του Quentin Tarantino. Με τους Jamie Foxx, Christoph Waltz, Leonardo DiCaprio, Kerry Washington, Samuel L. Jackson, Walton Goggins, Dennis Christopher, James Remar, Michael Parks, Don Johnson
Ξεθύμανε? Μπα...
του zerVo (@moviesltd)
Λες να ξεθύμανε επιτέλους ο Quentin? Πρωτίστως από τον διακαή του πόθο, σε κάποια στιγμή της αναμφίβολα πολύ σημαντικής του καριέρας και όπως είχε διαφανεί από τις πρώτες της κιόλας ημέρες, να προσφέρει στο πανί ένα γουέστερν, σπαγγέτι αισθητικής, αλλά και πειραγμένης λογικής όπως άλλωστε κάθετι που έχει παρουσιάσει μέχρι τα τώρα. Και ακολούθως να απελευθερωθεί από την μανία που τον καταδιώκει, να παρουσιάσει στο κοινό του - που τον λατρεύει, δεν υπάρχει άλλος δημιουργός σήμερα με φανατικότερους υποστηρικτές - όλες τις δυνατές περιπτώσεις της εξέγερσης, ανόρθωσης και τελικής επιστροφής προς τιμωρία των φταιχτών, όσων έχουν πέσει θύματα καταπάτησης της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας τους. Τριλογία (άτυπη) που ξεκίνησε με το μανιασμένο come back, μιας φουκαριάρας εκτελέστριας που δεν την άφησαν να χαρεί όσο θα ήθελε τους γάμους της, συνεχίστηκε με το ξέφρενο πάρτι της φράξιας των (Ιουδαίων) μαχητών της αντίστασης στον Μεγάλο Πόλεμο και που ολοκληρώνεται (?) σήμερα, με την υπόσχεση ενός ταλαιπωρημένου στην σκλαβιά, αλλά ελεύθερου πια περιπλανώμενου πιστολέρο, να γεμίσει με καυτό μολύβι τα χαμένα κορμιά που ευθύνονται για τον κατακερματισμό της προσωπικότητας του. Fin με τις εκδικητικότητες μαέστρο? Δεν το νομίζω...
Έχοντας μόλις απελευθερωθεί από τις βαριές αλυσίδες των δουλεμπόρων, που τον έσερναν από το ένα σκλαβοπάζαρο στο άλλο, ο χαρισματικός στην χρήση του Κολτ, έγχρωμος Τζάνγκο, θα δηλώσει αφοσίωση στον λυτρωτή του, Δόκτορα Σουλτζ, έναν Γερμανό πρώην οδοντίατρο και νυν κυνηγό κεφαλών, υποσχόμενος να τον συνοδεύσει στο ταξίδι περιπλάνησης του στα κακοτράχαλα και επικίνδυνα μονοπάτια του Φαρ Ουέστ. Μοναδικό αντάλλαγμα που θα ζητήσει για τις προσοδοφόρες του υπηρεσίες στην dead or alive σύλληψη των επικηρυγμένων, θα είναι να τον βοηθήσει να ανακαλύψει τα ίχνη της λατρεμένης του συζύγου, που το μοχθηρό και δίχως έλεος πρώην αφεντικό του, πούλησε σε έναν πάμπλουτο ραντσέρη, στην πρωτεύουσα των φυλετικών διακρίσεων, το νότιο Μισισίπι.
Το εμφανώς Αλλεμάνιας προέλευσης όνομα της, Μπρουμχίλντα Βον Σαφτ - Shaft, Yeah Damn Right! - είναι που θα κινήσει την περιέργεια στον συμπαθή, αλλά και εκκεντρικών μεθόδων headhunter, να πει το ναι στην πρόταση του καινούργιου του φίλου και δεξιού του χεριού πια, για να την αναζητήσουν. Μια μαύρη που μεγάλωσε ως υπηρέτρια σε μια φαμίλια Γερμανών και που μιλά απταίστως την γλώσσα του, αποτελεί από μόνο του έναν ικανό λόγο να δώσει στον Τζάνγκο την ευκαιρία να την συναντήσει και πάλι. Και γιατί όχι να την αποσπάσει από τα χέρια του πλεονέκτη και φιλοχρήματου γαιοκτήμονα Κάλβιν Κάντι, ιδιοκτήτη της τέταρτης σε μέγεθος βαμβακοφυτείας στα νότια του Πέκος. Το μόνο που μένει είναι να κτιστεί ένα πιστευτό άλλοθι, που θα σιγοντάρει την παρουσία του ευγενικού όσο και αμείλικτου κεφαλοκυνηγού και του - θα έπρεπε να σπάζει πέτρες στα κάτεργα - Βαλέ του, στην παραδεισένια Κάντιλαντ, εκεί που οι λευκοί γεύονται τα προνόμια τους και οι μαύροι σκλάβοι αφήνονται να στις ορέξεις των λυσσασμένων σκυλιών, άπαξ και διεκδικήσουν την λευτεριά τους.
Ο τίτλος του φιλμ δεν αποτελεί απλώς μια τιμής ένεκεν αναφορά στο θρυλικό πιστολίδι του Corbucci από το 1966, αλλά ακολουθεί την απελευθερωτική και λυτρωτική του οδηγία, μιας και στην τότε περίπτωση ο πρωταγωνιστής Franco Nero - που εδώ δηλώνει το παρόν, σε μια από τις πιο επεξηγηματικές σεκάνς της ίντριγκας - είχε παίξει καταλυτικό ρόλο στο σπάσιμο των δεσμών της one and only αγαπημένης του. Η βασική διαφορά στους δύο χαρακτήρες αναφέρεται στο εντελώς διαφορετικό τους background, μιας και ο ορίτζιναλ είναι ένας δεδηλωμένος loner, που δεν γνωρίζει τι πάει να πει η λέξη αφεντικό, ενώ ο τύποις κοπιαριστός, έχει μεγαλώσει μαθαίνοντας να σκύβει το κεφάλι στις προσταγές του εκάστοτε boss του. Τόσο όμως οι κινήσεις τους, όσο το σενάριο εξελίσσεται, αλλά κυρίως οι συμπεριφορές τους, μοιάζουν να κινούνται ακριβώς πάνω στο ίδιο πατρόν, απεικονίζοντας την ίδια, δημοφιλή στους θιασώτες του genre φιγούρα: Λιγομίλητος, γυρτός και σκυθρωπός καβαλάρης, ταχύτατος στο να τραβά το περίστροφο, σκορπώντας με το μπαρούτι του μόνο δικαιοσύνη στο διάβα του.
Βεβαίως δεν προκαλεί την παραμικρή έκπληξη η εναλλακτική προσέγγιση του Tarantino στον μύθο - όπως είχε προ-κάνει στο παρελθόν δηλαδή και ο καλός του φίλος και συνεργάτης Robert Rodriguez στον Desperado του - εφόσον κάθε πράξη επαναστατικής, κατά βάση, βίας, συνοδεύεται από εκείνο το κυνικό, υπερβολικό, προκλητικό, ενίοτε απεχθές, μα πάντοτε ευθύβολο χιούμορ του. Αστεία νοσηρά, της γνώριμης αισθητικής Μίστερ-Τ, που δεν αποσπούν ποτέ όμως την ματιά από τις κομικένιες αιματοχυσίες, ούτε φυσικά από τους συμβολισμούς που κρύβονται πίσω από την πηχτά κατακόκκινη ταπετσαρία τους. Οι εξεγερμένοι αδικημένοι είναι οι μόνοι που θα επιζήσουν και οι εκμεταλλευτές τους θα φαγωθούν από το αιώνιο σκότος. Οι χαμένοι στον πόλεμο ήρωες πάντα θα μνημονεύονται με τιμή, ενώ οι yes men δοσίλογοι - πρόσκαιροι παρτάκηδες θα θαφτούν με βδελυγμία δίπλα στα σιχαμερά αφεντικά τους. Λίγο ακόμα θα ιδούμε Τζάνγκο...
Ποτισμένο με ένα όπως πάντα μελετημένο σάουντρακ, που συνδυάζει ήχους βγαλμένους από τα γουέστερν των 70s και επιθετικά μοντέρνα ραπ, το εκδικητικό μανιφέστο του Τιμωρού, παίρνει το απόλυτο άριστα από κάθε έναν που συμμετέχει στο γεμάτο ιδιαιτερότητες ερμηνευτικό επιτελείο. Στην πιο άχαρη των θέσεων ο ίδιος ο Τζάνγκο, ο καταπληκτικός Jamie Foxx, που καλείται να φέρει εις πέρας το πιο ανισόρροπο των έργων, ξεκινώντας την ταινία ως ανύπαρκτος, ξυπόλητος κουρελής και ολοκληρώνοντας την ως τροπαιοφόρος. Η μαύρη εκδοχή του ήρωα, διαθέτει και την σκληράδα και την αποφασιστικότητα και την παρορμητικότητα που της πρέπει, αλλά και την ψαρωτική πόζα του πιστολά, για να μην ξεφεύγουμε από τις Leoneικές προσταγές. Μέχρι να πάρει μπροστά το μακελειό όμως, αναμφίβολα την παράσταση κλέβει ο Christoph Waltz, ηθοποιός που μέσα σε τρία - τέσσερα μόλις χρόνια που τον ξέρουμε, έχει εξελιχθεί στον πλέον περιζήτητο ρολίστα. Υποδυόμενος τον ιδεαλιστή τυχοδιώκτη, ουσιαστικά επαναλαμβάνει ακριβώς τον ίδιο σαδιστικό χαρακτήρα του Inglourious Basterds, ταινίας που εκτόξευσε την διεθνή φήμη του, ιδωμένη όμως μέσα από ένα θετικό φίλτρο, όσο ορθολογικό μπορεί να ακούγεται κάτι τέτοιο.
Παρέα τους φτάνουν το υποκριτικό επίπεδο στα ουράνια, ο Leo Di Caprio, ως ο φετιχιστής πλούσιος με το σαρδόνιο διπρόσωπο χαμόγελο, την απάνθρωπη σκεπτική για όσους έχει στην δούλεψη του, αλλά και την ελάχιστη εξυπνάδα για να διατηρήσει το πάνω χέρι, ο Sam Jackson, ως ο Μπάρμπα Μπεν - Γαρμπής, που για εβδομήντα χρόνια έχει μάθει να φιλά κατουρημένες ποδιές, προκειμένου να κερδίσει την εύνοια του ιδιοκτήτη του και η Kerry Washington, που απλώς ορίζει το θηλυκό κλωνάρι του στόρι / αρνητικό στοιχείο κάθε σπαγγέτι που σέβεται τον εαυτό του, προβάλλοντας την γυναίκα, μόνο ως κομμάτι του φόντου και ποτέ ως ισότιμο ηρωικά τμήμα της εξέλιξης.
Για πες: Δυνατά πλάνα για γερό στομάχι, σεκάνς εκρηκτικής βίας που δύσκολα θα ξεχαστούν και ακόμη πιο δύσκολα δεν θα (πολλάκις) επαναληφθούν, γλώσσα που τσακίζει πιότερο και από την πιο φονική καραμπίνα, είναι στοιχεία που πάντοτε χαρακτήριζαν το έργο του Tarantino. Εικοσιπέντε χρόνια στο κουρμπέτι, ο Quentin δεν θα άλλαζε τώρα ιδιοσυγκρασία και προοπτική, όταν μάλιστα κάνει πραγματικότητα ένα όνειρο ζωής. Ευτυχώς για μας δεν έχει ξεθυμάνει ακόμη. Κι ούτε προβλέπω σύντομα να του σώνεται το ανθρακικό...
Το εμφανώς Αλλεμάνιας προέλευσης όνομα της, Μπρουμχίλντα Βον Σαφτ - Shaft, Yeah Damn Right! - είναι που θα κινήσει την περιέργεια στον συμπαθή, αλλά και εκκεντρικών μεθόδων headhunter, να πει το ναι στην πρόταση του καινούργιου του φίλου και δεξιού του χεριού πια, για να την αναζητήσουν. Μια μαύρη που μεγάλωσε ως υπηρέτρια σε μια φαμίλια Γερμανών και που μιλά απταίστως την γλώσσα του, αποτελεί από μόνο του έναν ικανό λόγο να δώσει στον Τζάνγκο την ευκαιρία να την συναντήσει και πάλι. Και γιατί όχι να την αποσπάσει από τα χέρια του πλεονέκτη και φιλοχρήματου γαιοκτήμονα Κάλβιν Κάντι, ιδιοκτήτη της τέταρτης σε μέγεθος βαμβακοφυτείας στα νότια του Πέκος. Το μόνο που μένει είναι να κτιστεί ένα πιστευτό άλλοθι, που θα σιγοντάρει την παρουσία του ευγενικού όσο και αμείλικτου κεφαλοκυνηγού και του - θα έπρεπε να σπάζει πέτρες στα κάτεργα - Βαλέ του, στην παραδεισένια Κάντιλαντ, εκεί που οι λευκοί γεύονται τα προνόμια τους και οι μαύροι σκλάβοι αφήνονται να στις ορέξεις των λυσσασμένων σκυλιών, άπαξ και διεκδικήσουν την λευτεριά τους.
Ο τίτλος του φιλμ δεν αποτελεί απλώς μια τιμής ένεκεν αναφορά στο θρυλικό πιστολίδι του Corbucci από το 1966, αλλά ακολουθεί την απελευθερωτική και λυτρωτική του οδηγία, μιας και στην τότε περίπτωση ο πρωταγωνιστής Franco Nero - που εδώ δηλώνει το παρόν, σε μια από τις πιο επεξηγηματικές σεκάνς της ίντριγκας - είχε παίξει καταλυτικό ρόλο στο σπάσιμο των δεσμών της one and only αγαπημένης του. Η βασική διαφορά στους δύο χαρακτήρες αναφέρεται στο εντελώς διαφορετικό τους background, μιας και ο ορίτζιναλ είναι ένας δεδηλωμένος loner, που δεν γνωρίζει τι πάει να πει η λέξη αφεντικό, ενώ ο τύποις κοπιαριστός, έχει μεγαλώσει μαθαίνοντας να σκύβει το κεφάλι στις προσταγές του εκάστοτε boss του. Τόσο όμως οι κινήσεις τους, όσο το σενάριο εξελίσσεται, αλλά κυρίως οι συμπεριφορές τους, μοιάζουν να κινούνται ακριβώς πάνω στο ίδιο πατρόν, απεικονίζοντας την ίδια, δημοφιλή στους θιασώτες του genre φιγούρα: Λιγομίλητος, γυρτός και σκυθρωπός καβαλάρης, ταχύτατος στο να τραβά το περίστροφο, σκορπώντας με το μπαρούτι του μόνο δικαιοσύνη στο διάβα του.
Βεβαίως δεν προκαλεί την παραμικρή έκπληξη η εναλλακτική προσέγγιση του Tarantino στον μύθο - όπως είχε προ-κάνει στο παρελθόν δηλαδή και ο καλός του φίλος και συνεργάτης Robert Rodriguez στον Desperado του - εφόσον κάθε πράξη επαναστατικής, κατά βάση, βίας, συνοδεύεται από εκείνο το κυνικό, υπερβολικό, προκλητικό, ενίοτε απεχθές, μα πάντοτε ευθύβολο χιούμορ του. Αστεία νοσηρά, της γνώριμης αισθητικής Μίστερ-Τ, που δεν αποσπούν ποτέ όμως την ματιά από τις κομικένιες αιματοχυσίες, ούτε φυσικά από τους συμβολισμούς που κρύβονται πίσω από την πηχτά κατακόκκινη ταπετσαρία τους. Οι εξεγερμένοι αδικημένοι είναι οι μόνοι που θα επιζήσουν και οι εκμεταλλευτές τους θα φαγωθούν από το αιώνιο σκότος. Οι χαμένοι στον πόλεμο ήρωες πάντα θα μνημονεύονται με τιμή, ενώ οι yes men δοσίλογοι - πρόσκαιροι παρτάκηδες θα θαφτούν με βδελυγμία δίπλα στα σιχαμερά αφεντικά τους. Λίγο ακόμα θα ιδούμε Τζάνγκο...
Ποτισμένο με ένα όπως πάντα μελετημένο σάουντρακ, που συνδυάζει ήχους βγαλμένους από τα γουέστερν των 70s και επιθετικά μοντέρνα ραπ, το εκδικητικό μανιφέστο του Τιμωρού, παίρνει το απόλυτο άριστα από κάθε έναν που συμμετέχει στο γεμάτο ιδιαιτερότητες ερμηνευτικό επιτελείο. Στην πιο άχαρη των θέσεων ο ίδιος ο Τζάνγκο, ο καταπληκτικός Jamie Foxx, που καλείται να φέρει εις πέρας το πιο ανισόρροπο των έργων, ξεκινώντας την ταινία ως ανύπαρκτος, ξυπόλητος κουρελής και ολοκληρώνοντας την ως τροπαιοφόρος. Η μαύρη εκδοχή του ήρωα, διαθέτει και την σκληράδα και την αποφασιστικότητα και την παρορμητικότητα που της πρέπει, αλλά και την ψαρωτική πόζα του πιστολά, για να μην ξεφεύγουμε από τις Leoneικές προσταγές. Μέχρι να πάρει μπροστά το μακελειό όμως, αναμφίβολα την παράσταση κλέβει ο Christoph Waltz, ηθοποιός που μέσα σε τρία - τέσσερα μόλις χρόνια που τον ξέρουμε, έχει εξελιχθεί στον πλέον περιζήτητο ρολίστα. Υποδυόμενος τον ιδεαλιστή τυχοδιώκτη, ουσιαστικά επαναλαμβάνει ακριβώς τον ίδιο σαδιστικό χαρακτήρα του Inglourious Basterds, ταινίας που εκτόξευσε την διεθνή φήμη του, ιδωμένη όμως μέσα από ένα θετικό φίλτρο, όσο ορθολογικό μπορεί να ακούγεται κάτι τέτοιο.
Παρέα τους φτάνουν το υποκριτικό επίπεδο στα ουράνια, ο Leo Di Caprio, ως ο φετιχιστής πλούσιος με το σαρδόνιο διπρόσωπο χαμόγελο, την απάνθρωπη σκεπτική για όσους έχει στην δούλεψη του, αλλά και την ελάχιστη εξυπνάδα για να διατηρήσει το πάνω χέρι, ο Sam Jackson, ως ο Μπάρμπα Μπεν - Γαρμπής, που για εβδομήντα χρόνια έχει μάθει να φιλά κατουρημένες ποδιές, προκειμένου να κερδίσει την εύνοια του ιδιοκτήτη του και η Kerry Washington, που απλώς ορίζει το θηλυκό κλωνάρι του στόρι / αρνητικό στοιχείο κάθε σπαγγέτι που σέβεται τον εαυτό του, προβάλλοντας την γυναίκα, μόνο ως κομμάτι του φόντου και ποτέ ως ισότιμο ηρωικά τμήμα της εξέλιξης.
Για πες: Δυνατά πλάνα για γερό στομάχι, σεκάνς εκρηκτικής βίας που δύσκολα θα ξεχαστούν και ακόμη πιο δύσκολα δεν θα (πολλάκις) επαναληφθούν, γλώσσα που τσακίζει πιότερο και από την πιο φονική καραμπίνα, είναι στοιχεία που πάντοτε χαρακτήριζαν το έργο του Tarantino. Εικοσιπέντε χρόνια στο κουρμπέτι, ο Quentin δεν θα άλλαζε τώρα ιδιοσυγκρασία και προοπτική, όταν μάλιστα κάνει πραγματικότητα ένα όνειρο ζωής. Ευτυχώς για μας δεν έχει ξεθυμάνει ακόμη. Κι ούτε προβλέπω σύντομα να του σώνεται το ανθρακικό...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Ιανουαρίου 2013 από την Feelgood
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική