Η Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ (Richard Jewell) PosterΗ Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ

του Clint Eastwood. Με τους Sam Rockwell, Kathy Bates, Jon Hamm, Olivia Wilde, Paul Walter Hauser.


Εθνική Αδικία
του zerVo (@moviesltd)

Δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με τα δραματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 27 Ιουλίου του 1996, το γλαφυρό αυτό περιστατικό, αλλά πάντοτε το μνημονεύω όταν κανείς αναφέρεται σε αυτά, καλή ώρα ο Μπλόντη με την καινούργια του δημιουργία Η Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ. Γίνεται το μπουμ λοιπόν και η κρατική (aka δημόσια) τηλεόραση διακόπτει το πρόγραμμα της για να μεταδώσει έκτακτο δελτίο. "- Παρεμβαίνουμε στην κανονική ροή μας, για να συνδεθούμε απευθείας με τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις, όπου ο απεσταλμένος μας, από την καρδιά των γεγονότων, μας έχει μια δυσάρεστη είδηση. Χάρη:" Και ο (γνωστός για την δυναμική όσο και καλοσυνάτη χροιά της φωνής του, καλά νάναι) Χάρης, από μακριά απαντά: "- Με ένα τρομερό παγκόσμιο ρεκόρ στα 100 μέτρα, από τον Ντόνοβαν Μπέιλι, με χρόνο 9.84, ολοκληρώθηκε το αποψινό καλαντάρι του στίβου..." "- Μα Χάρη, τι ρεκόρ μας λες? Πες μας για την βόμβα!" "- Βόμβα? Ποια βόμβα..?"

Η Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ (Richard Jewell) Quad Poster
Ατλάντα Ιούλιος 96. Με πλήρη μεγαλοπρέπεια έχουν ξεκινήσει οι 26οι Ολυμπιακοί Αγώνες της σύγχρονης εποχής στην πρωτεύουσα της Τζόρτζια. Προκειμένου να διατηρήσουν το επίπεδο προστασίας του κοινού υψηλό, οι διοργανωτές, έχουν προσλάβει έκτακτο προσωπικό από σεκιούριτυ, έχοντας τους δώσει την εντολή να επιτηρούν τους τόπους διεξαγωγής αθλητικών αναμετρήσεων και περιφερειακών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, αναφέροντας το παραμικρό ύποπτο στοιχείο που θα έπεφτε στην αντίληψη τους. Ανάμεσα στους περιφερόμενους ασφαλίτες, βρίσκεται και ο 34χρονος Ρίτσαρντ Τζούελ, ένας ανεπάγγελτος αγαθός γίγαντας, που το όνειρο του ήταν πάντοτε να ντυθεί την στολή του αστυνομικού, ο υπερβάλλοντας ζήλος που επεδείκνυε όποτε του δινόταν η ευκαιρία να λειτουργήσει ως όργανο ασφαλείας, με συνέπεια την απόλυση του, του έκοβε μονίμως τα φτερά.

Κατά την διάρκεια βραδινής συναυλίας στο Ολυμπιακό Πάρκο, ο ευτραφής Ρίτσαρντ, πρώτος, θα εντοπίσει έναν παρατημένο σάκο, γεγονός που συνδυασμένο με ένα ανώνυμο τηλεφώνημα για την ύπαρξη βόμβας στην περιοχή, θα σημάνει συναγερμό στις αρχές που άμεσα θα σπεύσουν να απομακρύνουν το πλήθος. Ατυχώς για όλους, η εκκένωση του χώρου δεν θα ολοκληρωθεί πριν την έκρηξη του αυτοσχέδιου μηχανισμού, με αποτέλεσμα αμέτρητους τραυματίες και μια γυναίκα νεκρή από τα θραύσματα. Η κίνηση σωτηρίας του υπεύθυνου άντρα, άμεσα θα τον αναδείξει στον ήρωα της ημέρας, καθώς χάρη στην ευσυνειδησία του αποφεύχθηκαν τα πολύ χειρότερα. Τιμές που για τον φουκαρά Τζούελ, δεν θα κρατήσουν για περισσότερο από ένα 24ωρο, αφού το FBI στην έρευνα του, θα τον θεωρήσει ως τον υπ αριθμόν ένα υπαίτιο της τρομοκρατικής επίθεσης!

Ανατροπή 180 μοιρών το λοιπόν, Back to back. Από εκεί που ο υπέρβαρος, μοναχικός και όχι ιδιαίτερα εξωστρεφής, καθαρόαιμος Γιάνκης πατριώτης, που έστω και σε ηλικία παντρειάς προτιμά να διαμένει με την μαμά του, ακολουθούσε έναν βίο ήρεμο και νηνεμικό, μονομιάς τα πάντα άλλαξαν χάρη στην διορατική του εμμονή να αντιλαμβάνεται ως απειλή, το παραμικρό που θα του καθόταν άσχημα στο μάτι. Και πριν απολαύσει τους, έστω και θορυβώδεις, καρπούς αυτής του της επιτυχίας, νά σου οι Ομοσπονδιακοί να τον σέρνουν από την μια ακρόαση στην άλλη εξέταση, θέτοντας του χιλιάδες ερωτήσεις και αναστατώνοντας την υπερήφανη ως τα χθες καθημερινότητα του. Αθώος ή ένοχος? Στο παιχνίδι αυτό δε, δεν θα αργήσει να μπει και η κοινή γνώμη, παρακινούμενη από τα στοχευμένα και χωρίς αποδείξεις άρθρα των τοπικών εφημερίδων. Μάλλον ένοχος...

Τι έχουμε λοιπόν από την μια μεριά? Έναν τύπο κλασικό αμερικάνο, μαμάκια και νομοταγή, που έχει κάνει κάδρο στο σαλόνι του σπιτιού του, την μουτσούνα του με την φορεσιά του μπάτσου. Ο ιδεώδης ρεπουμπλικάνος δηλαδή, ο πατριώτης, σημαιάκιας, νοικοκοίρης που νιώθεις πως ποτέ του δεν θα πειράξει ούτε μυρμήγκι με την συμπεριφορά του. Όμως... Δουλειά των διωκτικών αρχών είναι μελετούν την εν γένει συμπεριφορά των εμπλεκομένων σε κάθε υπόθεση και κάπου ο Ρίτσαρντ δεν μας τα λέει καλά. Ως διαρκώς απολυόμενος, ένεκα ανάρμοστων (ας πούμε) συμπεριφορών, αλλά και συλλέκτης οπλικών συστημάτων και περιφερειακών μάχης (έστω και σε πλαστικές ρέπλικες) δεν θα αργήσει να μπει στο στόχαστρο των κουστουμάκηδων, που θα τον περάσουν από κόσκινο, διαλύοντας του, εκείνο που ίδιος είχε διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού: Την ηθική του υπόσταση και αξιοπρέπεια!

Φυσικά και είναι βασισμένη σε πραγματικά δεδομένα και αυτή η νέα δημιουργία του τεράστιου Clint, που στην ουσία έρχεται να ορίσει ένα άτυπο θεματικό δίπτυχο με την μαρκίζα της Ειρωνικής Εθνικής Αδικίας, αντάμα με το εξίσου εξαιρετικό Sully, μιας επίσης αληθινής υπόθεσης, όπου πάλι οδήγησε έναν κατά τεκμήριο ήρωα, ενώπιον της δικαιοσύνης. Κοινωνικός ξανά ο καυτηριασμός στην ματιά του Eastwood που επικεντρώνεται σε δύο από τις πιο παραδοσιακές δυνάμεις της διαστρωμάτωσης του τόπου του. Τον Νόμο, βασικά δηλαδή το χέρι που θα οδηγήσει τον (ενδεχόμενο) κακοποιό σε αυτόν και τον Τύπο. Παθογένειες παγκόσμιες δηλαδή, αφού αμφότερες οι εξουσίες έχουν ξεπεράσει πολλές φορές τα όρια της κατάχρησης των κανόνων λειτουργίας τους. Και που η καθεμιά τους εδώ προσωποποιείται σε μορφές υπαρκτές και ιδιαίτερα ζωτικές για την εξέλιξη, ανατροπή και τελική κατάληξη της Jewell Case.

Από την μια μεριά ο πράκτορας Σόου (ενοχλητικός ως μπατσική εικόνα ο Jon Hamm, άρα μάλλον πέτυχε τον ερμηνευτικό του σκοπό) δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να προσπαθεί διαρκώς να παγιδεύσει τον κακόμοιρο Ρίτσαρντ, βάσει του πρωτοκόλλου της υπηρεσίας του, που ορίζει ως βασικό ύποπτο, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, εκείνον που...μυρίστηκε πρώτος την συμφορά. Ανήθικη σε σημείο προσβολής η στάση του, στήνει μονίμως δόκανα στον εχθρό, με το σκεπτικό πως δεν μπορεί, όλο και σε κάποιο θα την πατήσει ο ψεύτης. Να τον σαπίσεις θέλεις τον κανάγια, όχι διότι στηρίζεις απόλυτα την μη ενοχή του Τζούελ, αλλά επειδή αντιλαμβάνεσαι πως ο ίδιος ελεεινός θα είναι, σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνει, καταπατώντας κάθε έννοια τεκμηρίου αθωότητας. Και φυσικά το παιχνίδι δεν το παίζει μόνος του...

Στην ράχη του έχει το απόλυτο διεκπεραιωτικό όργανό, τα μίντια, που εδώ προσωποποιούνται στην μόστρα της μοιραία γκόμενας ρεπόρτερ Κάθι Σκραγκς (πραγματική η περσόνα της) που λειτουργώντας ως κοινή, αποσπά την μοιραία πληροφορία από τον σούπερ κοπ. Ιδανικό το κάστινγκ της ουάου Olivia Wilde, την τοποθετεί στον ρόλο της δημοσιογράφου που δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο, ανάβοντας κάπως και σπίθες αντίδρασης στην κάμερα του Clint, που τον κατηγορούν για μισογυνισμό. Έτυχε, είναι η γνώμη μου, το εργαλείο να είναι γυναίκα. Σιγά να μην κόλωνε ο τρανός δημιουργός, να πει τα ίδια αν επρόκειτο για άντρα στο ίδιο πόστο. Ακόμη χειρότερα θα τα έχωνε, συνεπώς η ένταση κλείνει εδώ, χωρίς καμία απολύτως συνέχεια σε μια υπόνοια ανύπαρκτη. Αν κάτι δεν κάθεται και πολύ καλά στο δικό μου μάτι, είναι η ευκολία που ο επιθεωρητής εκμυστηρεύεται στην γνωστών αντιλήψεων και δράσεων εφημεριδού, τις εκτιμήσεις του μπιρό, για την συμμετοχή του Τζούελ στο έγκλημα.

Εντεταλμένος στο να προσφέρει στο κοινό του, όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά την υπόθεση που συγκλόνισε την κοινωνία της Ατλάντα, ο Eastwood, ακολουθεί πιστά τον κανόνα της σωστής δόμησης των βασικών πρωταγωνιστικών του προσωπικοτήτων. Επιλέγει γι αυτόν τον σκοπό έναν ηθοποιό κοψιάς εικόνας και ομοίωσης με τον (αντι)ήρωα του, τον Paul Walter Houser, δίνοντας του την καθοδήγηση να παίξει φοβισμένα, σχεδόν τρομαγμένα τον θηριώδη Τζούελ, βγάζοντας συνάμα όμως από την θωριά του και το αστυνομικό δαιμόνιο που τον κατατρέχει. Ατυχώς για τον ρολίστα, που είναι πολύ καλός, δεν μπορώ να βρω και πολλούς ρόλους που θα του ταιριάξουν στο μέλλον. Για την στήριξη του, ο σκηνοθέτης, τοποθετεί εκατέρωθεν του, δύο υποκριτικούς γίγαντες. Από την μία τον αγαπημένο μου Sam Rockwell, για να αποδώσει τον άτσαλο και τσαπατσούλη, μα εντέλει δυναμικό και επίμονο συνήγορο υπεράσπισης και από την άλλη την συγκλονιστική ξανά Cathy Bates, ώστε να ερμηνεύσει με την γνώριμη πειθώ της την μητέρα του κατηγορούμενου. Το διάγγελμα της ως μάνα που το παιδί της κυνηγιέται αναίτια και άδικα - μια ταινία μικρού μήκους από μόνο του το σπαραχτικό πλάνο - ορίζει σημαία δημοκρατικού λόγου του πολίτη. Ανταμοιβή της Misery, μια ακόμη Οσκαρική, πανάξια, nod υποστήριξης.

Σε γενικές γραμμές ο Eastwood ακόμη και στα γεράματα, δεν δείχνει να επιδιώκει να εγκαταλείψει την διπρόσωπη γραφίδα, που τον ωθεί στο να σχολιάσει με τον πιο επιθετικό τρόπο, τα κακώς κείμενα της τόσο λατρεμένης του πατρίδας. Φυσικά και το καλογραμμένο θέμα, έχει παγκόσμιο χαρακτήρα και δεν στενεύεται μόνο στα όρια της Υπερδύναμης, καθώς τα ίδια φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί, ακόμη και σε μεγαλύτερο βαθμό, σε όποια γωνιά της γης. Η παρουσίαση του Clint, εννοείται πως παίρνει φανατικά θέση, από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο, αν και δεν είναι ουσιαστικά αυτός ο στόχος της. Πιότερο εκείνο που επιθυμεί να προβάλλει - ξανά - είναι το ανήθικο πνεύμα που επικρατεί στις τάξεις της "χώρας των ελεύθερων και του τόπου των ηρώων". Κι αυτό το πετυχαίνει άψογα, μέσα από μια εξιστόρηση που τοποθετεί τον θεατή στην μέση ακριβώς του μελετημένου θρίλερ, ανεβάζοντας τους παλμούς σταδιακά και προσεχτικά μέχρι την τελική εκτόνωση και λύτρωση. 89 χρονώ, λέει, ε? Κι ακόμη αναζητώ, την έστω και μια φορά, που να με απογοήτευσε.

Η Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ (Richard Jewell) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιανουαρίου 2020 από την Tanweer!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική