Σε πόλεμο (En Guerre) Poster ΠόστερΣε πόλεμο

του Stéphane Brizé. Με τους Vincent Lindon, Mélanie Rover, Jacques Borderie, David Rey, Olivier Lemaire, Isabelle Rufin, Bruno Bourthol, Sébastien Vamelle, Jean-Noël Tronc, Valérie Lamond, Guillaume Daret.


"Έχουμε πόλεμο/ μην το γελάς μωρό μου"...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Χαμογέλα ρε (για 300€) τι σου ζητάνε;

Ο Stéphane Brizé εμφανίστηκε στο φεστιβάλ των Καννών με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το «Le bleu des villes» (1999). Επανεμφανίστηκε στις Κάννες 16 χρόνια μετά. Το 2015 λοιπόν λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα με την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, το περίφημο Ο νόμος της αγοράς (La loi du marché), μια ταινία που τιμήθηκε με το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής, αλλά κέρδισε και το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον συγκλονιστικό Vincent Lindon. Πέρσι, μετά από ένα διάλειμμα στο οποίο η προηγούμενη ταινία του, το φιλμ εποχής Η ζωή μιας γυναίκας (Une vie, 2016) παίχτηκε στο φεστιβάλ Βενετίας, επέστρεψε στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών με την ταινία που εξετάζουμε εδώ. Μια ταινία που σφραγίζει την τέταρτη συνεργασία μεταξύ του σκηνοθέτη Stéphane Brizé και του πρωταγωνιστή του Vincent Lindon.

Σε πόλεμο (En Guerre) Poster Πόστερ Wallpaper
Τα γυρίσματα της ταινίας Σε πόλεμο (En Guerre) κράτησαν μόλις 23 μέρες. Κι εκτός από τον Vincent Lindon όλοι οι υπόλοιποι που εμφανίζονται στην ταινία είναι ερασιτέχνες. Στη Γαλλία την ταινία είδαν πάνω από 200 χιλιάδες θεατές.

Η υπόθεση: Με πρόσχημα και δικαιολογία την οικονομική κρίση, τα αφεντικά της Perrin Industrie υπόσχονται στους 1100 εργαζομένους του εργοστασίου τους ότι θα προστατεύσουν τη δουλειά τους για πέντε χρόνια, αρκεί να «βάλουν πλάτη», να δουλεύουν υπερωρίες σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και να μην δέχονται για αυτά τα χρόνια την καταβολή των μπόνους που δικαιούνται βάση νόμου. Οι εργαζόμενοι δέχονται, και ο επιχειρηματικός όμιλος παρουσιάζει κέρδη πολλών εκατομμυρίων ευρώ, εκμεταλλευόμενος κλασικά την υπεραξία που παράγεται από τους εργάτες.

Δύο χρόνια, όμως, μετά τη συμφωνία εργοδοσίας και εργαζομένων, τα αφεντικά αποφασίζουν πως τα κέρδη δεν είναι αρκετά, πως το εργοστάσιο πρέπει να κλείσει και πως είναι προτιμότερο να μεταφερθούν οι δραστηριότητές τους εκτός Γαλλίας. Οπότε, 1100 εργάτες στο δρόμο. Και με αθέτηση του λόγου που είχε δοθεί όταν τα πράγματα ήταν ζόρικα για την εργοδοσία. Ο συνδικαλιστής Λοράν Αμεντεό ηγείται των εργατών στις δυναμικές κινητοποιήσεις ενάντια σε αυτήν την απόφαση. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτός και οι συνάδελφοί του προκειμένου να μην χάσουν τις δουλειές τους;

Η άποψή μας: Μερικές φορές έχει σημασία και το placing και το timing στο οποίο παρακολουθείς μια ταινία. Τούτη την ταινία την είδα πέρσι στο φεστιβάλ των Καννών, πολύ κοντά χρονικά μετά την παρακολούθηση της ταινίας Η παρείσφρηση (BlacKkKlansman) του Spike Lee. Κι έγραφα τότε: «Αν η ταινία του Spike Lee έχει τη στάμπα του επείγοντος, η ταινία του Stéphane Brizé έχει την αίσθηση του κατεπείγοντος»! Γιατί καλοί οι έρωτες και οι βιογραφίες, ορθόδοξες και ανορθόδοξες, καλοδεχούμενες οι αρτίστικες ασκήσεις ύφους και οι καταθέσεις πάνω στη βία και την εκδίκηση, θεμιτά τα blockbuster και τα θρίλερ ανατροπών, αλλά σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε ένα σινεμά καίρια πολιτικό. Μπορεί να χλευάζεται ως αναχρονιστικό, μπορεί η ταξική πάλη να ακούγεται πλέον ως ανέκδοτο στην εποχή των social media αλλά τώρα, την ώρα της μεγάλης απαξίωσης είναι περισσότερο από ποτέ έκδηλη η ανάγκη για αγώνα, για μάχη, για πόλεμο. Εξ ου και ο τίτλος της ταινίας. «Σε πόλεμο».

Μια ταινία που «ανοίγει» με ένα απόφθεγμα του Μπρεχτ: «Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει». Κι επειδή η φάση στην εποχή μας είναι «τι αγώνας και μαλακίες, ο πόλεμος έχει ήδη χαθεί», κάθε συζήτηση για διεκδίκηση κατακτήσεων αιώνων (τις οποίες απεμπολίζουμε με χαρακτηριστική ευκολία) σε κατατάσσει αυτόματα στους γραφικούς αυτού του κόσμου, κάθε προσπάθεια για συλλογικότητες είναι χαμένη από χέρι, μιας που ζούμε στην εποχή του εγώ και του «εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα;», τις χρειαζόμαστε αυτές τις ταινίες περισσότερο από ποτέ. Ως κατασκευή η ταινία δεν θέλγει με την ομορφιά της. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια πρωτοποριακή και πρωτόγνωρη αφήγηση. Έχουμε να κάνουμε όμως με μια πυρετώδη κινηματογράφηση. Με την κάμερα να γίνεται τα μάτια μας και τα αυτιά μας, ο κομιστής της αλήθειας, σαν άλλο σινεμά βεριτέ το όλο πράγμα λοιπόν. Η κάμερα βρίσκεται παντού: επικεντρώνεται στα πρόσωπα και σε αυτά που λέγονται. Στις διαβουλεύσεις. Στις συζητήσεις. Στις διαπραγματεύσεις με τα αφεντικά. Στους έντονους διαξιφισμούς μέσα στις τάξεις των απεργών.

Ναι, γιατί το Κεφάλαιο κερδίζει πάντα την ταξική μάχη επειδή ξέρει καλά το παιχνίδι του «διαίρει και βασίλευε». Πώς μπορώ να κερδίσω σε έναν μαζικό αγώνα όταν αυτοί που υποτίθεται πως αγωνίζονται μαζί μου ξεπουλιούνται με την πρώτη ευκαιρία; Οι... ρεαλιστές; Οι πουθενάδες; Οι νεοφιλελέ; Για ένα κομμάτι ψωμί ρε φίλε. Ξεπουλιούνται. Επειδή... κουράζονται. Επειδή έχουν υποχρεώσεις που τρέχουν (λες και οι άλλοι δεν έχουν). Επειδή είναι οι χρήσιμοι ηλίθιοι. Και φέρνουν σε δύσκολη θέση τους μέχρι πρότινος συναγωνιστές τους. Συζητήσεις επί συζητήσεων, μπόλικος και συνεχής λόγος κι ως ένα σημείο η ταινία μου θύμισε αρκετά το προπέρσινο 120 χτύποι το λεπτό. Κι εκεί είχαμε συνεχόμενες συζητήσεις για το πρόβλημα του Aids και την αναζήτηση των τρόπων για να ευαισθητοποιηθεί μια αναίσθητη κεντρική εξουσία. Εδώ απλά ο Brizé είναι πιο άμεσος, πιο νευρικός, πιο ουσιαστικός.

Αυτό που επιχειρεί μοιάζει αρκετά με ντοκιμαντέρ. Το να ακούς τις κουβέντες από τα τσιράκια των αφεντικών ή και των ίδιων των αφεντικών στην ταινία είναι σαν να ακούς αυτά που τόσα χρόνια μας ταΐζουν από τα κατευθυνόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και δεν δουλεύουν πολύ. Για να γίνει ανταγωνιστική η οικονομία πρέπει να μειωθούν οι θέσεις εργασίας, να μειωθούν οι μισθοί, να παρθούν μια σειρά από αντεργατικά μέτρα. Και η ανεργία να θερίζει! Κι έχεις τους άλλους να σπάζουν την απεργία για να πάρουν κάτι παραπάνω, πέρα από την αποζημίωση. Δεν καταλαβαίνουν πως με το κλείσιμο του εργοστασίου δεν θα δουλέψουν ποτέ ξανά. Η αντίδρασή τους είναι κοντόφθαλμη, λούμπεν, οπορτουνιστική. Έτσι όμως δεν γίνονται θαύματα. Δεν επιτυγχάνεται η ανατροπή. Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ. Κι όταν τα αφεντικά σπείρουν τη διχόνοια και στρέψουν τους πιο αδύναμους από τους εργαζόμενους εναντίον των ηγετών τους, που το μόνο που θέλουν είναι να βοηθήσουν εαυτούς και αλλήλους, εκείνοι οι ηγέτες βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση.

Η ταινία είναι σπουδαία με όλα όσα λέει καθαρά και ξάστερα. Και μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ ενδιαφέρον δίδυμο με την ταινία που βγήκε την προηγούμενη εβδομάδα στη χώρα μας. Αναφέρομαι στην ταινία Οι αγώνες μας, που προβλήθηκε επίσης στις Κάννες – να τα λέμε αυτά. Εκεί, όμως, που η υπέροχη ταινία του Guillaume Senez από το Βέλγιο έχει στον θεατή την επίδραση «νιώθω καλύτερος άνθρωπος μετά τη θέαση της ταινίας και αισιοδοξώ πως στο τέλος θα νικήσουμε» η ταινία του Brizé είναι γροθιά στο στομάχι! Φλόγα που φωτίζει ένα κατασκότεινο σύγχρονο τοπίο η μία, πυρκαγιά – με όλη τη σημασία της λέξεως – η άλλη. Και πολλές φορές το φινάλε μιας ταινίας καθορίζει το πως θα «κάτσει» εντέλει συνολικά το φιλμ μέσα μας: στην περίπτωση της ταινίας του Brizé έρχεται και την απογειώνει. Και σε συγκλονίζει. Δεν γίνεται διαφορετικά.

Αρκετοί θα είναι εκείνοι που θα κλοτσήσουν με το συγκεκριμένο φινάλε. Ας είναι. Βρήκα τη λύση που προκρίνει ο σκηνοθέτης ως την πιο ενδεδειγμένη. Γιατί η εργατική τάξη τρώει τα παιδιά της. Αλλά... είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε, πώς να το κάνουμε; Όλη η ταινία είναι μια καταγραφή ενός αγώνα να μην κλείσει το εργοστάσιο. Αν ο σκηνοθέτης επιλέξει ως φινάλε της ταινίας να κερδίσουν οι εργάτες στον αγώνα τους, θα κατηγορηθεί για αφέλεια, για καμία σύνδεση με την πραγματικότητα, για ψεύτικο μελοδραματισμό, για ακαδημαϊσμό και συντηρητικότητα. Αν επιλέξει να δείξει τους εργάτες απλά να χάνουν, θα είναι μια ηττοπαθής επιλογή. Θα είναι σαν να λέει: «παιδιά, μην αγωνίζεστε, γιατί είναι μάταιο όλο αυτό, θα χάσετε». Υπάρχει και η λύση που προκρίνει τελικά. Που μπορεί να φαίνεται υπερβολική από μερικούς ή δημαγωγική ή ψεύτικη. Αλλά ισχύει ακριβώς ότι και με την ταινία του Lee.

Το μήνυμα εδώ έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Μια ταινία που θυμίζει το σινεμά του Ken Loach. Μια ταινία στην οποία οι περισσότεροι που εμφανίζονται είναι πραγματικά εργάτες και όχι ηθοποιοί κι αυτό ενισχύει την αλήθεια της. Μια ταινία όπου για άλλη μια φορά ο Vincent Lindon είναι υποδειγματικός: όπου τον βλέπεται να παίζει σε ταινία να ξέρετε ότι η ταινία είναι καλή – σαν τον Ricardo Darin ένα πράγμα – εγγύηση ποιότητας. Μια ταινία στην οποία η μουσική που έγραψε ο πρωτοεμφανιζόμενος Bertrand Blessing είναι απλά συγκλονιστική. Μια ταινία την οποία χειροκροτούσε επί τέταρτο, όρθιο, το κοινό στην επίσημη προβολή της ταινίας στις Κάννες, με τους συντελεστές να είναι όλοι πολύ συγκινημένοι. Μια ταινία που, για μένα, ήταν η καλύτερη του διαγωνιστικού τμήματος του περασμένου φεστιβάλ των Καννών. Μια ταινία που δείχνει χωρίς καμία μα καμία ωραιοποίηση τη γαλλική κοινωνία σε σημείο βρασμού.

Απότοκο αυτής της κοινωνικής κρίσης τούτη η ταινία. Απότοκο της ίδιας κρίσης τα «Κίτρινα γιλέκα». Δείτε την ταινία και βγείτε μετά μερικοί μερικοί να ψελλίσετε για τα χαμόγελα εν ώρα εργασίας που ήθελαν τα καλά αφεντικά σε επιχειρήσεις όπως τα MyMarket. Μια ταινία που βιώνεται σε σωματικό επίπεδο. Και πονάει. Πονάει πολύ.

Σε πόλεμο (En Guerre) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 21 Μαρτίου 2019 από την Seven Films!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική