Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

5η ανταπόκριση – Τρίτη 6 Νοεμβρίου
Ινδός γκουρού έσυρε αμάξι με τα γεννητικά του όργανα

Στην εισαγωγή σήμερα θα πω δυο κουβέντες για τις παπαριές που είπε ο Βορίδης – τις οποίες και συνδέω εντελώς meta με τον τίτλο του πονήματος, που αποτελεί κανονική είδηση κι όχι... παπαριά (#diplhs). Αλήθεια τώρα; Αλήθεια; Υπάρχουν ακόμα νοήμονες άνθρωποι σ' αυτήν τη χώρα, που παίρνουν στα σοβαρά αυτά (τα συγκεκριμένα, έτσι, δεν κρίνουμε συνολικά τη ρητορική του Βορίδη, oups, I did it again, μουάχαχαχαχαχα #triplhs) τα περί κατάργησης των Χριστουγέννων και τα περί αφαίρεσης του σταυρού από την ελληνική σημαία; Καλά, είμαστε σοβαροί; Μόνον όταν επιτέλους θα ξεσηκωθούμε και θα ρίξουμε τους προύχοντες στη θάλασσα κι έχουμε μια λαϊκή δημοκρατία, μια σωστή σοβιετία (σημείωση: θα μου πεις, εδώ υπάρχουν σήμερα κάποιοι που πιστεύουν ότι η Ελλάδα είναι σοβιετία και ότι ο Τσίπρας είναι αριστερός, τον Βορίδη δεν θα πιστέψουν;) τότε πολλά πράγματα θα τεθούν υπό νέο πρίσμα. Άσχημα θα είναι να έχουμε το κόκκινο χρώμα του Ολυμπιακού σε συνδυασμό με τον δικέφαλο αετό του ΠΑΟΚ, των δύο πιο δημοφιλών ομάδων στη χώρα μας παντού στην Ελλάδα να είναι κυρίαρχα; 'Ακου θα καταργήσουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τα Χριστούγεννα. Ναι, αφού διαχωρίσουν τις σχέσεις εκκλησίας – κράτους. Τα τσιμέντα γελάνε στη διαπασών. Τρεις ταινίες σήμερα – επάθαμεν υπερκόπωση!

The Waiter TIFF 2018

Ο Στηβ Κρικρής έκανε σπουδές στον Κινηματογράφο (BFA) στο San Francisco Art Institute. Έχει υπογράψει τη σκηνοθεσία σε περισσότερα από 500 διαφημιστικά σποτ, ντοκιμαντέρ, ταινίες μικρού μήκους και το θέατρο. Το 2010 ξεκινησε τη διοργάνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Πάτμου. To The Waiter είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, η οποία κάνει τη διεθνή της πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη, λαμβάνοντας μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα. Ο Κρικρής υπογράφει και το σενάριο και είναι ένας από τους παραγωγούς, ενώ εμπνεύστηκε την ιστορία από πραγματικά γεγονότα, που βίωσε ο ίδιος

Η υπόθεση: Ο Ρένος είναι ένας επαγγελματίας σερβιτόρος που ζει μια απλή και ήσυχη ζωή, μοναχικός και σχολαστικός παρατηρητής, με ιδιαίτερη αδυναμία στα φυτά. Η καθημερινή του ρουτίνα, όμως, θα διαταραχθεί όταν θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εξαφάνιση του γείτονά του, Μίλαν. Δύο σκοτεινοί χαρακτήρες, ο «Ξανθός» και η Τζίνα, μπλεγμένοι με τον Μίλαν, θα παρασύρουν τον Ρένο σε μια σειρά ακραίων καταστάσεων. Ο Ρένος, πλέον, θα δοκιμάσει την ικανότητά του και την προθυμία του να αλλάξει τη ζωή του σε ότι αφορά τα θέματα της αγάπης και του θανάτου. Νέες σχέσεις θα δημιουργηθούν, μυστικά θα αποκαλυφθούν και η εμπιστοσύνη θα αμφισβητηθεί. Το αναπάντεχο που έρχεται στη ζωή του Ρένου, του επιφυλάσσει εκπλήξεις. Θα τον αλλάξει ή τελικά θα παραμείνει ο ίδιος;

Η άποψή μας: Τελικά το weird του ελληνικού σινεμά έχει χίλια καλά, αλλά έκανε και μεγάλη ζημιά. Παρακολουθείς πχ αυτήν την ταινία. Και κατασκευαστικά, είναι ολοφάνερο, είναι άψογη. Και αισθητικά, είναι ολοφάνερο, είναι άψογη. Θέλω να πω, μπορεί κάποιοι να διαφωνήσουν, να πουν ότι φέρνει σε αισθητική βιντεοκλίπ κι άλλα τέτοια, αλλά ο άνθρωπος δεν ένωσε απλά διαφορετικές εικόνες μεταξύ τους τυχαία. Κάθε κάδρο είναι προσεγμένο στην παραμικρή του λεπτομέρεια και η επιλογή των χώρων έγινε και με μεράκι και με τελικό αποτέλεσμα, που προσωπικά, με εντυπωσίασε. Από τον ψυχρό διάδρομο της πολυκατοικίας με τα αντικριστά διαμερίσματα, το καφέ όπου δουλεύει ο σερβιτόρος μας, τα εσωτερικά των σπιτιών, ιδίως του Ρένου, με τα φυτά και τις ζωγραφιές του, μέχρι και ο χώρος με το πλυντήριο ρούχων και γενικώς όλα τα εξωτερικά σε μέρη τόσο της Αθήνας που αξίζει να βλέπεις, πέρα από τα τουριστικά, αλλά και το παραλίμνιο δάσος όπου λαμβάνει χώρα η κορύφωση του δράματος, όλα δείχνουν υψηλά στάνταρ παραγωγής.

Κι έχει γίνει τρομερή δουλειά σε ότι αφορά τη διεύθυνση φωτογραφίας (το καταλαβαίνεις αυτό στο ότι τα πλάνα είναι τρομερά είτε μιλάμε για νυχτερινά (το δύσκολο) είτε για πλάνα ημέρας. Και η μουσική είναι πολύ καλή – η σκηνή στο μπαρ με την σερβιτόρα να τραγουδάει την «Σκλάβα» της Τζένη Βάνου χρησιμοποιώντας ένα λουλούδι, είναι και σουρεάλ αλλά μια χαρά ενταγμένη στο σύμπαν της ταινίας. Τι απομένει; Ναι, καλά το καταλάβατε. Το σενάριο. Το σενάριο λοιπόν είναι «λίγο». Αν όπως διατείνεται ο δημιουργός της ταινίας αυτό είναι ένα υπαρξιακό νεονουάρ, εγώ θα έλεγα πως πρόκειται για ένα υπαρξιακό νεονουάρ the weird way. Και, ρε παιδί μου, καλή η αφαίρεση και το ότι το σενάριο δεν φλυαρεί είναι καλό πράγμα, αλλά δώσε κάτι στον θεατή να πιαστεί. Όχι μόνον αναφορές. Από τον Μελβίλ έως τον (τηλεοπτικό) Hannibal!

Στην ταινία έχουμε μία (συν μία) δολοφονία (εντάξει, τη μία την λες και αυτοάμυνα) αλλά δεν έχουμε κίνητρο, έστω να ψελλιστεί ρε παιδί μου, να πεις ως θεατής «α, γι' αυτό τον σκότωσε». Επίσης, ο μεφιστοφελικός ήρωας που υποδύεται ο Στάνκογλου ποτέ δεν καταλαβαίνουμε γιατί «κολλάει» με τον σερβιτόρο του Σερβετάλη. Γιατί τον καλεί για φαγητό, γιατί τον πάει στη σάουνα, γιατί του γνωρίζει την κοπέλα (;) του. Οπότε, εντέλει, σε μιάμιση ώρα ταινίας, κάτι τόσο ισχνό ως «τσιτσί» δεν φτάνει. Χαίρομαι πάντως πως έμαθα: πώς να κάνω τσάκιση στο παντελόνι, πώς να βγάζω τσίχλα από παπούτσι, για ποιον λόγο κάποιος γίνεται τζογαδόρος και πως προκαλείται ο λόξιγκας. Αλλά αυτές οι σκηνές με τις συγκεκριμένες πληροφορίες θυμίζουν... Φιλίππου. Αγαπάμε Σερβετάλη, που όμως ουσιαστικά, δεν κάνει κάτι υποκριτικά. Είναι το ίδιο ανέκφραστος σε όλη την ταινία γιατί αυτό απαιτεί το σενάριο.

Είναι λες και μεταπήδησε κατευθείαν από το παλιότερο «L» στο σύμπαν τούτης της ταινίας. Και στο τέλος, ενώ σε όλες τις ταινίες, λέμε πως ο βασικός ήρωας μπαίνει στην αρχή α και βγαίνει στο φινάλε β, αλλαγμένος, εδώ ο σερβιτόρος μας δεν αλλάζει παρά το γεγονός ότι συμμετέχει σε life changing εμπειρίες. Με τίποτα δεν λες την ταινία του πεταματού, ήθελε όμως δουλίτσα σεναριακά.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 22.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Ο ένοχος (Den skyldige / The Guilty) TIFF 2018

Ο Gustav Möller γεννήθηκε το 1988 στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας. Είναι δηλαδή μόλις 30 ετών. Αποφοίτησε από την Εθνική Σχολή Κινηματογράφου με την ταινία In Darkness, η οποία κέρδισε το βραβείο Next Generation Award της πόλης Χάουγκεσουντ. Κι έρχεται στη Θεσσαλονίκη με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, που έχει προκαλέσει (δικαιολογημένο) ενθουσιασμό όπου κι αν έχει προβληθεί. Τίτλος της: Ο ένοχος (Den skyldige / The Guilty). Μια ταινία που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς, όπου κέρδισε το βραβείο κοινού στο τμήμα World Cinema. Μια ταινία που προβλήθηκε σε μπόλικα φεστιβάλ από τότε κι έφτασε και στη Θεσσαλονίκη για να διεκδικήσει τον Χρυσό Αλέξανδρο καλύτερης ταινίας. Και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Δανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Η υπόθεση: Ο Άσγκερ είναι ένας αστυνομικός που έχει υποπέσει σε δυσμένεια εξαιτίας κάτι που έχει κάνει και κάνει βάρδιες στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης στην Κοπεγχάγη. Είναι μια δουλειά που δεν τη γουστάρει: θέλει να βρίσκεται έξω, στους δρόμους, εκεί όπου υπάρχει δράση, εκεί όπου μπορεί να σταματήσει το κακό. Ένα απόγευμα, το τελευταίο πριν περάσει ακρόαση για την πράξη για την οποία ελέγχεται, δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια γυναίκα. Ο Άσγκερ καταλαβαίνει πως η γυναίκα έχει πέσει θύμα απαγωγής. Καθηλωμένος στην καρέκλα του, αναγκάζεται να πείσει άλλους να γίνουν τα μάτια και τα αυτιά του, καθώς αποκαλύπτεται σταδιακά το μέγεθος του εγκλήματος. Αλλά και το ποιος είναι πραγματικά ο ένοχος...

Η άποψή μας: Ότι διαβάσατε για το συγκεκριμένο θρίλερ είναι αληθινά! Πρόκειται για τις πιο συναρπαστικές ταινίες που έχουμε δει τελευταία, με το σασπένς να βαράει κόκκινο σε κάθε δευτερόλεπτο. Προσωπικά, είμαι λάτρης αυτού του είδους ταινιών, ας τις βαφτίσω κλειστοφοβικά θρίλερ. Όλη (ή η περισσότερη) δράση περιορίζεται μέσα σε έναν πεπερασμένο χώρο, απ' όπου δεν υπάρχει καμία διαφυγή (κυριολεκτικά ή μεταφορικά). Στην ταινία «Buried» ο Ryan Reynolds προσπαθούσε να βγει ζωντανός από ένα φέρετρο θαμμένο στη γη, χωρίς να μπορεί να γνωρίζει ούτε καν που βρισκόταν! Στην ταινία «Σε λάθος χρόνο» ο Tom Hardy προσπαθούσε να διορθώσει όλα τα κακώς κείμενα της ζωής του μέσα σε μια νύχτα, ευρισκόμενος μέσα στο αμάξι του, οδηγώντας. Ακόμα ακόμα στην ταινία «Τηλεφωνικός θάλαμος» ο Colin Farrell προσπαθούσε να μείνει ζωντανός και να σώσει κι άλλους ευρισκόμενος καθηλωμένος στον τηλεφωνικό θάλαμο, κάπου στη Νέα Υόρκη, μιλώντας με τον «κακό» της ταινίας.

Στην περίπτωσή μας ο Άσγκερ (τρομερή δουλειά από τον άγνωστό μας ηθοποιό, Jakob Cedergren) βρίσκεται κλεισμένος μέσα στα γραφεία της Άμεσης Δράσης. Και πρέπει να σώσει μια γυναίκα που έπεσε θύμα απαγωγής. Αλλά έχει να αντιμετωπίσει και το δικό του δράμα, τη δική του ψυχική αναταραχή: είναι ανήσυχος, με εκρήξεις βίας, καθόλου ευγενικός, απότομος, τρώγεται με τα ρούχα του, τον κατατρώνε οι Ερινύες: παλεύει με τη συνείδησή του. Πέρα από το γεγονός ότι από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό ο σκηνοθέτης μας έχει καρφωμένους στην καρέκλα, υπάρχει μια ανατροπή που οδηγεί την ταινία σε ακόμα υψηλότερες επιδόσεις. Είναι ο καταλύτης που την οδηγεί σε υπαρξιακές αναζητήσεις και σε τρομερές αναρωτήσεις σχετικά με το τι είναι σωστό και τι λάθος. Δεν είναι χωρίς ψεγάδια η ταινία, αλλά ρε παιδιά, ο άνθρωπος έκανε μια ταινιάρα με δυνατότερο όπλο του το σενάριο! Είναι αυτή μια ακριβή ταινία; Αδυνατώ να φανταστώ ότι δεν θα μπορούσε να γυριστεί με ελάχιστο μπάτζετ από τον οποιονδήποτε. Το σενάριο όμως είναι όλα τα λεφτά. Και η σκηνοθετική αντιμετώπιση και το μοντάζ, εντάξει, εννοείται.

Πολύ εύκολα το εξαιρετικό σενάριο θα ευτελιζόταν ή θα οδηγούσε στην κούραση αν ο σκηνοθέτης δεν έβρισκε τρόπους να κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση, τόσο παρακολουθώντας το ξεδίπλωμα της ιστορίας όσο και σε οπτικό επίπεδο. Διάφορες γωνίες τοποθέτησης της κάμερας, πολλά κοντινά (να βλέπουμε τον ιδρώτα του ήρωά μας, την αγωνία του, τον πόνο του, να καταλαβαίνουμε πως πρέπει να σώσει τη γυναίκα αυτή, πρέπει να το κάνει για να εξιλεωθεί ο ίδιος, γιατί τα έχει κάνει λίγο σκατά), μικρά ιντερλούδια για να πάρουμε και μια ανάσα – ακόμα και το πέταγμα ενός αναβράζοντος δισκίου φαρμάκου σε ένα ποτήρι νερό δίνει την απαραίτητη ανάσα, να ξαποστάσουμε λίγο και μετά βουρ και πάλι στον ίλιγγο – μέχρι και το χιούμορ επιστρατεύει πολύ έξυπνα ο σκηνοθέτης (και συνσεναριογράφος) για να χαλαρώνουν οι θεατές. Το περιστατικό με την ποδηλάτισσα δηλαδή δίνει στον θεατή το δικαίωμα να διώξει λίγη αδρεναλίνη, να μην κινείται μονίμως στα κόκκινα. Στο τέλος, οι ένοχοι είναι περισσότεροι του ενός. Και παραδόξως, το γεγονός ότι δεν κατακρίνεται η άτιμη κοινωνία, δεν λειτουργεί αρνητικά για την ταινία. Ίσα ίσα.

Δεν χρειάζεται εδώ πολιτική ή κοινωνική χροιά στα τεκταινόμενα. Πάρα πολύ καλό θρίλερ που νομίζω μέσα στο 2020 το αργότερο θα είναι έτοιμο για να δούμε και το αμερικάνικο ριμέικ του. Αποκλείεται να το αφήσουν ανεκμετάλλευτο τέτοιο διαμαντάκι οι χολιγουντιανοί.

(η ταινία προβάλλεται την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 15.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την One From The Heart σε άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία)

Ακίνητο ποτάμι TIFF 2018

Ο Άγγελος Φραντζής γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα και σπούδασε Σκηνοθεσία Κινηματογράφου στην INSAS στις Βρυξέλλες. Οι ταινίες του έχουν βραβευθεί και προβληθεί σε πολλά διεθνή φεστιβάλ. Ασχολήθηκε με την κινηματογραφική κριτική και θεωρητικά κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε αρκετά έντυπα και βιβλία. Επίσης, διδάσκει Κινηματογράφο στο Τμήμα Κινηματογράφου της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών. Τα τελευταία χρόνια έχει ασχοληθεί και με έργα μικτών τεχνικών (εγκαταστάσεις, περφόρμανς). Παραστάσεις και έργα του έχουν φιλοξενηθεί μεταξύ άλλων στο Φεστιβάλ Αθηνών, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών καθώς και στην Μπιενάλε αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Η ταινία Ακίνητο ποτάμι είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους της καριέρας του. Έχουν προηγηθεί τα: «Polaroid», «Το όνειρο του σκύλου», «Μέσα στο δάσος» και «Σύμπτωμα». Αυτή η πιο φιλόδοξη ταινία του. Δεν θα έλεγα, όμως, πως είναι και η πιο επιτυχημένη του.

Η υπόθεση: Η Άννα και ο Πέτρος, ένα ζευγάρι από την Ελλάδα, που πρόσφατα μετακόμισε σε μια βιομηχανική πόλη της Σιβηρίας λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων του Πέτρου, ανακαλύπτει με έκπληξη ότι η Άννα είναι έγκυος, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις το τελευταίο διάστημα. Τον απάτησε; Μήπως έχουν πέσει θύματα συνωμοσίας; Ή μήπως ευλογηθηκαν με ένα θαύμα; Αναζητώντας μια λογική εξήγηση, ο Πέτρος αμφισβητεί την Άννα, η οποία στρέφεται προς τη θρησκεία. Ο μέχρι πρότινος ακλόνητος δεσμός τους βρίσκεται σε κρίση, καθώς η σχέση τους μετατρέπεται σε πεδίο μάχης ανάμεσα στο ορθολογικό και το πνευματικό.

Η άποψή μας: Αυτή είναι μία από εκείνες τις ταινίες, που τις παρακολουθείς με ανοιχτό το στόμα. Το καλό... άνοιγμα οφείλεται στην ομορφιά που ξεχειλίζει από την οθόνη, από κάθε κάδρο, από κάθε παιχνίδισμα του φωτός. Το κακό... άνοιγμα έχει να κάνει – ναι, καλά το καταλάβατε – με το σενάριο. Είναι θεμιτό να πάρεις οποιοδήποτε θέμα, να το καταγράψεις ως σενάριο και να το κάνεις ταινία. Η μαγκιά και το ταλέντο κρίνονται από το πώς θα μεταφέρεις αυτό το θέμα. Το πως είναι γραμμένο το σενάριο. Το πως μπορείς να το υποστηρίξεις κατασκευαστικά. Και το αν οι ηθοποιοί σου λειτουργούν ως ζωντανοί άνθρωποι με βάθος, με τρεις διαστάσεις ή ως ντεκόρ, που συμπληρώνει το γενικότερο σκηνικό της ταινίας.

Σε τούτη λοιπόν την ελληνο-γαλλο-λετονική συμπαραγωγή έχει πράγματα για να κάνεις «like». Μέχρι και πράγματα για να κάνεις «γουάου». Ο Φραντζής αποδεικνύεται για άλλη μια φορά εξαιρετικός στο να κινηματογραφεί εξωτερικά και χώρους. Με τη συνδρομή του φοβερού και τρομερού διευθυντή φωτογραφίας Simon Beaufils μας προσφέρει σκηνές που σου κόβουν την ανάσα από την ομορφιά τους. Δεν θυμάμαι να έχω δει πρόσφατα τόσο όμορφες σκηνές όπου αυτό που κυριαρχεί είναι το πάνλευκο χιόνι! Από το απλό κύλισμα νερού μέσα στα χιόνια έως το να βλέπει ένας από τους ήρωες τη λευκή απεραντοσύνη! Και η μουσική του Coti K. είναι από τα πράγματα στην ταινία, στα οποία κάνεις like. Από εκεί και πέρα αρχίζουν τα «λυπάμαι». Το σενάριο προσπαθεί να συγκεράσει ένα γενικότερο, οικολογικό μήνυμα, με το θέμα του πώς μπορούν να κρατηθούν ζωντανές τη σήμερον ημέρα οι ανθρώπινες σχέσεις κι όλα αυτά με ακόμα πιο κυρίαρχο το θέμα της πίστης.

Με αναφορές που ξεκινούν από το «Λεβιάθαν» του Zvyagintsev και φτάνουν μέχρι το... «Αόρατος βιαστής» του Sidney J. Furie, υπό τον μανδύα μιας χριστιανικής παραβολής. Για να το προχωρήσουμε λίγο: Η εκτροπή ενός μολυσμένου ποταμού στη Σιβηρία από τη μια, η ερωτική σχέση ενός ζευγαριού που φθίνει από την άλλη, κι ένα μωρό που έρχεται με τον... κρίνο, με θρησκευτικά υπονοούμενα κι έτσι, δημιουργούν έναν σεναριακό μύλο πέρα από κάθε φαντασία. Κι ένας ξανθός Ρώσος scarface (!!!) που πνίγεται, ενώ είναι πρωταθλητής κολύμβησης, πηγαίνοντας να σώσει κάποιον είναι ένα από τα πολλά σύμβολα: κάτι θέλει να μας πει, αλλά τι ακριβώς; Και να οι σταυροί και να τα σταυρουδάκια και τίνος είναι βρε γυναίκα το παιδί; Του θεούλη;

Η Κάτια Γκουλιώνη σ' αυτήν την ταινία είναι περισσότερο ατρόμητη παρά καλή ερμηνευτικά. Θέλω να πω, τουρτούριζα και μόνο που την έβλεπα να βυθίζεται σε νερά μέσα στους πάγους ή που έβγαζε τα ρούχα της από έξαψη πάνω σε μια παγωμένη γέφυρα. Στις δραματικές της κορυφώσεις, όμως, ως άπιστος Θωμάς, δεν την... πίστευα με τίποτα. Επίσης, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου: τι καλός που ήταν στο «Τελευταίο σημείωμα»! Είναι καλός ηθοποιός. Εδώ, όμως, εμ δεν ταιριάζει νομίζω ως κάστινγκ, εμ δεν έχει έναν ρόλο να τον πιστέψει για να τον υποδυθεί κατά πως πρέπει. Κι έρχεται και το φινάλε να μην ταράξει τα νερά σε αυτό το ακίνητο ποτάμι. Που έχει και μεγάλη διάρκεια. Κρίμα.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 14.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live
Περισσότερα... »

Suspiria Poster ΠόστερSuspiria
του Luca Guadagnino. Με τους Dakota Johnson, Tilda Swinton, Mia Goth, Angela Winkler, Ingrid Caven, Elena Fokina, Sylvie Testud, Renée Soutendijk, Christine LeBoutte, Fabrizia Sacchi, Małgosia Bela, Jessica Harper, Chloë Grace Moretz


Soup-iria
του zerVo (@moviesltd)

Ριμέικ. Δύσκολη περίπτωση κινηματογραφική, που συνήθως δεν προκαλεί και την θετικότερη προδιάθεση παρακολούθησης στο κοινό, ιδιαίτερα, αν το πρωτότυπο για τους χ - ψ λόγους έχει γράψει την δική του, μυθική, ιστορία. Κι όμως στο παρελθόν έχουν υπάρξει κόπιες που έχουν ξεπεράσει σε ποιότητα με χαρακτηριστική άνεση τα προηγούμενα τους, καταγράφοντας στιγμές επικές, με πολύ πρόχειρες να μου έρχονται στο μυαλό το The Thing του Carpenter, το The Fly του Cronenberg, το Little Shop Of Horrors του Oz. Στα χρονικά του σινεμά πάντως έχουν καταγραφεί ριμέικς πολλαπλά (A Star Is Born), ριμέικς διαφορετικού genre (A Fistfull Of Dollars), ριμέικς από τον ίδιο σκηνοθέτη (A Man Who Knew Too Much) και μάλιστα σε διαφορετική γλώσσα (Funny Games), ριμέικς τηλεταινιών (Heat), ριμέικς χάσματος γενεών (Ocean's 11), ριμέικς πλάνο πλάνο (Psycho), ριμέικς που γυρίστηκαν για πλάκα και χωρίς σοβαρό λόγο (Footloose, Pink Panther, Ben Hur, Arthur), ριμέικς που άλλαξαν φύλο οι ήρωες τόσο ατομικά (His Girl Friday) όσο και ομαδικά (Ghostbusters), μέχρι και ριμέικς που ο κόσμος δεν ξέρει πως είναι ριμέικς γιατί έχουν άλλο τίτλο (The Departed). Από απόψε υπάρχει και η κατηγορία των ριμέικς εκνευρισμού, που φτιάχτηκαν μόνο και μόνο για να ξεσηκώσουν την οργή των φανς του ορίτζιναλ, που θα έκοβαν χέρι πως ουδέποτε θα επιχειρούνταν από κάποιον, η διαπόμπευση του θρυλικού εισαγωγικού!

Suspiria Quad Poster Πόστερ
Δυτικό Βερολίνο 1977. Η διχοτομημένη μεγαλούπολη, ζει και αναπνέει εν μέσω πολιτικο-κοινωνικών αναταραχών, που έχουν προκαλέσει οι απρόβλεπτες κινήσεις των εξτρεμιστικών οργανώσεων κατά στόχων άκρατης καπιταλιστικής δράσης, σε στιγμές που και ο ψυχρός πόλεμος με τους Κόκκινους απέναντι έχει φτάσει στο απόγειο του. Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό κλίμα, η εξαφάνιση μιας νεαρής σπουδάστριας της φημισμένης,, αυστηρών αρχών Ακαδημίας Χορού Μάρκος που εδρεύει στο ιδιόρρυθμο προάστιο του Κρόιτσμπεργκ, θα προκαλέσει απρόβλεπτα χαλαρές αντιδράσεις στα στελέχη της σχολής, στις καθηγήτριες, αλλά και στις λοιπές νεαρές μαθητευόμενες χορεύτριες, που συνεχίζουν με τον ίδιο εντατικό ρυθμό την καθημερινή τους ρουτίνα, προπονούμενες σκληρά για να αποδώσουν τα μέγιστα στην παράσταση που ετοιμάζουν.

Μια θέση στο ακριβοθώρητο ίδρυμα που δεν θα παραμείνει για καιρό κενή, καθώς σχεδόν άμεσα θα καλυφθεί από την φιλόδοξη Αμερικανίδα Σούζι Μπάνιον, που θα πραγματοποιήσει το όνειρο της να διαβεί ως μαθήτρια το κατώφλι της Σχολής και να τεθεί άμεσα κάτω από την καθοδήγηση της σπουδαίας χορογράφου και καλλιτεχνικής διευθύντριας Μαντάμ Μπλάν. Το επεισόδιο με την χαμένη κοπέλα, θα σημάνει συναγερμό μόνο στον ηλικιωμένο ψυχαναλυτή της, Καθηγητή Γιόσεφ Κλέμπερερ, που στηριγμένος στις κάτω από απίστευτη φόρτιση αποκαλύψεις της, στις συνεδρίες, μοιάζει πεπεισμένος πως κάτι μυστηριώδες κρύβουν οι μουντοί τοίχοι του Tanz. Και που ενδεχόμενα να έχει σχέση με μυστικές αποκρυφιστικές τελετές που λαμβάνουν χώρα από το αμιγώς γυναικείο προσωπικό, με θύματα των ανθρωποθυσιών, τα ανήμπορα και αδύναμα, εσώκλειστα κορίτσια.

Κι ενόσω έχουν πάρει για τα καλά φωτιά οι πρόβες ενόψει της μεγάλης πρεμιέρας του μοντέρνου μπαλέτου Volk (=Λαός), για το οποίο η Διευθύντρια προορίζει για πρωθιέρεια την ικανότατη στην εκτέλεση του προγράμματος, νεοεισελθούσα στο σπίτι, πιτσιρίκα από το Οχάιο, ακόμη πιο ανεξήγητα φαινόμενα θα κάνουν την εμφάνιση τους στους διαδρόμους του μόνιμα ημιφωτισμένου κτιρίου. Κάνοντας πλέον τις μέχρι τα χθες ανυποψίαστες τροφίμους, να εκτιμούν πως ο ξαφνικός χαμός της συμμαθήτριας τους, έχει άμεση σχέση με τον τρόπο λειτουργίας του χοροδιδασκαλείου.

Η λίγων σειρών αναφορά μου, στο αξεπέραστης έμπνευσης πόνημα που έγραψε την πιο χρυσή σελίδα στο βιβλίο του φοβιστικού τζάλο σινεμά, πριν από σαράντα χρόνια, δια χειρός του μέγιστου Argento, με την αρωγή της καλής του Daria στην παραγωγή και την συγγραφή του σεναρίου, έχει να κάνει με το γεγονός πως από το πρώτο μέχρι το ύστατο δευτερόλεπτο της διάρκειας της πρώτης Suspiria, με μέθοδο φαντασμαγορική, οι ανατριχίλες κτυπούν κόκκινο. Λες και ο συνδυασμός ύφους, εικόνας, μουσικής επένδυσης, φωτισμών, σκιών, χωρίς να παίζουν στα πλάνα τρομακτικά μπου και στιγμιαία ξεσπάσματα, έχει στηθεί κατά τέτοιο τρόπο, που ο θεατής να νιώθει πως τον χαϊδεύει για 90 λεπτά (πρόσεξε την την διάρκεια, υπάρχει λόγος) ένα ανάλαφρο, ψυχρό αγεράκι. Μία η άλλη με εδώ δηλαδή, που από το αρχικό σήκωμα της αυλαίας, ίσαμε την πτώση της, τα άβολα πινεζόκαρφα στο κάθισμα, με παρακινούσαν να εγκαταλείψω την αίθουσα και να τρέξω να βρω το βίντεο μου, για να του ρίξω για πολλοστή φορά στο συρτάρι το χιλιοπαιγμένο (μετριότατων τεχνικών χαρακτηριστικών) δισκάκι της πρώτης Σουσπίριας. Γολγοθάς! Πόσω μάλλον όταν από την συμπλήρωση του προκαθορισμένου (από τον Dario) χρόνου, υπολείπεται ακόμη μια ώρα επιπλέον φάλαγγας, χωρίς κανείς να μπορεί να εξηγήσει τον λόγο!

Ή μάλλον τον αποκαλύπτει στο εισαγωγικό πλάνο, αναφέροντας πως πρόκειται για ένα στόρι που ξετυλίγεται σε έξι (ΕΞΙ!!!!) πράξεις και έναν επίλογο. Μα τον Θεό, ανατρέχοντας στο παλιό η μνήμη, μετά βίας θα μπορούσε να σχεδιάσει τρίπρακτο, άρα που στον Βελζεβούλη, θα έβρισκε το υλικό ο σκηνοθέτης (?) για να αφηγηθεί κατιτίς αποτελούμενο από μισή ντουζίνα βινιέτες, συν μία την εξόδιο, επτά? Η απάντηση δίνεται υπερβολικά γρήγορα στον θεατή - με τα καρφιά στον πισινό, που σταδιακά μεταλλάσσονται σε αναμμένα κάρβουνα - καθώς η πλοκή κυλά απελπιστικά αργά, μέσα σε αναφορές πλήρους ανώφελης λεπτομέρειας για το πως και το γιατί των συμμετεχόντων στην ίντριγκα, επικεντρώνοντας έτσι όχι σε δύο, τρία, σημαντικά πρόσωπα που θα τσουλήσουν το ταινιάκι στις ράχες, αλλά σε ολάκερη κουστωδία περσόνων, που καλά και σώνει θα πρέπει να ενδιαφέρουν το κοινό. Εκεί που το ζήτημα όχι απλώς κομπλάρει, αλλά ξεχειλώνει ανεπανόρθωτα, είναι που στο κάδρο επιβάλλεται να εισέλθει η φιγούρα της χαμένης Κυράς του ψυχιάτρου - να μην πραγματοποιήσουμε και το τιμής ένεκεν καμέο στην, γηραιά πια, σταρ του τότε Jessica Harper? αμ πως? - σε μια υποιστορία που δεν δένει ποτέ με το υπόλοιπο, έτσι κι αλλιώς ασύνταχτο κομφούζιο που σερβίρει ο υπερεκτιμημένος ντιρέκτωρ του Call Me By Your Name.

Ειλικρινά δεν μπορώ να γνωρίζω τι όνειρο είδε ο Παλερμίνος στοιχειοθετώντας την αναγέννηση στο εκράν ενός από τους θρυλικότερους τίτλους στα χρονικά του σινεμά τρόμου. Με κινήσεις που δεν τρέφουν κανέναν σεβασμό στο έργο του Argento, φτιάχνει ένα κλίμα κλειστοανεκδοτικό - μιας και κλειστοφοβικό ούτε καν σκέφτεσαι να το πεις - με την κάμερα του να μεταπηδά από τα, δέκα αναμμένων κηρίων, δωμάτια με τα ντεμέκ Cubrickού συμβολισμού, γεωμετρικά πάτερνς στα πατώματα, σε υπόγειες στοές και αφανείς κρύπτες, που τρέχουν οι so you think tyou can dance τελετές, υπό το βλέμμα των διαβολικών διοικούντων το καμπ. Όπου ηγέτιδα βγαλμένη από τα πιο μυστικιστικά βιβλία μαγίστρων, τοποθέτα έναν γυναικείου φύλου, με μπρούτζινα ξεφλουδί δερματικά ζόρια, εμετικά παχύσαρκο αντίγραφο του Τζάμπα Δι Χατ, στην σεκάνς που υποτίθεται ο τρόμος πιάνει το ζενίθ του. Οκ, ο γέλωτας ακούγεται ίσαμε τα ουράνια, καθώς στο εκράν εκτυλίσσονται στιγμές απείρου κάλου(ς) σε βαθμό που να πιστεύει κανείς πως άπαντες οι εργαζόμενοι στο πρότζεκτ της Amazon Studios του κάνουν χοντρή πλάκα! Για να μην ξεχνιόμαστε πάντως στο πίσω μέρος του μυαλού σου φίλε, πάντα να σκέφτεσαι την σύζυγο του Δόχτορα και ότι της έχει προκύψει κάποτε, μπας και την δεις την νέα τη Suspiria σαν αστυνομική ταινία, γιατί κάτι άλλο, πέρα από επεισόδιο του Σεφερλή δεν μοιάζει να είναι.

Το μιξάζ που παλεύει ο Guadagnino ανάμεσα στο γνώριμο πλοτ και την διαχρονική πολιτική κρίση - σε ολάκερο το εύρος του φιλμ, τρέχουν οι εξελίξεις της αιματηρής πειρατείας του ά/φους της Lufthansa από τους Μπάαντερ Μάινχοφ, άκου να δεις τώρα τι του σφηνώθηκε στο νου - αποτυγχάνει παταγωδώς, καθώς δεν κολλάει πουθενά κάτι τέτοιο, ούτε καν ως αλληγορία που λέμε. Η αίσθηση δε πως κάποιος φίλμαρε τις έξι πράξεις και τις πέταξε στο μίξερ εν είδι μοντάζ, είναι διάχυτη, αφού δεν χτίζεται ποτέ σοβαρή χρονική συνέχεια, ειδικά όταν αραιά και που, το πράγμα φεύγει από το Μπερλίν για να διαβεί τον Ατλαντικό και να μας δείξει όσα στενάχωρα τρισαλίδικα συμβαίνουν στην Μορμόνικη οικία της εικοσάχρονης μπαλαρίνας, που από πρωτάρα εξελίσσεται σε Πλισέσκαγια.

Η Dakota, θυγατέρα Don Johnson - πασιφανές, φτυστή - μπορεί και όχι της Melanie Griffith - ούτε μισό χαρακτηριστικό δεν κληρονόμησε από την Holly Body Double που στοίχειωσε την εφηβεία μας - έχει την εντύπωση πως ακόμη βρίσκεται στο πλατώ των Αποχρώσεων, καρτερώντας τον Μίστερ Γκρέι να εμφανιστεί από μια γωνιά με τα μαστίγια. Αόρατος ο χαρακτήρας της, όπως άλλωστε και των υπόλοιπων κορασίδων σιμά της, παρόλο που το σενάριο ξοδεύει τέταρτα ολάκερα στην παρουσίαση τους. Συνεπώς του διαφαινόμενου ναυαγίου του Σουσπιρικού δεν διασώζεται ούτε και η Tilda, που σε τριπλό ρόλο (τον δεύτερο ούτε που θα τον αντιληφθείς, στον τρίτο έτσι κι αλλιώς θα κυλιέσαι στα πατώματα από τα γέλια) κάνει ότι περνά από το σκιαχτρώδες ανάστημα της για να γαντζωθεί από κάποιο σωσίβιο. Εντέλει, δεν... Και είναι κρίμα.

Η μαρκίζα που στο άκουσμα της και μόνο σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο αμαυρώθηκε. Και αυτό είναι το πιο δυσάρεστο, σε αυτό εδώ το ιταλιάνικα και φανφαρόνικα στυλιζαρισμένο, δίχως αρχή και τέλος, με έξι τιτλισμένες ρουμπρίκες διαλαλούμενες πάντως στο κυρίως σώμα, έκτρωμα. Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία η χειρότερη κινηματογραφική στιγμή της χρονιάς και μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της μετά μιλένιουμ εποχής.

Suspiria Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Νοεμβρίου 2018 από την Seven Films!
Περισσότερα... »



Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

4η ανταπόκριση – Δευτέρα 5 Νοεμβρίου
Ένα... άλογο στα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης!

Την είδηση της αλιεύσαμε από το ethnos.gr του νταβάριτς Ιβάν Σαββίδη και τη μεταφέρουμε αυτούσια για να ευθυμήσομεν και λίγο: «Περίπου στις 8.30 το πρωί ένα άλογο έκανε απρόσμενα την εμφάνισή του στους δρόμους της πόλης και ο χαρακτηριστικός ήχος από τα πέταλα που χτυπούν την άσφαλτο αντήχησε στις αίθουσες των δικαστηρίων. Ένας πολίτης κατάφερε να το σταματήσει και να το δέσει σε δέντρο, μέχρι να πάει εκεί η αρμόδια υπηρεσία του δήμου. Σύμφωνα με τις αστυνομικές αρχές, δεν έχει εμφανιστεί ακόμη ο ιδιοκτήτης του». Καθετί που αλλάζει τη συνηθισμένη ροή των πραγμάτων δίνει την ευκαιρία για χαμόγελο. Συνήθως. Κι εμείς επί τω έργον! Σήμερα, έργα πέντε. Και εκλεκτά και φόλες έχουμε, ελάτε, διαλέχτε!

Ισόβιοι δεσμώτες (Chained for Life) TIFF 2018

Ψάχνοντας στο imdb να βρω στοιχεία για την ταινία Ισόβιοι δεσμώτες (Chained for Life) του Aaron Schimberg, που συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ μας, έπεσα σε μια άλλη ταινία με τον ίδιο ακριβώς τίτλο, την οποία δεν εγνώριζα. Είναι μια ταινία του 1952, του Harry L. Fraser, με πρωταγωνίστριες τις αληθινές σιαμαίζες δίδυμες Violet και Daisy Hilton! Η υπόθεση εκείνης της ταινίας; Η Βίβιαν Χάμιλτον δολοφονεί τον σύζυγό της, ο οποίος την εγκατέλειψε. Συλλαμβάνεται και οδηγείται στο δικαστήριο, το οποίο έχει μια δύσκολη κατάσταση να αντιμετωπίσει: αν η Βίβιαν καταδικαστεί σε θάνατο, πώς θα γίνει εφικτό να μην καταδικαστεί ταυτόχρονα και η σιαμαίζα αδελφή της, Ντόροθι, που είναι αθώα; Αυτά είναι και μόλις τελειώσει το φεστιβάλ εννοείται ότι θα σπεύσω σαν μανιακός να τη βρω και να τη δω. Η δική μου συμβουλή προς όλους εσάς τους σινεφίλ, που «νιώθετε», είναι να μην χάσετε επ' ουδενί την ευκαιρία να απολαύσετε τη σύγχρονη ταινία. Μια από τις μεγαλύτερες και θετικότερες εκπλήξεις έως τώρα στο φετινό φεστιβάλ!

Η υπόθεση: Η εγκαταλελειμμένη πτέρυγα ενός εν λειτουργία παλιού νοσοκομείου γίνεται το φυσικό σκηνικό στο οποίο ένας διάσημος Γερμανός σκηνοθέτης, που λέγεται πως μεγάλωσε σε τσίρκο, επιχειρεί να γυρίσει την πρώτη του αμερικάνικη ταινία. Το πιο γνωστό όνομα του καστ είναι η όμορφη Μέιμπελ, μια καλή ηθοποιός που δεν τα κατάφερε στο Χόλιγουντ αλλά κατορθώνει να κερδίζει επανειλημμένως τα δικά της 15 λεπτά δημοσιότητας. Στην ταινία υποδύεται μια τυφλή δεσποσύνη σε κίνδυνο, η οποία είναι να κάνει μια πολύ προχωρημένη εγχείρηση για να βρει το φως της από έναν γιατρό με αμφισβητούμενες ικανότητες. Έναν γιατρό που μεταξύ των ασθενών του συμπεριλαμβάνονται ένας άντρας με φρικτά παραμορφωμένο πρόσωπο, νάνοι και γίγαντες, γυναίκες με μούσια, σιαμαίες δίδυμες κι άλλοι μη «φυσιολογικοί» άνθρωποι.

Ο σκηνοθέτης επιλέγει τους ρόλους των «φρικιών» να τους υποδυθούν άνθρωποι που έχουν ακριβώς αυτά τα προβλήματα. Η Μέιμπελ είναι αγχωμένη, κυρίως σε ότι αφορά τη γνωριμία της με τον βασικό συμπρωταγωνιστή της, τον Ρόσενθαλ, αυτόν με το φρικτά παραμορφωμένο πρόσωπο. Πώς θα εξελιχθούν τα γυρίσματα; Θα τα πάνε καλά στο σετ οι άνθρωποι από το εντελώς ετερόκλητο καστ; Κι όλα αυτά ενώ στην περιοχή κυκλοφορεί ένας αγνώστου ταυτότητας δολοφόνος, που το μόνο στοιχείο το οποίο γνωρίζει γι' αυτόν η αστυνομία, είναι πως είναι φρικτά παραμορφωμένος στο πρόσωπο...

Η άποψή μας: Μόνο ενθουσιασμένος μπορεί να είναι κάποιος παρακολουθώντας αυτήν την εκπληκτική – για πολύ παραπάνω από έναν λόγους – ταινία. Ένα κινηματογραφικό διαμάντι, όχι απλά λαμπερό, αλλά γεμάτο ομορφιά, γοητεία και καλοσύνη. Και καθόλου μα καθόλου ακατέργαστο: ο τύπος ξέρει τι ακριβώς θέλει να κάνει και πως να το κάνει και παίρνει άριστα από όλες τις απόψεις. Η ταινία ξεκινάει με κάτι που είχε γράψει μια από τις πιο διάσημες κριτικούς κινηματογράφου όλων των εποχών: η Pauline Kael. Κάτι που έχει να κάνει με την ανάγκη των θεατών να βλέπουν όμορφους, γοητευτικούς ηθοποιούς επί της μεγάλης οθόνης. Μια ανάγκη που, σύμφωνα με την κριτικό, και απόλυτα κατανοητή είναι, και τίποτε μεμπτό δεν έχει ή κρύβει.

Υποψιάζεσαι πως ο σκηνοθέτης βάζει αυτήν τη ρήση για να την κατακεραυνώσει. Κι όμως, είναι απίθανο το πως διαχειρίζεται το όλον μέσα στην ταινία. Καμία σχέση! Ένα από τα πολλά θέματα λοιπόν με τα οποία ασχολείται η ταινία, είναι αυτό: ο ορισμός της ομορφιάς. Και ναι, μέσα σε έναν μικρόκοσμο «άσχημων» ανθρώπων με τα μέσα στάνταρ των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, υπάρχει ομορφιά, απλά σε πολλές και διαφορετικές μορφές. Κάτι που επίσης κάνει πολύ συχνά ο δημιουργός είναι να θέτει φράσεις που περικλείουν ένα μήνυμα, τσιτάτα και catch phrases, χωρίς όμως να παίρνει θέση. Πχ, ακριβώς πάνω στο θέμα της ομορφιάς, υπάρχει η φράση «beauty lies in the eye of the beholder» - η ομορφιά βρίσκεται στο βλέμμα του θεατή. Το λέει κάποιος στην ταινία, ακούγεται όμως και κάποιος που λέει «διαφωνώ». Χωρίς να συνεχίζεται. Έριξε τη βόμβα, έθεσε τον αντίλογο, στο χέρι και στη διάθεση του θεατή είναι να αποφασίσει. Ποτέ δεν γίνεται διδακτικός, ποτέ δεν γίνεται χειριστικός, ποτέ δεν χρησιμοποιεί τους ήρωές του για να κερδίσει εύκολες συγκινήσεις. Ποτέ. Αγαπάει τους ήρωές του, όλους του τους ήρωες, και τους «όμορφους» και τους «άσχημους».

Δεν θα ψάξω να βρω τον πολιτικά ορθό χαρακτηρισμό – θα χρησιμοποιώ τον όρο «φρικιά» σε παρένθεση. Ένας ακόμα λόγος για να λατρέψεις την ταινία: είναι η πλέον κινηματογραφόφιλη ταινία που έχω δει τα τελευταία χρόνια! Οι αναφορές στα «Τέρατα» του Tod Browning και στον «Άνθρωπο ελέφαντα» του David Lynch είναι οι πιο προφανείς. Συνεχώς αναφέρεται ο Orson Welles, συνεχώς έχουμε αναφορές έμμεσες ή άμεσες στον Σαίξπηρ κι έχουμε και τα πιο ψαγμένα κλεισίματα ματιού στους Werner Herzog και Fassbinder! Πανηγύρι κανονικό, να έχεις όρεξη να καταμετράς. «Tomorrow, and tomorrow, and tomorrow»... Και να υπάρχει χιούμορ, μπόλικο χιούμορ, για να προσπερνάει τη σοβαροφάνεια, για να βάζει στο παιχνίδι και τους άλλους θεατές, εκείνους που δεν έχουν απαραίτητα όλες τις γνώσεις του παγκόσμιου σινεμά. Ποτέ δεν πετάει έξω η ταινία τους θεατές. Ακόμα κι όταν επιτυχημένα θολώνει τις διαχωριστικές γραμμές.

Έχουμε τα γυρίσματα της ταινίας. Έχουμε σκηνές από το φιλμικό παρόν, εκτός γυρισμάτων. Έχουμε πρωθύστερα. Έχουμε σκηνές ονείρου. Έχουμε σκηνές γυρισμάτων που μοιάζουν με το ρεαλιστικό σύμπαν της ταινίας και σκηνές που υποτίθεται ότι αφορούν το ρεαλιστικό σύμπαν αλλά είναι σκηνές γυρισμάτων. Κι όμως, μέσα σε όλο αυτό το παζλ ο θεατής νιώθει ασφάλεια. Κι αυτό επειδή ο σκηνοθέτης τον σέβεται. Ποτέ δεν το παίζει ανώτερος από τον θεατή. Ποτέ. Κι έχουμε κι όλες εκείνες τις υπέροχες σκηνές γυρισμάτων, που αποκαλύπτουν κινηματογραφικά μυστικά, όπως εκείνη όπου ο Ρόζενθαλ θα πρέπει με ένα άλμα από το σκοτάδι να βγει στο φως. Ή η άλλη όπου η νοσοκόμα, μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη (χε χε χε), βλέπει ένα από τα «φρικιά» να την κατασκοπεύει με λαγνεία. Ή εκείνη όπου η κάμερα βλέπει τη βασική ηρωίδα να ξυπνάει μετά την επέμβαση που κάνει και πετυχαίνει εντελώς διαφορετικό αισθητικό αποτέλεσμα κάνοντας ζουμ ιν απ' ότι ζουμ άουτ!

Όλοι οι ηθοποιοί που υποδύονται τα «φρικιά» είναι... «φρικιά» εκτός από τις σιαμαίες δίδυμες, που είναι μεν ομοζυγωτές δίδυμες, αλλά δεν είναι σιαμαίες. Στο ρόλο του Ρόζενθαλ πχ βλέπουμε τον Adam Pearson, έναν Βρετανό καλλιτέχνη με πολυσχιδή προσωπικότητα, που πάσχει από Neurofibromatosis, μια ασθένεια εξαιτίας της οποίας το κεφάλι του είναι παραμορφωμένο, έτσι όπως το βλέπουμε στην ταινία! Έχει παίξει και σε άλλες ταινίες, και μάλλον θα τον θυμάστε από το «Κάτω από το δέρμα». Οπότε, δεν υπάρχουν οπτικά εφέ εδώ και μάσκες και προσθετικά. Και πάντοτε τα σχόλια να πετιούνται σε ρυθμούς πολυβόλου, αλλά πάντα με τέτοιον τρόπο που να μπορεί να τα χειριστεί ο θεατής. Μιλάμε για ατακάρες: «τα ειδικά εφέ είναι η πλαστική χειρουργική των σημερινών ταινιών». Η κορυφαία είναι εκείνη, όμως, που ακούγεται σε διάλογο της Μέιμπελ με τον «φυσιολογικό» και με υπερβάλλονται ζήλο συμπρωταγωνιστή της. Λέει εκείνος κάτι στα λατινικά, εκείνη του απαντάει «τα λατινικά σου είναι υπέροχα». Απαντάει εκείνος «είναι μια νεκρή γλώσσα». «Ναι», λέει εκείνη, «αλλά είναι για πάντα αποτυπωμένα στο σελιλόιντ». Και τι απαντάει ο θεούλης; «Άλλη μια νεκρή γλώσσα»!!!

Νομίζω πως θα μπορούσα να γράψω πεντακόσιες χιλιάδες λέξεις για αυτήν την ταινιάρα και να μην κατόρθωνα να κλείσω μέσα στις λέξεις τον ενθουσιασμό μου! Λίγα πράγματα ακόμα θα τα πω. Πχ, το πόσο καλή και ατρόμητη είναι η Jess Weixler που υποδύεται την Μέιμπελ. Τη θυμάμαι από μια άλλη παράδοξη ταινία, το «Teeth», όπου υποτίθεται ήταν μια παρθένα με vagina rondata, δηλαδή αιδοίο με δόντια, που... δάγκωνε (μέχρι αποκοπής) οτιδήποτε προσπαθούσε να μπει μέσα της! Εξαιρετική στο ρόλο της. Μέσα στην κανονική διάρκεια της ταινίας τίθενται και μια σειρά από άλλα ζητήματα όπως αυτό της διασημότητας, της ματαιότητας ή ματαιοδοξίας να δείχνουμε όλοι νέοι, και της υποκρισίας της πολιτικής ορθότητας. Και ολοκληρώνονται τα γυρίσματα της ταινίας και πλησιάζουμε στο τέλος και η Μέιμπελ μπαίνει σε ταξί. Κι έχουμε άλλα δέκα λεπτά συναρπαστικού φιλμικού έπους! Σαν μια άλλη ταινία δίπλα στην κυρίως ταινία, που όμως ως συνδυασμός λειτουργούν φίνα! Κι εδώ μπαίνει και το στοιχείο του θρίλερ και του σασπένς: είναι ο γεμάτος εκπλήξεις Νιγηριανός οδηγός του ταξί ο δολοφόνος που τριγυρίζει στην περιοχή;

Κι εδώ βγάζει απίστευτη ερμηνευτική δύναμη η Weixler, η οποία σε έναν απολύτως δίκαιο κόσμο θα έπρεπε να πάρει δέκα Όσκαρ! Ελπίζω να πάρει το βραβείο ερμηνείας εδώ τουλάχιστον. Τρομερή, τρομερή, τρομερή ταινία. Και με τα λόγια του John Keats, που επίσης μνημονεύεται στην ταινία: «Heard melodies are sweet, but those unheard are sweeter». Μην χάσετε την ευκαιρία να ακούσετε αυτήν την υπέροχη μελωδία.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 18.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Ρέι και Λιζ (Ray & Liz) TIFF 2018

Τον Richard Billingham δεν τον γνώριζα, να το ομολογήσω αυτό. Σύμφωνα με αυτά που υπάρχουν γραμμένα στο επίσημο site του φεστιβάλ «Ο Richard Billingham είναι Βρετανός εικαστικός καλλιτέχνης, φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Το 1997 ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που τιμήθηκε με το Βραβείο Φωτογραφίας Deutsche Börse. Η δουλειά του έχει εκτεθεί στην Μπιενάλε της Βενετίας του 2001 και ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Τέρνερ την ίδια χρονιά. Το έργο του αντλεί τη θεματολογία του από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον, από τα ζώα που κρατούνται σε ζωολογικούς κήπους ανά τον κόσμο και από το βρετανικό τοπίο. Έργα του βρίσκονται σε πολλές συλλογές, όπως στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, στο Μουσείο V&A και στην Tate Gallery του Λονδίνου. Η ταινία Ρέι και Λιζ (Ray & Liz) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους που έκανε για τη μεγάλη οθόνη. Είναι μια ταινία που γυρίστηκε σε πραγματικές τοποθεσίες στα Μίντλαντς, όπου και μεγάλωσε. Η ταινία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ του Λοκάρνο, όπου τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής. Και στη Θεσσαλονίκη διαγωνίζεται διεκδικώντας τον Χρυσό Αλέξανδρο.

Η υπόθεση: Αγγλία, τέλη της δεκαετίας του '70. Στα προάστια του Μπέρμιγχαμ και στο περιθώριο της κοινωνίας, ο Ρέι και η Λιζ Μπίλινχαμ είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι, που μεγαλώνουν τα δύο ανήλικα παιδιά τους σε ένα άθλιο, πανβρώμικο και ακατάστατο διαμέρισμα, μια εργατική κατοικία κι ας μην δουλεύει κανείς από τους δυο τους – και δεν κάνουν και τίποτε για να πιάσουν δουλειά. Σε γειτονικό διαμέρισμα μένει η μητέρα του Ρέι και ο αδελφός του, ένας 40άρης που δεν του κόβει ιδιαίτερα. Το παζλ συμπληρώνει ο χεβιμεταλάς, μικροαπατεώνας αδελφός της Λιζ, ο οποίος περνάει αραιά και που από το διαμέρισμα. Μια οικογένεια σε πλήρη αποδόμηση, κι ένας δεσμός από καιρό φθαρμένος που όμως δεν θα χαθεί ποτέ. Τρία (συχνά σοκαριστικά) αυτοβιογραφικά επεισόδια, που διαπλέκονται με μια ανοίκεια αίσθηση χιούμορ, αποδίδουν την εμπειρία τού να μεγαλώνεις στην εποχή της (θατσερικής) λιτότητας.

Η άποψή μας: Επαναλαμβάνω εδώ κάτι που ανέφερα στην εισαγωγή. Δεν γνωρίζω το έργο του σκηνοθέτη ως φωτογράφου. Από αυτά που είδα στην ταινία, πρέπει να είναι εκπληκτικός στη δουλειά του. Στη φωτογραφία. Την οποία δεν πρέπει να εγκαταλείψει. Γιατί ως σκηνοθέτης κινηματογραφικών ταινιών, δεν τον βλέπω να μακροημερεύει. Θα μου πεις, πάντοτε υπάρχουν καλοθελητές, έτοιμοι να χρηματοδοτήσουν το όραμα ενός ψαγμένου δημιουργού. Το ότι αυτό το όραμα θα το δουν ελάχιστοι άνθρωποι και μόνο σε φεστιβάλ, δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν. Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μια αποκλειστικά φεστιβαλική ταινία. Η τέχνη για την τέχνη, που λένε. Βαρέθηκα από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Οχτώ ώρες να πίνει ο γέρος το σκούρο ζουμί. Και να το ξαναβάζει. Και να το ξαναπίνει. Να ζουν όλοι μαζί σ' αυτό το άθλιο διαμέρισμα άνθρωποι, σκύλος και πουλί. Ψυχασθένεια! Βροχή, καταχνιά, αλκοόλ και πάλι από την αρχή.

Η ταινία να λέγεται «Ρέι και Λιζ» και οι δυο τους να εμφανίζονται πολύ λίγο μέσα στον φιλμικό χρόνο ως χαρακτήρες. Περισσότερο ως απουσία υπάρχουν. Κι εγώ λίγο (λίιιιιιγο, ελάχιστα) να βρήκα ενδιαφέρουσα τη φάση με τον χαζούλι, που από τη μια κάνει τον Κουασιμόδο, από την άλλη μεθάει από τον χεβιμεταλά μπαγαπόντη την ίδια ώρα που ο Ρέι και η Λιζ έχουν βγει έξω για να ψωνίσουν παπούτσια! Με τον έναν από τους δύο γιους τους. Τζίζας! Τόση αποθέωση της μιζέριας σου προκαλεί πονοκέφαλο. Σχεδόν misery porn! Κρίμα τα ωραία τραγούδια, ιδίως το πρώτο των Siouxsie and the Banshees, που το αγαπώ πολύ, ντεμέκ περιγράφει κατά μία έννοια την κατάσταση στο σπίτι («This is a happy house») αλλά εντέλει πάει χαράμι. Μακριά!

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Σοφία (Sofia) TIFF 2018

Η ταινία Σοφία (Sofia) της Meryem Benm'Barek-Aloïsi μας έρχεται από τη βόρεια Αφρική και συγκεκριμένα από το Μαρόκο. Η σκηνοθέτιδα γεννήθηκε το 1984 στο Ραμπάτ του Μαρόκου. Σπούδασε Αραβική Γλώσσα και Πολιτισμό στο Εθνικό Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών του Παρισιού, και στη συνέχεια πέρασε στον τομέα Σκηνοθεσίας του INSAS των Βρυξελλών το 2010. Εκεί σκηνοθέτησε πέντε μικρού μήκους ταινίες, εκ των οποίων ξεχώρισε το «Jennah» (2014), μια ταινία που συμμετείχε σε πολλά διεθνή φεστιβάλ και προτάθηκε για υποψηφιότητα στα βραβεία Όσκαρ το 2015. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα», κερδίζοντας το βραβείο σεναρίου. Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης διεκδικεί τον Χρυσό Αλέξανδρο. Για να δούμε πως θα τα πάει...

Η υπόθεση: Η 20χρονη Σοφία ζει με τους γονείς της στην Καζαμπλάνκα, στο Μαρόκο. Κατά τη διάρκεια γεύματος όπου κλείνεται μια συμφωνία ανάμεσα στο σύζυγο της θείας της (της αδελφής της μητέρας της) και τον πατέρα της - συμφωνία που θα αποφέρει πολλά χρήματα και στις δύο οικογένειες - η Σοφία βιώνει άσχημους πόνους στην περιοχή της κοιλιάς της. Πόνους που δεν περνούν. Όταν την εξετάζει η ξαδέλφη της, η Λένα, που σπουδάζει ιατρική, της λέει κάτι που δεν το περίμενε με τίποτε η Σοφία: είναι έγκυος! Και δεν το είχε πάρει χαμπάρι ούτε η ίδια ούτε κανείς γύρω της, επειδή η Σοφία είχε αποκλείσει αυτήν την πιθανότητα από το μυαλό της. Η Σοφία λοιπόν είναι έγκυος και μάλιστα ετοιμόγεννη: της ‘σπάσαν τα νερά!

Η Λένα την κουβαλάει σε κλινικές και νοσοκομεία για να γεννήσει χωρίς να το καταλάβουν οι γονείς της. Κι αυτό επειδή η Σοφία δεν είναι παντρεμένη. Αν όμως αφού γεννήσει, δεν προσκομίσει τα χαρτιά του πατέρα, ενός άνδρα δηλαδή που θα αναγνωρίσει το παιδί, τότε η Σοφία κινδυνεύει με φυλάκιση από λίγους μήνες μέχρι έναν χρόνο! Επειδή αυτό θα σημαίνει πως έκανε σεξ εκτός γάμου! Αυτό λέει ο νόμος του Κράτους. Η Σοφία δεν θέλει να αποκαλύψει το όνομα του πατέρα. Νιώθοντας πιεσμένη, όμως, τελικά υποχωρεί. Κατονομάζει τον Όμαρ ως πατέρα του παιδιού της, έναν φτωχοδιάβολο που ζει σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Καζαμπλάνκας. Εκείνος, αρνείται τα πάντα. Οι δυο οικογένειες πληροφορούνται τα καθέκαστα. Ποια είναι η αλήθεια όμως πίσω από όλα αυτά;

Η άποψή μας: Θα μπορούσε να είναι το αράβικο αντίστοιχο του συγκλονιστικού «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» αλλά αυτή η ταινία είναι πολύ πιο μικρών επιδιώξεων, πιο μετριοπαθών συγκινήσεων, πιο συγκαταβατική, πιο απλή, πιο… γραμμική. Είναι μια ταινία που καταγράφει μια κοινωνία υποκριτική, μια κοινωνία έτοιμη να κάνει τα κλειστά μάτια αρκεί το μπαξίσι να είναι αρκετό, μια κοινωνία που φοβάται τι θα πουν οι άλλοι. Κι εδώ έχουμε τρεις εκπροσώπους διαφορετικών οικονομικών τάξεων. Η Σοφία βρίσκεται στη μέση. Δεν ανήκει στη μεσαία τάξη, με τίποτε, αλλά δεν είναι φτωχή. Η ξαδέλφη της είναι μέλος της μεσαίας τάξης και πάνω. Και ο Όμαρ είναι ο φτωχός και μόνος… καουμπόι. Οι δυναμικές των σχέσεών τους καθορίζονται από την οικονομική τους ευχέρεια. Η πλούσια ξαδέλφη θέλει να βοηθήσει, η Σοφία θέλει αρχικά να εξαφανίσει (κυριολεκτικά) το πρόβλημα και μετά να το συγκαλύψει και ο Όμαρ…

Ο Όμαρ παραδόξως είναι ο πιο παγιδευμένος ήρωας από όλους. Γιατί υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα ανατροπή στην ταινία. Το βεληνεκές του φιλμ δεν είναι μεγάλο, αυτό που θέλει να μας πει, πάντως, μας το λέει καθαρά και ξάστερα. Το γνωστότερο όνομα από τους συμμετέχοντες είναι αυτό της Lubna Azabal στο ρόλο της θείας αλλά και ο ηθοποιός που υποδύεται τον πατέρας της Σοφίας, έχει γνώριμη φάτσα – είναι Άραβες, που τους έχουμε πετύχει σίγουρα σε γαλλικές παραγωγές. Η ηθοποιός που υποδύεται τη Σοφία είναι πολύ καλή στο ρόλο της καθώς κατορθώνει να υποδυθεί την πρωταγωνίστρια της ταινίας ως έναν αντιπαθητικό χαρακτήρα, καθόλου ελκυστικό για τον θεατή! Πιο πολύ συμπαθούμε την ξαδέλφη και τον έρημο τον Όμαρ παρά την υπολογίστρια και (όπως αποδεικνύεται) καθόλου θύμα Σοφία. Κάπως πρέπει να ξεφύγει κι αυτή, όμως, έτσι; Κι αν μη τι άλλο, έχει καλές προθέσεις. Ξέρετε τι λένε για το δρόμο για την κόλαση όμως, σωστά; Ένα ενδιαφέρον κοινωνικό δράμα, τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο...

(η ταινία προβάλλεται τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την One From The Heart σε άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία)

Μη μ' αγγίζεις (Touch Me Not) TIFF 2018

Η ταινία Μη μ' αγγίζεις (Touch Me Not) της Adina Pintilie από τη Ρουμανία είναι αυτή που κέρδισε την Χρυσή Άρκτο καλύτερης ταινίας στην περασμένη Berlinale! Μιλάμε για την πιο «γεια σου» Χρυσή Άρκτο των τελευταίων χρόνων! Στη Θεσσαλονίκη προβάλλεται στο επίσημο πρόγραμμα εκτός συναγωνισμού. Όσο και να έψαξα, δεν βρήκα να αναφέρεται πουθενά η πιθανότητα συγγένειας της σκηνοθέτιδας με τον σπουδαίο Ρουμάνο σκηνοθέτη Lucian Pintilie. Απλή συνωνυμία, που λένε. Όπως απλή «συνωνυμία» θα πρέπει να θεωρήσουμε το γεγονός ότι και οι δυο δηλώνουν σκηνοθέτες!!! Έλεος! Αυτή είναι μία από τις αρκετές ταινίες είναι η αλήθεια, που με εκνεύρισαν περισσότερο στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου. Γενικά, είδαμε πολλές παπαριές στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale φέτος, κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω παρά μόνον με την απλή σκέψη πως μεγάλοι σκηνοθέτες δεν έχουν έτοιμες τις ταινίες τους τον Φεβρουάριο και πολλοί είναι εκείνοι που προτιμούν να διαγωνιστούν στις Κάννες ή τη Βενετία. Τέλος πάντων, αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας (!!!!!) της σκηνοθέτιδας. Κι αφού την επιβράβευσαν, έχουν πολλά να δουν τα καημένα τα ματάκια μας ακόμα...

Η υπόθεση: «Πες μου πώς με αγαπάς, για να καταλάβω πώς να αγαπήσω»... Μια σκηνοθέτιδα και μερικοί άνθρωποι τους οποίους έχει επιλέξει, αφιερώνονται σε ένα σχέδιο προσωπικής αναζήτησης σχετικά με την οικειότητα. Στο ρευστό μεταίχμιο ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία, η ταινία ακολουθεί τα συναισθηματικά ταξίδια της Λάουρα, του Τόμας και του Κρίστιαν, προσφέροντας μια βαθιά και εμφατική ματιά στις ζωές τους. Λαχταρώντας την οικειότητα αλλά ταυτόχρονα τρέμοντας στην ιδέα της, οι παραπάνω χαρακτήρες παλεύουν να ξεπεράσουν παλιές συμπεριφορές, αμυντικούς μηχανισμούς και ταμπού, να κόψουν τον ομφάλιο λώρο και να είναι επιτέλους ελεύθεροι...

Η άποψή μας: «Πώς αισθάνθηκες όταν σε ακούμπησε;». Τι να σου πω ρε φιλενάδα, εγώ ένα γαμησάκι ήθελα να ρίξω, αυτά με τα τι αισθάνθηκες και τέτοια δεν τα καταλαβαίνω! Ναι, θα γίνω κακός μέχρι παρεξηγήσεως εδώ. Και ίσως, ίσως λέω, να ακούσω τα σκολιανά μου. Αλλά ήμαρτον κάπου, δεν μας λυπάται κανείς εμάς τους ταπεινούς σκαπανείς της 7ης Τέχνης; Δεν θυμάμαι τη διάρκεια τούτης της ταινίας αλλά μου φάνηκε αιώνας, πραγματικά! Η σκηνοθέτιδα βάζει πολύ τον εαυτό της μέσα σε όλο αυτό. Η παρουσία της αποτυπώνεται στα πλάνα, κάνει ερωτήσεις που ακούγονται, φαίνεται το συνεργείο της, οι κάμερες, τα πάντα. «Α, κάτι μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας», θα σκεφτεί ο καλοπροαίρετος κάποιος. Ε, και; Ποιο είναι το πόιντ ρε φίλη, τι θέλεις να μας πεις, γιατί μας ζαλίζεις τον έρωτα;

Μιλάμε, όλα όσα λέγονται στην ταινία δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν θέμα συζήτησης ούτε για 15χρονα παιδιά. Ευαισθησία του κώλου! Μια γυναίκα (ε, δεν μπορώ, θα ξεφύγω κι άλλο, κι ας με πούνε σεξιστή, το δέχομαι, καταδικάστε με), άσχημο πρόσωπο, κοντά στα 50 της αλλά... βυζάρες, δεν αντέχει να την αγγίζουν! Νοικιάζει αγόρια, τα βάζει να αυνανίζονται μπροστά της και μετά μυρίζει τα σεντόνια! Τι τρυφερό! Ναι ρε, κοροϊδεύεις, η γυναίκα έχει πρόβλημα. Σοβαρό πρόβλημα. Ας μην είχε να φάει, ναι, θα είχε πρόβλημα. Ας μην είχε δουλειά, ναι, θα είχε πρόβλημα. Τώρα, το πρόβλημα είναι πως... δεν έχει πρόβλημα. Οπότε, ας κάνουμε μια ψυχανάλυση on camera. «Πώς αισθάνθηκες όταν σε ακούμπησε;». Τζίζας, όταν ακούω κάτι τέτοια (όχι μόνον στις ταινίες, είναι new age σκατά όλο αυτό) αισθάνομαι ότι μόλις έχω κατέβει από τον πλανήτη Ποσειδώνα στη Γη και ότι δεν ανήκω στο ανθρώπινο είδος, ότι είμαι εξωγήινος.

Να αναλύσουμε, να υπεραναλύσουμε, να το πιάσουμε το θέμα από όλες τις πλευρές, μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων! Κι όλο αυτό για μια ταινία που πέρασε από εργαστήρια στα σπάργανά της και πέρασε από 40 κύματα και την τσέκαραν δεκάδες ειδικοί πριν γυριστεί, πριν καν δοθεί το πράσινο φως για να γυριστεί, πριν βρεθεί τελικά στη μεγάλη οθόνη! Έλεος κάπου! Κάποτε υπήρχε ως κινηματογραφική έκφραση το «σινεμά του δημιουργού», αυτό όμως είναι σκέτος αυνανισμός. Μια σοβαροφάνεια σκεπάζει τα πάντα, ένα ύφος χιλίων καρδιναλίων, αλλά και μια στειρότητα, μια αποστασιοποίηση, ένα χειρουργικό πράγμα, ενώ υποτίθεται πως η ταινία ενδιαφέρεται πέρα και πάνω από όλα για... συναισθήματα! Αν η κυρία γύρισε την ταινία για να μας δείξει πως στη σημερινή εποχή δεν υπάρχουν πλέον συναισθήματα, και πάλι δεν έπιασα το αστείο, δεν κατάλαβα τις προθέσεις της ή πολύ απλά διάλεξε λάθος τρόπο για να μας τις δείξει! Βεβαίως έχουμε και σκηνές σεξ και παρτούζες και τέτοια στην ταινία, ε, πως θα ψαχθείς για τα συναισθήματά σου αν δεν γαμηθείς, έτσι, χωρίς... συναισθήματα. Και τι ένιωσες που έλαβες μέρος σε παρτούζα; Ξέρω 'γω, ωραία ήταν. Να το ξανακάνουμε μωρέ, να γνωρίσουμε και καναν άνθρωπο!

Α, υπάρχει κι ένας άνθρωπος με ειδικές ικανότητες στην ταινία (πολιτική ορθότητα παιδιά), έτσι, για να είναι όλοι μέσα! Επιτήδευση και άγιος ο Θεός! Να, δείτε τι καλά κάνω σινεμά, εσείς δεν ξέρετε. Κανένα ενδιαφέρον για τον θεατή, καμιά συμπάθεια για τον διάβολο, κανένα ίχνος ταπεινότητας και σεμνότητας. Μετά από μένα, το χάος. Συγνώμη, αλλά αυτό το πράγμα δεν είναι ταινία. Αυτό το πράγμα δεν είναι σινεμά! «Πώς αισθάνθηκες όταν σε ακούμπησε;». Μια τάση προς έμετο την αισθάνθηκα τελικά.

(η ταινία προβάλλεται τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη και σε επανάληψη την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 12.00 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας στις 8 Νοεμβρίου από την Feelgood Entertainment)

Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας (The Happy Prince) TIFF 2018

Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας είναι μία από τις ομορφότερες ιστορίες που έχει γράψει ο Όσκαρ Ουάιλντ. Αφηγείται την ιστορία της φιλίας ανάμεσα στο άγαλμα ενός πρίγκιπα και σε ένα χελιδόνι, που αποφασίζει να ξαποστάσει για ένα βράδυ επάνω στο άγαλμα. Το άγαλμα παρατηρεί τον κόσμο και ανακαλύπτει τη φτώχεια, την ασχήμια, τη διαφθορά και την υποκρισία. Κάθε βράδυ δακρύζει για όλα τα δυσάρεστα που συμβαίνουν γύρω του. Μαζί με το χελιδόνι αποφασίζουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους, με κάθε δυνατό τρόπο. Καθόλου τυχαία λοιπόν, ο γνωστός Βρετανός ηθοποιός Rupert Everett, στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, στην οποία υπογράφει και το σενάριο και πρωταγωνιστεί, την ονομάζει (πρωτότυπος τίτλος) The Happy Prince, όταν ο ελληνικός τίτλος της είναι Ευτυχισμένος Όσκαρ. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς – με το οποίο το φεστιβάλ Βερολίνου έχει αναπτύξει εξαιρετικά καλές σχέσεις – και στο φεστιβάλ Βερολίνου προβλήθηκε στο τμήμα Berlinale Special Gala. Στο δικό μας φεστιβάλ αποτελεί μία από τις Ειδικές Προβολές.

Η υπόθεση: Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν ο πιο διάσημος άνθρωπος στο Λονδίνο! Έξυπνος, ετοιμόλογος, γεμάτος χιούμορ και σκανδαλώδης. Όμως, όταν δικάζεται και καταδικάζεται σε δύο χρόνια φυλάκιση και βαριά, καταναγκαστικά έργα εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, ο Ουάιλντ κλονίζεται. Μέσα στη φυλακή γράφει ένα από τα πιο σπουδαία έργα του, το «De Profundis». Βγαίνοντας από τη φυλακή, η υγεία του είναι σε κακά χάλια, έχει χωρίσει και τυπικά από τη γυναίκα του και ουσιαστικά δεν του έχει μείνει τίποτε, τόσο από άποψη φήμης όσο και σε σχέση με την περιουσία του. Επιλέγει να αυτοεξοριστεί στο Παρίσι.

Μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να τα ξαναβρεί με τη γυναίκα του, μπλέκει εκ νέου με τον Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας, γνωστό με το παρατσούκλι Μπόσι, ο οποίος ουσιαστικά ήταν εκείνος που οδήγησε τον Όσκαρ στη φυλακή! Με αλλαγμένο πλέον όνομα και χωρίς φράγκο στην τσέπη του, ο Ουάιλντ θα πέσει ακόμα πιο χαμηλά εξαιτίας του Μπόσι. Πάντως, πιστοί φίλοι του και πρώην εραστές του προσπαθούν να τον βοηθήσουν και να τον προστατέψουν από τις αυτοκαταστροφικές του τάσεις, κάτι που καταφέρνουν για λίγο, μέχρι το πικρό του τέλος στην ηλικία των μόλις 46 ετών...

Η άποψή μας: Μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει γιατί η δημιουργία αυτής της ταινίας αποτέλεσε όραμα ζωής για τον Rupert Everett. Μα επειδή μέσα από την αφηγούμενη ιστορία ο Everett παρουσιάζει όλα όσα τράβηξε και ο ίδιος (όπως ο Ουάιλντ – εντάξει, σε μικρότερη κλίμακα) αλλά και πάμπολλοι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι λοιδορήθηκαν και συνεχίζουν να λοιδορούνται ακόμα και σήμερα, εξαιτίας των σεξουαλικών τους προτιμήσεων. Πόσο εύκολα ένα αγαπημένο από την κοινή γνώμη και από την «καλή κοινωνία» πρόσωπο πέφτει σε δυσμένεια επειδή ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα της καθεστηκυίας τάξης και της αποδεκτής συμπεριφοράς.

Ο Everett δεν δημιουργεί μια αγιογραφία. Μας παρουσιάζει τον Ουάιλντ ως αυτό που ήταν στην πραγματικότητα: έναν ιδιοφυή άνθρωπο γεμάτο παρορμήσεις, που οι αποφάσεις που πήρε (σωστές ή λάθος, αν τις κρίνεις από απόσταση) τον οδήγησαν στον αφανισμό του. Έναν άνθρωπο, που σκάρωνε υπέροχες ιστορίες επιτόπου, που πλήρωνε σε καμπαρέ τις ζημιές του τραγουδώντας, που λύγισε αλλά δεν έσπασε και που πάντα μα πάντα αποζητούσε τις «μωβ ώρες» του, τις στιγμές δηλαδή που έκανε σεξ με νεαρούς άντρες. Τις στιγμές που τον κρατούσαν ζωντανό. Ο Everett κάνει πολύ καλή δουλειά, δεν χωράει καμία αντίρρηση επί τούτου, επειδή όμως το «Νερούδα» του Pablo Larrain σήκωσε ψηλά τον πήχη των βιογραφιών, λέμε πως στην καταγραφή και την αφήγηση της ιστορίας του είναι κάπως άνισος. Και σε ότι αφορά τον ρυθμό του δεν είναι καλοκουρδισμένος. Σε κάποιες στιγμές, χάσκει και ξεχειλώνει. Η σκηνή με την ναπολιτάνα, που μπαίνει σε χώρο με άρρενες να οργιάζουν μεταξύ τους, αναζητώντας γυναίκες-πόρνες, δεν βρίσκει καμία και καθησυχάζεται από αυτό, μιας που άντρας της, που βρίσκεται εκεί, δεν την... κερατώνει, βγάζει πολύ γέλιο!

Επίσης, πολύ ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι σπουδαίοι ηθοποιοί κάνουν το χατήρι ουσιαστικά στον Everett και παίζουν σε μικρούς ρόλους. Μιλάμε για τον Colin Firth και την Emma Watson αλλά και τον Tom Wilkinson και την Beatrice Dalle αν έχετε τον θεό σας! Όλοι συντονισμένοι στο κοινό όραμα, όλοι υπηρετώντας το μεγάλο σκοπό. Αγνώριστος ο Everett κάτω από στρώσεις προσθετικών που τον δείχνουν με περισσότερα κιλά και με «φουσκωμένο» κεφάλι, δίνει μια ερμηνεία γεμάτη ευαισθησία και μπρίο, παραίτηση και αιχμηρότητα. Δεν θα εκπλαγώ αν σε λίγους μήνες τον δούμε με μια υποψηφιότητα για Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου. Αυτό όμως είναι το έλασσον. Το μείζον είναι ότι πέρα όλων των άλλων, ο Everett – Ουάιλντ βλέπει τη ζωή σαν παραμύθι ή μάλλον ακόμα καλύτερα, σαν όνειρο! «It's just a dream», μας λέει, απευθυνόμενος κατευθείαν σε μας, τους θεατές. Είναι απλά ένα όνειρο, όπως το σινεμά. Ένα όνειρο όπου κάθε άνθρωπος σκοτώνει αυτό που αγαπά. Παρά τις αδυναμίες της, αυτή είναι μια ωραία δουλειά.

(η ταινία προβάλλεται τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Ολύμπιον – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την FilmTrade σε άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live
Περισσότερα... »

Ο Καρυοθραύστης και τα Τέσσερα Βασίλεια (The Nutcracker and the Four Realms) Poster ΠόστερΟ Καρυοθραύστης και τα Τέσσερα Βασίλεια
των Lasse Hallström, Joe Johnston. Με τους Keira Knightley, Mackenzie Foy, Eugenio Derbez, Matthew Macfadyen, Richard E. Grant, Misty Copeland, Helen Mirren, Morgan Freeman


Τα σπάει! Τα καρύδια...
του zerVo (@moviesltd)

Να κάνουμε την υπόθεση πως ανήκεις ακόμη σε εκείνη την αθώα ηλικία, που οι γιορτινές ημέρες στα τέλη του Δεκέμβρη, ακόμη έχουν τεράστια σημασία στη ζωή σου και έχεις λόγο να καρτερείς να δεις το γεμάτο λαμπιόνια και πολύχρωμα στολίδια δέντρο, να υψώνεται ξανά στην γωνιά του σαλονιού. Ένα πακέτο με ιλουστρασιόν αμπαλάζ, κορδέλες και γιρλάντες στην βάση του, γεμάτο υποσχέσεις σε περιμένει να το ανοίξεις την ημέρα της μεγάλης γιορτής κι εσύ μέσα στο νεανικό σου μυαλουδάκι έχεις βάλει χίλια δυο φοβερά και τρομερά παιχνίδια να κρύβει μέσα του. Και επιτέλους όταν έρχεται η ώρα της αποκάλυψης, μέσα σε όλη ετούτη την κουτάρα, να μην κρύβεται παρά ένα δυο ιντσών, πλαστικό κουρσάκι, ούτε καν μεταλλικό ματσμπόξ! Και να μην είναι και του γούστου σου τα αμαξάκια... Απογοήτευση! The Nutcracker 2018 σαν να λέμε.

Ο Καρυοθραύστης και τα Τέσσερα Βασίλεια (The Nutcracker and the Four Realms) Quad Poster Πόστερ
Χριστούγεννα πλησιάζουν, μα στο σπιτικό των Στάλμπαουμ τα χαμόγελα είναι συγκρατημένα, μιας και είναι οι πρώτες γιορτές που θα περάσει η φαμίλια, μετά τον αιφνίδιο χαμό της λατρεμένης μητέρας Μαρί. Ακόμη κι αν τα τρία παιδιά, τα δυο κορίτσια, η ονειροπόλα Κλάρα και η συνεσταλμένη Λουίζ, αλλά και ο μικρούλης Φριτζ κάνουν τα πάντα για να αποσπάσουν έστω ένα χαμόγελο από τον χήρο πατέρα τους, εκείνος συντετριμμένος από την βαριά απώλεια, δεν δείχνει ικανός να συμμετάσχει, έστω και υποκριτικά, στην χαρά τους. Μοναχά, λίγες στιγμές πριν αναχωρήσουν για να παραστούν στην δεξίωση του αγαπημένου συγγενή Κυρίου Ντρόσελμάγιερ, που παραδοσιακά τελεί την παραμονή της γιορτής, εκείνος θα μοιράσει στα παιδιά του, το ύστατο δώρο που η σύζυγος του άφησε στο καθένα.

Και η απορία της Κλάρα θα είναι μεγάλη, καθώς θα της λάχει ένα πορσελάνινο αβγό, με μια αινιγματική υποσημείωση από την μαμά, πως μέσα τους κρύβεται όλη η αλήθεια. Αίνιγμα που δεν θα καταφέρει να της λύσει μονομιάς, ούτε ο εκκεντρικός νονός της, την ώρα του χορού, μα που θα της δείξει έναν δρόμο διαφορετικό από ότι θα περίμενε, που θα την οδηγήσει σε έναν κόσμο άλλο, μαγικό και ονειρεμένο, που την ύπαρξη του ποτέ δεν φανταζόταν. Εκεί που με την βοήθεια ενός μοναχικού στρατιώτη, του Φιλίπ, θα πληροφορηθεί πως είναι θυγατέρα μιας πραγματικής βασίλισσας και πως έχει αναλάβει την ευθύνη να φέρει εις πέρας έναν ειδικό σκοπό.

Να διώξει δηλαδή την συννεφιά πάνω από το Τέταρτο Βασίλειο της Διασκέδασης, που καταδυναστεύει η κακίστρω Κόκκινη Μητέρα και ο στρατός που αποτελείται από μαχητές παλιάτσους και γιγάντια τρωκτικά. Έχοντας κατορθώσει να βυθίσει στην μουντάδα και την κατήφεια τα υπόλοιπα τρία, που ηγούνται η Ζαχαρένια Νεράιδα της Χώρας των Ζαχαρωτών, ο Κράταιγος αντιβασιλιάς της Χώρας των Λουλουδιών και ο Πάγος άρχοντας της Χώρας των Νιφάδων. Με την αρωγή του ταπεινού και πιστού μαχητή, του μοναδικού Καρυοθραύστη που έχει απομείνει σε όλη την επικράτεια, η 14χρονη μέσα από αυτό το ταξίδεμα στην γνώση, πρέπει να βρει την μία και μοναδική λύση που θα γιατρέψει τα πάντα!

Το μυθιστόρημα The Nutcracker And The Mouse King είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας το 1816 δια χειρός του Γερμανού συγγραφέα E.T.A. Hoffman, έχοντας στο επίκεντρο της ιστορίας του ένα από τα πλέον διάσημα χριστουγεννιάτικα στολίδια, τον άφοβο πολεμιστή που πρέπει να τα βάλει με τα αντιδραστικά στοιχειά που καταδυναστεύουν τον τόπο του. Πάνω σε μια κατοπινή διασκευή του πρωτότυπου από τον Αλέξανδρο Δουμά Πατέρα, στήριξε ο Ρώσος μουσικοσυνθέτης Pyotr Tchaikovsky ένα από τα πλέον διαβόητα πονήματα του, το εκπληκτικής αρμονίας ομώνυμο μπαλέτο του στα 1892. Πάνω σε αυτή την φόρμα που θέσπισε ο μεγαλοφυής μουσουργός, δημιουργός επίσης της Λίμνης των Κύκνων και της Ωραίας Κοιμωμένης, κινείται η live action βερσιόν που σκέφτηκε η Disney να οργανώσει και να σερβίρει στο κοινό, ενόσω βαδίζουμε προς τις χρονιάρες μέρες. Ατυχώς αυτό το σχέδιο, σε αντίθεση με όλα σχεδόν τα υπόλοιπα της μοναδικής στο είδος της φίρμας, που εύκολα στεφανώνονται με επιτυχία, δεν έπιασε. Και δεν είναι δύσκολα εξηγήσιμο να εντοπίσουμε τους λόγους που συνέβη κάτι τέτοιο...

Ο Καρυοθραύστης, βλέπεις, κυρίως το μουσικό του θέμα για τον ευρύ κοινό, είναι συνυφασμένος με την έννοια των Χριστουγέννων και τα (απλοϊκά, όπως και τα βαθύτερα) νοήματα που πηγάζουν από την αφήγηση του, με κάθε διδακτικό τρόπο ορίζουν αναπόσπαστο κομμάτι της πιο αγαπησιάρικης εποχής του έτους. Η μοστράτη πλην μπερδεμένη σεναριακά επαναπροσέγγιση λοιπόν που επιχείρησε το στούντιο, πάνω σε μια υπόθεση που έχει λατρευτεί από το κοινό, επειδή έτσι είναι και δεν χρειάζεται κανείς να την πειράξει για να την κάνει πιο πλούσια, πιο αγωνιώδη και με πιο έντονες δόσεις σασπένς, μεταλλάσσοντας σημαντικά τμήματα της βάσης. Φάουλ επί της αρχής! Δεν πρέπει να υπάρχει ούτε ένας θεατής του Four Realms, που να μην νιώθει ενοχλημένος από την σημαντική απόκλιση του από το αγαπημένο αρχικό, εκτός και δεν έχει γνώση του τι συμβαίνει εκεί και ο παρόντας Καρυοθραύστης είναι κάτι που για πρώτη φορά μαθαίνει στην ζωή του. Αν μιλάμε για νηπιακής ηλικίας κοινό, αυτό είναι πιθανό, οπότε και θα περάσει καλά, λησμονώντας όλες τις λοιπές "ατασθαλίες" συγκριτικά με το ορίτζιναλ.

Και η αλήθεια είναι πως τα σκηνικά ενόσω εισερχόμαστε στον παραμυθένιο κόσμο των τεσσάρων βασιλείων, είναι πολύ προσεγμένα, όχι τίποτα επιπέδου Lord Of The Rings, αλλά κοντινά (ας πούμε...) σε καταστάσεις Narnia, πόνημα που εμφανώς ορίζει το πατρόν της δουλειάς που εδώ συνυπογράφουν ο Lasse Halstrom και ο Joe Johnston. Ανώφελο να ψαχτεί κανείς να δώσει απάντηση στο ερώτημα για ποιο λόγο χρησιμοποιήθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους γυρισμάτων, δύο τόσο διαφορετικού στυλ σκηνοθέτες, εκτός και πούμε πως από τον πρώτο θα πάρουμε τα ιλουστρασιόν στοιχεία που έθεσε στον Casanova και από τον δεύτερο την ταχύτητα και την δράση που παρουσίασε στον Captain America. Φάουλ και επί της συνέχειας... Η ακύρωση του ενός, ποτέ δεν δικαίωσε τον ακόλουθο που ανέλαβε το ρισούτ των αποτυχημένων κατά την παραγωγή πλάνων. Η μοναδική στιγμή που μπορεί να σταθεί άξια του ονόματος της μπράντας του μάστρο Walt, είναι εκείνη η εντός ονείρου μπαλετική, ουσιαστικά και η μόνη που παίρνει στα σοβαρά με σεβασμό την υπόθεση Nutcracker, που δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά, για ποιον ακριβώς λόγο δεν ακολουθήθηκε πιστά η δοκιμασμένα ανθεκτική ράγα σε όλο το εύρος της υλοποίησης του έργου.

Δεν μπορώ να μαντέψω ποιοι είναι εκείνοι οι μάνατζερ που σπρώχνουν το πρότζεκτ Mackenzie Foy με τόση θέρμη στο να αναδειχθεί σε αστέρι πρώτου μεγέθους, όταν είναι πασιφανές πως οι ερμηνευτικές ικανότητες βαδίζουν σε κλίμακα κάτω του μετρίου. Μολονότι τέτοιου είδους μπαλαρίνικοι και πριγκιπικοί ρόλοι, θα εκτόξευαν στα ύψη το σταρμίτερ μιας ενζενί, εντούτοις ακολουθώντας την φανφαρόνικη ανουσιότητα του Disneyικού Nutcracker And The Four Realms, η Καλιφορνέζα δεσποινίς παίρνει αντίστοιχα χαμηλό βαθμό, στην απόδοση του ρόλου κλειδί της πλοκής, της ορφανής Κλάρας. Που περιβάλλεται μάλιστα και από ένα τσούρμο σπουδαίων ονομάτων, είτε στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης όπως η βαριεστημένη Mirren και ο ολιγόλεπτος Freeman, είτε της πιθανής ανάκαμψης καριέρας, σαν την αγνώριστη Knightley ή τον Macfadyen, που μάλλον θα περιμένουν κάποια επόμενη εμφάνιση τους, για πάρουν τα πάνω τους ξανά. Διότι εδώ ο εναλλακτικός Καρυοθραύστης τους, δεν λειτούργησε αποδοτικά υπέρ του, πόσω μάλλον προς δικό τους όφελος ε?

Ο Καρυοθραύστης και τα Τέσσερα Βασίλεια (The Nutcracker and the Four Realms) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Νοεμβρίου 2018 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »



Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

3η ανταπόκριση – Κυριακή 4 Νοεμβρίου
Ο γύρος είναι ελληνικός!

Η αλήθεια είναι πως η επικαιρότητα δεν δίνει και πολύ μεγάλες ειδήσεις τελευταία κι αρχίζω κι ανησυχώ! Από πού να πιαστώ για αυτές τις λίγες γραμμές του εισαγωγικού σημειώματος; Από το ότι δεν έκανε το εννιά στα εννιά ο ΠΑΟΚ; Ε, κάποτε θα συνέβαινε κι αυτό. Από το ότι δημιουργήθηκε νέο ζωικό είδος, το Zonkey, που είναι λέει διασταύρωση ζέβρας με γαϊδουράκι; Κιούτ, αλλά δεν το λες και ακριβώς νέο, από αυτά με τα οποία ασχολούμαστε στα φεϊσμπούκια. Από το ότι στην ΠΕΚΚ βιώνουμε τελευταία μια εκδοχή του «Game of Thrones»; Ξέρετε, με Winter is Coming, με πουλιά που πετάνε από εδώ κι από εκεί, με μάχες εξουσίας (;;;;), μόνο σεξ δεν υπάρχει (;;;;;;) - δεν έχουμε αρκετές γυναίκες στην Ένωση, να προκύψει καμιά Καλίσι να πούμε, να φτιαχτούμε. Χμ, κανέναν δεν ενδιαφέρει τι γίνεται στον μικρόκοσμό μας. Από το ότι ο γύρος θα κατοχυρωθεί ως αποκλειστικά ελληνικό προϊόν; Ναι ρε μάγκα, αυτό είναι είδηση! Και θα έχει και ονομασία προέλευσης! Ποπ δηλαδή! Γιατί, άλλος ο γύρος στη Θεσσαλονίκη (που είναι ο κανονικός, ο πρόστυχος) κι άλλο ο γύρος στην Αθήνα (που τα μπερδεύουν οι χαμουτζήδες, όπως τα καλαμάκια και τις λεμονίτες). Άιντε, το κάναμε το χρέος μας, πάμε τώρα στις ταινίες μας – και σήμερα με τέσσερις θα ασχοληθούμε, να ξέρετε.

