Η Τελευταία Σημαία (Last Flag Flying) Poster ΠόστερΗ Τελευταία Σημαία
του Richard Linklater. Με τους Steve Carell, Bryan Cranston, Laurence Fishburne, J. Quinton Johnson, Richard Robichaux, Lee Harrington, Cicely Tyson


Never Ending (War) Story
του zerVo (@moviesltd)

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Πενταγώνου, από το 1775 μέχρι το 1991 (για τις πιο κοντινές στο σήμερα δεκαετίες τα data δεν έχουν επακριβώς βεβαιωθεί) που η Υπερδύναμη βρίσκεται εμπλεκόμενη σε έναν μόνιμο πόλεμο, έχουν συμμετάσχει στις μάχες 41.892.128 στρατιώτες. Λιανά δηλαδή, κοντά σαράντα δύο εκατομμύρια φαντάροι. Εξ αυτών οι 651.031 χάθηκαν στο πεδίο της μάχης, ενώ 539.054 εξέπνευσαν κατοπινά, υποκύπτοντας στα τραύματα τους. Οι τραυματίες που επιβίωσαν, δε, αριθμούν περί το 1.430.290. Τέλος οι ζώντες βετεράνοι, οποιουδήποτε πολέμου έχουν εμπλακεί οι States μέσα στον εικοστό αιώνα, αυτή την στιγμή μετριούνται στους 4.444.533. Οι αριθμοί και μόνο προκαλούν σοκ και δέος! Αυτή η κινηματογρφική ιστορία του Last Flag Flying, αφορά τρεις από εκείνους που επέζησαν στις αιματοβαμμένες εξορμήσεις των παγκόσμιων σερίφηδων...

Η Τελευταία Σημαία (Last Flag Flying) Quad Poster Πόστερ
Έχοντας υπηρετήσει τις ένοπλες δυνάμεις της πατρίδας του, τρεις δεκαετίες πριν, από το πόστο του γιατρού, θητεία που του αμαύρωσε το ποινικό μητρώο, λόγω της δίχως μέτρο παροχής προς τους συμπολεμιστές του πανίσχυρων παυσίπονων, που οδήγησαν στον απρόσμενο θάνατο ενός εξ αυτών, ο Λάρι Ντοκ Σέπερντ, μια κρύα χειμωνιάτικη βραδιά θα διαβεί το κατώφλι του μπαρ, που ανήκει στον παλιό του σύντροφο από τις ημέρες του Βιετνάμ, Σαλ Νίλον. Ενός φασαριόζου πολυλογά, που ακόμη τα τραύματα είναι χαραγμένα βαθιά στην μνήμη του, με αποτέλεσμα να τα πνίγει κάθε βράδυ στο πιοτό. Για την συνάντηση αυτή, ο Ντοκ, ταξίδεψε από την άλλη άκρη της χώρας, επιθυμώντας να συναντήσει και πάλι τόσο τον Σαλ, όσο και τον επίσης πεζοναύτη την δύσκολη εκείνη περίοδο, Ρίτσαρντ Μούλερ, ο οποίος αφού έζησε μια εκρηκτική νεανική ζωή, αποφάσισε μεσήλικας πλέον, να ντυθεί το ράσο του ιερέα.

Μια επανένωση των παλιών κομπανιέρων, που γνώρισαν τον όλεθρο του πολέμου στα Ασιατικά εδάφη, που για τον μοναχικό και προσφάτως χήρο γιατρό έχει ιδιαίτερη σημασία. Καθώς θα ζητήσει από τους δύο παλιόφιλους, να τον συνοδεύσουν στην τελετή της ταφής του μοναχογιού του, που ελάχιστες ημέρες πριν έχασε την ζωή του στο Ιράκ, κατά την διάρκεια της στρατιωτικής επέμβασης του αμερικάνικου στρατού. Μια αναπάντεχη πληροφορία, λίγο πριν την ταφή με τιμές ήρωα στο κοιμητήριο πεσόντων του Άρλινγκτον, θα αλλάξει μονομιάς την γνώμη του χαροκαμένου πατέρα, που θα πάρει την προσωπική απόφαση να ταξιδέψει το φέρετρο με το άψυχο σώμα του παιδιού του, στην γενέτειρα του, στο Πόρτσμουθ του Νιου Χαμσάιρ, ώστε να ταφεί με πολιτική και όχι στρατιωτική κηδεία, δίπλα στο μνήμη της μητέρας του.

Χρονικά η ιστορία μας τοποθετείται στα 2003, Δεκέμβρη μήνα και ελάχιστες στιγμές μετά την σύλληψη από τους καλά εκπαιδευμένους μαρίνς του δικτάτορα και νούμερο ένα εχθρού των ΗΠΑ Σαντάμ Χουσείν. Μέσα σε αυτό το θριαμβευτικό υπό άλλες συνθήκες περιβάλλον, στήνεται ένα ανθρώπινο δράμα, που στο επίκεντρο του βρίσκεται η μορφή ενός τραγικού γονιού, που έχει δώσει τα πάντα στον τόπο του, ακόμη κι εκείνη την αξιοπρέπεια του, αναγκασμένος να εκτίσει ποινή φυλάκισης, αναλαμβάνοντας την ευθύνη των καταπραυντικών δόσεων που μοίραζε αφειδώς στους συμπαίκτες του στο Βίετ φάκιν Ναμ. Γύρω από την κατακερματισμένη μορφή του φουκαρά, που δεν γνωρίζει το πως και το γιατί χάθηκε το μοναχοπαίδι του, την ίδια στιγμή που οι επιτελάρχες του τον στολίζουν με συνθήματα ανείπωτης ανδρείας, τοποθετούνται παραστάτες δύο ακόμη μορφές δείγμα τυπικό της Βιετναμέζικης βετερανιάς, που ο καθένας τους πλήρωσε με τον δικό του τρόπο, εκείνη την βαριά, πολύ βαριά για τα μέτρα της γιάνκικης υπερηφάνειας, ήττα.

Η σεναριακή ιδέα είναι έξοχη και αυτό που καρτερείς είναι η απόσταση των τόσων χιλιάδων χιλιομέτρων σε αυτό το road trip της ανδρικής τρόικας, από το ένα νεκροταφείο στο άλλο, μέσα σε τρένα, λεωφορεία και φορτηγά, να γεμίσει με μηνύματα ενάντια στο κακό που σπέρνει ο πολεμοχαρής ετούτος τόπος κάθε τρεις και λίγο. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει όμως, αφού το πράγμα ξεφεύγει από το φανταρίστικο reunion και οδηγείται περισσότερο σε μια σύναξη γνώριμων από το μακρινό παρελθόν, που βλέπουν πια τους εαυτούς τους γηρασμένους και αναπολούν εκείνες τις ημέρες της νιότης που χάθηκαν στα ορύγματα της Σαϊγκόν. Δεδομένα υπάρχει πικρό χιούμορ, κυνισμός και σατιρικό στοιχείο, στους μακροσκελείς διαλόγους που ανακατεύονται οι τρεις ετερόκλητοι χαρακτήρες. Δείγμα τυπικό της γραφής άλλωστε ενός σκηνοθέτη που έκτισε καριέρα ολόκληρη πάνω στο κινηματογραφικό κουβεντολόι. Όμως...

Για δεύτερη συνεχόμενη φορά - μετά το αναιμικό Everybody Wants Some - ο αγαπημένος Richard Linklater, δείχνει τάσεις εσωστρέφειας και μοιραίας λύπησης προς τους ήρωες του, στερώντας τους την δυνατότητα να αναδείξουν με τις ατάκες τους ένα καυστικό χιούμορ που θα πετούσε ευθείες βολές προς τους συμπατριώτες υπεύθυνους των παγκόσμιων σφαγών που έχουν διοργανώσει. Αδιάφορες σε περιεχόμενο οι πιο πολλές ατέρμονες συζητήσεις της τριάδας, που ορίζουν τρεις πολύ σπουδαίοι είναι η αλήθεια ερμηνευτές, χωρίς την απαιτούμενη έκρηξη που θα οδηγήσει στην ζητούμενα διδακτική κεντρική ιδέα, καθιστούν το τύποις σίκουελ εκείνου του ανατρεπτικού, παρόμοιας κοψιάς σχεδιασμού, από τον ίδιο γραφιά Darryl Pinicsan, The Last Detail του Hal Ashby, ως μια ευκαιρία για μια βροντερή πολιτική διαμαρτυρία, που δυστυχώς πήγε μισοστράφι.

Η Τελευταία Σημαία (Last Flag Flying) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Μαΐου 2018 από την Seven Films!
Περισσότερα... »

50 Φορές Άνοιξη (Aurore) Poster Πόστερ50 Φορές Άνοιξη
της Blandine Lenoir. Με τους Agnès Jaoui, Thibault de Montalembert, Pascale Arbillot, Sarah Suco, Lou Roy-Lecollinet, Nicolas Chupin, Samir Guesmi, Nanou Garcia


Έξαψήηηηηηη!
του zerVo (@moviesltd)

Το ηλικιακό πενηντάρικο, εμφανίζεται, λένε οι επιστημόνοι, με διαφορετικό πρόσωπο στις κυρίες, σε σύγκριση με τα παλικάρια. Και μάλλον και η πραγματικότητα συμβαδίζει με την άποψη τους, μιας και τα συμπτώματα στα δύο φύλα, άμα τη αφίξει της επίσημης μεσηλικίωσης, δεν ταιριάζουν και πολύ. Από την μια τα σερνικά διακατέχονται από τάσεις παλιμπαιδισμού και επαναφοράς στην εφηβεία, επιδιώκοντας - μάλλον - να πείσουν εαυτόν και περίγυρο πως τα χρόνια περνούν αντίστροφα και κανένα γήρας δεν πλησιάζει, παρά μόνο μια δεύτερη νιότη, που συνδυάζεται άψογα με την εμπειρία του μισού αιώνα διαδρομής. Από την άλλη τα θηλυκά το παρόμοιο συναίσθημα το βιώνουν πιο έντονα, με διάθεση όχι και τόσο θετική, επιλέγοντας την εσωστρέφεια από την διάχυση, ενδεχόμενα επηρεασμένα από τα φουντώματα και τις εξάψεις που (λένε, δεν έχω ιδία άποψη) τα κλείνει όλο και πιο πολύ στον εαυτό τους. Έχοντας, εκείνες, γνώση από 50 Φορές βιωμένη Άνοιξη, εκτιμώ πως τα πράγματα θα έπρεπε να είναι αλλιώς...

50 Φορές Άνοιξη (Aurore) Quad Poster Πόστερ
Πλησιάζοντας να διαβεί το κατώφλι των πενήντα ετών της ζωής της, η Παριζιάνα Ορόρ, νιώθει πως τα πάντα στην καθημερινότητα της έχουν πάρει μια πλήρως αρνητική τροπή, γεγονός που της στενοχωρεί, σχεδόν την θλίβει. Διαζευγμένη εδώ και πολύ καιρό, έχοντας (ακόμη) την ευθύνη δυο κοριτσιών της παντρειάς, με την επαγγελματική της κατάσταση - ως σερβιτόρα - να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο και την ερωτική της να αγγίζει επίπεδα υπό του μηδενός, είναι πεπεισμένη πως δεν υπάρχει η παραμικρή φωτεινή ηλιαχτίδα στον ορίζοντα, ικανή να της μεταστρέψει το άσχημο κλίμα. Ακόμη και το ευχάριστο μαντάτο, πως η μικρή της θυγατέρα βρίσκεται σε ενδιαφέρουσα και σύντομα θα φέρει στον κόσμο ένα παιδί, το εγγόνι της, δεν της κάθεται και τόσο καλά, αφού αυτόματα θα σημάνει πως έγινε γιαγιά, άρα και επίσημα διανύει την αποκαλούμενη τρίτη ηλικία.

Και την ίδια στιγμή τα αναίτια αναψοκοκκινίσματα και οι απρόβλεπτες κάψες συνεχίζονται, η εμμηνόπαυση της κτυπάει για τα καλά την πόρτα, ενώ άντρας που να της κάνει κλικ δεν εμφανίζεται ούτε για δείγμα. Κι ενώ η κατάθλιψη σταδιακά μοιάζει να της κάνει παρέα, αφήνοντας την να ζει με τις ευχάριστες θύμησες ενός όχι και τόσο ιδανικού παρελθόντος, εντελώς ξαφνικά και αναπάντεχα θα συναντήσει τον πρώτο έρωτα της ζωής της, τον παλιό της συμμαθητή Τοτό, που μια ατυχία της στιγμής τους είχε, εκεί πίσω στα χρόνια της νιότης, κρατήσει χωριστά. Στα συν πως κι εκείνος είναι επίσης ατυχήσας όπως εκείνη, Στα πλην πως δεν δείχνει ζεστός και αποφασισμένος να πραγματοποιήσει δεσμό, σε ετούτο το στάδιο της ζωής του...

Στην πραγματικότητα αν ζορίζει κάτι την γοητευτική κατά τα άλλα μαντάμ, περισσότερο και από την αλήθεια που βιώνει, είναι οι ταμπέλες που ο κοινωνικό περίγυρος κρεμά πάνω της, δίνοντας τους υπόσταση εντελώς άλλη από εκεί που πρέπει να σημαίνει. Η μητέρα - Η σκλάβα, που έχει μονάχα υποχρεώσεις, ελάχιστα δικαιώματα και αν είναι εφικτό να περνά απαρατήρητη έως αόρατη! Η γιαγιάκα - Που πρέπει να βοηθήσει την θυγατέρα της δίνοντας συμβουλές κύησης, για να γεννήσει ένα μωρό που εκείνη θα κρατά από υποχρέωση και μόνον! Η γκαρσόνα - Όχι με το όνομα Ορόρ, αλλά Σαμάνθα αφού έτσι προστάζει το παρανόιντ αφεντικό της, στέλνοντας την μάλιστα πίσω από την μπάρα, για να κρατήσει στα τραπέζια τις πιο νέες και ξεπεταγμένες! Η κολλητή - Που θα καλύψει τις πομπές της φιλενάδας κάνοντας τα στραβά μάτια, θα της κλείσει και ραντεβουδάκια με άντρες που τους πρόλαβε αντί εκείνης! Η ερωμένη - Σε αντίθεση με όσα θα φανταζόταν, για βραδιές γεμάτες πάθος και ηδονή, να παίζει τον ρόλο της γηροκόμου, περιορισμένη απλώς σε χαδάκια και χαλαρή συντροφιά...

Αυτές τις στενάχωρες μαρκίζες κολλάει επάνω στην ηρωίδα της η δείγμα τυπικής γαλλικής σχολής σκηνοθέτις Blandine Lenoir, στην απόπειρα της να αποδώσει με όσο περισσότερη ευκρίνεια γίνεται την ταυτότητα μιας γυναίκας που περνά με τον χειρότερο τρόπο την κρίση της μέσης ηλικίας. Εμπνεύσεις έχει η Φραντσέζα, πρώην συνεργάτιδα του Gaspar Noe παρακαλώ, αν και η βασική ιδέα του φιλμ δεν είναι και τόσο πρωτότυπη, ειδικά στις στιγμές που μετατρέπει ποιητικά το άοσμα θλιβερό παρόν της Aurore, σε ένα ποιητικό, φανταστικό, χθες, δείχνοντας την σε στιγμές ευφορίας με τα ανήλικα βλαστάρια της ή σε ώρες ερωτικού πάθους, που όμως δεν κρατούν παρά για ελάχιστα δευτερόλεπτα.

Ο ρόλος αν μη τι άλλο απαιτητικός, αποδίδεται στο μέγιστο του, χάρη στην παρουσία της βετεράνας Agnes Jaoui, που πραγματικά του δίνει άλλο κύρος και επίπεδο. Όμορφη είναι, φυσικά και ποτέ τεχνητά, με σέξι κορμοστασιά που σκίζει και βλέμμα δυναμίτη, συνεπώς ταιριάζει ταμάμ ως επιλογή για να παίξει την βυθισμένη στις εξάψεις της πενηντάρα. Ίσως μόνο, που το δραματικό στοιχείο στην έκφραση της, να υπερτερεί του πιο απαιτούμενου ανάλαφρου, όπως μάλλον θα το χρειαζόταν κατάτι παραπάνω ετούτο εδώ το προσεγμένο φιλμ, προκειμένου να μοιάσει πιότερο με κομεντί και να μην βαραίνει κατά τόπους, την ματιά της πλατείας.

50 Φορές Άνοιξη (Aurore) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Μαΐου 2018 από την One From The Heart!
Περισσότερα... »



Cannes Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Ποδοσφαιριστές χωρίς κεφάλι!

Τη μέρα που μάθαμε ότι η ταινία «Diamantino» (σας γράψαμε γι' αυτήν στην ανταπόκριση της περασμένης Παρασκευής) τιμήθηκε με το βραβείο του τμήματος «Εβδομάδα της Κριτικής», βγήκε και η είδηση πως ο ISIS απειλεί πως θα... αποκεφαλίσει τους Messi και Ronaldo στο προσεχές Μουντιάλ, που θα λάβει χώρα σε λίγες βδομάδες στη Ρωσία! Βγήκαν από το λαγούμι τους πάλι αυτοί. Άλλος ένας λόγος για να φοβάται ο κόσμος λοιπόν. Να μην ηρεμήσουμε ποτέ ρε αδελφέ. «Culture of Fear», που λένε και οι Thievery Corporation...

Εμείς, στις ταινίες μας. Στον όμορφο αυτισμό μας. Το φεστιβάλ πλησιάζει στην τελική του ευθεία κι εμείς εδώ έχουμε σήμερα να σας παρουσιάσουμε τέσσερις ταινίες.

Under the Silver Lake Cannes 2018

Τον Αμερικάνο David Robert Mitchell τον γνωρίσαμε μέσω της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του, που δεν ήταν άλλη από το εξαιρετικό «Σε ακολουθεί» (It Follows, 2014). Μάλιστα, με εκείνη την ταινία ο 44χρονος σήμερα Mitchell είχε συμμετάσχει στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής» του φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς. Είχε προηγηθεί το «The Myth of the American Sleepover» (2010) κι εκείνο με συμμετοχή στην «Εβδομάδα της Κριτικής» εκείνης της χρονιάς. Ε, με την τρίτη του ταινία ήρθε ξανά στις Κάννες, αυτήν τη φορά όμως στο Διαγωνιστικό Τμήμα. Τίτλος της: Under the Silver Lake. Μία ταινία ανά τέσσερα χρόνια. Κι αυτή, η τελευταία του, είναι μια ταινία που γουστάραμε τρελά. Κι ας μην πήγε την τρέλα της ως τα άκρα, όπως το θέλαμε...

Η υπόθεση: Ο Σαμ είναι ένας 33χρονος άντρας χωρίς φιλοδοξίες. Ζει σε ένα διαμέρισμα που νοικιάζει σε ένα συγκρότημα κατοικιών στο ανατολικό Λος Άντζελες και περνάει τις μέρες του πηδώντας μια wannabe ηθοποιό, τσεκάροντας με τα κιάλια του τους γείτονες και τις γειτόνισσές του και διαβάζοντας μετά μανίας ένα fanzine με τίτλο «Under the Silver Lake». Δεν έχει δουλειά, δεν τον νοιάζει να πιάσει δουλειά, δεν έχει χρήματα και σε πέντε μέρες θα αναγκαστεί να φύγει από το διαμέρισμά του, καθώς χρωστάει πολλά νοίκια. Μοναδική του σχέση με την οικογένειά του είναι τα τηλεφωνήματα που δέχεται από τη μητέρα του. Τη βαρεμάρα του έρχονται να την ανατρέψουν δύο γεγονότα: κάποιος σκοτώνει σκύλους στην περιοχή του Σαμ (!!!) και μια νέα, όμορφη κοπέλα εμφανίζεται στο συγκρότημα.

Τη λένε Σάρα. Ο Σαμ βγαίνει με τη Σάρα και περνάει υπέροχα μαζί της. Την ερωτεύεται! Την επόμενη μέρα, όμως, η Σάρα εξαφανίζεται μυστηριωδώς και το διαμέρισμα που νοίκιαζε μένει άδειο από πράγματα! Σε έναν από τους τοίχους του διαμερίσματος ο Σαμ βρίσκει ένα παράξενο σχήμα. Παράλληλα, ένας δισεκατομμυριούχος εξαφανίζεται επίσης μυστηριωδώς. Ο Σαμ θα προσπαθήσει να βρει τι ακριβώς συμβαίνει. Και θα μπει σε έναν κόσμο μυστήριο, γεμάτο από πρόσωπα, πράγματα, σύμβολα, που ποτέ του δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχουν...

Η άποψή μας: Καιρό είχα να δω μια ταινία – rollercoaster με εκατομμύρια ιδέες, με απίστευτη κινηματογραφοφιλία, με χιλιάδες αναφορές στην ποπ κουλτούρα, ένα κράμα όπου το «Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό» συναντά το «Mullholland Drive», που συναντάει το «Donnie Darko», που συναντάει την άλλη ταινία του Richard Kelly, το «Southland Tales», που συναντά την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», που συναντά το «Ζουν ανάμεσά μας», που συναντάει το τηλεοπτικό «Leftovers» και το άλλο τηλεοπτικό, το «Twin Peaks» και θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι εις το διηνεκές! Ο σκηνοθέτης, πάντα σε δικό του σενάριο, όπως και στις δύο προηγούμενες ταινίες του, κάνει κάτι σαν οπτική και ακουστική εγκυκλοπαίδεια για το τι σημαίνει να είσαι (σχετικά) νέος, άντε, τριαντάρης, τη σήμερον ημέρα. Δείχνει ότι μπορεί να χειριστεί ένα μεγαλύτερο μπάτζετ από αυτό που είχε ως τώρα στις ταινίες του. Δείχνει ότι μπορεί να χειριστεί σημαντικότερους ηθοποιούς – έστω, μεγαλύτερα ονόματα απ' ότι ως τώρα στην καριέρα του.

Κι όχι μόνον αυτό, αλλά είναι ηθοποιοί που τον εμπιστεύονται απόλυτα! Πχ ο Andrew Garfield, o πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Σαμ, εμφανίζεται γυμνός (εντάξει, από πίσω) να κάνει σεξ, να είναι βρώμικος και να... μυρίζει (μέχρι και ασβός τον πιτσιλάει ρε φίλε, τραβάει δράμα, άστα). Η διαρκώς ανερχόμενη Riley Keough, σαν να λέμε, η εγγονή του Elvis Presley, είναι επίσης αποκαλυπτική (όχι όσο στην ταινία του Lars von Trier όπου επίσης συμμετέχει, αλλά και πάλι). Και με κάθε ευκαιρία, κινηματογραφοφιλία. Η σκηνή πχ όπου ο Σαμ πρωτοβλέπει την Σάρα στην πισίνα είναι ακριβές αντίγραφο ανάλογης σκηνής που είχε η Marilyn Monroe στην τελευταία της ταινία πριν το θάνατό της, η οποία δεν βγήκε ποτέ στους κινηματογράφους, μιας που δεν ολοκληρώθηκε. Πέρα από τα... χοντρά, υπάρχουν και οι μικρές λεπτομέρειες. Πχ, το διαμέρισμα στο οποίο μένει ο Σαμ έχει το νούμερο 23. Το νούμερο 23 κουβαλάει πολλά κρυφά νοήματα πίσω του για τους αριθμολάγνους. Τέτοια.

Δεν προλαβαίνεις να συνέλθεις από τη μία αναφορά και πας στην επόμενη. Αφίσα των Nirvana υπογεγραμμένη. Όχι όμως από τον Kurt Cobain, αλλά από την... κόρη του! Και να' σου το ένα γαμάτο τραγούδι μετά το άλλο (έτσι κι αλλιώς, μιλάμε για το σπουδαιότερο σάουντρακ των τελευταίων χρόνων)! Και να ακούγονται τραγούδια επιλεγμένα όχι μόνο γιατί ταιριάζουν αλλά επειδή οι στίχοι τους μπαίνουν στην πλοκή – γι' αυτό και τους βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη. Πχ όταν ακούγεται το «What's the frequency Kenneth» των REM, οι παρακάτω στίχοι είναι βασικής σημασίας για την ίδια την ταινία κι αυτά που θέλει να πει: «I'd studied your cartoons, radio, music, TV, movies, magazines/ Richard said, "Withdrawal in disgust is not the same as apathy"/ A smile like the cartoon, tooth for a tooth/ You said that irony was the shackles of youth». Κι αν όλα όσα νομίζαμε παλιότερα και νομίζουν οι σημερινοί νέοι ως επαναστατικά δεν ήταν παρά στοιχεία για μανιπουλάρισμα; Κι αν το «Smells Like Teen Spirit» δεν γράφτηκε για φασαρισμένη κιθάρα αλλά πάνω σε ένα πιάνο; Η σκηνή με τον «Συνθέτη» είναι από τις πιο σπουδαίες της ταινίας. Γενικώς, ο Mitchell μπάζει τον θεατή του σε έναν κόσμο που είναι εντελώς αναγνωρίσιμος αλλά ταυτόχρονα και τόσο σουρεαλιστικός. Μόνο που αυτός ο σουρεαλισμός είναι εντελώς... ρεαλιστικός!

Όλα όσα λέγονται γίνονται πιστευτά. Ναι, θα μπορούσαν να γίνουν. Ναι, υπάρχουν κρυφά νοήματα σε βιβλία, τραγούδια, ταινίες, τηλεοπτικές σειρές. Ναι, υπάρχουν νοήματα και σημάδια τα οποία μπορούν να αναγνωρίσουν μόνον οι πλούσιοι – οι φτωχοί μένουν στην απ' έξω. Ναι, το να αποκωδικοποιήσεις κάτι είναι σύνθετο, αλλά αν βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει, θα τα καταφέρεις. Δεν χρειάζεται να παίξεις έναν δίσκο ανάποδα για να βρεις μηνύματα από τον... σατανά! Αρκεί να παίξεις με τους αριθμούς και να αποκωδικοποιήσεις πράγματα. Ναι, όλο το μυστικό του σύμπαντος μπορεί να κρύβεται στο πίσω μέρος μιας συσκευασίας δημητριακών! Ο δημιουργός οργιάζει! Σε βάζει στο τριπάκι του χωρίς λεπτό να σε πετάει έξω. Είναι τόσο άψογος κατασκευαστικά, τόσο συνεπής σε ότι αφορά τον ρυθμό, τόσο ενδιαφέροντας αισθητικά και τόσο ιντριγκαδόρος νοηματικά, που δεν βαριέσαι στιγμή!

Η έρευνα του Σαμ σε αυτό το κάτι σαν ειρωνικό νεονουάρ, τον οδηγεί σε υπόγεια τούνελ, σε προτομές του James Dean και σε αγάλματα του Νεύτωνα, σε παράξενους, έκπτωτους βασιλιάδες και σε τάφους παλιών ηθοποιών, σε ιδιαίτερες σέκτες και σε κωδικοποιημένα μηνύματα, σε έναν κόσμο πέρα από τον κόσμο μας και σε έναν άλλο όπου υπάρχουν... αναχωρητές. Πραγματικά τρομερή ταινία, που δεν σταματά να σε εκπλήσσει ούτε λεπτό. Κι αν το φινάλε σας φανεί... κάπως όταν με το καλό δείτε την ταινία, εγώ νομίζω πως είναι εντελώς ταιριαστό. Καλά είναι να παρατηρείς τον κόσμο «από απέναντι», καλύτερο όμως να συμμετάσχεις. Και να απομακρύνεσαι από τη θέση του παρατηρητή. Γιατί εν δυνάμει, αντικείμενο της παρατήρησής σου μπορεί να είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Κι όταν ζεις και πάψεις να παρατηρείς, μπορεί όλα τα παράξενα που τόσο πολύ σου τραβούσαν την προσοχή, να μην έχουν πια καμία σημασία. Κι ας μην καταλάβεις ποτέ τι λέει ο αναθεματισμένος παπαγάλος κι αν κι αυτό που λέει θα μπορούσε να έχει νόημα σε έναν κόσμο εντελώς α-νόητο!

Ναι, του ξεφεύγει κάπου το πράγμα του σκηνοθέτη, από τον ενθουσιασμό του κι από την ανάγκη του να φουσκώσει κι άλλο, να βάλει κι άλλα πράγματα κι άλλες αναφορές, γιατί όχι το «How to Marry a Millionaire», γιατί όχι ο Hitchcock, γιατί όχι ο Nicolas Rey, γιατί όχι ο μύθος του Μεφιστοφελή; Kill your idols. Ιδίως αν πίσω από τα idols βρίσκεται ένας άσχημος γεράκος, που φτιάχνει πιασάρικα «επαναστατικά» τραγουδάκια για το... τσεκ! Μόνο εξωγήινους δεν έχει η ταινία! Ας είναι. Στο επόμενο επεισόδιο!!!

Beoning Cannes 2018

Δεύτερη ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα στη σημερινή ανταπόκριση το φιλμ Beoning (αγγλιστί: «Burning») του Κορεάτη Lee Chang-dong. Αυτή είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία του σπουδαίου δημιουργού και η τρίτη συνεχόμενή του που λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Η «Κρυφή ηλιαχτίδα» (Secret Sunshine, 2007) κέρδισε το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας και το «Ποίηση» (Poetry, 2010) κέρδισε τα βραβεία καλύτερου σεναρίου και εκείνο της Οικουμενικής Επιτροπής. Οχτώ χρόνια έχει να εμφανιστεί στις Κάννες λοιπόν. Οχτώ χρόνια έχει και να γυρίσει ταινία. Ήταν στη μαύρη λίστα του προηγούμενου καθεστώτος στη Νότια Κορέα. Κι έχει υπάρξει και υπουργός Πολιτισμού στη χώρα του! Το σενάριο τούτης της ταινίας το υπογράφει ο ίδιος, μαζί με την Oh Jung-mi με πρώτη ύλη το διήγημα του Haruki Murakami «Barn Burning», το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1992 στο περιοδικό New Yorker. Και η ταινία κατάφερε ό,τι έχει καταφέρει μόνο το «Toni Erdman» έως σήμερα: έπιασε μέσο όρο βαθμολογίας 3,8 (με άριστα το 4) στις βαθμολογήσεις που δίνουν κριτικοί από διάφορα έντυπα στο περιοδικό Screen! Γενικά, άρεσε η ταινία. Όχι σε όλους (ε, χμ). Και ναι, μάλλον πάει και για κάποιο σημαντικό βραβείο. Κάτι που δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι…

Η υπόθεση: Ο Γιονγκσού είναι ένας επαρχιώτης, που ζει πλέον στη Σεούλ, κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού. Κάποια μέρα, εντελώς τυχαία, θα συναντήσει την Χαέμι. Η Χαέμι είναι συντοπίτισσα του Γιονγκσού, αλλά έχουν να ιδωθούν από τότε που ήταν πιτσιρικάδες. Ο Γιονγκσού δεν τη θυμάται: φταίει που από τη μια η Χαέμι έχει κάνει πλαστικές επεμβάσεις και από την άλλη πως όταν ήταν μικρή, του ήταν αδιάφορη και το μόνο που είχε να πει εκείνος για εκείνην, ήταν πως ήταν πολύ άσχημη! Κάτι που δεν ισχύει πια. Οι δύο νέοι θα πάνε στο μικροσκοπικό διαμέρισμα της Χαέμι και θα κάνουν έρωτα. Η σχέση τους, όμως, δεν θα προχωρήσει. Η Χαέμι έχει προγραμματίσει να πάει στην Αφρική προς αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Ζητάει από τον Γιονγκσού να φροντίζει τη γάτα της, να πηγαίνει στο διαμέρισμα και να την ταΐζει και να την ποτίζει.

Ο Γιονγκσού δέχεται. Παράλληλα, πηγαίνει στο πατρικό του για να το φροντίσει. Ο πατέρας του δικάζεται, καθώς επιτέθηκε σε κρατικό λειτουργό. Η αδελφή του έχει παντρευτεί. Η μητέρα του τους έχει εγκαταλείψει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Κάποιος πρέπει να φροντίζει την πατρική φάρμα. Το χωριό είναι κοντά στη Σεούλ κι έτσι ο Γιονγκσού φροντίζει και τη γάτα της Χαέμι, την οποία δεν βλέπει ποτέ. Όταν μετά από λίγο διάστημα η Χαέμι επιστρέφει, ο Γιονγκσού απογοητεύεται, καθώς βλέπει ότι εκείνη έχει πιάσει φιλίες με τον Μπεν, έναν πλούσιο και όμορφο νέο. Μια παράξενη κατάσταση δημιουργείται ανάμεσα στους τρεις. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν η Χαέμι ξαφνικά εξαφανίζεται. Τι ακριβώς συμβαίνει; Πόσα από όσα έχει πει η Χαέμι στον Γιανγκσού ισχύουν; Και τι ρόλο βαράει ακριβώς ο Μπεν;

Η άποψή μας: Αναφερθήκαμε σε προηγούμενη ανταπόκρισή μας στον Pawel Pawlikovski, και στο γεγονός πως καμία του ταινία δεν ξεπερνάει την μιάμιση ώρα σε διάρκεια. Ο Κορεάτης συνάδελφός του δεν είναι τόσο… λακωνικός. Όλες οι ταινίες του ξεπερνάνε σε διάρκεια τις δύο ώρες. Εκτός από την πρώτη του, που η διάρκειά της είναι σχεδόν δύο ώρες. Τούτη εδώ η ταινία του είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια που έχει γυρίσει. Κι ας βασίζεται σε ένα πολύ μικρό διήγημα του Murakami! Γεγονός είναι πως αυτή είναι μια πολύ καλή ταινία. Και δεν νομίζω να επιλέχθηκε να προβληθεί τυχαία την ίδια μέρα που είδαμε το «Under the Silver Lake» στο φεστιβάλ. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, και στις δύο ταινίες, ένας νεαρός άντρας αναζητά μια όμορφη κοπέλα, με την οποία συνδέεται για λίγο, και μετά εκείνη εξαφανίζεται.

Αν όμως η ταινία του Αμερικάνου είναι σουρεαλιστικά ποπ, η ταινία του Κορεάτη είναι… φλου αρτιστίκ! Είναι ένα θρίλερ μυστηρίου αλλά κι ένα υπαρξιακό δοκίμιο. Με αργούς ρυθμούς. Και μεγάλη διάρκεια. Και καθόλου έτοιμες απαντήσεις. Ένας συνδυασμός καθόλου ελκυστικός για το μεγάλο κοινό, ιδιαίτερα λατρεμένος όμως για πολλούς κριτικούς κινηματογράφου. Το ιδεολογικό κέντρο βάρους της ταινίας νομίζω πως βρίσκεται στις κουβέντες της Χαέμι, όταν εξηγεί στον Γιονγκσού γιατί θέλει να πάει στην Κένυα. Εκεί, λέει, υπάρχει ένα τελετουργικό, τη παρουσία χορού, μέσω του οποίου διακρίνεται η διαφορά ανάμεσα στη «μικρή πείνα» και τη «μεγάλη πείνα». Η «μικρή πείνα» έχει να κάνει με τη σωματική πείνα. Με την πείνα που βιώνει το κορμί όταν δεν καταναλώνει τροφή. Την κυριολεκτική πείνα δηλαδή. Η «μεγάλη πείνα» από την άλλη είναι η πνευματική – ψυχική πείνα. Η πείνα του να βρεις το νόημα της ζωής.

Μπορείς λοιπόν να τρέφεσαι μια χαρά αλλά να πεθαίνεις από πείνα! Η Χαέμι είναι μια δυστυχισμένη κοπέλα. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο που μπορούμε να πούμε για εκείνην. Το μόνο που μπορούμε να πιστέψουμε. Γιατί κατά τα άλλα ως συνομιλητής με τον Γιονγκσού και κατ’ επέκταση, ως μία από τους αφηγητές της ταινίας, είναι εντελώς αναξιόπιστη. Πόσα από όσα λέει είναι αληθινά και πόσα ψέματα; Όντως έχει γάτα στο διαμέρισμά της; Όντως έπεσε σε πηγάδι στο χωριό της όταν ήταν μικρή; Η Χαέμι λειτουργεί ως καταλύτης στην ταινία. Είναι το αντικείμενο του πόθου για τον Γιονγκσού και άλλη μία κατάκτηση για τον Μπεν. Κι εδώ βρίσκεται το ζουμί. Οι δύο άντρες βρίσκονται σε τελείως διαφορετική θέση στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Φτωχός ντελιβεράς που θέλει να γίνει συγγραφέας ο Γιονγκσού, πλούσιος, σοφιστικέ, με αγνώστου προέλευσης περιουσία ο Μπεν. Η… πάλη των τάξεων έχει εδώ ως διακύβευμα την Χαέμι. Που, καταλαβαίνετε εύκολα προς τα πού κλείνει εντέλει, έτσι;

Κομβική σκηνή είναι εκείνη όπου τα τρία πρόσωπα συναντιούνται στο σπίτι του Γιονγκσού, στην επαρχία. Ένα σπίτι κοντά στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα – από τα μικρόφωνα ακούγεται συνέχεια προπαγάνδα. Η Σεούλ είναι κοντά στα σύνορα; Καταλαβαίνετε που το πάω: ο σκηνοθέτης επιμένει να θολώνει τα νερά, να μην ξεκαθαρίζει ποτέ, τίποτε. Η Χαέμι γυμνώνεται και χορεύει υπό τους ήχους της μουσικής του Miles Davies που έντυσε μυθικά την ταινία «Ασανσέρ για δολοφόνους». Ο Γιονγκσού την λέει πουτάνα ουσιαστικά και ο Μπεν εξομολογείται πως μια φορά ανά δίμηνο, του αρέσει να καίει παρατημένα θερμοκήπια! Και ότι ναι, πλησιάζει ξανά η ημερομηνία και θα κάψει ένα εκεί κοντά. Λέει αλήθεια; Ο Γιονγκσού ψάχνει τις επόμενες μέρες και δεν βρίσκει κανένα καμένο θερμοκήπιο. Μετά την εξαφάνιση της Χαέμι παρακολουθεί τον Μπεν, για τον οποίο έχει υπόνοιες πως με κάποιον τρόπο έχει συμβάλει σε αυτήν την εξαφάνιση. Ο Μπεν που οδηγεί Πόρσε. Ο Μπεν που ζει σε φοβερό διαμέρισμα. Ο Μπεν που όταν βαριέται δεν το κρύβει καθόλου – χασμουριέται. Ο Μπεν που έχει ένα συρτάρι στο μπάνιο του, γεμάτο γυναικεία memorabilia. Κι αφού χάθηκε η Χαέμι, πού πήγε η γάτα της; Μήπως είναι η γάτα που έχει πάρει ο Μπεν στο διαμέρισμά του;

Είπαμε, ο σκηνοθέτης μας μανιπουλάρει, μας οδηγεί σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά δεν δίνει ποτέ απαντήσεις. Τις υποψιαζόμαστε. Ή αποφασίζουμε να δεχτούμε ως λογική αυτήν που ταιριάζει περισσότερο στη μενταλιτέ μας. Το φινάλε έχει κάθαρση. Έχει φωτιά. Δεν έχει όμως καμία εξιλέωση. Δεν προσφέρει καμία ικανοποίηση στον θεατή. Δεν του δίνει το απαραίτητο closure. Μεγάλος μάστορας ο Lee Chang-dong και ένας από τους πολύ σοβαρούς διεκδικητές του Χρυσού Φοίνικα, το κοινό όμως δεν θα νιώσει ευχαρίστηση παρακολουθώντας την ταινία. Θα μείνει πάντοτε με σταματημένη της εκκρεμότητα…

En liberté Cannes 2018

Ο Pierre Salvadori έχει τη δική του ιστορία σε ότι έχει να κάνει με το γαλλικό σινεμά. Γεννημένος στην Τύνιδα της Τυνησίας το 1964, είναι ένας από τους πιο εμπορικούς σκηνοθέτες στην πατρίδα του. Η ταινία του En liberté (αγγλιστί: «The Trouble With You») είναι η ένατη μεγάλου μήκους της καριέρας του, είναι όμως μόλις η πρώτη που συμμετέχει σε τμήμα του φεστιβάλ των Καννών – κι ας είναι αυτό το «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Μάλιστα, με την πρώτη ο Salvadori βραβεύτηκε! Η ταινία του κέρδισε το Βραβείο της SACD για την καλύτερη γαλλική ταινία του τμήματος! Στην Ελλάδα έχουμε δει τρεις από τις ταινίες του – και με τούτη θα γίνουν τέσσερις οι ταινίες του που θα έχουν προβληθεί στη χώρα μας. Και στις τρεις από αυτές βασικό ρόλο – αν όχι πρωταγωνιστικό – κρατάει η Audrey Tautou.

Η υπόθεση: Η Ιβόν είναι αστυνομικός σε μια πόλη στη γαλλική Ριβιέρα. Κάθε βράδυ λέει και μια ιστορία – πάντα την ίδια – για να κοιμίσει τον πιτσιρικά γιο της. Ήρωας της ιστορίας είναι ο πατέρας του μικρού, ο πιο διάσημος αστυνομικός της πόλης, ο οποίος έπεσε την ώρα του καθήκοντος. Η Ιβόν τονίζει τον ατρόμητο χαρακτήρα του νεκρού συζύγου της, του Σαντί και με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να μειώσει κάπως τον πόνο από την απώλειά του. Κι ενώ μέχρι και άγαλμα του στήνουν για τη δράση του εναντίον του οργανωμένου εγκλήματος, η Ιβόν μαθαίνει από σπόντα πως ο άνδρας της τελικά, όχι μόνον ήρωας δεν ήταν αλλά ήταν βρώμικος αστυνομικός, που τα έπαιρνε.

Την ώρα που το μαθαίνει αυτό, αποφυλακίζεται μετά από 7 χρόνια στην ψειρού ένας άνδρας, ο Αντουάν, τον οποίο είχε παγιδεύσει ο Σαντί για τη ληστεία ενός κοσμηματοπωλείου. Ο Αντουάν γυρίζει πίσω στην αγαπημένη του, δεν είναι όμως ο άντρας που ήταν πριν μπει φυλακή. Για να εξιλεωθεί απέναντί του και για να τον προστατέψει, γίνεται σκιά του η Ιβόν, η οποία του συστήνεται ως άλλη. Κι όλα αυτά ενώ έχει να διαχειριστεί κι ένα ειδύλλιο με έναν ανασφαλή συνεργάτη της και φίλο του νεκρού συζύγου της...

Η άποψή μας: Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Salvadori ότι πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ο άνθρωπος είναι ταγμένος στο εμπορικό σινεμά. Και συνήθως οι ταινίες του είναι καλές. Είναι ψυχαγωγικές. Περνάς καλά και σου μένει και κάτι ως μήνυμα. Στη συγκεκριμένη ταινία είναι ταυτόχρονα και περισσότερο υπερβολικός από ποτέ αλλά και το μήνυμα που κομίζει έχει το ενδιαφέρον του. Πάντως, ποτέ δεν θα την επέλεγα να πάρει μέρος σε ένα τόσο σπουδαίο κινηματογραφικό φεστιβάλ. Όχι ότι δεν χρειαζόμαστε ανάσες χαλαρότητας μετά από ταινίες οι οποίες θαρρείς και κουβαλούν όλο το βάρος του κόσμου, αλλά εδώ το πράγμα παραείναι εμπορικό. Εντέλει, είναι μια ταινία πάνω στην ανθρώπινη καλοσύνη. Στο πόσο χρειαζόμαστε μύθους να πιστέψουμε είτε ως μικρά παιδιά είτε ως ενήλικες. Στο πόσο λυτρωτική είναι η αγάπη. Στο πόσο πολύ μπορεί να συντρίψει έναν άνθρωπο η αδικία που βιώνει. Προφανή πράγματα. Όντως. Αλλά κατά βάση πολύ καλά αποτυπωμένα, με μια ματιά που δεν απομακρύνει τον θεατή και τον βάζει και σε διαδικασία σκέψης. Bingo!

Κάθε ένας από τους πρωταγωνιστές έχει μια βασική ανάγκη. Ο ορφανός πιτσιρίκος χρειάζεται τον μύθο του ήρωα πατέρα, ακόμα κι αν αυτός ο ήρωας ήταν διεφθαρμένος. Ο Αντουάν θέλει να βρει τρόπο να του επιστραφούν τα επτά χρόνια που πέρασε άδικα στη φυλακή. Η Ιβόν θέλει να βοηθήσει τον Αντουάν για να εξιλεωθεί για τις ατιμίες του συζύγου της. Ο Λουί θέλει την αποδοχή της Ιβόν με την οποία είναι ερωτευμένος από πάντα. Και η Ανιές θέλει η σχέση της με τον Αντουάν να γίνει όπως ήταν παλιά. Οι ηθοποιοί τα πάνε μια χαρά, με άνεση φέρνουν εις πέρας τους ρόλους τους, ιδίως η Adèle Haenel, την οποία δεν θυμάμαι να έχουμε ξαναδεί σε κωμωδία. Η ταινία κυλάει ομαλά και υπάρχουν σκηνές που βγάζουν μπόλικο γέλιο. Όπως εκείνη με το απαράδεκτο άγαλμα του εκλιπόντος. Ή εκείνη με τον πάτερ που πιάνεται σε ένα S&M όργιο και προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ή εκείνη με τον καλοκάγαθο σίριαλ κίλερ, που κανείς δεν του δίνει σημασία και κατά βάσει ο Λουί, μιας που έχει μάτια και αυτιά και σώμα μόνο για την Ιβόν. Ή εκείνη της ληστείας με τα S&M κοστούμια και τις αλλαγμένες φωνές.

Μια σκρούμπολ κωμωδία λοιπόν, διασκεδαστική αλλά μάλλον όχι festival material…

Sofia Cannes 2018

Η τελευταία ταινία της σημερινής μας ανταπόκρισης μας έρχεται από την βόρεια Αφρική και συγκεκριμένα από το Μαρόκο. Τίτλος της: Sofia και σκηνοθέτιδα είναι η Meryem Benm'Barek-Aloïsi, στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση. Και είναι η ταινία που κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο φετινό «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Ναι, τα βραβεία για όλα τα παράλληλα τμήματα έχουν ήδη δοθεί. Μένουν τα βραβεία του Διαγωνιστικού Τμήματος, που θα ανακοινωθούν το Σάββατο.

Η υπόθεση: Η 20χρονη Σοφία ζει με τους γονείς της στην Καζαμπλάνκα, στο Μαρόκο. Σε ένα τραπέζι όπου κλείνεται μια συμφωνία ανάμεσα στο σύζυγο της θείας της (της αδελφής της μητέρας της) και τον πατέρα της, συμφωνία που θα αποφέρει πολλά χρήματα και στις δύο οικογένειες, η Σοφία βιώνει άσχημους πόνους στην περιοχή της κοιλιάς της. Πόνους που δεν περνούν. Όταν την εξετάζει η ξαδέλφη της, η Λένα, που σπουδάζει ιατρική, της λέει κάτι που δεν το περίμενε με τίποτε η Σοφία: είναι έγκυος! Και δεν το είχε πάρει χαμπάρι ούτε η ίδια ούτε κανείς γύρω της, επειδή η Σοφία είχε αποκλείσει αυτήν την πιθανότητα από το μυαλό της. Η Σοφία λοιπόν είναι έγκυος και μάλιστα ετοιμόγεννη: της ‘σπάσαν τα νερά! Η Λένα την κουβαλάει σε κλινικές και νοσοκομεία για να γεννήσει χωρίς να το καταλάβουν οι γονείς της.

Κι αυτό επειδή η Σοφία δεν είναι παντρεμένη. Κι αν αφού γεννήσει δεν προσκομίσει τα χαρτιά του πατέρα, ενός άνδρα δηλαδή που θα αναγνωρίσει το παιδί, τότε η Σοφία κινδυνεύει με φυλάκιση από λίγους μήνες μέχρι έναν χρόνο! Επειδή έκανε σεξ εκτός γάμου! Αυτό λέει ο νόμος του Κράτους. Η Σοφία δεν θέλει να αποκαλύψει το όνομα του πατέρα. Νιώθοντας πιεσμένη, όμως, τελικά υποχωρεί. Κατονομάζει τον Όμαρ ως πατέρα του παιδιού της, έναν φτωχοδιάβολο που ζει σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Καζαμπλάνκας. Εκείνος, αρνείται τα πάντα. Οι δυο οικογένειες πληροφορούνται τα καθέκαστα. Ποια είναι η αλήθεια όμως πίσω από όλα αυτά;

Η άποψή μας: Θα μπορούσε να είναι το αράβικο αντίστοιχο του συγκλονιστικού «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» αλλά αυτή η ταινία είναι πολύ πιο μικρών επιδιώξεων, πιο μετριοπαθών συγκινήσεων, πιο συγκαταβατική, πιο απλή, πιο… γραμμική. Είναι μια ταινία που καταγράφει μια κοινωνία υποκριτική, μια κοινωνία έτοιμη να κάνει τα κλειστά μάτια αρκεί το μπαξίσι να είναι αρκετό, μια κοινωνία που φοβάται τι θα πουν οι άλλοι. Κι εδώ έχουμε τρεις εκπροσώπους διαφορετικών οικονομικών τάξεων. Η Σοφία βρίσκεται στη μέση. Δεν ανήκει στη μεσαία τάξη, με τίποτε, αλλά δεν είναι φτωχή. Η ξαδέλφη της είναι μέλος της μεσαίας τάξης και πάνω. Και ο Όμαρ είναι ο φτωχός και μόνος… καουμπόι. Οι δυναμικές των σχέσεών τους καθορίζονται από την οικονομική τους ευχέρεια.

Η πλούσια ξαδέλφη θέλει να βοηθήσει, η Σοφία θέλει αρχικά να εξαφανίσει (κυριολεκτικά) το πρόβλημα και μετά να το συγκαλύψει και ο Όμαρ… Ο Όμαρ παραδόξως είναι ο πιο παγιδευμένος ήρωας από όλους. Γιατί υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα ανατροπή στην ταινία. Μικρού βεληνεκούς ταινία, με γνωστότερο όνομα τη Lubna Azabal στο ρόλο της θείας. Η ηθοποιός που υποδύεται τη Σοφία είναι πολύ καλή στο ρόλο της γιατί κατορθώνει να υποδυθεί τη Σοφία ως έναν αντιπαθητικό χαρακτήρα, καθόλου ελκυστικό για τον θεατή! Πιο πολύ συμπαθούμε την ξαδέλφη και τον έρημο τον Όμαρ παρά την υπολογίστρια και καθόλου θύμα Σοφία. Κάπως πρέπει να ξεφύγει κι αυτή, όμως, έτσι; Και αν μη τι άλλο, έχει καλές προθέσεις. Ξέρετε τι λένε για το δρόμο για την κόλαση όμως, έτσι;

Σήμερα Σάββατο, ελπίζουμε πριν την ανακοίνωση των βραβείων, θα ανεβάσουμε και την τελευταία φετινή ανταπόκριση από τις Κάννες!

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »

50 Φορές Άνοιξη (Aurore) PosterΚάνουν μεταμόσχευση καρδιάς, χεριών, πνευμόνων. Δεν μπορούν να βρουν μια λύση για τις εξάψεις? Η Blandine Lenoir (που ξεκίνησε ως ηθοποιός στη μικρού μήκους του Gaspar Noe Carne, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της 50 Φορές Άνοιξη (Aurore) τοποθετεί τη γλυκόπικρη όσο και αστεία ιστορία της σε μια μικρή επαρχιακή γαλλική πόλη αξιοποιώντας στο έπακρο το μικρόκοσμό της και τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένας θαυμάσιος, πνευματώδης, με λεπτές αποχρώσεις ύμνος στη δίψα για ζωή σε κάθε ηλικία και βέβαια μια επίκαιρη και αισιόδοξη γιορτή της γυναικείας φύσης. Ένα ιδιαίτερα διασκεδαστικό μείγμα χιούμορ, ειλικρίνειας και ευαισθησίας, αυτή η καλόκαρδη ρομαντική κομεντί εστιάζει σε μια μεσήλικη γυναίκα που βρίσκεται στη δίνη προσωπικών και επαγγελματικών αλλαγών. Η πενηντάχρονη Ορόρ Ταμπόρ, έχοντας αποφασίσει να χωρίσει από το σύζυγο της, χάνει τη δουλειά της και ταυτόχρονα μαθαίνει ότι θα γίνει γιαγιά. Νιώθει ότι η ζωή της βρίσκεται σε ένα τέλμα και ότι σιγά-σιγά περιθωριοποιείται. Αλλά όταν ξανασυναντά τυχαία τον έρωτα των νεανικών της χρόνων, κάτι αρχίζει να αλλάζει.

50 Φορές Άνοιξη (Aurore) Movie

Η Agnes Jaoui αποτελεί μια σπουδαία μορφή του γαλλικού σινεμά όχι μόνο ως ηθοποιός, αλλά και ως σεναριογράφος με συνεργασίες με τον σπουδαίο Αλέν Ρενέ (Smoking/No Smoking, Η ζωή είναι ένα τραγούδι) και ως σκηνοθέτης με το ντεμπούτο της Περί Ορέξεως (2000) να φτάνει μέχρι την υποψηφιότητα για το Ξενόγλωσσο Όσκαρ. Εδώ επιστρέφει τόσο ως συνεργάτης στο σενάριο κυρίως και πάνω από όλα όμως ως πρωταγωνίστρια για να δώσει μια ανεπανάληπτη και συγκινητική ερμηνεία ως Ορόρ.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Μαΐου 2018 από την One From The Heart!


Περισσότερα... »

Εσύ Διαλέγεις (L' Embarras du Choix) PosterΚάθε μέρα κάνουμε 35.000 επιλογές! (Όλοι εκτός από αυτήν). Ως αισθηματική κομεντί μας συστήνεται η νέα ταινία του Eric Lavaine Εσύ Διαλέγεις (L' Embarras du Choix), που γνωρίσαμε προ λίγων ετών μέσα από την παρόμοιου ύφους δημιουργία του Μαμά Γύρισα (Retour chez ma mère). Πρόκειται για την γλαφυρή απεικόνιση μιας προσωπικότητας πλήρως αναποφάσιστης, που ζορίζεται να επιλέξει ακόμη μποροστά στο πιο απλό δίλημμα. Καθημερινά καλούμαστε να κάνουμε 35.000 επιλογές για διάφορα πράγματα. Από τα πιο απλά μέχρι τα πιο σύνθετα. Η Τζουλιέτ όμως αδυνατεί να αποφασίσει για οτιδήποτε . Έχει μάθει να αποφασίζουν άλλοι για αυτήν, συνήθως ο πατέρας ή ο αδερφός της. Μέχρι που γνωρίζει δύο γοητευτικούς άνδρες και αυτή την φορά θα πρέπει μόνη να επιλέξει ποιος είναι αυτός που αγαπάει πραγματικά.

Εσύ Διαλέγεις (L' Embarras du Choix) Movie

Τους βασικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους στην κωμωδία μοιράζονται οι ηθοποιοί Alexandra Lamy, Arnaud Ducret, Jamie Bamber.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Μαΐου 2018 από την Spentzos Films!


Περισσότερα... »

Το Ταλέντο (Le Brio) PosterEgalite... Κοινωνικού χαρακτήρα είναι η καινούργια ταινία του πολύπλευρου Yvan Attal, που όπως το μεγαλύτερο κομμάτι της σύγχρονης Γαλλικής παραγωγής, έτσι και Το Ταλέντο (Le Brio) ασχολείται με τα φλέγοντα ζητήματα των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι νέοι, ειδικά οι προερχόμενοι από τις πρώην αποικίες, στο να εξελιχθούν σε χρήσιμους και αξιοπρεπείς πολίτες. Η Νεϊλά έχει μεγαλώσει σε ένα υποβαθμισμένο προάστειο των Παρισίων και ονειρεύεται να γίνει δικηγόρος. Την πρώτη της μέρα στο Πανεπιστήμιο έρχεται σε σύγκρουση με τον καθηγητή Πιέρ Μαζάρ γνωστό για τον προκλητικό και προβοκατόρικο χαρακτήρα του. Ο καθηγητής προκειμένου να επανορθώσει για την επιθετική και ίσως ρατσιστική συμπεριφορά του αναλαμβάνει να προετοιμάσει την Λεϊλα ώστε να λάβει μέρος σε έναν διαγωνισμό Ρητορικής. Κυνικός και ιδιαιτέρως απαιτητικός γίνεται ένας μέντορας για την νεαρή κοπέλα, όμως για να πετύχει η προσπάθεια τους θα πρέπει και οι δύο να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις τους.

Το Ταλέντο (Le Brio) Movie

Εξαιρετικό το δέσιμο των δύο βασικών πρωταγωνιστών της ταινίας που συνθέτουν ο έμπειρος Daniel Auteuil και η νεαρή ανερχόμενη Camélia Jordana.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Μαΐου 2018 από την Spentzos Films!


Περισσότερα... »

Deadpool 2 PosterΔεν έρχεται μόνος! Αφού έσπασε τα ταμεία με την πρώτη ταινία, εκατομμύρια εισιτήρια και δισεκατομμύρια tacos αργότερα, και ενώ ο κόσμος μπορεί να είναι ένα διαφορετικό μέρος, ο Γουέιντ Ουίλσον επιστρέφει ως ο πολυλογάς μισθοφόρος Deadpool, πιο αθυρόστομος, πιο ευλύγιστος, το ίδιο όμορφος, πολύ καλύτερος και σίγουρα πιο… σκληρός από ποτέ. Ο βοθρόστομος μισθοφόρος της Marvel επέστρεψε! Μεγαλειώδης, καλύτερος και πιο τσίτσιδος από ποτέ. Όταν ένας σούπερ-στρατιώτης αναλαμβάνει μια αποστολή δολοφονίας, ο Deadpool αναγκάζεται να αναθεωρήσει τις αξίες του για τη φιλία, την οικογένεια και αυτό που πραγματικά σημαίνει να είσαι ήρωας – κι όλα αυτά ρίχνοντας 50 αποχρώσεις βρωμόξυλου. Γιατί, μερικές φορές, για να κάνεις το σωστό πρέπει να πολεμήσεις βρώμικα. Ο Γουέιντ αυτή τη φορά, εκτός από τον Κέιμπλ, θα παλέψει με Νίντζα, την ιαπωνική μαφία Γιακούζα, ένα τσούρμο ερεθισμένα σκυλιά, και όποιον του σταθεί εμπόδιο στον δρόμο για τον τίτλο του καλύτερου εραστή στον κόσμο. Και όλα αυτά, δεν θα τα κάνει μόνος.

Deadpool 2 Movie

Νομίζετε ότι αυτή τη φορά ξέρετε τι να περιμένετε από μια ταινία που έχει πρωταγωνιστή τον μη μεταλλαγμένο σούπερ-ήρωα; Νομίζετε λάθος! Το Deadpool 2 έρχεται για να φέρει σε μεγαλύτερο βαθμό όλα όσα συνηθίζουν οι περιπέτειες του είδους, παρουσιάζοντας ξανά τον ομώνυμο χαρακτήρα με τις θανάσιμες μεθόδους και την πιο εξωφρενική αίσθηση του χιούμορ σε όλο του το μεγαλείο.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Μαΐου 2018 από την Odeon!


Περισσότερα... »



Cannes Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Τα... άπλυτα στη φόρα!

Εντάξει, στη Θεσσαλονίκη είμαστε πολύ μπροστά. Καταστηματάρχης, του οποίου το εμπόρευμα (συγκεκριμένα, ανδρικά μποξεράκια) έγινε... μούσκεμα από τις πρόσφατες πλημμύρες στην πόλη, αποφάσισε να το στεγνώσει, απλώνοντας τα βρακιά στο πεζοδρόμιο μπροστά από την αποθήκη του! Ο άνθρωπος έκανε κάτι λογικό. Δεν έκανε το... παράλογο. Να πηγαίνεις σε διαδήλωση, να δολοφονείσαι και να σε κατηγορούν ότι... εσύ φταις και η Χαμάς, που οργάνωσε τη διαδήλωση! Ναι, στο Ισραήλ όλα αυτά τα ωραία. Που κέρδισε στην Eurovision και του χρόνου θα διοργανώσει την τελετή. Η Ισλανδία δήλωσε ότι δεν θα συμμετάσχει. Τους γουστάρω τρελά τους Ισλανδούς. Κατά τα άλλα, ο κόσμος έχει τρελαθεί με τον επικείμενο πριγκιπικό γάμο στην Αγγλία κι εμείς εδώ στις Κάννες βιώνουμε το πιο κρύο φεστιβάλ (καλλιτεχνικά και... κυριολεκτικά) των τελευταίων πολλών ετών...

The House That Jack Built Cannes 2018

Ένα από τα μεγάλα γεγονότα στο φετινό φεστιβάλ των Καννών είναι η επιστροφή του Lars von Trier στην Κρουαζέτ, επτά χρόνια μετά τη συνέντευξη τύπου για την ταινία του «Melancholia», η οποία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ, όπου κάποιες δηλώσεις του σχετικά με τον ναζισμό και τον Χίτλερ οδήγησαν στο να χαρακτηριστεί persona non grata. Να όμως που επέστρεψε. Έστω και εκτός συναγωνισμού. Η νέα του ταινία με τίτλο The House That Jack Built είναι μία από τις πιο προκλητικές του. Αλλά εντάξει, βρείτε μου μία ταινία του που να μην έχει προκαλέσει συζητήσεις, έτσι; Εδώ λοιπόν, στην επίσημη προβολή της ταινίας έφυγε κόσμος από την αίθουσα καθώς δεν άντεξε τη βία που παρουσιάζονταν in your face. Αυτή είναι μία από τις πιο δύσκολες ταινίες του έτσι κι αλλιώς. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω παρακάτω...

Η υπόθεση: Ο Τζακ είναι ένας πολιτικός μηχανικός που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ. Είναι ιδιαιτέρως έξυπνος, είναι ιδιαίτερα αναίσθητος και είναι serial killer. Κάθε δολοφονία που διαπράττει είναι για εκείνον ένα έργο τέχνης. Ο Τζακ αφηγείται πέντε από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις δολοφονιών του μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο 12 ετών, όπου σκοτώνει συνολικά πάνω από 60 άτομα! Η αστυνομία αρχίζει να τον πλησιάζει, εκείνος όμως παίρνει ολοένα και μεγαλύτερα ρίσκα. Παράλληλα, θέλει να χτίσει ένα σπίτι, κάθε του όμως σχέδιο, όταν μπαίνει στο στάδιο της υλοποίησης, δεν του αρέσει και το καταστρέφει. Εκτός από τον Τζακ που αφηγείται, υπάρχει κι ένας συνομιλητής, ο Βερτζ, ο οποίος κατά μία έννοια κοντράρει τον Τζακ στα λεγόμενά του. Υπάρχει τρόπος να σταματήσει όλο αυτό;

Η άποψή μας: Ώπα, ώπα, παιδιά, εδώ τα πράγματα είναι πάρα πολύ σοβαρά. Στην 14η μεγάλου μήκους ταινία, ο μεγάλος Δανός επιστρέφει στην αρχή της καριέρας του σε ότι αφορά την επιλογή του θέματος. Ήταν το 1984 όταν βγήκε στις αίθουσες «Το στοιχείο του εγκλήματος» (Forbrydelsens element), ένα δυστοπικό θρίλερ, όπου ένας αστυνομικός προσπαθούσε να συλλάβει έναν serial killer χρησιμοποιώντας τις αμφιλεγόμενες μεθόδους του μέντορά του. Τότε, πρωταγωνιστής ήταν ο αστυνομικός. Ουσιαστικός πρωταγωνιστής βέβαια ήταν ο ίδιος ο Trier, που εντυπωσίαζε με το σκοτεινό, αισθητικά άψογο και υποβλητικό κινηματογραφικό του ντεμπούτο. 34 χρόνια μετά, πολλά έχουν αλλάξει. Πάρα πολλά. Εκτός από ένα: ο Trier είναι και πάλι ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας του.

Αυτό που βλέπουμε είναι οι σκέψεις του δημιουργού πάνω στο τι είναι τέχνη, μέσα από τη δράση ενός serial killer. Ο δολοφόνος είναι ο Τζακ. Ο Βέρτζιλ ποιος είναι; Η «Θεία Κωμωδία» είναι ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ποίησης όλων των εποχών. Το ποίημα χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη – Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος – και αφηγείται το φανταστικό ταξίδι του Δάντη στον Άδη, με οδηγούς τον Βιργίλιο και τη Βεατρίκη. Ο Βέρτζιλ λοιπόν είναι ο Βιργίλιος. Και ο Βιργίλιος μαζί με τον Τζακ είναι ο ίδιος ο Trier! Ο δημιουργός που για να «κατασκευάσει» το σπίτι του, για να το χτίσει, πρέπει να «σκοτώσει». Αλλά και το άλλο μισό, ο... δικηγόρος του διαβόλου, που λειτουργεί ως η συνείδηση της λογικής. Πυκνός σε νοήματα κι όχι πάντα φιλικός προς τον θεατή, ο Trier από τη μια επιστρέφει στην πηγή του, από την άλλη συνεχίζει από εκεί που είχε σταματήσει με το δίδυμο του «Nymphomaniac». Κι εκεί είχαμε έναν αφηγητή, την νυμφομανή Charlotte Gainsbourg, να αφηγείται χαρακτηριστικά περιστατικά της ερωτικής της ζωής στον Stellan Skarsgård, τον άνθρωπο που της έσωσε τη ζωή.

Εκεί, όμως, τα πράγματα ήταν σαφέστερα, πιο ξεκάθαρα, πιο προσβάσιμα. Στη νέα του ταινία τον Βέρτζιλ - Bruno Ganz, δεν τον βλέπουμε παρά μόνον στο τελευταίο τμήμα της ταινίας. Μιας ταινίας που χωρίζεται σε πέντε συν ένα διακριτά μέρη. Τα πέντε μέρη έχουν να κάνουν το καθένα με μία αγαπημένη δολοφονία του Τζακ και το συν ένα είναι ο επίλογος, η κάθοδος (ναι, στην κόλαση) – και είναι εδώ, στον επίλογο, όπου βλέπουμε επιτέλους τον Βέρτζιλ και δεν ακούμε μόνον τη φωνή του. Τώρα, για να ξεκαθαρίσουμε λίγο κάποιες παρανοήσεις. Ο Trier δεν είναι καλά. Δεν έχει τρελαθεί, ο άνθρωπος τα έχει 400 και βάλε. Απλά, έχει ρημαχτεί από την κατάθλιψη, τον πεσιμισμό του, την μη πίστη του στην ανθρωπότητα. Κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η ταινία έχει σκηνές βίας τόσο σκληρές που εννοείται ότι θα σοκάρουν πάρα πολλούς από τους θεατές της, συνολικά όμως, αυτές οι σκηνές δεν ξεπερνούν χοντρικά το 10% του φιλμικού χρόνου. Κατάθλιψη, ξεκατάθλιψη από την άλλη, την προβοκάτσια την έχει μέσα στο αίμα του.

Σε κάνει να βρίζεις άσχημα σε σκηνές όπου ο Τζακ δολοφονεί παιδιά (όχι, δεν υπαινίσσεται τις σκηνές – τις δείχνει... φουλ φρόνταλ!) ή όπου κόβει με μαχαίρι το στήθος ενός από τα θύματά του! Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί από τη μια παίζει με τους φόβους μας. Και γιατί από την άλλη βλέπει πως ο δημιουργός είναι κατά μία έννοια ένας serial killer. Πρέπει να σκοτώσει για να δημιουργήσει. Και το σπίτι που τελικά χτίζει... Αλλά ας μην προχωρήσουμε σε περισσότερα σπόιλερ. Ίσως ακουστεί παράξενο σε ορισμένους αλλά σε πολλά της σημεία η ατμόσφαιρα και η μενταλιτέ της ταινίας μου θύμισε το τηλεοπτικό «Hannibal». Την ίδια λογική με τον Τζακ έχει ο Hannibal, την ίδια απάθεια, την ίδια αδυναμία να νιώσει αυτό που λέμε empathy και ως «εμπάθεια» παραπέμπει σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που σημαίνει στα αγγλικά η λέξη.

Τα θύματα του Τζακ είναι στην τεράστια πλειοψηφία τους γυναίκες κι αυτό είναι ένα ακόμα προβοκατόρικο στοιχείο: στην εποχή του #metoo δεν κωλώνει να φλερτάρει με τον μισογυνισμό. Όλα αυτά όμως είναι εγκεφαλικά. Ο Trier θέτει ερωτήματα, δεν δίνει απαντήσεις. Ο άμαθος θεατής θα τσακιστεί και θα εγκαταλείψει την αίθουσα νωρίς, όσο προλαβαίνει να σωθεί από το mindfuck. Εδώ υποτίθεται άνθρωποι της δουλειάς και δεν άντεξαν! Η ταινία του είναι απόλυτα προσβάσιμη αλλά ταυτόχρονα και τόσο ερμητικά κλειστή, που σε «πετάει» απ' έξω. Αδιαμφισβήτητα ο τύπος είναι τεράστιος σκηνοθέτης. Αλλά αυτό που κάνει δεν χωνεύεται εύκολα. Και πάλι, όπως είχε κάνει στο «Nymphomaniac» γεμίζει την οθόνη με πληροφορίες, με ποπ αναφορές, ενώ γίνεται και αυτοαναφορικός!

Δεν θυμάμαι ξανά σε ταινία του να βλέπουμε τόσες πολλές σκηνές από παλιότερες ταινίες του, ενώ μέσα υπάρχει σκηνή και από τον «Λόγο» του Ντράγιερ! Ο τζαζίστας Γκλεν Γκουλντ και ο ποιητής Γουίλιαμ Μπλέικ είναι εδώ, ο Γκέτε και ο David Bowie (το «Fame» ακούγεται και ξανακούγεται πολλάκις μέσα στην ταινία). Σκηνές από την... Ακρόπολη και σκηνές από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ. Πληροφορίες για τον τρόπο αποσύνθεσης της ρώγας από το σταφύλι που ανάλογα με το πως πετυχαίνεται αυτή μας δίνει και διαφορετικό κρασί, αλλά και σκέψεις για τον ναζιστή αρχιτέκτονα Σπέερ, που λατρεύοντας την αρχαία Ελλάδα έχτισε κτίρια που ήθελε, με τη φθορά του χρόνου, να λειτουργούν ως καλοδιατηρημένα ερείπια κτιρίων της αρχαιότητας.

Και βεβαίως, κεντρικό debate στην ταινία, η διαφορά ανάμεσα στον αρχιτέκτονα και τον πολιτικό μηχανικό ως μια παραβολή για τη δημιουργία στην τέχνη. Πυκνός, ενοχλητικός, σπουδαίος, προβοκάτορας, μισάνθρωπος, δίνει μια ταινία που ένα της πλάνο κουβαλάει τόσες πληροφορίες και τόσο μεγαλείο όσο ολόκληρες φιλμογραφίες φτασμένων συναδέλφων του. Παίζει όμως με τη φλόγα (χε χε χε) και είναι περισσότερες από μία οι φορές στις οποίες απλά... καίγεται. Και ο επίλογός του είναι εκείνος στον οποίο ακόμα και ο πιο υπομονετικός από τους θεατές, εγκαταλείπει. Ο Τζακ φυλάει τα πτώματα από τις δολοφονίες του σε ένα τεράστιο δωμάτιο – ψυγείο ως ένα installation της φρίκης. Από την άλλη πλευρά, όμως, μέσω μιας πόρτας που μένει κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια ερμητικά κλειστή, βρίσκεται η καυτή λάβα. Η Κόλαση. Εκεί, οι εικόνες παραπέμπουν σε αναγεννησιακούς πίνακες.

Εκεί, όμως, χάνεται και το παιχνίδι. Μακρόσυρτος και βασανιστικός, ο επίλογος δεν προσφέρει κάτι παραπάνω από την... τιμωρία του Τζακ. Και όποιοι θεατές είχαν μείνει εν εγρηγόρσει ως εκείνο το σημείο, παραδίδουν πνεύμα! Κλασικά, θα ανοίξει πολλές συζητήσεις η ταινία όταν θα αρχίσει να προβάλλεται εμπορικά στις αίθουσες. Θα υπάρχουν οι lovers και οι haters, με τους τελευταίους πολύ φοβάμαι να υπερτερούν. Το ότι πάντως, ένας άνθρωπος, κατορθώνει να φτιάξει μια ταινία πλημμυρισμένη από τις αντιφάσεις του, γεμάτη από συναρπαστικές ιδέες και χιούμορ που ξεπερνάει τα όρια του ανίερου, φέρνοντας τον θεατή του σε άβολη θέση, είναι κάτι που δίχως αμφιβολία, είναι σπουδαίο. Αν είναι και... καλό, μένει να κριθεί από τον ίδιο, τον καθένα θεατή ξεχωριστά.

Netemo sametemo Cannes 2018

Η ταινία από το Διαγωνιστικό Τμήμα με την οποία θα ασχοληθούμε σήμερα, μας έρχεται από την Ιαπωνία και ονομάζεται Netemo sametemo, με αγγλικό τίτλο «Asako I & II». Αυτή είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Ryûsuke Hamaguchi. Δύο από τις προηγούμενές του ήταν... πολύ μεγάλου μήκους! Η προηγούμενή του λοιπόν ξεπερνούσε σε διάρκεια της πέντε ώρες (!!!) ενώ έχει και μια ταινία που ξεπερνούσε τις τέσσερις ώρες! Το γεγονός ότι εδώ γυρίζει ταινία που είναι ένα λεπτό μικρότερη από τις δύο ώρες, είναι θείο δώρο! Κι ενώ με τις προηγούμενες ταινίες του έχει συμμετέχει σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο, με αυτήν παίρνει για πρώτη φορά μέρος σε ένα από τα τρία μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κινηματογραφικά φεστιβάλ, και μάλιστα στο διαγωνιστικό τμήμα!

Η υπόθεση: Η Άσακο είναι μια νεαρή και όμορφη κοπέλα που ζει στην Οσάκα. Όταν θα γνωρίσει τον Μπάκου, θα τον ερωτευθεί. Ο Μπάκου είναι ρέμπελος, χαλαρός, ωραίος τύπος, είναι αυτό που λέμε, ελεύθερο πνεύμα. Μια μέρα πάει για... τσιγάρα και εξαφανίζεται, χωρίς να δώσει κανένα ίχνος ζωής. Δύο χρόνια μετά, η Άσακο ζει πλέον στο Τόκιο. Νέα δουλειά, νέοι φίλοι, η ανάμνηση του Μπάκου, όμως, συνεχίζει να τη στοιχειώνει. Εντελώς τυχαία θα γνωρίσει τον Ριοχέι. Ο Ριοχέι μοιάζει εξωτερικά εξαιρετικά με τον Μπάκου! Είναι θαρρείς σαν δύο στάλες νερό. Μόνο που ως χαρακτήρας, ο Ριοχέι είναι εντελώς διαφορετικός από τον Μπάκου. Είναι ήσυχων τόνων, καλοσυνάτος, γλυκός, σταθερός, ρουτινιάρης, προβλέψιμος. Ο Ριοχέι θα ερωτευθεί την Άσακο. Μάλιστα, θα αρχίσουν να κάνουν σχέδια για μια κοινή ζωή. Είναι όμως η Άσακο ερωτευμένη με τον Ριοχέι; Ή μήπως θα τον παρατήσει στην ψύχρα μόλις μπει ξανά στο κάδρο ο Μπάκου;

Η άποψή μας: Βλέπεις πολλές ταινίες στο διαγωνιστικό τμήμα και αναρωτιέσαι γιατί επιλέχτηκαν για να συμμετάσχουν σε αυτό. Ε, με αυτήν την ταινία η... αναρώτηση χτύπησε κόκκινο. Τιναφτόρε; Για να εξηγούμαστε και να μην παρεξηγούμαστε. Δεν είναι κακή ταινία αυτή. Είναι απλά... συνηθισμένη. Χωρίς το κάτι το διαφορετικό, χωρίς το κάτι το συναρπαστικό. Μια γυναίκα ανάμεσα σε δύο άντρες που μοιάζουν εντελώς εξωτερικά αλλά διαφέρουν εντελώς εσωτερικά. Πάρα πολύ ωραία. Ε, και; Σαν αισθηματική κομεντί για την τηλεόραση, που αντί για εφήβους έχει πρωταγωνιστές ενήλικους. Με και καλά ρομερική αισθητική και λόγο.

Σε κανένα σημείο δεν μπόρεσα να μπω στη μενταλιτέ των ηρώων αυτής της ταινίας. Δύο σκηνές ξεχώρισα, τη μία για την αισθητική και την αρχιτεκτονική της και την άλλη για όλα όσα λέγονται κατά τη διάρκειά της. Στην πρώτη σκηνή, οι φρέσκιοι εραστές Άσακο και Μπάκου, ενώ βρίσκονται στο σκούτερ του, εμπλέκονται σε ατύχημα. Τους βλέπουμε ξαπλωμένους στην άσφαλτο, χτυπημένους ελαφρά, αλλά ευτυχισμένους, να γελάνε, να αγκαλιάζονται και ο κόσμος να μαζεύεται να τους χαζέψει. Αυτή η σκηνή είναι γυρισμένη στην Οζάκα. Η άλλη σκηνή είναι γυρισμένη στο Τόκιο. Η Άσακο είναι πλέον με τον Ριοχέι. Ο Ριοχέι παίρνει μαζί του έναν φίλο του για να πάνε να φάνε στο σπίτι μιας φίλης της Άσακο, που είναι ηθοποιός. Ε, όσα λέγονται για την τέχνη εκεί, γενικά, η κουβέντα που γίνεται, σε κεντρίζει το ενδιαφέρον. Οι παλινωδίες της Άσακο και ο διχασμός της σχετικά με ποιον άντρα να επιλέξει, τον συναρπαστικό και ασταθή ή τον γειωμένο και... κατοικίδιο, εμένα τουλάχιστον με εκνεύρισαν.

Και εντάξει, το φινάλε με το ποτάμι είναι ωραίο μεν αλλά και πάλι όχι τίποτε το ιδιαίτερο. «Τι βρώμικο ποτάμι» λέει ο Ριοχέι. «Ναι, αλλά τι όμορφο ποτάμι» λέει η Άσακο. Τι μέτρια ταινία, λέμε εμείς και πάμε για άλλα...

Lazzaro felice Cannes 2018

Και κλείνουμε τη σημερινή μας ανταπόκριση με μια ταινία από το τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Τίτλος της ταινίας Carmen y Lola ή Carmen & Lola αν προτιμάτε. Την ταινία σκηνοθέτησε η Arantxa Echevarria, βασισμένη σε σενάριο που έγραψε η ίδια. Και αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί. Μάλιστα, αυτή είναι η πρώτη ταινία Ισπανίδας που προβάλλεται στο συγκεκριμένο τμήμα, οπότε αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτιά.

Η υπόθεση: Η Κάρμεν είναι μια 18χρονη τσιγγάνα που ζει σε μια κοινότητα Ρομά στα προάστια της Μαδρίτης. Όπως κάθε άλλη γυναίκα που έχει συναντήσει ποτέ, είναι έτοιμη να ζήσει μια ζωή που επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά. Θα παντρευτεί έναν άνδρα που θα γνωρίσει λίγο πριν τον γάμο της, χωρίς να κάνουν σεξ πριν περάσουν την κουλούρα, θα μείνει στο σπίτι κατά βάση, θα γεννήσει και θα μεγαλώσει όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά. Αλλά μια μέρα συναντά τη Λόλα, μια ασυνήθιστη τσιγγάνα, μικρότερή της, η οποία δεν ταιριάζει καθόλου στο προφίλ των κοριτσιών της φυλής της.

Η Λόλα ονειρεύεται να πάει στο πανεπιστήμιο, ζωγραφίζει γκράφιτι πουλιών και της αρέσουν τα κορίτσια! Είναι κάτι που δεν μπορεί να φανερώσει προς τα έξω, γιατί η ζωή της θα καταστραφεί. Όμως, δεν θα κρύψει τον έρωτά της για την Κάρμεν, το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο, όπως της εξομολογείται. Αρχικά, η Κάρμεν όχι μόνο την αποπαίρνει αλλά την χλευάζει και τη μειώνει. Σιγά, σιγά όμως, θα υπάρξει ανταπόκριση και από τη μεριά της. Τα κορίτσια αναπτύσσουν μια σχέση απαγορευμένη για την κοινότητά τους. Πώς θα καταφέρουν να αντέξουν ενάντια σε όλους και σε όλα;

Η άποψή μας: Αυτή είναι άλλη μια ταινία από το φετινό φεστιβάλ που, κακή δεν τη λες, δεν κάνει όμως τη διαφορά. Οκ λοιπόν, μια ταινία για τον έρωτα δυο κοριτσιών στην κλειστή, συντηρητική κοινότητα των τσιγγάνων της Μαδρίτης. Φέτος στις Κάννες είχαμε μια ανάλογη ταινία, να περιγράφει την απαγορευμένη ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο κορίτσια στην συντηρητική κοινωνία της Κένυας, στο «Rafiki» συγκεκριμένα, το οποίο δεν είδα. Ο Paul Verhoeven στην επόμενη ταινία του, το «Blessed Mary», θα αφηγηθεί την απαγορευμένη ερωτική ιστορία δύο μοναχών στην συντηρητική Ιταλία του 17ου αιώνα. Τουλάχιστον ο τρελο-Ολλανδός είμαι σίγουρος πως θα μας «φτιάξει» με τις ερωτικές σκηνές που θα στήσει, είμαι σίγουρος γι' αυτό ο λιγούρης.

Αλλά το πάτερν ρε παιδιά είναι λίγο πολύ το ίδιο. Κλειστή κοινωνία, ένα κορίτσι διαφορετικό, που επαναστατεί απέναντι σε αυτό που είναι προδιαγεγραμμένο να κάνει εδώ και αιώνες, ένα άλλο κορίτσι, πιο συμβατικό, δύο κορίτσια που βρίσκουν τρυφερότητα, κατανόηση και γκάβλα η μία στην άλλη, αφού πρώτα υπάρξει απόρριψη, η προσπάθεια να μείνει το ειδύλλιο κρυφό, η αντίδραση όταν το ειδύλλιο βγαίνει στη φόρα και είτε κάτι τόσο δραματικό που να φτάνει στην τραγωδία (αυτοκτονία ξέρω 'γω ή δολοφονία από τους γονείς, που δεν αντέχουν το ξεφτιλίκι) ή απλά η φυγή προς αναζήτηση πιο ανεκτικών χώρων, πόλεων, περιοχών, θα σε πάρω να φύγουμε σε άλλη γη, σε άλλα μέρη που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει. Εδώ, η σκηνοθέτιδα έχει υπέρ της τουλάχιστον την αυθεντικότητα.

Οι ηθοποιοί είναι όλοι ερασιτέχνες και τους καταγράφει σε χώρους αληθινούς, εκεί όπου όντως ζουν και αναπνέουν. Υπάρχει ένας χαρακτήρας στην ταινία, μια κοπέλα, που διευθύνει ένα κέντρο προτρέποντας τους Ρομά να σπουδάσουν, να έρθουν σε επαφή με την τέχνη, να ανοίξουν το μυαλό τους. Εννοείται ότι αυτή θα είναι που θα δεχτεί τα πυρά των κλειστόμυαλων μελών της φυλής της. «Μην μου ξεσηκώνεις την κόρη, τι σπουδές και αηδίες, να μείνει εδώ, να με βοηθάει με τις δουλειές, να παντρευτεί, να κάνει παιδιά και φτου κι απ' την αρχή». Η Echevarria καταγράφει ψύχραιμα την όλη κατάσταση και κοιτάζει με τρυφερότητα τις δύο βασικές της πρωταγωνίστριες (που είναι φωτογενείς, να τα λέμε αυτά, αλλά εμένα μου φαίνονται αρκετά μεγαλύτερες σε ηλικία από αυτό που υποτίθεται πως είναι στην ταινία). Εκεί που χάνεται η μπάλα και το όλον εξοκείλει στο φολκλόρ και το μελόδραμα, είναι όταν ο πατέρας της μίας κοπέλας μαθαίνει ότι η κόρη του είναι λεσβία. Φωνές, ουρλιαχτά, υπερβολικό παίξιμο, υπερβολή όλα.

Το φινάλε είναι εύκολο μεν και ανοιχτό, αλλά και όμορφο ταυτόχρονα. Αφήνει μια αισιοδοξία ότι τα δύο κορίτσια μπορούν να κολυμπήσουν στα βαθιά. Ή να πετάξουν, σαν τα πουλιά που εμφανίζονται σε πολλές μορφές μέσα στην ταινία. Είθε η Κάρμεν και η Λόλα να αντέξουν...

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »

Η Τελευταία Σημαία (Last Flag Flying) PosterΕις το όνομα του Υιού... Πρόκειται για την ταινία που ορίστηκε να εκκινήσει το μεγάλο 55ο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Νέας Υόρκης και που δεν είναι άλλη από την καινούργια δημιουργία του πάντοτε εξαιρετικού Richard Linklater, με τον τίτλο Last Flag Flying, ένα συναισθηματικά φορτισμένο δράμα, με έκδηλες γλαφυρές πινελιές, όπως ακριβώς προστάζει η τεχνοτροπία του συγκεκριμένου δημιουργού. Βρισκόμαστε στο 2003 και τριάντα ακριβώς χρόνια από τότε που υπηρέτησαν μαζί στο Βιετνάμ, ο γιατρός Λάρι Σέπερντ, ο απόστρατος πεζοναύτης Σαλ Νίτον και ο πρώην στρατιώτης και νυν ιερέας Ρίτσαρντ Μούλερ, πρέπει να βρεθούν και πάλι, σε ένα ιδιόμορφο ριγιούνιον, προκειμένου να οδηγήσουν στην τελευταία του κατοικία, τον γιο του Ντοκ, που μόλις έχασε την ζωή του, πολεμώντας στο μέτωπο του Ιράκ. Αποφασισμένος να μην ταφεί το παιδί του στο στρατιωτικό κοιμητήριο του Άρλινγκτον, αλλά στην γενέτειρα του, στην ανατολική ακτή και την επαρχία του Νιου Χάμπσαίρ, οι τρεις άντρες θα ξεκινήσουν ένα μακρύ ταξίδι γεμάτο θύμησες από την εποχή του πολέμου, που ακόμη έχουν καλά φυλαγμένες μέσα στις καρδιές τους. Εξαιρετικό και συγκινησιακά τονισμένο το τρέιλερ του έργου που βασίζεται σε μυθιστόρημα του Darryl Poniscan και ουσιαστικά ορίζει ένα άτυπο σίκουελ του The Last Detail του ιδίου, που έχει επίσης υπάρξει ταινία με τον Jack Nicholson και τον Randy Quaid. Η ταινία κατόπιν των εορταστικών εκδηλώσεων στο Big Apple στα τέλη Σεπτέμβρη, αναμένεται να βγει στους κινηματογράφους της Αμερικής στις 3 Νοεμβρίου από την Amazon Studios.

LΗ Τελευταία Σημαία (Last Flag Flying) Movie

Καταπληκτική, ποιοτική και έμπειρη η τριάδα των πρωταγωνιστών που καλείται να ενσαρκώσει τους πρώην συνφαντάρους. αποτελούμενη από τον βιρτουόζο Steve Carell, τον πολύ δυναμικό Bryan Cranston και τον ξεχωριστό Laurence Fishburne, ένα τρίο που πολύ δύσκολα θα αφήσει τους σινεφίλ αλλά και τις σχετικές βραβεύσεις ερμηνείας, ασυγκίνητους.

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Μαΐου 2018 από την Seven Films!

Περισσότερα... »

Γκωγκέν (Gauguin) Poster ΠόστερΓκωγκέν
του Édouard Deluc. Με τους Vincent Cassel, Ian McCamy, Pernille Bergendorff, Tuheï Adams, Malik Zidi, Marc Barbé, Samuel Jouy


Άγιος Γκογκέν!
του zerVo (@moviesltd)

Η αξία του καλλιτεχνικού του έργου, ανεκτίμητη και αδιαμφισβήτητη. Ο Πολ Γκογκέν άλλωστε στους εικαστικούς κύκλους θεωρείται όχι μόνον ένας από τους κορυφαίους του μετα-ιμπρεσιονισμού αλλά και μια πραγματική ιδιοφυΐα που ενέπνευσε κατοπινά μια ολόκληρη γενιά ζωγράφων, ανάμεσα τους και τον κορυφαίο Πάμπλο Πικάσο. Η πολυτάραχη προσωπική του ζωή είναι εκείνη που έχει στις ημέρες μας προβληματίσει τους μελετητές του βίου του, καθώς ενδείξεις της διαδρομής του, εντός κι εκτός της γαλλικής επικράτειας, κάνουν λόγο για έναν εκ πεποιθήσεως μέθυσο, γυναικά, κάκιστο οικογενειάρχη και ακόμη χειρότερα για έναν βάναυσο και βίαιο τύπο, που φερόταν με αβάσταχτη σκληρότητα στις συμβίες του. Οι πιο κακές γλώσσες αναφέρουν δε, πως κάποιες εξ αυτών, στην ερωτική τους γνωριμία με τον καλλιτέχνη, δεν ξεπερνούσαν την ηλικία των 13 ετών...

Γκωγκέν (Gauguin) Quad Poster Πόστερ
Με την οικονομική κατάσταση στο Παρίσι των τελών του 19ου αιώνα να περνά περιόδους ακραίας ύφεσης και με τις αρτίστικες ανησυχίες του να έχουν ανέβει επίπεδο κατά τρόπο που να μην τον κρατούν άλλο στην Πόλη του Φωτός, ο ικανότατος αλλά όχι ακόμη αναγνωρισμένος στο μέγεθος που του πρέπει, ζωγράφος, Πολ Γκογκέν, θα πάρει το ρίσκο να διαφύγει στο εξωτερικό, αναζητώντας καινούργιες καλλιτεχνικές διεξόδους, στην μακρινή Πολυνησία. Απογοητευμένος από την στάση της αδιάφορης για το έργο του, Δανέζας συζύγου του, θα πάρει την απόφαση να φύγει μακριά της, αλλά και από τα πέντε ανήλικα παιδιά του, επιχειρώντας στα 35 του χρόνια ένα καινούργιο ξεκίνημα στην ανεξερεύνητη γαλλική αποικία της Ταϊτής.

Απομονωμένος από τον πολιτισμό, δίχως έσοδα και φιλάσθενος ο Γκογκέν θα κόψει μονομιάς τους δεσμούς με την πατρίδα του, ερχόμενος σε άμεση επαφή με τους πάμφτωχους ντόπιους ιθαγενείς, που οι φραντσέζικες κατοχικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται στυγερά, ως φτηνά χέρια εργασίας επί του τοπικού παραγωγικού πλούτου. Αποτέλεσμα της επικοινωνίας του με τους Πολυνήσιους θα είναι να δεχτεί την πρόταση τους για να πάρει ως γυναίκα του, μια από τις πιο όμορφες κοπέλες της φυλής τους, την συνεσταλμένη Τεχούρα. Μια νεαρή εξωτική καλλονή, που αυτόματα θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τον εξασθενημένο μεσήλικα, δίνοντας του την ώθηση που ζητούσε για να σχεδιάσει στον καμβά κάποια από τα πιο διάσημα αριστουργήματα του.

Ουσιαστικά λοιπόν αυτό εδώ το βιογραφικό δράμα δεν ορίζει ακριβής βιογραφία του εικαστικού, αλλά επιχειρεί να προβάλλει ένα μέρος από το δεύτερο στάδιο του προσωπικού και καλλιτεχνικού του βίου, που έλαβε χώρα στις παράκτιες ατόλες της Ωκεανίας, εκεί όπου έχουν ρίξει από καιρό τις δαγκάνες τους οι πανίσχυροι συμπατριώτες του, κλέβοντας ότι πολύτιμο θα μπορούσαν να τους προσφέρουν οι παρθένοι ακόμη επίγειοι παράδεισοι. Με την καρδιά του να μην βαστά, την πνευμονία να τον έχει τσακίσει και τα πόδια του λυγισμένα από την υγρασία να μην τον βαστούν, ο Γκογκέν θα κληθεί όχι μόνο να σκιτσάρει καινούργια πονήματα στην λινάτσα, αλλά και να δείξει έστω σε προχωρημένη ηλικία πως είναι ικανός να κρατήσει δίπλα του μια τόσο όμορφη και κατά πολύ νεότερη του σύζυγο. Την ίδια ώρα που οι μνηστήρες, γερότεροι και ομορφότεροι καραδοκούν...

Θα περίμενε κανείς πως η παρουσίαση αυτού του κομματιού της ζωής του Γκογκέν θα είχε έτσι λίγο πιο πιπεράτη υφή, ασχολούμενη, έστω και επιδερμικά με τα ζητήματα που έχουν τεθεί, γύρω από το ανάρμοστο του χαρακτήρα του. Αντιθέτως κάτι τέτοιο στην παρουσίαση του Edouard Deluc δεν συμβαίνει ποτέ. Αρχής γενομένης από την στάση της κυράς του, να φύγει μαζί με τα τέκνα της για το (εχθρικό για τον ζωγράφο) πατρικό της στην Σκανδιναβία, που κατά κάποιο τρόπο τον απενοχοποιεί για την απόφαση του να διαφύγει (για σεξουαλικό τουρισμό όπως τον κατηγορούν) στην Γαλλική Πολυνησία, γίνεται αντιληπτό πως η άδεια που δόθηκε από τους απογόνους του στην παραγωγή, έθεσε ως βέτο να μην πέσουν στο τραπέζι ζητήματα περί της ηθικής του. Πουθενά λοιπόν δεν γίνεται λόγος περί παιδοφιλίας, περί σχέσεων του με όλες τις πόρνες του νησιού, περί των αφροδισίων νόσων που κόλλησε όλους όσους ήρθαν σε επαφή μαζί του, κατηγορίες που του έχουν αποδοθεί 150 χρόνια κατοπινά της δράσης του, αμαυρώνοντας όπως είναι φυσικό το μέγεθος της προσωπικότητας του.

Ως εκ τούτου στον σχεδόν Gauguin, γινόμαστε μάρτυρες μιας αγιοποίησης του καλλιτέχνη, ειδικά στις στιγμές που τον βλέπουμε να κουβαλά σακιά ως ο πιο περιφρονημένος αχθοφόρος, ώστε να καταφέρει να ζήσει το κορίτσι που τον περιμένει (κλειδωμένο) πίσω στην ξύλινη παράγκα. Ελάχιστες είναι οι αναφορές επίσης στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής, που θα ήταν πραγματικά μια πολύ ενδιαφέρουσα ως πτυχή αν την ανέλυε ο σκηνοθέτης Edouard Deluc. Εκεί που το φιλμ ξεχωρίζει πάντως είναι στην έξοχη κινηματογράφηση των πανέμορφων τοπίων του Ειρηνικού, που στέκουν ως πολύχρωμα φυσικά φόντα της ματιάς και ύστερα της ζωγραφιάς του Γκογκέν. Τον οποίο αποδίδει υποκριτικά με την γνωστή του αέρινη άνεση ο Vincent Cassel, ανεβάζοντας με την παρουσία του και μόνο ένα λέβελ πάνω μια παραγωγή, που υπό άλλες συνθήκες θα φάνταζε το λιγότερο αναιμική.

Γκωγκέν (Gauguin) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Μαΐου 2018 από την Seven Films!
Περισσότερα... »



Cannes Film Festival 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Ευτυχισμένος Λάζαρος!

Σιγά μην χάσω ευκαιρία να συνδυάσω την επικαιρότητα με αυτά που γίνονται στο φεστιβάλ Καννών. Μια από τις ταινίες του φετινού διαγωνιστικού τμήματος λέγεται «Lazzaro felice», μας έρχεται από την Ιταλία, η σκηνοθεσία είναι της Alice Rohrwacher (θα μιλήσουμε αναλυτικά για την ταινία παρακάτω στη σημερινή ανταπόκριση) και η ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά είναι «Ευτυχισμένος Λάζαρος»! Ε, μια χαρά δεν ταιριάζει με την μεταγραφή του Λάζαρου Χριστοδουλόπουλου (του επονομαζόμενου και ως «μπετατζή») από την ΑΕΚ στον Ολυμπιακό; Σήμερα ανακοινώθηκε. Βέβαια, η ΑΕΚ ισχυρίζεται ότι ο ποδοσφαιριστής είχε υπογράψει συμβόλαιο για ακόμα έναν χρόνο. Οπότε θα έχουμε σίριαλ καλοκαιριάτικα. Μια χαρά, να περνάει η ώρα...

Στο φεστιβάλ επιτέλους εμφανίστηκαν ταινίες που συζητιούνται, που δημιούργησαν αίσθηση, που μπορείς να τις πεις από καλές έως πολύ καλές. Τυχαίνει λοιπόν σ' αυτήν την ανταπόκριση να αναφερθούμε σε ταινίες από το Διαγωνιστικό Τμήμα.

BlacKkKlansman Cannes 2018

Ο Spike Lee είναι παλιός γνώριμος του φεστιβάλ των Καννών. Ήδη, με την πρώτη του ταινία, το «She's Gotta Have It» (1986) βρέθηκε στην Κρουαζέτ. Πρώτη φορά πήρε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα το 1989 με το «Do the Right Thing». Συνολικά, έχει παραβρεθεί στο παρελθόν πέντε φορές στις Κάννες, τις δύο στο διαγωνιστικό τμήμα. Η δεύτερη φορά λοιπόν ήταν το 1991 όταν διαγωνίσθηκε για τον Χρυσό Φοίνικα με το «Jungle Fever». 27 ολόκληρα χρόνια μετά, ο σπουδαίος αν και άνισος Αφροαμερικάνος σκηνοθέτης είναι και πάλι στις Κάννες, για έκτη φορά συνολικά, με την 23η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας της καριέρας του. Τίτλος της: BlacKkKlansman. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Αφροαμερικανού αστυνομικού Ron Stallworth, που περιγράφει την εμπειρία του και την επαφή του με την Κού Κλουξ Κλαν του Κολοράντο. Ο Jordan Peele εκτελεί χρέη παραγωγού. Και ο Spike Lee επιτέλους μετά από πολλά πολλά χρόνια, κάνει μια όχι απλά καλή ταινία – κάνει μια σπουδαία ταινία.

Η υπόθεση: ΗΠΑ, αρχές της δεκαετίας του '70. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ μαίνεται και ο αγώνας για να κερδίσουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα οι μαύροι είναι συνεχής, με καθημερινές, μικρές κατακτήσεις. Ο Ron Stallworth είναι ένας Αφροαμερικάνος που θέλει να γίνει αστυνομικός. Και γίνεται ο πρώτος Αφροαμερικάνος αστυνομικός στην ιστορία του Κολοράντο Σπρινγκς. Αφού περάσει από διάφορα τμήματα, στα οποία βαριέται και δέχεται προσβολές, τον μεταφέρουν τελικά στο τμήμα πληροφοριών. Μια μέρα ο Ron εντελώς αυθόρμητα τηλεφωνεί σε έναν αριθμό που βρίσκει σε εφημερίδα: είναι μια διαφήμιση της Κου Κλουξ Κλαν, που αναζητά νέα μέλη. Απαντά αυτόματος τηλεφωνητής.

Προς μεγάλη του έκπληξη, λίγο μετά, ένας από τους πιο σημαντικούς ρατσιστές της πόλης, του τηλεφωνεί. Αγνοεί ότι είναι μαύρος. Και τον καλεί να περάσει από τα γραφεία της Οργάνωσης, όπως χαρακτηρίζει την ΚΚΚ! Ο Ron εννοείται ότι δεν μπορεί να εμφανιστεί. Τη θέση του παίρνει ο Flip Zimmerman, λευκός Εβραίος, που εισχωρεί στα άδυτα της Οργάνωσης. Αστυνομικός κι αυτός, κατορθώνει να προσεγγίσει τα ανώτερα στρώματα των ρατσιστών, που θέλουν μια Λευκή Αμερική, απαλλαγμένη από μαύρους και Εβραίους. Η αστυνομική επιχείρηση έχει ως στόχο να εξαρθρωθεί η τοπική οργάνωση και να γίνει πρόληψη πιθανής τρομοκρατικής επίθεσης. Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο Ron ερωτεύεται μια παθιασμένη συντρόφισσα – μέλος των «Μαύρων Πάνθηρων».

Η άποψή μας: Αυτή ναι, είναι μεγάλη ταινία. Κι αυτό επειδή πετυχαίνει όλους τους στόχους τους οποίους θέτει. Αρχικά, αφηγείται μια αληθινή ιστορία, που αν δεν ήξερες ότι είναι αληθινή, θα έλεγες ότι αυτά τα πράγματα γίνονται μόνο στις ταινίες! Κατά δεύτερον, το ύφος της ταινίας κατορθώνει να συνδυάσει τη σοβαρότητα του θέματος με το οποίο καταπιάνεται, με έναν πολύ ευχάριστο και καλοδεχούμενο, κωμικό τόνο. Η ταινία λοιπόν είναι διασκεδαστική. Ο κόσμος τη βλέπει και περνάει καλά. Δεν κρεμάει σε ρυθμό. Δεν σε πετάει έξω. Τρίτον, οι ερμηνείες είναι απολαυστικές. Από τον πρωταγωνιστή John David Washington, γιο του Denzel (ο οποίος έχει παίξει σε μπόλικες ταινίες του Lee) μέχρι τους φοβερούς και τρομερούς Adam Driver, στο ρόλο του Flip, Michael Buscemi (αδελφό του Steve) και Topher Grace, που είναι σπουδαίος ως David Duke, έναν υψηλά ιστάμενο ΚΚΚ, που συνεχίζει να λύνει και να δένει, αποτελώντας την πολιτική φωνή των White Supremasists.

Τέταρτον, γίνονται πάρα πολλές αναφορές στην μαζική κουλτούρα της εποχής, από τις ταινίες τύπου Shaft και τα blaxploitation μέχρι τι σήμαινε για έναν μαύρο να βλέπει τον... Ταρζάν. Τα τραγούδια, τα ρούχα, τα μαλλιά (ω, ναι, τα μαλλιά), τα αυτοκίνητα δίνουν ένα απολαυστικά ζωντανό και ταιριαστό μπαγκράουντ. Αλλά μας δείχνει και ταινίες που επηρέασαν το πως βλέπει ο κόσμος τους μαύρους. Η ταινία ανοίγει χαρακτηριστικά με σκηνή από το «Όσα παίρνει ο άνεμος» και στο μέσον της περίπου κάνει αναφορά στη «Γέννηση του έθνους» του D.W. Griffith, ταινία που αποθεώνει την Κου Κλουξ Κλαν και περιγράφει με μελανά χρώματα τους μαύρους, Το κυριότερο επίτευγμα της ταινίας, όμως, είναι το γεγονός ότι αυτή είναι μια ταινία που σου δίνει την αίσθηση του επείγοντος. Αναφέρεται στο παρελθόν αλλά μιλάει για το τώρα. Ο Harry Belafonte, σε μια λυρικά αφηγηματική σκηνή, περιγράφει στο παρόν της ταινίας ένα περιστατικό λιντσαρίσματος σε φίλο του, από το οποίο γλύτωσε ο ίδιος κατά το παρελθόν.

Ο Spike Lee κατ' αναλογία μιλάει για κάτι που συνέβη στο παρελθόν αλλά – δυστυχώς – είναι τρομερά επίκαιρο. Ο Donald Trump, πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν καταδικάζει τη δράση της ακροδεξιάς στις ΗΠΑ. Διάβολε, έχει φιλικές σχέσεις με μέλη της. Σε πολλά σημεία της ταινίας η ρητορική των μελών της ΚΚΚ είναι απολύτως όμοια με εκείνη του Trump, 50 χρόνια μετά! Λες και τίποτε δεν άλλαξε! Ακόμα δολοφονούνται μαύροι στους δρόμους των γκέτο. Ακόμα ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει. Η ομιλία που δίνει ένας από τους ηγέτες των «Μαύρων Πάνθηρων» σε μια αδελφότητα μαύρων φοιτητών αποκαλύπτει σε όλο του το μεγαλείο το πρόβλημα των σχέσεων με τους λευκούς φασίστες. Και ακούγεται τόσο μα τόσο επίκαιρο.

Η συνέντευξη τύπου που έδωσε ο Spike Lee εδώ στις Κάννες, με αφορμή την προβολή της ταινίας, ήταν η πιο πολιτική που έχει ακουστεί σε αυτά τα μέρη της Γαλλίας εδώ και πολύ καιρό. Αρνήθηκε να πει το όνομα του Trump και τον αποκάλεσε «that motherfucker»! Και η ταινία απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα μετά τα γεγονότα του Αυγούστου του 2017, όπου στο Charlottesville ακροδεξιός έπεσε με το αμάξι του πάνω σε διαδηλωτές που εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην ΚΚΚ και σκότωσε μια κοπέλα! Τα γυρίσματα της ταινίας του είχαν ολοκληρωθεί, ο Lee όμως δεν έχασε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το πραγματικό υλικό από αυτήν την δολοφονική επίθεση! Ζήτησε την άδεια από την οικογένεια της κοπέλας να δείξει το υλικό και το μόνταρε στο φινάλε.

Πείτε τον προβοκάτορα, πείτε τον λαοπλάνο, πείτε τον στρατευμένο, πείτε ότι μανιπουλάρει τους θεατές, πείτε τον όπως θέλετε, αλλά ο Spike Lee και αυτή η ταινία χρειάζονται σήμερα. Συμβαίνει τώρα και απαιτείται επαγρύπνηση και αντίσταση. Διαφορετικά, η ανάποδη αστερόεσσα θα δηλώνει την αμετάκλητη παράδοση της μεγαλύτερης υπερδύναμης του κόσμου στα πιο συντηρητικά μίσθερνα όργανα του καπιταλισμού και των νεοφιλελέ ever. Άξιος και μπράβο του.

En guerre Cannes 2018

Ο Stéphane Brizé εμφανίστηκε στο φεστιβάλ των Καννών με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το «Le bleu des villes» (1999). Επανεμφανίστηκε στις Κάννες 16 χρόνια μετά. Το 2015 λοιπόν λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα με την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Ο νόμος της αγοράς», μια ταινία που τιμήθηκε με το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής, αλλά κέρδισε και το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον συγκλονιστικό Vincent Lindon. Και φέτος, μετά από ένα διάλειμμα στο οποίο η προηγούμενη ταινία του παίχτηκε στη Βενετία, επιστρέφει στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών με την ταινία En guerre (αγγλικά: At War). Μια ταινία που σφραγίζει την τέταρτη συνεργασία των δύο ανδρών.

Η υπόθεση: Αφού υποσχέθηκαν σε 1100 εργαζόμενους ότι θα προστατεύσουν τη δουλειά τους για τα επόμενα πέντε χρόνια, αρκεί να δουλεύουν υπερωρίες σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και χωρίς να παίρνουν τα μπόνους που δικαιούνται βάση νόμου, οι διαχειριστές ενός εργοστασίου και συγκεκριμένα της Perrin Industrie, αποφασίζουν να το κλείσουν μετά από μόλις δύο χρόνια και να το μεταφέρουν αλλού, αθετώντας τις υποσχέσεις τους. Δεν τους νοιάζει ότι θα αφήσουν 1100 ανθρώπους στο δρόμο και μάλιστα μετά από οικονομικά έτη στα οποία καταγράφουν κέρδη πολλών εκατομμυρίων ευρώ. Ο συνδικαλιστής Λοράν Αμεντεό ηγείται των εργατών στις δυναμικές κινητοποιήσεις ενάντια σε αυτήν την απόφαση. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτός και οι συνάδελφοί του προκειμένου να μην χάσουν τις δουλειές τους;

Η άποψή μας: Αν η ταινία του Spike Lee έχει τη στάμπα του επείγοντος, η ταινία του Stéphane Brizé έχει την αίσθηση του κατεπείγοντος! Γιατί καλοί οι έρωτες και οι βιογραφίες, ορθόδοξες και ανορθόδοξες, καλοδεχούμενες οι αρτίστικες ασκήσεις ύφους και οι καταθέσεις πάνω στη βία και την εκδίκηση, θεμιτά τα blockbuster και τα θρίλερ ανατροπών, αλλά σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε ένα σινεμά καίρια πολιτικό. Μπορεί να χλευάζεται ως αναχρονιστικό, μπορεί η ταξική πάλη να ακούγεται πλέον ως ανέκδοτο στην εποχή των social media αλλά τώρα, την ώρα της μεγάλης απαξίωσης είναι περισσότερο από ποτέ έκδηλη η ανάγκη για αγώνα, για μάχη, για πόλεμο. Εξ ου και ο τίτλος της ταινίας. «Σε πόλεμο».

Μιας ταινίας που ανοίγει με ένα απόφθεγμα του Μπρεχτ: «Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει». Κι επειδή η φάση στην εποχή μας είναι «τι αγώνας και μαλακίες, ο πόλεμος έχει ήδη χαθεί», κάθε συζήτηση για διεκδίκηση κατακτήσεων αιώνων (τις οποίες απεμπολίζουμε με χαρακτηριστική ευκολία) σε κατατάσσει αυτόματα στους γραφικούς αυτού του κόσμου, κάθε προσπάθεια για συλλογικότητες είναι χαμένη από χέρι, μιας που ζούμε στην εποχή του εγώ και του «εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα;», τις χρειαζόμαστε αυτές τις ταινίες περισσότερο από ποτέ. Εντάξει, κατασκευαστικά, δεν κάνει κάτι πρωτοποριακό ο Brizé. Η κάμερά του επικεντρώνεται στα πρόσωπα και σε αυτά που λένε. Στις διαβουλεύσεις. Στις συζητήσεις. Στις διαπραγματεύσεις με τα αφεντικά. Στους έντονους διαξιφισμούς μέσα στις τάξεις των απεργών. Ναι, γιατί το κεφάλαιο κερδίζει πάντα την ταξική μάχη επειδή ξέρει καλά το παιχνίδι του «διαίρει και βασίλευε».

Πώς μπορώ να κερδίσω σε έναν μαζικό αγώνα όταν αυτοί που υποτίθεται πως αγωνίζονται μαζί μου ξεπουλιούνται με την πρώτη ευκαιρία; Οι... ρεαλιστές; Οι πουθενάδες; Οι νεοφιλελέ; Για ένα κομμάτι ψωμί ρε φίλε. Ξεπουλιούνται. Και φέρνουν σε δύσκολη θέση τους μέχρι πρότινος συναγωνιστές τους. Συζητήσεις επί συζητήσεων και ως ένα σημείο η ταινία που θύμισε κατασκευαστικά και ως ύφος το περσινό «120 χτύποι το λεπτό». Κι εκεί είχαμε συνεχόμενες συζητήσεις για το πρόβλημα του Aids και την αναζήτηση των τρόπων για να ευαισθητοποιηθεί μια αναίσθητη κεντρική εξουσία.

Εδώ απλά ο Brizé είναι πιο άμεσος, πιο νευρικός, πιο γρήγορος. Αυτό που κάνει μοιάζει αρκετά με ντοκιμαντέρ. Το να ακούς τις κουβέντες από τα τσιράκια των αφεντικών ή και των ίδιων των αφεντικών στην ταινία είναι σαν να ακούς αυτά που τόσα χρόνια μας ταΐζουν από τα κατευθυνόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και δεν δουλεύουν πολύ. Για να γίνει ανταγωνιστική η οικονομία πρέπει να μειωθούν οι θέσεις εργασίας, να μειωθούν οι μισθοί, να παρθούν μια σειρά από αντεργατικά μέτρα. Και η ανεργία να θερίζει! Κι έχεις τους άλλους να σπάζουν την απεργία για να πάρουν κάτι παραπάνω, πέρα από την αποζημίωση. Δεν καταλαβαίνουν πως με το κλείσιμο του εργοστασίου δεν θα δουλέψουν ποτέ ξανά. Η αντίδρασή τους είναι κοντόφθαλμη, λούμπεν, οπορτουνιστική. Έτσι όμως δεν γίνονται θαύματα. Κι όταν τα αφεντικά σπείρουν τη διχόνοια και στρέψουν τους πιο αδύναμους από τους εργαζόμενους εναντίον των ηγετών τους, που το μόνο που θέλουν είναι να βοηθήσουν εαυτούς και αλλήλους, εκείνοι οι ηγέτες βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση. Η ταινία είναι σπουδαία με όλα όσα λέει καθαρά και ξάστερα. Χρειάζεται όμως να φτάσει στο φινάλε για να απογειωθεί. Αρκετοί θα είναι εκείνοι που θα κλοτσήσουν. Ας είναι.

Βρήκα τη λύση που προκρίνει ο σκηνοθέτης ως την πιο ενδεδειγμένη. Γιατί η εργατική τάξη τρώει τα παιδιά της. Αλλά... είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε, πώς να το κάνουμε; Όλη η ταινία είναι μια καταγραφή ενός αγώνα να μην κλείσει το εργοστάσιο. Αν ο σκηνοθέτης επιλέξει ως φινάλε της ταινίας να κερδίσουν οι εργάτες στον αγώνα τους, θα κατηγορηθεί για αφέλεια, για καμία σύνδεση με την πραγματικότητα, για ψεύτικο μελοδραματισμό, για ακαδημαϊσμό και συντηρητικότητα. Αν επιλέξει να δείξει τους εργάτες απλά να χάνουν, θα είναι μια ηττοπαθής επιλογή. Θα είναι σαν να λέει: «παιδιά, μην αγωνίζεστε, γιατί είναι μάταιο όλο αυτό, θα χάσετε». Υπάρχει και η λύση που προκρίνει τελικά. Που μπορεί να φαίνεται υπερβολική από μερικούς ή δημαγωγική ή ψεύτικη. Αλλά ισχύει ακριβώς ότι και με την ταινία του Lee. Το μήνυμα εδώ έχει τη μεγαλύτερη σημασία.

Μια ταινία που θυμίζει το σινεμά του Ken Loach. Μια ταινία στην οποία οι περισσότεροι που εμφανίζονται είναι πραγματικά εργάτες και όχι ηθοποιοί. Μια ταινία στην οποία η μουσική που έγραψε ο πρωτοεμφανιζόμενος Bertrand Blessing είναι απλά συγκλονιστική. Μια ταινία την οποία χειροκροτούσε επί τέταρτο, όρθιο, το κοινό στην επίσημη προβολή της ταινίας, με τους συντελεστές να είναι όλοι πολύ συγκινημένοι. Μια ταινία που, για μένα, είναι η καλύτερη του διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ ως τώρα.


Lazzaro felice Cannes 2018

Η Alice Rohrwacher είναι η μικρή αδελφή της ηθοποιού Alba Rohrwacher – έχουν τρία χρόνια διαφορά. Τρεις είναι και οι ταινίες που έχει σκηνοθετήσει η Alice. Η πρώτη ήταν το «Corpo celeste» (2011), με το οποίο συμμετείχε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» εκείνη τη χρονιά στις Κάννες. Η δεύτερη ήταν η ταινία «Τα θαύματα» (Le meraviglie, 2014), που συμμετείχε επίσης στο φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς και μάλιστα στο διαγωνιστικό τμήμα, όπου και τιμήθηκε με το Βραβείο της Επιτροπής. Η τρίτη της ταινίας είναι το Lazzaro felice (ή αγγλιστί «Happy as Lazzaro» και συμμετέχει επίσης στο διαγωνιστικό. Για να δούμε αν θα έχει κάποιου είδους ανταμοιβή η ανοδική πορεία της Ιταλίδας σκηνοθέτιδας...

Η υπόθεση: Ο Λάζαρο είναι ένας νεαρός αγρότης τόσο καλός κι έτοιμος να βοηθήσει τους πάντες, που πολλοί είναι εκείνοι που τον θεωρούν χαζούλη, ότι δεν κόβει το μυαλό του, ότι είναι αργόστροφος. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '90. Ο Λάζαρο ζει στο απομονωμένο χωριό Ινβιολάτα, μαζί με τους συγχωριανούς του, που όλοι δουλεύουν για την μαρκησία Αλφονσίνα ντε Λούνα, την επονομαζόμενη και βασίλισσα των τσιγάρων, η οποία τους εκμεταλλεύεται. Όπως κάθε καλοκαίρι, η μαρκησία πηγαίνει στην έπαυλή της, κουβαλώντας μαζί της και τον έφηβο γιο της, τον Τανκρέντι.

Ο Τανκρέντι βαριέται απίστευτα στην εξοχή. Το κινητό του δεν έχει σήμα και δεν έχει πολλά πράγματα να κάνει. Και καθώς θέλει να πικάρει τη μητέρα του, ζητάει από τον Λάζαρο να τον βοηθήσει να στήσει την απαγωγή του! Αυτή η περίεργη και απίθανη συμμαχία είναι μια αποκάλυψη για τον Λάζαρο. Πρόκειται για μια φιλία τόσο πολύτιμη που θα ταξιδέψει μέσα στον χρόνο...

Η άποψή μας: Η Alice Rohrwacher είναι πολύ σπουδαίο ταλέντο. Είναι ολοφάνερο αυτό στην εικόνα τούτης της ταινίας, στο πως χρησιμοποιεί την κάμερα, στο πως στήνει τον μύθο της. Κινηματογραφώντας με φιλμ 16mm, περιγράφει μια ιστορία που μοιάζει αληθινή αλλά είναι και παραμύθι. Ναι, θαρρείς πως όλο το σπουδαίο, παλιό, ιταλικό σινεμά βρίσκεται συμπυκνωμένο σε κάθε εικόνα τούτης της ταινίας, με πιο προφανή αναφορά στο σινεμά των αδελφών Taviani. Κάνει και λαογραφία, καταθέτει έναν ύμνο στην ύπαιθρο της χώρας της, δίνει μια ελεγεία για την ανθρώπινη καλοσύνη και στηρίζει σθεναρά τη δύναμη της φιλίας, την τόσο απαραίτητη και εντέλει τόσο λειτουργική, όταν είναι εφικτό να παραβλεφθούν τάξεις, χρήματα, κοινωνικές και διαφορές ανατροφής και γνωστικές. Δεν είναι προγονόπληκτη (από τις πιο διαδεδομένες αρρώστιες παλιών Ελλήνων σκηνοθετών) ούτε απορρίπτει το παρελθόν (από τις πιο διαδεδομένες αρρώστιες νέων Ελλήνων σκηνοθετών).

Κοιτάει με νοσταλγία αυτό που υπήρχε και με μελαγχολία αυτό που υπάρχει. Την Ιταλία της κρίσης, της φτώχειας, της μιζέριας. Ο μαγικός της ρεαλισμός είναι πιο μαγικός όταν επικεντρώνεται στο παρελθόν και πιο ρεαλισμός όταν αναφέρεται πλέον στο παρόν. Και στο μέσον όλο αυτού, ο Λάζαρο. Ένα αγόρι χωρίς ίχνος κακίας μέσα του, που κάνει αγόγγυστα ότι του πούνε, που βρίσκει τρόπο να απολαμβάνει τα μικρά πράγματα στη ζωή, που έχει τα καταφύγια και τις κρυψώνες του, που λάμπει αλλιώς όταν κάποιος δεν του ζητάει απλά να κάνει μια δουλειά αλλά του ζητάει τη φιλία του. Ο Adriano Tardiolo που τον υποδύεται, δεν είναι ηθοποιός και φαίνεται αυτό. Είναι η πρώτη του κινηματογραφική παρουσία, έχει όμως το βλέμμα και το κατάλληλο πρόσωπο για το ρόλο. Είναι ο Λάζαρος, ο πρώτος άνθρωπος που αναστήθηκε, και είναι ευγνώμων για το δώρο της ζωής.

Στο πρώτο μέρος η επαγγελματίας ηθοποιός ήταν η Nicoletta Braschi. Στο δεύτερο μέρος (ναι, η ταινία μπορεί εύκολα να χωριστεί σε δύο εντελώς διακριτά μέρη) βλέπουμε την Alba Rohrwacher και τον Sergi López να είναι οι βασικοί επαγγελματίες ηθοποιοί. Εδώ, το κλίμα παραπέμπει περισσότερο στο σινεμά του Ettore Scola. O Λάζαρο βρίσκεται σε έναν κόσμο που τον έχει ξεπεράσει. Τον έχει αφήσει πίσω. Τον έχει αφήσει στον εαυτό που είχε παλιά, στο χωριό του. Ο αναγεννημένος Λάζαρο μένει ο ίδιος όταν όλοι οι υπόλοιποι έχουν προχωρήσει μπροστά. Πού μπροστά, όμως; Στον σκληρό κόσμο της πόλης. Σε έναν κόσμο όπου η καλοσύνη δεν λογίζεται πλέον ως αφέλεια αλλά ως κάτι το επικίνδυνο, κάτι που πρέπει να τιμωρηθεί.

Παίζοντας λίγο με ιδέες από ταινίες όπως ο «Λευκός θεός» του Kornél Mundruczó και o «Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού μας δίνει ένα φινάλε όμορφο να το βλέπεις, αμήχανο όμως και κάπως φορσέ, κάπως επιβεβλημένο από την ανάγκη να κλείσει δυνατά αλλά όχι σε συνάφεια με ότι είδαμε προηγουμένως. Ας είναι. Το πρόσημο για την ταινία της είναι σαφέστατα θετικό. Και ναι, θα δούμε πολύ καλύτερα πράγματα από αυτήν στο μέλλον.

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2018 Live
Περισσότερα... »