Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

3η ανταπόκριση – Κυριακή 4 Νοεμβρίου
Ο γύρος είναι ελληνικός!

Η αλήθεια είναι πως η επικαιρότητα δεν δίνει και πολύ μεγάλες ειδήσεις τελευταία κι αρχίζω κι ανησυχώ! Από πού να πιαστώ για αυτές τις λίγες γραμμές του εισαγωγικού σημειώματος; Από το ότι δεν έκανε το εννιά στα εννιά ο ΠΑΟΚ; Ε, κάποτε θα συνέβαινε κι αυτό. Από το ότι δημιουργήθηκε νέο ζωικό είδος, το Zonkey, που είναι λέει διασταύρωση ζέβρας με γαϊδουράκι; Κιούτ, αλλά δεν το λες και ακριβώς νέο, από αυτά με τα οποία ασχολούμαστε στα φεϊσμπούκια. Από το ότι στην ΠΕΚΚ βιώνουμε τελευταία μια εκδοχή του «Game of Thrones»; Ξέρετε, με Winter is Coming, με πουλιά που πετάνε από εδώ κι από εκεί, με μάχες εξουσίας (;;;;), μόνο σεξ δεν υπάρχει (;;;;;;) - δεν έχουμε αρκετές γυναίκες στην Ένωση, να προκύψει καμιά Καλίσι να πούμε, να φτιαχτούμε. Χμ, κανέναν δεν ενδιαφέρει τι γίνεται στον μικρόκοσμό μας. Από το ότι ο γύρος θα κατοχυρωθεί ως αποκλειστικά ελληνικό προϊόν; Ναι ρε μάγκα, αυτό είναι είδηση! Και θα έχει και ονομασία προέλευσης! Ποπ δηλαδή! Γιατί, άλλος ο γύρος στη Θεσσαλονίκη (που είναι ο κανονικός, ο πρόστυχος) κι άλλο ο γύρος στην Αθήνα (που τα μπερδεύουν οι χαμουτζήδες, όπως τα καλαμάκια και τις λεμονίτες). Άιντε, το κάναμε το χρέος μας, πάμε τώρα στις ταινίες μας – και σήμερα με τέσσερις θα ασχοληθούμε, να ξέρετε.

Roma TIFF 2018

Ο Alfonso Cuarón είναι σκηνοθετάρα ολκής. Δεν έχει γυρίσει πολλές ταινίες: μόλις οχτώ σε 27 χρόνια καριέρας. Έχει γυρίσει ταινία της σειράς «Χάρι Πότερ». Έχει γυρίσει τη δική του εκδοχή στις «Μεγάλες προσδοκίες». Μας πήρε τα μυαλά με το «Θέλω και τη μαμά σου» (η πιο αγαπημένη του ταινία για τον γράφοντα). Έσκισε με το συγκλονιστικό «Τα παιδιά των ανθρώπων». Έγινε ο πρώτος Μεξικάνος σκηνοθέτης που κέρδισε Όσκαρ σκηνοθεσίας για τη δουλειά που έκανε στο «Gravity». Και τώρα, στην όγδοη ταινία της καριέρας του σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό για παραπάνω από έναν λόγους. Είναι η πιο αυτοβιογραφική ταινία της καριέρας του, καθώς κατά 90% βασίστηκε σε αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία. Είναι μια ταινία που γύρισε με χρήματα από το Netflix. Το γεγονός ότι αυτή η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας αλλάζει εντελώς το παιχνίδι σε ότι αφορά την έννοια «κινηματογραφική ταινία» και «μέσο προβολής μιας ταινίας». Η ταινία αποτελεί την επίσημη πρόταση του Μεξικού για το ξενόγλωσσο Όσκαρ! Ο Guillermo Del Toro δεν δίστασε να δηλώσει πως αυτή είναι μία από τις πέντε πιο αγαπημένες του ταινίες όλων των εποχών!!! Μιλάμε για το Roma κι αν σας φαίνεται παράξενος ο τίτλος, θα πρέπει να γνωρίζετε πως έτσι ονομάζεται μια περιοχή της πρωτεύουσας του Μεξικού, η περιοχή στην οποία μεγάλωσε ο ίδιος ο Cuarón! Η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ ως μία από τις Ειδικές Προβολές του.

Η υπόθεση: Μεξικό, 1970. Το Μουντιάλ που διοργανώθηκε στη χώρα έχει τελειώσει αφήνοντας μόνο κάποιες αφίσες στους δρόμους της πρωτεύουσας να λειτουργούν ως ενδεικτικά του τεράστιου αθλητικού γεγονότος. Η πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι εκρηκτική. Στη συνοικία Ρόμα ζουν μεσοαστικές οικογένειες. Μία από αυτές είναι εκείνη του γιατρού Κυρίου Αντόνιο. Το σπίτι του είναι μεγάλο και μέσα επικρατεί χάος. Σ' αυτό ζουν η σύζυγός του Κυρία Σοφία, η μητέρα της και τα τέσσερα παιδιά της με τον γιατρό: ο Τόνιο, ο Πάκο, ο Πέπε και η Σόφι. Υπάρχει κι ένας σκύλος, που συνέχεια χέζει στο διάδρομο όπου ο γιατρός παρκάρει την κουρσάρα του. Το σπίτι φροντίζουν δύο υπηρέτριες με ινδιάνικες ρίζες. Η Κλέο και η Αντέλα. Η Κλέο είναι πολύ δεμένη με τα παιδιά. Είναι εκείνη που τα βάζει να κοιμηθούν τα βράδια. Η Κλέο γνωρίζει τον Φερμίν, έναν όμορφο νεαρό, παθιασμένο με τις πολεμικές τέχνες. Θα μείνει έγκυος. Κι ο Φερμίν θα εξαφανιστεί. Πολλά θα συμβούν στη ζωή της Κλέο. Πολλά θα συμβούν στις ζωές των μελών της οικογένειας. Πολλά θα συμβούν στο Μεξικό. Και η ζωή δεν θα πάψει να συνεχίζεται...

Η άποψή μας: Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψουν αυτό το έπος, πραγματικά. Μια ταινία – εμπειρία, που κάθε της εικόνα κουβαλάει τη δύναμη και την ποίηση μιας ολόκληρης ζωής. Ο Alfonso Cuarón βυθίζεται στα έγκατα της μνήμης του, εξορίσει εμπειρίες και συναισθήματα και γεννάει ένα μικρό θαύμα. Είναι ένας Θεός, πραγματικά! Κι αυτό είναι και το μοναδικό μα κρίσιμο για ορισμένους ψεγάδι της ταινίας: ο ίδιος στέκεται εντέλει πάνω από την ταινία. Ο δημιουργός μέσα από την ταινία φαντάζει σημαντικότερος από το δημιούργημά του. Μικρό το κακό, πραγματικά. Με εκθαμβωτικό ασπρόμαυρο για πρώτη φορά στην καριέρα του ο Μεξικάνος δημιουργός (που εδώ εκτελεί χρέη σκηνοθέτη, σεναριογράφου, διευθυντή φωτογραφίας και μοντέρ!) αποτυπώνει μια χρονιά από τη ζωή μιας οικογένειας, της οποίας και ο ίδιος ήταν μέλος, μέσα από τα μάτια ή μάλλον με επίκεντρο την οικιακή βοηθό.

Κι ενώ θεωρητικά κάποια από τα υλικά μπορεί να παραπέμπουν σε σαπουνόπερα (χωρισμός, εγκυμοσύνη, γκομενιλίκια) ο Cuarón δημιουργεί ένα έργο τέχνης. Γιατί αυτό σημαίνει έργο τέχνης: να μετουσιώνεις το καθημερινό σε σπουδαίο. Τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης είναι ενταγμένο στο πρωτογενές υλικό του οργανικά κι όχι τεχνητά και δήθεν. Πχ, το επαναλμβανόμενο μοτίβο του αεροπλάνου που πετάει ψηλά στον ουρανό. Το βλέπουμε στο πρώτο πλάνο, να καθρεφτίζεται στα μπουγαδόνερα, το βλέπουμε και στο τελευταίο. Το εξηγεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης: υπάρχει η ζωή που ζούμε και υπάρχει η ζωή που συνεχίζεται πέρα από εμάς. Τόσο απλό, τόσο λειτουργικό, τόσο έξυπνο. Η κινηματογραφοφιλία του είναι πανταχού παρούσα – ακόμα και αναφορές στο ίδιο το δικό του κινηματογραφικό έργο κάνει! Είναι σαν τον μικρότερο σε ηλικία ήρωα της ταινίας, που λέει συχνά διάφορα στην Κλέο, του στυλ «παλιότερα, όταν ήμουν ναυτικός»! Ένα 7χρονο πιτσιρίκι κάνει αναφορά σε βιώματα από προηγούμενη ζωή του!

Και είναι αλήθεια πως αυτός είναι ο μόνος άρρεν χαρακτήρας που σκιαγραφείται θετικά – άντε, ίσως και ο οδηγός της οικογένειας. Οι υπόλοιποι άντρες, ακόμα και τα μεγαλύτερα σε ηλικία αδέλφια του, αλλά κυρίως ο πατέρας τους, παρουσιάζονται με μελανά χρώματα. Τα παιδιά με την κακία και την ανταγωνιστικότητα μέσα τους, με τη βία να ελλοχεύει και ο πατέρας με την απουσία του, ένας υποκριτής και ψεύτης, αδύναμος να φέρει εις πέρας τις υποχρεώσεις του. Για να μην μιλήσουμε για τον Φερμίν. Έναν τύπο που ασπάζεται το «νους υγιής εν σώματι υγιή» αλλά ο νους είναι σάπιος, όντας ένας τιποτένιος παρακρατικός εντέλει (τρομερή η σκηνή της συνάντησης στο επιπλάδικο, κατά τη διάρκεια των ταραχών). Έτσι κι αλλιώς, στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν αφιέρωσε την ταινία του ο Cuarón κι αυτό το μοντέλο της οικογένειας ασπάζεται κατά πως φαίνεται. Οι άντρες δεν κάνουν...

Όλη η ταινία σε μαγεύει αισθητικά, υπάρχουν όμως σκηνές που ξεχωρίζουν. Η σκηνή του μεγάλου σεισμού και τα αποτελέσματά της μέσα στο μαιευτήριο: ακόμα και στη μεγαλύτερη καταστροφή, ακόμα και κάτω από τα χαλάσματα, η νέα ζωή θα καταφέρει να επιβιώσει. Η σκηνή στα κύματα, εκείνη της διάσωσης: πάλι η φύση η τόσο συγκλονιστική, μπορεί να επιφέρει την καταστροφή στα μικρά, στα ανθρώπινα, η ζωή όμως θα συνεχίσει. Θα σωθεί. Ο Cuarón όμως ξέρει να κινηματογραφεί άψογα και σκηνές πλήθους. Όπως εκείνη της επίδειξης πολεμικών τεχνών. Ή εκείνη της καταγραφής της εξέγερσης των φοιτητών – μια εξέγερση που ιστορικά στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 140 ανθρώπους. Και η πολιτική κατάσταση λοιπόν και το ιστορικό πλαίσιο αντάμα με την οικογενειακή ζωή. Η μη επαγγελματίας ηθοποιός που υποδύεται την Κλέο είναι τρομερή, σε μια ήσυχη, μα τόσο δυνατή ερμηνεία, σε μια ταινία, που σε κάνει να αναρωτιέσαι: όταν είναι να δημιουργηθούν τόσο σημαντικά έργα τέχνης έχει σημασία από πού προέρχονται τα χρήματα; Άντε τώρα να απαντήσεις...

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – θα αρχίσει να προβάλλεται στο Netflix παγκοσμίως από τις 14 Δεκεμβρίου – θα προηγηθεί έξοδος της ταινίας σε κινηματογραφικές αίθουσες για μικρό χρόνο προβολής – στην Ελλάδα τα κινηματογραφικά δικαιώματα της ταινίας τα έχει η Seven Films)


Διαβολόψαρο (Kraben rahu / Manta Ray) TIFF 2018

Ήρθε η στιγμή να ασχοληθούμε με την πρώτη ταινία που είδαμε από το Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα. Πρόκειται για μια ταινία από την Ταϊλάνδη. Τίτλος της: Διαβολόψαρο (Kraben rahu / Manta Ray) του Phuttiphong Aroonpheng. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας όπου, προβαλλόμενη στο τμήμα «Orizzonti», τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας του τμήματος. Κι εμείς την είδαμε μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας FestivalScope τον περασμένο Σεπτέμβρη, όταν δηλαδή προβλήθηκε στο σπουδαιότερο φεστιβάλ της γείτονος χώρας. Και τώρα κάνουμε το περίφημο πουλμουρ. Πουλάμε μούρη δηλαδή.

Η υπόθεση: Κοντά σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ταϊλάνδης, στη θάλασσα της οποίας χιλιάδες Rohingya μετανάστες έχουν πνιγεί, κυνηγημένοι από το καθεστώς της γειτονικής χώρας, της Μιανμάρ, ένας τοπικός ψαράς με οξυζεναρισμένα ξανθά μαλλιά, βρίσκει έναν αναίσθητο, τραυματισμένο άνδρα στο δάσος. Σώζει τον ξένο, τον πηγαίνει στο σπίτι του, τον φροντίζει και του προσφέρει τη φιλία του. Μιας που ο ξένος δεν γνωρίζει τη γλώσσα, μένει αμίλητος. Ή μήπως είναι μουγκός; Ίσως δεν μπορεί να μιλήσει από το σοκ που βίωσε. Όπως και να ΄χει, ο ψαράς τον «βαφτίζει» Θονγκτσάι, προς τιμήν του πιο γνωστού και δημοφιλούς ποπ σταρ της χώρας του. Όταν ο ψαράς κάποια στιγμή εξαφανίζεται αδιευκρίνιστα, ο Θονγκτσάι προσπαθεί να συνεχίσει τη νέα ζωή του. Κι όταν η πρώην σύζυγος του ψαρά επιστρέφει στο σπίτι και βάφει τα μαλλιά του Θονγκτσάι, ο άντρας «οικειοποιείται» το σπίτι, τη δουλειά, τη γυναίκα, την ταυτότητα του φίλου του.

Η άποψή μας: Κάτι τους... ταΐζουν εκεί στην Ταϊλάνδη και γυρίζουν τόσο αφαιρετικές – ποιητικές – υπέροχες οπτικά ταινίες. Μετά τον Apichatpong Weerasethakul, τον αγαπημένο των απανταχού κινηματογραφικών φεστιβάλ ανά τον κόσμο, που άμα λάχει τσιμπάει και βραβειάρες στις Κάννες, ιδού κι ένας συμπατριώτης του, που έχει ολοφάνερο ταλέντο αλλά ρε παιδί μου, δεν υπάρχει περίπτωση να εκτιμηθεί η ταινία του αν ενδεχομένως βγει σε εμπορικό κύκλωμα. Αυτή δεν είναι μια ταινία για το μεγάλο κοινό. Κακώς αλλά... έτσι είναι η ζωή! Μόνο στα φεστιβάλ ανά τον κόσμο μπορεί να εκτιμηθεί και από σινεφίλ, που διψάνε για τέτοιου είδους ταινίες. Που, αν ψηθείς να την παρακολουθήσεις κι έχεις δυο δράμια υπομονή, μόνο θετικά στοιχεία θα μπορέσεις να αποκομίσεις. Αρχικά, ο σκηνοθέτης παίρνει σαφή πολιτική θέση, κόντρα στη λογική που επικρατεί στη χώρα του. Αφιερώνει την ταινία του στους πρόσφυγες Rohingya. Πρόσφυγες που εκδιώκονται από τη χώρα τους, δεν είναι όμως και ακριβώς καλοδεχούμενοι στην Ταϊλάνδη. Όπου κυνηγιούνται. Και δολοφονούνται!

Ο ψαράς μας στην ταινία βγάζει έξτρα εισόδημα θάβοντας νεκρούς μετανάστες. Συμμετέχει μάλιστα και σε τάγματα... εφόδου! Έως ότου βρίσκει τον ημιθανή πρόσφυγα. Και τον βοηθάει. Και αποφασίζει να εγκαταλείψει τη δεύτερη «δουλειά» του. Κάτι που, βεβαίως, έχει συνέπειες για τον ίδιο. Εννοείται ότι οι αναλογίες με την αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών σε όλον τον κόσμο δεν χρειάζονται περισσότερη επισήμανση. Από εκεί και πέρα, αυτό που πραγματικά εντυπωσιάζει τον θεατή όταν βλέπει την ταινία, είναι ο υπέροχος, ιμπρεσιονιστικός τρόπος κινηματογράφησης. Έχει μερικές σκηνές η ταινία με τις οποίες παθαίνεις πλάκα με την εξόφθαλμη εικαστική ομορφιά τους. Όπως πχ η εναρκτήρια σκηνή, με τον κυνηγό που μέσα στις νύχτες φοράει λαμπάκια σαν εκείνα με τα οποία στολίζουμε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα και κυνηγάει μέσα σε δάσος (τι κυνηγάει μέσα στο δάσος; κατάντια), στο οποίο λαμπυρίζουν χιλιάδες πετράδια!

Ο ορισμός της μαγικής σκηνής, πραγματικά! Όπου το έδαφος του δάσους θαρρείς και είναι ο κρυμμένος βυθός μιας αόρατης θάλασσας, γεματης καλούδια και ομορφιά. Αυτή είναι μια σκηνή που επαναλαμβάνεται κατά κάποιον τρόπο μέσα στην καλύβα του ψαρά, τη συνοδεία υπέροχων φωτορρυθμικών, γοητευτικού τραγουδιού κι ενός χορευτικού μπλουζ ανάμεσα στους δύο άντρες που αποτυπώνει την ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία και επαφή. Ο ψαράς μαθαίνει διάφορα στον πρόσφυγα με σκοπό να τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του. Ο ψαράς (που δεν έχει όνομα, είναι ανώνυμος, είναι ένας από εμάς) χρησιμοποιεί τα πετράδια που βρίσκει στο δάσος, για να γητεύσει σαλάχια και να μπορέσει να τα αιχμαλωτίσει. Manta Ray (ο αγγλικός τίτλος της ταινίας) είναι ένα είδος τεράστιου σαλαχιού, που ευδοκιμεί σε εκείνα τα μέρη. Και η σκηνή με τα σαλάχια είναι επίσης εκπληκτικής ομορφιάς.

Είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα ταινία αυτή, αλλά με τόσο λίγο λόγο, τόσο αφαιρετική, τόσο μη κλασική στην αφήγησή της, που ο κόσμος που ενδεχομένως θα μπει σε κινηματογραφική αίθουσα να τη δει, έξω από το context ενός φεστιβάλ, θα κλωτσήσει. Αν δεν κλωτσήσει, όμως, θα απολαύσει ένα συναρπαστικό οπτικά φιλμ. Που δεν φοβάται να φωνάξει δυνατά τη διαμαρτυρία του για μια σύγχρονη εθνοκάθαρση.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Κυριακή 4 Νοεμβρίου στις 17.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Μπροστά στις ρόδες (Podbrosy / Jumpman) TIFF 2018

Ο Ivan I. Tverdovskiy είναι παλιός γνώριμος του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η πρώτη του ταινία «Μάθημα αποκατάστασης» (Klass korrektsii, 2014) αφού έκανε πέρασμα από μια σειρά από σημαντικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο, έλαβε μέρος και στο διαγωνιστικό τμήμα του δικού μας φεστιβάλ, κερδίζοντας μάλιστα (δικαίως!) το βραβείο κοινού. Η δεύτερη ταινία του, το Ζωολογία (Zoologiya, 2016) προβλήθηκε στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες» εκείνης της χρονιάς. Πιστός στο σχήμα «κάθε δύο χρόνια, μία ταινία», ο Tverdovskiy φέρνει στην πόλη μας την τρίτη του μεγάλου μήκους ταινία και πάλι στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Τίτλος της: Μπροστά στις ρόδες (Podbrosy / Jumpman). Κι αυτή, όπως και οι δύο προηγούμενές του, ξεκίνησε την καριέρα της από το φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.

Η υπόθεση: Ο Ντένις είναι ένας υπερήρωας διαφορετικός από τους υπόλοιπους: μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο κι έμαθε να γίνεται αρεστός στα άλλα παιδιά χάρη στη μοναδική του ικανότητα να μη νιώθει πόνο εξαιτίας μιας πάθησης από την οποία πάσχει. Μια μέρα εμφανίζεται στο ορφανοτροφείο η μητέρα του, που τον εγκατέλειψε όταν ακόμη ήταν βρέφος, πριν από 16 ολόκληρα χρόνια και ουσιαστικά τον απαγάγει. Ο Ντένις χαίρεται, επειδή αγαπάει τη μητέρα του. Εκείνη, όμως, απλά τον χρησιμοποιεί. Μαζί με μια σειρά από συνεργάτες της, έχει βρει έναν σκοτεινό τρόπο να κερδίζει χρήματα ξεγελώντας διάφορους πλουσίους. Ο Ντένις αρχίζει να πετάγεται μπροστά σε αμάξια για να τον χτυπήσουν, ώστε ακολούθως η συμμορία να ζητήσει εκβιαστικά χρήματα από τους οδηγούς τους. Kαθώς όμως οι σωματικές και συναισθηματικές πληγές του θεραπεύονται, ξεκινά να αισθάνεται ανθρώπινος κι αρχίζει να αντιλαμβάνεται την οδύνη που του προξενούν όλοι αυτοί οι χαμογελαστοί άνθρωποι που είναι έτοιμοι να καταστρέψουν εκ βάθρων την κοινωνία.

Η άποψή μας: Αυτό που συμβαίνει με τον 30χρονο Ρώσο σκηνοθέτη, είναι κάτι που προσωπικά δεν το έχω συναντήσει συχνά: οι ταινίες του όσο πάει, αντί να βελτιώνονται, να γίνονται καλύτερες, γίνονται χειρότερες. Η πρώτη του ταινία ήταν πραγματικά σπουδαία και διέθετε δυο, τρεις σκηνές που σου έκοβαν την ανάσα. Ακόμα θυμάμαι τη σκηνή με το παράτολμο ξάπλωμα ενός από τους νεαρούς βασικούς πρωταγωνιστές στις ράγες του τρένου κι ένα ατσαλένιο θηρίο να περνάει από πάνω του με ιλιγγιώδη ταχύτητα! Η επόμενη ταινία του, ήταν μεν κουλαμάρα, με τη... θεία που έβγαλε ουρά, αλλά ήταν κάτι που το άντεχες - και η κυρία ήταν πολύ καλή στο ρόλο της. Τη συγκεκριμένη ηθοποιό την έχει σε μικρό ρόλο και στην τρίτη του ταινία, αλλά εδώ ο σκηνοθέτης έχει χάσει πλέον τη μπάλα κανονικότατα! Το premise ενός αγοριού που δεν αισθάνεται πόνο, θα ερχόταν σε σούπερ αντιδιαστολή με το «Mister Glass» του Σιάμαλαν, αν σε έναν ιδεατό κόσμο οι δύο ταινίες μπορούσαν να προβάλλονται παράλληλα, την ίδια εποχή, στις κινηματογραφικές αίθουσες ανά τον κόσμο! Αρκεί βέβαια αυτή η ταινία να ήταν καλή. Γιατί, για την ταινία του Σιάμαλαν υποψιαζόμαστε πως θα είναι αριστούργημα.

Τούτη εδώ κάθε άλλο παρά αριστούργημα είναι. Αν θα θέλαμε να την χαρακτηρίσουμε με μία μόνο λέξη, θα χρησιμοποιούσαμε τη λέξη «υστερική». Ένα coming of edge φιλμ ουσιαστικά, που παράλληλα επιχειρεί να κατακεραυνώσει την σύγχρονη διεφθαρμένη σε όλες της τις εκφάνσεις Ρωσία του Πούτιν. Μόνο που ο Tverdovskiy δεν είναι Zvyagintsev. Και οι ήρωες της ταινίες του δεν μπορούν ποτέ να λειτουργήσουν σε ανθρώπινο επίπεδο (ακόμα και ο Ντένις που είναι ο περισσότερο αθώος από όλους κι ας συμμετέχει στην κομπίνα) επειδή λειτουργούν περισσότερο ως εργαλεία, ως όργανα για να πει ο σκηνοθέτης τα δικά του. Ο Ντένις το μόνο που θέλει είναι η αποδοχή από τη μητέρα του. Η μητέρα του όμως το μόνο που θέλει είναι χρήματα. Και δεν έχει κανένα μητρικό φίλτρο. Είναι τόσο βαθιά διεφθαρμένη, που η όποια της άτσαλη προσπάθεια να προσεγγίσει τον γιο της μόνο ως φλερτ και τάση για... αιμομιξία μπορεί να μεταφραστεί. Και δυστυχώς για τον σκηνοθέτη το αιμομικτικό στοιχείο φαίνεται πως χρησιμοποιείται απλά για να προκαλέσει ακόμα περισσότερο η ταινία. Να σοκάρει τον θεατή, έτσι, χωρίς πρόγραμμα.

Τα σιχτιρίσματα είναι πάμπολλα, καθώς η επιλογή αυτή του γυρίζει μπούμερανγκ. Καμία σχέση με τη λογική της ταινιάρας «Οι κλέφτες» (The Grifters, 1990) του Stephen Frears, όπου και πάλι έχουμε μια σχέση περίεργη ανάμεσα σε μια μητέρα και τον γιο της, σχέση καθαρά εκμετάλλευσης από τη μεριά της μητέρας. Οι σκηνές στο δικαστήριο αντί να καυτηριάζουν τη διαφθορά εντέλει προκύπτουν ως προφανείς και αδιάφορες έως εκνευριστικές καταγγελίες ενός κωλόπαιδου. Ενδιαφέρουσα η κατάληξη: όταν πλέον ο Ντένις δεν είναι χρήσιμος, απλά... τον «αποσύρουν», μιας που πάντα υπάρχει ένα αναλώσιμο ανθρώπινο σκουπίδι, έτοιμο να χρησιμοποιηθεί ως ένα ακόμα γρανάζι μιας καλολαδωμένης μηχανής. Πολύ κακό για το τίποτα εντέλει. Κλείνοντας, και θέλοντας να επιδείξουμε για άλλη μια φορά το εύρος των κινηματογραφικών γνώσεων και αναφορών του γράφοντος, σας λέμε το εξής: το κόλπο με ανθρώπους που πετάγονται μπροστά σε αμάξια για να πάρουν χρήματα από ασφαλιστικό τομέα, το είδαμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια σε ταινία του Στάθη Ψάλτη και συγκεκριμένα στο «Μαντέψτε τι κάνω τα βράδια»! Όπου η Καίτη Φίνου ντυνόταν γιαγιά, σε συνεννόηση με τον γκόμενο-συνεργό της και πεταγόταν μπροστά σε αμάξια που πήγαιναν αργά σε κάτι ερημιές! Και ο Ψάλτης ήταν ένα από τα θύματά των απατεώνων. Που όταν πάει να βοηθήσει τη γιαγιά Φίνου, που ντεμέκ έχει χτυπήσει με το αμάξι του, πετάει τη φοβερή ατάκα: «πολύ σκληρό βυζί έχει για γιαγιά»! Αυτά είναι!

Σε εκείνη την ταινία όλο αυτό ήταν διασκεδαστικό. Σε τούτη την ταινία όλο αυτό είναι σπαστικό! Και βίαια απωθητικό. Το καταλάβατε ότι καθόλου δεν μου άρεσε η ταινία, έτσι;

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Παρασκευή 9 Νοεμβρίου στις 23.15 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Night Out TIFF 2018

Ο Στράτος Τζίτζης μου είναι πολύ συμπαθής ως σκηνοθέτης. Στην καραούλτρα-με-εμπορικές-προδιαγραφές πρώτη του ταινία, το περίφημο «Η αγάπη είναι ελέφαντας», το έχω γράψει πάμπολλες φορές, υπάρχει μία από τις πιο αγαπημένες μου σκηνές από καταβολής ελληνικού κινηματογράφου. Η σκηνή με την κωδική ονομασία «Αν δεν τη γαμήσω, θα σκάσω» και πρωταγωνιστές της σκηνής τους Φίλιππο Σοφιανό, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου και σε δεύτερο – φαντασιακό – επίπεδο την Γωγώ Μαστροκώστα! Αυτή ήταν η μοναδική του κωμωδία. Μετά σοβάρεψε, αλλά συνέχισε να γυρίζει πολύ καλές ταινίες: «Σώσε με» (2001), «45 τετραγωνικά» (2010), «Καύση» (2016). Πλέον, είναι κάτοικος Βερολίνου. Και η νέα του ταινία Night Out είναι γυρισμένη εξολοκλήρου στη γερμανική πρωτεύουσα. Και για τις επιδόσεις με τις οποίες μας είχε συνηθίσει έως τώρα, αυτή είναι η πρώτη του άκυρη προσπάθεια. Πριν πηδήξει στο σκάμμα όχι μόνο έχει πατήσει με την άκρη του παπουτσιού του την πλαστελίνη: ουσιαστικά, γλίστρησε σε αυτήν...

Η υπόθεση: Ένας γκέι γκαλερίστας, του οποίου ο σύζυγος φροντίζει το μωρό παιδί τους. Μια γυναίκα, η οποία ψάχνει να βρει τον άγνωστο που την κατέστησε έγκυο. Ένας Κούρδος από τη Συρία, που ψάχνει απεγνωσμένα για γυναικεία επαφή. Μια πιτσιρίκα, ερωτευμένη με μια πανκ τραγουδίστρια, που έχει την τάση να κλέβει ότι της αρέσει. Ένας αρχιτέκτονας με ένα μεγαλεπήβολο και κοστοβόρο σχέδιο για επιπλέοντα νησιά και η εντελώς υποστηριτική σύντροφός του. Ένας Βρετανός καλλιτέχνης με πρόβλημα αλκοολισμού. Η σύζυγός του, η οποία δυσκολεύεται πάρα πολύ να κοιμηθεί. Ένα πολύχρωμο μείγμα ετερο-ομοφυλόφιλων, μόνων ή σε παρέες, βγαίνουν να διασκεδάσουν ένα βράδυ Σαββάτου στο Βερολίνο, εξερευνώντας τη νυχτερινή πόλη και τις σχέσεις τους. Οι δρόμοι που θα πάρουν συγκλίνουν τελικά στο KitKatClub, θρυλικό για τα «διονυσιακά» πάρτι του, όπου θα έρθουν τα πάνω κάτω.

Η άποψή μας: Αν κάτι πετυχαίνει σωστά η νέα ταινία του Στράτου Τζίτζη είναι να αποδώσει την ατμόσφαιρα μιας από τις σημαντικότερες μητροπόλεις της Ευρώπης, του Βερολίνου. Μια πόλη στην οποία πάντα έχει κάτι να κάνεις. Μια πόλη που οι νύχτες της είναι προκλητικά ενδιαφέρουσες για όσους θέλουν να ξεδώσουν. Όπως λέει και ο ίδιος ο Τζίτζης στο σκηνοθετικό του σημείωμα «η ταινία εκφράζει την πρωταρχική ανθρώπινη ανάγκη να γεφυρώσει το κενό που μας χωρίζει με την αιωνιότητα μέσω διονυσιακών γλεντιών με χορό, ποτό και όργια». Ίσως όμως επειδή ποτέ δεν έχω συμμετάσχει σε τέτοιο πάρτι (δεν με έπαιζαν ρε από παιδί τα άλλα παιδάκια) και δεν ξέρω αν έχω αυτήν την πρωταρχική ανάγκη του να συμμετάσχω σε ένα όργιο (μάλλον είμαι τόσο συντηριτούκλα του κερατά) όλο αυτό το πανηγύρι δεν με ακούμπησε.

Ο ρυθμός είναι ο σωστός, η καταγραφή της νύχτας είναι σχεδόν ντοκιμαντερίστικη, ο σκηνοθέτης δεν κρίνει τους ήρωές του, αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν θάλλει. Είναι το (λογικά) μικρό μπάτζετ που φταίει; Είναι το σενάριο, που σου δίνει την αίσθηση του «κάτι θέλω να πω αλλά δεν μου βγαίνει να το πω έτσι όπως θέλω να το πω»; Είναι η υποκριτική αδυναμία των ηθοποιών; Σκηνές πχ όπως εκείνη στην γκαλερί ή εκείνη στην ουρά έξω από ένα κλαμπ είναι και κακογραμμένες και κακοπαιγμένες. Φαντάζομαι πως έξω από τον μικρόκοσμό μου υπάρχουν γυναίκες σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, που αποφασίζουν ξαφνικά πως ήρθε επιτέλους η στιγμή να μάθουν ποιος είναι ο πατέρας του μωρού τους, αποτέλεσμα ενός παθιασμένου (δίχως άλλο) one night stand – κατά πάσα πιθανότητα σε ένα dark room. Με αφετηρία ένα χούφτωμα από αγνώστους σε gay parade. Μια ιστορία από τις πολλές μικρές της ταινίας, που δεν οδηγεί πουθενά: ολοφάνερα δεν ολοκληρώνεται.

Η αλήθεια είναι πως είχα ακούσει από συνάδελφο για το KitKatClub, σε μια από τις τελευταίες παρουσίες μου στο φεστιβάλ Βερολίνου (όπου βλέπω μόνο ταινίες και γράφω – εκεί μας κατάντησαν οι αλήτες) και μου είχε εξάψει τη φαντασία. Ε, ο σκηνοθέτης μπαίνει στα άδυτα του συγκεκριμένου κλαμπ όπου συμβαίνουν τα Σόδομα και τα Γόμορα! Δεν νομίζω πως έχουν κατορθώσει πολλοί να μπουν στο κλαμπ με κάμερα και να γυρίσουν σκηνές για ταινία (απαγορεύεται η χρήση κινητού μέσα στο κλαμπ για να καταλάβετε) οπότε είναι επιτυχία του σκηνοθέτη το ότι γύρισε.. πράγματα και θαύματα εκεί μέσα. Αλλά ως εκεί. Ίσως για ένα νεανικό κοινό, που είναι στη φάση, και γουστάρει να παρτάρει και να απολαμβάνει όλες τις σωματικές ηδονές στο μέγιστο βαθμό, η ταινία να είναι ελκυστική με τη χαλαρότητα και την μη σοβαροφάνειά της. I'm too old, να τα λέμε αυτά...

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Κυριακή 4 Νοεμβρίου στις 14.00 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live
Περισσότερα... »



Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

2η ανταπόκριση – Σάββατο 3 Νοεμβρίου
Χρυσός και... περιττώματα!!!

Το φεστιβάλ πήρε για τα καλά φόρα. Ο καιρός είναι θεσπέσιος αλλά και λίγο σε μπερδεύει: ρε φίλε, 2 Νοεμβρίου και να έχει τόσο υψηλές θερμοκρασίες; Κάτι δεν πάει καλά, κάτι έχει ξεβιδωθεί, κάτι με τη θερμορρύθμιση έχει ξεφύγει. Κατά τα άλλα, ο Λευτέρης Πετρούνιας κέρδισε ένα ακόμα χρυσό μετάλλιο στους κρίκους – τρίτη συνεχόμενη φορά σε παγκόσμιο πρωτάθλημα, κι αυτήν τη φορά αγωνίστηκε όντας τραυματίας, ο Θερμαϊκός, λογικά λόγω της αφύσικης για την εποχή ζέστης, πήρε ένα χρώμα βαθύ σκατί (πάρντον μάι φρεντς), ο Σιώπης τραυματίστηκε και δεν θα παίξει εναντίον του Ολυμπιακού (γελάνε και τα τσιμέντα) κι εμείς στη σημερινή ανταπόκριση (που, εννοείται, αφουγκράζεται στον πρόλογο το κλίμα και τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής) θα μιλήσουμε για τέσσερις ταινίες. Α, ναι, και ο ΟΑΣΘ αντί για να βελτιώσει υποτίθεται τα πράγματα με συγκεκριμένες αλλαγές στα δρομολόγια προς και από τα ανατολικά, τα έκανε πολύ χειρότερα. Σαρδέλες γινόμαστε καθημερινώς – και λόγω ζέστης, μυρίζουμε και σαν σαρδέλες. Εκεί μας κατάντησαν οι αλήτες...

Κάρμεν και Λόλα (Carmen y Lola) TIFF 2018

Πρώτη ταινία για τη σημερινή μας ανταπόκριση, μία από τις συμμετοχές στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Είναι μια ταινία που είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ Καννών, στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Τίτλος της ταινίας Κάρμεν και Λόλα ή Carmen y Lola αν προτιμάτε. Την ταινία σκηνοθέτησε η Arantxa Echevarria, βασισμένη σε σενάριο που έγραψε η ίδια. Και αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί. Μάλιστα, αυτή είναι η πρώτη ταινία Ισπανίδας που προβλήθηκε στο συγκεκριμένο τμήμα των Καννών, οπότε αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτιά.

Η υπόθεση: Η Κάρμεν είναι μια 18χρονη τσιγγάνα που ζει σε μια κοινότητα Ρομά στα προάστια της Μαδρίτης. Όπως κάθε άλλη γυναίκα που έχει συναντήσει ποτέ, είναι έτοιμη να ζήσει μια ζωή που επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά. Θα παντρευτεί έναν άνδρα που θα γνωρίσει λίγο πριν τον γάμο της, χωρίς να κάνουν σεξ πριν περάσουν την κουλούρα, θα μείνει στο σπίτι κατά βάση, θα γεννήσει και θα μεγαλώσει όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά. Αλλά μια μέρα συναντά τη Λόλα, μια ασυνήθιστη τσιγγάνα, μικρότερή της, η οποία δεν ταιριάζει καθόλου στο προφίλ των κοριτσιών της φυλής της.

Η Λόλα ονειρεύεται να πάει στο πανεπιστήμιο, ζωγραφίζει γκράφιτι πουλιών και της αρέσουν τα κορίτσια! Είναι κάτι που δεν μπορεί να φανερώσει προς τα έξω, γιατί η ζωή της θα καταστραφεί. Όμως, δεν θα κρύψει τον έρωτά της για την Κάρμεν, το πιο όμορφο πράγμα που έχει δει στον κόσμο, όπως της εξομολογείται. Αρχικά, η Κάρμεν όχι μόνο την αποπαίρνει αλλά την χλευάζει και τη μειώνει. Σιγά, σιγά όμως, θα υπάρξει ανταπόκριση και από τη μεριά της. Τα κορίτσια αναπτύσσουν μια σχέση απαγορευμένη για την κοινότητά τους. Πώς θα καταφέρουν να αντέξουν ενάντια σε όλους και σε όλα;

Η άποψή μας: Αυτή είναι μια από εκείνες τις ταινίες που, ok, κακή δεν τη λες, δεν κάνει όμως τη διαφορά. Ok λοιπόν, μια ταινία για τον έρωτα δυο κοριτσιών στην κλειστή, συντηρητική κοινότητα των τσιγγάνων της Μαδρίτης. Φέτος στις Κάννες είχαμε μια ανάλογη ταινία, να περιγράφει την απαγορευμένη ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο κορίτσια στην συντηρητική κοινωνία της Κένυας (με πρωτεύουσα τη Ναϊρόμπι, που ήταν ένας από τους χαρακτήρες στο «Casa de papel», ρε μικρός που είναι ο κόσμος!!!) στο «Rafiki» συγκεκριμένα, το οποίο επίσης προβάλλεται στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και θα αναφερθούμε σε αυτήν στην ώρα της. Ο Paul Verhoeven στην επόμενη ταινία του, το «Blessed Mary», θα αφηγηθεί την απαγορευμένη ερωτική ιστορία δύο μοναχών στην συντηρητική Ιταλία του 17ου αιώνα. Τουλάχιστον ο τρελο-Ολλανδός είμαι σίγουρος πως θα μας «φτιάξει» με τις ερωτικές σκηνές που θα στήσει, είμαι σίγουρος γι' αυτό ο λιγούρης.

Αλλά το πάτερν ρε παιδιά είναι λίγο πολύ το ίδιο. Κλειστή κοινωνία, ένα κορίτσι διαφορετικό, που επαναστατεί απέναντι σε αυτό που είναι προδιαγεγραμμένο να κάνει εδώ και αιώνες, ένα άλλο κορίτσι, πιο συμβατικό, δύο κορίτσια που βρίσκουν τρυφερότητα, κατανόηση και γκάβλα η μία στην άλλη, αφού πρώτα υπάρξει απόρριψη, η προσπάθεια να μείνει το ειδύλλιο κρυφό, η αντίδραση όταν το ειδύλλιο βγαίνει στη φόρα και είτε κάτι τόσο δραματικό που να φτάνει στην τραγωδία (αυτοκτονία ξέρω 'γω ή δολοφονία από τους γονείς, που δεν αντέχουν το ρεζιλίκι και το «τι θα πει ο κόσμος») ή απλά η φυγή προς αναζήτηση πιο ανεκτικών χωρών, πόλεων, περιοχών, θα σε πάρω να φύγουμε σε άλλη γη, σε άλλα μέρη που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει. Εδώ, η σκηνοθέτιδα έχει υπέρ της τουλάχιστον την αυθεντικότητα.

Οι ηθοποιοί είναι όλοι ερασιτέχνες και τους καταγράφει σε χώρους αληθινούς, εκεί όπου όντως ζουν και αναπνέουν. Υπάρχει ένας χαρακτήρας στην ταινία, μια κοπέλα, που διευθύνει ένα κέντρο προτρέποντας τους Ρομά να σπουδάσουν, να έρθουν σε επαφή με την τέχνη, να ανοίξουν το μυαλό τους. Εννοείται ότι αυτή θα είναι που θα δεχτεί τα πυρά των στενόμυαλων μελών της φυλής της. «Μην μου ξεσηκώνεις την κόρη, τι σπουδές και αηδίες, να μείνει εδώ, να με βοηθάει με τις δουλειές, να παντρευτεί, να κάνει παιδιά και φτου κι απ' την αρχή». Η Echevarria καταγράφει ψύχραιμα την όλη κατάσταση και κοιτάζει με τρυφερότητα τις δύο βασικές της πρωταγωνίστριες (που είναι φωτογενείς, να τα λέμε αυτά, αλλά εμένα μου φαίνονται αρκετά μεγαλύτερες σε ηλικία από την ηλικία που υποτίθεται πως είναι στην ταινία).

Εκεί που χάνεται η μπάλα και το όλον εξοκείλει στο φολκλόρ και το μελόδραμα, είναι όταν ο πατέρας της μίας κοπέλας μαθαίνει ότι η κόρη του είναι λεσβία. Φωνές, ουρλιαχτά, υπερβολικό παίξιμο, υπερβολή όλα. Το φινάλε είναι εύκολο μεν και ανοιχτό, αλλά και όμορφο ταυτόχρονα. Αφήνει μια αισιοδοξία ότι τα δύο κορίτσια μπορούν να κολυμπήσουν στα βαθιά. Ή να πετάξουν, σαν τα πουλιά που εμφανίζονται σε πολλές μορφές μέσα στην ταινία. Είθε η Κάρμεν και η Λόλα να αντέξουν...

(η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 3 Νοεμβρίου στις 21.30 στο Δημοτικό Θέατρο Συκεών, την Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 14.15 στην αίθουσα Παύλος Ζάννας και σε επανάληψη την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Σύνορο (Gräns / Border) TIFF 2018

Γενικά, είμαι καλόβολος κριτικός. Πολύ δύσκολα θα με βρείτε να είμαι κακός με ταινίες. Να τις θάβω δίχως να υπάρχει αύριο. Μερικές ταινίες, όμως, με βγάζουν κυριολεκτικά έξω από τα ρούχα μου και, ομολογουμένως, αυτό δεν είναι πάρα πολύ ωραίο θέαμα! Μια τέτοια ταινία είναι το Σύνορο (Gräns / Border). Μια ταινία που δείχνει πολύ ενδιαφέρουσα στα χαρτιά αλλά πρόκειται για... τρολάρα ολκής! Συμπαραγωγή Σουηδίας και Δανίας, το φιλμ αποτελεί το δεύτερο μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί ο παλαιστινιακής καταγωγής Ali Abbasi, μετά το «Shelley», μια ταινία που προβλήθηκε στην Berlinale του 2016. Το «Σύνορο» το είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου προβλήθηκε στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προβάλλεται στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Είναι μια αληθινά φρικτή ταινία. Όσοι αγοράσατε εισιτήριο, όμως, μιας που φάγατε πλύση εγκεφάλου για την ταινία, υπάρχει τρόπος να ρεφάρετε: να αρχίσετε να την... τρολάρετε με τη σειρά της κατά τη διάρκεια προβολής της. Πάντα υπάρχει τρόπος να ρεφάρεις τα σπασμένα...

Η υπόθεση: Η Τίνα είναι ένα μοναχικό άτομο αλλά και μία εξαιρετική τελωνειακός, που δουλεύει σε ένα πορθμείο. Έχει την ικανότητα να εντοπίζει εύκολα τους λαθρεμπόρους. Τους... μυρίζεται. Κυριολεκτικά! Έχει τρομερή αίσθηση της όσφρησης κι έχει την ικανότητα να μυρίζει τα ανθρώπινα συναισθήματα. Στην προσωπική της ζωή, όμως, τα πράγματα δεν είναι καλά. Η 40χρονη Τίνα είναι κάτι παραπάνω από άσχημη. Ο πατέρας της ζει με Αλτσχάιμερ σε οίκο ευγηρίας. Η ίδια ζει με έναν άνδρα, ο οποίος ουσιαστικά την εκμεταλλεύεται κι έχει μεγαλύτερο πάθος για τα ροτβάιλερ που εκτρέφει (πηγαίνοντάς τα σε διαγωνισμούς) παρά για εκείνην. Για να το θέσουμε πιο σωστά, αδιαφορεί για εκείνην.

Μια μέρα, ένας ύποπτος άνδρας βγαίνει από το πορθμείο. Καθώς δεν μπορεί να εντοπίσει τι κρύβει, η Τίνα αποκτά εμμονή με αυτόν τον άνδρα και την ανησυχητική αύρα που αποπνέει. Η έρευνά της αποκαλύπτει πολύ περισσότερα από τα αναμενόμενα και σύντομα αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τρομακτικές αποκαλύψεις για τον εαυτό της και την ανθρωπότητα. Γιατί είναι τόσο άσχημη; Γιατί έχει αυτό το σημάδι στο ύψος των γοφών της; Γιατί της αρέσουν τα έντομα; Γιατί νιώθει άνετα στη φύση κι όχι με τους ανθρώπους; Γιατί τραβάει επάνω της κεραυνούς; Και γιατί ο ύποπτος άνδρας της μοιάζει τόσο πολύ;

Η άποψή μας: Δεν νομίζω πως θα υπάρξει Έλληνας διανομέας τόσο τρελός, που θα αγοράσει για να διανείμει την ταινία στη χώρα μας, οπότε προχωράω σε σπόιλερ, μιας που η ταινία μπορεί να έχει τις καλύτερες προθέσεις αλλά τελικά δεν υποφέρεται! Η Τίνα είναι... τρολ!!! Κανονικό τρολ, όχι τρολάκι. Τρολ από αυτά της σκανδιναβικής μυθολογίας. Τρολ από αυτά που έχουμε δει σε ταινίες κινουμένων σχεδίων, όπως το «Frozen» και οι «Ευχούληδες»! Εννοείται, πως στις ταινίες κινουμένων σχεδίων τα τρολ ήταν άσχημα μεν, συμπαθητικά δε. Εδώ δεν υπάρχει καμία συμπάθεια για τα τρολ!!! Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε ένα διήγημα του John Ajvide Lindqvist, του ανθρώπου που σε βιβλίο του βασίστηκε το υπέροχο «Άσε το κακό να μπει» (Let the Right One In, 2008).

Ναι, αλλά ο Tomas Alfredson είναι εκατομμύρια φορές καλύτερος σκηνοθέτης από τον Ali Abbasi. Και τα βαμπίρ εκείνης της ταινίας λειτουργούν σε πολλά περισσότερα επίπεδα από τα τρολ τούτης της ταινίας. Εδώ, ο σκηνοθέτης κάνει ότι μπορεί για να απωθήσει τον θεατή, να τον κάνει να σιχαθεί, να τον κάνει να αισθανθεί άσχημα. Να τον πετάξει από την ταινία εντέλει. Μα τόσο καταγραφή ασχήμιας και σιχαμάρας πια; Εντάξει, το πιάσαμε το υπονοούμενο. Από την πρώτη φορά. Δεν χρειάζεται η επανάληψη. Κουράζει. Και εκνευρίζει. Κι εντέλει, όλη αυτή η... συμβολική χρήση του γκροτέσκου λειτουργεί εναντίον της ταινίας και θολώνει το μήνυμά της. Υπερβολική επιτήδευση. Ο τίτλος της ταινίας είναι σαφής ευτυχώς: σύνορο. Μιλάμε για το σύνορο ανάμεσα στον Άνθρωπο και το Τέρας, στο Ηθικό και το Ανίερο. Η Τίνα βρίσκεται πάνω σε αυτό το σύνορο. Μη γνωρίζοντας την πραγματική της ταυτότητα είναι ανθρώπινη παρά το εξωτερικό παρουσιαστικό της.

Την πιάσατε την αλληγορία, έτσι; Δεν θέλουμε εμείς οι άνθρωποι να βλέπουμε ασχήμια, μας χαλάει, μας τρομάζει, μας φοβίζει. Θέλουμε όλα γύρω μας να είναι όμορφα, μοσχομυριστά, υπέροχα, σαν να ζούμε σε ένα ροζ συννεφάκι. Ναι, αλλά οι όμορφοι άνθρωποι είναι ικανοί για άσχημα πράγματα. Όπως η παιδοφιλία. Και οι Άσχημοι, τα τέρατα, τα Freaks, είναι ικανοί για πράξεις εντελώς ανθρώπινες. Όπως το να εξαρθρώσουν ένα κύκλωμα παιδεραστίας. Να πολεμήσουν τη διαφθορά. Εντάξει φίλε μου, το πιάσαμε. Υπάρχουν τα τρολ επαναστάτες, που θέλουν να ρίξουν τη διεφθαρμένη τυραννία των ανθρώπων. Και υπάρχει και η Τίνα, που εντέλει επιλέγει την... ανθρώπινη πλευρά. Μπορεί κάποιες στιγμές να γελάς, αλλά είναι από αμηχανία. Και υπάρχουν και σκηνές που φτάνουν σε επίπεδο θυμηδίας. Ένα θα σας πω: σύμφωνα με την ταινία, τα θηλυκά τρολς βγάζουν... πέος όταν διεγείρονται ερωτικά, ενώ τα αρσενικά τρολς έχουν αιδοίο, κυοφορούν και γεννάνε!

Τέτοια πράγματα, ωραία, συμβαίνουν στην ταινία. Που χάνει το... δίκιο της από νωρίς. Α, και προσέξτε: αν πάτε ποτέ στη Φιλανδία, υπάρχει μια ολόκληρη αποικία από τρολς! Τι, δεν γελάτε; Δίκιο έχετε. Άσε μας κουκλίτσα μου...

(η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 3 Νοεμβρίου στις 23.15 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 21.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Αδιαφορώ αν καταγραφούμε στην Ιστορία ως βάρβαροι I do not care if we go down in history as barbarians TIFF 2018

Ο Radu Jude είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση Ρουμάνου σκηνοθέτη. Κάθε του ταινία διαφέρει από την προηγούμενη και όλες μαζί διαφέρουν από τη νόρμα του νέου ρουμάνικου σινεμά. Εννοείται ότι όλες του οι ταινίες έχουν προβληθεί στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Φέτος, είναι μέλος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο σκηνοθέτης, ο οποίος μας συνεπήρε πριν λίγα χρόνια με το «Άφεριμ», τη μία από τις δύο μόλις ταινίες του, που βρήκαν εμπορική διανομή στην Ελλάδα, με ευκαιρία και τη φυσική του παρουσία στη Θεσσαλονίκη, έφερε μαζί τους και την τελευταία μεγάλου μήκους ταινία της φιλμογραφίας του, που είναι η έκτη στη σειρά. Έχει τίτλο – μακρινάρι: Αδιαφορώ αν καταγραφούμε στην Ιστορία ως βάρβαροι (Îmi este indiferent daca în istorie vom intra ca barbari / I do not care if we go down in history as barbarians). Συμμετείχε με αυτήν στο διαγωνιστικό τμήμα του τελευταίου φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, όπου και τιμήθηκε με την Κρυστάλλινη Σφαίρα Καλύτερης Ταινίας. Στο φεστιβάλ μας η ταινία προβάλλεται στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια».

Η υπόθεση: «Αδιαφορώ αν καταγραφούμε στην Ιστορία ως βάρβαροι». Αυτές ήταν οι λέξεις που ακούστηκαν στο Υπουργικό Συμβούλιο της Ρουμανίας το καλοκαίρι του 1941, σηματοδοτώντας την αρχή της εθνοκάθαρσης στο Ανατολικό Μέτωπο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η ταινία αυτή επιχειρεί να σχολιάσει αυτή τη δήλωση. Σημειώσεις: «στρατιωτική αναπαράσταση / Χάνα Άρεντ / 1941, “η χρονιά που επιστρέφει επίμονα”, από τη σκοπιά του 2018 / αποσπάσματα / πυροβόλα / πλάνα αρχείου / η Σφαγή της Οδησσού / μπουρλέσκ / διάλογοι / Ισαάκ Μπάμπελ / κατακερματισμένη αφήγηση / “Wenn die Soldaten durch die Stadt marschieren” / υποβάθμιση μέσω της σύγκρισης / στρατιωτικά ανέκδοτα / το παροντικό παρελθόν, το παρελθοντικό παρόν».

Η άποψή μας: Παραθέσαμε πιο πάνω την υπόθεση της ταινίας, έτσι όπως υπάρχει στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ. Επίτηδες. Για να πάρετε μια ιδέα για το τι πράμα είναι αυτή η sui generis ταινία. Εννοείται πως αν δεν τη δείτε, ντιπ δεν θα καταλάβετε περί τίνος πρόκειται. Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος να μην καταλάβει κάποιος περί τίνος πρόκειται αφού δει την ταινία! Γενικά, βλέπω πως όλο και περισσότεροι σκηνοθέτες αρέσκονται να βάζουν στοιχεία ντοκιμαντέρ στις ταινίες τους, να παίζουν με το θέμα «γεγονός – αναπαράσταση – καταγραφή».

Εδώ, αυτή η μορφάρα από την Ρουμανία το πάει ένα βήμα παραπάνω καθώς μας παρουσιάζει την προετοιμασία, τη «σκηνοθεσία» της αναπαράστασης μιας σκοτεινής σελίδας από την πρόσφατη ρουμάνικη ιστορία: τη Σφαγή της Οδησσού. Το 1941 ρουμανικά στρατεύματα (σημείωση: η Ρουμανία ήταν μέλος του Άξονα – είχε ταχθεί στο πλευρό της ναζιστικής Γερμανίας) «απελευθέρωσαν» την Οδησσό από τον «Κόκκινο Τρόμο». Από τις 22 έως τις 24 Οκτωβρίου περίπου 24 με 35 χιλιάδες Εβραίοι της Οδησσού δολοφονήθηκαν από Ρουμάνους στρατιώτες είτε μέσω πυροβολισμών είτε μέσω φωτιάς! Και μας δείχνει μια σκηνοθέτιδα να ετοιμάζει ένα χάπενινγκ που είναι να παρουσιαστεί μπροστά σε ένα live κοινό – μια μικρή θεατρική παράσταση σαν να λέμε, με στόχο ακριβώς να αναπαραστήσει τα γεγονότα εκείνων των ημερών. Μπολιάζει την ταινία του με πολλά ιστορικά δεδομένα, με ολόκληρα αποσπάσματα από βιβλία, αναφέρει πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν (όπως το ότι το μπαρούτι το τύλιγαν με χαρτί σαν καραμέλες και για να αποφύγουν κάποιοι τη στράτευση έβγαζαν τα δόντια τους για να μην μπορούν να ανοίξουν την καραμέλα – μπαρούτι!!!) και βεβαίως καυτηριάζει τη συμπεριφορά μιας ολόκληρης κοινωνίας που ακόμα και σήμερα (κι αυτό είναι το τραγικό) είναι απίστευτα αντισημιτική!

Κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης ο κόσμος χειροκροτεί τους Ναζί όταν εμφανίζονται και γιουχάρει τον Κόκκινο Στρατό! Ελπίζω αυτό να ήταν σκηνοθετημένο κι όχι αληθινή αντίδραση μαζεμένου τυχαία κοινού!!!!!! Που, μεταξύ όλων των άλλων, έβγαζε και... σέλφις με μπαγκράουντ ένα Ολοκαύτωμα! Το ότι πχ οι Ρουμάνοι ήταν εκείνοι που σκότωσαν περισσότερους Εβραίους μετά τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με κούφανε! Το ότι σύγχρονοι πολιτικοί της χώρας είναι σφόδρα αντισημίτες με κούφανε επίσης! Ωραία όλα αυτά, αλλά από τη μια το ιδιαίτερο αφηγηματικό στιλ, από την άλλη η πολύ μεγάλη διάρκεια, έρχεται ο έρμος ο θεατής και νιώθει ξεθεωμένος! Πολύς λόγος στο σενάριο (χαρακτηριστικό των ταινιών του Jude – βρε μπας και κατά λάθος είναι... Γάλλος;), πολύ «ρουμάνικη» η υπόθεση (με στοιχεία για την ιστορία της χώρας, πχ πολλά πράγματα για αυτόν τον φασίστα τον Αντονέσκου, που δεν μπορεί να τα ξέρει ο μέσος σινεφίλ μη Ρουμάνος θεατής), πολύ αποστασιοποιημένη για ένα κοινό που θέλει τη μυθοπλασία του κανονική κι όχι έτσι.

Σημαντική ταινία για φεστιβάλ, μπρεχτική όσο χρειάζεται, με διαλογική αντιπαράθεση της πρωταγωνίστριας – σκηνοθέτιδας με κάποιον που ουσιαστικά είναι ο δικηγόρος του διαβόλου, είναι δύσκολο να βρει κοινό εκτός των φεστιβαλικών προβολών της ανά τον κόσμο.

(η ταινία προβάλλεται την Κυριακή 4 Νοεμβρίου στις 20.15 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές και σε επανάληψη την Παρασκευή 9 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Δύση ηλίου (Napszállta / Sunset) TIFF 2018

Το 2015 ο 38χρονος τότε László Nemes από την Ουγγαρία εξέπληξε τους πάντες και τα πάντα και κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ των Καννών με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθέτησε, που δεν ήταν άλλη από το «Ο γιος του Σαούλ» (Saul fia), ταινία που κέρδισε τόσο τη Χρυσή Σφαίρα όσο και το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Φέτος, ο Ούγγρος σκηνοθέτης παρουσίασε στο φεστιβάλ Βενετίας (συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα) τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, η οποία τιμήθηκε με το βραβείο της FIPRESCI. Και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Ουγγαρίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Τίτλος της: Δύση ηλίου (Napszállta / Sunset). O Nemes βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και παρουσίασε την ταινία του, η οποία συμμετείχε στο τμήμα «Ειδικές Προβολές». Κι όπως συμβαίνει συνήθως, η δεύτερη ταινία (όπως και το δεύτερο άλμπουμ) θαρρείς και εμφανίζει όλα τα προβλήματα που ενδεχομένως να είχαν κρυφτεί από το γεγονός ότι η πρώτη ταινία έπιανε απίστευτα υψηλές επιδόσεις. Στο κατάμεστο «Ολύμπιον» καταλάβαινες πως ο κόσμος που παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή την ταινία, ήταν ολοφάνερα μουδιασμένος...

Η υπόθεση: 1913. Η νεαρή Ίρις Λέιτερ φτάνει στη Βουδαπέστη έχοντας ξεκινήσει από την Τεργέστη. Θέλει να πιάσει δουλειά στο πιο διάσημο κατάστημα καπέλων της πόλης, που καθόλου τυχαία, φέρει το επίθετό της. Ναι, το Leiter ανήκε στους γονείς της, οι οποίοι πέθαναν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες όταν η Ίρις ήταν μόλις δύο ετών, οπότε δεν τους πολυθυμάται. Το κατάστημα πλέον ανήκει στον Όσκαρ Μπριλ, παλιό υπάλληλο στη συγκεκριμένη εταιρία. Ο Μπριλ δεν θέλει την Ίρις στα πόδια του, εκείνη όμως επιμένει. Ένας οδηγός άμαξας ονόματι Γκάσπαρ την πληροφορεί πως έχει έναν αδελφό, τον Κάλμαν, του οποίου την ύπαρξη η Ίρις αγνοούσε. Η Ίρις προσπαθεί να μάθει περισσότερα στοιχεία για τον αδελφό της, να τον βρει και να μιλήσουν από κοντά. Θα βρει τον αδελφό της τελικά; Γιατί έχει κακή φήμη; Τι ακριβώς συμβαίνει με την κοπέλα από το κατάστημα, που επιλέγεται κάθε χρόνο για να δουλέψει στις υπηρεσίας της Αυτού Μεγαλειότητας στη Βιέννη; Κινδυνεύει ο Μπριλ, όπως φοβάται; Μέχρι πού θα φτάσει η Ίρις;

Η άποψή μας: Δεν μας τα λέει καλά ο κύριος Nemes στη δεύτερη ταινία του. Συμβαίνει καμιά φορά με τους σκηνοθέτες αυτό. Ιδίως όταν η πρώτη προσπάθεια έχει την καθολική αναγνώριση και δέχεται μόνον επαίνους. Φουσκώνουν τα μυαλά, μην νομίζετε. Σαν τους ποδοσφαιριστές (α ρε Ντιαμαντίνο...). Αν κάποιος πρωτοεμφανιζόμενος στις μεγάλες κατηγορίες ακούει συνέχεια «τι παικτάρα είσαι εσύ», «μα ποιος είσαι, ο Μαραντόνα;», «δεν υπάρχει παίκτης σαν κι εσένα» και τέτοια, δεν έχει πλέον το μυαλό του στο κεφάλι του, δεν προσπαθεί το ίδιο, τα θεωρεί όλα δεδομένα: εφόσον εγνωσμένα υπάρχει το ταλέντο δεν χρειάζεται να κάνει... προπόνηση. Έτσι θαρρώ ότι την πάτησε ο Nemes. Σκέφτηκε: «ταινιάρα θα γυρίσω με αυτό το υλικό». Δεν άκουγε τη φωνούλα που προσπαθούσε απεγνωσμένα να του πει: «αγόρι μου, ταλέντο υπάρχει, από σενάριο πώς πάμε;».

Το σενάριο της ταινίας είναι το απόλυτο συνονθύλευμα. Και η πλάκα είναι πως δεν το υπογράφει μόνος του ο σκηνοθέτης: έχει και δύο ακόμα συνσεναριογράφους. Το όλον βγάζει μια τρικυμία εν κρανίω! Καμία κατεύθυνση, κανένας ειρμός, καμία διάθεση να βοηθηθεί ο έρμος ο θεατής που δίνει σημασία και προσπαθεί απεγνωσμένα να ενώσει τις κουκκίδες, μπας και βγάλει μια υποτυπώδη άκρη. Δεν νοιάζεται ο Nemes ολοφάνερα. Σου βγάζει τα μάτια με το πόσο όμορφη είναι η ταινία, πόσο τέλεια και άρτια κατασκευαστικά, πόσο συναρπαστική σε επίπεδο εικόνας, που μάλλον ο δημιουργός της αποφάνθηκε πως αυτό και μόνο αυτό αρκεί. Αμ δε.

Εννοείται ότι η ιστορία της κοπέλας είναι γεμάτη σύμβολα, αναφορές και μεταφορές, αλλά δεν υπάρχει ένα αναθεματισμένο γλωσσάρι για να ερμηνευτεί ο γρίφος. Προσωπικά, κατέληξα πως η Ίρις δεν ονομάζεται τυχαία έτσι. Η ίριδα είναι το έγχρωμο φυσικό διάφραγμα του ματιού, το οποίο ελέγχει την ποσότητα του φωτός που δέχονται τα κύτταρα της οράσεως. Μοιάζει δηλαδή με τον μηχανισμό διαφράγματος μιας φωτογραφικής μηχανής. Το κέντρο της ίριδας παραμένει πάντοτε ανοιχτό και ονομάζεται κόρη του οφθαλμού. Σε έντονες συνθήκες φωτισμού, η κόρη κλείνει, ενώ στο σκοτάδι διαστέλλεται. Ο μηχανισμός αυτός, βελτιώνει την αντίθεση μεταξύ φωτεινών και σκοτεινών αντικειμένων και αυξάνει το εύρος εστίασης. Η Ίρις λοιπόν είναι ο μέσος συνειδητοποιημένος άνθρωπος. Το υποκείμενο της Ιστορίας. Δεν είναι άνθρωπος – είναι Ιδέα. Γι' αυτό και η όλη αίσθηση που αποκομίζει κανείς παρακολουθώντας την ταινία είναι εκείνη ενός ονείρου. Γι' αυτό δεν υπάρχει Λογική, καμία. Ίσως αυτό να ήταν το λάθος μου: το γεγονός δηλαδή ότι προσπάθησα να παρακολουθήσω την ταινία με βάση τη λογική. Καμία σχέση.

Η Ίρις όταν ξεκινάει η ταινία θέλει να πιάσει δουλειά στο καπελάδικο. Όταν τα καταφέρνει (;) μαθαίνει πως έχει έναν αδελφό και θέλει να τον δει, να τον συναντήσει. Όταν τα καταφέρνει (;) θέλει να μάθει τι απέγινε το κορίτσι που επιλέχθηκε την προηγούμενη φορά για να πάει στη Βιέννη προκειμένου να ζήσει στην Αυλή της Βασιλικής Οικογένειας. Όταν τα καταφέρνει (;) θέλει η ίδια να είναι το επόμενο κορίτσι που θα επιλεχθεί. Όταν τα καταφέρνει (;) βιώνει την πιο σουρεαλιστική συνάντηση με τον ίδιο τον ηγέτη της Αυστροουγγαρίας, ξυπόλητη (γιατί; ρωτάει η ίδια – σιγά μην μας δώσει απάντηση ο δημιουργός). Μετά, θέλει να πάει σε ένα παράξενο μαγαζί όπου επιτρέπεται να μπουν μόνον άνδρες. Όταν τα καταφέρνει (;) ξεκινάει μια μικρή επανάσταση. Κι άλλα συμβαίνουν, πολλά και παράξενα. «Σκοτώνει» πχ τον αδελφό της αλλά δεν δείχνει να «νιώθει» οτιδήποτε. Σε όλη την ταινία η Ίρις έχει το ίδιο σφιγμένο πρόσωπο, την ίδια απορία στο βλέμμα. Μόνο στο τέλος, μέσα στα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (;;;;;;;;) δείχνει μια αποφασιστικότητα, να πούμε. Δεν βγάζεις νόημα, δεν βγάζεις άκρη. Δυσανασχετείς.

Κι αν αφεθείς, τουλάχιστον απολαμβάνεις τις μεγαλειώδεις εικόνες, τη σύνθεση του κάδρου, την απίστευτη πλανοθεσία, τη χρήση της κινούμενης κάμερας, που δεν αφήνει ποτέ την Ίρις (άντε, την Ίριδα) από τα... μάτια της: την ακολουθεί παντού είτε από πίσω της είτε από μπροστά της, κατά μέτωπο. Και με την ηχητική μπάντα να είναι γεμάτη φωνές και ψίθυρους: ποτέ δεν υπάρχει μόνο σιωπή. Μα, θα μου πείτε, το ίδιο έκανε και στον «Γιο του Σαούλ»! Μήπως λοιπόν απλώς επαναλαμβάνεται; Όταν θα δούμε την τρίτη του ταινία θα έχουμε να πούμε πολλά περισσότερα...

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την FilmTrade, σε άγνωστη ακόμα ημερομηνία εξόδου)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live
Περισσότερα... »



Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

1η ανταπόκριση – Παρασκευή 2 Νοεμβρίου
"Αυτήν τη φορά διαφορετικά"

Αν ισχύσει για το φεστιβάλ μας το κοινότυπο ρητό «Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός» τότε καλά θα κυλήσουν αυτές οι 10 ημέρες. Ο καιρός είναι σύμμαχος, η διάθεση είναι η πρέπουσα, ε, ήρθε και μια επιτέλους-καθόλου-κουραστική-τελετή-έναρξης και νιώθουμε απολύτως ικανοποιημένοι. Αντί για βαρετούς λόγους από τη σκηνή του «Ολύμπιον» είδαμε δηλώσεις μέσα από ένα έξυπνο ταινιάκι σε σκηνοθεσία Περικλή Πηλείδη. Τι σου είναι το σινεμά ρε παιδί μου. Τα ίδια πράγματα αν μας έλεγαν ο Περιφερειάρχης, ο Δήμαρχος, η Υφυπουργός Μακεδονίας Θράκης και η Υφυπουργός Πολιτισμού από τη σκηνή, ακόμα θα προσπαθούσαμε να κλείσουμε το στόμα μας από τα χασμουρητά. Βγήκαν οι ίδιοι άνθρωποι, μίλησαν on camera, δεν είπαν τίποτε πολύ σπουδαίο πέρα από γενικότητες (πλάκα, πλάκα, αυτά που είπε ο Τζιτζικώστας για το film office στη Θεσσαλονίκη είχαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ενώ χωρίς σχόλιο θα αφήσω το μπαγκράουντ με τις αφίσες από το γαλλικό Μάη στις δηλώσεις Νοτοπούλου, μουάχαχαχαχαχαχα) κι όμως, ως θεατής, δεν βαριόσουνα, δεν ήθελες να τους βαρέσεις, να τους πεις «τελειώνετε».

Τι σου είναι το σινεμά (το ξαναείπα αυτό). Όλα τα αλλάζει μαγικά. Και τι ωραία πινελιά η παρουσία τόσο στο μικρού μήκους όσο και μέσα στο «Ολύμπιον» των δίδυμων αδελφών Ανέστη και Μιχάλη Κόντη, από τις μασκότ (μην παρεξηγείτε σας παρακαλώ τη λέξη) του φεστιβάλ! Τους θυμάμαι από το πρώτο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που παρακολούθησα δια ζώσης, το μακρινό 1988 (31 χρόνια ρε φίλε, είναι πολλά, γουάου)!!! Και συγκίνηση και αμεσότητα (παράδοξο: αμεσότητα μέσω φιλμ κι όχι μέσω φυσικής, ζωντανής παρουσίας) και ταχύτητα και... μοντάζ που κόβει τις αμηχανίες και δίνει ρυθμό. Να χαρώ εγώ. Βγήκε και ο Hirokazu Koreeda (σημείωση: χρησιμοποιώ τη γραφή που έχει για το επίθετό του το imdb) σε μαγνητοσκοπημένο μήνυμα από την Ιαπωνία να χαιρετήσει το γεγονός ότι η ταινία του ήταν εκείνη που θα άνοιγε την επίσημη έναρξη του φεστιβάλ, θυμήθηκε και την παρουσία του πριν χρόνια στη Θεσσαλονίκη, όλα κομπλέ. Μετά, έσβησαν τα φώτα (σβηστά ήταν ρε, καθ'όλη τη διάρκεια της τελετής). Και δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισμα!

Κλέφτες καταστημάτων (Manbiki kazoku / Shoplifters) TIFF 2018

Ταινία έναρξης, λοιπόν, ο φετινός Χρυσός Φοίνικας. Που ως μπούφος (ναι, ξέρω, σκληρή αυτοκριτική) δεν είδα στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Καλά να πάθω. Αλλά δεν πειράζει, είδαμε τη νέα ταινία του Hirokazu Koreeda, Κλέφτες καταστημάτων (Manbiki kazoku / Shoplifters) στο κατάμεστο «Ολύμπιον» και το φχαριστηθήκαμε! Μια ταινία που αποτελεί την επίσημη πρόταση της Ιαπωνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Μια ταινία που αναρωτιέται για τον ορισμό της οικογένειας. Και όχι μόνον...

Η υπόθεση: Επιστρέφοντας από ένα σούπερ μάρκετ με τα κλοπιμαία τους, ο Οσάμου και ο γιος του, ο Σότα, συναντούν ένα μικρό κορίτσι εγκαταλελειμμένο μέσα στο κρύο. Αρχικά, αποφασίζουν να τη φιλοξενήσουν προσωρινά• όταν όμως καταλαβαίνουν ότι αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα, θα της δώσουν μια κανονική θέση στο σπίτι τους. Αν και η μεγάλη οικογένεια, που περιλαμβάνει τη γιαγιά Χατσούε, τη γυναίκα του Οσάμου, τη Νομπούγιο και την μεγάλη κόρη τους, την Άκι, είναι φτωχή και ίσα ίσα τα βγάζει πέρα με τις δουλειές τους και τις μικροκλοπές, ζουν ευτυχισμένοι όλοι μαζί. Τη μικρή τη λένε Γιούρι, αλλά τη βαφτίζουν Λιν. Όλα βαίνουν καλώς, οι εποχές εναλλάσσονται, ώσπου μία απώλεια κι ένα απρόσμενο γεγονός αποκαλύπτουν κρυμμένα μυστικά, θέτοντας σε κίνδυνο τους δεσμούς που ενώνουν τη συγκεκριμένη οικογένεια.

Η άποψή μας: Έχει ειπωθεί κι έχει γραφτεί χιλιάδες φορές – άλλη μία λοιπόν δεν πειράζει: ο Hirokazu Koreeda είναι ο σύγχρονος εκφραστής του σινεμά του συμπατριώτη του Yasujirô Ozu. Αν και ο ίδιος έχει δηλώσει παλιότερα ότι πιο λογικό είναι να τον συγκρίνει κανείς με τον... Ken Loach! Δεχόμαστε και τα δύο ως σωστά. Ο άνθρωπος είναι μάστορας στο να στήνει κοινωνικά δράματα, με κωμικά στοιχεία, επικεντρωμένος πάντοτε στην οικογένεια κι έχοντας παράλληλα και επαναστατική διάθεση, να θίξει τα κακώς κείμενα, χωρίς να δείχνει απαραίτητα στρατευμένος, άρα και αγκυλωμένος ιδεολογικά. Όταν το μείγμα πετυχαίνει η συγκίνηση είναι ατόφια, ειλικρινής, αφιλτράριστη και μεγαλειώδης. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου χάνει τον βηματισμό του (όπως στην προηγούμενη ταινία του, «Το τρίτο έγκλημα») συνήθως όμως τα καταφέρνει περίφημα. Και ενίοτε πιάνει πολύ υψηλές επιδόσεις.

Το έκανε στο «Κανείς δεν ξέρει». Το πέτυχε και σε τούτη την ταινία. Αυτό για το οποίο θα πρέπει όλοι να βγάλουμε το καπέλο σε τούτον το σπουδαίο σκηνοθέτη είναι το γεγονός ότι κατορθώνει να κάνει ουσιαστικά την ανατομία μιας ολόκληρης κοινωνίας χωρίς να προσεγγίζει το θέμα του κλινικά. Ίσα – ίσα, το προσεγγίζει ανθρώπινα, άρα με λάθη, με παραλείψεις, με υπερβολικό ζήλο αλλού. Κανείς δεν μπορεί όμως να τον κατηγορήσει ως στυγνό, στρυφνό και αμέτοχο κριτή των πάντων. Αγαπάει υπερβολικά τους ήρωές του για να προβεί σε μια τέτοια αντιμετώπισή τους. Σε τούτη του την ταινία όλο του το ενδιαφέρον πέφτει σε μια οικογένεια. Μια οικογένεια που από την αρχή της ταινίας δίνονται ψήγματα στον θεατή πως δεν είναι η κλασική οικογένεια. Όχι, αυτή δεν είναι μια οικογένεια με την ληξιαρχική έννοια του όρου. Περισσότερο με παζλ μοιάζει. Ένα παζλ που δημιουργήθηκε από κομμάτια που ανήκουν σε άλλα παζλ.

Κι όμως, τι ωραίο δημιούργημα! Ναι, κάθε μέλος αυτής της ιδιότυπης οικογένειας παραβαίνει τον νόμο με περισσότερους από έναν τρόπους. Ναι, κάθε μέλος της οικογένειας προβαίνει σε κινήσεις μεμπτές κάτω από το βλέμμα το ηθικής. Ναι, στόχος είναι να εξασφαλιστούν με οποιονδήποτε τρόπο τα απαραίτητα χρήματα και αγαθά για να περάσει άλλη μια μέρα. Η απατεωνιά απατεωνιά αλλά και η αγάπη αγάπη. Μια αγάπη τόσο ανιδιοτελής, τόσο θριαμβευτική, τόσο μεγάλη, που σε κάνει να λιώνεις. Μια αγάπη που έρχεται τόσο έντονα σε αντιπαράθεση με μια κοινωνία υποκριτική, σκληρή και αδυσώπητη. Ναι κυρίες και κύριοι, στην Ιαπωνία των ευγενικών ανθρώπων, του καπιταλισμού με... ανθρώπινο πρόσωπο, υπάρχουν άνθρωποι που για να επιβιώσουν, κλέβουν. Υπάρχουν άνθρωποι που δέρνουν τα παιδιά τους. Υπάρχουν άνθρωποι που ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσουν τη μοναξιά τους είναι να πηγαίνουν σε peep shows.

Μια κοινωνία που δεν μπορεί να προστατέψει τα πιο αδύναμα μέλη της: τα παιδιά. Μια κοινωνία που προχωράει σε ελαστικές μορφές εργασίας, καθώς τα αφεντικά «δεν βγαίνουν». Λιγότερη εργασία για όλους και όλοι γίνονται λίγο περισσότερο φτωχοί (τρομερή ατάκα, βγαλμένη με κωμικό ύφος, αλλά πονάει σαν μαχαίρι σε πληγή). «Γιατί μάθαινες στα παιδιά σου να κλέβουν;» ρωτάει ένας αστυνομικός τον Οσάμου. «Δεν ξέρω τι άλλο να τους μάθω» απαντάει εκείνος και μέσα σε αυτή τη φράση κρύβεται η ανθρωπιστική ήττα ενός ολόκληρου πολιτισμού. Μια κοινωνία που κοιτάει τους τύπους και όχι την ουσία: ποιος λέει ότι είναι περισσότερο μητέρα μια γυναίκα που γεννάει απλά ένα παιδί από μια άλλη γυναίκα που το μεγαλώνει με αγάπη;

Ο σκηνοθέτης βγάζει απίστευτες ερμηνείες από όλο το καστ του: από τη φλεγματική και ήρεμη δύναμη γιαγιά (η Kirin Kiki στον τελευταίο ρόλο της καριέρας της, μιας που απεβίωσε μετά τα γυρίσματα) μέχρι τα δύο πιτσιρίκια που είναι τρομερά φυσικά, με τον φακό να τα λατρεύει, την ατρόμητη Mayu Matsuoka σε έναν δύσκολο και αποκαλυπτικό ρόλο, εκείνη όμως που κλέβει την παράσταση είναι η Sakura Andô. Είναι θεάρα! Τρομερά ρεαλίστρια, το παίζει σκληρή και ατρόμητη αλλά είναι φοβερά ευαίσθητη και τρυφερή και δοτική απέναντι σε όλους. Είναι και αισθαντική και αισθησιακή και αληθινή και η σκηνή της στην ανάκριση είναι ανατριχιαστικά βαθιά. «Εγώ τη βρήκα. Κάποιος άλλος την πέταξε». Γουάου! Η σκηνή στην παραλία δείχνει απλή, απέριττη οικογενειακή ευτυχία! Και η σκηνή με τα πυροτεχνήματα, που όλοι μαζί τα ακούν αλλά δεν μπορούν να τα δουν, στο καταγώγιο που ζουν είναι απλά σκέτο ποίημα. «Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί». Φτωχοδιάβολοι. Όπου φτωχός κι η μοίρα του.

Ένα φιλμ που ζεσταίνει την ψυχούλα σου παρακολουθώντας την, όπως συμβαίνει όταν τρως ένα μπολ γεμάτο λαχταριστά νουντλς. Ρουφώντας τα με θόρυβο!

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας στις 6 Δεκεμβρίου από την One From The Heart)


Ντιαμαντίνο (Diamantino) TIFF 2018

Όπως κάνουμε τα τελευταία δύο – τρία χρόνια, οι ανταποκρίσεις μας από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα αποτελούν ένα μείγμα κειμένων για ταινίες που βλέπουμε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη και για ταινίες για τις οποίες έχουμε ήδη γράψει κείμενα, μιας που τις έχουμε ήδη δει σε περασμένα φεστιβάλ και δη των Καννών και του Βερολίνου. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η ταινία Ντιαμαντίνο (Diamantino) των Gabriel Abrantes και Daniel Schmidt, που εδώ προβάλλεται στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Ο ένας από τους δύο σκηνοθέτες έχει γυρίσει άπειρες μικρού μήκους κι αυτή είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους και ο άλλος έχει γυρίσει λιγότερες μεν μικρού μήκους, αλλά έχει γυρίσει και μια μεγάλου μήκους μαζί με άλλον σκηνοθέτη. Είναι μια ταινία που προβλήθηκε στην «Εβδομάδα της Κριτικής» του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, όπου και τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο του συγκεκριμένου τμήματος ως η καλύτερη ταινία του. Κέρδισε όμως και το βραβείο... Palm Dog, ως η ταινία από όλα τα τμήματα του φεστιβάλ, που παρουσιάζει καλύτερα τα σκυλιά που εμφανίζονται σε αυτήν!!! Και ναι, αν σας κάνει κάτι το όνομα της ταινίας και η χώρα προέλευσής της, το Ντιαμαντίνο, το όνομα του πρωταγωνιστή ήρωά μας, παραπέμπει κατευθείαν στον Ronaldo – κι όχι παραδόξως στον Ronaldinio...

Η υπόθεση: Ο Πορτογάλος Ντιαμαντίνο είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο. Δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνος, είναι όμως ταλαντούχος κι όταν βάζει γκολ, σκίζει τα δίχτυα! Ο πατέρας του, του δίδαξε την συμπόνια και την ταπεινότητα ενώ οι δίδυμες αδελφές του είναι μέγαιρες, που τρώνε τα λεφτά του. Όταν μια μέρα πριν τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου στη Ρωσία, όπου η Πορτογαλία παίζει με τη Σουηδία (!!!) ο Ντιαμαντίνο βλέπει σε μια βόλτα με το γιοτ του, ένα φουσκωτό με πρόσφυγες, κάτι σπάζει μέσα του. Κι όταν στον τελικό, ενώ συνήθως τον πιάνει ευφορία παίζοντας και «βλέπει» στο γήπεδο τεράστια χνουδωτά κουταβάκια (!!!), στο κρίσιμο σημείο θυμάται μια γυναίκα πρόσφυγα και καταρρέει.

Το σκορ είναι 0-1 υπέρ της Σουηδίας, απομένουν ελάχιστα λεπτά για να τελειώσει ο αγώνας και ο διαιτητής παρερμηνεύει την κατάρρευση ως φάουλ και δίνει πέναλτι. Ο Ντιαμαντίνο το εκτελεί! Και το χάνει! Και γίνεται ο περίγελος των πάντων! Έτσι, τελειώνει τη σταδιοδρομία του μέσα στην ντροπή κι έχοντας πλέον τη στάμπα του αποτυχημένου. Αναζητώντας ένα νέο σκοπό, ο άνθρωπος που αποτελούσε ίνδαλμα για εκατομμύρια ανθρώπων, στρέφεται σε μια ντελιριακή οδύσσεια κατά τη διάρκεια της οποίας αντιμετωπίζει την προσφυγική κρίση, τον νεοφασισμό, τη γενετική τροποποίηση και το κυνήγι για την εύρεση της προέλευση της μεγαλοφυΐας...

Η άποψή μας: Τουλάχιστον σε αυτήν την ταινία διακρίνεις ψήγματα ενός ενδιαφέροντος μείγματος, με καλές ιδέες και μερικές τρομερές ατάκες. Η διαχείριση και η εκτέλεση είναι προβληματικές. Πχ, μετά το χαμένο πέναλτι, ο σπορτκάστερ λέει: «αυτή είναι η μεγαλύτερη τραγωδία για την Πορτογαλία μετά την ήττα από την Ελλάδα»!!! Αυτά είναι! Ο Ντιαμαντίνο από καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο γίνεται πρωταγωνιστής των ευφυέστερων memes. Τέτοια πράγματα. Οι σκηνές με τα τεράστια, χνουδωτά κουτάβια μέσα στο γήπεδο είναι απίστευτες. Και υπάρχει και πολύ πολιτική. Ο Ντιαμαντίνο γίνεται το πρόσωπο που εκφράζει όλους εκείνους που υποστηρίζουν πως η Πορτογαλία πρέπει να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η διαφήμιση στην οποία παίζει για να προμοτάρει αυτόν τον σκοπό, εννοείται ότι βγάζει πολύ γέλιο. Επίσης, για να εξιλεωθεί αλλά και συγκλονισμένος από τους «σφυγες» (σημείωση: δεν μπορεί να πει «πρόσφυγες») αποφασίζει να... υιοθετήσει ένα προσφυγόπουλο. Και υιοθετεί μια μαύρη (από τις πρώην πορτογαλικές αποικίες) λεσβία πράκτορα των πορτογαλικών μυστικών υπηρεσιών, η οποία το παίζει πρόσφυγας (και αγόρι – τύφλα να έχει ο Πίπης της Βουγιουκλάκη!) για να ξεσκεπάσει τον Ντιαμαντίνο, καθώς πιστεύουν όλοι ότι κάνει ξέπλυμα χρημάτων. Εντωμεταξύ, μια υπουργός για κάποιον παράξενο λόγο, θέλει να κλωνοποιήσει τον Ντιαμαντίνο για να υπάρχει το ταλέντο του πολλαπλασιασμένο. Το μόνο που είχε ο ποδοσφαιριστής ήταν τεράστιο ταλέντο και φοβερή συμπόνια για τον κόσμο. Από μυαλό, χάλια. Ναι, αλλά στη διαδικασία, ο Ντιαμαντίνο βγάζει... βυζιά! Α, και είναι παρθένος. Δεν έχει κάνει ποτέ στη ζωή του σεξ. Αυτός ο πάμπλουτος και διάσημος ποδοσφαιριστής!

Η ταινία που μου θύμισε τούτη εδώ ήταν, αν έχετε το θεό σας, «Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά». Ο Κούτρας όμως είναι καλύτερος σκηνοθέτης. Εδώ, οι δύο δημιουργοί δεν χρησιμοποιούν κόλπα που θα μπορούσαν να κάνουν την ταινία τους περισσότερο θελκτική και προσβάσιμη στο μεγάλο κοινό. Επιλέγουν να κρατήσουν μια αποστασιοποίηση του ανεξάρτητου σινεμά, χωρίς όμως να πετυχαίνουν να κάνουν τον θεατή να έχει ενσυναίσθηση. Οπότε, στην τελική, αποτυγχάνουν. Κρίμα, γιατί αυτή θα μπορούσε να είναι μια εντελώς ΠΑΟΚ ταινία!

(η ταινία προβάλλεται την Παρασκευή 2 Νοεμβρίου στις 23.15 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 13.00 στην αίθουσα Ολύμπιον – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Αμάντα (Amanda) TIFF 2018

Κλείνουμε την πρώτη μας ανταπόκριση με μια γαλλική ταινία, που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, στο τμήμα «Orizzonti» - κι εντελώς ταιριαστά στο φεστιβάλ μας, προβάλλεται στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες: Another Take». Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Mikhaël Hers, έχει γυρίσει έξι ταινίες: τρεις μεσαίου μήκους (διάρκειας κοντά στην ώρα) και τρεις μεγάλου μήκους. Τίτλος της συγκεκριμένης που θα προβληθεί στη Θεσσαλονίκη: Αμάντα (Amanda). Μια ταινία που είδαμε μέσω της πλατφόρμας FestivalScope, κατά τη διάρκεια που λάμβανε χώρα το φεστιβάλ Βενετίας, τον περασμένο Σεπτέμβριο...

Η υπόθεση: Ο Νταβίντ είναι ένας 20άρης Παριζιάνος, που κάνει διάφορες παράξενες δουλειές και απολαμβάνει την ελαφρότητα της νεότητάς του στη γαλλική πρωτεύουσα. Θα γνωρίσει τη Λένα, μια δασκάλα πιάνου, και θα την ερωτευθεί. Η ζωή του όμως θα αλλάξει δραματικά όταν η μεγαλύτερη αδελφή του δολοφονείται κατά τη διάρκεια μιας τρομοκρατικής επίθεσης. Ο Νταβίντ καλείται να γίνει ο κηδεμόνας της 7χρονης ανιψιάς του, της Αμάντα, κόρης της αδικοχαμένης αδελφής του. Και καλείται επίσης να διαχειριστεί την προσπάθεια της μητέρας του να τα ξαναβρούν, 20 χρόνια αφού τους εγκατέλειψε, αφήνοντας τον πατέρα του να μεγαλώσει εκείνον και την αδελφή του...

Η άποψή μας: Τούτη είναι μία από εκείνες τις ταινίες, τις γλυκιές και αγαπημένες, που ασχολούνται με πολύ σοβαρά θέματα, γνωρίζουν το μικρό βεληνεκές τους αλλά δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, ταπεινά, χωρίς φανφάρες, αρθρώνοντας κατανοητό λόγο, που αν μη τι άλλο, αφορά τον θεατή. Και τον συγκινεί. Κι όλα αυτά χωρίς να... κλέβει. Κατά μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει μια αμυδρή, εκλεκτική σχέση με τους «Κλέφτες καταστημάτων», σε ότι έχει να κάνει με τη δημιουργία μιας πραγματικής οικογένειας, πέρα από τον τυπικό ορισμό της... Η ταινία κινείται σε τρεις διαφορετικούς άξονες, και κατορθώνει να τους βαδίσει με αξιοπρέπεια, χωρίς να μπερδευτεί ή να εξοκείλει.

Από τη μια, έχουμε να κάνουμε με μια χαμηλότονη, όμορφη αισθηματική ιστορία. Από την άλλη, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία, που θέλει να καταπιαστεί με το θέμα της τρομοκρατίας, κι ευτυχώς, δεν καταπλακώνεται από αυτό. Κυρίως, όμως, αυτή είναι μια ταινία ενηλικίωσης. Ενηλικίωσης μέσω της ανάληψης ευθυνών. Όπως λέγεται χαρακτηριστικά και στη σύνοψη που έχει δώσει το φεστιβάλ για την ταινία, εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι που συνοψίζεται με τη φράση «ο δεσμός ανάμεσα σ’ ένα παιδί που μεγαλώνει απότομα και σ’ έναν ενήλικα που δεν έχει ξεπεράσει την παιδική ηλικία». Η μικρούλα Αμάντα σε μία στιγμή χάνει κυριολεκτικά τον κόσμο της. Είναι τόσο μεγάλο το χτύπημα που δέχεται, που θα μπορούσε να την καταστρέψει. Εννοείται πως θα κουβαλάει το τραύμα σε όλη της ζωή. Κι εννοείται πως χάνει με μιας όλη την παιδική της αθωότητα. Είναι μικρή, όμως. Χρειάζεται βοήθεια για να σταθεί στα πόδια της. Είναι ο θείος της η καλύτερη επιλογή αρωγής; Είναι ο Νταβίντ ώριμος ώστε να αναλάβει αυτήν την τεράστια ευθύνη; Ένας τύπος, που πέρα όλων των άλλων, έχει να αντιμετωπίσει και τα δικά του άλυτα ζητήματα με τη μητέρα του, μιας που ουσιαστικά από τη μεριά του δεν βίωσε τη μητρική αγάπη, έτσι όπως θα πρέπει να τη βιώνουν τα παιδιά παντού στον κόσμο;

Αυτό που κάνει πολύ έξυπνα η ταινία είναι ο χειρισμός του θέματος της τρομοκρατίας. Δεν δαιμονοποιεί τον μουσουλμανισμό: οι ήρωές της είναι άθεοι, και η αντίδρασή τους είναι αυτή λογικών και ψύχραιμων ανθρώπων. Αυτές είναι μικρές λεπτομέρειες, που έχουν όμως ιδιαίτερη σημασία. Η ταινία είναι συγκινητική χωρίς να γίνεται μελοδραματική. Το καστ της είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρον. Ο συνήθως αντιπαθής Vincent Lacoste είναι πολύ καλός στο ρόλο του Νταβίντ, η Stacy Martin (της φήμης του «Nymphomaniac») τα πάει εξαιρετικά ως η φιλενάδα του Νταβίντ – και είναι ένας ρόλος ζουμερός, όχι προσχηματικός και για να γεμίσει τα όποια κενά – ακόμα και η εξαφανισμένη τα τελευταία χρόνια Greta Scacchi έχει τον μικρό αλλά ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο της μητέρας του Νταβίντ. Αναφέρει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την οικογένειά της και η σκηνοθετική και σεναριακή αντιμετώπιση, αλλά και η ερμηνεία της Scacchi, δεν επιτρέπουν στον θεατή να την χαρακτηρίσει στερεοτυπικά ως «κακή» ή «άκαρδη» μάνα. Και η πιτσιρίκα που υποδύεται την Αμάντα είναι καλή.

Γενικώς, η ταινία διαχειρίζεται τα θέματά της διακριτικά και σε καμία περίπτωση μισαλλόδοξα ή διδακτικά. Πιο πολύ επικεντρώνεται στο πως μπορεί κάποιος να συνέλθει μετά από κάτι εξαιρετικά σκληρό που του συμβαίνει. Είτε όταν είναι ενήλικας είτε όταν είναι παιδί. Λίγο χαλαρή μπορείς να τη χαρακτηρίσεις σε ότι αφορά επιμέρους δραματουργικά στοιχεία. Σε κάποιες στιγμές σου δίνει το δικαίωμα να θεωρήσεις ότι αναλώνεται σε πράγματα που δεν βοηθούν στην εξέλιξη της ιστορίας και παραλείπει άλλα σημαντικά (όπως πχ τι γίνεται με τον εραστή της δολοφονημένης αδελφής) αλλά έξυπνα ο σκηνοθέτης ακολουθεί το ρυθμό της ζωής. Στη ζωή συμβαίνουν τυχαία πράγματα, που δεν έχουν σημασία, αλλά μπαίνουν στην καθημερινότητα. Έτσι αντιμετωπίζει την ταινία του ο σκηνοθέτης: σαν μια άναρχη φέτα ζωής. Τίποτα συγκλονιστικό ή σπουδαίο, σίγουρα όμως άξιο παρακολούθησης.

(η ταινία προβάλλεται την Παρασκευή 2 Νοεμβρίου στις 20.00 στο Δημοτικό Θέατρο Συκεών, την ίδια μέρα στις 23.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα και σε επανάληψη την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Ολύμπιον – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Danaos Films σε άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live
Περισσότερα... »

Bohemian Rhapsody Poster ΠόστερBohemian Rhapsody
του Bryan Singer. Με τους Rami Malek, Lucy Boynton, Gwilym Lee, Ben Hardy, Joseph Mazzello, Aidan Gillen, Tom Hollander, Allen Leech, Mike Myers, Aaron McCusker


Is this the real life? Is this just fantasy?
του zerVo (@moviesltd)

Το φέρνω σαν τώρα στην μνήμη εκείνο το χάραμα, χειμωνιάτικο, κρύο, εποχές που λόγω εργασίας η έγερση μου βαρούσε πριν ο ήλιος ανατείλει. Τα μαντάτα τότες δεν έφταναν στιγμιαία όπως τώρα, υπήρχε μια σημαντική διαφορά φάσης, ίσαμε να φτάσουν στα αυτιά μας, γι αυτό και το συνήθειο που είχα αποκτήσει ήταν να ανοίγω το καρφωμένο στην μόδα της εποχής, CNN, χαζοκούτι. Breaking News έλεγε η κόκκινη λωρίδα και για να πω την αλήθεια δεν έδωσα και μεγάλη σημασία, αφού πίστευα πως αναφερόταν στην μόλις λίγων ωρών πρότερη ανακοίνωση πως είναι κτυπημένος από το AIDS. Που να πιστέψω πως από το είμαι άρρωστος, μέχρι το έχε γεια, δεν θα είχε συμπληρωθεί ούτε ένα 24ωρο? Η πρώτη, ασυναίσθητη αντίδραση, ήταν να πάρω στα χέρια το πιο αγαπημένο μου LP, το ζωντανά γραμμένο και χιλιοπαιγμένο Live Magic και να ανοίξω το εξώφυλλο φάκελο, για να δω ξανά την μαγική πανοραμική φωτογραφία του ιπτάμενου ελικοπτέρου, πάνω από ένα πλήθος, ούτε μπορώ να φανταστώ πόσων μυριάδων κόσμου. Η απώλεια μου τούτη την ώρα, ήταν που κατάλαβα πως μέρος αυτού του σε φρενίτιδα λαού, δεν πρόκειται να γίνω ποτέ. Κρίμα, Φρεντ!

Bohemian Rhapsody Quad Poster Πόστερ
Λονδίνο 1970. Κάτω από την φλώρικη μαρκίζα Smile, παίζουν στα μικρά νυχτερινά κέντρα της πρωτεύουσας, τρεις νεαροί και άβγαλτοι μουσικοί, ο κιθαρίστας Μπράιαν Μέι, ο ντράμερ Ρότζερ Τέιλορ και ο πιο πρόσφατος στην ομήγυρη μπασίστας Τζον Ντίκον, που ψάχνουν εναγωνίως τον τραγουδιστή που θα κλείσει το μουσικό κουαρτέτο. Περιφερόμενος από το κολέγιο που φοιτά, στο αεροδρόμιο που σαν αχθοφόρος βγάζει το χαρτζιλίκι του, ο γεμάτος καλλιτεχνικές ανησυχίες Φαρούκ Μπουλσάρα, γιος Περσών μεταναστών, με το που συναντηθεί για πρώτη φορά με τους συνομήλικους του αρτίστες, θα αντιληφθεί πως τα χνώτα τους ταιριάζουν απόλυτα. Καμία πρόβα, καμιά οντισιόν! Αυτός είναι ο λιντ σίνγκερ που έψαχνε το συγκρότημα.

Που θα αλλάξει μονομιάς το όνομα του σε Φρέντι Μέρκιουρι, παρασύροντας σε καινούργια βαφτίσια την ταιριαστή τετράδα: Queen! Τι πιο βρετανικό θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, πόσω μάλλον οι δαιμόνιοι ατζέντηδες της Emi, που στα αρχικά βήματα της νεότευκτης ομάδας, άρτι πραγματοποιήσας - ρεφενέ - το δισκογραφικό της ντεμπούτο, εντόπισαν μια πραγματική φλέβα χρυσού! Και όσο το συνθετικό ταλέντο σκορπούσε αφειδώς νότες και μελωδίες, άλλο τόσο ο μύθος των παιδιών από τις φτωχογειτονιές της Λόνδρας μεγάλωνε, περνώντας πολύ γρήγορα σε φήμη και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Και με μόλις μια πενταετία ζωής, στο τέταρτο τους άλμπουμ, θα σπάσουν όλα τα ρεκόρ δημοτικότητας, χάρη σε μια ροκ μπαλάντα, που ανάμεσα στους θλιμμένους της στίχους, σκορπούσε πέρα δώθε ακατάληπτες κραυγές και ονόματα. Σκαραμούς, Σκαραμούς...

Κοντά μισό αιώνα μετά την ημέρα που τα τέσσερα παλικαράκια σχημάτισαν μια από τις πιο ονομαστές μπάντες που γνώρισε ποτέ το μεγάλο νησί - σε μουσικό ύφος, σε αντίθεση με την ονομασία, αναμφίβολα την πιο "αμερικάνικη" - αν μετρήσει κανείς τους ύμνους που έχουν καταγραφεί για τα κατορθώματα τους, θα χρειαστεί βδομάδες ολόκληρες. Μα την μοίρα να παίζει, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ένα περίεργο παιχνίδι, την στιγμή που οι fantastic four ετοιμάζονταν να διαβούν το κατώφλι της ενηλικίωσης και να γράψουν καινούργια, ακόμη πιο σημαντικά κεφάλαια στην καριέρα τους. Ή μήπως λες όχι? Δεν είχαν απολύτως τίποτα νέο να προσφέρουν και το αντίο στον μάταιο τούτο κόσμο του φρόντμαν τους, ήταν αρκετό για να πασπαλίσει με ακόμη περισσότερη θρυλόσκονη την δεδομένα τεράστια διαδρομή τους.

Ομολογώ, ποτέ δεν υπήρξαν φίλος των δραματοποιημένων μουσικών βιογραφιών, των αποκαλούμενων ως είδος biopics, όπως ακριβώς ένα είναι και ετούτο εδώ το λογικά γραμμικής αφήγησης φιλμ, που πολύ σύντομα αφήνει πίσω τον θυρεό των Queen, για να ασχοληθεί με το φαινόμενο Φρέντι Μέρκιουρι. Ενός αντισυμβατικού χαρακτήρα, που ουδέποτε μπήκε στα καλούπια που πρόσταζαν τα ήθη της συντηρητικής Πάρσι φαμίλιας του, που ουδέποτε σκέφτηκε με βάση τα προμαγειρεμένα πατρόν των δισκογραφικών φιρμών, που ουδέποτε έπαιξε το παιχνίδι των φαταούληδων ιμπρεσάριων. Αντιθέτως, όπως συμβαίνει με κάθε ροκ σταρ που σέβεται το ίματζ του, οδήγησε τον εαυτό στα άκρα, σε μια καθημερινότητα πλούσια σε καταχρήσεις, ουσίες και εφήμερους - πέραν των βασικών, σερνικών και θηλυκών - έρωτες, δημιουργώντας μια επαναστατική, όσο και βασιλεύουσα περσόνα, που η εποχή είχε μεγάλη ανάγκη. Και δυστυχώς, ολοκληρωμένη προβολή μιας τέτοιας πολυεπίπεδα εμβληματικής προσωπικότητας, δεν είναι δυνατόν να δώσει κανένα, έστω και καλοφτιαγμένο δράμα, σε αντίθεση με την τεκμηρίωση (Days Of Our Lives, The Great Pretender, for example) που και βέβαια στην έκθεση των οποιονδήποτε βίων, παίζει εντός έδρας.

Για να είμαι απόλυτα δίκαιος με το Bohemian Rhapsody, οφείλω να ομολογήσω πως χάρη στην εμπειρία από προηγούμενες απόπειρες παρουσίασης καλλιτεχνικού βίου, είχα την προνοητικότητα να κρατώ μικρό καλάθι. Ακόμη κι αν δεν ήξερα πως το πρότζεκτ σέρνεται για καμιά δεκαετία, έχοντας αλλάξει τρεις, τέσσερις δυνητικούς πρωταγωνιστές (υπέρμαχος φανατικός υπήρξα του πολυμορφικού Sacha Baron Cohen, fuck!) ή πως ολοκληρώθηκε μετά κόπων και βασάνων, με τον υπερεκτιμημένο Bryan Singer, που εντέλει είδε την τζίφρα του στα κρέντιτς, να παίρνει την άγουσα για τα αποδυτήρια, για ανάρμοστη συμπεριφορά, πολύ πριν το τελικό σφύριγμα της λήξης των γυρισμάτων. Ζόρια. Ζόρια που θα πιθανότατα θα κάνουν τον ευαίσθητο Φρεντ εκεί πάνω στα αστέρια που κόβει βόλτες, να μην μπορεί να σταθεί από την στενοχώρια. Anyway...

Το κόλπο, στημένο προβλέψιμα απολύτως, από τον μίστερ Usual Suspects, παρακολουθεί αποσπάσματα από την ζωή του Φαρούκ / Φρέντι, προτάσσοντας τον εννοείται σε υπέρμετρο βαθμό σε σύγκριση με τους υπόλοιπους μηδενισμένους τρεις (σφάλμα, μιλάμε για τεράστιες μορφές της μουσικής επίσης) και ρίχνοντας διαρκώς κλεφτές ματιές στην κλειδαρότρυπα της κρεβατοκάμαρας του, είτε όταν είχε σιμά του την αιώνια μνηστή του Μαίρη Όστιν (καμία σχέση με το κορίτσι των 80s ονείρων μας στο καταπληκτικό Sing Street, η Lucy Boynton) είτε τον αγαπητικό του, Τζιμ Χάτον. Είναι και ο τομέας δηλαδή που το ντοκιμαντέρ, με την χρήση των οπτικοακουστικών δεδομένων, υπερισχύει δυναμικά της δραματουργίας, που πρέπει καλά και σώνει να μεταβληθεί σε πιπεράτη κιτρινιά, για να αποκτήσει ενδιαφέρον. Το δέσιμο, προς το φινάλε και ενόσω ο Μέρκιουρι γνωρίζει πως οι ημέρες του είναι μετρημένες, με τον αγώνα κατά των ανίατων ασθενειών, σώζει κάπως την κατάσταση, ιδίως όταν η κάμερα στροβιλίζεται πάνω από το κατάμεστο Γουέμπλευ για ένα εικοσάλεπτο, αναπαριστώντας την θρυλική εμφάνιση των Queen στο ανεπανάληπτο Live Aid.

Στο νου πάντως σε ολάκερο το εύρος της Βοημικής Ραψωδίας, μου ερχόταν εκείνη η περίπτωση της κατά Stone βιογραφίας των Doors, που εξίσου πολυδιαφημίστηκε, επίσης τραυματίστηκε ενόσω φιλμαριζόταν και πάλι είχε να κάνει με την εικόνα ενός άπιαστου θεού του πενταγράμμου, που έφυγε νωρίς. Και όχι τόσο για όλα ετούτα τα κοινά δημιουργικά στοιχεία, μα για τον πολύ επίπεδο τρόπο προσέγγισης του σεναρίου, στην απεικόνιση της σύνθεσης επών που έχουν χαραχτεί με γράμματα ανεξίτηλα στην λίμπρο ντόρο της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας. Οι βασικές έξι νότες που παίζει στο πιάνο ο Φρέντι όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, προτού τελειοποιήσει το αριστούργημα του, το βαράτε παλαμάκια του Μέι, αγόρια και κορίτσα πάνω στην έδρα για να γράψουμε το We Will Rock You, το κάντε ησυχία και μην παρεκτρέπεστε του Ντίκον, γιατί κάτι πιάνω στην ρυθμ γκιτάρ μου, που ταιριάζει γάντι με το Bites The Dust. Οκ, δεν πείθεται κανείς, η μουσική ούτε συλλαμβάνεται, ούτε καταγράφεται με τέτοιες παιδιάστικες, σύμφωνα με το σκριπτ, μεθόδους.

Επί ένα και πλέον έτος, το προμόσιον είχε για τιμή του και καμάρι του την φυσική ομοιότητα εκείνου που επελέγη για να ενσαρκώσει τον μύθο. Φάουλ αποξαρχής! Φυσικά και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της μόστρας του τραγουδιστή ήταν η περίεργη οδοντοστοιχία του, μα εδώ οι υπεύθυνοι του μέικ απ, το παράκαναν, μετατρέποντας τον μετριότατο, για ακόμη μια φορά, υποκριτικά, Rami Malek, σε κάστορα. Ευκαιρία χαμένη για τον ανερχόμενο ηθοποιό, που δεν εκμεταλλεύτηκε το αβάντζο της απόδοσης ενός τέτοιου εμβληματικού ειδώλου. Που έτσι κι αλλιώς, απαντώντας στο ερώτημα που ο ίδιος έθεσε στο Who Wants To Live Forever, παραμένει αιώνια ολοζώντανος, σαν να μην έφυγε ποτέ, στις θύμησες των φανς, εν αντιθέσει με το απλώς διεκπεραιωτικά δομημένο αφιέρωμα που φτιάχτηκε για εκείνον και προβλέπω πολύ γρήγορα θα λησμονηθεί, από το ίδιο ακριβώς κοινό.

Bohemian Rhapsody Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Νοεμβρίου 2018 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Ο Καρυοθραύστης και τα Τέσσερα Βασίλεια
(The Nutcracker and the Four Realms) PosterΟ Θρύλος που γνωρίζεις, έχει μια σκοτεινή πλευρά! Το συγκλονιστικό αριστούργημα του Κινέζου πολυβραβευμένου σκηνοθέτη Jia Zhangke (Ακίνητες Ζωές), Οι στάχτες μιας αγάπης (Jiang hu er nv / Ash Is Purest White), είναι ένα αγωνιώδες δράμα που πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών. Ο Μπιν, o μικρομαφιόζος μιας παρηκμασμένης επαρχιακής πόλης στην Κίνα, πέφτει θύμα μιας απόπειρας δολοφονίας, ενορχηστρωμένης από μια συμμορία λούμπεν νεαρών που θέλουν να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία του. Η εσωστρεφής σύντροφος του Μπιν, η Κιάο, αποτρέπει την επικείμενη τραγωδία αλλά ένα παράνομο όπλο που βρίσκεται στην κατοχή της, την οδηγεί στην φυλακή για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Ο Καρυοθραύστης και τα Τέσσερα Βασίλεια
(The Nutcracker and the Four Realms) Movie

Πρωταγωνιστούν οι Zhao Tao, Liao Fan, Xu Zheng, Casper Liang.

Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Νοεμβρίου 2018 από την AMA Films!

Περισσότερα... »

Ο Καρυοθραύστης και τα Τέσσερα Βασίλεια
(The Nutcracker and the Four Realms) PosterΟ Θρύλος που γνωρίζεις, έχει μια σκοτεινή πλευρά! Η Disney μεταφέρει πανηγυρικά στη μεγάλη οθόνη το κλασικό και ιδιαίτερα αγαπητό παραμύθι του 19ου αιώνα με μία φαντασμαγορική ταινία που παρουσιάζει καινούριους χαρακτήρες σε μία παιχνιδιάρικα πιο φωτεινή εκδοχή της πασίγνωστης ιστορίας. Την εντυπωσιακή παραγωγή σκηνοθετούν οι Lasse Hallström (Chocolat) και Joe Johnston (Captain America: The First Avenger). Η πλούσια σε σκηνικά και κουστούμια ταινία ταξιδεύει όλη την οικογένεια σε έναν μαγικό παράλληλο κόσμο με τον αξεπέραστο, εορταστικό τρόπο της Disney. Όταν η Κλάρα βρίσκεται σ’ ένα παράξενο και μυστήριο παράλληλο κόσμο,επικεφαλής του οποίου είναι η απαστράπτουσα βασίλισσα της Χώρας των Ζαχαρωτών, Ζαχαρένια Νεράιδα, πρέπει να διασχίσει με θάρρος το Τέταρτο Βασίλειο και να αντιμετωπίσει την Κόκκινη Μητέρα για να ξαναφέρει την αρμονία στον αλλοπρόσαλλο αυτό κόσμο. Στο πλάι της πάντα ο γενναίος και ταπεινός Καρυοθραύστης της.

Ο Καρυοθραύστης και τα Τέσσερα Βασίλεια
(The Nutcracker and the Four Realms) Movie

Ο Καρυοθραύστης και τα Τέσσερα Βασίλεια (The Nutcracker and the Four Realms) ζωντανεύει χάρη σε ένα λαμπερό καστ ηθοποιών με τους Helen Mirren (The Queen), Keira Knightley (Atonement), Morgan Freeman (Million Dollar Baby) και Mackenzie Foy (Interstellar) σε πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Νοεμβρίου 2018 από την Feelgood Ent.!

Περισσότερα... »

Peterloo PosterΠρωταγωνιστής είναι η ιστορία! O Mike Leigh φέρνει στη μεγάλη οθόνη την περιβόητη σφαγή του 1819 στο Σεντ Πίτερς Φιλντς του Μάντσεστερ όταν κατ’ εντολή των αρχών της πόλης η ειρηνική διαδήλωση χιλιάδων ανθρώπων διαλύθηκε με αιματηρό τρόπο. Σε σενάριο και σκηνοθεσία του υποψήφιου για 7 Όσκαρ Mike Leigh, το Peterloo είναι μια επική αναπαράσταση των γεγονότων που περιγράφουν την ιστορική σφαγή του Πίτερλου το 1819 που άλλαξε την εργατική τάξη της Αγγλίας. Η ειρηνική συγκέντρωση στην Πλατεία Σεντ Πίτερς στο Μάντσεστερ αιματοκυλίστηκε και έγινε ένα από το πιο σκοτεινά και περιβόητα επεισόδια στην ιστορία της Αγγλίας. Η βρετανική κυβέρνηση διέταξε την καταστολή της συγκέντρωσης των 80.000 ανθρώπων που ζητούσαν πολιτικές αλλαγές και μέτρα ενάντια στη συνεχώς αυξανόμενη φτώχεια με αποτέλεσμα πολλοί να χάσουν τη ζωή τους και εκατοντάδες να τραυματιστούν. Η άγρια αυτή καταστολή και τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν προκάλεσαν οργή σε όλη τη χώρα και επέφεραν ακόμα μεγαλύτερη κρατική καταστολή. Η σφαγή του Πίτερλου αποτελεί μια ιστορική στιγμή για τη βρετανική δημοκρατία.

Peterloo Movie

Τους βασικούς ρόλους της ταινίας μοιράζονται οι Rory Kinnear, David Bamber, Alastair Mackenzie, Maxine Peake, Pearce Quigley.

Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Νοεμβρίου 2018 από την Odeon!

Περισσότερα... »

Suspiria PosterΆσε τη Μητέρα να σε φροντίσει... Απέραντο σκοτάδι στροβιλίζεται στο κέντρο μιας σχολής χορού διεθνούς φήμης. Σκοτάδι μέσα στο οποίο θα βυθιστεί η καλλιτεχνική διευθύντρια της σχολής, μια φιλόδοξη νέα χορεύτρια κι ένας ψυχοθεραπευτής, που βρίσκεται σε πένθος. Κάποιοι θα υποταχθούν στον εφιάλτη. Άλλοι - επιτέλους - θα ξυπνήσουν. Βερολίνο, δεκαετία του ’70. Η νεαρή Αμερικανίδα χορεύτρια, Σούζι Μπάνον, πηγαίνει στη (διαιρεμένη) γερμανική πρωτεύουσα, προκειμένου να πάρει μέρος σε οντισιόν για την παγκοσμίου φήμης σχολή χορού «Helena Markos». Και κατορθώνει να εντυπωσιάσει την διάσημη χορογράφο της σχολής, τη Μαντάμ Μπανκ, με το ακατέργαστο ταλέντο της. Όταν η Σούζι κατορθώνει να αρπάξει το ρόλο της κορυφαίας χορεύτριας, η Όλγα, η προκάτοχός της, συνθλίβεται ψυχολογικά και κατηγορεί ως μάγισσες τις γυναίκες διευθύντριες της σχολής. Καθώς οι πρόβες γίνονται ολοένα και πιο απαιτητικές προκειμένου να δοθεί μια τελευταία παράσταση με τη χορογραφία που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της σχολής, η Σούζι και η Μαντάμ Μπλανκ έρχονται υπερβολικά κοντά η μία στην άλλη. Η Σούζι δεν βρέθηκε στη σχολή απλώς για να χορέψει. Εν τω μεταξύ, ένας περίεργος ψυχοθεραπευτής ο οποίος προσπαθεί να αποκαλύψει τα σκοτεινά μυστικά της «Helena Markos», στρατολογεί μια άλλη χορεύτρια και χρησιμοποιεί τη βοήθειά της, προκειμένου να φτάσει στα βάθη των κρυφών υπόγειων θαλάμων της σχολής, όπου παραμονεύουν φρικιαστικές ανακαλύψεις. Ριμέικ της κλασικής ταινίας τρόμου του Dario Argento, Suspiria από τον σκηνοθέτη του «Να Με Φωνάζεις Με Τ’ Όνομά Σου» Luca Guadagnino. Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του πρόσφατου φεστιβάλ Βενετίας – Bραβεία καλύτερου τραγουδιού και ειδικών εφέ.

Suspiria Movie

Τους βασικούς ρόλους της ταινίας μοιράζονται οι Tilda Swinton, Dakota Johnson και Chloe Grace Moretz.

Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Νοεμβρίου 2018 από την Seven Films!

Περισσότερα... »

Η Κατηγορούμενη (Acusada / The Accused) PosterΌλοι κρύβουμε κάτι! Ένα καθηλωτικό ψυχολογικό δράμα που ξετυλίγεται εν μέσω μιας συναρπαστικής δίκης είναι η δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του Αργεντίνου Gonzalo Tobal - που κέρδισε το διεθνές ενδιαφέρον το 2012 στο Φεστιβάλ Καννών με το ντεμπούτο του “Villegas”. Ο σκηνοθέτης χτίζει με σιγουριά μία ιστορία ανατροπών κεντρίζοντας το μυαλό του κοινού μέσα από τα μυστικά και τα κίνητρα των χαρακτήρων, που παραμένουν κρυφά μέχρι την τελευταία στιγμή. Η ταινία σχολιάζει την επίδραση των μέσων επικοινωνίας, όταν η αλήθεια μοιάζει πολλές φορές να είναι θέμα εντυπώσεων. Η Κατηγορούμενη (Acusada / The Accused) έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα του 75ου Φεστιβάλ Βενετίας. Η πολλά υποσχόμενη ζωή της όμορφης φοιτήτριας Ντολόρες ανατρέπεται, όταν η καλύτερη της φίλη δολοφονείται άγρια και οι υποψίες στρέφονται σε βάρος της. Η νεαρή κοπέλα βρίσκεται το μάτι του κυκλώνα και όλοι έχουν άποψη για το αν είναι ένοχη ή αθώα. Δύο χρόνια μετά τη δολοφονία, η Ντολόρες περνάει τις μέρες της προετοιμαζόμενη για τη δίκη, απομονωμένη στο σπίτι της, ενώ οι γονείς της κάνουν τα πάντα για να την υπερασπιστούν. Ο καλύτερος δικηγόρος δεν τους είναι αρκετός και οι γονείς της την ελέγχουν καταπιεστικά. Όσο η δίκη βρίσκεται σε εξέλιξη, υποψίες και ένοχα οικογενειακά μυστικά έρχονται στην επιφάνεια. Στο χείλος του γκρεμού, εκεί που κάθε λάθος μπορεί να αποβεί μοιραίο, η όλο και πιο απομονωμένη Ντολόρες θέτει τη στρατηγική υπεράσπισης σε κίνδυνο.

Η Κατηγορούμενη (Acusada / The Accused) Movie

Η ταλαντούχα πρωταγωνίστρια Lali Esposito – διάσημη ποπ τραγουδίστρια της Λατινικής Αμερικής- ερμηνεύει αινιγματικά τον ρόλο της κατηγορούμενης για φόνο, ενώ ο Gael Garcia Bernal κάνει μία μικρή εμφάνιση έκπληξη.

Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Νοεμβρίου 2018 από την Tanweer!

Περισσότερα... »

Bohemian Rhapsody PosterΗ ιστορία του είναι πιο δυνατή και από τη μουσική τους! To Bohemian Rhapsody που σκηνοθετεί ο Bryan Singer είναι μια ωδή στους Queen, τη μουσική τους και τον ξεχωριστό τραγουδιστή τους Φρέντι Μέρκιουρι. O Φρέντι αψήφησε τα στερεότυπα και τους συμβιβασμούς για να γίνει ένας από τους πιο αγαπητούς καλλιτέχνες του πλανήτη. Η ταινία ακολουθεί τη ραγδαία άνοδο της μπάντας μέσα από τα εμβληματικά τραγούδια και τον επαναστατικό τους ήχο. Γνωρίζουν απαράμιλλη επιτυχία αλλά σε μια απροσδόκητη τροπή ο Φρέντι, περιτριγυρισμένος από κακές επιρροές, παρατάει τους Queen για να κάνει σόλο καριέρα. Έχοντας υποφέρει πολύ χωρίς τους Queen, καταφέρνει να επανενωθεί μαζί τους λίγο πριν τη συναυλία «Live Aid». Ενώ έχει μόλις διαγνωσθεί ως φορέας του AIDS, ο Φρέντι οδηγεί με γενναιότητα την μπάντα σε μία από τις καλύτερες συναυλίες στην ιστορία της ροκ μουσικής. Οι Queen αφήνουν μια κληρονομιά που συνεχίζει να εμπνέει τους ασυμβίβαστους, τους ονειροπόλους και τους λάτρεις της μουσικής μέχρι και σήμερα.

Bohemian Rhapsody Movie

O Rami Malek κουβάλησε το μεγάλο βάρος της μοναδικής προσωπικότητας του Φρέντι Μέρκιουρι. Το υπόλοιπο καστ συμπληρώνεται από επίσης ταλαντούχους ηθοποιούς. Η Lucy Boynton έχει τον ρόλο της Μαίρη Όστιν, του έρωτα της ζωής του Φρέντι Μέρκιουρι που παρέμεινε η καλύτερή του φίλη και μετά το τέλος της ερωτικής τους σχέσης. Ο Gwilym Lee υποδύεται το ιδρυτικό μέλος των Queen και κιθαρίστα Μπράιαν Μέι. Τον ρόλο του ντράμερ Ρότζερ Τέιλορ, ο Ben Hardy ενώ το τέταρτο μέλος της μπάντας, ο μπασίστας Τζον Ντίκον, έρχεται στη μεγάλη οθόνη από τον Joseph Mazzello. Ο Allen Leech ενσαρκώνει τον Πολ Πρέντερ, τον προσωπικό μάνατζερ του Φρέντι Μέρκιουρι που ξεγέλασε τα συναισθήματα του Φρέντι και τον πρόδωσε με τον πιο φρικτό τρόπο ενώ ακόμη εμφανίζονται και οι Aidan Gillen, Tom Hollander, Mike Myers.

Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Νοεμβρίου 2018 από την Odeon!

Περισσότερα... »

Τυφλό Σημείο (Blindspotting) Poster ΠόστερΤυφλό Σημείο
του Carlos López Estrada. Με τους Daveed Diggs, Rafael Casal, Janina Gavankar, Jasmine Cephas Jones, Ethan Embry, Casey Adams, Lance Holloway, George Watsky, Kendra Andrews


Πόσο εύκολο είναι να αλλάξεις τον τρόπο που βλέπεις;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

«I'm not going to spend my life being a color»...

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Carlos López Estrada. Το σενάριο της ταινίας το υπογράφουν οι δύο πρωταγωνιστές της, οι Daveed Diggs και Rafael Casal, οι οποίοι είναι φίλοι και στην πραγματικότητα. Όταν ο συγγραφέας και ποιητής Rafael Casal συνάντησε τον Daveed Diggs, έναν Αφροαμερικανό ράπερ και ηθοποιό, ήξεραν αμέσως ότι το κοινό τους καλλιτεχνικό μέλλον θα είχε μια ξεκάθαρα πολιτική χροιά. Ακόμα κι αν απομακρύνθηκαν κατά τα χρόνια των σπουδών τους καθώς ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους - ο Diggs ως ράπερ και ο Casal ως ποιητής - όταν ξανασυναντήθηκαν είδαν γι’ ακόμη μια φορά πόσα κοινά τους ενώνουν. Έτσι προέκυψε το σενάριο. Όσο το σενάριο ολοκληρωνόταν αποφάσισαν να βρουν τον σκηνοθέτη που θα έδινε την αίσθηση που χρειάζεται αυτή η ταινία. Ο Carlos López Estrada είχε συνεργαστεί με το δημιουργικό δίδυμο σε κάποια μουσικά βίντεο. Μετά τη συνάντησή τους σε ένα καφέ, ο Estrada και ο Casal συμφώνησαν αμέσως χωρίς πολλή συζήτηση και ξεκίνησαν τη δουλειά. Ένα από τα χαρακτηριστικά που ενθουσίασαν τον Diggs και τον Casal είναι ότι ο Estrada δεν είναι αποκλειστικά κινηματογραφικός σκηνοθέτης κι έτσι εισήγαγε στην ταινία τεχνικές από τα μουσικά βίντεο και το θέατρο, ενώ ταυτόχρονα έχει μεγάλη φαντασία και τόλμη.

Τυφλό Σημείο (Blindspotting) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία Τυφλό Σημείο (Blindspotting) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς. Ακολούθησε η προβολή της σε διάφορα άλλα φεστιβάλ από τα οποία μάζεψε διάφορα βραβεία: στη Ντοβίλ κέρδισε το βραβείο των κριτικών, στο Νάσβιλ κέρδισε το βραβείο καλύτερου τραγουδιού (για το «Talk to Me») και στο Παλμ Σπρινγκς το βραβείο καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη.

Η υπόθεση: Όουκλαντ, Καλιφόρνια. O Κόλιν είναι ένας νεαρός Αφροαμερικάνος, που αποφυλακίζεται, αφού έχει περάσει κάποιο διάστημα στη «στενή». Βρίσκεται υπό αστυνομική επιτήρηση, με πολύ συγκεκριμένους κανόνες. Πρέπει να βρει σταθερή εργασία, πρέπει να κινείται σε συγκεκριμένα μέρη μέσα στην πόλη, πρέπει να επιστρέφει πριν από κάποια συγκεκριμένη ώρα στο μέρος κατοικίας του. Και βεβαίως, δεν πρέπει να υποπέσει σε οποιαδήποτε ενέργεια, που θα τον οδηγήσει εκ νέου στη φυλακή. Ο Κόλιν τηρεί με ευλάβεια όλα όσα πρέπει να κάνει. Έχει βρει δουλειά σε εταιρία μεταφορών, ακολουθεί όλους τους κανόνες και του μένουν μόλις τρεις μέρες για να λήξει η αστυνομική επιτήρηση και να είναι και πάλι εντελώς ελεύθερος.

Στα γραφεία της δουλειάς βρίσκεται η πρώην κοπέλα του, την οποία δεν έχει ακόμα ξεπεράσει, ενώ στο φορτηγό δουλεύει μαζί με τον κολλητό του, τον Μάιλς, έναν λευκό, παντρεμένο με Αφροαμερικανή, τον οποίο γνωρίζει από παιδί. Ο Μάιλς, όμως, είναι πραγματικός μαγνήτης για μπελάδες. Κι όχι μόνον αυτό: ένα βράδυ ο Κόλιν βλέπει έναν αστυνομικό να δολοφονεί έναν άοπλο Αφροαμερικανό, τον οποίο καταδίωκε. Θα καταφέρει ο Κόλιν να τη βγάλει καθαρή; Θα αντέξει η σχέση του με τον Κόλιν τον οποιοδήποτε κλονισμό; Για ποιον λόγο μπήκε στη φυλακή; Και θα μπορέσει κάποια στιγμή να υπερνικήσει τους δαίμονές του;

Η άποψή μας: Μετά την Παρείσφρηση (BlacKkKlansman) του Spike Lee που είδαμε πριν λίγες βδομάδες στις ελληνικές αίθουσες (όσοι την είδαμε τελικά, παρά το γεγονός ότι εμείς τουλάχιστον από εδώ, την αποθεώσαμε) να που ξεπετάγεται άλλη μια ταινία, η οποία ασχολείται με όρους κατεπείγοντος με ένα καυτό θέμα για τις ΗΠΑ – αλλά (τσεκάροντάς το στο πλαίσιο μιας μεγαλύτερης εικόνας) και για ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό της θέσης των Αφροαμερικανών στη σύγχρονη αμερικάνικη κοινωνία. Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί εύστοχα ένα πολύ διαδεδομένο πείραμα ως μεταφορά. Ο Δανός ψυχολόγος Edgar Rubin παρουσίασε το 1915 μια σειρά από εικόνες δύο διαστάσεων, με βασικότερη εκείνη με το βάζο, που έγινε γνωστή ως «Rubin’s vase». Η πιο γνωστή εκδοχή λοιπόν είναι αυτή όπου βλέπουμε αποτυπωμένο είτε ένα (λευκό ή οποιουδήποτε άλλου χρώματος) βάζο είτε δύο ανθρώπινα πρόσωπα αντίκρυ το ένα με το άλλο.

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αδυνατεί να δει ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΑΖΙ. Βλέπει ή μόνο το βάζο ή μόνο τα πρόσωπα. Σαν να μας λέει λοιπόν ο σκηνοθέτης: οι άνθρωποι είτε θα δούμε έναν άλλο άνθρωπο ακριβώς έτσι όπως είναι ή θα τον «δούμε» μέσα από στερεότυπα. Στην «λευκή» Αμερική, όποιος λευκός βλέπει έναν Αφροαμερικάνο, βλέπει συνήθως μόνον έναν κλέφτη, έναν απατεωνίσκο, έναν τύπο που σίγουρα έχει παραβεί το νόμο. Και είναι πάρα πολύ δύσκολο να βγάλεις αυτήν την εικόνα από το μυαλό των ανθρώπων. Πόσο μάλλον όταν τα media παίζουν τα δικά τους επικοινωνιακά παιχνίδια. Ο ήρωάς μας βλέπει έναν Αφροαμερικάνο να δολοφονείται από έναν αστυνομικό. Ο Αφροαμερικάνος ήταν ξεκάθαρα άοπλος και τρομαγμένος. Και ο αστυνομικός τον δολοφόνησε μετά από κυνηγητό, εν ψυχρώ! Και πώς το παρουσίασαν όλο αυτό στις ειδήσεις;

Ο Αφροαμερικάνος – του οποίου η φωτογραφία την οποία δείχνουν στο δελτίο, είναι από εκείνες τις καθόλου κολακευτικές που τραβούν όσοι μπαίνουν στη φυλακή – παρουσιάζεται ως ένοπλος, ενώ ο αστυνομικός – του οποίου η φωτογραφία την οποία δείχνουν στο δελτίο, είναι από εκείνες τις γυαλισμένες από τη στρατιωτική του θητεία – παρουσιάζεται ως ήρωας (!!!) που απλά έκανε το καθήκον του. Στρεβλή πραγματικότητα. Που μια χαρά περνάει το μήνυμα. Και ο Κόλιν να προσπαθεί να το διαχειριστεί όλο αυτό. Να το παλέψει. Γιατί αποτελεί τον βασικό του φόβο. Η σκηνή της δολοφονίας έρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό του. Κι όταν κάνει τζόκινγκ και είναι μόνος και παρά το γεγονός ότι είναι μέρα μεσημέρι, φοβάται. Κι όταν περπατάει μόνος στα σκοτεινά στενά μιας πόλης που δεν τον έχει αποδεχτεί ποτέ ως δικό της, τρέμει τη στιγμή που θα βρεθεί αντιμέτωπος με αστυνομικό περιπολικό. Φοβάται. Γιατί ξέρει πως η ζωή του μπορεί να τελειώσει μετά από ένα απλό... κακό συναπάντημα. Πως δεν έχει αξία. Πως δεν θα γνοιαστεί ο μπάτσος δεύτερη φορά πριν τον πυροβολήσει. Σκεφτείτε να ζείτε καθημερινά μέσα σε αυτόν τον φόβο. Πόσο επηρεάζει αυτό όχι μόνο σε συμπεριφορικό επίπεδο αλλά σε επίπεδο DNA!

O Κόλιν ακόμα κι εκτός φυλακής είναι φυλακισμένος. Εννοείται πως κάποια στιγμή, ξεσπάει. Ξεσπάει πριν «μπούμε» στον φιλμικό χρόνο της ταινίας: είναι ο λόγος που μπήκε στη φυλακή in the first place. Ποιος είναι αυτός; Θα το μάθουμε σε ένα απολαυστικό flashback προς το φινάλε του φιλμ (από τις πιο αστείες σκηνές της ταινίας). Και εννοείται ότι θα ξεσπάσει και στο συγκλονιστικό φινάλε. Όπου τα φέρνει έτσι η τύχη, η μοίρα, η συγκυρία, να έρθει ο Κόλιν αντιμέτωπος με τον δολοφόνο αστυνομικό. Το να έχεις όπλο δηλώνει ότι έχεις δύναμη απέναντι στον άοπλο. Το πως και το αν το χρησιμοποιείς δείχνει ότι έχεις αρχίδια και ότι δεν είσαι απλά ένας όρχης. Το παρασοβαρέψαμε όμως και η ταινία δεν είναι μόνο ένα καταγγελτικό δράμα. Επ' ουδενί. Ίσα ίσα, το γέλιο που προσφέρει σε πάρα πολλές στιγμές είναι απολαυστικό και απελευθερωτικό. Από την πρώτη σκηνή στο πιο παράξενο... uber στον κόσμο μέχρι την... κριτική στα new age ποτά και τα vegan τρόφιμα, που είναι καλά για την υγεία σου, η ταινία έχει έναν νεανικό παλμό, που σε παρασύρει.

Η αλήθεια είναι πως σε κάποιες στιγμές δεν αποφεύγει τον διδακτισμό. Ισχύει κι εδώ, όμως, ότι ισχύει και με την ταινία του Spike Lee: το μήνυμα είναι τόσο σπουδαίο που ο διδακτισμός είναι απλά ένα αδιάφορο side effect. Το πολύ ενδιαφέρον είναι πως παρουσιάζεται ο Μάιλς. Ο λευκός, που από επιλογή και από ανάγκη (καθ' ότι white trash) συμπεριφέρεται ως ένας ακόμα Αφροαμερικανός από το γκέτο. Είναι όντως ο κολλητός του Κόλιν. Είναι όμως και μπελάς. Είναι ένας προλετάριος που δεν έχει να περιμένει πολλά από τη ζωή και δεν θέλει με τίποτε να χάσει τα λίγα καλά που του έχει δώσει, ήτοι, την οικογένειά του. Και θα κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να την προστατέψει. Ακόμα και να πάρει ένα όπλο. Προσέξτε: ένας λευκός αγοράζει όπλο για να προστατέψει την οικογένειά του από άλλους λευκούς που θα θέλουν να βλάψουν τη γυναίκα του και το παιδί του απλά και μόνον επειδή είναι μαύροι!

Η ποίηση και τα ραπ στιχάκια έχουν κι αυτά την τιμητική τους και η αντιπαράθεση με τον μπάτσο στο τέλος είναι «άβολη» ως σκηνή, αλλά αυτά που λέει είναι συγκλονιστικά. Μια πραγματικά σημαντική ταινία, την οποία πήγαν να δουν στη χώρα μας στο πρώτο τετραήμερο προβολής της μόλις 400 άνθρωποι! Και λογικά δεν θα προβάλλεται για δεύτερη βδομάδα στους κινηματογράφους. Κι αυτό είναι κρίμα...

Τυφλό Σημείο (Blindspotting) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Οκτωβρίου 2018 από την Odeon!
Περισσότερα... »