που κληρονομεί μαζί με τη γη ο Ρόμαν ονομάζεται «Αστυνομία» - είναι κι αυτό ένα αστείο σχετικά με το πόσο «γραμμένο» έχουν το Νόμο οι παράνομοι σε μέρη όπου τους παίρνει. Έτσι κι αλλιώς ο τοπικός γηραιός αστυνομικός, διεφθαρμένος είναι κι αυτός, αλλά καθώς πλησιάζει η ημέρα της συνταξιοδότησής του, κι ενώ η υγεία του είναι κατεστραμμένη (μονίμως με ένα τσιγάρο στο στόμα ενώ φτύνει αίμα) σαν να αποκτά συνείδηση, σαν να θέλει να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό του να πράξει το σωστό.

Τον αρχικακό τον υποδύεται ο Vlad Ivanov, αυτή η απίστευτη φάτσα που πρωτογνωρίσαμε ως γιατρό στο «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δυο μέρες». Υπάρχουν στιγμές χιούμορ (πχ, ο βοηθός του αστυνομικού βρίσκει φρόνιμο να πάρει το μήλο που βρίσκεται μέσα σε ένα αυτοκίνητο – τόπο εγκλήματος κι όταν το αφεντικό του τον αγριοκοιτάζει, ο μικρός τον ρωτάει «τι, είναι στοιχείο; μα εγώ πεινάω, δεν έφαγα τίποτα από το πρωί!»). Και υπάρχει και πολύ βία: χρησιμοποιώντας ένα σφυρί ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Ivanov κοπανάει έναν πληροφοριοδότη της αστυνομίας, ενώ οδηγεί το αυτοκίνητο, τουλάχιστον 20 φορές με μανία και μίσος στο κεφάλι! Όχι και από τις καλύτερες ρουμάνικες ταινίες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια μα σίγουρα μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία.

Θοδωρής Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2016 Live