Καύση (Ashes) PosterΚαύση

του Στράτου Τζίτζη. Με τους Νίκο Γεωργάκη, Γωγώ Μπρέμπου, Γιώργο Χρανιώτη, Ιωάννα Μαυρέα, Βασιλική Τρουφάκου


"Καίγομαι, καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά"
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Η μαύρη κωμωδία ενός κόσμου υπό διάλυση

Μ' αρέσει ο Στράτος Τζίτζης ως σκηνοθέτης. Ποτέ του δεν θα γυρίσει κατά πως φαίνεται κάποιο αριστούργημα (αν και ποτέ δεν ξέρεις...) αλλά είναι ένας συνεπέστατος δημιουγός, που με ότι καταπιάνεται το φέρει εις πέρας πιάνοντας πολύ καλές επιδόσεις. Είναι αυτό που λέμε, εργάτης της τέχνης. Μιλώντας με ποδοσφαιρικούς όρους, δεν είναι ο Μέσι ή ο Ρονάλντο αλλά ο Τζαβέλας και ο Χατζηισαϊας. Δεν θα πιάσει ποτέ 10 αλλά το 6 και το 7 το πιάνει σε κάθε «αγωνιστική».

Καύση (Ashes) Wallpaper
Ήδη από την πρώτη του ταινία τον κατασυμπάθησα. Η σπονδυλωτή ερωτική φαρσοκωμωδία «Η αγάπη είναι ελέφαντας» (2000) έχει μία σκηνή, που για μένα είναι από τις καλύτερες που έχουν γυριστεί από Έλληνα σκηνοθέτη! Ίσως να το έχω αναφέρει ξανά σε άλλο κείμενό μου αλλά... επανάληψις μήτηρ μαθήσεως δεν λένε; Λοιπόν, στην εν λόγω σκηνή, ο Φίλιππος Σοφιανός υποδύεται τον Γιάννη, ένα δικηγόρο με ειδικότητα στα διαζύγια επωνύμων, ο οποίος αναλαμβάνει το διαζύγιο μίας top model (την υποδύεται η Γωγώ Μαστροκώστα), την οποία και ποθεί παράφορα. Την έχει συνέχεια στο μυαλό του ρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε. Η σκηνή στην οποία αναφέρομαι, έχει περίπου ως εξής: είναι πρωί και ο Γιάννης κολατσίζει μαζί με τη σύζυγό του, τη Μάρα (την υποδύεται η υπέροχη Αλεξάνδρα Παλαιολόγου). Τους βλέπουμε να έχουν έναν από τους συνηθισμένους, αδιάφορους και βαρετούς, ρουτινιάρικους διαλόγους που έχουν τα ζευγάρια μετά το πρώτο πάθος. Η κάμερα ζουμάρει στον έναν, λέει ατάκα, πέφτει μαύρο και πηγαίνω στον άλλο, λέει ατάκα, πέφτει μαύρο κτλ κτλ. Η τεχνική αυτή ουσιαστικά είναι σαν να υπνωτίζει τον θεατή, τον χαλαρώνει καθώς – ιδίως οι παντρεμένοι – παρακολουθούν μια σκηνή εντελώς όμοια με αυτές που έχουν ζήσει χιλιάδες φορές καθημερινά. Κάποια στιγμή σ' αυτό το πινγκ πονγκ, γυρίζει η Μάρα και ρωτάει τον Γιάννη κάτι του στυλ: «τι θα κάνεις σήμερα;». Απαντάει ο Γιάννης με κάτι του στυλ: «έχω το διαζύγιο της τάδε» (αναφερόμενος στο μοντέλο που υποδύεται η Μαστροκώστα). Ρωτάει εντελώς αθώα η Μάρα «νόστιμη δεν είναι αυτή;» και εκεί, εντελώς αυθόρμητα αλλά απολύτως σοκαριστικά για τον θεατή, ο Γιάννης, που δεν έχει τίποτε άλλο στο μυαλό του, απαντάει: «αν δεν τη γαμήσω, θα σκάσω»!!! Βόμβα μεγατόνων, όλη η ουσία του τι θα πει σύμβαση και γάμος, σε μια καταπληκτική σκηνή, γυρισμένη εξαιρετικά, που δεν κρατάει πάνω από 3 λεπτά!

Οι επόμενες δύο ταινίες του ήταν πολύ ενδιαφέροντα γυναικεία πορτρέτα, μέσα από τα οποία οι πρωταγωνίστριές του πετύχαιναν σπουδαίες ερμηνείες: Στο «Σώσε με» (2001) το ρεσιτάλ το δίνει η Μαρία Ζορμπά και στα «45 τετραγωνικά» το ρεσιτάλ το δίνει η Έφη Λογγίνου. Τούτη εδώ είναι η 4η μεγάλου μήκους ταινία του. Το ύφος αλλάζει. Και πάλι όμως το αποτέλεσμα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία.

Η υπόθεση: Σε μια πόλη που φλέγεται από ταραχές, πέντε φίλοι μαζεύονται σε ένα σπίτι όπου ένας δικός τους έχει πεθάνει. Παγιδευμένοι στο σπίτι του δεν μπορούν να αποφασίσουν για τον τρόπο της ταφής του. Η ζέστη κάνει την κατάσταση αφόρητη αλλά εκείνοι επιμένουν στις διαφορές τους. Το πτώμα αρχίζει να αποσυντίθεται, οι σχέσεις τους δοκιμάζονται και τα μυστικά τους αποκαλύπτονται. Σύντομα, τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.

Η άποψή μας: Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Τζίτζης το 2012, επηρεασμένος ίσως και από τα γεγονότα του Μαϊου του 2010, οπότε και κάηκαν ζωντανοί τρεις άνθρωποι σε υποκατάστημα της τράπεζας Marfin στην Αθήνα. Και στις κριτικές ανθρώπων του χώρου που διάβασα, όλοι επισημαίνουν ως πρόβλημα της ταινίας την καταγωγή της. Ότι δηλαδή πάσχει από θεατρικότητα. Να σας εξομολογηθώ την αμαρτία μου; Ουδόλως με απασχόλησε το «πρόβλημα». Τόσα και τόσα θεατρικά έχουν γίνει ταινίες και το 80% αυτών δεν καταφέρνουν να κρύψουν τη θεατρικότητά τους. Είναι ο τρόπος που είναι γραμμένοι οι διάλογοι. Είναι η πυκνότητα του λόγου: δεν μπορείς να αφαιρέσεις λέξεις ή να επενδύσεις στις «σιωπές» μεταφέροντας ένα θεατρικό στη μεγάλη οθόνη. Από την άλλη, είναι και οι ερμηνείες. Όλα κι όλα όμως. Τούτη η ταινία μπορεί να μην προσπαθεί να κρύψει τη θεατρική καταγωγή της αλλά έχει ρυθμό, έχει πολύ καλές ερμηνείες κι είναι σινεμά, πώς να το κάνουμε; Κι έχει κάτι να πει. Πολύ ενδιαφέρον. Έξω, η πόλη φλέγεται: από αναταραχές, από το... ξύπνημα της άνοιξης (μουάχαχαχα), από την υπερβολική ζέστη. Μέσα, κυριαρχεί η σαπίλα: το πτώμα αποσυντίθεται, το ίδιο και οι σχέσεις, οι βασισμένες στο ψέμα, τη σύμβαση, την ανάγκη, τη χρησιμοθηρία.

Ο καθένας από τους πέντε βασικούς χαρακτήρες κάποια στιγμή γυρίζει και μιλάει στους θεατές «σπάζοντας» τον τέταρτο τοίχο – ένα εντελώς θεατρικό μα τόσο λειτουργικό εύρημα όταν γίνεται σωστά. Η καύση είναι μια απαίτηση των καιρών, μια ανάγκη με την διαδικασία του κατεπείγοντως! Η κοινωνία μόνον αν καεί υπάρχει ελπίδα να αναγεννηθεί από τις στάχτες της. Είναι ένα πτώμα που κακοφορμίζει μέσα στα σπίτια μας. Κι αντί να το κάψουμε, επιλέγουμε να το... θάψουμε. Αυτό που κάνουμε τόσους αιώνες δηλαδή. Πολύ δυνατή ταινία για αυτά που έχει να πει, ερμηνείες πιστευτές κι όχι ψεύτικες ή... θεατρικές (προσωπικά, ξεχώρισα την Γωγώ Μπρέμπου) και να μην ξεχνάμε ότι ακούγεται και μια τραγουδάρα των Last Drive μέσα, έτσι; Και η μικρή της διάρκεια (μόλις 70 λεπτά) δεν επιτρέπει να «ξεχειλώσει» κιόλας! Αν κάτι θα επισήμαινα ως αρνητικό είναι πως δεν είναι αρκούντως ξεκάθαρες οι σχέσεις των πρωταγωνιστών μεταξύ τους. Η μία (Ιωάννα Μαυρέα) είναι αδελφή του θανόντος, που από τα συμφραζόμενα, ήταν ένας άθεος, αναρχικός, ροκ τραγουδιστής – στα νιάτα του. Η άλλη (Βασιλική Τρουφάκου) ήταν η γκόμενά του στα τελευταία του. Ο Νίκος Γεωργάκης και η Γωγώ Μπρέμπου παίζουν το παντρεμένο ζευγάρι, αλλά δεν είχαν σχέση συγγένειας πρώτου βαθμού με τον θανόντα. Και ο Γεωργάκης με τον Χρανιώτη είναι αδέλφια; Τεςπα.

Η ουσία είναι πως τούτη εδώ είναι μια μικρή το δέμας ταινία που πετυχαίνει εκεί που άλλες πολύ πιο μεγαλόπνοες εγχώριες απέτυχαν με πάταγο.

Καύση (Ashes) Rating




Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Μαρτίου 2016 από την Bad Crowd

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική