του Alain Gsponer. Με τους Anuk Steffen, Bruno Ganz, Katharina Schüttler, Quirin Agrippi, Isabelle Ottmann, Anna Schinz
Στον Αλπικό Παράδεισο...
του zerVo (@moviesltd)
Για τους σημερινούς 45άρηδες, μικρούληδες μαθητές δημοτικού εκεί στις αρχές των 80s, το όνομα της Χάιντι πρέπει να είναι συνυφασμένο με το ημίωρο διάλειμμα από τις σχολικές υποχρεώσεις τους, όντας το απογευματινό "μικι μάους", μεταξύ των λιγοστών επιλογών που είχε κανείς να παρακολουθήσει στο χαζοκούτι. Εννοείται πως στο πέρασμα του χρόνου, εκείνα τα 52 επεισόδια του θρυλικού γιαπωνέζικου anime, αφιερωμένα στην ανέμελη παιδούλα, βγαλμένη από την έμπνευση της Johanna Spyri, επαναλήφθηκαν δεκάδες φορές για τους ενίοτε ανήλικους θεατές τους. Στο άκουσμα της γνώριμης εκείνης μουσικούλας των τίτλων αρχής, δεν νομίζω κανείς - ενήλικος πια - να μην έγνεψε νοσταλγικά στο κορίτσι που έμεινε για πάντα πιτσιρικάκι, χοροπηδώντας στα πολύχρωμα ορεινά λιβάδια. Συναίσθημα που εύκολα ξυπνά και στην πιο πρόσφατη, το λιγότερο αξιοπρεπή, κινηματογραφική εκδοχή του παραμυθιού...
Ορφανή από γονείς και έχοντας από νωρίς μείνει στην εποπτεία της αδελφής της μητέρας της, Ντέτε, η επτάχρονη Χάιντι, μεγαλώνει δίχως την αγάπη και την στοργή που έχει ανάγκη το κάθε παιδί της ηλικίας της. Καθώς η θεία της χρειαστεί να εργαστεί μακριά από τον τόπο της, στην Φρανκφούρτη, θα αναγκαστεί να αφήσει το παιδί στην φύλαξη του μοναδικού συγγενή που της έχει απομείνει, του στρυφνού, κατά πως πιστεύει όλο του χωριό και μοναχικού παππού της, που ζει σε μια αγροικία, παρέα με τις κατσίκες του στις πλαγιές των Άλπεων. Εκεί το κορίτσι, απελευθερωμένο από τα πρέπει της ζωής στην μεγαλούπολη, θα γευτεί και την παραμικρή χαρά που θα της προσφέρει η φύση, θα γίνει φίλη με τον επίσης μικρούλη βοσκό Πέτερ και θα μοιράσει τόση αγάπη στον παππού της, ώστε κι εκείνος να νιώσει πως η ζωή του αποκτά καινούργιο νόημα...
Κι επειδή πάντα τέτοιου είδους παράδεισοι, για τον καθένα, είναι πολύ καλοί για να είναι αληθινοί, από το πουθενά θα εμφανιστεί η παρακινούμενη από ανεξήγητη υπευθυνότητα θεία, για να αποσπάσει βιαίως την μικρή από τα χέρια του Αλπέχ, για να την στείλει εσώκλειστη, σε σπίτι εύπορης κοινωνία της πρωτεύουσας, ώστε να μεγαλώσει κατά πως πρέπει, μαθαίνοντας γραφή, ανάγνωση, μα και καλούς τρόπους. Κι από εκεί που ποτέ δεν ένιωσε την παραμικρή καταπίεση στα καταπράσινα κορφοβούνια, τώρα η Χάιντι αναγκάζεται να ζήσει σαν φυλακισμένη πίσω από τους τοίχους του διαμερίσματος, κάτω από τις απαιτητικές προσταγές της δασκάλας Δεσποινίδας Μέιερ, αναπολώντας την ανεμελιά και το κέφι που έζησε δίπλα στον παρεξηγημένο παππού...
Δεν πρέπει να είναι και πολλοί εκείνοι που δεν γνωρίζουν ή δεν θυμούνται τα βασικότερα στοιχεία της πλοκής, που γι χάρη του σεναρίου εκτυλίσσεται σε τρεις πράξεις. Εν αρχή στο γαλήνιο βουνό, κατοπινά στην φασαριόζα και περιοριστική πόλη, για να επιστρέψει η δράση για το συγκινητικό και εν μέσω ενός πραγματικού θαύματος φινάλε, στο πανέμορφο χιονισμένο οροπέδιο, δίπλα στο μικρό σπιτάκι του αγρότη γερο-μαραγκού. Και αυτή την γραμμική πορεία αφήγησης ακολουθεί και η (ακριβή, για τα μέτρα του άγνωστου σινεμά της χώρας) Ελβετική παραγωγή, που επιμελείται σκηνοθετικά ο βραβευμένος και ως ντοκιμαντερίστας, Alain Gsponer.
Σε αντίθεση με τον πολύ πιο παιδιάστικο χαρακτήρα του κινουμένου σχεδίου, αλλά και της πιο γνώριμης κινηματογραφικής εκδοχής, εκείνης του 1937 με την Shirley Temple, το παρόν πόνημα, που χρονικά εκτυλίσσεται κάπου στις αρχές του περασμένου αιώνα, ειδικά στο δεύτερο μέρος του, μέσα στο κλειστοφοβικό διαμέρισμα των Σέσεμαν, δημιουργεί συνθήκες που ενδέχεται να στενοχωρήσουν, προσωρινά, τους μικρότερους, ηλικιακά, των θεατών που θα σπεύσουν να το απολαύσουν στην μεγάλη οθόνη. Γεγονός που αυτομάτως θα ανεβάσει και τα επίπεδα της εκτόνωσης τους, ενόσω το μικρό κοριτσάκι θα επιστρέψει μια και καλή εκεί που ανήκει, στο βουνό, ξάπλα στην πρασινάδα, με τα ζωάκια αγκαλιά και το παιχνίδι με τον τσοπανάκο να κρατά ολημερίς.
Σε ικανοποιητικό βαθμό η φωτογραφία, των απέραντων Sound Of Music Αλπικών εκτάσεων, με φόντο τα καταγάλανα ουράνια, δημιουργεί την κατάλληλη ευθυμία, σε αντιδιαστολή με την σκοτεινιά και το περιοριστικό κλίμα του βαρύτατα επιπλωμένου αστικού σπιτιού. Στο επίκεντρο όλων αυτών, η εντελώς διαφορετική από την μπουλούκα Χάιντι της TV, η Anuk Steffen με το σπινθηροβόλο βλέμμα, τα ατημέλητα μπουκλάκια και την νυχτικιά αντί ρούχου, φτιάχνει μια κάπως διαφορετική ηρωίδα από αυτή που έχουμε συνηθίσει, φέροντας ελαφρώς σε αγοροκόριτσο. Εξίσου όμορφες οι παρουσίες των νεαρών ηθοποιών - ο απίστευτος φάτσας Πέτερ κλέβει την παράσταση - όχι όμως και των μεγάλων, που μοιάζουν σαν να απαγγέλλουν ποίημα με τις ατάκες τους. Εξαίρεση φυσικά, ορίζει η ερμηνεία του Bruno Ganz, που εκτοξεύει το συνολικό λέβελ της παραγωγής με την παρουσία του ως γερο-Αλπεχ. Αρκεί, ακόμη και σε ετούτο το χαλαρών απαιτήσεων έργο, να παρατηρήσει κανείς την έκφραση του στην σεάνς του αποχωρισμού για να πειστεί για το τεράστιο μέγεθος του.
Γοργή σε ρυθμούς, διασκεδαστική, έξυπνη, με αυξομειώσεις συναισθηματικές και βεβαίως το απαιτούμενο χάπι εντ, είναι η πιο πρόσφατη εκδοχή της Heidi, που με συνεπήρε ευχάριστα για δυο ωρίτσες, παρότι δεν ήμουν και τόσο θετικά προκατειλημμένος. Η νοσταλγία πάντως ξεχείλισε και για λιγάκι ταξίδεψα ξανά εκεί πίσω στις εποχές που τα χρόνια μου ήσαν ίσα με της μικρής, όταν η πλατεία και οι αλάνες, γεμάτες από φωνές και πιτσιρικαρία, αποτελούσαν τους δικούς μας παραδείσους, τις δικές μας πλαγιές, τα δικά μας λιβάδια. Ύστερα ήρθαν τα τάμπλετ και τα X-Box και παρέα με τους υπερπροστατευτικούς κανόνες (μάλλον) κάτι άλλαξε...
Κι επειδή πάντα τέτοιου είδους παράδεισοι, για τον καθένα, είναι πολύ καλοί για να είναι αληθινοί, από το πουθενά θα εμφανιστεί η παρακινούμενη από ανεξήγητη υπευθυνότητα θεία, για να αποσπάσει βιαίως την μικρή από τα χέρια του Αλπέχ, για να την στείλει εσώκλειστη, σε σπίτι εύπορης κοινωνία της πρωτεύουσας, ώστε να μεγαλώσει κατά πως πρέπει, μαθαίνοντας γραφή, ανάγνωση, μα και καλούς τρόπους. Κι από εκεί που ποτέ δεν ένιωσε την παραμικρή καταπίεση στα καταπράσινα κορφοβούνια, τώρα η Χάιντι αναγκάζεται να ζήσει σαν φυλακισμένη πίσω από τους τοίχους του διαμερίσματος, κάτω από τις απαιτητικές προσταγές της δασκάλας Δεσποινίδας Μέιερ, αναπολώντας την ανεμελιά και το κέφι που έζησε δίπλα στον παρεξηγημένο παππού...
Δεν πρέπει να είναι και πολλοί εκείνοι που δεν γνωρίζουν ή δεν θυμούνται τα βασικότερα στοιχεία της πλοκής, που γι χάρη του σεναρίου εκτυλίσσεται σε τρεις πράξεις. Εν αρχή στο γαλήνιο βουνό, κατοπινά στην φασαριόζα και περιοριστική πόλη, για να επιστρέψει η δράση για το συγκινητικό και εν μέσω ενός πραγματικού θαύματος φινάλε, στο πανέμορφο χιονισμένο οροπέδιο, δίπλα στο μικρό σπιτάκι του αγρότη γερο-μαραγκού. Και αυτή την γραμμική πορεία αφήγησης ακολουθεί και η (ακριβή, για τα μέτρα του άγνωστου σινεμά της χώρας) Ελβετική παραγωγή, που επιμελείται σκηνοθετικά ο βραβευμένος και ως ντοκιμαντερίστας, Alain Gsponer.
Σε αντίθεση με τον πολύ πιο παιδιάστικο χαρακτήρα του κινουμένου σχεδίου, αλλά και της πιο γνώριμης κινηματογραφικής εκδοχής, εκείνης του 1937 με την Shirley Temple, το παρόν πόνημα, που χρονικά εκτυλίσσεται κάπου στις αρχές του περασμένου αιώνα, ειδικά στο δεύτερο μέρος του, μέσα στο κλειστοφοβικό διαμέρισμα των Σέσεμαν, δημιουργεί συνθήκες που ενδέχεται να στενοχωρήσουν, προσωρινά, τους μικρότερους, ηλικιακά, των θεατών που θα σπεύσουν να το απολαύσουν στην μεγάλη οθόνη. Γεγονός που αυτομάτως θα ανεβάσει και τα επίπεδα της εκτόνωσης τους, ενόσω το μικρό κοριτσάκι θα επιστρέψει μια και καλή εκεί που ανήκει, στο βουνό, ξάπλα στην πρασινάδα, με τα ζωάκια αγκαλιά και το παιχνίδι με τον τσοπανάκο να κρατά ολημερίς.
Σε ικανοποιητικό βαθμό η φωτογραφία, των απέραντων Sound Of Music Αλπικών εκτάσεων, με φόντο τα καταγάλανα ουράνια, δημιουργεί την κατάλληλη ευθυμία, σε αντιδιαστολή με την σκοτεινιά και το περιοριστικό κλίμα του βαρύτατα επιπλωμένου αστικού σπιτιού. Στο επίκεντρο όλων αυτών, η εντελώς διαφορετική από την μπουλούκα Χάιντι της TV, η Anuk Steffen με το σπινθηροβόλο βλέμμα, τα ατημέλητα μπουκλάκια και την νυχτικιά αντί ρούχου, φτιάχνει μια κάπως διαφορετική ηρωίδα από αυτή που έχουμε συνηθίσει, φέροντας ελαφρώς σε αγοροκόριτσο. Εξίσου όμορφες οι παρουσίες των νεαρών ηθοποιών - ο απίστευτος φάτσας Πέτερ κλέβει την παράσταση - όχι όμως και των μεγάλων, που μοιάζουν σαν να απαγγέλλουν ποίημα με τις ατάκες τους. Εξαίρεση φυσικά, ορίζει η ερμηνεία του Bruno Ganz, που εκτοξεύει το συνολικό λέβελ της παραγωγής με την παρουσία του ως γερο-Αλπεχ. Αρκεί, ακόμη και σε ετούτο το χαλαρών απαιτήσεων έργο, να παρατηρήσει κανείς την έκφραση του στην σεάνς του αποχωρισμού για να πειστεί για το τεράστιο μέγεθος του.
Γοργή σε ρυθμούς, διασκεδαστική, έξυπνη, με αυξομειώσεις συναισθηματικές και βεβαίως το απαιτούμενο χάπι εντ, είναι η πιο πρόσφατη εκδοχή της Heidi, που με συνεπήρε ευχάριστα για δυο ωρίτσες, παρότι δεν ήμουν και τόσο θετικά προκατειλημμένος. Η νοσταλγία πάντως ξεχείλισε και για λιγάκι ταξίδεψα ξανά εκεί πίσω στις εποχές που τα χρόνια μου ήσαν ίσα με της μικρής, όταν η πλατεία και οι αλάνες, γεμάτες από φωνές και πιτσιρικαρία, αποτελούσαν τους δικούς μας παραδείσους, τις δικές μας πλαγιές, τα δικά μας λιβάδια. Ύστερα ήρθαν τα τάμπλετ και τα X-Box και παρέα με τους υπερπροστατευτικούς κανόνες (μάλλον) κάτι άλλαξε...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 7 Απριλίου 2016 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική