To Σπίτι με το Ρολόι στον Τοίχο (The House with a Clock in Its Walls) Poster ΠόστερTo Σπίτι με το Ρολόι στον Τοίχο
του Eli Roth. Με τους Jack Black, Cate Blanchett, Owen Vaccaro, Renée Elise Goldsberry, Sunny Suljic, Kyle MacLachlan


Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ!
του zerVo (@moviesltd)

Η young adult νουβέλα φαντασίας και μυστηρίου Το Σπίτι με το Ρολόι στον Τοίχο (The House with a Clock in its Walls) κυκλοφόρησε 45 ολόκληρα χρόνια πριν, το 1973, φέροντας την υπογραφή του αναγνωρισμένου συγγραφέα John Bellairs και αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της σεζόν, ξεπουλώντας χιλιάδες αντίτυπα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Το θέμα του μυθιστορήματος χάρη στην πολύ ενδιαφέρουσα σασπένς δομή του, όρισε την βάση ενός επεισοδίου του ανθολογικού τριπτύχου Once Upon A Midnight Scary, που προβλήθηκε από τους τηλεοπτικούς δέκτες το 1979 με οικοδεσπότη τον θρυλικό Vincent Price, ενώ στις μέρες μας, υποπίπτοντας στην αντίληψη της Universal, χρηματοδοτήθηκε από το στούντιο, ώστε να στηθεί πάνω του μια εφετζίδικη και εντυπωσιακή περιπέτεια!

To Σπίτι με το Ρολόι στον Τοίχο (The House with a Clock in Its Walls) Quad Poster Πόστερ
Έχοντας μόλις χάσει τους αγαπημένους του γονείς σε τροχαίο δυστύχημα, ο δεκάχρονος ορφανός Λιούις Μπαρναβέλτ θα υποχρεωθεί να ταξιδέψει σε έναν καινούργιο τόπο, προκειμένου να ζήσει με τον μοναδικό εν ζωή συγγενή του, τον μυστηριώδη θείο του, Τζόναθαν. Από τις πρώτες στιγμές στο καινούργιο του, θεόρατο, σπίτι, ο μικρούλης θα αντιληφθεί πως κάτι παράξενο συμβαίνει με τον ιδιόρρυθμο αδελφό του πατέρα του, αλλά και την στενή του φίλη Φλόρενς, καθώς εύκολα θα καταλάβει πως κάτι παράξενο του κρύβουν. Η αλήθεια δεν θα αργήσει να αποκαλυφθεί στον προβληματισμένο μπόμπιρα, καθώς ο νέος του κηδεμόνας θα αναγκαστεί να του εκμυστηρευτεί πως η έπαυλη κάποτε ανήκε σε έναν δαιμονικό μάγο, τον Άιζακ Ίζαρντ, από τον οποίο, πριν απολέσει αιφνίδια την ζωή του κατά την διάρκεια μιας επικίνδυνης τελετής, διδάχθηκε και ο ίδιος την τέχνη της μαγείας.

Αποφασίζοντας ο Τζόναθαν από κοινού με την αινιγματική Φλόρενς, να μάθουν και στον πιτσιρίκο τα μυστικά ξόρκια, δεν θα υπολογίσουν πως εκείνος, παραγκωνισμένος και περιθωριοποιημένος από τους δημοφιλείς στην σχολική κοινότητα, συμμαθητές του, θα τα χρησιμοποιήσει για να τους εντυπωσιάσει, ώστε να τον κάνουν παρέα. Βλέποντας τα γεμάτα ρίσκο μαγικά τρικ σαν ένα κοινό παιχνίδι, δεν θα αντιληφθεί ο συνεσταλμένος Λούις, πως θα βάλει άθελα του μπροστά μια αλληλουχία γεγονότων, που θα οδηγήσουν στην νεκρανάσταση του κακίστρου Ίζαρντ, που από την μεριά του, ακόμη πιο ισχυρός, θα βάλει μπροστά το σχέδιο του να αφανίσει ολόκληρη την πόλη.

Με την στήριξη ενός στρατού από ζωντανεμένες κούκλες, ο κάποτε ενάρετος, που για προσωπικούς λόγους ακολούθησε τον δρόμο της ανηθικότητας, Ίζαρντ, θα θέσει σε λειτουργία το καλά κρυμμένο στα θεμέλια της στοιχειωμένης βίλας, ρολόι, που μετρώντας αντίστροφα θα επαναφέρει την κατάσταση στην παρελθοντική εκείνη ώρα, που βρέθηκε στο απόγειο της ισχύος του. Είναι η στιγμή που ο εκκεντρικός θείος, η φιλενάδα του Κυρία Ζίμερμαν και ο μικρός εκκολαπτόμενος μάγος Λιούις, θα κληθούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, ώστε να σταθούν εμπόδιο στις ορέξεις του απαίσιας όψης μεκρομάντη.

Να εκμεταλλευτεί την δυναμική, παρότι από εκείνη την τελευταία του εμφάνιση στο εκράν, έχει διαβεί μια ολόκληρη επταετία, ώθηση του ισοπεδωτικής επιτυχίας σίριαλ των Harry Potters, επιθυμεί όσο τίποτα άλλο, το παραμυθένιας υφής adventure, αν και είναι απόλυτα βέβαιο πως είναι αδύνατον έστω και να σκεφτεί να πιάσει μέρος εκείνων των δυσθεώρητων αριθμών. Πάντως αν και εφόσον η απήχηση του φιλμ είναι έστω και ελαφρώς ανεκτή, υπάρχει μπόλικο περιθώριο για μελλοντικά σίκουελς, αφού τα υπάρχοντα βιβλία που προτάσσουν τις ικανότητες του μελαγχολικού πιτσιρδελιού στο άμπρα κατάμπρα, φτάνουν ίσαμε την ντουζίνα!

Με το στόρι να τοποθετείται σε μια περίεργα ψυχροπολεμική για τα αμερικάνικα χρονικά περίοδο, στα μέσα της δεκαετίας του 50, ο σχεδιασμός της παραγωγής καταφέρνει να κτίσει γύρω από την πλοκή μια όμορφη αναπαράσταση της εποχής, σε όσα πλάνα λαμβάνουν χώρα εκτός της πολύπατης και πολυεπίπεδης βίλας με τις μυστικές κρύπτες, τις ζωντανές πολυθρόνες και τα κινούμενα βιτρώ. Το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι του έργου, παίζει μέσα στην βαρύτατα ντυμένη έπαυλη, που ορίζει ένα πρώτης τάξης σκοτεινό και γεμάτο ιδιότροπες σκιές σκηνικό για να ξετυλιχτεί το φαντασμαγορικό, όσο και φιβιστικό ενίοτε, μύθι μύθι. Άλλωστε από το να προσφέρει φιλμικές ιστορίες περιορισμένες μέσα στα πλαίσια τεσσάρων τοίχων, από τον καιρό των Cabin Fever, Hostel και Knock Knock, ο ντιρέκτορας Eli Roth είναι πολύ καλά μαθημένος!

Αφήνοντας δε την λογική του να αποδράσει από τα δεσμά του (και) ενοχλητικού gore, ο σκηνοθέτης διαφοροποιεί την ματιά του σε κάτι πιο εύπεπτο και σαφέστατα πιο οικογενειακό προκειμένου να αγκαλιαστεί ένα πολύ μεγαλύτερο αγοραστικό κοινό και όχι απλά το πολύ μικρό, εκείνο που θαυμάζει τα εξτρίμ έργα του Βοστονέζου, κατατάσσοντας τα στα όρια του καλτ. Όχι εδώ δεν παίζουν αγριότητες, δεν θα το επέτρεπε άλλωστε και η φιλοδοξία της παραγωγής για εισιτήρια, με αποτέλεσμα ο Roth να συγκρατείται στις αιματηρές ορμές του, που δεν εμφανίζονται ποτέ ευτυχώς και να έχουμε έτσι ως αποτέλεσμα, την ποιοτικότερη δημιουργική του στιγμή μέχρι ώρας, εξαιρουμένων των συνεργασιών του με τον Tarantino, που δεν γνωρίζουμε αν και κατά πόσον υπήρξαν ιδέες δικές του.

Με κεντρικό άξονα της υπόθεσης τον μικρούλη Λιούις - απίθανα συμπαθής στο ντεμπούτο του ο Owen Vaccaro - ένα αγόρι που πέρα από την αβάσταχτη απώλεια έχει να κοντράρει και την απόρριψη του περίγυρου του, που τον θωρεί από ανάξιο μέχρι φρικιό, το φιλμ εξελίσσεται αρμονικά και χωρίς περιττές horror παρεκτροπές, με τρόπο πολλές φορές εντυπωσιακό, καθώς η Amblin που επιμελείται τις οφθαλμαπάτες, έχει κάνει και πάλι σπουδαία δουλειά. Εξαίρετοι παραστάτες στο όλο εγχείρημα, οι πεπειραμένοι αστέρες της παρέας, ο Jack Black, που δίνει και πάλι τον κωμικό τόνο στην δράση, σε συνδυασμό με εκείνη το παρανόιντ βλέμμα που τον χαρακτηρίζει, αλλά και η τεράστια Cate Blanchett, σε μια φέριτειλ υποστηρικτική εμφάνιση ολοκληρωτικά αντίθετη ας πούμε, με την φανταστική της Γκαλαντριλ. Τέσσερα ανήλικα παιδάκια έχει άλλωστε η Αυστραλέζα και μάλλον ήρθε η ώρα να τους δείξει δείγμα της ερμηνείας της, πριν αυτά μεγαλώσουν και την χαρούν στις συνέχειες των δαχτυλιδιών.

To Σπίτι με το Ρολόι στον Τοίχο (The House with a Clock in Its Walls) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 20 Σεπτεμβρίου 2018 από την Odeon!
Περισσότερα... »

Ο Johnny English Ξαναχτυπά (Johnny English Strikes Again) Poster ΠόστερΟ Johnny English Ξαναχτυπά
του David Kerr. Με τους Rowan Atkinson, Olga Kurylenko, Ben Miller, Adam James, Emma Thompson, Pippa Bennett-Warner, Jake Lacy, Miranda Hennessy


Baby, I'm Your Man!
του zerVo (@moviesltd)

Εκμεταλλευόμενη την γιγαντιαία πέραση του τηλεοπτικού τζακ ποτ που κατάφερε ο ένας και μοναδικός Μίστερ Μπιν - μοιάζει τόσο μακρινό, αλλά το τελευταίο επεισόδιο προβλήθηκε 23 έτη πριν, το 1995! - στις αρχές αυτού του αιώνα, η Universal σκέφτηκε να μεταποιήσει τον μύθο του κορυφαίου Βρετανού κατασκόπου Τζέιμς Μποντ, σε μια πιο γλαφυρή φόρμα, ντύνοντας με το κοστούμι του αξεπέραστου ατζαμή. Η πρώτη ταινία του Johnny English το 2003 με κόστος 40 εκ, δολάρια, επέστρεψε στα ταμεία τα τετραπλάσια, επιτυχία που ώθησε το στούντιο στην δημιουργία ενός σίκουελ, οκτώ χρόνια μετά, με την προσθήκη στην μαρκίζα την λέξη Reborn και ακριβώς τα ίδια νικηφόρα αποτελέσματα στα box office. κρατώντας λοιπόν σαν γούρι την περιοδικότητα, η μετενσάρκωση του θρύλου των βασιλικών μυστικών υπηρεσιών, επανέρχεται δριμύτερος, με την ελπίδα να σαρώσει και πάλι τα ταμεία, μοιράζοντας και κάποια γελάκια στο κοινό του. Τον πρώτο στόχο ενδεχόμενα και να τον καταφέρει. Στον δεύτερο πάντως, ούτε καν πλησίασε...

Ο Johnny English Ξαναχτυπά (Johnny English Strikes Again) Quad Poster Πόστερ
Συναγερμός έχει ξεσπάσει στις τάξεις της MI7 από την στιγμή που μια καλά σχεδιασμένη κυβερνοεπίθεση, θα αποκαλύψει την βάση δεδομένων όλων των μυστικών πρακτόρων της υπηρεσίας. Αδυνατώντας να ανατεθεί η επικίνδυνη αποστολή σε κάποιον κατάσκοπο, που ήδη έχει ξεσκεπαστεί από τον μεγαλοφυή χάκερ, οι υπεύθυνοι της κρατικής ασφάλειας, θα κληθούν να ενεργοποιήσουν όλους τους πρώην συνεργάτες τους, που βρίσκονταν εκτός της δημοσιοποιημένης top secret database. Κι ένας από όλους αυτούς δεν είναι άλλος από τον δαιμόνιο Τζόνι Ίνγκλις, που εδώ και μια επταετία έχει αποτραβηχτεί από το επάγγελμα.

Χωρίς όμως να έχει λησμονήσει στιγμή τις συνήθειες εκείνου του παλιού καλού καιρού, το αντίθετο μάλιστα, γι αυτό και θα θελήσει να μεταβιβάσει όλα τα μυστικά που τον έκαναν μεγάλο και τρανό ντετέκτιβ, στους δεκάχρονους μαθητές του, στην τάξη του πρότυπου δημοτικού σχολείου, που τους διδάσκει γεωγραφία. Ο ενθουσιασμός του του, δε, θα είναι απερίγραπτος, την στιγμή που θα λάβει την πρόσκληση επαναλειτουργίας των καθηκόντων του, προκειμένου να σώσει και πάλι την Γηραιά Αλβιόνα, έχοντας όπως πάντα για συντροφιά του, τον χαμηλών τόνων μα πάντα ευρηματικό βοηθό του, Μποου.

Εννοείται βέβαια πως ο ξεροκέφαλος Τζόνι, θα κάνει και πάλι ότι του κατεβάσει η κούτρα, ψάχνοντας τον κυβερνο-τρομοκράτη στην κοσμοπολίτικη Αντίμπ της Γαλλίας, που σχεδόν θα ισοπεδώσει με τις διαρκείς και αδιόρθωτες γκάφες του. Περιέργως πάντως για τις ιδιόρρυθμες μεθόδους που ακολουθεί, μόνιμα θα βρίσκεται στο κατόπι του κακοποιού, που για έναν περίεργο τρόπο χαίρει της απεριόριστης εκτίμησης της πρωθυπουργού της χώρας, που τον γλυκοκοιτάζει ερωτικά. Όπως άλλωστε και ο Ίνγκλις έχει τις κατακτήσεις του, με πιο πρόσφατη την εντυπωσιακής θωριάς, συνάδελφο προερχόμενη από την Ανατολική Ευρώπη, Οφίλια, που όπως όλα δείχνουν λειτουργεί σε διπλό πρακτορικό ταμπλό.

Στην ουσία δεν αλλάζει το παραμικρό από τα δύο προηγούμενα τεύχη στην εξέλιξη της υπόθεσης που καλείται να φέρει εις πέρας ο χειρότερος σε αδεξιότητα ακόμη και του 000, μα πάντοτε απόλυτα επιτυχημένος πράκτωρ. Εκτός βεβαίως του γεγονότος πως ο πρωταγωνιστής Rowan Atkinson έχει προσθέσει στην ράχη του, μιάμιση δεκαετία από εκείνη την πρώτη φορά, χωρίς πάντως η γήρανση να τον αποτρέπει από το να πράττει την μια σαχλαμάρα μετά την άλλη. Η κατασκοπική ετούτη σλάπστικ κομεντί, δεν πάσχει στο στάρινγκ της, άλλωστε δεν θα μπορούσε κανείς άλλος από τον αιώνιο Black Adder να αποδώσει την εικόνα ενός ήρωα που φτιάχτηκε αποκλειστικά και μόνο για εκείνον.

Αλλά έχει ουκ ολίγα ζόρια στο κτίσιμο μιας ίντριγκας που δεν εμφανίζει ούτε μισό ενδιαφέρον, ειδικά κατόπιν της εμφάνισης του γραμμένου στο πόδι villain της πλοκής, που εμφανισιακά δεν γεμίζει κανενός το μάτι, με συνέπεια ακόμη κι ένας dumber Μίστερ Μπιν να μπορεί να τον βγάλει νοκ άουτ. Κατά τα άλλα, το φιλμ κινείται μόνιμα στην ψευτοιλουστρασιόν ράγα των παλιών (και παλιομοδίτικων) Μποντ, με τον καλοντυμένο Τζόνι να κορτάρει διαρκώς ότι θηλυκό κινείται, καλοντυμένος και γοητευτικός, αέρινος και από την φύση του υπερόπτης - όπως όμως και γεννημένος καταστροφέας!

Η εκλεκτική συγγένεια με τον 007, αφού το κορίτσι μας εδώ, η Olga Kurylenko, έχει υπάρξει στο παρελθόν Bond-girl στην, εύκολα, χειρότερη στιγμή του πιο πετυχημένου σινε σίριαλ, Quantum Of Solace. Από εκεί και πέρα απουσιάζουν πλήρως η έμπνευση και οι φρέσκες ιδέες, καθώς τα περισσότερα γκαγκς είναι κοπιαρισμένα από αντίστοιχες ταινίες του περιπετειώδους είδους, πασπαλισμένα με ένα χιούμορ ελάχιστα αστείο και διασκεδαστικό. Δίνοντας μου την εντύπωση πως τα πάντα μοιάζουν με μια κοινή αρπαχτή, έτσι για να μπάσουμε στα ταμεία κάποια εκατομμύρια ακόμη, από το κάπως πιο νεαρό κοινό που δεν έχει ματαδεί Johnny English στο παρελθόν. Διότι οι παλαιότεροι, μάλλον έχουν καταλάβει πως οποιοδήποτε καινούργιο πρότζεκτ βασίζεται στα γουρλωμένα μάτια και την μυτόγκα του αγαπημένου Atkinson, είναι περίπου πεθαμένο!

Ο Johnny English Ξαναχτυπά (Johnny English Strikes Again) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 20 Σεπτεμβρίου 2018 από την UIP!
Περισσότερα... »



Νύχτες Πρεμιέρας 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Νύχτες Πρεμιέρας 2018 LIVE Ep.3 - Έρωτας στα χρόνια της χολέρας

Ο έρωτας βρίσκεται στο επίκεντρο των τριών ταινιών με τις οποίες θα ασχοληθούμε σήμερα. Και οι τρεις έλαβαν μέρος σε διαγωνιστικά τμήματα – οι δύο στις Κάννες, η μία στο Βερολίνο. Αυτή του Βερολίνου διαγωνίζεται και στην Αθήνα – οι άλλες δύο προβάλλονται στο τμήμα «Festival Darlings». Και οι τρεις είναι πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες. Σας προτείνουμε να τις δείτε και τις τρεις. Αν και στην κορεάτικη έχουμε μια μεγαλύτερη αγάπη, η αλήθεια είναι...

Sorry Angel AIFF 2018

Ο Christophe Honoré είναι ένας ανοιχτά γκέι Γάλλος δημιουργός. Οι ταινίες του συχνά μιλάνε για την ομοφυλοφιλία και για το Aids. Η ταινία του «Οι χτύποι της καρδιάς μου» με πρωτότυπο τίτλο Plaire, aimer et courir vite και αγγλικό τίτλο Sorry Angel είναι η 10η μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί. Είναι η τέταρτη ταινία του που έλαβε μέρος στο φεστιβάλ των Καννών και η δεύτερή του που συμμετείχε στο Διαγωνιστικό Τμήμα, μετά το «Les chansons d'amour» του 2007. Μόλις τρεις από τις προηγούμενες ταινίες του έχουν προβληθεί εμπορικά στην Ελλάδα. Αυτή λοιπόν είναι η τέταρτη...

Η υπόθεση: Αρχές της δεκαετίας του ‘90. Ο 20χρονος Αρτούρ ζει και σπουδάζει στη Ρεν. Μόλις έχει βγάλει άκρη με τη σεξουαλική του ταυτότητα: του αρέσουν οι άνδρες. Λατρεύει να διαβάζει βιβλία και να ζει τη ζωή στην απόλυτη πληρότητά της. Είναι ταυτόχρονα ρομαντικός αλλά και ρεαλιστής. Ένα βράδυ, μέσα σε έναν κινηματογράφο που παίζει τα «Μαθήματα πιάνου», θα γνωρίσει τον Ζακ. Ο Ζακ είναι ένας συγγραφέας, με σχεδόν τη διπλάσια ηλικία από τον Αρτούρ, που βρέθηκε στη Ρεν καθώς ένα θεατρικό του ανεβαίνει στην πόλη. Κανονικά, ζει στο Παρίσι, μαζί με τον ανήλικο γιο του. Και ο Ζακ είναι γκέι. Και μάλιστα είναι θετικός στον ιό του Aids. Όλο το καλοκαίρι, ο Αρτούρ και ο Ζακ απολαμβάνουν και αγαπούν ο ένας τον άλλον. Όποτε μπορούν να το κάνουν δηλαδή. Έχουν μια σχέση δάσκαλου – μαθητή, πέρα όλων των άλλων. Όμως, ο Ζακ βλέπει αλλιώς τον έρωτα σε σχέση με τον Αρτούρ. Κι αυτό οδηγεί σε ασύμβατες καταστάσεις – ιδίως από τη στιγμή που για έναν από τους δυο, ο χρόνος τελειώνει...

Η άποψή μας: Ο Honoré είναι από εκείνους τους σκηνοθέτες που ενώ δεν έχουν γυρίσει κανένα αριστούργημα ως τώρα, θεωρείται απολύτως συμπαθής από τη σινεφίλ κοινότητα. Την πολύ σινεφίλ. Γιατί το μεγάλο κοινό, ιδίως στην Ελλάδα, δεν τον γνωρίζει και δεν δείχνει και καμία ιδιαίτερη διάθεση να τον μάθει. Σε τούτη την ταινία ο Honoré παρουσιάζει μια γλυκιά, ερωτική ιστορία. Μια ερωτική ιστορία που αφορά τη σχέση ανάμεσα σε δύο άντρες. Και αυτή, όπως κι όλες οι ερωτικές ιστορίες, κουβαλάει διάφορα προβλήματα. Υπάρχει η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους δύο εραστές. Υπάρχει η διαφορά φιλοσοφίας. Υπάρχει η διαφορά ότι ο Ζακ έζησε έρωτες, ξαναέζησε έρωτες, είδε φίλους να πεθαίνουν από Aids, είδε εραστές κι αγαπημένους να πεθαίνουν από την αρρώστια. Μπορεί να έλκεται από τον Αρτούρ, το σφρίγος του, τη νεανικότητά του, την διάθεσή του να μάθει τα πάντα και να ζήσει τα πάντα, αλλά δεν μπορεί παρά να είναι κυνικός.

Θαρρείς και ο Honoré έχει βάλει τον εαυτό του (μιας που υπογράφει μόνος του το σενάριο, όπως σε όλες του τις ταινίες) να χωριστεί ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες. Είναι η νεανική και η πιο ενήλικη έκδοχή του εαυτού του κατά μία έννοια. Το καστ που διαθέτει ο σκηνοθέτης για να υλοποιήσει το όραμά του είναι εξαιρετικό. Ο Pierre Deladonchamps στο ρόλο του Ζακ είναι σπουδαίος ενώ ακόμα και ο γενικά αντιπαθής Vincent Lacoste, εδώ τα πηγαίνει μια χαρά. Σε δεύτερο ρόλο ο Denis Podalydès είναι απολαυστικός. Αυτό που περισσότερο μας άρεσε μέσα στην ταινία είναι οι αναφορές του σκηνοθέτη σε καθετί που του αρέσει από άποψη τέχνης. Από τις ταινίες και τους σπουδαίους δημιουργούς της Έβδομης Τέχνης τους οποίους λατρεύει (υπάρχει σκηνή όπου ο Αρτούρ επισκέπτεται τον τάφο του Φρανσουά Τριφό), την ποίηση και τους αγαπημένους του συγγραφείς (με ιδιαίτερη αγάπη στον Μπερνάρ-Μαρί Κολτές) και κυρίως τη μουσική που αγαπά. Εδώ, σε επίπεδο σάουντρακ, έχουμε τα πάντα: από «Pump up the volume» και Prefab Sprout μέχρι τους Ride! Σπουδαία συλλογή, μα την αλήθεια! Αυτά είναι τα ωραία, που όμως είναι λίγο εξειδικευμένα.

Εκεί που ο Honoré χάνει το παιχνίδι είναι με το πιο ενοχλητικό χαρακτηριστικό των γαλλικών ταινιών. Την πολυλογία. Οι ήρωες μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε, πολύ περισσότερο από όσο καπνίζουν τσιγάρα, το ένα μετά το άλλο! Κάποιες φορές αυτά που λένε είναι πολύ ενδιαφέροντα. Όπως πχ ο μονόλογος του Αρτούρ που τάσσεται υπέρ του σεξ στις τουαλέτες κι ας μυρίζουν ολόγυρα τα ούρα. Έχει μια αλήθεια ο λόγος του εκεί, μια αλήθεια, μια δυναμική. Είναι ποιητικός ο οίστρος του, είναι τεκμηριωμένος, είναι ζωντανός. Γενικά, όμως, αυτός ο μαξιμαλισμός στο μπουρ μπουρ, οδηγεί και σε ξεχείλωμα των ρυθμών και σε μια ταινία, που εντέλει χρειάζεται να φτάσει στις δύο ώρες και 15 λεπτά για να μας πει αυτά που θα καταλαβαίναμε και στη μιάμιση ώρα. Τέλος πάντων, Πού θα πάει, κάποια στιγμή θα την πιάσει τη μεγάλη επίδοση ο δικός μας.

(η ταινία προβάλλεται την Δευτέρα 24/09, στις 19.45, στην αίθουσα IDEAL)

Burning AIFF 2018

Δεύτερη ταινία στη σημερινή μας «ανταπόκριση» το φιλμ «Το παιχνίδι με τη φωτιά» (πρωτότυπος τίτλος: Beoning, αγγλιστί: Burning) του Κορεάτη Lee Chang-dong. Αυτή είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία του σπουδαίου δημιουργού και η τρίτη συνεχόμενή του που λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Η «Κρυφή ηλιαχτίδα» (Secret Sunshine, 2007) κέρδισε το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας και το «Ποίηση» (Poetry, 2010) κέρδισε τα βραβεία καλύτερου σεναρίου και εκείνο της Οικουμενικής Επιτροπής. Τούτη η ταινία κέρδισε το βραβείο της FIPRESCI, των κριτικών δηλαδή. Οχτώ ολόκληρα χρόνια είχε να εμφανιστεί στις Κάννες λοιπόν ο σπουδαίος δημιουργός. Οχτώ χρόνια είχε και να γυρίσει ταινία. Ήταν στη μαύρη λίστα του προηγούμενου καθεστώτος στη Νότια Κορέα. Και να φανταστεί κανείς πως έχει υπάρξει και υπουργός Πολιτισμού στη χώρα του! Το σενάριο τούτης της ταινίας το υπογράφει ο ίδιος, μαζί με την Oh Jung-mi με πρώτη ύλη το διήγημα του Haruki Murakami «Barn Burning», το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1992 στο περιοδικό New Yorker. Και η ταινία κατάφερε ό,τι είχε καταφέρει μόνο το «Toni Erdman» έως σήμερα: έπιασε μέσο όρο βαθμολογίας 3,8 (με άριστα το 4) στις βαθμολογήσεις που δίνουν κριτικοί από διάφορα έντυπα στο περιοδικό Screen! Γενικά, άρεσε η ταινία. Όχι σε όλους (ε, χμ). Προφανώς, έτσι;

Η υπόθεση: Ο Γιονγκσού είναι ένας επαρχιώτης, που ζει πλέον στη Σεούλ, κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού. Κάποια μέρα, εντελώς τυχαία, θα συναντήσει την Χαέμι. Η Χαέμι είναι συντοπίτισσα του Γιονγκσού, αλλά έχουν να ιδωθούν από τότε που ήταν πιτσιρικάδες. Ο Γιονγκσού δεν τη θυμάται: φταίει που από τη μια η Χαέμι έχει κάνει πλαστικές επεμβάσεις και από την άλλη πως όταν ήταν μικρή, του ήταν αδιάφορη και το μόνο που είχε να πει εκείνος για εκείνην, ήταν πως ήταν πολύ άσχημη! Κάτι που δεν ισχύει πια. Οι δύο νέοι θα πάνε στο μικροσκοπικό διαμέρισμα της Χαέμι και θα κάνουν έρωτα. Η σχέση τους, όμως, δεν θα προχωρήσει. Η Χαέμι έχει προγραμματίσει να πάει στην Αφρική προς αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Ζητάει από τον Γιονγκσού να φροντίζει τη γάτα της, να πηγαίνει στο διαμέρισμα και να την ταΐζει και να την ποτίζει. Ο Γιονγκσού δέχεται.

Παράλληλα, πηγαίνει στο πατρικό του για να το φροντίσει. Ο πατέρας του δικάζεται, καθώς επιτέθηκε σε κρατικό λειτουργό. Η αδελφή του έχει παντρευτεί. Η μητέρα του τους έχει εγκαταλείψει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Κάποιος πρέπει να φροντίζει την πατρική φάρμα. Το χωριό είναι κοντά στη Σεούλ κι έτσι ο Γιονγκσού φροντίζει και τη γάτα της Χαέμι, την οποία δεν βλέπει ποτέ. Όταν μετά από λίγο διάστημα η Χαέμι επιστρέφει, ο Γιονγκσού απογοητεύεται, καθώς βλέπει ότι εκείνη έχει πιάσει φιλίες με τον Μπεν, έναν πλούσιο και όμορφο νέο. Μια παράξενη κατάσταση δημιουργείται ανάμεσα στους τρεις. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν η Χαέμι ξαφνικά εξαφανίζεται. Τι ακριβώς συμβαίνει; Πόσα από όσα έχει πει η Χαέμι στον Γιανγκσού ισχύουν; Και τι ρόλο βαράει ακριβώς ο Μπεν;

Η άποψή μας: Καμία ταινία του Pawel Pawlikovski δεν ξεπερνάει την μιάμιση ώρα σε διάρκεια. Ο Κορεάτης συνάδελφός του δεν είναι τόσο… λακωνικός. Όλες οι ταινίες του ξεπερνάνε σε διάρκεια τις δύο ώρες. Εκτός από την πρώτη του, που η διάρκειά της είναι σχεδόν δύο ώρες. Τούτη εδώ η ταινία του είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια που έχει γυρίσει. Κι ας βασίζεται σε ένα πολύ μικρό διήγημα του Murakami! Γεγονός είναι πως αυτή είναι μια πολύ καλή ταινία. Και δεν νομίζω να επιλέχθηκε να προβληθεί τυχαία την ίδια μέρα που είδαμε το «Under the Silver Lake» στο φεστιβάλ των Καννών. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, και στις δύο ταινίες, ένας νεαρός άντρας αναζητά μια όμορφη κοπέλα, με την οποία συνδέεται για λίγο, και μετά εκείνη εξαφανίζεται. Αν όμως η ταινία του Αμερικάνου είναι σουρεαλιστικά ποπ, η ταινία του Κορεάτη είναι… φλου αρτιστίκ!

Είναι ένα θρίλερ μυστηρίου αλλά κι ένα υπαρξιακό δοκίμιο. Με αργούς ρυθμούς. Και μεγάλη διάρκεια. Και καθόλου έτοιμες απαντήσεις. Ένας συνδυασμός καθόλου ελκυστικός για το μεγάλο κοινό, ιδιαίτερα λατρεμένος όμως για πολλούς κριτικούς κινηματογράφου. Το ιδεολογικό κέντρο βάρους της ταινίας νομίζω πως βρίσκεται στις κουβέντες της Χαέμι, όταν εξηγεί στον Γιονγκσού γιατί θέλει να πάει στην Κένυα. Εκεί, λέει, υπάρχει ένα τελετουργικό, τη παρουσία χορού, μέσω του οποίου διακρίνεται η διαφορά ανάμεσα στη «μικρή πείνα» και τη «μεγάλη πείνα». Η «μικρή πείνα» έχει να κάνει με τη σωματική πείνα. Με την πείνα που βιώνει το κορμί όταν δεν καταναλώνει τροφή. Την κυριολεκτική πείνα δηλαδή. Η «μεγάλη πείνα» από την άλλη είναι η πνευματική – ψυχική πείνα. Η πείνα του να βρεις το νόημα της ζωής. Μπορείς λοιπόν να τρέφεσαι μια χαρά αλλά να... πεθαίνεις από πείνα!

Η Χαέμι είναι μια δυστυχισμένη κοπέλα. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο που μπορούμε να πούμε για εκείνην. Το μόνο που μπορούμε να πιστέψουμε. Γιατί κατά τα άλλα ως συνομιλητής με τον Γιονγκσού και κατ’ επέκταση, ως μία από τους αφηγητές της ταινίας, είναι εντελώς αναξιόπιστη. Πόσα από όσα λέει είναι αληθινά και πόσα ψέματα; Όντως έχει γάτα στο διαμέρισμά της; Όντως έπεσε σε πηγάδι στο χωριό της όταν ήταν μικρή; Η Χαέμι λειτουργεί ως καταλύτης στην ταινία. Είναι το αντικείμενο του πόθου για τον Γιονγκσού και άλλη μία κατάκτηση για τον Μπεν. Κι εδώ βρίσκεται το ζουμί. Οι δύο άντρες βρίσκονται σε τελείως διαφορετική θέση στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Φτωχός ντελιβεράς που θέλει να γίνει συγγραφέας ο Γιονγκσού, πλούσιος, σοφιστικέ, με αγνώστου προέλευσης περιουσία ο Μπεν. Η… πάλη των τάξεων έχει εδώ ως διακύβευμα την Χαέμι. Που, καταλαβαίνετε εύκολα προς τα πού κλείνει εντέλει, έτσι; Κομβική σκηνή είναι εκείνη όπου τα τρία πρόσωπα συναντιούνται στο σπίτι του Γιονγκσού, στην επαρχία. Ένα σπίτι κοντά στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα – από τα μεγάφωνα της γείτονος ακούγονται διαρκώς προπαγανδιστικά ηχητικά μηνύματα. Η Σεούλ είναι κοντά στα σύνορα;

Καταλαβαίνετε που το πάω: ο σκηνοθέτης επιμένει να θολώνει τα νερά, να μην ξεκαθαρίζει ποτέ, τίποτε. Η Χαέμι γυμνώνεται και χορεύει υπό τους ήχους της μουσικής του Miles Davies που έντυσε μυθικά την ταινία «Ασανσέρ για δολοφόνους». Ο Γιονγκσού την λέει πουτάνα ουσιαστικά και ο Μπεν εξομολογείται πως μια φορά ανά δίμηνο, του αρέσει να καίει παρατημένα θερμοκήπια! Και ότι, ναι, πλησιάζει ξανά η ημερομηνία, και θα κάψει ένα ακόμα θερμοκήπιο, εκεί κοντά, στην περιοχή. Λέει αλήθεια; Ο Γιονγκσού ψάχνει τις επόμενες μέρες και δεν βρίσκει κανένα καμένο θερμοκήπιο. Μετά την εξαφάνιση της Χαέμι παρακολουθεί τον Μπεν, για τον οποίο έχει υπόνοιες πως με κάποιον τρόπο έχει συμβάλει σε αυτήν την εξαφάνιση. Ο Μπεν που οδηγεί Πόρσε. Ο Μπεν που ζει σε φοβερό διαμέρισμα. Ο Μπεν που όταν βαριέται δεν το κρύβει καθόλου – χασμουριέται. Ο Μπεν που έχει ένα συρτάρι στο μπάνιο του, γεμάτο γυναικεία memorabilia. Κι αφού χάθηκε η Χαέμι, πού πήγε η γάτα της; Μήπως είναι η γάτα που έχει πάρει ο Μπεν στο διαμέρισμά του; Είπαμε, ο σκηνοθέτης μας μανιπουλάρει, μας οδηγεί σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά δεν δίνει ποτέ απαντήσεις. Τις υποψιαζόμαστε. Ή αποφασίζουμε να δεχτούμε ως λογική αυτήν που ταιριάζει περισσότερο στη μενταλιτέ μας.

Το φινάλε έχει κάθαρση. Έχει φωτιά. Δεν έχει όμως καμία εξιλέωση. Δεν προσφέρει καμία ικανοποίηση στον θεατή. Δεν του δίνει το απαραίτητο closure. Μεγάλος μάστορας ο Lee Chang-dong από τους σπουδαιότερους δημιουργούς στο παγκόσμιο στερέωμα, φτιάχνει μια ταινία εκτυφλωτικά σπουδαία. Το κοινό όμως, το μεγάλο κοινό, νομίζω πως δεν θα νιώσει ευχαρίστηση παρακολουθώντας την ταινία. Θα μείνει πάντοτε με καθηλωμένη την εκκρεμότητα…

(η ταινία προβάλλεται την Τρίτη 25/09, στις 21.45, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1)

In the Aisles AIFF 2018

Η τελευταία ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε στη σημερινή μας ιδιότυπη ανταπόκριση μας έρχεται από την περασμένη Berlinale. Τίτλος της: «Στους διαδρόμους» (In den Gängen / In the Aisles). Πρόκειται για την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Thomas Stuber μετά από τα «Teenage Angst» (2008), που επίσης έλαβε μέρος στην Berlinale και «Herbert» (2015), που ξεκίνησε την καριέρα της από το φεστιβάλ του Τορόντο εκείνης της χρονιάς, συμμετείχε όμως και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο διαγωνιστικό τμήμα! Η ταινία τιμήθηκε με το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο Βερολίνο. Και είναι μια γλυκύτατη, αλήθεια, ταινία.

Η υπόθεση: Ο Κρίστιαν είναι ένας ντροπαλός και μοναχικός 30άρης, που πιάνει δουλειά σε ένα αχανές υπερμάρκετ, σε μια άχρωμη πόλη της Γερμανίας, εκείνη που λίγα χρόνια πριν ονομαζόταν «Ανατολική». Τοποθετείται στο τμήμα των ποτών και χρίζεται χειριστής περονοφόρου ανυψωτικού μηχανήματος. Κατευθείαν τον βάζει υπό την προστασία του ο Μπρούνο, παλαίουρας στο τμήμα, που ακόμα θυμάται με γλυκές αναμνήσεις, τις μέρες του ως οδηγός φορτηγού. Είναι εκείνος που θα μάθει στον Κρίστιαν πώς να χειρίζεται το μηχάνημα.

Ο Κρίστιαν προτιμά τις νυχτερινές βάρδιες, τότε που κλείνει το μαγαζί και δεν υπάρχουν πελάτες. Καλύπτει τα τατουάζ στα χέρια του με την φόρμα εργασίας: δεν θέλει να δείχνει στους συναδέλφους του σημάδια από ένα παρελθόν το οποίο θέλει να ξεχάσει. Και στο τμήμα των γλυκών συναντά την Μάριον. Μια όμορφη, μεγαλύτερης ηλικίας από εκείνον συναδέλφισσά του. Δίνουν κάθε φορά ραντεβού πάνω από τη μηχανή του καφέ. Εκείνη, τον φλερτάρει φανερά. Εκείνος την ερωτεύεται αλλά φοβάται να αποκαλύψει τα συναισθήματά του. Εξάλλου, η Μάριον είναι παντρεμένη. Ναι, αλλά δεν περνάει καλά στο γάμο της. Μια μέρα η Μάριον δεν πηγαίνει στη δουλειά. Μια μέρα ο Κρίστιαν θα πάει στο σπίτι του Μπρούνο. Μια μέρα όλα θα αλλάξουν...

Η άποψή μας: Όταν πήγαμε να δούμε τούτη την ταινία στη δημοσιογραφική προβολή της στο Βερολίνο, υπήρχε γενικότερα στην ατμόσφαιρα μια αίσθηση ότι θα βλέπαμε κάτι ανάλογο του «Toni Erdmann». Ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι στο βασικό γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζε η Sandra Hüller, πραγματική αποκάλυψη στην ταινία της Maren Ade. Ευτυχώς, διαψευστήκαμε! Γιατί αυτή η ταινία δεν είναι ετερόφωτη. Είναι μια αυτοφυής, χαμηλότονη, σπουδαία δημιουργία, που αδικείται με το να τη συγκρίνουμε με ένα άλλο έργο τέχνης. Αν ντε και καλά εγκλωβιστούμε σε μια διάθεση συγκρίσεων, πάντως, θα λέγαμε πως αν το «Toni Erdmann» επικεντρώνονταν στη σχέση μιας γυναίκας με τον πατέρα της, σε τούτη την ταινία βλέπουμε τη σχέση ενός νεαρού άνδρα με δύο συναδέλφους του: μία γυναίκα με την οποία θα ήθελε να συνδέεται ρομαντικά – σεξουαλικά κι έναν άντρα, που λειτουργεί ως πατρική φιγούρα. Αλλά είναι και μια ταινία για αυτό που λέμε «χώρος εργασίας».

Στο αχανές, απρόσωπο, γεμάτο ατελείωτους διαδρόμους και ράφια στοιβαγμένα με προϊόντα μέχρι το ταβάνι πολυκατάστημα, όχι mall, όχι ένα κέντρο καταναλωτισμού που σε προσελκύει όπως το φως τις πεταλούδες, αλλά ένα άσχημο, στεγνό, χωρίς ωραιοποιήσεις κτίριο, στο οποίο δεν μπαίνει φυσικό φως, στο οποίο το μόνο «φυσικό» είναι μια αφίσα ενός φοίνικα, ζουν και αναπνέουν και εργάζονται άνθρωποι, που κουβαλάνε τις δικές τους ιστορίες. Που δημιουργούν σχέσεις μεταξύ τους: τυπικές, φιλικές, ανταγωνιστικές, ερωτικές. Κάνουν γιορτές όλοι μαζί και ψήνουν λουκάνικα και πίνουν μπύρες. Μέσα σ' αυτήν τη μικροσκοπική (μέσα στο τεράστιο μέγεθός της) αφτιασίδωτη κουκκίδα του υπαρκτού καπιταλισμού, που θα περίμενε κανείς οι εργάτες να λειτουργούν ωσάν ρομπότ, αντιθέτως, οι εργάτες δεν είναι καθόλου έτσι. Κάνουν διάλειμμα για τσιγάρο (στη ζούλα, μιας που δεν προβλέπεται)! Πού; Στη Γερμανία! Μιλούν, μοιράζονται, ζουν. Ναι ρε φίλε, αν το σκεφτεί κανείς, ακόμα και υπό τις χειρότερες συνθήκες, ζεις μια ολόκληρη ζωή, κανονικότητα, δίπλα και μαζί με τους συναδέλφους σου. Άλλους δεν τους χωνεύεις, για άλλους αδιαφορείς, υπάρχουν και οι άλλοι, που χαίρεσαι να τους βλέπεις κάθε μέρα. Είναι η οικογένειά σου μακριά από την οικογένειά σου! Κι αυτό το άθλιο, πανάσχημο κτίριο, γίνεται στην ταινία ένας θόλος, που προστατεύει όσους είναι από κάτω του από τον εχθρικό έξω κόσμο.

Ο σκηνοθέτης παίρνει άριστα στη διαχείριση του υλικού του. Στον καταμερισμό του. Στους ρυθμούς: η ταινία είναι λίγο πάνω από δύο ώρες, είναι φεστιβαλική (με ότι συνεπάγεται αυτό), είναι χαμηλότονη κι όμως δεν βαριέσαι ούτε σε μισό λεπτό της. Κι ας μας δείχνει την ρουτίνα, τη ρουτίνα ρε φίλε. Ο σκηνοθέτης με εξαιρετικό τρόπο μας λέει πως ακόμα και στο πιο στέρφο για την ανθρώπινη επικοινωνία υπέδαφος, θα ανθίσουν αισθήματα και συναισθήματα. Όχι πάντα ευχάριστα, όχι πάντα με ευτυχή κατάληξη. Υπάρχουν σκηνές πάρα πολύ δυνατές, που όμως δεν τις λες συγκλονιστικές, ακριβώς επειδή ο σκηνοθέτης δεν θέλει να μεγεθύνει τα δεδομένα. Να τα δείξει έτσι όπως έχουν θέλει. Πχ η σκηνή που οι εργάτες, στη ζούλα και πάλι, καταβροχθίζουν μέσα από τους σκουπιδοτενεκέδες προϊόντα που πρέπει να αποσυρθούν επειδή έχουν λήξει, δεν υπάρχει στην ταινία για να συγκλονίσει. Σε πιάνει ένα σφίξιμο αλλά είναι η αλήθεια της σκηνής που σε παρασέρνει. Όταν ο Κρίστιαν πηγαίνει στο σπίτι της Μάριον για να μάθει για ποιον λόγο δεν πηγαίνει πλέον στη δουλειά, έχουμε μια σκηνή όπου θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Κρίστιαν τη δεδομένη στιγμή λειτουργεί ως stalker.

Κι όμως και πάλι με χαμηλούς τόνους ο σκηνοθέτης τη μοναξιά καταγράφει. Την ήσυχη απόγνωση. Για να μην μιλήσουμε για την κατάληξη της ιστορίας με τον Μπρούνο. Που αλλιώς είναι στη δουλειά και αλλιώς είναι στην πραγματικότητα. Το δημόσιο προφίλ μας και το ιδιωτικό. Μοναξιά μου όλα. Πω πω πω. Οι ερμηνείες από όλους είναι σπουδαίες. Την Hüller την θέλαμε περισσότερη ώρα στην ταινία. Η παρουσία της και μόνο μαγνητίζει το κοινό. Τα φώτα, όμως, πέφτουν αναγκαστικά περισσότερο πάνω στον Franz Rogowski, που υποδύεται τον Κρίστιαν. Είναι ένας ηθοποιός που ως φιζίκ και με το λαγόχειλό του, παραπέμπει στον Joaquin Phoenix. Έχει μια πολύ περίεργη εκφορά στο λόγο, αλλά είναι σαφέστατα ταλαντούχος. Έπαιξε και στο «Transit» του Petzold ενώ ήρθε με φόρα με ρόλους στο «Victoria» του Sebastian Schipper αλλά και το «Happy End» του Michael Haneke.