Roma TIFF 2018

Ο Alfonso Cuarón είναι σκηνοθετάρα ολκής. Δεν έχει γυρίσει πολλές ταινίες: μόλις οχτώ σε 27 χρόνια καριέρας. Έχει γυρίσει ταινία της σειράς «Χάρι Πότερ». Έχει γυρίσει τη δική του εκδοχή στις «Μεγάλες προσδοκίες». Μας πήρε τα μυαλά με το «Θέλω και τη μαμά σου» (η πιο αγαπημένη του ταινία για τον γράφοντα). Έσκισε με το συγκλονιστικό «Τα παιδιά των ανθρώπων». Έγινε ο πρώτος Μεξικάνος σκηνοθέτης που κέρδισε Όσκαρ σκηνοθεσίας για τη δουλειά που έκανε στο «Gravity». Και τώρα, στην όγδοη ταινία της καριέρας του σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό για παραπάνω από έναν λόγους. Είναι η πιο αυτοβιογραφική ταινία της καριέρας του, καθώς κατά 90% βασίστηκε σε αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία. Είναι μια ταινία που γύρισε με χρήματα από το Netflix. Το γεγονός ότι αυτή η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας αλλάζει εντελώς το παιχνίδι σε ότι αφορά την έννοια «κινηματογραφική ταινία» και «μέσο προβολής μιας ταινίας». Η ταινία αποτελεί την επίσημη πρόταση του Μεξικού για το ξενόγλωσσο Όσκαρ! Ο Guillermo Del Toro δεν δίστασε να δηλώσει πως αυτή είναι μία από τις πέντε πιο αγαπημένες του ταινίες όλων των εποχών!!! Μιλάμε για το Roma κι αν σας φαίνεται παράξενος ο τίτλος, θα πρέπει να γνωρίζετε πως έτσι ονομάζεται μια περιοχή της πρωτεύουσας του Μεξικού, η περιοχή στην οποία μεγάλωσε ο ίδιος ο Cuarón! Η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ ως μία από τις Ειδικές Προβολές του.

Η υπόθεση: Μεξικό, 1970. Το Μουντιάλ που διοργανώθηκε στη χώρα έχει τελειώσει αφήνοντας μόνο κάποιες αφίσες στους δρόμους της πρωτεύουσας να λειτουργούν ως ενδεικτικά του τεράστιου αθλητικού γεγονότος. Η πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι εκρηκτική. Στη συνοικία Ρόμα ζουν μεσοαστικές οικογένειες. Μία από αυτές είναι εκείνη του γιατρού Κυρίου Αντόνιο. Το σπίτι του είναι μεγάλο και μέσα επικρατεί χάος. Σ' αυτό ζουν η σύζυγός του Κυρία Σοφία, η μητέρα της και τα τέσσερα παιδιά της με τον γιατρό: ο Τόνιο, ο Πάκο, ο Πέπε και η Σόφι. Υπάρχει κι ένας σκύλος, που συνέχεια χέζει στο διάδρομο όπου ο γιατρός παρκάρει την κουρσάρα του. Το σπίτι φροντίζουν δύο υπηρέτριες με ινδιάνικες ρίζες. Η Κλέο και η Αντέλα. Η Κλέο είναι πολύ δεμένη με τα παιδιά. Είναι εκείνη που τα βάζει να κοιμηθούν τα βράδια. Η Κλέο γνωρίζει τον Φερμίν, έναν όμορφο νεαρό, παθιασμένο με τις πολεμικές τέχνες. Θα μείνει έγκυος. Κι ο Φερμίν θα εξαφανιστεί. Πολλά θα συμβούν στη ζωή της Κλέο. Πολλά θα συμβούν στις ζωές των μελών της οικογένειας. Πολλά θα συμβούν στο Μεξικό. Και η ζωή δεν θα πάψει να συνεχίζεται...

Η άποψή μας: Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψουν αυτό το έπος, πραγματικά. Μια ταινία – εμπειρία, που κάθε της εικόνα κουβαλάει τη δύναμη και την ποίηση μιας ολόκληρης ζωής. Ο Alfonso Cuarón βυθίζεται στα έγκατα της μνήμης του, εξορίσει εμπειρίες και συναισθήματα και γεννάει ένα μικρό θαύμα. Είναι ένας Θεός, πραγματικά! Κι αυτό είναι και το μοναδικό μα κρίσιμο για ορισμένους ψεγάδι της ταινίας: ο ίδιος στέκεται εντέλει πάνω από την ταινία. Ο δημιουργός μέσα από την ταινία φαντάζει σημαντικότερος από το δημιούργημά του. Μικρό το κακό, πραγματικά. Με εκθαμβωτικό ασπρόμαυρο για πρώτη φορά στην καριέρα του ο Μεξικάνος δημιουργός (που εδώ εκτελεί χρέη σκηνοθέτη, σεναριογράφου, διευθυντή φωτογραφίας και μοντέρ!) αποτυπώνει μια χρονιά από τη ζωή μιας οικογένειας, της οποίας και ο ίδιος ήταν μέλος, μέσα από τα μάτια ή μάλλον με επίκεντρο την οικιακή βοηθό.

Κι ενώ θεωρητικά κάποια από τα υλικά μπορεί να παραπέμπουν σε σαπουνόπερα (χωρισμός, εγκυμοσύνη, γκομενιλίκια) ο Cuarón δημιουργεί ένα έργο τέχνης. Γιατί αυτό σημαίνει έργο τέχνης: να μετουσιώνεις το καθημερινό σε σπουδαίο. Τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης είναι ενταγμένο στο πρωτογενές υλικό του οργανικά κι όχι τεχνητά και δήθεν. Πχ, το επαναλμβανόμενο μοτίβο του αεροπλάνου που πετάει ψηλά στον ουρανό. Το βλέπουμε στο πρώτο πλάνο, να καθρεφτίζεται στα μπουγαδόνερα, το βλέπουμε και στο τελευταίο. Το εξηγεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης: υπάρχει η ζωή που ζούμε και υπάρχει η ζωή που συνεχίζεται πέρα από εμάς. Τόσο απλό, τόσο λειτουργικό, τόσο έξυπνο. Η κινηματογραφοφιλία του είναι πανταχού παρούσα – ακόμα και αναφορές στο ίδιο το δικό του κινηματογραφικό έργο κάνει! Είναι σαν τον μικρότερο σε ηλικία ήρωα της ταινίας, που λέει συχνά διάφορα στην Κλέο, του στυλ «παλιότερα, όταν ήμουν ναυτικός»! Ένα 7χρονο πιτσιρίκι κάνει αναφορά σε βιώματα από προηγούμενη ζωή του!

Και είναι αλήθεια πως αυτός είναι ο μόνος άρρεν χαρακτήρας που σκιαγραφείται θετικά – άντε, ίσως και ο οδηγός της οικογένειας. Οι υπόλοιποι άντρες, ακόμα και τα μεγαλύτερα σε ηλικία αδέλφια του, αλλά κυρίως ο πατέρας τους, παρουσιάζονται με μελανά χρώματα. Τα παιδιά με την κακία και την ανταγωνιστικότητα μέσα τους, με τη βία να ελλοχεύει και ο πατέρας με την απουσία του, ένας υποκριτής και ψεύτης, αδύναμος να φέρει εις πέρας τις υποχρεώσεις του. Για να μην μιλήσουμε για τον Φερμίν. Έναν τύπο που ασπάζεται το «νους υγιής εν σώματι υγιή» αλλά ο νους είναι σάπιος, όντας ένας τιποτένιος παρακρατικός εντέλει (τρομερή η σκηνή της συνάντησης στο επιπλάδικο, κατά τη διάρκεια των ταραχών). Έτσι κι αλλιώς, στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν αφιέρωσε την ταινία του ο Cuarón κι αυτό το μοντέλο της οικογένειας ασπάζεται κατά πως φαίνεται. Οι άντρες δεν κάνουν...

Όλη η ταινία σε μαγεύει αισθητικά, υπάρχουν όμως σκηνές που ξεχωρίζουν. Η σκηνή του μεγάλου σεισμού και τα αποτελέσματά της μέσα στο μαιευτήριο: ακόμα και στη μεγαλύτερη καταστροφή, ακόμα και κάτω από τα χαλάσματα, η νέα ζωή θα καταφέρει να επιβιώσει. Η σκηνή στα κύματα, εκείνη της διάσωσης: πάλι η φύση η τόσο συγκλονιστική, μπορεί να επιφέρει την καταστροφή στα μικρά, στα ανθρώπινα, η ζωή όμως θα συνεχίσει. Θα σωθεί. Ο Cuarón όμως ξέρει να κινηματογραφεί άψογα και σκηνές πλήθους. Όπως εκείνη της επίδειξης πολεμικών τεχνών. Ή εκείνη της καταγραφής της εξέγερσης των φοιτητών – μια εξέγερση που ιστορικά στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 140 ανθρώπους. Και η πολιτική κατάσταση λοιπόν και το ιστορικό πλαίσιο αντάμα με την οικογενειακή ζωή. Η μη επαγγελματίας ηθοποιός που υποδύεται την Κλέο είναι τρομερή, σε μια ήσυχη, μα τόσο δυνατή ερμηνεία, σε μια ταινία, που σε κάνει να αναρωτιέσαι: όταν είναι να δημιουργηθούν τόσο σημαντικά έργα τέχνης έχει σημασία από πού προέρχονται τα χρήματα; Άντε τώρα να απαντήσεις...

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – θα αρχίσει να προβάλλεται στο Netflix παγκοσμίως από τις 14 Δεκεμβρίου – θα προηγηθεί έξοδος της ταινίας σε κινηματογραφικές αίθουσες για μικρό χρόνο προβολής – στην Ελλάδα τα κινηματογραφικά δικαιώματα της ταινίας τα έχει η Seven Films)


Διαβολόψαρο (Kraben rahu / Manta Ray) TIFF 2018

Ήρθε η στιγμή να ασχοληθούμε με την πρώτη ταινία που είδαμε από το Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα. Πρόκειται για μια ταινία από την Ταϊλάνδη. Τίτλος της: Διαβολόψαρο (Kraben rahu / Manta Ray) του Phuttiphong Aroonpheng. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας όπου, προβαλλόμενη στο τμήμα «Orizzonti», τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας του τμήματος. Κι εμείς την είδαμε μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας FestivalScope τον περασμένο Σεπτέμβρη, όταν δηλαδή προβλήθηκε στο σπουδαιότερο φεστιβάλ της γείτονος χώρας. Και τώρα κάνουμε το περίφημο πουλμουρ. Πουλάμε μούρη δηλαδή.

Η υπόθεση: Κοντά σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ταϊλάνδης, στη θάλασσα της οποίας χιλιάδες Rohingya μετανάστες έχουν πνιγεί, κυνηγημένοι από το καθεστώς της γειτονικής χώρας, της Μιανμάρ, ένας τοπικός ψαράς με οξυζεναρισμένα ξανθά μαλλιά, βρίσκει έναν αναίσθητο, τραυματισμένο άνδρα στο δάσος. Σώζει τον ξένο, τον πηγαίνει στο σπίτι του, τον φροντίζει και του προσφέρει τη φιλία του. Μιας που ο ξένος δεν γνωρίζει τη γλώσσα, μένει αμίλητος. Ή μήπως είναι μουγκός; Ίσως δεν μπορεί να μιλήσει από το σοκ που βίωσε. Όπως και να ΄χει, ο ψαράς τον «βαφτίζει» Θονγκτσάι, προς τιμήν του πιο γνωστού και δημοφιλούς ποπ σταρ της χώρας του. Όταν ο ψαράς κάποια στιγμή εξαφανίζεται αδιευκρίνιστα, ο Θονγκτσάι προσπαθεί να συνεχίσει τη νέα ζωή του. Κι όταν η πρώην σύζυγος του ψαρά επιστρέφει στο σπίτι και βάφει τα μαλλιά του Θονγκτσάι, ο άντρας «οικειοποιείται» το σπίτι, τη δουλειά, τη γυναίκα, την ταυτότητα του φίλου του.

Η άποψή μας: Κάτι τους... ταΐζουν εκεί στην Ταϊλάνδη και γυρίζουν τόσο αφαιρετικές – ποιητικές – υπέροχες οπτικά ταινίες. Μετά τον Apichatpong Weerasethakul, τον αγαπημένο των απανταχού κινηματογραφικών φεστιβάλ ανά τον κόσμο, που άμα λάχει τσιμπάει και βραβειάρες στις Κάννες, ιδού κι ένας συμπατριώτης του, που έχει ολοφάνερο ταλέντο αλλά ρε παιδί μου, δεν υπάρχει περίπτωση να εκτιμηθεί η ταινία του αν ενδεχομένως βγει σε εμπορικό κύκλωμα. Αυτή δεν είναι μια ταινία για το μεγάλο κοινό. Κακώς αλλά... έτσι είναι η ζωή! Μόνο στα φεστιβάλ ανά τον κόσμο μπορεί να εκτιμηθεί και από σινεφίλ, που διψάνε για τέτοιου είδους ταινίες. Που, αν ψηθείς να την παρακολουθήσεις κι έχεις δυο δράμια υπομονή, μόνο θετικά στοιχεία θα μπορέσεις να αποκομίσεις. Αρχικά, ο σκηνοθέτης παίρνει σαφή πολιτική θέση, κόντρα στη λογική που επικρατεί στη χώρα του. Αφιερώνει την ταινία του στους πρόσφυγες Rohingya. Πρόσφυγες που εκδιώκονται από τη χώρα τους, δεν είναι όμως και ακριβώς καλοδεχούμενοι στην Ταϊλάνδη. Όπου κυνηγιούνται. Και δολοφονούνται!

Ο ψαράς μας στην ταινία βγάζει έξτρα εισόδημα θάβοντας νεκρούς μετανάστες. Συμμετέχει μάλιστα και σε τάγματα... εφόδου! Έως ότου βρίσκει τον ημιθανή πρόσφυγα. Και τον βοηθάει. Και αποφασίζει να εγκαταλείψει τη δεύτερη «δουλειά» του. Κάτι που, βεβαίως, έχει συνέπειες για τον ίδιο. Εννοείται ότι οι αναλογίες με την αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών σε όλον τον κόσμο δεν χρειάζονται περισσότερη επισήμανση. Από εκεί και πέρα, αυτό που πραγματικά εντυπωσιάζει τον θεατή όταν βλέπει την ταινία, είναι ο υπέροχος, ιμπρεσιονιστικός τρόπος κινηματογράφησης. Έχει μερικές σκηνές η ταινία με τις οποίες παθαίνεις πλάκα με την εξόφθαλμη εικαστική ομορφιά τους. Όπως πχ η εναρκτήρια σκηνή, με τον κυνηγό που μέσα στις νύχτες φοράει λαμπάκια σαν εκείνα με τα οποία στολίζουμε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα και κυνηγάει μέσα σε δάσος (τι κυνηγάει μέσα στο δάσος; κατάντια), στο οποίο λαμπυρίζουν χιλιάδες πετράδια!

Ο ορισμός της μαγικής σκηνής, πραγματικά! Όπου το έδαφος του δάσους θαρρείς και είναι ο κρυμμένος βυθός μιας αόρατης θάλασσας, γεματης καλούδια και ομορφιά. Αυτή είναι μια σκηνή που επαναλαμβάνεται κατά κάποιον τρόπο μέσα στην καλύβα του ψαρά, τη συνοδεία υπέροχων φωτορρυθμικών, γοητευτικού τραγουδιού κι ενός χορευτικού μπλουζ ανάμεσα στους δύο άντρες που αποτυπώνει την ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία και επαφή. Ο ψαράς μαθαίνει διάφορα στον πρόσφυγα με σκοπό να τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του. Ο ψαράς (που δεν έχει όνομα, είναι ανώνυμος, είναι ένας από εμάς) χρησιμοποιεί τα πετράδια που βρίσκει στο δάσος, για να γητεύσει σαλάχια και να μπορέσει να τα αιχμαλωτίσει. Manta Ray (ο αγγλικός τίτλος της ταινίας) είναι ένα είδος τεράστιου σαλαχιού, που ευδοκιμεί σε εκείνα τα μέρη. Και η σκηνή με τα σαλάχια είναι επίσης εκπληκτικής ομορφιάς.

Είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα ταινία αυτή, αλλά με τόσο λίγο λόγο, τόσο αφαιρετική, τόσο μη κλασική στην αφήγησή της, που ο κόσμος που ενδεχομένως θα μπει σε κινηματογραφική αίθουσα να τη δει, έξω από το context ενός φεστιβάλ, θα κλωτσήσει. Αν δεν κλωτσήσει, όμως, θα απολαύσει ένα συναρπαστικό οπτικά φιλμ. Που δεν φοβάται να φωνάξει δυνατά τη διαμαρτυρία του για μια σύγχρονη εθνοκάθαρση.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Κυριακή 4 Νοεμβρίου στις 17.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Μπροστά στις ρόδες (Podbrosy / Jumpman) TIFF 2018

Ο Ivan I. Tverdovskiy είναι παλιός γνώριμος του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η πρώτη του ταινία «Μάθημα αποκατάστασης» (Klass korrektsii, 2014) αφού έκανε πέρασμα από μια σειρά από σημαντικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο, έλαβε μέρος και στο διαγωνιστικό τμήμα του δικού μας φεστιβάλ, κερδίζοντας μάλιστα (δικαίως!) το βραβείο κοινού. Η δεύτερη ταινία του, το Ζωολογία (Zoologiya, 2016) προβλήθηκε στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες» εκείνης της χρονιάς. Πιστός στο σχήμα «κάθε δύο χρόνια, μία ταινία», ο Tverdovskiy φέρνει στην πόλη μας την τρίτη του μεγάλου μήκους ταινία και πάλι στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Τίτλος της: Μπροστά στις ρόδες (Podbrosy / Jumpman). Κι αυτή, όπως και οι δύο προηγούμενές του, ξεκίνησε την καριέρα της από το φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.

Η υπόθεση: Ο Ντένις είναι ένας υπερήρωας διαφορετικός από τους υπόλοιπους: μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο κι έμαθε να γίνεται αρεστός στα άλλα παιδιά χάρη στη μοναδική του ικανότητα να μη νιώθει πόνο εξαιτίας μιας πάθησης από την οποία πάσχει. Μια μέρα εμφανίζεται στο ορφανοτροφείο η μητέρα του, που τον εγκατέλειψε όταν ακόμη ήταν βρέφος, πριν από 16 ολόκληρα χρόνια και ουσιαστικά τον απαγάγει. Ο Ντένις χαίρεται, επειδή αγαπάει τη μητέρα του. Εκείνη, όμως, απλά τον χρησιμοποιεί. Μαζί με μια σειρά από συνεργάτες της, έχει βρει έναν σκοτεινό τρόπο να κερδίζει χρήματα ξεγελώντας διάφορους πλουσίους. Ο Ντένις αρχίζει να πετάγεται μπροστά σε αμάξια για να τον χτυπήσουν, ώστε ακολούθως η συμμορία να ζητήσει εκβιαστικά χρήματα από τους οδηγούς τους. Kαθώς όμως οι σωματικές και συναισθηματικές πληγές του θεραπεύονται, ξεκινά να αισθάνεται ανθρώπινος κι αρχίζει να αντιλαμβάνεται την οδύνη που του προξενούν όλοι αυτοί οι χαμογελαστοί άνθρωποι που είναι έτοιμοι να καταστρέψουν εκ βάθρων την κοινωνία.

Η άποψή μας: Αυτό που συμβαίνει με τον 30χρονο Ρώσο σκηνοθέτη, είναι κάτι που προσωπικά δεν το έχω συναντήσει συχνά: οι ταινίες του όσο πάει, αντί να βελτιώνονται, να γίνονται καλύτερες, γίνονται χειρότερες. Η πρώτη του ταινία ήταν πραγματικά σπουδαία και διέθετε δυο, τρεις σκηνές που σου έκοβαν την ανάσα. Ακόμα θυμάμαι τη σκηνή με το παράτολμο ξάπλωμα ενός από τους νεαρούς βασικούς πρωταγωνιστές στις ράγες του τρένου κι ένα ατσαλένιο θηρίο να περνάει από πάνω του με ιλιγγιώδη ταχύτητα! Η επόμενη ταινία του, ήταν μεν κουλαμάρα, με τη... θεία που έβγαλε ουρά, αλλά ήταν κάτι που το άντεχες - και η κυρία ήταν πολύ καλή στο ρόλο της. Τη συγκεκριμένη ηθοποιό την έχει σε μικρό ρόλο και στην τρίτη του ταινία, αλλά εδώ ο σκηνοθέτης έχει χάσει πλέον τη μπάλα κανονικότατα! Το premise ενός αγοριού που δεν αισθάνεται πόνο, θα ερχόταν σε σούπερ αντιδιαστολή με το «Mister Glass» του Σιάμαλαν, αν σε έναν ιδεατό κόσμο οι δύο ταινίες μπορούσαν να προβάλλονται παράλληλα, την ίδια εποχή, στις κινηματογραφικές αίθουσες ανά τον κόσμο! Αρκεί βέβαια αυτή η ταινία να ήταν καλή. Γιατί, για την ταινία του Σιάμαλαν υποψιαζόμαστε πως θα είναι αριστούργημα.

Τούτη εδώ κάθε άλλο παρά αριστούργημα είναι. Αν θα θέλαμε να την χαρακτηρίσουμε με μία μόνο λέξη, θα χρησιμοποιούσαμε τη λέξη «υστερική». Ένα coming of edge φιλμ ουσιαστικά, που παράλληλα επιχειρεί να κατακεραυνώσει την σύγχρονη διεφθαρμένη σε όλες της τις εκφάνσεις Ρωσία του Πούτιν. Μόνο που ο Tverdovskiy δεν είναι Zvyagintsev. Και οι ήρωες της ταινίες του δεν μπορούν ποτέ να λειτουργήσουν σε ανθρώπινο επίπεδο (ακόμα και ο Ντένις που είναι ο περισσότερο αθώος από όλους κι ας συμμετέχει στην κομπίνα) επειδή λειτουργούν περισσότερο ως εργαλεία, ως όργανα για να πει ο σκηνοθέτης τα δικά του. Ο Ντένις το μόνο που θέλει είναι η αποδοχή από τη μητέρα του. Η μητέρα του όμως το μόνο που θέλει είναι χρήματα. Και δεν έχει κανένα μητρικό φίλτρο. Είναι τόσο βαθιά διεφθαρμένη, που η όποια της άτσαλη προσπάθεια να προσεγγίσει τον γιο της μόνο ως φλερτ και τάση για... αιμομιξία μπορεί να μεταφραστεί. Και δυστυχώς για τον σκηνοθέτη το αιμομικτικό στοιχείο φαίνεται πως χρησιμοποιείται απλά για να προκαλέσει ακόμα περισσότερο η ταινία. Να σοκάρει τον θεατή, έτσι, χωρίς πρόγραμμα.

Τα σιχτιρίσματα είναι πάμπολλα, καθώς η επιλογή αυτή του γυρίζει μπούμερανγκ. Καμία σχέση με τη λογική της ταινιάρας «Οι κλέφτες» (The Grifters, 1990) του Stephen Frears, όπου και πάλι έχουμε μια σχέση περίεργη ανάμεσα σε μια μητέρα και τον γιο της, σχέση καθαρά εκμετάλλευσης από τη μεριά της μητέρας. Οι σκηνές στο δικαστήριο αντί να καυτηριάζουν τη διαφθορά εντέλει προκύπτουν ως προφανείς και αδιάφορες έως εκνευριστικές καταγγελίες ενός κωλόπαιδου. Ενδιαφέρουσα η κατάληξη: όταν πλέον ο Ντένις δεν είναι χρήσιμος, απλά... τον «αποσύρουν», μιας που πάντα υπάρχει ένα αναλώσιμο ανθρώπινο σκουπίδι, έτοιμο να χρησιμοποιηθεί ως ένα ακόμα γρανάζι μιας καλολαδωμένης μηχανής. Πολύ κακό για το τίποτα εντέλει. Κλείνοντας, και θέλοντας να επιδείξουμε για άλλη μια φορά το εύρος των κινηματογραφικών γνώσεων και αναφορών του γράφοντος, σας λέμε το εξής: το κόλπο με ανθρώπους που πετάγονται μπροστά σε αμάξια για να πάρουν χρήματα από ασφαλιστικό τομέα, το είδαμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια σε ταινία του Στάθη Ψάλτη και συγκεκριμένα στο «Μαντέψτε τι κάνω τα βράδια»! Όπου η Καίτη Φίνου ντυνόταν γιαγιά, σε συνεννόηση με τον γκόμενο-συνεργό της και πεταγόταν μπροστά σε αμάξια που πήγαιναν αργά σε κάτι ερημιές! Και ο Ψάλτης ήταν ένα από τα θύματά των απατεώνων. Που όταν πάει να βοηθήσει τη γιαγιά Φίνου, που ντεμέκ έχει χτυπήσει με το αμάξι του, πετάει τη φοβερή ατάκα: «πολύ σκληρό βυζί έχει για γιαγιά»! Αυτά είναι!

Σε εκείνη την ταινία όλο αυτό ήταν διασκεδαστικό. Σε τούτη την ταινία όλο αυτό είναι σπαστικό! Και βίαια απωθητικό. Το καταλάβατε ότι καθόλου δεν μου άρεσε η ταινία, έτσι;

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Παρασκευή 9 Νοεμβρίου στις 23.15 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Night Out TIFF 2018

Ο Στράτος Τζίτζης μου είναι πολύ συμπαθής ως σκηνοθέτης. Στην καραούλτρα-με-εμπορικές-προδιαγραφές πρώτη του ταινία, το περίφημο «Η αγάπη είναι ελέφαντας», το έχω γράψει πάμπολλες φορές, υπάρχει μία από τις πιο αγαπημένες μου σκηνές από καταβολής ελληνικού κινηματογράφου. Η σκηνή με την κωδική ονομασία «Αν δεν τη γαμήσω, θα σκάσω» και πρωταγωνιστές της σκηνής τους Φίλιππο Σοφιανό, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου και σε δεύτερο – φαντασιακό – επίπεδο την Γωγώ Μαστροκώστα! Αυτή ήταν η μοναδική του κωμωδία. Μετά σοβάρεψε, αλλά συνέχισε να γυρίζει πολύ καλές ταινίες: «Σώσε με» (2001), «45 τετραγωνικά» (2010), «Καύση» (2016). Πλέον, είναι κάτοικος Βερολίνου. Και η νέα του ταινία Night Out είναι γυρισμένη εξολοκλήρου στη γερμανική πρωτεύουσα. Και για τις επιδόσεις με τις οποίες μας είχε συνηθίσει έως τώρα, αυτή είναι η πρώτη του άκυρη προσπάθεια. Πριν πηδήξει στο σκάμμα όχι μόνο έχει πατήσει με την άκρη του παπουτσιού του την πλαστελίνη: ουσιαστικά, γλίστρησε σε αυτήν...

Η υπόθεση: Ένας γκέι γκαλερίστας, του οποίου ο σύζυγος φροντίζει το μωρό παιδί τους. Μια γυναίκα, η οποία ψάχνει να βρει τον άγνωστο που την κατέστησε έγκυο. Ένας Κούρδος από τη Συρία, που ψάχνει απεγνωσμένα για γυναικεία επαφή. Μια πιτσιρίκα, ερωτευμένη με μια πανκ τραγουδίστρια, που έχει την τάση να κλέβει ότι της αρέσει. Ένας αρχιτέκτονας με ένα μεγαλεπήβολο και κοστοβόρο σχέδιο για επιπλέοντα νησιά και η εντελώς υποστηριτική σύντροφός του. Ένας Βρετανός καλλιτέχνης με πρόβλημα αλκοολισμού. Η σύζυγός του, η οποία δυσκολεύεται πάρα πολύ να κοιμηθεί. Ένα πολύχρωμο μείγμα ετερο-ομοφυλόφιλων, μόνων ή σε παρέες, βγαίνουν να διασκεδάσουν ένα βράδυ Σαββάτου στο Βερολίνο, εξερευνώντας τη νυχτερινή πόλη και τις σχέσεις τους. Οι δρόμοι που θα πάρουν συγκλίνουν τελικά στο KitKatClub, θρυλικό για τα «διονυσιακά» πάρτι του, όπου θα έρθουν τα πάνω κάτω.

Η άποψή μας: Αν κάτι πετυχαίνει σωστά η νέα ταινία του Στράτου Τζίτζη είναι να αποδώσει την ατμόσφαιρα μιας από τις σημαντικότερες μητροπόλεις της Ευρώπης, του Βερολίνου. Μια πόλη στην οποία πάντα έχει κάτι να κάνεις. Μια πόλη που οι νύχτες της είναι προκλητικά ενδιαφέρουσες για όσους θέλουν να ξεδώσουν. Όπως λέει και ο ίδιος ο Τζίτζης στο σκηνοθετικό του σημείωμα «η ταινία εκφράζει την πρωταρχική ανθρώπινη ανάγκη να γεφυρώσει το κενό που μας χωρίζει με την αιωνιότητα μέσω διονυσιακών γλεντιών με χορό, ποτό και όργια». Ίσως όμως επειδή ποτέ δεν έχω συμμετάσχει σε τέτοιο πάρτι (δεν με έπαιζαν ρε από παιδί τα άλλα παιδάκια) και δεν ξέρω αν έχω αυτήν την πρωταρχική ανάγκη του να συμμετάσχω σε ένα όργιο (μάλλον είμαι τόσο συντηριτούκλα του κερατά) όλο αυτό το πανηγύρι δεν με ακούμπησε.

Ο ρυθμός είναι ο σωστός, η καταγραφή της νύχτας είναι σχεδόν ντοκιμαντερίστικη, ο σκηνοθέτης δεν κρίνει τους ήρωές του, αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν θάλλει. Είναι το (λογικά) μικρό μπάτζετ που φταίει; Είναι το σενάριο, που σου δίνει την αίσθηση του «κάτι θέλω να πω αλλά δεν μου βγαίνει να το πω έτσι όπως θέλω να το πω»; Είναι η υποκριτική αδυναμία των ηθοποιών; Σκηνές πχ όπως εκείνη στην γκαλερί ή εκείνη στην ουρά έξω από ένα κλαμπ είναι και κακογραμμένες και κακοπαιγμένες. Φαντάζομαι πως έξω από τον μικρόκοσμό μου υπάρχουν γυναίκες σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, που αποφασίζουν ξαφνικά πως ήρθε επιτέλους η στιγμή να μάθουν ποιος είναι ο πατέρας του μωρού τους, αποτέλεσμα ενός παθιασμένου (δίχως άλλο) one night stand – κατά πάσα πιθανότητα σε ένα dark room. Με αφετηρία ένα χούφτωμα από αγνώστους σε gay parade. Μια ιστορία από τις πολλές μικρές της ταινίας, που δεν οδηγεί πουθενά: ολοφάνερα δεν ολοκληρώνεται.

Η αλήθεια είναι πως είχα ακούσει από συνάδελφο για το KitKatClub, σε μια από τις τελευταίες παρουσίες μου στο φεστιβάλ Βερολίνου (όπου βλέπω μόνο ταινίες και γράφω – εκεί μας κατάντησαν οι αλήτες) και μου είχε εξάψει τη φαντασία. Ε, ο σκηνοθέτης μπαίνει στα άδυτα του συγκεκριμένου κλαμπ όπου συμβαίνουν τα Σόδομα και τα Γόμορα! Δεν νομίζω πως έχουν κατορθώσει πολλοί να μπουν στο κλαμπ με κάμερα και να γυρίσουν σκηνές για ταινία (απαγορεύεται η χρήση κινητού μέσα στο κλαμπ για να καταλάβετε) οπότε είναι επιτυχία του σκηνοθέτη το ότι γύρισε.. πράγματα και θαύματα εκεί μέσα. Αλλά ως εκεί. Ίσως για ένα νεανικό κοινό, που είναι στη φάση, και γουστάρει να παρτάρει και να απολαμβάνει όλες τις σωματικές ηδονές στο μέγιστο βαθμό, η ταινία να είναι ελκυστική με τη χαλαρότητα και την μη σοβαροφάνειά της. I'm too old, να τα λέμε αυτά...

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Κυριακή 4 Νοεμβρίου στις 14.00 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live
Περισσότερα... »