Overlord Poster ΠόστερOverlord
του Julius Avery. Με τους Jovan Adepo, Wyatt Russell, Mathilde Ollivier, John Magaro, Gianny Taufer, Pilou Asbæk, Bokeem Woodbine


Yankees vs Zombies
του zerVo (@moviesltd)

Κάτω από την αιγίδα του φημισμένου και για τα προπολεμικά του κατορθώματα, Γερμανικού Ινστιτούτου Ερευνών, τέθηκε σε λειτουργία το πρόγραμμα ανθρώπινων μελετών, που θα λάμβανε χώρα με ολοζώντανα ανθρώπινα πειραματόζωα, ατελείωτα σε μέγεθος και αριθμό, που θα προέρχονταν από τις κατακτημένες από την μπότα χώρες. Στην κορυφή της ιεραρχίας του μυστικού αυτού πλάνου, ο διαβόητος παρανοϊκός δόκτορας Μένγκελε, δείχνοντας ιδιαίτερη έφεση στην διαλογή ξεχωριστών περιπτώσεων όπως οι πανομοιότυποι δίδυμοι, όσοι εμφάνιζαν το φαινόμενο της ετεροχρωμίας στους οφθαλμούς, οι νάνοι, γενικά όσοι εκ γενετής διέθεταν σωματικές ανωμαλίες, θα εξοντώσει μυριάδες κόσμου, στην προσπάθεια του να εντοπίσει την γενετική εκείνη βάση, που θα αποτρέπει κάθε λογής παρατυπία στην εξέλιξη του οργανισμού. Κανονικά αυτή η δράση θα μπορούσε να τροφοδοτήσει δεκάδες σενάρια κινηματογραφικά. ιδίως αν ανήκουν στην κατηγορία του χόρορ, το σινεμά όμως πλην ελαχίστων εξαιρέσεων δεν έδειξε να ενδιαφέρεται και πολύ για την δράση του Αγγέλου του Θανάτου. Μια από τις καλύτερες τέτοιες στιγμές, σερβίρει με την γνωστή του μαεστρία από την θέση του οργανωτή, ο J. J. Abrams. Overlord...

Overlord Quad Poster Πόστερ
Ελάχιστες ημέρες πριν την συμμαχική απόβαση στην Νορμανδία, προκειμένου να μπουν οι σωστές βάσεις εκτέλεσης της τελικής αντεπίθεσης, είναι προαπαιτούμενη η ανάγκη της απενεργοποίησης στρατηγικών θέσεων του αντιπάλου. Μια εξ αυτών, η μυστική κρύπτη αποστολής και λήψης ραδιοσημάτων, που είναι καλά κρυμμένη σε μεσαιωνικό πύργο σε χωριουδάκι της Βόρειας Γαλλίας, έχει μπει στο στόχαστρο του αμερικάνικου στρατηγείου, που θα αποστείλει καλά εκπαιδευμένη διμοιρία φαντάρων για να την εξολοθρεύσει. Μια mission που από τις πρώτες κιόλας στιγμές της θα αποδειχθεί impossible, καθώς τα Γερμανικά αντιαεροπορικά θα οδηγήσουν το μεταγωγικό στην συντριβή και μαζί στον θάνατο τους περισσότερους από τους φοβισμένους αλλά και πανέτοιμους να πράξουν το καθήκον τους κομάντος.

Από την πτώση μόνο τέσσερις θα επιβιώσουν και κινούμενοι πίσω από τις εχθρικές γραμμές θα αναζητήσουν κάτω από αβάσταχτα αντίξοες συνθήκες τον υψίστης σημασίας ραδιοπομπό. Το διάβα θα οδηγήσει την τετράδα των λοκατζήδων σιμά στον πολύ καλά φυλασσόμενο από τα SS κτίριο και με ορμητήριο την οικία μιας οικογένειας Γάλλων πατριωτών, θα εκπονήσουν σχέδιο επίθεσης. Μόνο που προς τεράστια έκπληξη τους, οι Γιάνκηδες θα αντιληφθούν πως μέσα στο απροσπέλαστο κάστρο συμβαίνουν παράξενα περιστατικά, καθώς ο διοικητής του Ναζί τάγματος, Λοχαγός Βάφνερ, το χρησιμοποιεί ως κέντρο πειραμάτων με θύματα τους φουκαράδες αιχμαλώτους του πολέμου.

Και έχοντας την - εκ Βερολίνου άνωθεν εντολής - φιλοδοξία να παράξει τον υπέρτατο βιολογικό ορό που μπορεί όχι μόνο να μεταλλάξει τις ανθρώπινες ικανότητες σε υπερδυνάμεις και το λογικό ον σε κτήνος, αλλά ακόμη και να επαναφέρει στην ζωή νεκρούς. Δημιουργώντας έτσι στρατιές πανίσχυρων και αήττητων μαχητών, που θα οδηγήσουν στην τελική επικράτηση το Τρίτο Ράιχ! Συνεπώς λοιπόν η ευθύνη της ξεκομμένης από την επαφή της με το αρχηγείο τετράδας των απροετοίμαστων για μια τέτοια πρόκληση φαντάρων, δεν είναι απλώς να σιγήσουν τον ασύρματο, αλλά και να βάλουν ένα οριστικό τέλος στο ανηλεές και απάνθρωπο πρότζεκτ του Χίτλερ. Οι πιθανότητες μοιάζουν συντριπτικά εναντίον τους, ενόσω ο χρόνος μετράει αντίστροφα για τον ερχομό της D-Day.

Ακόμη και αν μέσα σου κρύβονται αναστολές για το τι ακριβώς πρόκειται να παρακολουθήσεις επιλέγοντας για την φιλμική σου βόλτα το - όχι και τόσο διαφημισμένο είναι η αλήθεια - Όβερλορντ, όλες θα πάνε περίπατο από την εισαγωγική κιόλας σεκάνς, της πτήσης του Hercules προς το άγνωστο. Σκηνή που σίγουρα βάζει πλάτη μια πανομοιότυπη στο πρώτο αναγεννημένο Star Trek (του J.J.) και που άμεσα θα σε υποβάλλει στο αγωνιώδες ερώτημα για το αν όσα θα επακολουθήσουν θα κινηθούν στην ίδια ακριβώς ένταση. Περιέργως η πτώση των παλμών καθώς η φράξια των εναπομείναντων λοκ προχωρά προς την φιλήσυχη κατά τα άλλα κωμόπολη που κρύβει το θανάσιμο μυστικό, μοιάζει να εξουδετερώνει τον αρχικό υπερ-εντυπωσιασμό, δεν πρόκειται όμως παρά για την νηνεμία προτού επέλθει ο πραγματικός χαμός.

Είναι ευτύχημα που το παρόν φιλμικό πλάνο ανέλαβε η έμπειρη από τέτοιου είδους τεχνάσματα Bad Robot, που δεν το κράτησε δα τόσο μυστικό όπως εκείνο το αλησμόνητο Cloverfield, δεν άφησε όμως και πολλές λεπτομέρειες από τον σχεδιασμό του να διαρρεύσουν αποκαλύπτοντας πτυχές της εξέλιξης του. Και η τεράστια έκπληξη έχει να κάνει με το γεγονός πως το φιλμ δεν ακολουθεί την πεπατημένη του σωρού των μπλοκμπάστερς με την κάποια αρχή, την ενδιαφέρουσα μέση και το εκρηκτικό φινάλε, μα κάπου εκεί κοντά στο ημιχρόνιο αποφασίζει να αλλάξει ολοκληρωτικά ύφος και από μια κινηματογραφημένη νουβέλα της "Μάχης" και της "Δράσις" να μετασχηματιστεί σε ότι πιο αγωνιώδες gory έχουμε δει πρόσφατα στο εκράν.

Επίτευγμα που πιστώνεται και στον λογαριασμό του Αυστραλέζου Julius Avery, αδόκιμου είναι η αλήθεια στο genre, με μόλις μία ταινία ολοκληρωτικά διαφορετικού ύφους στο ενεργητικό του, το Son Of A Gun από το 2014. Δεν είναι τυχαίο πως η ρεαλιστική αναπαραγωγή του σεναρίου της δυάδας των Billy Ray και Mark L. Smith του έδωσε το χρίσμα του ντιρέκτορα στην επαναφορά του Flash Gordon που ακόμη βρίσκεται στα πολύ πρώτα σκαριά του. Ο Ωκεάνιος διαθέτει μια ξεχωριστή μεθοδικότητα στην ανάπτυξη του θέματος του και στο κτίσιμο εντυπωσιακής ατμόσφαιρας που θα βοηθήσει την ένταση να κλιμακωθεί αργά και σταθερά όσο βαδίζουμε προς το πολλά υποσχόμενο τέλος. Δεν χάνει πάντως ποτέ την ευκαιρία να αποτίσει φόρο τιμής σε σκηνοθέτες που έχουν ασχοληθεί με το (και σε εναλλακτική φόρμα) πολεμικό είδος, αφού στην ματιά του πανεύκολα θα διακρίνει κανείς εικόνες παρμένες από τον Spielberg, τον Ayer μα κυρίως τον Tarantino.

Η μεταποίηση δε από το War στο Terror πραγματοποιείται με το πιο απλό φύσημα του ανέμου, μέσα σε ένα κλίμα κλειστοφοβικό, σιωπηλό ενίοτε, ανατριχιαστικό στην θωριά των πειραμάτων αλλά και καθηλωτικό ταυτόχρονα, εφόσον μιλούμε για σασπένς που δουλεύει στον δεύτερο παγκόσμιο με φόντο την πάντοτε φοβιστική στην όψη της Σβάστικα. Φυσικά και πρόκειται για ένα φιλμ που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο της βιαιότητας και της απεικονισμένης αγριάδας, τόσο όμως όσο οφείλει να είναι ώστε να σταθεί πειστικό στην αναπαράσταση της κόντρας μεταξύ των πεζοναυτών και των νεκροζώντανων. Έξοχοι εφφέδες, εξαιρετικά χορογραφημένες οι στιγμές δράσης, αξιόλογες οι ερμηνείες από το νεανικό καστ, παραπάνω από καλό το τελικό αποτέλεσμα που σε αγκαζάρει και δεν σε αφήνει να φύγεις ρούπι μακρυά του, ίσαμε το (σπαγγέτι γουέστερν, φιλοσοφίας δεν έγινε και τίποτα) κλείσιμο. Και χωρίς ποτέ να πέφτει στην παγίδα του καλτ ή ακόμη χειρότερα του γελοίου, όπως φαντάζει πανεύκολο στο άκουσμα της πλοκής. Έκπληξη! Θετική! Και απρόσμενη...

Overlord Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Νοεμβρίου 2018 από την Odeon!
Περισσότερα... »



Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

9η ανταπόκριση – Σάββατο 10 Νοεμβρίου
Στο τέλος του 2020 η Θεσσαλονίκη θα έχει μετρό!

Νοέμβριος 2020. Το 61ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι έτοιμο να ξεκινήσει. Είναι το πρώτο με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη και Υπουργό Πολιτισμού τον Άδωνη Γεωργιάδη. Το μεγάλο αφιέρωμα του φεστιβάλ είναι στην πατριωτικές ταινίες του Τζέιμς Πάρις ενώ υπάρχει και ρετροσπεκτίβα με τίτλο «Κάντο όπως η Ρίφενσταλ». Το μότο του φεστιβάλ είναι πλέον η φράση «το λιγουρεύστε;» και στην αφίσα ο Καζαντζάκης συναντά τον Ελ Γκρέκο κι όλοι μαζί συναντούν τον Παύλο Μελά και τον πατέρα Παϊσιο, με το σελιλόιντ να τους ενώνει. Κι εγώ ξεκινώ από την Καλαμαριά, από το Βότση, λίγο πριν τα 51α μου γενέθλια (!!!) για να πάω να πάρω τη διαπίστευσή μου από το γραφείο τύπου στο Λιμάνι. Και παίρνω το μετρό ρε φίλε! Μεγάλες στιγμές! Τι από όλα αυτά ΔΕΝ ΘΑ ΙΣΧΥΕΙ; Μουάχαχαχαχα, εδώ θα είμαστε (;) για να το δούμε.

Σήμερα είναι η τελευταία ημέρα του φεστιβάλ, θα γίνει η απονομή των βραβείων και θα προβληθεί η ταινία με την οποία θα πέσει η αυλαία του φεστιβάλ, το περίφημο «Girl», που μάγεψε πολύ κόσμο στις Κάννες. Εμείς, εδώ, ας γράψουμε την άποψή μας για μερικές ακόμα ταινίες. Για τέσσερις ακόμα συγκεκριμένα.

Σόκρατες (Socrates) TIFF 2018

Ο Alex Moratto είναι Αμερικανοβραζιλιάνος σκηνοθέτης. Οι βραβευμένες μικρού μήκους ταινίες του «Nowhere to Be Found», «The Parting» και «The Other Side» έχουν προβληθεί σε διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ. Πήρε το πτυχίο του από το UNC School of the Arts, όπου έλαβε την υποτροφία Kenan Excellence και κέρδισε το σπουδαστικό βραβείο DGA Student Film Jury Award για τη διπλωματική του εργασία. Ζει στην Καλιφόρνια και στο Σάο Πάολο. Το Σόκρατες (Socrates) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, η οποία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Λος Άντζελες και είναι από τις ταινίες που διεκδικούν τον Χρυσό Αλέξανδρο. Η ταινία γυρίστηκε από ένα επιτελείο νέων 16 με 20 ετών με τον ελάχιστο δυνατό προϋπολογισμό (κόστισε μόλις 20 χιλιάδες δολάρια) και με παραγωγό τον Αμερικανό σκηνοθέτη Ramin Bahrani (της φήμης των ταινιών «Άνθρωπος σπρώχνει καρότσι» (Man Push Cart, 2005), που είχε λάβει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας τα βραβεία καλύτερης ανδρικής ερμηνείας και κοινού και «99 σπίτια» (99 Homes, 2014).

Η υπόθεση: O Σόκρατες είναι ένας έφηβος, που ζει με τη μητέρα του σε ένα φτωχόσπιτο κάπου στα παραλιακά προάστια του Σάο Πάολο. Όταν η μητέρα του πεθαίνει ξαφνικά, ο Σόκρατες χάνει τον κόσμο μέσα από τα χέρια του. Η σχέση του με τον πατέρα του (με τον οποίο η μητέρα του είχε χωρίσει) δεν είναι η καλύτερη δυνατή, χρήματα δεν υπάρχουν και ο Σόκρατες θα πρέπει να μάθει να επιβιώνει. Μόνος του. Η σπιτονοικοκυρά του θα τον διώξει, η σχέση του με τον Μαϊκόν δεν θα έχει αίσιο τέλος και ο πιτσιρικάς θα πρέπει να βρει μέρος να κοιμάται και τρόπους να γεμίσει το στομάχι του. Η συναισθηματική του κάλυψη μπορεί να περιμένει. Προέχει να ωριμάσει – βίαια...

Η άποψή μας: Οι Βραζιλιάνοι δείχνουν μια μεγάλη λατρεία στην αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί έχουν ονόματα αρχαιοελληνικά. Ο μεγαλύτερος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής μετά τον Πελέ ήταν ο Σόκρατες (το πλήρες του ονοματεπώνυμο: Sοcrates Brasileiro Sampaio de Souza Vieira de Oliveira). Και ο πιτσιρικάς ήρωας της ταινίας μας ονομάζεται Σόκρατες, λοιπόν. Είναι το όνομά του που βαφτίζει το φιλμ. Είναι ο Σωκράτης, που σε όλη την ταινία βλέπουμε την... απολογία του. Απολογία απέναντι σε μια κοινωνία, που τον κατηγορεί για δεκάδες αδικήματα, τα οποία δεν διέπραξε! Είναι η κοινωνία που πρέπει να δικαστεί και να καταδικαστεί. Και να πιει το κώνειο, μπας και γεννηθεί κάτι καινούργιο, πιο δίκαιο, να πάρει τη θέση της.

Ο σκηνοθέτης, στην παρουσίαση της ταινίας του, μας ενημέρωσε πως γύρισε την ταινία πολύ κοντά στο θάνατο της μητέρας του, γεγονός που τον επηρέασε πάρα πολύ. Αυτό φαίνεται στην ταινία. Ο συνεχόμενος θρήνος του Σόκρατες για τη μητέρα του είναι ο θρήνος του σκηνοθέτη για τη δική του μητέρα. Ένα το κρατούμενο. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια ταινία, με τα λίγα μέσα που διαθέτει, η οποία ξεχειλίζει ταλέντο και δύναμη. Το σινεμά του έχει την αίσθηση του επείγοντος, είναι τραχύ, πυκνό, γρήγορο. Αυτή είναι μια ταινία δυνατή, που έχει κάποιες αστοχίες (δικαιολογούνται από την... πρώτη φορά) αλλά συνολικά αφήνει πολύ καλές εντυπώσεις. Απλή στη δομή της αλλά συμπαντική στις αλήθειες της, δημιουργεί το πορτρέτο ενός νέου περικυκλωμένου από τείχη, μέσα από τα οποία ψάχνει μια χαραμάδα διαφυγής.

Ο Σόκρατες είναι νέος, χωρίς λεφτά, χωρίς κάποιον να τον αγαπά, δίχως στέγη, δίχως νόμο. Η ομοφυλοφιλία του είναι ένα επιπλέον... επιβαρυντικό στοιχείο. Η σχέση του με τον Μαϊκόν φαντάζει αρχικά ως σανίδα σωτηρίας, φεύ, όμως, κι εκείνος έχει να αντιμετωπίσει τους δικούς του δαίμονες για να γνοιαστεί κάπως παραπάνω για τον όμορφο και εκφραστικό Σόκρατες. Οι καταστάσεις που βιώνει θα γίνουν ολοένα και πιο άσχημες: θα αναγκαστεί να φάει από τα σκουπίδια (αληθινό ως κατάσταση, λίγο άστοχο και χειριστικό ενδεχομένως), θα φτάσει στο όριο να πουλήσει το σώμα του, μέχρι και με τον άθλιο πατέρα του θα προσπαθήσει να τα βρει. Τίποτα, όμως, δεν θα πάει καλά. Μόνη διέξοδος, η θάλασσα. Ο υγρός τάφος. Εκεί, οι στάχτες της μητέρας του θα ενωθούν με την άμμο της παραλίας ως υπόσχεση συνέχειας. Εκεί, η ταινία, με αναφορές από το «Moonlight» και τα «400 χτυπήματα», παραπέμπει και στον «Γιο του Σαούλ». «Η μητέρα του Σόκρατες», λοιπόν. Ως υπόσχεση στον εαυτό του. Ως τάμα. Ως μια νέα αφετηρία εντέλει. Κάτι μου λέει πως ο Σόκρατες θα βρει το δρόμο του. Χωρίς να ξεπουλήσει κανένα ιδανικό του.

Πολύ δυνατό ντεμπούτο, με την ορμή και την αμεσότητα, αλλά και τις αδυναμίες, ενός πρωτόλειου. Θα δούμε καλά πράγματα από τον σκηνοθέτη στο μέλλον.

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Pearl TIFF 2018

Η ελβετικής υπηκοότητας γαλλόφωνη σκηνοθέτιδα Elsa Amiel γεννήθηκε το 1979 στο Παρίσι. Έχει εργαστεί ως βοηθός δίπλα σε πολλούς διάσημους σκηνοθέτες – από τον Raoul Ruiz και τον Mathieu Amalric μέχρι την Noémie Lvovsky, μεταξύ άλλων – αλλά και ως ηθοποιός (πχ τελευταία είχε έναν μικρό ρόλο στην ταινία «Η οδύνη» πάνω σε βιβλίο της Ντιράς) και σκηνοθέτις μικρού μήκους ταινιών. Το Pearl είναι η πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας δόθηκε στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπου πήρε μέρος στο τμήμα « Giornate degli Autori». Στη Θεσσαλονίκη η ταινία λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα.

Η υπόθεση: Η Λέα Περλ ετοιμάζεται πυρετωδώς για τον μεγάλο τελικό ενός διεθνούς διαγωνισμού μπόντι μπίλντινγκ, όταν δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη από το παρελθόν: ο πρώην εραστής της, ο Μπεν, εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά της μαζί με τον εξάχρονο γιο της, τον Ζοζέφ, του οποίου την ύπαρξη η Λέα είχε ξεχάσει. Ο Μπεν ζητάει από την Περλ να προσέχει για λίγο τον Ζοζέφ, για να μπορέσει ο ίδιος να θέσει σε εφαρμογή μια ακόμα κομπίνα του, από αυτές που υποτίθεται θα τον βοηθήσουν να τα κονομήσει. Η Λέα αντιδρά αρνητικά. Ο προπονητής της, ο Αλ, την πιέζει συνεχώς. Την θέλει απερίσπαστη και στοχοπροσηλωμένη. Αν τα πάνε καλά στον διαγωνισμό, θα κερδίσουν το ενδιαφέρον από σπόνσορες, οι οποίοι θα τους βοηθήσουν τα μάλα οικονομικά. Μήπως όμως το ξύπνημα του μητρικού φίλτρου της Λέα είναι πλέον μη αναστρέψιμο;

Η άποψή μας: Αυτή είναι η πρώτη ταινία μυθοπλασίας στην ιστορία του σινεμά που έχει ως κεντρικό χαρακτήρα μια γυναίκα μπόντι μπίλντερ! Από μόνο του αυτό είναι ένα γεγονός εξαιρετικά ενδιαφέρον. Και η σκηνοθέτιδα καταφέρνει να μην «χαντακώσει» την ταινία της με εύκολο εντυπωσιασμό ή επικεντρωμένη μόνο στην επιφάνεια. Έχει ενδιαφέρον ο προβληματισμός στον οποίο οδηγεί τον θεατή το premise. Η Λέα εγκαταλείπει το παιδί της για να αναζητήσει τον εαυτό της. Αυτή η άκαρδη (;) μάνα επιλέγει να γίνει μπόντι μπίλντερ. Να «φτιάξει» το σώμα της, να το απεκδύσει από κάθε ίχνος θηλυκότητας και να χτίσει ένα βουνό από μυς. Έτσι νιώθει καλύτερα. Έτσι νιώθει καλύτερα;

Με συνεχείς προπονήσεις, με ειδική διατροφή, με απίστευτες στερήσεις, με κατανάλωση δεκάδων ορμονών για να σταματήσει η περίοδος – για να μην μιλήσουμε για τα αναβολικά (για τα οποία ούτε η ταινία κάνει ιδιαίτερη αναφορά – τα προσπερνάει καθώς δεν την ενδιαφέρουν τη σκηνοθέτιδα, είναι εκτός φόκους αυτού που θέλει να πει). Η Λέα μεταμορφώνεται, γίνεται αυτό που θέλει προφανώς αλλά με φοβερό πόνο. Με σπαρτιατική πειθαρχία. Και με μεγάλο κόστος. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή ενός αθλητή με μυς σαν του Χουλκ (γενικά, γίνεται αναφορά σε υπερήρωες) ο οποίος κλαίει γοερά, σπαρακτικά, ένα τέρας τεστοστερόνης που λιώνει σαν κοριτσάκι (συγχωρέστε με τον μη πολιτικά ορθό χαρακτηρισμό μου, αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω να πω). Εκτός από τη Λέα, σε αυτό το σύμπαν ξεχωρίζει ο Αλ – στον ρόλο ο σπουδαίος Peter Mullan. Ο Αλ, ένας άνθρωπος που θα ήθελε ο ίδιος να είναι μπόντι μπίλντερ. Είναι όμως σακάτης. Ανάπηρος, σωματικά – σε αντίστιξη με την ψυχολογική αναπηρία της Λέα; Θα ήθελε να είναι ο ίδιος μπόντι μπίλντερ. Θα ήθελε να μετατρέψει το ατελές του σώμα στην πιο τέλεια εκδοχή του – υπάρχει σκηνή που το δείχνει ξεκάθαρα. Από την άλλη, λειτουργεί λίγο ως δόκτωρ Φράνκενσταϊν. Δημιουργεί... τέρατα! Δημιουργεί υπερ-ανθρώπους που δεν ταιριάζουν με τους υπόλοιπους... φυσιολογικούς εμάς. Και μάλιστα, με τη θέλησή τους!

Η σκηνοθέτιδα μας λέει το προφανές, που πολλές φορές ξεχνάμε, καθώς πάντοτε, μα πάντοτε, επηρεαζόμαστε από την εμφάνιση: κάθε μπόντι μπίλντερ δεν είναι ΚΔΟΑ (Κτηνώδης Δύναμη Ογκώδης Άγνοια). Είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, με όνειρα και φιλοδοξίες, με ματαιώσεις και ρουτίνα, με ταπεινώσεις και μεγαλείο. Η Λέα λοιπόν έχει φτάσει ένα τσικ πάρει το μεγάλο βραβείο. Το αντικείμενο εκείνο που θα συμβολοποιεί την επίτευξη των στόχων της. Αυτό για το οποίο πάλευε τα τελευταία χρόνια. Και θα πάρει και χρήματα για όλο αυτό – να μην ξεχνάμε ποτέ τα χρήματα. Ναι, αλλά η πανοπλία της έχει ρωγμές. Κι εκεί μέσα θα τρυπώσει ο γιος της. Θα ρίξει τα τείχη της; Ωραίο φιλμ, με πρωταγωνίστρια μια μπόντι μπίλντερ (η Julia Föry που υποδύεται την Περν, δεν είναι ηθοποιός) που τα πάει μια χαρά στο ρόλο της, ταινία γήινη και τραχιά, όπου μεταξύ των άλλων ξεχωρίζει η πολύ καλή μουσική του Fred Avril.

Ταινία εντελώς συγγενική με το «Wrestler» του Darren Aronofsky, μια σπουδή πάνω στη μητρότητα, κάτι ωραίο και συγκινητικό για να δεις.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στις 13.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Εμείς τα ζώα (We the Animals) TIFF 2018

Ο Jeremiah Zagar μεγάλωσε στη Νότια Φιλαδέλφεια, περνώντας τα περισσότερα απογεύματά του στη σκοτεινή αίθουσα ή στους διαδρόμους του τοπικού βίντεο κλαμπ. Χρόνια αργότερα, όταν σπούδαζε στο Έμερσον Κόλετζ, ξεκίνησε να κινηματογραφεί τους γονείς του, δυο χίπηδες καλλιτέχνες, κάθε φορά που επισκεπτόταν το πατρικό του για διακοπές. Κάπως έτσι γεννήθηκε το ντοκιμαντέρ «In a Dream», το οποίο έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ South by Southwest (SXSW), βρήκε διανομή στις αμερικανικές αίθουσες και προβλήθηκε σε πολλά φεστιβάλ ανά την υφήλιο. Προβλήθηκε στο δίκτυο HBO, μπήκε στη μικρή λίστα για τις υποψηφιότητες για τα βραβεία Όσκαρ, και ήταν υποψήφια για δύο βραβεία Έμι, μεταξύ των οποίων και για το βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ. Όταν δεν εργάζεται, περνά τον καιρό του κολυμπώντας στα καλύτερα δημόσια κολυμβητήρια της Νέας Υόρκης. Η ταινία του Εμείς τα ζώα (We the Animals) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλασίας του. Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς, όπου τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα NEXT. Στη Θεσσαλονίκη διεκδικεί τον Χρυσό Αλέξανδρο, συναγωνιζόμενη μαζί με τις άλλες 14 ταινίες του τμήματος.

Η υπόθεση: ΗΠΑ, δεκαετία του '80. Ο Μάνι, ο Τζόελ και ο Τζόνα είναι τρία αδέλφια πριν την εφηβεία τους. Ζουν σε ένα σπίτι περικυκλωμένο από δέντρα, κοντά σε ένα δάσος, σε μια αδιάφορη βιομηχανική πόλη στην επαρχιακή ζώνη της Νέας Υόρκης, μαζί με τον πατέρα τους και τη μητέρα τους. Η μητέρα δουλεύει στην τοπική ζυθοποιεία ενώ ο πατέρας βρίσκεται μονίμως από τη μια δουλειά στην άλλη. Δεν στεριώνει πουθενά λόγω του παρελθόντος του (είχε μπλέξει παλιότερα σε παρανομίες) και του οξύθυμου χαρακτήρα του. Είναι πορτορικανικής καταγωγής και η γυναίκα του λευκή Αμερικάνα. Οι δυο τους ερωτεύθηκαν από το γυμνάσιο ακόμα και η σχέση τους είναι γεμάτη πάθος. Αλλά και γεμάτη βία. Όταν ο μπαμπάς φεύγει από το σπίτι και η μαμά πέφτει σε κατάθλιψη, τα τρία αδέλφια πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Και ο Τζόνα, ο πιο ευαίσθητος από τους τρεις, ο πιο ονειροπόλος, ο καλλιτέχνης, που ζωγραφίζει συνεχώς στο τετράδιό του, έχει να αντιμετωπίσει και τα πρώτα ερωτικά του σκιρτήματα, καθώς νιώθει να έλκεται από ένα άλλο αγόρι. Και διαφεύγει σε έναν κόσμο φανταστικό, αποκλειστικά δικό του...

Η άποψή μας: Μια χαρά ταινία είναι αυτή. Εξαιρετικά φωτογραφημένη, με υπέροχη μουσική, σούπερ σκηνοθεσία, φοβερές ερμηνείες από τα πιτσιρίκια (που εννοείται, δεν είναι ηθοποιοί), με μπόλικο λυρισμό και στοιχεία φαντασίας. Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, όμως, είναι το εξής: μπορεί να γίνει τούτη η ταινία το φετινό «Moonlight» (ναι, πάλι αυτό στη σημερινή μας ανταπόκριση); Καταλήγω σε αρνητική απάντηση. Κι αυτό επειδή κατά τη γνώμη μου η ταινία του Zagar δεν έχει τα φόντα και την πολυπλοκότητα της ταινίας του Jenkins, που την έφτασε μέχρι την κατάκτηση του Όσκαρ. Το βασικό της μειονέκτημα: δεν έχει δυνατό δραματουργικό υπόβαθρο. Και βλέπει τα πράγματα πιο πολύ στην επιφάνειά τους. Η οποία όμως παρουσιάζεται εντυπωσιακά, με έναν αβίαστο, ιμπρεσιονιστικό τρόπο.

Τα πιτσιρίκια βλέπουν τους γονείς τους να αγαπιούνται και να τρώνε τις σάρκες τους, να προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα μεταξύ τους αλλά και με την σκληρή πραγματικότητα των ελάχιστων χρημάτων. Κι ο πιο πιτσιρίκος (και πιο ευαίσθητος) από τα τρία αδέλφια προσπαθεί να αντιμετωπίσει την δική του ενηλικίωση, το δικό του ξύπνημα της σεξουαλικότητάς του. Ο πιτσιρικάς εγγονός ενός γηραιού κύριου που ζει κοντά τους, δείχνει στα αγόρια τσόντα! Και ο Τζόνα δεν μπορεί να πάψει να τον επισκέπτεται συνέχεια από εκεί και πέρα. Γιατί αυτό που νιώθει δεν ξέρει πως να το βαφτίσει και πως να το αντιμετωπίσει, σίγουρα όμως θέλει να φιλήσει εκείνο το ξανθό αγόρι... Πέρα από το «Moonlight» μπορούμε να εντοπίσουμε αναφορές και ομοιότητες από το ύστερο έργο του Terence Malick και «Τα μυθικά πλάσματα του Νότου» μέχρι το γιαπωνέζικο «Κανείς δεν ξέρει» και το «Florida Project».

Ταινία ενηλικίωσης με σκηνές που κόβουν την ανάσα (όπως εκείνη πχ της βίαιης και «καταναγκαστικής» προσπάθειας του πατέρα να μάθει στον Τζόνα να κολυμπάει, απλά πετώντας τον στα βαθιά). Αλλά και με σκηνές λυρικές, σουρεάλ και μαγικές, που δημιουργούν όμορφη αντίστιξη με τον άβολο ρεαλισμό της ταινίας. Μάλιστα, κάποιες φορές η ομορφιά σκεπάζει θαρρείς το δράμα, την πίκρα, τη φτώχεια. Είπαμε: στην προσπάθειά του να αφηγηθεί κάτι που να αρέσει στον θεατή αισθητικά ο σκηνοθέτης αποφεύγει την εμβάθυνση γιατί εκεί, πέρα από την επιφάνεια, τα πράγματα μπορεί να μην είναι και τόσο αρεστά. Να είναι ζόρικα. Αξιόλογο δείγμα γραφής σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες του φετινού διαγωνιστικού τμήματος, μια ταινία που βασίζεται στο αυτοβιογραφικό ομώνυμο βιβλίο του Justin Torres. Κι αν ο πατέρας, απογοητευμένος, δεν βλέπει καμία διαφυγή, μια καλύτερη ζωή για τον ίδιο και τα παιδιά του, το γλυκύτατο φινάλε μας κάνει να πιστεύουμε (επειδή το θέλουμε) πως ο Τζόνα, ίσως και να μπορέσει να ξεφύγει. Ε;

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Ανάμεσα σε δύο θάλασσες (Entre dos aguas/ Between Two Waters) TIFF 2018

Ο Isaki Lacuesta ξεκίνησε την καριέρα του το 2002 με το ντοκιμαντέρ «Cravan vs Cravan». Ακολούθησαν οι ταινίες «La leyenda del tiempo» (The Legend of Time, 2006), «Los condenados»» (The Condemned, 2009), «La noche que no acaba» (Zabaltegi Specials, 2010) και το αφρικανικό δίπτυχο ταινιών που αποτελείται από τα El cuaderno de barro (The Clay Diaries, 2011) και «Los pasos dobles» (The Double Steps, το οποίο κέρδισε το Χρυσό Όστρακο στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν το 2011). Επέστρεψε στο Επίσημο Διαγωνιστικό του Σαν Σεμπαστιάν με το «Murieron por encima de sus posibilidades» (Dying Beyond Their Means, 2014) και το 2016 σκηνοθέτησε το «La propera pell» (The Next Skin), σε συνεργασία με την Isa Campo. Η νέα του ταινία Ανάμεσα σε δύο θάλασσες (Entre dos aguas / Between Two Waters), που προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη ως μία από τις Ειδικές Προβολές, αποτελεί συνέχεια της ταινίας «La leyenda del tiempo». Και κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο περασμένο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, όπου κι έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της.

Η υπόθεση: Ο Ίσρα και ο Σίτο είναι δύο Τσιγγάνοι και είναι αδέλφια. Ο Ίσρα μπήκε φυλακή για εμπόριο ναρκωτικών και ο Σίτο κατατάχθηκε στο Ναυτικό, όπου τοποθετείται ως μάγειρας. Όταν ο Ίσρα αποφυλακίζεται, θα συναντηθεί με τον Σίτο στην πόλη τους, το Σαν Φερνάντο, καθώς τυγχάνει και ο αδελφός του να βρίσκεται με άδεια εκεί μετά από μεγάλο ταξίδι. Η συνάντησή τους θα ξυπνήσει μνήμες από τότε που ήταν παιδιά: τότε που ο πατέρας τους δολοφονήθηκε βίαια. Ο Σίτο φαίνεται να έχει βρει το δρόμο του: έχει ενσωματωθεί, έχει βολευτεί, είναι υπόδειγμα νομοταγούς πολίτη. Για τον Ίσρα τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα: δεν μπορεί να βρει δουλειά, η γυναίκα του τον διώχνει από το σπίτι, δεν μπορεί να χαρεί τις κόρες του και δεν μπορεί να μείνει στο σπίτι της μητέρας του, μιας που εκείνη ήταν που τον «κάρφωσε»...

Η άποψή μας: Καμιά φορά μπαίνεις να δεις μια ταινία με μειωμένες προσδοκίες και χαμηλωμένο τον πήχη και εκπλήσσεσαι θετικότατα. Αυτό πχ συνέβη σε μένα με τούτη την ταινία. Περίμενα να βαρεθώ: δεν βαρέθηκα. Καθόλου! Μιλάμε για μια ταινία δύο ωρών κι ένός τετάρτου και σε κρατάει. Κάτι σαν ντοκιμαντέρ είναι τούτο εδώ, αν και το σενάριο είναι λεπτομερώς γραμμένο – άρα ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με μυθοπλασία. Έστω, με docudrama. Ή με δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ. Τόσοι πολλοί ορισμοί για να πεις το ίδιο πράγμα. Μ' αυτές τις ταινίες παίρνω τα μέτρα μου. Είμαι κουμπωμένος. Δαγκώνομαι. Εννιά φορές στις δέκα βγαίνω σωστός. Ε, υπάρχει και η μία ταινία που ξεφεύγει από τον κανόνα. Όπως αυτή. Την ταινία «La leyenda del tiempo», της οποίας τούτη εδώ είναι άτυπη συνέχεια, δεν την έχω δει. Ελάχιστοι φαντάζομαι την έχουν δει εκτός Ισπανίας, αλλά και μέσα στην Ισπανία.

Αυτό, βέβαια, δεν εμποδίζει την απρόσκοπτη παρακολούθηση της ταινίας, με τη σημείωση πως σε κάποια σημεία, το πισωγύρισμα με σκηνές από την πρώτη ταινία, με τους Ίσρα και Σίτο να είναι νέοι, μπερδεύει ελαφρώς. Ωραία η σκηνή με το πήδημα από τη γέφυρα, τα τρία κοριτσάκια του Ίσρα είναι πανέμορφα, η σκηνή της γέννας στην έναρξη της ταινίας σε προδιαθέτει για το τι θα ακολουθήσει και στο φινάλε έχουμε επίσκεψη σε ένα πολύ ιδιότυπο νεκροταφείο, όπου για τα ψηλά οστεοφυλάκια, χρειάζεται να πάρεις σκάλα για να τα φτάσεις και να αφήσεις λίγα λουλούδια. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τους ήρωές του από κοντά, τους αγαπά, δεν τους κρίνει και μας μπάζει στη ζωή τους. Μια ζωή δύσκολη, με λίγες χαρές και πολλές πίκρες. Δεν έχουμε κάτι σαν τον «Καιρό των τσιγγάνων», να μην παρεξηγηθούμε.

Αλλά η ταινία είναι πειστική, σαφέστατα ρεαλιστική, και καταγράφει μια δύσκολη καθημερινότητα στην πόλη της Ανδαλουσίας με το μεγαλύτερο δείκτη ανεργίας σε ολόκληρη την Ισπανία! Εντέλει, τα δύο διαφορετικά αδέλφια θα πάρουν δύο διαφορετικούς δρόμους: της παρανομίας ο ένας, της ενσωμάτωσης ο άλλος. Της ενσωμάτωσης μέχρι σημείου... παρελάσεως. Ο άλλος ότι έχει να πει, το λέει με το γεμάτο τατουάζ κορμί του. Ένα αξιόλογο πορτρέτο και μια ενδιαφέρουσα, διαφορετική κινηματογραφική πρόταση.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live
Περισσότερα... »



Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

8η ανταπόκριση – Παρασκευή 9 Νοεμβρίου
Φωτιά στα τορεντάδικα!

Μπαίνουμε στην τελική ευθεία του φεστιβάλ – το γάιδαρο τον φάγαμε, η ουρά του έμεινε – και καταρρέουμε από την κούραση λέμε. Πού είναι τα παλιά τα χρόνια, που βλέπαμε ίσα με 7, και στο τσακίρ κέφι, και 8 ταινίες ημερησίως;;; Οέο; Πάει, δεν αντέχουμε, χάλασε ο κόσμος. Εδώ ρε παιδί μου, έμεινε άνεργος, ποιος, ο Φουρθιώτης! Τι να συζητάμε, δεν έχει νόημα. Εμείς, τη δουλειά μας πάντως. Άλλες τέσσερις ταινίες, να έχετε να πορεύεστε!

Η δωδεκάχρονη νύχτα (La noche de 12 años) TIFF 2018

Ο Álvaro Brechner γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο το 1976 και ζει στη Μαδρίτη από το 2000. Από το 2000 έως το 2007 σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες μικρού μήκους που έκαναν πρεμιέρα σε περισσότερα από 140 διεθνή φεστιβάλ και αγοράστηκαν από τηλεοπτικά δίκτυα σε περισσότερες από 15 χώρες, όπως και δεκάδες ντοκιμαντέρ. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ήταν το «Χάλια μέρα για ψάρεμα» (Mal día para pescar, 2009), η οποία προβλήθηκε στο Επίσημο Πρόγραμμα της Εβδομάδας Κριτικής του Φεστιβάλ των Καννών. Η ταινία συμμετείχε σε περισσότερα από 60 διεθνή φεστιβάλ και απέσπασε περισσότερα από 30 βραβεία. Τον Δεκέμβριο του 2015, το περιοδικό Variety τον ανακήρυξε ένα από τα 10 μεγαλύτερα ταλέντα του ιβηρο-αμερικανικού σινεμά. Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του είναι το «Mr. Kaplan» (2014). Φέτος, γύρισε την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του. Τίτλος της: Η δωδεκάχρονη νύχτα (La noche de 12 años). Την παγκόσμια πρεμιέρα της η ταινία την έκανε στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα Orizzonti. Στη Θεσσαλονίκη προβάλλεται επίσης στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».

Η υπόθεση: Σεπτέμβριος του 1973. Η Ουρουγουάη τελεί υπό στρατιωτική χούντα. Το κίνημα των ανταρτών Τουπαμάρος έχει ήδη συνθλιβεί. Τα περισσότερα μέλη της επαναστατικής αυτής οργάνωσης έχουν βρεθεί στη φυλακή, αφού υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια. Μια φθινοπωρινή νύχτα, τρεις κρατούμενοι (ανάμεσά τους και ο Πέπε Μουχίκα, ο κατοπινός πρόεδρος της χώρας) απομακρύνονται από τα κελιά τους για μια μυστική αποστολή. Η εντολή είναι σαφής: «Αφού δεν μπορούμε να τους σκοτώσουμε, ας τους τρελάνουμε». Οι άνδρες τελικά θα μείνουν στην απομόνωση για 12 χρόνια, αλλάζοντας φυλακές, τόπους, συνθήκες. Τελικά, θα τρελαθούν; Ή θα καταφέρουν και να μείνουν ζωντανοί και να διατηρήσουν σώας τας φρένας τους;

Η άποψή μας: Έπρεπε να φτάσουμε στην τρίτη πριν από το τέλος ημέρα του φεστιβάλ για να δούμε την ταινία που αγαπήσαμε περισσότερο από όλες φέτος! Ένα συγκλονιστικό φιλμ, που με τάραξε συθέμελα και με έκανε να κλαίω με αναφιλητά και να τρέμω σύγκορμος. Μια ταινία, που μου έβγαλε σωματική αντίδραση ανάλογη με εκείνη που μου δημιούργησε το περσινό «Το τελευταίο σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη. Καθόλου τυχαία, οι ήρωες και των δύο ταινιών, είναι φυλακισμένοι. Καθόλου τυχαία, δείχνουν παλικαριά και λεβεντιά απέναντι σε εντελώς αντίξοες συνθήκες, έχοντας να αντιπαλέψουν μηχανισμούς ολοκληρωτικών καθεστώτων. Καθόλου τυχαία, οι ερμηνείες είναι απίστευτες και σταλάζουν συγκίνηση κατευθείαν μέσα στην ψυχή. Με πρώτη ύλη το βιβλίο «Memorias del Calabozo» των Mauricio Rosencof και Eleuterio Fernández Huidobro, των δύο συγκρατουμένων του Μουχίκα δηλαδή, προκύπτει μια ταινία – ύμνος στην ανθρώπινη θέληση. Την αντίσταση. Οι άνθρωποι αυτοί στερήθηκαν τα πάντα και κυρίως την ελευθερία τους. Μέσα σε 12 χρόνια μεταφέρθηκαν σε πάνω από 40 φυλακές (!!!) και κάθε φορά το καθεστώς ήλπιζε πως θα «σπάσουν». Πιο κοντά στο σπάσιμο έφτασε ο Μουχίκα, ο οποίος κόντεψε να χάσει το μυαλό του, που του έπαιζε άσχημα παιχνίδια.

Στην ταινία παρακολουθούμε τις συνεχείς μεταγωγές των τριών συγκρατουμένων, που τους πάνε πάντα μαζί στις ίδιες φυλακές χωρίς όμως ποτέ να τους βάζουν μαζί, να τους δίνουν το δικαίωμα να επικοινωνήσουν και παράλληλα βλέπουμε το back story τους. Τι άφησαν πίσω τους, τότε που ήταν ελεύθεροι και πως ήρθε η στιγμή της σύλληψής τους. Στην απομόνωση οι κρατούμενοι πέραν όλων των άλλων είχαν να αντιμετωπίσουν και τον ίδιο τους τον εαυτό. Φανταστείτε το: 12 χρόνια μοναξιάς. Απόλυτης. Χωρίς δικαίωμα επικοινωνίας. Χωρίς προαυλισμούς. Χωρίς καμία ανθρώπινη επαφή. Ο σκηνοθέτης κάνει τρομερή δουλειά καθώς κατορθώνει να περιγράψει την απόλυτη κόλαση χωρίς να καταφεύγει σε φτηνά κόλπα και περιττούς εντυπωσιασμούς. Κάθε φορά η απομόνωση δεν αλλάζει αλλά όλο και κάτι συμβαίνει, όλο και κάτι προκύπτει. Και οι τρεις άνθρωποι με ατσαλένια θέληση, αντέχουν.

Πώς λέμε, μας γάμησε η ταινία (με την καλή έννοια); Ε, αυτό. Και ναι, εννοείται, κάτι τόσο σπουδαίο, κάτι τόσο μεγάλο, δεν μπορεί να είναι μίζερο. Υπήρχε και χιούμορ στην ταινία. Ιδίως στη σχέση που αναπτύσσει ο συγγραφέας της παρέας με έναν από τους διοικητές φυλακών, ο οποίος επιθυμεί να εντυπωσιάσει μια κοπέλα που γνωρίζει – και βάζει τον κρατούμενο να του γράφει ραβασάκια. Χαρτί και μολύβι: ο μεγαλύτερος θησαυρός. Τρομερή, τρομερή, τρομερή ταινία, με ξέσκισε και μπράβο της. Και μπράβο σε όλους όσοι συμμετείχαν στη δημιουργία της ταινίας. Από τον άψογο για άλλη μια φορά Antonio de la Torre στο ρόλο του Μουχίκα – τι ωραία περιγράφεται η σχέση του με τη μητέρα του, μια λεβέντισσα με κάτι κοχόνες, να, που υπέμενε βροχή και κακουχίες μόνο και μόνο για να πετύχει αυτό που ήθελε – μέχρι τον τελευταίο εργάτη που συνεισέφερε στο χτίσιμο αυτού του υπέροχου φιλμ. Παραληρώ! Και μου αρέσει.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει το Σάββατο 10 Νοεμβρίου στις 15.00 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Μεϊλί (Meili) TIFF 2018

Ο Zhou Zhou γεννήθηκε στο Αντσίνκ της κινεζικής επαρχίας Ανχουέι το 1984 και είναι απόφοιτος Δημοσιογραφίας, Ραδιοτηλεόρασης (2006) του Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας του Χουαζόνγκ. Έχει διατελέσει αρχισυντάκτης, παρουσιάζοντας κριτικές ταινιών του κινεζικού κινηματογράφου για πολλά χρόνια. Σήμερα, εργάζεται ως Σύμβουλος Σεναρίων για την εταιρεία Beijing Jiaying Film Co. Η ταινία Μεϊλί (Meili) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του και ήταν υποψήφια για τα βραβεία Καλύτερης Αφηγηματικής Ταινίας, Καλύτερης Ερμηνείας και Ελεύθερου Πνεύματος στο 12ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ζινίνγκ. Και είναι μία από τις ταινίες που διεκδικούν στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον Χρυσό Αλέξανδρο, συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα.

Η υπόθεση: Η Μεϊλί είναι μια άτυχη, νεαρή γυναίκα: αρχικά, μεγάλωσε χωρίς τους γονείς της. Η αδελφή της και ο γαμπρός της την παρενοχλούν διαρκώς ζητώντας χρήματα, για την ανατροφή της κόρης της Μεϊλί, με την οποία η ίδια δεν θέλει να έχει απολύτως καμία σχέση. Και η κοπέλα της, η γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένη η Μεϊλί, η σχέση της, δεν δείχνει να έχει την ίδια ζέση για το κοινό τους μέλλον, έτσι όπως το σχεδιάζουν. Όταν φεύγει για επαγγελματικούς λόγους στη Σαγκάη, η Μεϊλί νιώθει περισσότερο μόνη της από ποτέ. Χάνει τη δουλειά της σε ένα καθαριστήριο ρούχων αλλά δεν το βάζει κάτω. Ψάχνει διαρκώς για δουλειά. Κάνει καινούργιες φιλίες, δεν χάνει ποτέ τις ελπίδες της παρά τις αναποδιές που συναντά. Οι απογοητεύσεις, όμως, και οι ήττες που βιώνει, είναι απανωτές. Και κάποια στιγμή η Μεϊλί θα ξεσπάσει...

Η άποψή μας: Εδώ, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που θα μπορούσε να είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Δηλαδή, ενδιαφέρουσα είναι, θα μπορούσε να είναι και εξαιρετικά αξιόλογη. Αν μη τι άλλο, παίρνει ένα ρίσκο, για το οποίο της βγάζουμε πραγματικά το καπέλο: αδιαφορώντας για την αρνητική αντίδραση του κοινού, ο σκηνοθέτης βάζει τη Μεϊλί να μην διαθέτει καθόλου μητρικό φίλτρο. Σε κάθε σκηνή που μοιράζεται με το παιδί της, κάτι που πάντοτε γίνεται χωρίς να το επιδιώκει, με πίεση και ξεγέλασμα από τρίτους, δείχνει τον έντονο εκνευρισμό της: δεν το θέλει κοντά της, δεν νιώθει κάτι ιδιαίτερο γι' αυτό, απλώς το γέννησε! Και βάζει αυτήν τη γυναίκα πρωταγωνίστρια, επιδιώκοντας να κοινωνήσει στους θεατές την περιπέτειά της, και να την κάνει αρεστή. Κι ας μην είναι καλή μητέρα! Ο ορισμός της αδιάφορης μάνας! Ουσιαστικά, δεν είναι μητέρα: απαρνιέται το ρόλο της!

Εξαρχής, λοιπόν, ο σκηνοθέτης παίζει με τα στερεότυπα και τις προσδοκίες του κοινού, ταρακουνάει τους θεατές και είναι σαν να τους λέει: «δείτε το δράμα αυτής της γυναίκας και μην την κρίνετε για την ιδιότητα της μητέρας – είναι ένας ρόλος τον οποίο δεν επέλεξε». Ο σκηνοθέτης επιδεικνύει μια τρομερή άνεση (εννοείται με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας του) στην καταγραφή των εξωτερικών πλάνων, που είναι λειτουργική, ρευστή και πολύ έξυπνα χτισμένη. Με τα εσωτερικά, υπάρχει ένα θέμα: φαίνονται φτηνά, μίζερα, «ξεπλυμένα». Η Μεϊλί τρώει συνέχεια σφαλιάρες: σε ότι αφορά τη δουλειά της, σε ότι αφορά την υπόστασή της, σε ότι αφορά τη συναισθηματική της ολοκλήρωση, σε ότι αφορά τα ερωτικά της. Κι όμως επιμένει: αναζητά απεγνωσμένα λίγη αγάπη, αγάπη που δίνει απλόχερα σ' αυτήν που αγαπάει (την εραστή της – όχι την κόρη της, τα ξεκαθαρίσαμε αυτά) και το μόνο που παίρνει εντέλει είναι προδοσία.

Κι αν το γεγονός ότι δεν είναι καλή μητέρα μπορούμε να της το... συγχωρέσουμε, το γεγονός ότι ξεσπάει με τον τρόπο που ξεσπάει στο φινάλε της ταινίας (ξέσπασμα, τη βία του οποίου δεν τη βλέπουμε, μόνο την ακούμε και τη φανταζόμαστε – ευτυχώς) δεν δικαιολογείται από πουθενά. Low budget κοινωνική – αισθηματική ταινία, που αφήνει υποσχέσεις αλλά θα μπορούσε να πιάσει υψηλότερες επιδόσεις και να αποφύγει κακοτοπιές, οι οποίες δεν δικαιολογούνται και από τον πλέον καλοπροαίρετο θεατή... ΥΓ: Πληροφορήθηκα πως στην επίσημη προβολή της ταινίας στο «Ολύμπιον» έγινε ένα μικρό πανηγύρι, με ανθρώπους, που δεν έχουν προφανώς κανενός είδους παιδεία, να «κοροϊδεύουν» με το νου τους τα επί της μεγάλης οθόνης δρώμενα, και με ένα κινητό να χτυπάει συνεχώς μέσα στην αίθουσα, μην αφήνοντας αυτούς που ήθελαν να δουν την ταινία ανενόχλητοι, όπως επιβάλλεται δηλαδή, να τα καταφέρουν. Ντροπής πράγματα...

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει το Σάββατο 10 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Μάια (Maya) TIFF 2018

Η 37χρονη Mia Hansen-Love είχε χριστεί πρωταγωνίστρια σε ηλικία 18 ετών σε ταινία του Olivier Assayas. Το έκανε και μετά από δύο χρόνια, στην επόμενη ταινία του. Και μετά έγιναν ζευγάρι. Η ταινία Μάια (Maya), που προβάλλεται ως μία από τις Ειδικές Προβολές στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είναι η έκτη μεγάλου μήκους μυθοπλασίας που σκηνοθετεί, δύο χρόνια μετά την προηγούμενή της, το «Μέλλον» (L'avenir, 2016), έχοντας στις δύο ταινίες τον ίδιο πρωταγωνιστή: τον Roman Kolinka. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Τορόντο, ενώ έλαβε μέρος και στο φεστιβάλ του Λονδίνου.

Η υπόθεση: Τον Δεκέμβριο του 2012, δύο Γάλλοι πολεμικοί ανταποκριτές που βρέθηκαν αιχμάλωτοι στη Συρία, απελευθερώνονται μετά από τέσσερις μήνες κράτησης. Ο νεότερος από τους δύο, ο Γκαμπριέλ, αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ινδία, τη χώρα όπου μεγάλωσε και στην οποία ζει μόνιμα η μητέρα του, για να ηρεμήσει, μέχρι ν’ αποφασίσει το επόμενο βήμα του. Αρχικά, πηγαίνει στην Γκόα, όπου έχει και δικό του σπίτι. Εκεί συναντά τον νονό του, ιδιοκτήτη ενός τουριστικού resort και την όμορφη κόρη του, την Μάια, η οποία έχει μεγαλώσει πολύ από τότε που την είχε δει τελευταία φορά. Θα πάει και στη Βομβάη να βρει και να δει από κοντά τη μητέρα του, αλλά θα επιστρέψει και πάλι στην Γκόα. Η επιστροφή του στον τόπο των παιδικών του χρόνων και ο έρωτάς του για την Μάια, τον αναγκάζει να αναθεωρήσει την απόσταση ασφαλείας που συνηθίζει να κρατάει από τα πράγματα.

Η άποψή μας: Τούτη η ταινία είναι από αυτές που τις βλέπεις, προχωράνε, δεν σε ενοχλεί, δεν βαριέσαι, αλλά δεν σε τραβάει και κάτι ιδιαιτέρως ρε παιδί μου, δεν έχει κάτι δυνατό να σε συνεπάρει, δεν έχει αυτό το κάτι που θα σε εξιτάρει, θα σε κάνει να δείξεις ένα δράμι ενδιαφέρον παραπάνω. Επηρεασμένη, όπως δήλωσε η ίδια η σκηνοθέτιδα, από την ταινία «The River» του Jean Renoir, φτιάχνει το πορτρέτο ενός ανθρώπου που ψάχνει να γιατρέψει τις πληγές του. Προφανώς, το να είσαι για τέσσερις μήνες αιχμάλωτος από τον ISIS δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο. Ο Γκαμπριέλ, όμως, ασφυκτιά και στη Γαλλία. Την πατρίδα του. Εκεί που βρίσκεται το σπίτι του. Εντελώς συνειδητοποιημένα πηγαίνει στην Ινδία. Στην πατρίδα της παιδικής του ηλικίας. Εκεί που πιστεύει πως θα ημερέψει η ψυχή του.

Κι όντως, αυτό συμβαίνει. Το σπίτι που μεγάλωσε είναι η μήτρα στην οποία μπαίνει για να αναγεννηθεί. Στα φανερά δεν φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαιτέρως κάτι. Κάνει χάζι με τα παιδάκια της γειτονιάς. Κάνει βόλτες με το μοτοποδήλατό του – και είναι και απρόσεχτος μερικές φορές. Κυρίως, όμως, φαίνεται να απολαμβάνει τη συντροφιά της Μάια. Μιας όμορφης κοπέλας, λίγο μετά την εφηβεία της, που δείχνει πως απολαμβάνει κι εκείνη την παρέα του. Κατά μία έννοια μοιάζουν οι δυο τους: και η Μάια εγκατέλειψε τον δυτικό πολιτισμό για να επιστρέψει στη γενέθλια γη. Άφησε το Λονδίνο και τις σπουδές της εκεί γιατί προτιμούσε να βρίσκεται στη Γκόα. Μόνο που για εκείνον όλο αυτό είναι κάτι προσωρινό – για εκείνην είναι μόνιμο. Μόλις φορτίσει τις μπαταρίες του ο άνθρωπος αυτός θα ριχτεί και πάλι στα πεδία των μαχών. Πολεμικός ανταποκριτής είναι: δεν μπορεί να λειτουργήσει διαφορετικά. Οπότε, η ερωτική τους σχέση είναι περίπου καταδικασμένη.

Η σκηνοθέτιδα στήνει όμορφες σκηνές – ιδίως εκείνη του ταξιδιού στη Βομβάη, της συνάντησης του ήρωά μας με τη μητέρα του και το γοερό κλάμα εκείνης μέσα στο αυτοκίνητο όταν εκείνος φεύγει, όταν συνειδητοποιεί πως ουσιαστικά τον έχει χάσει για πάντα, είναι σκηνές που και δύναμη έχουν και πολύ όμορφα γυρισμένες είναι. Οι πολιτικές αναφορές στον Ολάν, που είναι (ήταν) ευχάριστος Πρόεδρος, αλλά έδινε άλλη δημόσια εικόνα ή στον Ερντογάν, για το πόσο αυταρχικός ηγέτης είναι, δεν προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο στην ταινία – απλά αναφέρονται. Ο πρωταγωνιστής είναι φωτογενής αλλά δείχνει αδύναμος να εκφράσει πάνω από ένα συναίσθημα: η ερμηνεία του είναι συμπυκνωμένη στο ανέκφραστο πρόσωπό του. Πολύ καλύτερη είναι η πρωτοεμφανιζόμενη Aarshi Banerjee, που βγάζει ζεστασιά και αυθορμητισμό στην ερμηνεία της.

Κάτι πάει να λεχθεί για την εκμετάλλευση στις υπανάπτυκτες χώρες, τον τουρισμό που πολλές φορές αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά μιας περιοχής και για την συνεχιζόμενη ανάγκη να φτιάχνονται καινούργια πράγματα – κι όταν υπάρχουν αντιστάσεις, απλά τις... βάζουμε φωτιά. Αλλά, είπαμε: βλέπεις την ταινία, δεν σε χαλάει αλλά δεν σε φτιάχνει και με τίποτα. Σαφώς στο «Μέλλον» τα πράγματα ήταν (είδατε τι έκανα; στο μέλλον ήταν, μουάχαχαχαχα) πολύ καλύτερα...

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Άγα (Ága) TIFF 2018

Ο Milko Lazarov είναι Βούλγαρος σκηνοθέτης που γεννήθηκε το 1967. Αποφοίτησε από την Εθνική Ακαδημία Τεχνών του Θεάτρου και του Κινηματογράφου (NATFA) στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, τη Σόφια. Εργάστηκε ως λέκτορας στο Τμήμα Κινηματογράφου του ίδιου πανεπιστημίου. Η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, το «Otchuzhdenie» (Alienation, 2013), με πρωταγωνιστή τον Χρήστο Στέργιογλου, έκανε πρεμιέρα και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας, στο επίσημο πρόγραμμα του τμήματος «Venice Days». Στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια» είδαμε τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, το Άγα (Ága). Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στην τελευταία Berlinale, όπου και προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός συναγωνισμού.

Η υπόθεση: Ο Νανούκ και η Σέντνα ζουν σε μια σκηνή καταμεσής των χιονισμένων εκτάσεων του Βορρά, ακολουθώντας τις παραδόσεις των προγόνων τους. Μόνοι μέσα στην ερημιά, μοιάζουν να είναι οι τελευταίοι εναπονείναντες άνθρωποι στον πλανήτη. Ο παραδοσιακός τους τρόπος ζωής αρχίζει ν’ αλλάζει – αργά, αλλά αναπότρεπτα. Το κυνήγι γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο, τα ζώα γύρω τους πεθαίνουν ανεξήγητα, ενώ οι πάγοι λιώνουν κάθε χρονιά και πιο νωρίς. Όταν η υγεία της Σέντνα επιδεινώνεται, ο Νανούκ αποφασίζει να εκπληρώσει τη μόνη της επιθυμία: αναχωρεί για ένα μεγάλο ταξίδι, για να βρει την Άγα, τη μοναχοκόρη τους, που έφυγε από την τούνδρα πριν από πολλά χρόνια.

Η άποψή μας: Αυτή είναι μια υπέροχη ταινία για να τη βλέπει κανείς. Κι έχει και κάτι να πει, σοβαρό και σημαντικό. Κι ας μην χρησιμοποιεί πάρα πολλά λόγια για να το πει. Εννοείται πως οι αναφορές στο κλασικό «Νανούκ του Βορρά» ούτε τυχαίες είναι ούτε και καλυμμένες. Είναι ξεκάθαρες. Αλλά επιμένω στην εικόνα. Μιλάμε για απίστευτες εικόνες! Η διεύθυνση φωτογραφίας από τον Kaloyan Bozhilov (συνεργάτη του σκηνοθέτη και στην πρώτη του ταινία) είναι απλώς καταπληκτική! Αυτό, το να φωτογραφίζεις το άσπρο, την μη ύπαρξη ουσιαστικά χρώματος, και να βγάζεις τόσο συναίσθημα είναι επίτευγμα ολκής! Και στο ελληνικό «Ακίνητο ποτάμι» είχαμε εξίσου όμορφες σκηνές σε παγωμένα τοπία. Κάτι που είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, να τα λέμε κι αυτά.

Στις σκηνές της ταινίας όπου το λευκό του χιονιού διαχωρίζεται από μια αμυδρή, μόλις και με τα βίας εμφανή γραμμή σε σχέση με το λευκό του ορίζοντα, θέλει καντάρια ταλέντο για να το πετύχεις! Και οι σκηνές στο αδαμαντωρυχείο είναι από εκείνες που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό! Μου θύμισαν τη δουλειά του Michael Glawogger, ιδίως το λατρεμένο ντοκιμαντέρ του «Workingman's Death». Εννοείται ότι όλη η ταινία επενδύει την ισχνή μυθοπλασία της με παχύ και καλοδεχούμενο (εδώ) στρώμα ντοκιμαντέρ. Οι ρυθμοί της ταινίας είναι αργοί, ποιητικοί και ταιριαστοί με το όλο κόνσεπτ της. Και ναι, αυτά που λέει για την υπερεκμετάλλευση της γης, για την μη οικολογική αντιμετώπιση των πάντων από τον σύγχρονο πολιτισμό, την αστυφιλία και την εγκατάλειψη της υπαίθρου, μπορεί να μοιάζουν προφανή, αλλά τα λέει με έναν πολύ εύσχημο και καθόλου ενοχλητικό (ήτοι, διδακτικό) τρόπο. Με ένα απόλυτα συγκινητικό φινάλε και μια αίσθηση μελαγχολίας για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, η ταινία είναι χάρμα ιδέσθαι.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει το Σάββατο 10 Νοεμβρίου στις 23.00 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live
Περισσότερα... »



Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

7η ανταπόκριση – Πέμπτη 8 Νοεμβρίου
Άγριος καβγάς σε καλλιστεία οπισθίων!

Παιδιά, δεν μπορώ να περιγράψω άλλο. Σεμνή και ταπεινή θα είναι αυτή η ανταπόκριση. Όσο ο τίτλος της. Μουάχαχαχαχαχα. Τέσσερις οι ταινίες και... φύγαμε!

Όλα καλά (Alles ist gut / All Good) TIFF 2018

Γεννημένη στο Βερολίνο το 1983, η Eva Trobisch εργάστηκε ως βοηθός στο θέατρο και στη συνέχεια στον κινηματογράφο. Το 2009 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Μονάχου (HFF München) για να σπουδάσει Σκηνοθεσία Κινηματογράφου, παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή Tisch School of the Arts του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και πέρασε σ’ ένα πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στη συγγραφή σεναρίου στο London Film School το 2015. Η ταινία Όλα καλά (Alles ist gut / All Good) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλασίας που σκηνοθετεί, υπογράφοντας και το σενάριο. Έχει λάβει μέρος σε διάφορα φεστιβάλ και στη Θεσσαλονίκη συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα, διεκδικώντας τον Χρυσό Αλέξανδρο.

Η υπόθεση: Η Γιάνε είναι μια 30something γυναίκα, που ζει στο Μόναχο μαζί με τον σύντροφό της, τον Πιτ, με τον οποίο έχουν σχέση εδώ και πολλά χρόνια. Ο εκδοτικός οίκος που είχαν φτιάξει παρέα, φαλίρισε. Ο Πιτ δεν δείχνει ιδιαίτερα καταβεβλημένος από αυτό. Για να μειώσουν τα έξοδά τους, προτείνει να πάνε να μείνουν κάπου στην εξοχή, στο σπίτι ενός συγγενή του, που πλέον περνάει στα δικά του χέρια, ένα σπίτι που θέλει πολλές επισκευές. Η Γιάνε αγαπάει τον Πιτ, αλλά σκέφτεται άλλα πράγματα. Τα οποία, όμως, δεν τα μοιράζεται. Στο reunion πάρτι των συμμαθητών της πηγαίνει στη μικρή πόλη όπου μεγάλωσε για να συμμετάσχει σ' αυτό. Διασκεδάζει, κουτσομπολεύει, δέχεται πρόταση εργασίας, χορεύει, πίνει και γνωρίζει και τον Μάρτιν.

Θα τον καλέσει στο πατρικό της για να κοιμηθεί, καθώς και οι δύο είναι πολύ μεθυσμένοι. Ο Μάρτιν, όμως, της επιτίθεται. Και τη βιάζει. Η Γιάνε δεν αντιδρά. Δεν λέει αυτό που συνέβη σε κανέναν. Ούτε στη μητέρα της ούτε στον αγαπημένο της ούτε στην αστυνομία. Και τα φέρνει έτσι η τύχη τα πράγματα ώστε ο Μάρτιν δουλεύει στην ίδια δουλειά (έναν άλλο εκδοτικό οίκο) όπου πιάνει δουλειά και η Γιάνε. Μέχρι πότε θα μπορεί να κρατάει μυστικό η Γιάνε κάτι τόσο βίαιο που βίωσε; Και πώς θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες;

Η άποψή μας: Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση ταινίας. Μια ταινία που το βασικό υλικό της δείχνει φωσκολικό, η διαχείριση όμως είναι εκείνη που την οδηγεί σε υψηλές επιδόσεις. Και παρά τα κάποια φάουλ της, αν μη τι άλλο αυτή είναι μια ταινία που γεννάει συζητήσεις. Κέντρο των συζητήσεων που θα προκαλέσει η ταινία, είναι ο βιασμός. Μία από τις πλέον ειδεχθείς εγκληματικές πράξεις. Η απόλυτη επίδειξη δύναμης και μη σεβασμού του άλλου. Πρώτη ανατροπή: ο βιαστής δεν είναι αυτό που λέμε ανώμαλο κτήνος. Ένας μπούλης είναι. Στην κυριολεξία. Που – ηθελημένα – παρερμηνεύει πράγματα. Και που στη δεδομένη συγκυρία δεν δέχεται το όχι ως απάντηση. Δεύτερη ανατροπή: ο βιασμός δεν εικονοποιείται ως η τραυματική εμπειρία που ήταν πχ στο «Μη αναστρέψιμος». Δεν έχουμε κραυγές και κλάματα. Η Γιάνε ξεκάθαρα δεν θέλει. Δεν χωράει παρερμηνεία αυτό. Απλά, κάποια στιγμή, εγκαταλείπει την προσπάθεια να σταματήσει τον Μάρτιν. Τον αφήνει να κάνει σεξ μαζί της, σαν μια γυναίκα που κάνει σεξ με τον άντρα της μετά από 30 χρόνια γάμου: κάτι σαν από συνήθεια, κάτι σαν από υποχρέωση.

Προσέξτε: ο βιασμός είναι αδιαμφισβήτητος. Και απεχθής. Η μενταλιτέ της Γιάνε, όμως, είναι: «δεν έγινε και τίποτε – όλα καλά». Προς τα έξω. Έτσι θέλει να δείχνει στον εαυτό της. Έτσι τον πείθει. «Δεν έγινε και τίποτε – όλα καλά». Γίνεται όμως να σε αφήσει ανεπηρέαστο μια τόσο τραυματική εμπειρία; Είναι δυνατόν να μην σε ταράξει ψυχολογικά; Να μην επηρεάσει τις σχέσεις σου με τους γύρω σου; Πώς μπορεί να είναι «όλα καλά» όταν κάτι τόσο βασικό δεν πάει καλά; Πώς μπορεί να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς να αντιμετωπίσει το τραυματικό γεγονός, χωρίς να ζητήσει δικαίωση, βοήθεια, συμπαράσταση; Κι όμως, η Γιάνε συνεχίζει τη ζωή της. Μετά, συμβαίνουν κάποια προβλεπόμενα φωσκολικά, μερικά παράξενα φάουλ (πχ, η εμφάνιση ενός παράξενου τύπου, με τον οποίο γίνεται καβγάς στη μέση του δρόμου, δεν μας δικαιολογείται επαρκώς ούτε γιατί εμφανίζεται ούτε γιατί γίνεται καβγάς) για να φτάσουμε στο πολύ δυνατό φινάλε στο μετρό του Μονάχου. «Δεν κατεβαίνω» λέει η Γιάνε στους ελεγκτές. «Πρέπει να φτάσω κάπου». «Έχω κάπου να πάω». Ναι, αλλά πλέον έχει γίνει κομμάτια. Ναι, αλλά πλέον δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον εαυτό της. Εννοείται πως δεν φταίει για τον βιασμό της. Φταίει, όμως, για ότι ακολούθησε. Κυρίως απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό.

Τρομερή ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια Aenne Schwarz, σε ένα φεστιβάλ όπου στο διαγωνιστικό τμήμα η αλήθεια είναι πως είδαμε πολλές σπουδαίες γυναικείες ερμηνείες. Τον κωμικό τόνο στην ταινία (για να σπάσει το αγχωτικό και δύσκολο βασικό της θέμα) μας τον παραδίδει ο Tilo Nest, που υποδύεται το αφεντικό της Γιάνε, τον Ρόμπερτ, ίσως τον πιο «φυσιολογικό» άνθρωπο στο σύμπαν της ταινίας. Που πετάει και δυο τρεις εξαιρετικές ατάκες, όπως: «όταν τα παιδιά σου μεγαλώνουν και δεν σου μιλάνε, κάνεις καινούργια» ή το κορυφαίο «αυτοί που λένε πως όταν παντρεύεσαι νεώτερη γυναίκα σε κάνει να νιώθεις νέος, κάνουν λάθος – γέρο σε κάνει να νιώθεις». Πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά και μάλλον θα ακούσουμε πολλά καλά πράγματα για τη σκηνοθέτιδα στο μέλλον.

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Η δουλειά της TIFF 2018

Ο Νίκος Labôt σπούδασε Σκηνοθεσία στην Αθήνα. Έχει δουλέψει για μικρού και μεγάλους μήκους ταινίες και τηλεοπτικά προγράμματα στην Ελλάδα και την Γαλλία. Έχει σκηνοθετήσει ένα ντοκιμαντέρ, μουσικά βίντεο, δύο θεατρικά έργα και τρεις μικρού μήκους ταινίες. Το Η δουλειά της είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Τορόντο. Στο πρόσφατο φεστιβάλ Βαρσοβίας τιμήθηκε με τρία βραβεία: καλύτερης ταινίας στο τμήμα «1 – 2» και δύο βραβεία της FIPRESCI. Στο δικό μας φεστιβάλ είναι η μία από τις τρεις ελληνικές ταινίες, που διεκδικεί τον Χρυσό Αλέξανδρο στο διαγωνιστικό τμήμα.

Η υπόθεση: Η Παναγιώτα είναι μια 37χρονη γυναίκα, ρομαντική αλλά με ελάχιστα εφόδια στη ζωή της: μεταξύ των άλλων είναι και σχεδόν αγράμματη. Παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών, είναι αυτό που λέμε, καλή νοικοκυρά. Όταν ο άντρας της θα χάσει τη δουλειά του, οι οικονομίες τους θα εξαντληθούν γρήγορα και η σύνταξη της μητέρας του δεν θα αρκεί για να επιβιώσουν. Έτσι, η Παναγιώτα για πρώτη φορά στη ζωή της, θα αναζητήσει δουλειά. Η πρόσληψή της στο συνεργείο καθαρισμού ενός νέου πολυκαταστήματος θα είναι η πρώτη της επαφή με έναν σκληρό κόσμο εκμετάλλευσης και σκληρού ανταγωνισμού, σύμπτωμα μιας κοινωνίας σε κατάρρευση, αλλά η ανάγκη της να κρατήσει αυτήν τη δουλειά, θα την κάνει να τα αποδεχτεί και να τα υπομείνει, κάνοντας μια σειρά από υποχωρήσεις. Όμως, την ίδια στιγμή, αφήνοντας πίσω την μονοτονία της ζωής μιας νοικοκυράς για ένα νέο περιβάλλον, η Παναγιώτα ανακαλύπτει μια καινούρια αίσθηση «οικονομικής ανεξαρτησίας», στέκεται για πρώτη φορά στα πόδια της, χτίζει φιλίες και νιώθει για πρώτη φορά σημαντική. Κι ότι κι αν ακολουθήσει, εκείνη δεν θα είναι πια ποτέ ξανά η ίδια.

Η άποψή μας: Η αλήθεια είναι πως οι ελληνικές ταινίες που παρουσιάζουν ιστορίες θεμελιωμένες στην οικονομική κρίση «κλείνουν σπίτια» στους κινηματογράφους. Δεν τις βλέπει κανείς. Αυτό αφορά την ενδεχόμενη εμπορική προοπτική της ταινίας. Ας παραβλέψουμε για λίγο όμως αυτό το κομμάτι κι ας αποταθούμε αν αυτή είναι μια καλή ταινία. Η απάντηση είναι «σίγουρα ναι» αλλά με αστερίσκο. Έχει όλα τα στοιχεία να είναι μια πραγματικά καλή ταινία, στο είδος του σινεμά κοινωνικού ρεαλισμού, στο οποίο είναι εξαιρετικοί οι αδελφοί Dardenne και ο Ken Loach. Διαθέτει όμως και μια σειρά από μικρές αστοχίες. Το πιο μεγάλο δομικό και ουσιαστικό φάουλ είναι η «αγραμματοσύνη» της Παναγιώτας. Μου φαίνεται πολύ δύσκολα πιστευτή. Σε όποιο κατσικοχώρι κι αν μένεις τη σήμερον ημέρα (γιατί στο σήμερα διαδραματίζεται η ταινία) ε, πέντε δράμια γράμματα θα τα μάθεις. Κι αν κάνεις λάθη στην ορθογραφία (κάτι πάρα μα πάρα πολύ συχνό ως κατάσταση), δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον Έλληνα πολίτη πια που να μην ξέρει να διαβάζει!

Είναι πολύ βασικό φάουλ αυτό, γιατί οδηγεί στην τραγική σκηνή προς το φινάλε όπου η Παναγιώτα υπογράφει ένα χαρτί που νομίζει πως είναι κάτι υπέρ της αλλά ουσιαστικά υπογράφει την καταδίκη της. Το γεγονός ότι ο προϊστάμενός της δεν της εξηγεί τι ακριβώς συμβαίνει είναι δεύτερο φάουλ: πρέπει να πάει και την επόμενη μέρα στη δουλειά της, για να γίνουν όλα κατανοητά. Τέλος, το φινάλε παρά είναι «παθητικό» και ανοιχτό. Θέλω να πω, ναι, η Παναγιώτα έχει κάνει ένα βήμα προς τη χειραφέτησή της, αλλά εγώ (φαντάζομαι και ο μέσος θεατής) θα περίμενε μια πιο έντονη δραματουργικά αντίδρασή της. Να τα σπάσει, να ουρλιάξει, να καταγγείλει, να πέσει στην κατάθλιψη... Όχι. Η Παναγιώτα βγάζει βάρδια και μετά πάει στο πάρτι της συναδέλφου, με την οποία έχει γίνει φίλη. Και... αντιμιλάει στον άνδρα της. Δεν τα κάνει όμως όλα λάθος η ταινία, προς Θεού. Ίσα ίσα, είναι μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που είδαμε στο φεστιβάλ.

Το μεγαλύτερο ατού της είναι η Μαρίσα Τριανταφυλλίδου στο ρόλο της Παναγιώτας, η οποία είναι θεά! Από τα πιο ταλαντούχα ερμηνευτικά εργαλεία που διαθέτει η χώρα μας. Μια γυναίκα που παίζει με το σώμα (προσέξτε πως από μαζεμένη, σκεβρωμένη, κουλουριασμένη θαρρείς, ανασηκώνεται, ξεθαρρεύει, παίρνει τα πάνω της. Μια ηθοποιάρα που παίζει και με τα μάτια. Το να την παρακολουθείς είναι πραγματικό σεμινάριο υποκριτικής! Αυτή, η Γερμανίδα από την ταινία «Όλα καλά» και η Αμερικανίδα από την ταινία «Ισόβιοι δεσμώτες» διεκδικούν επί ίσοις όροις το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας. Τόσο καλή είναι η Μαρίσα! Η ταινία περιγράφει έξυπνα και στις πιο μικρές της λεπτομέρειες τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης. Ο πατέρας (ευχάριστα συγκρατημένος και σωστός, αφήνοντας χώρο στη βασική πρωταγωνίστρια ο Ήμελλος) ψάχνει χρήματα από τον κουμπαρά της κόρης του για να παίξει τυχερά παίγνια! Η κόρη (ο πιο αδύναμος ερμηνευτικά κρίκος) το ρίχνει συνέχεια στο φαγητό, κάνει μπούλινγκ (μεταβιβάζει τη βία που βιώνει) και χαίρεται όταν υπάρχει η δυνατότητα να φορέσει ένα νέο ρούχο.

Αλλά και η εκμετάλλευση στους εργασιακούς χώρους περιγράφεται ρεαλιστικά και με τον πρέποντα τρόπο. Το διαίρει και βασίλευε, οι συνεχόμενες απαιτήσεις για υπερωρίες, οι απολύσεις χωρίς καμία δικαιολογία ή με ψεύτικες δικαιολογίες, όλα πιάνονται, όλα παρουσιάζονται, χωρίς υπερβολές και χωρίς μελοδραματισμό. Ο σκηνοθέτης είναι καλός αφηγητής: η ιστορία δεν κρεμάει, η αφήγηση έχει σωστό ρυθμό, μας δείχνει ανά πάσα στιγμή τόσο τη συνειδητοποίηση της Παναγιώτας, όσο και τις αμφιβολίες της αλλά και τα αδιέξοδά της (να φύγει και να πάει πού;). Και η σκηνή, που έδωσε το ενσταντανέ για την αφίσα της ταινίας, είναι εξαιρετική. Έχει λάθη η ταινία – κάποιο είναι πολύ βασικό, αλλά σαφέστατα το πρόσημό της είναι όχι απλά θετικό: είναι θετικότατο.

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Η αντιπροσωπεία (Delegacioni / The Delecation) TIFF 2018

Ο Bujar Alimani γεννήθηκε το 1969 στο Πάτος της Αλβανίας. Σπούδασε Ζωγραφική και Σκηνοθεσία Θεάτρου στην Ακαδημία Καλών Τεχνών των Τιράνων. Το 1992 μετανάστευσε στην Ελλάδα, όπου και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε αρκετές ελληνικές ταινίες. Το 2011 γύρισε την «Αμνηστία», την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Ήταν η πρώτη αλβανική ταινία που έλαβε χρηματοδότηση από το ευρωπαϊκό ταμείο Eurimages. Η ταινία ήταν η πρώτη επίσημη συμμετοχή της Αλβανίας στην Berlinale, όπου και απέσπασε το βραβείο CICAE. Η δεύτερη ταινία του, με τίτλο «Krom» – μια συμπαραγωγή ανάμεσα στην Αλβανία, το Κόσοβο, τη Γερμανία και την Ελλάδα – προβλήθηκε σε πολλά φεστιβάλ ανά την υφήλιο. Ο σκηνοθέτης, που ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη, έφερε στη Θεσσαλονίκη την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, η οποία προβλήθηκε στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Τίτλος της: Η αντιπροσωπεία (Delegacioni / The Delecation). Μια ταινία που επίσης βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Βαρσοβίας, κερδίζοντας το Μεγάλο Βραβείο του διαγωνιστικού τμήματος.

Η υπόθεση: Οκτώβριος 1990, Αλβανία. Το κομουνιστικό καθεστώς συνεχίζει να βρίσκεται στην εξουσία απολυταρχικά. Όμως, γίνονται κάποια πρώτα βήματα εκδημοκρατισμού. Μια αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισκέπτεται τα Τίρανα προκειμένου να διαπιστώσει από κοντά πως όλα βαίνουν καλώς... Ο Λέο είναι εδώ και πάρα πολλά χρόνια πολιτικός κρατούμενος. Τη μέρα της επίσκεψης της αντιπροσωπείας τον ξυρίζουν, τον περιποιούνται και ετοιμάζονται να τον στείλουν οδικώς στα Τίρανα. Για κάποιον λόγο είναι σημαντικός για τη συνάντηση με την αντιπροσωπεία από την Ευρώπη. Όμως, το αυτοκίνητο σταματάει να λειτουργεί στη μέση του πουθενά και χρειάζεται επισκευή. Η επικοινωνία με τα κεντρικά είναι δύσκολη.

Ο επικεφαλής της μικρής κομματικής ομάδας που προϊσταται της μεταφοράς, προσπαθεί να είναι φιλικός με τον Λέο: είναι φανερό πως το καθεστώς τον χρειάζεται. Το δεξί του χέρι, όμως, ο Ασλάν, είναι κομματόσκυλο και μισεί βαθιά τον Λέο. Οπότε, ότι είναι να πάει στραβά στο ταξίδι, θα πάει. Και η κατάληξη κάθε άλλο παρά ευχάριστη θα είναι...

Η άποψή μας: Αυτή είναι η τρίτη ταινία του Alimani που παρακολουθώ. Η πρώτη ήταν η μικρού μήκους του «Υγραέριο», μια εξαιρετική δουλειά. Η δεύτερη ήταν η «Αμνηστία». Γενικώς, ο άνθρωπος κάνει πάρα πολύ καλό σινεμά. Η ταινία αυτή είναι πάρα πολύ καλή. Κι ας μοιάζει το σενάριο με θεατρικό. Θέλω να πω, μια χαρά θα μπορούσε να διαδραματιστεί όλο αυτό σε μια θεατρική σκηνή. Ο σκηνοθέτης, όμως, κατορθώνει να το κάνει απόλυτο και απολαυστικό σινεμά. Η ταινία του διαθέτει αναμφισβήτητη ποιότητα. Οι ερμηνείες είναι σπουδαίες όλες τους, η καταγραφή της τότε πραγματικότητας της χώρας γίνεται με τρόπο απολύτως ρεαλιστικό, σκηνοθεσία, μοντάζ, φωτογραφία, όλα πιάνουν υψηλές επιδόσεις. Και η διάρκεια της ταινίας είναι εντελώς βολική: μικρή διάρκεια, τέτοια που δεν σου επιτρέπει ως θεατής να μπεις καν στη σκέψη να βαρεθείς! Δεν υποκύπτει στην ευκολία της επανάληψης, δεν ξεφεύγει σε άστοχους βερμπαλισμούς, δεν γεμίζει το φιλμικό σώμα με ξίγκια.

Πέρα όλων των άλλων, το τρομερό που πετυχαίνει ο σκηνοθέτης είναι πως, ενώ αυτά που αναφέρει είναι εντελώς σοβαρά, από μια συγκεκριμένη σκοπιά μπορεί να το δει κάποιος όλο αυτό ως κατάμαυρη κωμωδία! Πολύ έξυπνα το σενάριο μας αποκρύπτει γιατί είναι τόσο σημαντικός ο καθηγητής και το αποκαλύπτει προς το φινάλε (spoiler alert): ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας ήταν φίλος του όταν σπούδαζαν μαζί στην Πράγα. Για αυτό πρέπει να τον δει από κοντά, για αυτό ο επικεφαλής προσπαθεί να γίνει διακριτικά φίλος με τον καθηγητή: έτσι ώστε να τον πείσει να «παίξει» το παιχνίδι του καθεστώτος, να μην καταλάβει ο Γάλλος επικεφαλής ότι ήταν φυλακισμένος, και εννοείται, ως αντάλλαγμα, θα κερδίσει την ελευθερία του. Εντελώς ειρωνικό, έτσι; Να χρειάζεται να συνεργαστείς με το καθεστώς που σε φυλάκισε, να το υπερασπιστείς, για να μπορέσεις να απελευθερωθείς. Το σκηνικό με τη μητέρα του καθηγητή, το ψεύτικο σπίτι που έχει στήσει το καθεστώς, με τις κορνίζες και τα διάφορα προσωπικά του αντικείμενα, είναι τρομερό.

Μου θύμισε ένα άλλο στήσιμο, χολιγουντιανό εκείνο, με επίκεντρο ξανά την Αλβανία: μιλώ για τη θαυμάσια ταινία «Ο πρόεδρος, ένα ροζ σκάνδαλο κι ένας πόλεμος». Δουλίτσα να γίνεται, κόσμος να τρώει αμάσητα αυτά που του προσφέρουν οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί και όλα καλά! Ερμηνευτικά, είπαμε, όλοι είναι καλοί, αυτός πάντως που ξεχωρίζει είναι ο Ασλάν, ο κολλημένος με το καθεστώς, αυτός από το... βαθύ ΠΑΣΟΚ, όπως θα μπορούσαμε να πούμε. Ρατσιστής, σεξιστής, πωρωμένος, δεν βλέπει τίποτε άλλο εκτός από αυτό που θέλει το κόμμα. Μέχρι και την κόρη του αποκηρύσσει! Η λεκτική του κόντρα με τον καθηγητή είναι όλα τα λεφτά. Μια κόντρα που συνοψίζεται σε μια φράση που του λέει ο καθηγητής: «Εγώ δεν είμαι φυλακισμένος. Εσύ είσαι». Μια κόντρα, που θα έχει τραγική κατάληξη. Σε μια χώρα όπου δεν λειτουργούν τα τηλέφωνα. Σε μια μικρή χώρα όπου μια μικρή διαδρομή μπορεί να αποτελέσει ολόκληρη οδύσσεια. Σε μια χώρα όπου ένα αυτοκίνητο μπορεί να μείνει στη μέση του πουθενά, χωρίς δυνατότητες ή διάθεση επισκευής. Σε μια χώρα όπου βασιλεύει ο φόβος – κι ας ξεπετιέται μια νέα γενιά που λογικά θα τα πάει καλύτερα (η σκηνή με τα δύο κορίτσια).

Δυνατή ταινία, που έχει σαφέστατα κάτι να πει και το λέει καθαρά και ξάστερα.

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Τα καλά κορίτσια (Las niñas bien / The Good Girls) TIFF 2018

Από το Μεξικό μας έρχεται η τέταρτη και τελευταία ταινία της σημερινής ανταπόκρισης. Τίτλος της: Τα καλά κορίτσια (Las niñas bien / The Good Girls) της Alejandra Márquez Abella, στην πρώτη της προσπάθεια σε μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας. Μια ταινία της οποίας η παγκόσμια πρεμιέρα δόθηκε στο φεστιβάλ του Τορόντο τον περασμένο Σεπτέμβριο. Μια ταινία που στη Θεσσαλονίκη προβλήθηκε στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».

Η υπόθεση: Μεξικό, 1982. Η Σοφία είναι μια όμορφη γυναίκα γύρω στα 40 της. Είναι Ισπανίδα αλλά ζει στο Μεξικό με τον σύζυγό της, τον Φερνάντο, ο οποίος ήταν μεγάλο κελεπούρι. Έχουν δύο (ή τρία, δεν έχει και τόσο σημασία) παιδιά και ανήκουν ξεκάθαρα στην άρχουσα τάξη. Το σπίτι τους είναι μια απίστευτη βιλάρα με πισίνα και τα σχετικά, έχουν υπηρέτες, τα ρούχα της Σοφίας είναι πανάκριβα, τα ταξίδια τους στο εξωτερικό είναι συχνότατα, όλα βαίνουν καλώς. Και η Σοφία είναι κατά μία έννοια, η αρχηγός της παρέας των άλλων αργόσχολων φιλενάδων της – πάντα όλες μέλη της άρχουσας τάξης.

Στα γενέθλιά της ο σύζυγός της θα της κάνει δώρο ένα αυτοκίνητο! Επειδή είναι large. Κι επειδή μπορεί! Όμως, οι καλές μέρες φτάνουν στο τέλος τους. Η οικονομική κρίση θα κλονίσει τη χώρα. Είναι η κρίση του δολαρίου, όπως τη λένε. Ολόκληρες περιουσίες χάνονται εν μία νυκτί. Πολύς κόσμος αυτοκτονεί. Η οικογένεια της Σοφίας είναι από αυτές που πλήττονται από την κρίση. Πώς θα αντιδράσει αυτός ο ρηχός άνθρωπος στα νέα δεδομένα;

Η άποψή μας: Λίγα πράγματα η ταινία σε επίπεδο νοημάτων, ακόμα λιγότερα σε επίπεδο προσδοκώμενης εμπορικότητας: το να σταθεί σε μια κινηματογραφική αίθουσα δηλαδή εκτός κάποιου φεστιβάλ κι εκτός Μεξικού – άντε κι άλλων ισπανόφωνων χωρών – μοιάζει αδύνατο. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, η Ilse Salas, έχει κάτι το τραβηχτικό επάνω της, μπορεί να προσελκύει τα βλέμματα των θεατών. Δεν μπορεί όμως να πάρει στους ώμους της την ταινία, επειδή η ταινία δεν λέει κάτι παραπάνω από το προφανές. Ότι δηλαδή, σε μια κρίση, εκείνοι που είναι πιο ρηχοί από όλους, είναι εκείνοι που είναι οι λιγότερο έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα. Δεν είναι μαθημένοι, δεν ξέρουν τον τρόπο. Καλοταϊσμένοι και καλοποτισμένοι σε όλη τους τη ζωή, δεν γνωρίζουν πως να αντεπεξέλθουν απέναντι στις δυσκολίες. Και πανεύκολα τα πάντα γύρω τους καταρρέουν. Οι επιφανειακές σχέσεις που είχαν δομήσει, όταν χάνεται ο συνεκτικός ιστός – το χρήμα – απλά παύουν να υφίστανται. Οι φιλικές σχέσεις μπαίνουν σε κρίση, οι συζυγικές σχέσεις μπαίνουν σε κρίση, η ίδια η εσωτερική σχέση της βασικής ηρωίδας με τον εαυτό της, μπαίνει σε κρίση.

Η σκηνοθέτιδα επέλεξε όλο αυτό να το παρουσιάσει υπό μορφή καλογυρισμένου... σίριαλ. Τηλενουβέλας. Έχει κανά δυο καλές σκηνές η ταινία (εκείνη με τα πολλαπλά είδωλα της πρωταγωνίστριας, καθώς φοράει ένα εντυπωσιακό φόρεμα και καθρεφτίζεται επ' άπειρο, που παραπέμπει στην «Κυρία της Σαγκάης» ή εκείνη με το παιδικό πάρτι, μια σκηνή που παίζει και με τον χρόνο και την σειρά των γεγονότων) αλλά ως εκεί. Τίποτα παραπάνω. Η γυναίκα αυτή, η Σοφία, δεν έχει δουλέψει ούτε μισή μέρα στη ζωή της. Η δουλειά της ήταν το κουτσομπολιό, το να παίζει τέννις στο «members only» κλαμπ, το να ξέρει πως να διαλέγει τα πιο ακριβά φορέματα, το να φτιάχνει σπουδαία πάρτι με αφορμή πχ τα γενέθλιά της (ως επίδειξη «ευτυχίας» και επιτυχίας παρά ως πραγματική ανάγκη να περάσει τόσο η ίδια όσο και οι καλεσμένοι της καλά) και να ονειρεύεται τον... Julio Iglesias, ως σκοτεινό αντικείμενο του πόθου. Το φινάλε με το γάβγισμα στον πολιτικό (ο πρωθυπουργός ήταν; ο υπουργός εξωτερικών; θα σας γελάσω) δεν σώζει την κατάσταση.

Ούτε παραπανίσια τρέλα διαθέτει η ταινία, να γίνει κάτι σαν το «Η φαμίλια», ούτε η πολιτική ματιά της έχει κάτι το ξεχωριστό, κάτι που θα την απογείωνε. Τουλάχιστον, συστηθήκαμε με την Ilse Salas...

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live
Περισσότερα... »

Μη Με Αγγίζεις (Touch Me Not) PosterΠες μου πως με αγαπάς για να μάθω πως να αγαπώ! Αυτή είναι η βασική ιδέα πίσω από τη Χρυσή Άρκτο της 68ης Berlinale Μη Με Αγγίζεις (Dokunma Bana / Touch Me Not) που απονεμήθηκε στο τολμηρό ντεμπούτο της Ρουμάνας Adina Pintilie. Η ταλαντούχα δημιουργός και οι χαρακτήρες μπαίνουν σε μία περιπέτεια προσωπικής αναζήτησης για την οικειότητα, τη σχέση με το σώμα, τα ταμπού και τους φόβους. Αυτή η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μείξη πραγματικότητας και μυθοπλασίας, καθηλώνει τον θεατή σε ένα πολύ προσωπικό ταξίδι, μία σπλαχνική κινηματογραφική εμπειρία. Η πολυεπίπεδη ταινία αναζητά πώς μπορούμε να βρούμε την οικειότητα με τους πιο αναπάντεχους τρόπους και πώς μπορούμε να αγαπήσουμε κάποιον χωρίς να χάσουμε τον εαυτό μας.Και το κάνει με τόλμη, ειλικρίνεια και πρωτοτυπία. Στα ρευστά όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, η ταινία ακολουθεί τα συναισθηματικά ταξίδια της Laura, του Tomasκαι του Christian, μέσα από μία βαθιά τρυφερή ματιά στις ζωές τους. Λαχταρούν την οικειότητα, ενώ τη φοβούνται, προσπαθούν να ξεπεράσουν παλιά μοτίβα, αμυντικούς μηχανισμούς και ταμπού, για να κόψουν τον ομφάλιο λώρο και να ζήσουν επιτέλους ελεύθεροι.

Μη Με Αγγίζεις (Touch Me Not) Movie

Πρωταγωνιστούν οι Laura Benson, Tomas Lemarquis, Christian Bayerlein, Grit Uhlemann, Adina Pintilie, Hanna Hofmann, SeaniLove, Irmena Chichikova, Rainer Steffen, Georgi Naldzhiev, Dirk Lange, Annett Sawallisch.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Νοεμβρίου 2018 από την Feelgood Ent.!

Περισσότερα... »

Η Κοιλάδα των Σκιών (Valley of Shadows) PosterΜην μπεις όταν έχει πανσέληνο! Ο εξάχρονος Άσλακ μένει, μαζί με την μητέρα του, Άστρι, σ' ένα μικρό χωριό της Νορβηγίας που βρίσκεται ανάμεσα στη θάλασσα και τα βουνά. Ένα βράδυ με πανσέληνο, ο φίλος του μικρού του δείχνει κάτι ανησυχητικό: κάποιος έχει σκοτώσει τρία πρόβατα. Η εξήγηση του φίλου του, πως υπαίτιος είναι ένας λυκάνθρωπος, εξάπτει τη φαντασία του Άσλακ. Έτσι, όταν ο σκύλος του το σκάει, ο Άσλακ αποφασίζει να περιηγηθεί στο τρομακτικό δάσος πίσω από το σπίτι του. Άραγε, αυτά που του συμβαίνουν εκεί μέσα είναι πραγματικότητα ή αποκύημα της φαντασίας του; Η Κοιλάδα των Σκιών (Skygennes Dal / Valley of Shadows) γυρίστηκε σε φιλμ 35mm κι αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Jonas Matzow Gulbrandsen, ο οποίος συνεργάστηκε στενά με τον διευθυντή φωτογραφίας και αδελφό του, Marius. Τα δύο αδέλφια σπούδασαν στην Εθνική Κινηματογραφική Σχολή της Πολωνίας στο Λοτζ, μια φημισμένη σχολή από την οποία έχουν αποφοιτήσει σκηνοθέτες όπως ο Κισλόφσκι, ο Πολάνσκι και ο Βάιντα.

Η Κοιλάδα των Σκιών (Valley of Shadows) Movie

Πρωταγωνιστούν οι Adam Ekeli, Kathrine Fagerland, John Olav Nilsen.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Νοεμβρίου 2018 από την Weird Wave!

Περισσότερα... »

Το Μυστικό της Πέτρα (Petra) PosterΤι άνθρωπος είναι ο πατέρας σου? Η νέα, έκτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη και σεναριογράφου της «Όμορφης Νιότης» («Hermosa Juventud», Ειδική Μνεία Οικουμενικής Επιτροπής, Διεθνές Φεστιβάλ Καννών 2014) Jaime Rosales, Το Μυστικό της Πέτρα (Petra), είναι μια ιστορία βγαλμένη από την παρακαταθήκη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπου η ηρωίδα χρειάζεται να περάσει μέσα από μία σπείρα από ψέματα, αμαρτίες προγόνων και βίαια γεγονότα, να έρθει αντιμέτωπη με την τραγική ειρωνεία της μοίρας της και να θυσιάσει κάτι ή κάποιον που αγαπά για να φτάσει στην κάθαρση. Ένα ψυχολογικό θρίλερ αναζήτησης της ταυτότητας της ηρωίδας, όπου ο μίτος με τα στοιχεία ξετυλίγεται αργά αλλά λυτρωτικά. Η Πέτρα είναι γύρω στα 30. Ζωγράφος. Δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Όλη της την ζωή τής έκρυβαν επιμελώς την ταυτότητά του. Όταν η μητέρα της πεθαίνει, αποφασίζει να λύσει μόνη της το μυστήριο της ίδιας της ύπαρξής της. Η έρευνα που ξεκινά την οδηγεί στον Γιάμε, έναν διάσημο καλλιτέχνη αλλά παράλληλα έναν θρασύ και αδίστακτο άνθρωπο. Με την πρόφαση της μαθητείας στο πλάι του, μπαίνει στην ζωή του. Γνωρίζει την σύζυγό του Μαρίζα, τον γιο του Λούκας και την γειτονική τους οικογένεια. Τόσοι λίγοι άνθρωποι που τους ενώνουν και παράλληλα τους χωρίζουν τόσα πολλά ψέματα. Στην κοινή τους διαδρομή, η σκληρή λογική της μοίρας θέλει τη μία αποκάλυψη να διαδέχεται την άλλη, τη βία να διαταράσσει τη ζωή και ό,τι η Πέτρα θεωρεί αλήθεια να ανατρέπεται μέρα με την ημέρα. Θα καταφέρει να λυτρωθεί από το παρελθόν και να χαράξει το μέλλον της πάνω σε αυτόν τον καμβά από μυστικά;

Το Μυστικό της Πέτρα (Petra) Movie

Πρωταγωνιστούν οι Bárbara Lennie, Àlex Brendemühl, Joan Botey, Marisa Paredes, Petra Martínez.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Νοεμβρίου 2018 από την Danaos Films!

Περισσότερα... »

Ληστεία στο Μουσείο (Museo) PosterΗ διασημότερη ληστεία στην ιστορία του Μεξικού! Σχεδόν 30χρονών ο Χουάν και ο Μπένχαμιν δεν λένε να φύγουν από τα σπίτια των γονιών τους και να τελειώσουν την κτηνιατρική σχολή. Αντιθέτως είναι βολεμένοι στην άνετη γειτονία τους στο Mexico City, μια μεξικανική εκδοχή Αμερικάνικου προάστιου. Κατά την διάρκεια ενός σημαδιακού Χριστουγεννιάτικου ρεβεγιόν αποφασίζουν ότι ήρθε η ώρα να ξεχωρίσουν διαπράττοντας την πιο διάσημη ληστεία αρχαιοτήτων στην Μεξικανική ιστορία. Αφήνοντας για λίγο τα οικογενειακά παραδοσιακά δείπνα και εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη ασφάλειας λόγω Χριστουγέννων, εισβάλουν λαθραία στο εμβληματικό Εθνικό Ανθρωπολογικό μουσείο και αφαιρούν τα πιο πολύτιμα κομμάτια, μπλέκοντας σε μια περιπέτεια που θα αλλάξει για πάντα την ζωή τους. Η σπουδαιότητα και η σημασία της λείας τους ξεπερνάει τα όρια της αντίληψης των ερασιτεχνών ληστών και την επόμενη μέρα όταν θα είναι πλέον αργά θα συνειδητοποιήσουν το αντίκτυπο της πράξης τους. Ξεκινάνε ένα ταξίδι μέχρι το Ακαπούλκο για να ανακαλύψουν ότι κανείς δεν τολμά να αγοράσει τα κλεμμένα αντικείμενα. Εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα η ταινία Ληστεία στο Μουσείο (Museo) περιγράφει μια διδακτική ιστορία με σαρκασμό, υπογραμμίζοντας το παλιό ρητό που λέει ότι δεν εκτιμάς αυτό που έχεις παρά μόνο όταν το χάσεις.

Ληστεία στο Μουσείο (Museo) Movie

Αργυρή Άρκτος Καλύτερου Σεναρίου στο 68ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου και Βραβείο Σκηνοθεσίας Της Πόλης Των Αθηνών 24ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» για τον Alonso Ruizpalacios. Τους βασικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους του φιλμ υποδύονται οι Gael Garcia Bernal και Leonardo Ortizgris

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Νοεμβρίου 2018 από την Spentzos Films!

Περισσότερα... »

Overlord PosterStop The Unstoppable! Λίγες μόλις ώρες πριν την απόβαση στη Νορμανδία, μια ομάδα Αμερικανών αλεξιπτωτιστών πέφτει στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία για να πραγματοποιήσει μια αποστολή που είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχία της εισβολής. Στόχος τους η ανατίναξη ενός ραδιοφωνικού πύργου στην κορυφή μιας οχυρωμένης εκκλησίας. Όμως για να το καταφέρουν, θα πρέπει να μπουν σε ένα μυστηριώδες εργαστήριο των Ναζί που βρίσκεται κάτω από την εκκλησία και εκεί θα έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με εχθρούς που κανείς στον κόσμο δεν είχε αντικρίσει ξανά... Από τον παραγωγό J. J. Abrams, το Overlord είναι μια συναρπαστική περιπέτεια δράσης με απρόσμενη και φρικιαστική τροπή που ανεβάζει τους παλμούς. Η ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη σύμφωνα με τον παραγωγό μπορεί να έρθει μέσω των χαρακτήρων γι’αυτό και η αρχική ιδέα ήταν στο πρώτο μισό της ταινίας το κοινό να γνωρίσει καλά τους χαρακτήρες και μετά σιγά σιγά να «μπει» στο κομμάτι του τρόμου και του θρίλερ έχοντας ήδη δεθεί με τους ήρωες. Η ομάδα της Bad Robot εντυπωσιασμένη από την ταινία «Ο Νόμος της Σιωπής» (2014) που αποτέλεσε και το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Αυστραλού κινηματογραφιστή Julius Avery τον προσέγγισε για το Overlord.

Overlord Movie

Για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του στρατιώτη Μπόις οι παραγωγοί επέλεξαν τον Jovan Adepo. Στην αντίθετη ακριβώς πλευρά βρίσκεται ο Φορντ, που τον υποδύεται ο Wyatt Russell, ένας πεπειραμένος ειδικός στα εκρηκτικά υλικά που έχει συναντήσει τη φρίκη του πεδίου μάχης πολλές φορές στη ζωή του. Η Mathilde Ollivier υποδύεται την Κλόε, μια ορφανή κοπέλα που προσφέρει στέγη στους αμερικανούς στρατιώτες με όλο το θάρρος που έχει αψηφώντας τον κίνδυνο των Ναζί που έψαχναν πόρτα πόρτα τα σπίτια. Μια ιστορία δράσης όμως δεν θα είχε νόημα χωρίς έναν πολύ καλό...κακό. Ο Pilou Asbæk υποδύεται ένα στέλεχος των SS, τον Γουάφνερ έναν επικά κακό που ανήκει στον πάνθεον των Ναζί.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Νοεμβρίου 2018 από την Odeon!

Περισσότερα... »

Το Κορίτσι στον Ιστό της Αράχνης
(The Girl in the Spider’s Web) PosterΤο παρελθόν ποτέ δεν ξεχνά! Η θρυλική, αυτόκλητη τιμωρός - που έχει ξεπηδήσει από τη νουάρ λογοτεχνική σειρά φαινόμενο “Millennium” – επιστρέφει ανανεωμένη με μία καταιγιστική κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου Το Κορίτσι στον Ιστό της Αράχνης (The Girl in the Spider’s Web). Όταν ένας επιστήμονας της αναθέτει μία επικίνδυνη αποστολή, η Lisbeth Salander βρίσκεται αγκυλωμένη σε έναν σκοτεινό και βίαιο ιστό, αφού μυστήριες δυνάμεις βάζουν φωτιά στο διαμέρισμα της και την αφήνουν ετοιμοθάνατη. Μαζί με τον παλιό φίλοκαι μοναδικό σύμμαχο, το δημοσιογράφο Mikael Blomkvist, η Lisbeth ξεκινά ένα επικίνδυνο ταξίδι για να βρει αυτούς που της επιτέθηκαν, να προστατεύσει τον νεαρό γιο του επιστήμονα και να πάρει πίσω ό,τι της πήραν. Όσο ο ιστός σφίγγει γύρω της, εκείνη βυθίζεται στις σκιές του δικού της μυστηριώδους παρελθόντος.

Το Κορίτσι στον Ιστό της Αράχνης
(The Girl in the Spider’s Web) Movie

Στο ρόλο της δαιμόνιας Lisbeth Salander εμφανίζεται η βραβευμένη με Χρυσή Σφαίρα και απίθανα μεταμορφωμένη Claire Foy (The Crown) υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του ανερχόμενου Ουρουγουανού Fede Alvarez, που γνωρίσαμε στο απρόσμενο blockbuster Don’t Breathe. Το casting της καθηλωτικής περιπέτειας με τη σαγηνευτική ατμόσφαιρα συμπληρώνουν οι Sverrir Gudnason (Borg vs McEnroe) και SylviaHoeks (Blade Runner 2049).

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Νοεμβρίου 2018 από την Feelgood Ent.!

Περισσότερα... »



Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

6η ανταπόκριση – Τετάρτη 7 Νοεμβρίου
Συναινετικό διαζύγιο με μπόλικη διατροφή!

Μέχρι τώρα γκρίνιαζα εδώ για την έλλειψη ειδήσεων και ήρθε μία ειδησάρα να πούμε out of the blue που λέμε και στο χωριό μου. Συμφώνησαν Τσίπρας – Ιερώνυμος για το διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους! Παιδιά, πραγματικά, όταν άκουσα την είδηση, ενθουσιάστηκα! «Επιτέλους», είπα! «Ένα αίτημα χρόνων γίνεται πραγματικότητα»! «Επιτέλους, να και κάτι που κάνει σωστά η κυβέρνηση»! Και μετά διαβάζεις τη συμφωνία των 15 σημείων και λες «ok, πάλι το κρέας βαφτίστηκε ψάρι για τους ιθαγενείς». Το πιο τραγικό απ' όλα είναι το σημείο εκείνο που λέει πως οι παπάδες δεν θα είναι πλέον δημόσιοι υπάλληλοι, δεν θα πληρώνονται από το κράτος, αλλά τα χρήματα με τα οποία θα πληρώνονται θα τα δίνει εν είδη επιχορήγησης το... κράτος!!!!!!!!!! Όχι Γιάννης, Γιαννάκης δηλαδή! Ήμαρτον, έλεος και τιναφτόρε ταυτόχρονα και εξακολουθητικά. Το ωραίο είναι ότι ο Κλήρος θα ξεσηκωθεί, λέει! Ναι, θα σταματήσουν να έχουν παγκάρια στην εκκλησία! Ντροπή ρε. Ντροπή. Σε άλλα νέα ο πρόεδρος της Μονακό και ιδιοκτήτης του Σκορπιού Ριμπολόβλεφ συνελήφθη, η Καίτη Γαρμπή κατηγορείται για ξέπλυμα χρήματος, καλός άνθρωπος, οδηγός του ΟΑΣΘ, κατέβασε προσφυγόπουλα από το 56 (γραμμή Ωραιοκάστρου) επειδή δεν τα ήθελε μωρέ, προτάθηκε στον Νεϊμάρ να κάνει εμφάνα στον νέο κύκλο του «Casa de papel» και ο Ερυθρός Αστέρας νίκησε την Λίβερπουλ στο Τσάμπιονς Λιγκ! Και μία απώλεια: πέθανε ο Κώστας Βρεττάκος, σκηνοθέτης μεταξύ των άλλων της ταινίας «Τα παιδιά της χελιδόνας»...

Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ TIFF 2018

Ο Μάριος Πιπερίδης γεννήθηκε το 1975 στην πρωτεύουσα της Κύπρου, τη Λευκωσία. Σπούδασε Κινηματογράφο και Διοίκηση Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας στις ΗΠΑ. Το 2005 ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής AMP Filmworks. Έχει σκηνοθετήσει ένα ντοκιμαντέρ και δύο ταινίες μικρού μήκους. Το Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, στην οποία εκτός από τη σκηνοθεσία υπογράφει και το σενάριο. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Tribeca του Robert De Niro, και τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης διεθνούς ταινίας μυθοπλασίας! Στη Θεσσαλονίκη είναι η μία από τις τρεις ελληνικές ταινίες που διεκδικούν τον Χρυσό Αλέξανδρο.

Η υπόθεση: Ο Γιάννης είναι ένας αποτυχημένος μουσικός εκεί γύρω στα 40, που ζει στη Λευκωσία και που έχει βγάλει αεροπορικά εισιτήρια προκειμένου να βρει την τύχη του στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Ολλανδία. Η μοναδική του παρέα είναι ο σκύλος του, ο Χέντριξ, που εννοείται πως τον φωνάζει με το μικρό του: Τζίμι. Όταν μια μέρα έχοντας βγάλει βόλτα τον Τζίμι, προσπαθεί ταυτόχρονα να αποφύγει τόσο την πρώην του, την Κίκα, όσο και τον τοκογλύφο Πάμπο και το τσιράκι του, στους οποίους χρωστάει λεφτά, ο Γιάννης αναγκάζεται να κρυφτεί, και ως συνέπεια, χάνει τον Τζίμι. Ο οποίος διασχίζει την Πράσινη Γραμμή και περνάει στην κατεχόμενη μεριά της Λευκωσίας.

Όταν με χίλια βάσανα τον ξαναβρίσκει και προσπαθεί να τον γυρίσει πίσω στην ελεύθερη Κύπρο, μαθαίνει πως κάτι τέτοιο απαγορεύεται. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ρητά και κατηγορηματικά, απαγορεύει τη μεταφορά ζώων ή φυτών και τροφίμων από τα Κατεχόμενα! Ο Γιάννης, όμως, πρέπει να γυρίσει με τον Τζίμι πίσω. Θα ζητήσει τη βοήθεια του Χασάν, του συνομήλικού του γιου Τούρκων εποίκων, που μένουν στο σπίτι των γονιών του Γιάννη, στα Κατεχόμενα. Και μαζί θα ζητήσουν τη βοήθεια του Τουμπέρκ, ενός ζεν λαθρεμπόρου, ο οποίος υποτίθεται ότι μπορεί να περάσει οτιδήποτε προς την άλλη μεριά. Θα τα καταφέρουν;

Η άποψή μας: Αυτή είναι μέχρι τώρα η πλέον απολαυστική και ευχάριστη ταινία του φετινού φεστιβάλ στο διαγωνιστικό τμήμα ειδικότερα αλλά και της διοργάνωσης συνολικά εικάζω. Κι αφού μου αρέσει να τζογάρω, βάζω στοίχημα πως θα κερδίσει το βραβείο κοινού στο διαγωνιστικό τμήμα. Ο Πιπερίδης έχει κάτι να πει και ξέρει πως να το πει. Καταπιάνεται με ένα καθόλα σημαντικό και σοβαρό θέμα και αποφασίζει να μεταφέρει στο κοινό τους προβληματισμούς του μέσω της πιο ελαφριάς πλευράς του θέματος. Δεν το ευτελίζει όμως. Καθόλου. Ίσα ίσα, το αναδεικνύει. Κι όχι μόνον αυτό: κατορθώνει να το κοινωνήσει απλά και κατανοητά ακόμα και σε ένα ενδεχόμενο διεθνές κοινό που πιθανόν να μην γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει στην Κύπρο. Στην Κύπρο και δη στη Λευκωσία, την τελευταία διαιρεμένη πρωτεύουσα στην Ευρώπη!

Χωρίς μεγαλόσχημες δηλώσεις, βαρύγδουπους διαλόγους αλλά και χωρίς να υποβαθμίζει ούτε κατ' ελάχιστο τη σοβαρότητα της κατάστασης. Το μήνυμα απλό και κατανοητό: για όλα τα ζωντανά αυτής της πλάσης, δεν υπάρχουν σύνορα. Τα σύνορα αποτελούν ανθρώπινο κατασκεύασμα για να χωρίζουν ανθρώπους, που πρέπει να μάθουν να μισούν τους γείτονές τους! Τα σκυλιά, τα γατιά, τα πουλιά, τα ψάρια, όμως, δεν γνωρίζουν από σύνορα. Το ξέρετε το σύνθημα των αναρχικών: Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του! Ο Πιπερίδης χρησιμοποιεί εύστοχα το χιούμορ αλλά δεν φοβάται να ασχοληθεί με πολύ τραυματικές και δύσκολες καταστάσεις. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά δεν «θάβεται» κάτω από το βάρος τους! Ο Γιάννης δεν έχει περάσει ποτέ στα Κατεχόμενα από τότε που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν οικογενειακώς το σπίτι όπου γεννήθηκε. Στο σπίτι εκείνο, όμως, γεννήθηκε ο Χασάν. Γιος Τούρκων εποίκων. Το σπίτι, αν το εξετάσουμε ηθικά, ανήκει στον Γιάννη. Φταίει ο Χασάν, όμως, που βρέθηκε εκεί; Εκεί γεννήθηκε. Εκεί μεγαλώνουν τα δικά του παιδιά. Είναι και οι δυο τους θύματα μιας πολιτικής κατάστασης που τους ξεπερνάει.

Ο Χασάν αναφέρει μια πραγματικότητα που προσωπικά δεν τη γνώριζα. Ως γιος εποίκων δεν διαθέτει διαβατήριο. Δεν είναι αναγνωρισμένος από κανέναν! Οι Ελληνοκύπριοι δεν τον γουστάρουν. Οι Τουρκοκύπριοι δεν τον γνωρίζουν. Και ο ίδιος δεν γυρνάει πίσω στην Τουρκία! Αναγνωρίζει ως πατρίδα του το μέρος όπου γεννήθηκε. Να γιατί είναι δύσκολο να επιλυθεί το Κυπριακό σχεδόν μισό αιώνα τώρα. Σε μια μικρή σκηνή ακούγεται κάτι που έχει πολύ πλάκα αλλά είναι και τόσο ρεαλιστικό που πονάει: ακούγοντας ραδιόφωνο μέσα στο αυτοκίνητο στην μεριά των Κατεχόμενων, οι εκφωνητές ειδήσεων αναφέρουν ότι οι συνομιλίες ανάμεσα στην Κυπριακή πλευρά και την πλευρά των Τουρκοκυπρίων για άλλη μια φορά διακόπηκαν άσχημα. Οι Τουρκοκύπριοι παρεξηγήθηκαν επειδή οι Ελληνοκύπριοι έφυγαν από τις συνομιλίες. Και ακούγεται το μυθικό: «Από την πλευρά των Ελληνοκυπρίων λέγεται πως διέκοψαν τις συνομιλίες επειδή ήθελαν να κάνουν τσιγάρο»!

Οι σχέσεις μεταξύ των ηρώων περιγράφονται με σαφήνεια, οι χαρακτήρες είναι καλογραμμένοι και βγαίνουν ως κανονικοί, τρισδιάστατοι άνθρωποι με σάρκα και οστά και ουχί ως καρικατούρες και η ταινία είναι σοβαρή αλλά βγάζει γέλιο, πολύ γέλιο! Από εκεί που δεν το περιμένεις! Από μια ατάκα του στυλ «Γέρασε ο Καράτε Κιντ». «Ο Ραλφ Μάτσιο;». «Ναι, έγινε 55 ετών». Τέτοια. Ο Αδάμ Μπουσδούκος πάντα είναι απολαυστικός σε ότι και να τον δούμε, η Βίκυ Παπαδοπούλου είναι χάρμα οφθαλμών και φέρνει εις πέρας μια χαρά τον πιο άχαρο ρόλο από το πρωταγωνιστικό κουαρτέτο, ο Fatih Al ως Χασάν είναι εντελώς συμπαθής και σε κερδίζει, γιατί υποδύεται με ειλικρίνεια τον χαρακτήρα του, εκείνος όμως που για μένα κλέβει την παράσταση είναι ο Özgür Karadeniz στο ρόλο του Τουμπέργκ. Απολαυστικός σε κάθε του σκηνή, από εκείνη στο χαμάμ μέχρι εκεί που αναφέρεται για τον μύθο ότι οι τουλίπες είναι από την Ολλανδία!!! Και βέβαια, να μην ξεχνάμε τον σκυλάκο, τον Τζίμι τον Χέντριξ, που εννοείται πως είναι βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας και είναι γλυκύτατος, κλείνοντας το φιλμ ο ίδιος με ένα υπέροχο φινάλε.

Πολύ καλή ταινία, που ασχολείται με ένα δύσκολο θέμα κι όμως καταφέρνει να κάνει τους θεατές να νιώσουν ευφορία, έχοντας παράλληλα περάσει τα ενδιαφέροντα ερωτήματά της. Όχι με διδακτισμό, όχι με μελοδραματισμό, όχι με ακρότητες. Ανθρώπινα, καθαρά, ξάστερα και προτείνοντας ως μια καλή αρχή την κατανόηση. Μπράβο σε όλους που συμμετείχαν στη δημιουργία αυτής της τόσο έξυπνης και γενναιόδωρης ταινίας.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 22.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Holiday TIFF 2018

Η Isabella Eklöf, γεννήθηκε το 1978 στην πόλη Έστρα Ριντ στην Ούπλαντ της Σουηδίας. Έχει πτυχίο στη Σκηνοθεσία Κινηματογράφου από το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ και αποφοίτησε ως σκηνοθέτις από την Εθνική Σχολή Κινηματογράφου της Δανίας το 2007. Ζει και εργάζεται στη Δανία από το 2007. Το 2012 κέρδισε το Bisballeprisen, ένα καλλιτεχνικό βραβείο της Δανίας, για τη μικρού μήκους ταινία της Notes from Underground (2011). Η Eklöf εργάζεται επίσης ως επιμελήτρια, σεναριογράφος και μεταφράστρια από και προς τα σουηδικά, τα αγγλικά και τα δανικά, και έχει δημοσιεύσει μεταφράσεις και διηγήματα στα σουηδικά. Η ταινία Holiday είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους, στην οποία συνυπογράφει και το σενάριο. Ξεκίνησε τη φεστιβαλική της καριέρα με την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς. Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης διεκδικεί τον Χρυσό Αλέξανδρο.

Η υπόθεση: Μπόντρουμ (ή Αλικαρνασσός), απέναντι από την Κω, στην Τουρκική Ριβιέρα. Είναι καλοκαίρι και η Σάσα φτάνει σε τούτο τον δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Είναι ξανθή (βαμμένη) και δείχνει όμορφη με έναν φτηνό τρόπο. Είναι η νέα γκόμενα ενός συμπατριώτη της μεγαλέμπορου ναρκωτικών. Ο κακοποιός, ονόματι Μάικλ, είναι μεγαλύτερός της (όχι πολύ) και μαζί με την παρέα του έχουν νοικιάσει μια βίλα στην περιοχή για να περάσουν εκεί τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Κανένα μέλος της παρέας δεν έχει τρόπους και ο Μάικλ δεν δείχνει τρυφερότητα απέναντι στην Σάσα παρά μόνον περιφρόνηση: τη βλέπει ως αντικείμενο. Η Σάσα συναντά τυχαία έναν όμορφο νεαρό Ολλανδό, τον Τόμας, και μεταξύ τους αναπτύσσεται ένα φλερτ. Πώς θα αντιδράσει ο Μάικλ σ' αυτήν την κατάσταση; Και η Σάσα πως θα διαχειριστεί τη συγκεκριμένη αντίδραση;

Η άποψή μας: Ένα επίθετο που σίγουρα ταιριάζει σε τούτη την ταινία είναι το «ενδιαφέρουσα». Ένα άλλο επίθετο που αυθορμήτως βγαίνει από τα στόματα όλων μετά τη θέασή της είναι το «προβοκατόρικη». Σίγουρα πάντως δεν είναι μια ταινία που περνάει απαρατήρητη. Μια κοπέλα, που δεν έχει τίποτα άξιο λόγου επάνω της εκτός από την (συζητήσιμο κι αυτό, αλλά anyway) εμφάνισή της, μπλέκει με έναν γκάνγκστερ. Είναι η κοπέλα – τρόπαιο. Το ντιλ είναι ολοφάνερο και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Εκείνη είναι δίπλα του, πάντα διαθέσιμη για σεξ, συνοδός στις εξόδους του (αυτά) κι ως αντάλλαγμα ζει μια προνομιούχο και πλούσια ζωή – δεν δείχνει να έχει κάποιο ταλέντο που θα τη βοηθούσε να επιβιώσει με άλλον τρόπο. Εννοείται πως δεν αγαπάει ο ένας τον άλλο, δεν υπάρχει έρωτας ή άλλες τέτοιες ψευδαισθήσεις.

Υπάρχει όμως βία. Πολύ βία. Από τον Μάικλ προς την Σάσα. Αλλά και από τα τσιράκια του προς την Σάσα. Πρέπει να ξέρει τη θέση της. Πρέπει να παίρνει μόνο όσα τις δίνουν – τίποτε παραπάνω. Η παρέα είναι τουλάχιστον βάρβαρη. Κι ας πέρασαν οι Δανοί... διαφωτισμό. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στην παραλία: η παρέα έχει πάρει μαζί της ηχείο, η μουσική είναι στη διαπασών κι έχουν γραμμένους όλους τους υπόλοιπους λουόμενους. Ο ορισμός του μπούλινγκ. Επειδή μπορούν. Επειδή υπερισχύουν αριθμητικά. Επειδή έχουν τη δύναμη. Επειδή έχουν τα λεφτά. Είναι τόσο βαρετοί, είναι τόσο άδειοι, είναι τόσο αδιάφοροι, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να τρώνε, να αγοράζουν ακριβά πράγματα και να «φτιάχνονται» με οποιονδήποτε τρόπο. Η Σάσα δείχνει πως υπό άλλες συνθήκες τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά για εκείνην. Δεν περνάει καλά με την παρέα. Κι όταν σε ένα παγωτατζίδικο γνωρίζει τον Τόμας, νιώθει να την ελκύει. Επιζητεί την παρέα του, περνάει καλά μαζί του. Εντέλει, όμως, όντας την ελκύει; Μήπως απλά τον χρησιμοποιεί για να πικάρει τον Μάικλ; Ή ευελπιστεί να είναι εκείνος η διαφυγή της; Να ξεφύγει από αυτό το ασφυκτικό κύκλο βίας και ανοησίας; Βλέπει πχ μπροστά στα μάτια της και ακούει με τα ίδια της τα αυτιά πώς τιμωρεί ο Μάικλ ένα από τα τσιράκια του, όταν κάνει μια μαλακία.

Η ταινία κυλάει, υπάρχει το αναγνωρίσιμο φεστιβαλικό κλίμα και ατμόσφαιρα, διακρίνεις μια πρόθεση από τη σκηνοθέτιδα κι έρχεται μετά η σκηνή σοκ – η πρώτη και βασικότερη. Ο σε κακή διάθεση Μάικλ θέλει κάπου να ξεσπάσει. Τι πιο εύκολο για εκείνον να ξεσπάσει στη Σάσα. Θέλει να τη γαμήσει με βία – όχι τρυφερότητες εδώ, όχι προκαταρκτικά. Εκείνη αντιστέκεται. Τρώει τη σφαλιάρα της, ακινητοποιείται και μετά αρχίζει το γαμήσι – βιασμός. Είναι το σεξ ως επιβολή δύναμης. Θέλει να την εξευτελίσει. Μπαίνει με βία μέσα της, την αναγκάζει να του πάρει τσιμπούκι, χύνει στο πρόσωπό της. Και την παρατάει στο πάτωμα, σαν σκουπίδι, κι εκείνος, όχι με καλύτερη διάθεση, ξαπλώνει στον καναπέ για να ξαποστάσει. Ok. Σοκ. Δεν μιλάμε για τσόντα, γιατί στις τσόντες όλο αυτό θα το βλέπαμε με κοντινά πλάνα, να μην χαθεί και το cumshot. Εδώ το πλάνο είναι ακίνητο, από μέση απόσταση, αλλά από απόσταση never the less, αποστασιοποιημένο λοιπόν, ψυχρό, κλινικό, καθόλου ερωτικό. Και τα βλέπουμε όλα, κανονικά. Είναι μια σκηνή απαραίτητη για την ταινία; Εδώ σε θέλω.

Εδώ θα υπάρξουν φοβερές και τρομερές αντιπαλότητες. Δεν θα μπορούσε να κρύψει τη διείσδυση, το πέος, την εκσπερμάτιση; Θα ήταν υποκριτική η σκηνοθέτιδα; Και τώρα που τα δείχνει όλα; Μήπως είναι στυγνή υπολογίστρια; Θα το πάω ένα βήμα παραπέρα: αν τη σκηνή τη γύριζε άνδρας σκηνοθέτης, ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις; Θα έβγαζαν πολεμικές ιαχές οι φεμινίστριες; Θα κάνουν το ίδιο και τώρα που γνωρίζουν πως πίσω από την κάμερα βρίσκεται μια γυναίκα; Μια σκηνή ενός λεπτού βάζει φωτιά σε ολόκληρη την ταινία. Και επισκιάζει άλλες σκηνές, που κατ' εμέ είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες. Σε μία από αυτές η Σάσα βγαίνει βόλτα με το σκούτερ της για να εξερευνήσει την περιοχή μόνη της. Και φοράει ένα σάλι. Σταματάει και ζητάει βοήθεια και κατευθύνσεις από μια ομάδα ντόπιων, που δεν ξέρουν αγγλικά. Ο ένας από αυτούς της λέει: πρόσεξε το σάλι σου. Φόρα το γύρω από το κεφάλι σου. Οι θεατές, έχοντας στερεότυπα μέσα μας, πιστεύουμε πως της το λέει επειδή είναι φανατικός μουσουλμάνος και επιθυμεί όλες οι γυναίκες να φοράνε μαντίλα. Η Σάσα απλά δεν καταλαβαίνει. Το μόνο που ήθελε ο άνθρωπος ήταν να την προστατέψει: το μακρύ σάλι μπαίνει στις ρόδες του σκούτερ και παραλίγο να τη σκοτώσει!

Πλησιάζοντας προς το φινάλε, η ταινία θαρρείς πως βγήκε κατευθείαν από το σύμπαν μυθιστορήματος της Πατρίτσια Χάισμιθ και πως η Σάσα θα μπορούσε να είναι το θηλυκό αντίστοιχο του Τομ Ρίπλεϊ. Και ακολουθεί το «μεταξύ κατεργαρέων, ειλικρίνεια». Αν μαθαίνεις να ζεις μέσα στη βία, μόνο με τη βία μπορείς να διαχειριστείς ότι σε υπερβαίνει. Όταν η Σάσα νιώθει προσβεβλημένη το μόνο που κάνει είναι να επιλέξει τη βία για να λύσει το πρόβλημα. Καμία ενοχή. Έτσι αγαπούλα; Αν μη τι άλλο, μια ταινία που μπορεί να προκαλέσει πολύωρες συζητήσεις. Ίσως και βίαιες...

(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη την Πέμπτη 8 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Καλοκαίρι (Leto / Summer) TIFF 2018

Η ταινία Καλοκαίρι (Leto / Summer) είναι η έβδομη μεγάλου μήκους ταινία του Ρώσου σκηνοθέτη Kirill Serebrennikov, ο οποίος συμμετείχε μ' αυτήν φέτος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών, δύο χρόνια μετά την προηγούμενη ταινία του, «Ο πιστός» ((M)uchenik), που είχε λάβει μέρος στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στο ίδιο φεστιβάλ. Ο Serebrennikov αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό από τη ρωσική κυβέρνηση, καθώς κατηγορήθηκε ότι καταχράστηκε χρήματα από φιλανθρωπικό οργανισμό που διευθύνει, και καταδικάστηκε γι’ αυτό. Όλοι όμως γνωρίζουν πως πίσω από την κατηγορία βρίσκεται ο Putin, ότι όλο αυτό το σκηνικό είναι στημένο για να τιμωρηθεί ο σκηνοθέτης, μιας που ποτέ δεν σταμάτησε να καταφέρεται εναντίον του Ρώσου ηγέτη. Οπότε στις Κάννες υπήρχε μια φάση Free Kirill… Η ταινία στο δικό μας φεστιβάλ προβάλλεται στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».

Η υπόθεση: Λένινγκραντ, αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο Λέονιντ Μπρέζνιεφ είναι ο ηγέτης της ΕΣΣΔ. Και κάποιες μικρές ελευθερίες έχουν κατακτηθεί. Πχ, στην πόλη υπάρχει ένα ροκ κλαμπ, στο οποίο παίζεται δυτική μουσική. Πες την πανκ, πες την ροκ, πες την new wave, ακούγεται τέτοια μουσική. Live. Στα ρώσικα. Από ρώσικα συγκροτήματα. Όπως αυτό όπου αρχηγός είναι ο Μάικ. Που είναι ένας ροκ αστέρας κατά μία έννοια. Το κλαμπ γεμίζει κάθε φορά που δίνεται συναυλία εκεί. Οι θεατές βέβαια πρέπει να μένουν καθιστοί, να μην σηκώνουν πλακάτ με συνθήματα (ακόμα κι αν είναι σχεδιασμένη μια καρδιά!) και οι στίχοι των τραγουδιών πρέπει να περνάνε πρώτα από επιτροπή λογοκρισίας και να εγκρίνονται.

Ο Μάικ λατρεύει να ακούει Led Zeppelin και T. Rex, Lou Reed και Velvet Underground, ακόμα ακόμα και Blondie! Πάντως, δεν κάνει τη ζωή ενός ροκ σταρ. Ζει με την κοπέλα του, την όμορφη Νατάσα, που είναι και μητέρα του παιδιού του. Είναι ήρεμος, χωρίς καταχρήσεις και λατρεύει να πίνει καφέ, όταν τον βρίσκει. Ένα καλοκαίρι θα εμφανιστεί μπροστά του ο Βίκτορ και το συγκρότημά του. Ο Βίκτορ είναι τρομερά ταλαντούχος και είναι πιο ξεκάθαρος στις ιδέες του, πιο δομημένος, πιο ουσιαστικός. Ο Μάικ θέλει να τον βοηθήσει. Και η Νατάσα δεν θα αργήσει να δείξει πόσο πολύ της αρέσει αυτό το όμορφο αγόρι...

Η άποψή μας: Σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, ύφος και καλλιτεχνικές επιδιώξεις βρίσκεται εδώ ο Ρώσος σκηνοθέτης σε σχέση με την προηγούμενη, πολύ δυνατή του ταινία. Αυτή είναι μια εντελώς ροκ’ν’ρολ ταινία. Μια ταινία που δείχνει μια ολόκληρη μουσική σκηνή και κατ’ επέκταση μια ολόκληρη γενιά, η οποία μπόρεσε να δημιουργήσει κάτω από συνθήκες δύσκολες. Να δημιουργήσει καλλιτεχνικά, να ονειρευτεί, να επικοινωνήσει με άλλους κώδικες από τους κρατικούς, από εκείνους του καθεστώτος. Είναι παγκόσμια γλώσσα η μουσική, ότι στίχους και να της βάλεις. Κι όταν οι στίχοι ξεφεύγουν από τα τετριμμένα και τα γνωστά περί έρωτος και τα τοιαύτα, μπορούν να γίνουν ένα υπέροχο μέσο έκφρασης αγωνιών, ιδεών, αγώνα. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται χαλαρά σε πραγματικά γεγονότα.

Ο Βίκτορ της ταινίας δεν είναι άλλος από τον Viktor Tsoi, έναν φοβερά ταλαντούχο και εξαιρετικά δημοφιλή μουσικό, ηγέτη του ροκ συγκροτήματος Kino, ο οποίος σκοτώθηκε το 1990 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σε ηλικία μόλις 28 ετών! Εδώ τον βλέπουμε στα πρώτα του βήματα, να ωριμάζει μουσικά, να επηρεάζεται από το ίνδαλμά του και να γίνεται μέλος ενός ιδιότυπου ερωτικού τριγώνου. Η ερωτική ιστορία εξελίσσεται παράλληλα με τα γκιγκς, τις συναυλίες, τη δίψα για μουσική. Από μόνο του όλο αυτό θα αρκούσε για να έχουμε μια ενδιαφέρουσα αν μη τι άλλο ταινία, που θα κάνουν κρα οι μουσικόφιλοι για να την δουν και να την... ακούσουν. Όμως, υπάρχουν κι άλλα καλούδια. Όπως τρεις σκηνές, τις οποίες καταγούσταρα. Είναι τρεις σκηνές όπου σε συνθήκες καθημερινότητας ακούγονται τρία εμβληματικά ροκ τραγούδια. Στη μία, μέσα σε ένα τρένο, έχουμε τη διένεξη ενός μέλους του συγκροτήματος του Μάικ με έναν πιστό σοσιαλιστή, κάτι που οδηγεί στην επέμβαση κρατικών οργάνων και σε ξυλοδαρμό.

Κι όλα αυτά κάτω από τους στίχους του «Psycho Killer» των Talking Heads, το οποίο τραγουδούν... όλοι οι επιβάτες του τρένου! Κι όλο αυτό σε συνθήκες που παραπέμπουν σε βιντεοκλίπ (από τα καλά) με επέμβαση πάνω στην εικόνα, επιχρωματισμούς, κινούμενα σχέδια, τέτοια. Εντελώς ξεσηκωτικό. Κάτι ανάλογο γίνεται σε ένα τρόλεϊ, όταν οι πάντες τραγουδούν το «Passenger» του Iggy Pop! Και μια τρίτη και τελευταία φορά (ευτυχώς, δεν το ξεχειλώνει όλο αυτό ο σκηνοθέτης) έχουμε κάτι ανάλογο να συμβαίνει υπό βροχή, με το «Perfect Day» του Lou Reed να ερμηνεύεται από όσους... βρέχονται. Ο Lou Reed, που είναι πολύ καλός στιχουργός αλλά... αλαζόνας, όπως συμφωνούν ο Βίκτορ και η Νατάσα, προς μεγάλη απογοήτευση του Μάικ. Το άλλο ωραίο είναι η ύπαρξη ενός αφηγητή, χωρίς όνομα, με τον προσδιορισμό «Skeptic», που εμφανίζεται κυρίως σε σκηνές όπως οι τρεις που περιγράψαμε πιο πάνω, και διατείνεται πως «αυτό δεν έγινε ποτέ». Κι όμως, συνέβη. Μελαγχολικά όμορφο και λυπητερά ευχάριστο, το υπέροχα φωτογραφημένο ασπρόμαυρο αυτό φιλμ από τη Ρωσία δεν είναι ένα κιτσάτο υπερθέαμα τύπου Eurovision.

Είναι μια τρυφερή μπαλάντα, ένα μελωδικό ροκ τραγούδι με εξαιρετική χρήση της ηλεκτρικής κιθάρας, που παρά τα... (λίγα) φάλτσα του είναι υπέροχο να το ακούς, χαλαρά, το καλοκαιράκι, στην ακρογιαλιά...

(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 19.30 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη και σε επανάληψη την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στις 17.30 στην αίθουσα Παύλος Ζάννας – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Seven Films, σε άγνωστη ακόμα ημερομηνία εξόδου)


Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live
Περισσότερα... »