Πολύ όμορφη, πολύ γλυκιά ταινία. Και σε ένα πλάνο, όπου η κάμερα ανεβαίνει στους ουρανούς του υπερμάρκετ και βλέπει τον μικρόκοσμό του από ψηλά, ακόμα και οι άθεοι και οι αγνωστικιστές θα πάνε για λίγο πάσο: τα πάντα εν σοφία εποίησε. Σκατά είναι ο κόσμος μας, σκατά οι συνθήκες που ζούμε, μέσα από τον βούρκο, όμως, υπάρχουν κάποιοι που κοιτάνε τα άστρα. Και τα άστρα ανταποδίδουν το βλέμμα αυτό...

(η ταινία προβάλλεται την Πέμπτη 27/09, στις 19.00, στην αίθουσα IDEAL και την Παρασκευή 28/09, στις 21.00, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 2)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

TIFF 2018
Περισσότερα... »

Χάσαμε το δρόμο...στοπ! (Contromano) Poster ΠόστερΧάσαμε το δρόμο...στοπ!
του Antonio Albanese. Με τους Antonio Albanese, Alex Fondja, Aude Legastelois, Daniela Piperno, David Anzalone


Μιλάνο - Ντακάρ
του zerVo (@moviesltd)

Ναι, αλλά εγώ έχω έξοδα λειτουργικά, πληρώνω ρεύματα, ενοίκια, νερά, τηλέφωνα, κοινόχρηστα. Ναι, αλλά εγώ κόβω αποδείξεις, μου βγαίνει το λάδι για να μαζέψω τον ΦΠΑ, να καταθέσω την εφορία, να μην βγω εκπρόθεσμος και επιβαρυνθώ με πρόστιμα, αφού δεν υπάρχει ενδεχόμενο να με δεχτούν σε ρύθμιση. Ναι, αλλά εγώ έχω να καταθέσω τοις μετρητοίς τα λεφτά της παραγγελίας στον προμηθευτή για να μου φέρει εμπόρευμα και δεν το φέρνω παράνομα και πλαγίως, αφού είμαι νομοταγής και δεν θέλω μπλεξίματα με το κράτος. Ναι, αλλά εσύ, είσαι εκείνος που διάλεξες την χωρίς ίχνος ελέους πολιτική που ακολουθεί η πατρίδα σου η Ευρώπη αρχηγέ μου, τόσο στα ζητήματα εντός των συνόρων της, διαχωρίζοντας τους πολίτες της σε προνομιούχων και υποβαθμισμένων κατηγοριών, όσο κυρίως στα εκτός αυτής, συμμετέχοντας στα εγκλήματα πολέμων σε ολάκερη την υφήλιο, που έχει σαν αποτέλεσμα ένα τσουνάμι πάμφτωχης μετανάστευσης προς τα δώθε. Λες και όλοι αυτοί οι ανθρώποι, στο Μιλάνο ονειρεύονταν να ξενιτευτούν και όχι να μείνουν στα μέρη τους, στα σπίτια τους, στον παράδεισο τους.

Χάσαμε το δρόμο...στοπ! (Contromano) Quad Poster Πόστερ
Μοναχικός και απόμακρος, ο μεσήλικας Μιλανέζος Μάριο, μοιάζει να ακολουθεί μια ζωή σε έναν καθημερινό κύκλο, σε μια ρουτίνα, που φαινομενικά και μόνο δείχνει να τον ικανοποιεί. Κάθε πρωί θα πιει τον ίδιο αράμπικα καπουτσίνο του στο καφέ της γειτονιάς, θα περάσει ολάκερη την ημέρα του στο κατάστημα με τις κορυφαίας ποιότητας κάλτσες που εδώ και δεκαετίες διατηρεί, θα επιστρέψει στο άδειο σπίτι ανταλλάσσοντας μια δυο κουβέντες με την εξίσου παράξενη γειτόνισσα, πριν ασχοληθεί για λίγες ώρες με την κηπουρική του στο μικρό αυτοσχέδιο μποστανάκι που έχει φτιάξει στην ταράτσα. Και την επομένη, φτου κι από την αρχή, μια από τα ίδια. Περασμένα πενήντα ο κακομοίρης και δείχνει παγιδευμένος σε μια ανακύκλωση που του χαλάει, αν και δεν το κατανοεί, τον ψυχισμό.

Την ασφαλή του νηνεμία θα ανατρέψει μονομιάς η παρουσία ενός μαύρου πρόσφυγα από την Σενεγάλη, του Όμπα, που αποφασισμένος να βγάλει το δικό του μεροκάματο, θα ξεκινήσει να πουλά τις λαθραίας εισαγωγής κάλτσες του, έξω από το κατάστημα του Μάριο και μάλιστα προσφέροντας τις, λιγότερο και από την μισή τιμή! Το σολντ άουτ που θα καταφέρει, ο μετανάστης, επί καθημερινής βάσης, θα στοιχίσει στον κοτσονάτο επιχειρηματία, που εδώ και μια βδομάδα δεν έχει κάνει ούτε σεφτέ. Είναι η στιγμή που στο μυαλό του θα σκιτσάρει πλάνο εκδίκησης, απαγάγοντας τον ενοχλητικό αφρικάνο και δεμένο χειροπόδαρα να τον επιστρέψει πίσω στην πατρίδα του, διώχνοντας τον από την δική του μια για πάντα!

Δεν θα το σκεφτόταν κανείς, ούτε ο πιο ακραίος ρατσιστής αυτό το εκδικητικό σχέδιο! Μέσα σε ένα αμαξάκι, να βουτήξεις έναν άνθρωπο ξένο και να πάρεις τον μακρύ δρόμο να τον γυρίσεις αναγκαστικά στα μέρη του, ξεκινώντας από την Λομβαρδία κι έχοντας σαν τελικό προορισμό το φημισμένο από το ράλι του, Ντακάρ! Την αντιλαμβάνεσαι την διαδρομή? Πέρα από τα χιλιάδες οδικά μίλια, υπάρχουν άλλα τόσα ναυτικά. Ποιος αλήθεια δύναται να σκαρφιστεί τέτοια ιδέα, όταν μάλιστα ο φουκαράς του στόρυ, δεν είναι δα και ο πιο ακραίος πατριώτης. Απλά ο χοντρούλης Όμπα του τσάκισε την βολή κι αυτό θα το πληρώσει. Και στον καταναγκαστικό γυρισμό ετούτο, η μόνη χάρη που θα του κάνει ο...απαγωγέας, θα είναι να πάρει μαζί του, την πραγματικά εξωτικής ομορφιάς αδελφούλα του, Νταλιντά, που δεν θα αργήσει να κάνει τα γλυκά μάτια στον αποφασισμένο να επαναφέρει την τάξη Ιταλιάνο!

Κοινωνικός είναι ο χαρακτήρας της made in Italy κομεντί που επιχειρεί να προσεγγίσει ένα κυριολεκτικά φλέγον ζήτημα για την γείτονα χώρα, που επίσης έχει τιγκάρει από τα μαζικά κύματα των κακομοίρηδων, που η μοίρα τους οδήγησε να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Και προσπαθεί να δώσει μια απάντηση σε βασικά ερωτήματα που απασχολούν τους νόμιμους ντόπιους, σε σχέση με τους πεινασμένους μουσαφίρηδες, που βρίσκουν μια πανεύκολη λύση στην παρανομία προκειμένου να βγάλουν το ψωμί της ημέρας. Σύμφωνοι, η σκέψη του πακεταρίσματος και πίσω σπίτι είναι τρομακτικά υπερβολική για να αντέξει ως θεμέλια ιδέα μιας κομεντί, αυτό όμως δεν σημαίνει πως η ταινία που επιμελείται πλήρως και μας σερβίρει με γούστο και κέφι για περαιτέρω κουβέντα, ο αξιόλογος κωμικός Antonio Albanese.

Που η αισθητική του δεν είναι του σλάπστικ και της χοντράδας αλλά του πιο σοβαρού, του φιλοσοφημένου αστείου, όπως το καταλάβαμε άλλωστε πολύ πρόσφατα από από μια ακόμη σοσιολογικού ενδιαφέροντος δημιουργία, όπως το Δεν Θα Συμπεθεριάσουμε Ποτέ! (Come un gatto in Tangenziale). Η ματιά του σχεδιαστικά είναι ρεαλιστική στο κτίσιμο της πραγματικότητας που ζορίζει μέρα με την ημέρα ολοένα και πιο πολύ τον απλό κοσμάκη, τον μικρομεσαίο που παλεύει για το μεροκάματο, πριν διαβεί στην ακρότητα της συνέχειας.

Σεναριακός συνοδός σε όλη την πορεία της αφήγησης, η ανθρωπιά, δημιουργεί έναν συγκινητικό κλωβό, μέσα στον οποίο βολτάρει η πλοκή, ορίζοντας εντέλει όσο εξελίσσεται η δράση, ως εκείνον που ζητάει λίγη αγάπη παραπάνω, τον κακόμοιρο άντρα. Που περήφανος και ψηλομύτης, κοκορεύεται πως δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη, πριν η καρδούλα του λυγίσει για τα μάτια της μαύρης γαζέλας, μέχρι να σκάσει η προβλέψιμη ανατροπή που θα τον σμπαραλιάσει και θα του αποδώσει ακόμη πιότερο τον οίκτο της πλατείας. Εννοείται πως το αισιόδοξο και ηλιόλουστο φινάλε, είναι ο ορισμός του ιδεατού τέλος καλό - όλα καλά, φτιάχνοντας την διάθεση του θεατή του, ώστε να μείνει εντέλει ικανοποιημένος, από μια αξιοπρεπή, σε καμία περίπτωση όμως, ξεχωριστή και αλέγκρα κομεντί.

Χάσαμε το δρόμο...στοπ! (Contromano) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 20 Σεπτεμβρίου 2018 από την Rosebud 21!
Περισσότερα... »

Υπεράνω πάσης υποψίας (The Catcher Was A Spy) Poster ΠόστερΥπεράνω πάσης υποψίας
του Ben Lewin. Με τους Paul Rudd, Mark Strong, Sienna Miller, Jeff Daniels, Tom Wilkinson, Giancarlo Giannini, Hiroyuki Sanada, Guy Pearce, Paul Giamatti


Κατάσκοπος στην καρδιά!
του zerVo (@moviesltd)

Από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στα χρονικά της φυσικής επιστήμης, ο Γερμανός Βέρνερ Καρλ Χάιζενμπεργκ, υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές της θεωρίας της κβαντομηχανικής. Νομπελίστας από το 1932, χάρη στην διατύπωση του για την Αρχή της Απροσδιοριστίας, στην οποία έδινε καινούργιες θεωρήσεις για τον τρόπο προσέγγισης βασικών εννοιών του φυσικού κόσμου, αλλά και την ανατρεπτική του εξήγηση περί της σταθερότητας της ύλης, ο σπουδαίος επιστήμονας, ορίστηκε από το Ναζιστικό καθεστώς ως ένας από τους βασικούς συντελεστές της έρευνας για την διάσπαση του ατόμου και κατ επέκταση της δημιουργίας μιας φονικής βόμβας. Οι ανεπίσημες γραφές κάνουν λόγο για περιορισμένο ενδιαφέρον του Χάιζενμπεργκ πάνω στο πυρηνικό πρόγραμμα του Χίτλερ, αφού με την αρνητική του στάση προκάλεσε καθυστερήσεις στην υλοποίηση του, μια προσωπική αντίδραση που προέκυψε από το γεγονός πως στενοί του συνεργάτες, εκδιώχθηκαν από το φασιστικό καθεστώς, λόγω της καταγωγής τους. Κατόπιν του μεγάλου πολέμου συνέβαλε με τις γνώσεις του, τα μέγιστα στην αναδιάρθρωση της νέας και δημοκρατικής Γερμανίας.

Υπεράνω πάσης υποψίας (The Catcher Was A Spy) Quad Poster Πόστερ
Από τους ποιοτικότερους παίκτες του πρωταθλήματος μπέιζμπολ, αγωνιζόμενος με τα χρώματα της ομάδας των Ρεντ Σοκς της Βοστόνης, ο χαμηλών τόνων και μυστηριώδους συμπεριφοράς Μο Μπεργκ, δεν θα αργήσει να πέσει στην αντίληψη του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών, λόγω των απίστευτων γνώσεων και ικανοτήτων του. Απόφοιτος του πανεπιστημίου του Πρίνστον, με υψηλότατο IQ, άριστη επικοινωνία σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και διπλωματική άνεση, ως αστέρας του δημοφιλούς σπορ, να ταξιδεύει σε στρατηγικής σημασίας περιοχές της γης, ο Εβραϊκής καταγωγής μοναχικός άντρας με το υψηλό πατριωτικό φρόνημα, θα στρατολογηθεί από την αρχές προκειμένου να του ανατεθεί μια από τις πιο δύσκολες και ριψοκίνδυνες αποστολές.

Να ταξιδέψει κάτω από άκρα μυστικότητα στο επίκεντρο των μαχών του πολέμου, στην φλεγόμενη Ευρώπη, ώστε να εντοπίσει τα ίχνη του κορυφαίου Γερμανού επιστήμονα Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, που σύμφωνα με τα δεδομένα είναι ο κύριος οργανωτής του ναζιστικού πλάνου κατασκευής του ατομικού υπερόπλου. Και φυσικά ξεπερνώντας τα εμπόδια ασφαλείας που έχει στήσει η Γκεστάπο, να τον προσεγγίσει και να τον εξοντώσει. Μια αποστολή που απαιτεί από τον λιγομίλητο και ανέκφραστο Μο, σύνεση, προσοχή και άριστο σχεδιασμό ώστε να έρθει εις πέρας με επιτυχία.

Το βασικό θέμα που η Αμερικάνικη οργάνωση, προπομπός ως γνωστόν της CIA, αντιμετωπίζει, είναι η αμφιβολία. Όχι μόνο για το αν έχει βάλει στο στόχαστρο τον σωστό αντίπαλο, αφού δεν έχει διασαφηνισθεί αν πραγματικά ο Γερμανός φυσικός λειτουργεί υπέρ ή κατά των ορέξεων του Τρίτου Ράιχ, αλλά και για το αν στέλνει στο μέτωπο τον κατάλληλο άνθρωπο, αφού ο αινιγματικός, ανεξήγητος και αδιαφανής χαρακτήρας του Μπεργκ, δεν πείθει τους τελειομανείς ιθύνοντες πως έχουν πράξει σωστά επιλέγοντας τον. Κι αυτό γιατί σε καμία περίπτωση η περσόνα του δεν συνάδει με την τυπική εκείνη του Γιάνκη, του διαχυτικού σωβινιστή, του περήφανου οικογενειάρχη. Κοντεύοντας στην συμπλήρωση των σαράντα χρόνων ζωής, αστεφάνωτος και άτεκνος ακόμη, έχει προκαλέσει αμέτρητα ερωτηματικά στον στενό του περίγυρο, ακόμη και στην σχεδόν αόρατη στις δημόσιες εμφανίσεις μνηστή του, για το αν και κατά πόσο είναι φανατικός άνδρας...

Στην δική μας ματιά, αυτή των θεατών της ιστορίας δηλαδή, το ερωτηματικό για το αν έχει ομοφυλοφιλικές τάσεις, πολύ γρήγορα απαντάται, μετά από το ταξίδι του αθλητή και εκκολαπτόμενου πράκτορα στην Ιαπωνία. Ξέροντας καλά να ξεγλυστρά από τα ερωτήματα των ανωτέρων του αλλά και από τις παρακολουθήσεις των περίεργων τριγύρω του, θα αποδειχθεί ως ο πρέπων για να μεταβεί στην Ιταλία και να ψάξει να βρει και να σκοτώσει δίχως οίκτο, τον άνθρωπο που στο μυαλό του κρατά την τύχη ολόκληρου του πολέμου. Αποξαρχής καταλαβαίνεις όμως, ως έξυπνος σινεφίλ, όταν τον συγκεκριμένο ρόλο δεν τον κατέχει ο Tom Cruise ή ο Brad Pitt, πως το spy thriller που πρόκειται να παρακολουθήσεις δεν θα είναι ακριβώς εκείνο που περιμένεις. Μάλλον με ένα ψυχολογικό παιχνίδι, όχι απόλυτα πετυχημένο αφηγηματικά, που ακολουθεί όλες τις τυπικότητες του ακαδημαϊκού φιλμικού κτισίματος μοιάζει το The Catcher Was A Spy.

Οι ρυθμοί δεν ανεβάζουν ποτέ στροφές, κάτι που δεν είναι κατ ανάγκη κακό αν αναλογιστούμε πως οι καλύτερες ταινίες του genre, σαν τον Tinker Tailor ας πούμε, διαθέτουν πλήρως επίπεδη και χωρίς διακυμάνσεις τέμπο εξιστόρηση. Ο 73χρονος Πολωνικής καταγωγής σκηνοθέτης, Ben Lewin, των μόλις έξι ταινιών μεγάλου μήκους στο ενεργητικό του, σε πορεία τριάντα ετών, άνευρα και άχρωμα σηκώνει την μπαγκέτα του για να διευθύνει την ορχήστρα που στο επίκεντρο της έχει έναν μπερδεμένης υφής σταρ, όπως ο Paul Rudd. Κωμικός νέας κοπής μας συστήθηκε, στα κύματα της Marvel μέσω Ant-Man μπλέχτηκε, σε δράμα χαρακτήρων τον τοποθέτησαν εδώ, με αποτέλεσμα να μην ορίζει και το άριστο καστάρισμα.

Με άλλο πιο ενδιαφέρουσας και όχι τόσο ρηχής αντίληψης ντιρέκτορα, που δεν ξεπατικώνει ολάκερο το πατρόν του (αποτυχημένου) The Good Shepherd και με εναλλακτικό πρωταγωνιστή μιας και ο Rudd δεν ταιριάζει, δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως θα αποτύγχανε το πρότζεκτ της κινηματογραφικής δολοφονίας του κβαντοφυσικού, έχοντας στις τάξεις του ολόκληρη την μεικτή κόσμου των κορυφαίων ρολιστών. Δεν υπάρχει ούτε μισός ρόλος που να μην αποδίδεται από ονομαστό καρατερίστα - ο Βέρνερ από τον περουκάκια Mark Strong, που στήνει με τον Rudd και την μοναδική άξια αναφοράς κοντραριστική σεκάνς, η μνηστή από την κούκλα Sienna Miller, ο μπος από τον Jeff Daniels, ο συνεργάτης από τον Paul Giammatti, ο στρατιωτικός υπεύθυνος από τον Guy Pearce, ο Ιταλιάνος μεσάζων από τον Giannini, ο σύνδεσμος από τον Tom Wilknson, μέχρι και ο σχιστομάτης εραστής φέρει την φιγούρα του Hiroyuki Sanada. Τι διάολο? Δωρεάν έπαιξαν? Ή δεν λυπήθηκαν τα χρήματα τους εκεί στο στούντιο, επενδύοντας μαζί με όλους αυτούς σε αμφιλεγόμενο σκηνοθετικό  άτι? Διότι υπό άλλες, πιο προσεγμένες, παραγωγικές συνθήκες, δεν βρίσκω γιατί το ακριβό Υπεράνω Πάσης Υποψίας (τι κουτός ο εγχώριος τίτλος) να μην ήταν αντάξιο ενός Imitation Game φερειπείν.

Υπεράνω πάσης υποψίας (The Catcher Was A Spy) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 20 Σεπτεμβρίου 2018 από την Spentzos Films!
Περισσότερα... »



Νύχτες Πρεμιέρας 2018 Live

του zerVo (@moviesltd)

Νύχτες Πρεμιέρας 2018 LIVE Ep.2 - Που πήγε το Μουσική & Φιλμ?

Οι προληπτικοί λένε πως όταν λες την καλημέρα σου, δεν κάνει να είσαι μουτρωμένος, σκυθρωπός και να μην σκέφτεσαι αρνητικά, ούτε να τα εκφράζεις τόσο νωρίς, άστα τα άσχημα να ειπωθούν όταν μεσημεριάσει. Μπα! Αλλού αυτά, όχι σε εμάς. Και φυσικά δεν παίζει να μην τα διατυπώσουμε, από τόσο νωρίς και επί της παρούσης. Το Φεστιβάλ της Αθήνας δεν το γνωρίσαμε ετούτο τον Σεπτέμβρη, το καλύπτουμε είκοσι χρόνια τώρα (και βάλε) οπότε στην απαρχή του Φθινοπώρου, ορίζει μέρος της ζωής μας και το κυριότερο τους ανθρώπους του τους αγαπάμε. Συνεπώς δεν έχει κάποιο νόημα να μοιράζουμε μπράβο και θαυμαστικά, που οι αίθουσες, οτιδήποτε κι αν προβάλλουν - φαινόμενο μοναδικό - είναι τιγκαρισμένες. Οι Νύχτες Πρεμιέρας μου έχουν δώσει την εντύπωση πως βαδίζουν με μια τέτοια δυναμική, που δεν θα εκπλαγώ αν μάθω στην τελική απογραφή, πως οι οκτώ στις δέκα διαθέσιμες καρέκλες των σινεμάδων ήταν κατειλημμένες.

Αυτό το αναμφίβολα θετικότατο δεδομένο δεν με αποτρέπει όμως από το να εκφράσω την απογοήτευση μου για την (σχεδόν) διαγραφή από το καλεντάρι, του πιο αγαπημένου μου και με τα ίδια μου τα μάτια, δημοφιλέστερου τμήματος του στο κοινό. Του αποκαλούμενου εδώ και πολλά πολλά χρόνια "Μουσική Και Φιλμ". Που και τι ροκιουμένταρυ δεν έχουμε παρακολουθήσει στην αλυσίδα των μοναδικών και συνήθως δίχως κατοπινή επίσημη διανομή προβολών του ε? George Harrison, Pulp, Fela Kuti, Coltrane, Pussy Riot, Stone Roses, Damned, Jam, ούτε κι εγώ που τα ρούφηξα με μανία δεν μπορώ να τα απαριθμήσω όλα. Τόσο σημαντικές πρεμιέρες, δε, που επί πενταετίας και βάλε υπήρχε και ειδικό διαγωνιστικό section, με το ταμπελάκι sold out να αναρτάται μόνιμα στον γκισέ. Και όλα αυτά φέτος σβήσανε, καπνός, εξαφανίστηκαν σαν τον Κάιζερ Σόζε. Το Κονκόρσο γενικεύτηκε κάτω από την γενική μαρκίζα "Ντοκιμαντέρ" και οι ταινίες που αποτελούν το πενταγραμμικό πακέτο είναι μόλις τρεις. ΤΡΕΙΣ!!!! Μαζί σας κι εγώ παίδες, βάλτε οκτώ διαγωνιστικά πακέτα, μικρού μήκους, μεγάλου μήκους, μεσαίου μήκους κι ότι μήκους κάνετε κέφι. Η απουσία της Μουσικής ρουμπρίκας από το πρόγραμμα είναι σφάλμα μεγάλο. Κάτι που σχολιάστηκε δυσμενώς, από όλους όσους καρτερούσαν απόψε την γκλιτεράτη πρεμιέρα της βραδιάς, κατακλύζοντας την Όπερα της Ακαδημίας, για να παρακολουθήσουν την μακράν πληρέστερη τεκμηρίωση που γράφτηκε ποτέ, γύρω από το ιστορικότερο νάιτ κλαμπ στα χρονικά.

Studio 54 AIFF 2018

Η θρυλική ντισκοτέκ Studio 54 άνοιξε τις πύλες της, σε μια κακόφημη γειτονιά του Μανχάταν, την βραδιά της 26ης Απριλίου 1977. Ένα φιλόδοξο επιχειρηματικό σχέδιο που για καιρό οργάνωναν δυο στενοί από τα φοιτητικά τους χρόνια φίλοι, ο οργανωτικός, μεθοδικός και εσωστρεφής δικηγόρος Ίαν Σράγκερ, γόνος Εβραϊκής φαμίλιας με διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο και ο εκδηλωτικός, διαχυτικός και ημιαποτυχημένος ως ιδιοκτήτης ψησταριών, Στιβ Ρουμπέλ. Με προϋπολογισμό που άγγιξε το μισό εκατομμύριο δολάρια, οι Διόσκουροι, σε χρόνο ρεκόρ μετέτρεψαν το παλιοκαιρισμένο θέατρο και πρώην τηλεοπτικό στούντιο της CBS, σε υπερπολυτελές νυχτερινό κέντρο, φροντίζοντας καιρό πριν την πρεμιέρα να το προμοτάρουν σε όλα τα μέσα, ως τον τόπο διασκέδασης, που κανείς θα μπορούσε να συναντήσει την αφρόκρεμα της Νεουορκέζικης καλλιτεχνικής σκηνής.

Και πράγματι από το opening night κιόλας, μπροστά στις μαύρες μεταλλικές πύλες του κτιρίου δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο, γεγονός επαναλαμβανόμενο καθημερινά, καθώς οι θαμώνες του, οι διασημότεροι αστέρες της σόου μπιζ, εκτόξευσαν την φήμη του, μετατρέποντας το στο επίκεντρο της νυχτερινής διασκέδασης της μεγαλούπολης που δεν κοιμάται ποτέ. Ένας ναός ελευθερίας και ξενοιασιάς, που κοινοί θνητοί και σούπερ στάρς, λευκοί, μαύροι, γκέι, στρέιτ, διεμφυλικοί, βίζιτες και μαφιόζοι, συνυπήρχαν ως ένα, στα ολονύχτια οργιώδη πάρτι, που το ποτό και τα ναρκωτικά έρεαν άφθονα, κάτω από τους καταιγιστικούς ντίσκο ήχους των 125 παλμών το λεπτό. Το ραγδαίο ζενίθ που γνώρισε το κλαμπ της 54ης οδού, εκτοξεύοντας στα ουράνια την φήμη των ζάπλουτων ιδιοκτητών του, δεν είχε διάρκεια παρά μόνο τριάντα τριών μηνών, αφού τα οικονομικά σκάνδαλα φοροδιαφυγής οδήγησαν τους πλεονέκτες επιχειρηματίες σε δίκη, κατόπιν στην φυλακή, με συνέπεια το απότομο τέλος του πανηγυριού, που όμοιο του δεν έχει υπάρξει ξανά στα χρονικά.

Φιλμικές αναφορές στην ιστορία των σχεδόν τριών ετών ζωής του κλαμπ, που τα σκοινιά της εισόδου του δεν περνούσε ο κάθε τυχαίος, έχουν υπάρξει πάμπολλες μέχρι στιγμής με πιο ονομαστή, την όχι και τόσο επιτυχημένη δραματοποιημένη παραγωγή του 1998. Εδώ η προσπάθεια του κινηματογραφιστή Mark Tyrnauer, εκ προοιμίου κάνει την διαφορά, καθώς το βασικό της ατού είναι η παρουσία του ίδιου του Σράγκερ μπροστά από την κάμερα, να ξετυλίγει τις θύμησες όπως τις βίωσε από πρώτο χέρι, όντας ο ιθύνων μα και αφανής νους τους πλάνου. Και ο μοναδικός εν ζωή, αφού ο Ρουμπέλ, ο δημοσιοσχεσίτης της δυάδας, με ζωή άσωτη, πνιγμένη στο ομοφυλοφιλικό σεξ και την κόκα, υπήρξε ένα από τα πρώτα θύματα της κατάρας του AIDS, εκεί κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 80. Η αφήγηση του δισεκατομμυριούχου, ως κατόχου μιας τεράστιας αλυσίδας ξενοδοχείων πλέον, Σράγκερ, συγκλονίζει και κυριαρχεί όλων όσων συνεργατών και θαμώνων μέσα από τα ίντερβιους δίνουν τις δικές τους αναφορές για τις πιπεράτα έξαλλες στιγμές που έζησαν στην πίστα ή στους φανερούς και κρυφούς καναπέδες της ντισκοτέκ.

Πέρα από τα άγνωστα στοιχεία που έρχονται στην επιφάνεια όμως γύρω από την λειτουργία του Studio 54, το φιλμ επιχειρεί να προσεγγίσει και την άρρηκτη σχέση φιλίας των δύο αντρών, που πέρασε μέσα από τον θρίαμβο και την αλλοφροσύνη που προκάλεσε, στην δοκιμασία του σωφρονιστικού εγκλεισμού και την απώλεια, στοιχειοθετώντας έναν συνεταιρικό δεσμό που είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς την δυναμική του. Το ντοκιμαντέρ γεμάτο φυσικά από ανέκδοτα πλάνα της εποχής, με τέμπο που δεν χαμηλώνει ποτέ χάρη στα (λιγοστά είναι η αλήθεια σε αριθμό) τραγούδια του Sylvester και της Andrea True, σοκάρει με τον ρεαλιστικό τρόπο εξιστόρησης, ακόμη κι αν τα περιστατικά είναι λίγο έως πολύ γνωστά σε όσους έχουν μελετήσει την άνοδο και την πτώση της Νεοϋορκέζικης αυτοκρατορίας. Μοναδική αδυναμία, η πλήρης τωρινή απουσία ενός έστω από όλους αυτούς τους σπουδαίους - δεν ζουν άλλωστε και πολλοί - μιας Minnelli ή μιας Diana Ross ας πούμε, που σου δίνει την εντύπωση πως σε βάθος χρόνου, όλοι τους αποκήρυξαν την σχέση τους και με τον τόπο και με τα εγκληματικά, κυρίως στα μάτια της κοινής γνώμης, αφεντικά του μαγαζιού. Αποζημιώνει πάντως το στιγμιότυπο με τον βασιλιά της ποπ Michael Jackson, 18 μόλις χρόνων να δίνει με τον δικό του τρόπο μέσα από ένα υπερσπάνιο φούτατζ, τον ορισμό και την σημασία του Fifty Four.

Thunder Road AIFF 2018

Μια από τις πιο όμορφες μελωδίες που έχει ερμηνεύσει ποτέ ο Boss, εκείνη που ανοίγει θριαμβευτικά τον τρίτο δίσκο της τεράστιας καριέρας του, Born To Run, είναι το Thunder Road. Μια μελαγχολική μπαλάντα, που καταπιάνεται με το αγαπημένο θέμα του Springsteen, την απόδραση από τα κοινωνικά δεσμά, το φευγιό μακριά από την καταθλιπτική καθημερινότητα, προς έναν κόσμο καλύτερο, πιο φωτεινό, όχι μόνιμα συννεφιασμένο και μουντό. Στο άκουσμα των στίχων του τραγουδιού, μπροστά στα μάτια του ακροατή, σχηματίζεται η εικόνα της θλιμμένης αμερικάνικης επαρχίας, που γεμάτη χαμένους και αποτυχημένους, τρώει τα ίδια της τα παιδιά με σαδιστική οργή, μη δίνοντας τους την ευκαιρία να το σκάσουν προς τον δικό τους τόπο της Επαγγελίας. Διόλου τυχαίο είναι που η ομώνυμη ταινία, δείγμα τυπικό του αμερικάνικου indie σινεμά, αυτή ακριβώς την μόστρα ζωγραφίζει στα καρέ της, μια περιφέρεια υπανάπτυκτη, βουβή, άνευρη και απαισιόδοξη, όπως προφανώς είναι και στην πραγματικότητα. Μαραζώνοντας με την κακοτροπιά της, τις ψυχές των κατοίκων της.

Έχοντας μόλις χάσει την αγαπημένη του μητέρα, μόλις στα 55 της χρόνια, μια ιδιοκτήτρια σχολής χορού στο κέντρο της φτωχικής κωμόπολης της Μίντγουεστ, ο παράξενης συμπεριφοράς αστυνομικός Τζιμ Αρνό, στον επικήδειο του, θα της αποτίσει φόρο τιμής αναπαριστώντας σαν σε δικό του βίντεοκλιπ το αγαπημένο της τραγούδι:Το Θάντερ Ρόουντ του μοναδικού Μπρους. Ανήμπορος να τα καταφέρει θα καταλάβει πως η μάνα με την αναχώρηση της, πήρε από πάνω του το προστατευτικό της χέρι, με συνέπεια το ένα δεινό να διαδέχεται το άλλο: Θα μπει σε διαθεσιμότητα από τον διοικητή του, θα μπει σε μπελάδες στην σχέση του με την μονίμως αρνητική πρώην σύζυγό του, θα δει τους δεσμούς με τα αδέλφια του να διαλύονται, μα το κυριότερο θα βρεθεί μπροστά στο φάσμα της απόγνωσης, στην πιθανότητα να χάσει μια για πάντα την κηδεμονία της λατρεμένης του θυγατέρας.

Σε συνέχεια του μονοπλάνου μικρού μήκους που σάρωσε όλα τα βραβεία στο Sundance, ο Jim Cummings, στο ουάν μαν σόου του, ως παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής, επιμηκύνει την ιδέα του σε λονγκ μετράζ και καταφέρνει το νταμπλ, αποσπώντας το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής στο SXSW. Για να λέμε ολάκερη την αλήθεια, όχι απλώς παρατείνει την αρχική του short έμπνευση, αλλά την παραξεχειλώνει, συνθέτοντας σε σώμα ένα, μικρά μικρά σκιτσάκια από το καθημερινό μεροδούλι - μεροφάι του αντιήρωα του, παίζοντας ταυτόχρονα με τα αντιφατικά συναισθήματα που προκαλεί την ματιά των θεατών του. Το SNL χιούμορ να δίνει μονομιάς την σκυτάλη στην τραγωδία, μέσα από περιστατικά που από την μια μοιάζουν γλαφυρά μα δεν είναι και από την άλλη δείχνουν συντριπτικά, αλλά ταυτόχρονα σημαίνουν πως πιο πάτο δεν έχει το βαρέλι και πλέον ο περίεργος φίλος μας μόνο προς τα πάνω, στον ουρανό, μπορεί να κοιτάζει. Μια ταινία κλασσικού στυλ του διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, που σαν κι αυτή έχει προβάλλει εκατοντάδες στα 24 χρόνια της ζωής του. Και που σε τελική ανάλυση και σύγκριση με το τόσο μακρινό παρελθόν παρόμοιων φιλμς του θεσμού, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως το εκτός στούντιο σινεμά της Αμερικής, μάλλον μοιάζει πιο βαλτωμένο από τις τύχες των επαρχιωτόπουλων της.

zerVo

AIFF 2018
Περισσότερα... »



Νύχτες Πρεμιέρας 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Νύχτες Πρεμιέρας 2018 LIVE Ep.1 - Δυο Γερμανοί και τα πουλιά που περνάνε!

Θα κάνω μια μικρή εισαγωγή. Πολύ μικρή. Τόση δα. Λοιπόν, την Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου έγινε η επίσημη έναρξη για το 24ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας». Κι εμείς έχουμε δει ήδη μπόλικες ταινίες από το πρόγραμμά του στα φεστιβάλ Βερολίνου και Καννών, στα οποία παραβρεθήκαμε φέτος. Βρε εδώ είδαμε μέσω Festival Scope ταινιάρες από το περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπως το ερχόμενο από την Τουρκία «Το διάγγελμα» (παιδιά, όσοι βρεθείτε στο φεστιβάλ, μην το χάσετε, είναι πραγματικά σπουδαίο). Οπότε, όπως και πέρσι, ο Γιώργος θα κάνει τη βρώμικη δουλειά, γράφοντας για ταινίες που θα έχει δει στο φεστιβάλ, κι εγώ θα στέλνω «ανταποκρίσεις», επικαιροποιώντας (όπου χρειάζεται) κείμενα για ταινίες που θα προβάλλονται στην Αθήνα, από ανταποκρίσεις προηγούμενων φεστιβάλ. Και μάλιστα, αυτές οι «ανταποκρίσεις» θα ανεβαίνουν (Θεού και… Zervo θέλοντος) πριν την προβολή τους στην Αθήνα, οπότε θα λειτουργούν και λίγο προτρεπτικά ή και... αποτρεπτικά. Πάμε για την πρώτη τριάδα ταινιών λοιπόν!

Das schweigende Klassenzimmer AIFF 2018

Ξεκινάμε με μια ταινία που είδαμε στην περασμένη Berlinale. Μια γερμανική ταινία που συμμετείχε στο τμήμα Berlinale Special Gala ενώ στις «Νύχτες Πρεμιέρας» προβάλλεται στο τμήμα «Τα αγαπημένα των φεστιβάλ». Τίτλος της: «Η σιωπηλή επανάσταση», με αγγλικό τίτλο The Silent Revolution και πρωτότυπο τίτλο Das schweigende Klassenzimmer, που μεταφράζεται ως «Η σιωπηρή τάξη». Ο σκηνοθέτης της, Lars Kraume, έχει γυρίσει αρκετές ταινίες και τηλεταινίες, η μοναδική του ταινία, πάντως, η οποία πήρε διανομή στη χώρα μας ήταν το «Υπόθεση Φριτς Μπάουερ: Μυστική ατζέντα» (Der Staat gegen Fritz Bauer, 2015). Μάλιστα, δύο από τους πρωταγωνιστές εκείνης της ταινίας και συγκεκριμένα οι Burghart Klaussner και Ronald Zehrfeld, έχουν και στη νέα ταινία βασικό ρόλο. Το σενάριο της ταινίας στηρίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Dietrich Garstka, ο οποίος περιγράφει σε αυτό τις περιπέτειες του ιδίου και των συμμαθητών του, επομένως μπορούμε να πούμε πως η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.

Η υπόθεση: 1956. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους σε ένα σινεμά του δυτικού Βερολίνου, δυο έφηβοι φίλοι, ο Τέο και ο Κουρτ, βλέπουν επίκαιρα (σημείωση 1: κάτι σαν ειδήσεις που προβάλλονταν στους κινηματογράφους τα παλιά τα χρόνια...) που τους τρομοκρατούν και τους αγχώνουν κι έχουν να κάνουν με τον ξεσηκωμό στην Ουγγαρία και τις κινήσεις των Σοβιετικών να τον καταπνίξουν. Γυρνώντας πίσω στην πόλη τους, το Στάλινσταντ, στην Ανατολική Γερμανία, προσπαθούν να βρουν τρόπο για να αντιδράσουν, να δείξουν τη συμπαράστασή τους στο λαό της Ουγγαρίας και να τα βάλουν για άλλη μια φορά με τους Σοβιετικούς. Αποφασίζουν να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή (σημείωση 2: στη Γερμανία κρατάνε δύο λεπτά σιγή) στην τάξη τους, στο πρώτο τους μάθημα της επόμενης μέρας. Και το επιχειρούν.

Όμως, η κίνησή τους δεν περνάει απαρατήρητη. Η περιφερειάρχης παιδείας εμπλέκεται και σύντομα στο σχολείο τους εμφανίζεται κοτζάμ υπουργός! Τα παιδιά έχουν αποφασίσει να πουν ψέματα: πως δηλαδή κράτησαν ενός λεπτού σιγή προς τιμής του Φέρεντς Πούσκας, του σπουδαίου Ούγγρου ποδοσφαιριστή, που οι φήμες έλεγαν πως σκοτώθηκε στις αναταραχές. Ο κρατικός μηχανισμός όμως βλέπει σημάδια απειθαρχίας τα οποία βαφτίζει κίνηση με αντεπαναστατικά κίνητρα! Και ο υπουργός Παιδείας τους εκφοβίζει: αν μέσα σε μια βδομάδα δεν κατονομάσουν τον υποκινητή της συγκεκριμένης πράξης, όλα τα παιδιά της τάξης κινδυνεύουν με κάτι που θα καταστρέψει τη ζωή τους. Πώς θα αντιδράσουν;

Η άποψή μας: Κάτι σαν το «Οι ζωές των άλλων», αλλά με πρωταγωνιστές παιδιά φαντάζει τούτη η καλογυρισμένη γερμανική ταινία, που βεβαίως, αναγκαστικά, είναι και εξόχως... αντεπαναστατική – αντικομουνιστική. Ας είναι. Ως κομουνιστές δεν μπορούμε να κρύβουμε το κεφάλι μέσα στην άμμο, ωσάν στρουθοκάμηλοι: στην προσπάθεια εφαρμογής του συγκεκριμένου πολιτικού μοντέλου εκείνα τα χρόνια, με ισχυρή, αντεπαναστατική αντίδραση παγκοσμίως, έγιναν πάμπολλα φάουλ. Δεν μπορούμε να πούμε πως πίσω από το... Σιδηρούν Παραπέτασμα υπήρχε ένα όμορφος κόσμος, αγγελικά πλασμένος. Προς θεού. Ο έμπειρος σκηνοθέτης μας βάζει σωστά και με σαφήνεια στα τεκταινόμενα και το καστ του, που αποτελείται από όλη την ταλαντούχα, πρωτόβγαλτη πιτσιρικαρία του γερμανικού σινεμά (με τους ρόλους των ενηλίκων να τους υποδύονται πιο ηχηρά και αναγνωρισμένα ονόματα) τα πάει μια χαρά σε ότι αφορά τις ερμηνείες.

Και η αφήγηση δεν έχει προβλήματα. Το τόσο δα μικρό περιστατικό μεγεθύνεται, γιγαντώνεται, όχι ακριβώς γι' αυτό που είναι πραγματικά αλλά γι' αυτό που θα μπορούσε να εκκινήσει. Και μετά αρχίζει η τρομοκρατία. Μέσα στην τάξη, οι αρχές ζητούν ονόματα για τιμωρία και παραδειγματισμό. Εκτός τάξης, στα σπίτια τους, οι βασικοί ήρωες καλούνται να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις των δικών τους, των οικογενειών τους. Μικρά παιδιά ουσιαστικά, να καλούνται να σηκώσουν στους ώμους τους κάτι τόσο μεγάλο. Αυτό που τίθεται ως δίλημμα είναι απλό: να «καρφώσουν» για να γλυτώσουν τον εαυτό τους; Ή να δείξουν πραγματική αλληλεγγύη μεταξύ τους; Η λέξη Στάζι δεν αναφέρεται πουθενά, αν και η μυστική υπηρεσία της Ανατολικής Γερμανίας, που ρουφιάνευε τους πολίτες της, είχε δημιουργηθεί ήδη από το 1950. Αλλά η λογική του εκφοβισμού, του εκβιασμού και του παραδειγματισμού είναι πανταχού παρούσα στην ταινία.

Μια ταινία, που σε στιγμές έχει και αγωνία, έχει ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις, διαθέτει και τις απαραίτητες ανατροπές, αλλά ρε παιδί μου, μας πονάει εμάς τους κομουνιστές ένα τέτοιο θέμα. Οπότε, λογικό είναι να κλωτσάμε. Γιατί, παρά το γεγονός ότι ένα τέτοιο περιστατικό, μια ακίδα ουσιαστικά μπροστά στα παλούκια - εγκλήματα του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού, λερώνει αυτό που σκεφτόμαστε για μια αταξική, δίκαιη και ευημερούσα κοινωνία. Στις δυτικές, ελεύθερες (μη χέσω) κοινωνίες, διάφοροι επιτρέπεται να κρατούν ενός λεπτού σιγή, αλλά πάντα με υποκρισία, πάντα με ατζέντα από πίσω, πάντα με πισώπλατα μαχαιρώματα... Να σημειώσουμε πως προς το φινάλε έχουμε μια σκηνή ντάλε κουάλε κλεμμένη (άντε, δανεισμένη) από τον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», αλλά προφανώς με παραπομπή και στην ταινία «Σπάρτακος»!

Δεν είναι κακή ταινία κατασκευαστικά αλλά να, είναι λίγο... ύποπτο το timing της δημιουργίας της. Ας είναι.

(η ταινία προβάλλεται την Παρασκευή 21/09, στις 20.00, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1)

Pájaros de verano Homes AIFF 2018

Και συνεχίζουμε με ακόμα μια ταινία από το τμήμα «Τα αγαπημένα των φεστιβάλ»: νομίζω πως όλες οι ταινίες που θα σας παρουσιάσω, από αυτό το τμήμα προέρχονται. Oh well... Η ταινία έναρξης του τμήματος «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών ήταν το «Αποδημητικά πουλιά» των Cristina Gallego και Ciro Guerra, με πρωτότυπο τίτλο Pájaros de verano και αγγλικό τίτλο «Birds of Passage». Αυτή είναι η επόμενη μεγάλου μήκους ταινία για τον Guerra, μετά τον θρίαμβο του «Στην αγκαλιά του φιδιού» (El abrazo de la serpiente, 2015), που είχε ξεκινήσει την καριέρα της - η οποία έφτασε μέχρι και την πεντάδα των ξενόγλωσσων Όσκαρ - επίσης από το φεστιβάλ των Καννών. Και αυτή η ταινία αποτελεί την επίσημη πρόταση της Κολομβίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ στην επόμενη απονομή, και κάτι μου λέει πως θα φτάσει σίγουρα, τουλάχιστον μέχρι την αρχική εννιάδα...

Η υπόθεση: Στη δεκαετία του '70 η αμερικανική νεολαία αγκαλιάζει την κουλτούρα των χίπις, καταναλώνοντας άπειρες ποσότητες μαριχουάνας. Η ζήτηση είναι μεγάλη. Έτσι, πολλοί αγρότες στην Κολομβία στρέφονται στην προσοδοφόρα αυτήν «καλλιέργεια» και γίνονται επιχειρηματίες. Μια οικογένεια ιθαγενών Ινδιάνων στην έρημο Guajira αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο σε όλη αυτήν τη νέα διαμορφωμένη κατάσταση. Κι αποκομίζει τρομερά κέρδη. Όμως, η απληστία και το παράφορο πάθος για εξουσία θέτουν σε κίνδυνο τις σχέσεις των μελών της οικογένειας, όπως και τις παραδόσεις τους...

Η άποψή μας: Από τη μια, ο «Νονός». Από την άλλη, το «Narcos» και ανάλογες, δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές για ναρκωτικά. Και από την τρίτη, η παράδοση των Ινδιάνων. Αναμίξατε, ανακινήστε καλά και έτοιμο το φιλμ με τις μεγάλες προσδοκίες. Φευ, τα επιμέρους συστατικά μπορεί να είναι από μόνα τους εξαιρετικά ενδιαφέροντα, το σύνολο όμως δεν μας εγγυάται κανείς ότι θα φτάσει έστω στον μέσο όρο των επιμέρους συστατικών του. Οι δύο δημιουργοί έχουν στα χέρια τους πολύ δυνατά ατού. Μια συναρπαστική ιστορία για να αφηγηθούν αρχικά. Πολύ ενδιαφέροντα ήθη και έθιμα των Ινδιάνων από την άλλη. Όμως, το όλον δεν πετυχαίνει. Είναι κάτι παραπάνω από την αίσθηση του «αυτό το έχω ξαναδεί». Όλα τα έχουμε ξαναδεί, ας μην γελιόμαστε. Το ζητούμενο είναι να αφηγηθείς μια ιστορία με τρόπο που θα ικανοποιεί τον θεατή, θα τον έχει σε εγρήγορση, θα τον γοητεύσει, θα τον συναρπάσει.

Εδώ, στα χαρτιά, ο τρόπος αφήγησης είναι πολύ ενδιαφέροντας. Το τονίζω: στα χαρτιά. Η ταινία είναι χωρισμένη σε πέντε μέρη. Κάθε μέρος έχει κι έναν τίτλο. Κάθε τίτλος παραπέμπει σε ένα τραγούδι. Το πρώτο μέρος είναι, ίσως και παραδόξως, το πιο ενδιαφέρον. Μας μπάζει σε έναν πολιτισμό τόσο ξένο με τον δυτικό, τόσο ξένο με το δικό μας, κι όμως, με πολλά αναγνωρίσιμα κοινά χαρακτηριστικά, έστω του παρελθόντος (μιλάμε βέβαια για τη δεκαετία του ’70, αλλά κάποια ήθη και έθιμα του τότε ακόμα και στην Ελλάδα του 2018, συνεχίζουν να υφίστανται).

Όπως πχ το έθιμο της... προίκας! Ο φτωχός Ινδιάνος ερωτεύεται με την πρώτη ματιά την όμορφη Ινδιάνα της φυλής του, που μόλις βγήκε στο κοινό μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα απομόνωσης, τέτοιο, όσο χρειαζόταν για να ενηλικιωθεί. Να γίνει γυναίκα. Για να την παντρευτεί, χρειάζεται να δώσει προίκα (ok, στη χώρα μας τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά – η γυναίκα δίνει προίκα, σωστά;). Ο ήρωάς μας κάνει διάφορες δουλειές, με βάση κυρίως το εμπόριο. Αλλά, είπαμε, δεν έχει μία. Χρειάζεται να βγάλει γρήγορα χρήματα. Όταν διαπιστώνει πως οι Γκρίνγκος γουστάρουν πολύ τη μαριχουάνα και πληρώνουν όσο όσο για να την αποκτήσουν, μαζί με τη βοήθεια του Κολομβιανού (όχι ιθαγενή) φίλου του, κάνουν τους μεσάζοντες. Αγοράζουν μεγάλες ποσότητες μαριχουάνας από έναν συγγενή του και την πουλάνε σε υψηλότερες τιμές στους Αμερικάνους. Έτσι παράγεται πλούτος στον καπιταλισμό. «Say no to communism» γράφουν οι προπαγανδιστικές κάρτες που μοιράζουν οι Αμερικάνοι στην περιοχή, όπου υποτίθεται ότι προσφέρουν φιλανθρωπικό έργο. Ναι, υπάρχουν και πολιτικές νύξεις. Όχι λειτουργικά ενσωματωμένες στο φιλμ πάντως. Υπάρχουν για να υπάρχουν.

Εδώ, λοιπόν, σε αυτό το πρώτο μέρος, είδα την πιο όμορφη σκηνή της ταινίας. Εκείνη όπου η πιτσιρίκα χορεύει έναν υπέροχο κυκλικό χορό, φορώντας ένα φόρεμα που, όταν τεντώνει τα χέρια της και κινείται ενάντια στον άνεμο, την κάνει να μοιάζει με πουλί. Και ο μνηστήρας – διεκδικητής, τον χορεύει μαζί της. Εκείνη προελαύνει, εκείνος κινείται με βήματα προς τα πίσω. Η γυναίκα έχει το πάνω χέρι, καθαρά. Κι ας είναι τυπικά οι άνδρες αρχηγοί της φυλής. Η κοινωνία είναι μητριαρχική. Η μητέρα της κοπέλας είναι η αρχηγός. Ότι λέει εκείνη είναι ο νόμος. Κι ότι βλέπει στα όνειρά της κι ότι της υποδεικνύει η παράδοση, αυτά καθορίζουν και τις πράξεις και τις αποφάσεις της. Τόσα χρόνια, αυτός ο δρόμος ήταν ο σωστός. Ναι, αλλά η κυρία δεν είχε προβλέψει έναν πολύ σημαντικό παράγοντα που έως τότε δεν υπήρχε στην εξίσωση: το χρήμα. Το χρήμα αλλάζει τα πάντα. Το πολύ χρήμα, ακόμα περισσότερο. Ο φτωχός Ινδιάνος γρήγορα μαζεύει τα απαιτούμενα χρήματα και παντρεύεται την αγαπημένη του. Αποκτούν κι ένα παιδί. Θα αποκτήσουν και δεύτερο. Κάθε φορά που μπαίνουμε σε άλλο μέρος, σε άλλο τραγούδι, ο χρόνος έχει προχωρήσει αρκετά προς τα εμπρός. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν αλλά δεν ωριμάζουν. Οι καλύβες δίνουν τη θέση τους σε σπιταρόνες. Πλουτίζει ο ενδιάμεσος έμπορος, πλουτίζει και ο παραγωγός. Όλοι ευτυχισμένοι! Ναι, αλλά δεν υπάρχει όριο στο χρήμα. Πάντα θέλεις παραπάνω. Και μπορεί να νομίζεις πως μπορείς να τη βγάλεις καθαρή με την απληστία, συνήθως όμως έχει έναν τρόπο να σε καταστρέψει εντέλει. Οι φιλίες διαλύονται για τα λεφτά. Συγγενείς δεν μιλιούνται για τα λεφτά. Αρχίζουν οι σκοτωμοί. Αρχίζουν τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Φίλοι γίνονται εχθροί και εχθροί κάνουν λυκοφιλίες.

Η γνωστή ιστορία λοιπόν, να μην τα πολυλογούμε. Σαν αρχαία τραγωδία. Αλλά είπαμε, το όλον δεν ελκύει τον θεατή. Δεν είναι ότι δεν πείθει. Είναι ότι επαναλαμβάνεται, ότι ανοίγεται σε πολλές επιμέρους ιστορίες, ότι μετατίθεται το κέντρο βάρους διαρκώς σε ότι αφορά τους ήρωες. Εν αρχή είναι ο λόγος. Αλλά μέχρι και ο Λόγος δολοφονείται. Ναι, ok, κι αυτό ωραίο (θα καταλάβετε παρακολουθώντας την ταινία τι εννοούμε). Όπως και η ατάκα του πιο θετικού κατά την άποψή μας ήρωα, του αρχικά φτωχού Ινδιάνου, που εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον προσπαθεί να σώσει τα προσχήματα, να βρίσκει λύσεις μέσω της διπλωματικής οδού, να μην προβαίνει σε φόνους χωρίς λόγο. Όταν στο φινάλε λοιπόν ο διψασμένος για εκδίκηση συγγενής του, του λέει: «Θα σε σκοτώσω» εκείνος απαντά «Έτσι κι αλλιώς όλοι πεθαμένοι είμαστε». Ίσως μια origin story για την έναρξη του εμπορίου ναρκωτικών να μην ταίριαζε εντέλει με το υπερβατικό ύφος που επέδειξε ο σκηνοθέτης στην πρώτη του ταινία. Ίσως ως θέμα να είναι περισσότερο γήινο. Ίσως γι' αυτό το τελικό αποτέλεσμα είναι μια αποτυχία. Υπέροχη μεν, αλλά αποτυχία.

(η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 22/09, στις 22.15, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1)

Transit AIFF 2018

Τελευταία ταινία της σημερινής «ανταπόκρισης» αποτελεί η καινούργια δουλειά του Christian Petzold ονόματι Transit, με την οποία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ του Βερολίνου. Αυτή είναι η όγδοη μεγάλου μήκους ταινία της καριέρας του και μόλις η τρίτη στην οποία δεν πρωταγωνιστεί η μούσα του (με την οποία είναι – ή μήπως ήταν; – ζευγάρι), η υπέροχη Nina Hoss. Το σενάριο της ταινίας το υπογράφει ο ίδιος ο Petzold βασισμένος στο ομώνυμο βιβλίο της Anna Seghers. Μάλιστα, δήλωσε πως, κατά μία έννοια, όλες του οι ταινίες, παραλλαγές αυτών που αναφέρονται στο συγκεκριμένο βιβλίο αποτελούν. Και στην αρχή (κι όχι στο τέλος, όπως γίνεται συνήθως) αφιερώνει την ταινία στον Harun Farocki, έναν από τους πλέον πειραματικούς Γερμανούς σκηνοθέτες, που παράλληλα ήταν ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Petzold στα σενάρια προηγούμενων ταινιών του. Ίσως λοιπόν σε αυτήν του την ταινία ο Petzold ήθελε να προσομοιάσει στο ύφος του δημιουργού Farocki και είναι πιο εγκεφαλικός απ' ότι συνήθως...

Η υπόθεση: Τα γερμανικά στρατεύματα βρίσκονται λίγο έξω από το Παρίσι. Ο Γκέοργκ το σκάει για τη Μασσαλία κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Μέσα στη βαλίτσα του έχει μεταξύ των άλλων το δακτυλογραφημένο, τελευταίο βιβλίο του γνωστού συγγραφέα Βάιντελ, ο οποίος αυτοκτόνησε από τον φόβο ότι θα τον βασανίσουν οι κατακτητές. Ο συγγραφέας άφησε πίσω του και μερικά γράμματα αλλά κι ένα πιστοποιητικό της πρεσβείας του Μεξικού για να βγάλει βίζα. Δανειζόμενος την ταυτότητα του Βάιντελ ο Γκέοργκ προσπαθεί με τα χαρτιά που έχει στα χέρια του να βρει εισιτήριο για ένα από τα πλοία που βρίσκονται στο λιμάνι κι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για εκεί όπου ο πόλεμος δεν αποτελεί χειροπιαστή πραγματικότητα. Όσο χρόνο περιμένει να βρει την ευκαιρία του και να φύγει, γίνεται φίλος με έναν πιτσιρικά, τον Ιντρίς, τον γιο ενός παλιού του συντρόφου, του Χάινζ, ο οποίος έχει πεθάνει στην προσπάθειά του να αποδράσει. Τα σχέδιά του θα αλλάξουν όταν συναντήσει τη μυστηριώδη Μαρί. Ποια είναι η Μαρί; Μα η χήρα του αυτόχειρα συγγραφέα. Ή μήπως όχι;

Η άποψή μας: Τούτη η ταινία είναι αυτό που λένε οι Αμερικάνοι «tough cookie». Ο σκηνοθέτης συνεχίζει να ασχολείται με το θέμα της ταυτότητας, κάτι που είχε μετουσιώσει σε μια εξαιρετική ταινία, την προηγούμενή του, το περίφημο «Τραγούδι του φοίνικα». Εδώ, όμως, λίγο ξεφεύγει! Πέρα από το ζήτημα της ταυτότητας, τσουβαλιάζει στο σενάριο και εντέλει στην ταινία πάρα πολλά και σημαντικά ακόμα θέματα, όχι πάντα με τον πιο εύληπτο και φιλικό στον χρήστη, τρόπο. Και ο... χωροχρόνος που χρησιμοποιεί είναι ιδιαίτερος. Θέλω να πω, τα πάντα μοιάζουν σαν να βρισκόμαστε στην έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σωστά; Ναι, αλλά η υπόθεση διαδραματίζεται στο σήμερα! Δεν υπάρχουν σβάστικες, δεν υπάρχουν τανκς, δεν υπάρχουν στρατιώτες: το μιλιταριστικόν του πράγματος το επωμίζεται η αστυνομία, η περίφημη γερμανική Polizei! Οι δρόμοι είναι σημερινοί, υπάρχουν γκράφιτι στους τοίχους, ο πιτσιρικάς όταν γνωρίζει τον Γκέοργκ του μιλάει για το πόσο πολύ οι Γερμανοί αγαπούν τους τερματοφύλακές τους και πως ξέρει γερμανικές λέξεις όπως σκατά (σάισε) και Μπορούσια Ντόρμουντ! Λίγο μπερδευτικό δεν είναι όλο αυτό;

Ο Γκέοργκ είναι Γερμανός, κι όμως τον κυνηγάνε. Είναι αντικαθεστωτικός; Ή μήπως η φασιστική, μιλιταριστική, ολοκληρωτική δύναμη που κατακτά τη Γαλλία και κατ’ επέκταση τον κόσμο όλο δεν έχει να κάνει με ένα κράτος; Ο ολοκληρωτισμός είναι ήδη εδώ, είναι σαν να μας λέει ο σκηνοθέτης. Κάντε ότι μπορείτε για να ξεφύγετε! Κι έρχεται τώρα η σειρά της κοπέλας. Της Μαρί. Που την υποδύεται η πανέμορφη Paula Beer, την οποία είχαμε θαυμάσει στην πρόσφατη ταινία του Ozon, το «Frantz». Δεν γνωρίζει για το θάνατο του συζύγου της, αλλά φλερτάρει ανοιχτά με τον Γκέοργκ, που δανείζεται ως άλλος Ρίπλεϊ την ταυτότητα του εκλιπόντος! Μου φαίνεται πως αυτήν τη φορά ο ταλαντούχος Γερμανός σκηνοθέτης θέλησε να κουβαλήσει πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, να κάνει κάτι πολύ φιλόδοξο χωρίς να ενδιαφέρεται και τόσο αν το κοινό θα ακολουθήσει.

Κάτι εξόχως εγκεφαλικό, πολυδιάστατο, αλλά... «tough cookie». Και με χαρακτηριστικά στοιχεία νουάρ, έτσι; Με πιο φανερό την αφήγηση off. Που, πάντως, παρέχει υπερβολικά πολλά στοιχεία και αντί να βοηθάει τον θεατή να αντιληφθεί πράγματα, υπάρχουν στιγμές που τον μπερδεύει. Information overload... Πάντως, ο Petzold στο φινάλε, γίνεται πιο ξεκάθαρος: «We’re on the road to nowhere» μας τραγουδάνε οι Talking Heads του Byrne. Δεν έχει άδικο: σήμα κινδύνου κρούει. Το στοίχημα που μένει να φανεί αν θα κερδηθεί είναι αν οι θεατές δώσουν μια ευκαιρία σε τούτη την τρομερή αλληγορία.

(η ταινία προβάλλεται την Κυριακή 23/09, στις 21.30, στην αίθουσα IDEAL)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

TIFF 2018
Περισσότερα... »

Μην ανησυχείς, δε θα φτάσει μακριά με τα πόδια (Don't worry he won't get far on foot) Poster ΠόστερΜην ανησυχείς, δε θα φτάσει μακριά με τα πόδια
του Gus Van Sant. Με τους Joaquin Phoenix, Jonah Hill, Rooney Mara, Jack Black, Tony Greenhand, Beth Ditto, Mark Webber, Ronnie Adrian, Kim Gordon, Udo Kier, Carrie Brownstein


Όταν η τέχνη γίνεται σανίδα σωτηρίας
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

«Η ζωή όλων μας ήταν κάπως χαοτική, στις μη νηφάλιες περιόδους της»

Αυτή είναι η 17η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του ανεξάρτητου Αμερικάνου σκηνοθέτη Gus Van Sant. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας Don't worry he won't get far on foot δόθηκε στο φεστιβάλ του Σάντανς, η πανευρωπαϊκή της πρεμιέρα, όμως, δόθηκε λίγες βδομάδες μετά, στη φετινή Berlinale, όπου και την παρακολουθήσαμε. Η 32χρονη καριέρα του Van Sant ξεκίνησε το 1986, στο Βερολίνο, με την πρώτη του ταινία, το περίφημο «Mala Noche». Και σε αυτά τα 32 χρόνια ήταν: δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ (και καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας), για τις ταινίες «Ο ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ» (Good Will Hunting, 1997) και «Milk» (2008) και μία φορά κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα αλλά και το βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες, με την ταινία «Ελέφαντας» (Elephant, 2003).

Μην ανησυχείς, δε θα φτάσει μακριά με τα πόδια (Don't worry he won't get far on foot) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ιδέα να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη η ζωή του John Callahan προέκυψε 20 χρόνια πριν, όταν το πρότεινε ο Robin Williams στον Gus Van Sant. Ο Williams (που είχε συνεργαστεί με τον Van Sant στον «Ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ»), είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα για την αυτοβιογραφία του Callahan με τίτλο Μην ανησυχείς, δε θα φτάσει μακριά με τα πόδια. Τον ενδιέφερε τόσο η παραγωγή όσο και να πρωταγωνιστήσει στην ταινία, που θα σκηνοθετούσε ο Van Sant. Το σχέδιο, όμως, έμεινε στα χαρτιά.

Η υπόθεση: 1972, Πόρτλαντ, Όρεγκον. Ο Τζον Κάλαχαν είναι ένας 21χρονος νέος που η λέξη «αλκοολικός» δεν αρκεί για να τον περιγράψει. Το ποτό είναι η πρώτη του σκέψη μόλις ξυπνάει και η τελευταία του πριν κοιμηθεί. Είναι μονίμως μεθυσμένος! Θα συναντήσει έναν... όμοιό του σε ένα πάρτι και θα αποφασίσουν μαζί να γίνουν τύφλα στο Λος Άντζελες! Και γίνονται! Μόνο που ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, από το οποίο ο νεότευκτος φίλος του τη βγάζει καθαρή, χωρίς ούτε μία γρατζουνιά, αφήνει τον Τζον τετραπληγικό.

Η κατάθλιψη από το γεγονός ότι δεν έχει γνωρίσει τη μητέρα του (μία από τις αιτίες του αλκοολισμού του) μεγεθύνεται εξαιτίας της νέας του απείρως δυσχερέστατης κατάστασης. Η γνωριμία του, όμως, από τη μια με την όμορφη Άνου κι από την άλλη με τον Ντόνι, έναν πάμπλουτο χίπι του οποίου το σπίτι λειτουργεί ως ιδιότυπος χώρος για Ανώνυμους Αλκοολικούς, θα τον οδηγήσουν σε πιο φωτεινά μονοπάτια από ότι είχε συνηθίσει έως εκείνη τη στιγμή. Και τα έξυπνα σκίτσα που σκαρώνει, θα τον οδηγήσουν στην αναγνώριση...

Η άποψή μας: Η πρώτη ταινία στην οποία έπαιξε ο Phoenix ως Joaquin κι όχι ως Leaf όπως είχε «βαπτιστεί» από τους χίπιδες γονείς του, ήταν το «Έτοιμη για όλα» (To Die For, 1995), 23 ολόκληρα χρόνια πριν. Ποιος ήταν ο σκηνοθέτης; Μα ο Gus Van Sant φυσικά! Και μετά από τόσα χρόνια ξανασυναντιούνται σε αυτήν τη βιογραφική ταινία. Που άνετα μπορεί να τοποθετηθεί ανάμεσα στις τρεις πιο εμπορικές του συγκεκριμένου ανεξάρτητου σκηνοθέτη! Κι αυτό δεν είναι κακό νέο, ίσα – ίσα, είναι πάρα πολύ καλό νέο. Ιδίως μετά το στραπάτσο που ήταν η τελευταία ταινία του, το «θανατηφόρο», «Μια θάλασσα από δέντρα» (The Sea of Trees, 2015). Ο Van Sant ελέγχει άριστα τα εκφραστικά του μέσα, έχει μια πολύ δυνατή ιστορία έτσι κι αλλιώς να αφηγηθεί και δεν κάνει καμιά κουλαμάρα προκειμένου να την αφηγηθεί λοξά. Στην αρχή «παίζει» λίγο με το μοντάζ, βάζοντας τον Κάλαχαν να λέει τα ίδια λόγια (ιδίως αυτό με τα τρία, συγνώμη, τέσσερα πράγματα που γνωρίζει για τη μητέρα του, τα λέει ίσα με έξι φορές!), σε μοντάζ, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Και η εναλλαγή σκηνών σε κάποιες σκηνές – θέμα μοντάζ κι αυτό – γίνεται με κάπως παιχνιδιάρικο τρόπο.

Και εννοείται ότι εντάσσει με έξυπνο τρόπο κάποια από τα χαρακτηριστικά σκίτσα του Κάλαχαν μέσα στο φιλμικό σώμα, είτε απλά παρουσιάζοντάς μας still είτε δίνοντάς τους ζωή, σαν μικρά ανιμέισον μέσα στην ταινία. Κατά τα άλλα, αφήνει τους ηθοποιούς του να τα βγάλουν πέρα χωρίς επιδειξιμανία, κόλπα και φιοριτούρες. Αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο από όλα είναι να μας παρουσιάσει την πορεία ενός ασυμβίβαστου και τρομερά πληγωμένου, από όλες τις απόψεις χαρακτήρα, στη λύτρωση μέσα από την τέχνη – που και πάλι, είναι ασυμβίβαστη! Χωρίς αυτολύπηση από ένα σημείο και μετά. Με μεγάλο όπλο το χιούμορ. Σε ότι αφορά τους ηθοποιούς, εντάξει, κάποιοι έχουν εντελώς διακοσμητικούς ρόλους, όπως η Rooney Mara πχ. Με μεγάλη μας ευχαρίστηση βλέπουμε τις ροκ περσόνες Beth Ditto των Gossip και κυρίως την Kim Gordon των Sonic Youth να έχουν μικρούς μα ζουμερούς ρόλους. Δεν πας πουθενά εννοείται χωρίς Udo Kier σε μικρό ρόλο, εδώ με άθλια περούκα η αλήθεια είναι.

Ο Jack Black παίζει λίγο κι ευτυχώς είναι αρκετά συγκρατημένος σε σχέση με το παρελθόν. Ο Joaquin Phoenix δεν κάνει κάτι τρομερό για τις δυνατότητές του: είναι πολύ καλός, ως συνήθως, ξεχωριστός, φέρνει μια χαρά εις πέρας το ρόλο του, που έτσι κι αλλιώς είναι αβανταδόρικος. Εκείνος που λάμπει, πολύ μεγάλη έκπληξη αυτή, είναι ο Jonah Hill! Μάλιστα κυρίες και κύριοι! Στο ρόλο του ομοφυλόφιλου, πλούσιοι χίπι, με τα ξανθά μακριά μαλλιά και τη γενειάδα και την τάση να ξαπλώνει συνήθως, είναι και αγνώριστος και απολαυστικός και λειτουργεί λίγο και ως το ηθικό και ψυχολογικό στήριγμα του βασικού πρωταγωνιστή μας. Μπράβο και πάλι μπράβο. Υπάρχουν δραματικές σκηνές στην ταινία εννοείται, υπάρχουν σκηνές αλά «Γεννημένος την 4η Ιουλίου», υπάρχουν σκηνές πιώματος και παρακμής, υπάρχουν σκηνές σύγκρουσης και απογοήτευσης και καταρράκωσης για όσα περνάει ο Κάλαχαν, υπάρχει όμως και μπόλικο χιούμορ.

Ο ρυθμός είναι γρήγορος, η διάθεση θετική κι αν τελικά ψάχναμε να βρούμε τι ακριβώς βγάζει στη βιτρίνα ο σκηνοθέτης, αυτό είναι το θέμα της πίστης. Γενικά. Της πίστης. Σε όλες της τις μορφές. Κλωτσάμε λίγο, αλλά ok, μικρό το κακό. Εντέλει, ο Van Sant γύρισε ένα πολύ ενδιαφέρον crowd pleaser με βάση ένα θέμα που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στην παγίδα του πολύ βαριού μελοδράματος. Ευτυχώς, ο Van Sant είναι θετικός. Και φωτεινός. Ίσως μάλιστα λίγο περισσότερο από όσο χρειαζόταν. Ας είναι. Τη χρειαζόταν αυτήν την αλλαγή σελίδας στη φιλμογραφία του. Κι αν θέλουμε να το παίξουμε και μάγκες, συναντά κατά μία έννοια τον Nani Moretti της ταινιάρας «Αγαπημένο μου ημερολόγιο» μέσω μιας χαρακτηριστικής φράσης, που ακούγεται πιο συχνά από όλες, σαν μάντρα ένα πράγμα: drink water! Δεν χάνουμε και τίποτε να το κάνουμε συχνότερα...

Μην ανησυχείς, δε θα φτάσει μακριά με τα πόδια (Don't worry he won't get far on foot) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 20 Σεπτεμβρίου 2018 από την Seven Films!
Περισσότερα... »

Ο Λούης και οι Εξωγήινοι (Luis and the Aliens) Poster ΠόστερΟ Λούης και οι Εξωγήινοι
των Christoph Lauenstein, Wolfgang Lauenstein. Με τις φωνές των Callum Maloney, Dermot Magennis, Ian Coppinger, Paul Tylak, Lucy Carolan, Eoin Daly, Aileen Mythen, Simon Toal, Danna Davis, Susie Power


Monsters Inc. Phone Home!
του zerVo (@moviesltd)

Αναμφίβολα η τόσο πετυχημένη συνταγή των μικρών κακομούτσουνων πλασμάτων, ως βάση ενός animation, που την ρίζα της έχει στις αρχές του αιώνα, όπως την σκαρφίστηκε η Pixar με τα Monsers Inc. και την αποθέωσε η Universal με τα κιτρινιάρικα Μίνιονς που ξεπήδησαν μέσα από τις συνέχειες του Despicable Me, έχει καλαρέσει σε πολλούς ακόμη σχεδιαστές ανά τον κόσμο, που δεν ανήκουν στις τάξεις των μεγαλύτερων δημιουργικών στούντιος. Μια τέτοια περίπτωση ορίζει και η γερμανική (με χείρα βοήθειας από την Δανία και το Λουξεμβούργο) προσπάθεια των αδελφών Lauenstein και του στούντιο της Ulysses Filmproduktion, που πολύ λογικά όμως στην σύγκριση με τα μεγαθήρια του genre, φαντάζει το λιγότερο ερασιτεχνική.

Ο Λούης και οι Εξωγήινοι (Luis and the Aliens) Quad Poster Πόστερ
Μοναχικός, απόμακρος, χωρίς φίλους κολλητούς και όχι ένα από τα πιο δημοφιλή παιδιά της τάξης του, ο Λούης, ορφανός από μητέρα, παλεύει ολημερίς να βάλει σε μια τάξη και να νοικοκυρέψει το σπιτικό του, εκεί που ζει μαζί με τον παράξενων συνηθειών πατέρα του. Έναν τρελοεπιστήμονα που δηλώνει Ουφολόγος, κουσούρι που του έχει μείνει από την εποχή που όπως υποστηρίζει απήχθη από τους εξωγήινους και έκτοτε κάθε βράδυ ξενυχτά ελπίζοντας κάποια στιγμή να επικοινωνήσει μαζί τους. Προβληματισμένος ο πιτσιρικάς από την στάση του ανεύθυνου γονιού του, θα βρεθεί μπροστά σε μια ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη από την στιγμή που ο αυτοσχέδιος μηχανισμός θα σημάνει συναγερμού γεγονός που σημαίνει πως πλησιάζει αστρόπλοιο από άλλο πλανήτη.

Και πραγματικά χωρίς να μπορεί να το πιστέψει, ένας ιπτάμενος δίσκος θα προσγειωθεί στην αυλή του, που εντός του μεταφέρει όχι έναν, αλλά τρεις εξωγήινους, που επισκέπτονται την γη έχοντας απλά και μόνο έναν σκοπό: Να προλάβουν να αγοράσουν από το τελεμάρκετινγκ, ένα χαλάκι μπάνιου, πριν σωθεί το στοκ!!! Ανέλπιστα ο Λούης, θα βρει στο πρόσωπο των ηλίθιων και πανηλίθιων E.T. την στήριξη και την συντροφιά που ζητούσε, σε σημείο που να του περάσει από το μυαλό να φύγει μαζί τους στο διάστημα, εγκαταλείποντας μια για πάντα αυτό τον κόσμο, που μόνο στενοχώριες και βάσανα του δίνει.

Η βάση της ιστορίας έχει ένα ενδιαφέρον καθώς στο επίκεντρο της έχει ένα αγόρι ζορισμένο, που δεν μεγαλώνει όπως όλα τα άλλα παιδιά της ηλικίας του, μέσα στις ανέσεις και τα κομφόρ, όπως δηλαδή συμβαίνει με τους ψηλομύτες και νεόπλουτους απέναντι, που του συμπεριφέρονται μόνιμα αφ υψηλού. Το πρόβλημα εμφανίζεται από την στιγμή που τα πολυλογάδικα τερατάκια σκάνε μύτη στην γειτονιά και πλέον πρέπει το έργο να αποκτήσει μια πιο παιδιάστικου, νηπιακού επιπέδου κωμική χροιά, ώστε να μην στενοχωρηθούν ακόμη πιο πολύ οι μικρούληδες θεατές που θα βρεθούν στην αίθουσα. Σε κοψιά των Monsters Inc σε μια κάπως πιο γλιστερή φόρμα, οι παράξενοι ξένοι που μπορούν να αποκτήσουν σε κλάσμα δευτερολέπτου όποια μορφή θελήσουν, υποτίθεται πως είναι το χιουμοριστικό στοιχείο της πλοκής, αυτό που θα σκορπίσει πλάκες πέρα δώθε. Όχι όμως, η σλάπστικ συμπεριφορά τους, δεν κατορθώνει ποτέ να μοιάσει έστω διασκεδαστική, μπας και κρατηθεί ζωντανό το ενδιαφέρον μέχρι το φινάλε.

Σχεδιαστικά το Luis and the Aliens, επίσης, δεν παίρνει κανέναν σπουδαίο βαθμό, με την αισθητική να τείνει περισσότερο στο σκίτσο της Fox, δίχως τονισμένες τις λεπτομέρειες, χωρίς τρισδιάστατα σκηνικά, ενώ στο φόντο παίζει πάντοτε ο ευχάριστος καταγάλανος ουρανός. Αναμφίβολα η προσπάθεια του ανεξάρτητου και χωρίς σπουδαίους παράδες στον προϋπολογισμό, στούντιο δεν είναι απορριπτέα, αλλά δεν προσφέρει και κάτι το καινούργιο στην λίστα των περισσότερων από εκατό καρτούν που κυκλοφορούν στους κινηματογράφους ετησίως. Δηλαδή ενδείκνυται μόνο για μονοψήφιας ηλικίας σινεφίλ, που παρόλα αυτά εκτιμώ θα περάσουν καλά με τις περιπέτειες του Λούη και των φιλαράκων του.

Ο Λούης και οι Εξωγήινοι (Luis and the Aliens) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Σεπτεμβρίου 2018 από την Rosebud 21!
Περισσότερα... »