The Way Back

του Peter Weir. Με τους Jim Sturgess, Colin Farrell, Ed Harris, Saoirse Ronan


Ο Δρόμος της Μεγάλης Φυγής
του zerVo
Ξεκίνησε τώρα από την μακρυνή Αυστραλία, δημιουργός με τέτοιο γιγάντιο όνομα, με πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ και με παλμαρέ, που τον τοποθετεί σε θέση περίοπτη στο λίμπρο ντόρο του παγκόσμιου σινεμά, για να ασχοληθεί με ένα πραγματικό μεν περιστατικό, που έλαβε χώρα όμως πριν από εβδομήντα χρόνια και που ούτε την εποχή κορύφωσης του ψυχρού πολέμου, ουδείς επιχείρησε να οπτικοποιήσει. Γνωρίζοντας καλά τις πάντα επίκαιρες αντιλήψεις του Weir, μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι καταπιάστηκε με μια τόσο ξεπερασμένη θεματική, δυο και πλέον δεκαετίες μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, θυμίζοντας τις εποχές ακρότητας του κυρίαρχου Golan και του - αλληγορικού κατά πολλούς - Τρένου της Μεγάλης Φυγής. Τουλάχιστον ο Konchalofski πρόσφερε και μια ταχύτατη περιπέτεια, που ξέχωρα από το πολιτικό της υπόβαθρο, την βλέπεις ευχάριστα, λόγω σασπένς ακόμη και στις μέρες μας. Στο The Way Back, έψαξα πολύ για να βρω έναν λόγο για να το δεις, μα δυστυχώς δεν εντόπισα ούτε έναν...

Κλέφτες, αλήτες και στυγεροί δολοφόνοι, στοιβάζονται δίπλα στους εχθρούς του κράτους και τους αντικομουνιστές, στο βρωμερό στρατόπεδο συγκέντρωσης ανεπιθύμητων της Σιβηρίας, σύμφωνα με τις προσταγές του σταλινικού καθεστώτος. Κάτω από συνθήκες απάνθρωπες, που σκοπό έχουν να τους οδηγήσουν στον θάνατο, οι φυλακισμένοι δεν έχουν καμία ελπίδα επιβίωσης, ούτε όμως και διαφυγής, αφού η παγωμένη αχανής έκταση, από μόνη της αποτελεί το ιδανικότερο τείχος. Μια ομάδα επτά αποφασισμένων φυγάδων, δίχως τα κατάλληλα εφόδια, θα ρισκάρει να μην αφήσει την τελευταία της πνοή στο σιχαμερό γκούλαγκ, ταξιδεύοντας χιλιάδες χιλιόμετρα στην αφιλόξενη ρωσική στέπα, με στόχο να περάσει τα σύνορα και να αναζητήσει την ελευθερία της στην Ινδία.

Ακούγεται αδύνατον κι όμως έχει συμβεί στην πραγματικότητα και μάλιστα περισσότερες από μία φορές, με συνέπεια την πατρότητα της ιδέας του βιβλίου The Long Walk, που περιγράφει τα απομνημονεύματα ενός που επιχείρησε να διανύσει τα 4000 μίλια κακουχιών, να έχουν διεκδικήσει μέχρι τώρα, όχι λίγοι δραπέτες των γκούλαγκ. Κι εκεί που ο θεατής φαντάζεται πως θα παρακολουθήσει την αγωνιώδη πάλη των φυγάδων με τα στοιχεία της φύσης, το κρύο, την δίψα, την πείνα και τα λυκόρνια που παραμονεύουν να τους κατασπαράξουν, ούτε λίγο ούτε πολύ μετρά πατημασιές. Άλλοτε στο χιόνι, άλλοτε στο βούρκο κι άλλοτε στην καυτή άμμο, σε μια καταμέτρηση βημάτων που νοιάζει βασανιστικά ατελείωτη. Έχοντας βγάλει πέρα την οποιαδήποτε μελέτη των χαρακτήρων που συνθέτουν την φράξια των ταξιδιωτών, ο Weir, επικεντρώνει στα μικρά μικρά περιστατικά της ατέρμονης πορείας, εστιάζοντας πιότερο στην ανθρώπινη θέληση για επιβίωση, με κάθε τρόπο, δίχως να φορτίζει ιδιαίτερα συγκινησιακά τα πλάνα του. Με την ένταση να δηλώνει μονίμως απούσα, χωρίς μουσική που να απογειώνει το δράμα και τις ανά τακτά χρονικά διαστήματα ενέσεις για το πως εξόντωσε ο Κόκκινος Στρατός την δύσμοιρη Πολωνία, το φιλμ μοιάζει με κολάζ εικόνων - αναμνήσεων, που περιμάζεψε άτεχνα ένας άπειρος, τυχαίος σκηνοθέτης, που απλά έτυχε να έχει στο πλάι του έναν ικανότατο διευθυντή φωτογραφίας. Όσο για το φινάλε που μοιάζει να το γύρισε χαμηλόβαθμο πρακτοράκι του Λάνγκλευ, ας μην μιλήσω καλύτερα...

Για πες: Με έτρωγε αποξαρχής, η παρουσία αυτού του ανομολόγητου του Sturgess, πως αυτό που θα δω δεν θα με ικανοποιήσει. Τον πιτσιρικά Βρετανό τον έχω γι αυτό που λέμε κακό μαντάτο, για οποιαδήποτε ταινία έχει πρωταγωνιστήσει μέχρι τώρα, ειδικά μετά από εκείνο το σιχαμένα προπαγανδιστικό Fifty Dead Men Walking. Και τον διαχωρίζω από την υπόλοιπη ομάδα, όντας τύποις ο ηγέτης των βαδιστών του δρόμου της μεγάλης φυγής, αλλά και ο μόνος που είχε έναν κάποιο συγκεκριμένο ρόλο, εν αντιθέσει με τον Harris που απλώς αγκομαχάει, την Ronan που δεν προσφέρει τίποτα στην υπόθεση, εκτός από το να μιλήσει για τις ακρότητες των Σταλινικών και τον σταρ Farrell, που στου δρόμου τα μισά λέει αντίο και παίρνει άλλο μονοπάτι, μάλλον βαριεστημένος να ακολουθήσει τους αντι-καμαράτ μέχρι τέλους. Και πολύ καλά έκανε!






Στις δικές μας αίθουσες, 24 Φεβρουαρίου 2011 από την Odeon


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική