Κυρία Σλόαν (Miss Sloane) PosterΚυρία Σλόαν
του John Madden. Mε τους Jessica Chastain, Mark Strong, Gugu Mbatha-Raw, Alison Pill, Michael Stuhlbarg, Jake Lacy, Sam Waterston, John Lithgow


«Φρόντισε να τους αιφνιδιάσεις»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Μια κυρία με κάτι κοχόνες, να!

Μερικές ταινίες «πατάνε» πάνω σε όρους όχι ιδιαίτερα γνωστούς στη χώρα μας. Σε τούτη πχ έχει μεγάλη σημασία το lobbying. Οπότε ψάξαμε έναν ορισμό για να μας διαφωτίσει ένθεν και ένθεν και βρήκαμε τον πιο κατάλληλο στην ιστοσελίδα www.ygeiaonline.gr κι αν μπορείτε το πιστεύετε! Έχουμε και λέμε λοιπόν:

Λόμπινγκ: Διεθνής όρος αγγλικής προέλευσης (lobbying) για την πρακτική επηρεασμού των νομοθετών από οργανωμένες ομάδες πίεσης, που έχουν συγκεκριμένο συμφέρον για ένα ζήτημα. Στις αγγλοσαξονικές χώρες, η λειτουργία αυτή είναι αποδεκτή, έχει επίσημη μορφή και ασκείται από ειδικευμένους επαγγελματίες ή γραφεία. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων εκπροσωπούνται από θεσμούς, όπως είναι τα συνδικάτα, οι επαγγελματικές ενώσεις, οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και κυρίως τα πολιτικά κόμματα. Το επαγγελματικό λόμπινγκ δεν θεωρείται αποδεκτή πρακτική, πολιτικά και ηθικά, οπότε εφαρμόζεται περιθωριακά. 
Οι ομάδες πίεσης μπορεί να είναι υπέρ ή εναντίον ενός νομοσχεδίου που πρόκειται να ψηφιστεί ή να ζητούν τη δημιουργία νέας νομοθεσίας για ένα ζήτημα. Τα συμφέροντα που εκπροσωπούνται μπορεί να είναι επαγγελματικών ομάδων, ομάδων με συγκεκριμένες απόψεις (π.χ. υπέρ ή κατά των αμβλώσεων, υπέρ ή κατά της κατοχής όπλων), οικολογικών οργανώσεων, γυναικείων οργανώσεων, υπέρ ή κατά ενός συγκεκριμένου εφάπαξ θέματος (αγγλιστί: single issue politics = πολιτική ενός ζητήματος). Ο όρος λόμπινγκ προέρχεται από την αγγλική λέξη προθάλαμος (lobby), όπου παλαιότερα συναντούσαν οι εκπρόσωποι των ομάδων πίεσης τους βουλευτές προτού εισέλθουν στην αίθουσα συνεδριάσεων για την ψηφοφορία.

Κυρία Σλόαν (Miss Sloane) Quad Poster
Η Miss Sloane είναι η 10η μεγάλου μήκους ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη John Madden, ο οποίος ήταν υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθεσίας για την πιο πετυχημένη του εμπορικά ταινία, που δεν είναι άλλη από τον «Ερωτευμένο Σαίξπηρ» (Shakespeare in Love, 1998). Και είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζεται με την Jessica Chastain, μετά την ταινία «Το χρέος» (The Debt, 2010). Όταν προσλήφθηκε να σκηνοθετήσει το Miss Sloane, ο Madden πήγε το σενάριο ο ίδιος στην Chastain καθώς δεν μπορούσε να φανταστεί την ταινία χωρίς την ίδια ως πρωταγωνίστρια.

Η υπόθεση: Η Ελίζαμπεθ Σλόαν είναι μια δυναμική και όμορφη γυναίκα και κυρίως μια πανίσχυρη και πανέξυπνη λομπίστρια, που κάνει καριέρα προωθώντας (με το αζημίωτο) την ατζέντα όσων ομάδων έχουν τα χρήματα να την προσλάβουν. Η τελευταία της ανάθεση στην εταιρία στην οποία εργάζεται είναι να υποστηρίξει την κυβέρνηση της Ινδονησίας, προκειμένου να μην μπει φόρος στο φοινικέλαιο όταν εισάγεται στις ΗΠΑ, καθώς το (κατηγορούμενο και για καρκινογένεση από πολλούς) φοινικέλαιο και η εξαγωγή του αποτελεί βασική πηγή εισοδήματος για την ασιατική χώρα. Όταν πλησιάζει την εταιρία της η NRA, το λόμπι των όπλων, προκειμένου να την προσλάβουν για να σταματήσει ένα νομοσχέδιο μέσω του οποίου θα τεθεί θέμα περιορισμού στη δυνατότητα αγοράς και χρήσης όπλων (που στις ΗΠΑ είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα!) η Ελίζαμπεθ όχι μόνο αρνείται αλλά πηγαίνει να δουλέψει με λιγότερα σε μια εταιρία που επιθυμεί να προχωρήσει το νομοσχέδιο και να ψηφιστεί. Για πρώτη φορά στην καριέρα της θα έχει τόσο ισχυρό αντίπαλο. Θα καταφέρει να αντεπεξέλθει;

Η άποψή μας: Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Γιατί; Γιατί λέει πολλά πράγματα με το όνομά τους. Χωρίς να αδιαφορεί για τον ψυχαγωγικό της αντίκτυπο στους θεατές. Δεν είναι μια στρατευμένη ταινία καταγγελίας. Περισσότερο πλησιάζει στη λογική που έχουν τα σενάρια του Aaron Sorkin. Πχ, αν μια από τις αγαπημένες σας τηλεοπτικές σειρές τα τελευταία χρόνια ήταν το «The Newsroom» θα καταλάβετε σε ποιο μήκος κύματος κινείται τούτη η ταινία. Και το γεγονός ότι στην ταινία βασικούς ρόλους κρατάνε οι Alison Pill και Sam Waterston, που συγκαταλέγονται στο κυρίως καστ της σειράς του Sorkin, θα νιώσετε ότι οι ομοιότητες δεν είναι τυχαίες.

Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι ταινία με πρωταγωνιστή λομπίστα από την εποχή του «Thank You for Smoking» του Jason Reitman (2005). Εκείνη η ταινία, βεβαίως, είχε άνδρα πρωταγωνιστή, τον Aaron Eckhart, σαφώς πιο κωμική διάθεση (ενώ η ταινία του Madden είναι καθαρόαιμο δράμα) και το διακύβευμα αφορούσε το τσιγάρο ενώ εδώ την οπλοκατοχή. Κι εκείνη η ταινία, πάντως, και τούτη εδώ στηρίζονται απόλυτα στους πρωταγωνιστές τους. Η Jessica Chastain είναι πάρα πολύ καλή στο ρόλο της – καθόλου τυχαία δεν ήταν η υποψηφιότητά της για Χρυσή Σφαίρα α' γυναικείας ερμηνείας σε δράμα. Υποδύεται το απόλυτο αρπαχτικό. Μια γυναίκα που η σύγχρονη εποχή την έχει μετατρέψει σε ένα αυτάρκες (;) ον που το μόνο που το ενδιαφέρει είναι η καριέρα και η νίκη. Δεν θέλει και δεν εξαρτάται από κανέναν: μόνο από τα χαπάκια της (προφανώς αμφεταμίνες) τα οποία της εξασφαλίζουν περισσότερες ώρες εργασίας - ποιος χρειάζεται τον ύπνο; Οι συναισθηματικοί της δεσμοί είναι επίσης άφαντοι: καμία αναφορά σε γονείς ή φίλους. Πιο κοντά βρίσκεται με την ομάδα της (που της έχουν τυφλή εμπιστοσύνη) και με τα ζιγκολό που πληρώνει για να κάνει σεξ χωρίς δεσμεύσεις.

Και ακριβώς για να μην κατηγορηθεί η ταινία για «στράτευση», ακόμα και στην κατακλείδα της η Σλόαν λέει ότι όλα τα έκανε για τη νίκη. Δεν είναι ιδεαλίστρια, δεν προσπαθεί να κάνει τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος, δεν τη νοιάζει αν βρίσκεται στη μεριά του δίκαιου και του ηθικού. Αυτό που τη νοιάζει είναι η καριέρα της και η νίκη! Παρ' όλα αυτά η ταινία έφαγε χοντρό μποϊκοτάρισμα από την NRA στις ΗΠΑ, κάτι που της στοίχισε την εμπορική της σταδιοδρομία. Και να φανταστεί κανείς ότι η λεζάντα αφορά την οπλοκατοχή – και μάλιστα όχι την πλήρη απαγόρευσή της: απλά, το νομοσχέδιο που ως λομπίστρια υποστηρίζει η Σλόαν, θέλει να γίνονται πιο προσεκτικοί έλεγχοι σε όσους αγοράζουν όπλα, για να μην μπορεί να τα αγοράζει ο καθένας!

Αντ' αυτού, η ταινία στρέφει τα βέλη της περισσότερο στη διαφθορά που επικρατεί στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ (και κατ' επέκταση, του κόσμου). Οι πολιτικοί επηρεάζονται με... εκπαιδευτικά ταξίδια και πιέζονται σε σημείο εκβιασμού από ισχυρούς για να εξασφαλίσουν συμφέροντα και να συνεχίζουν να έχουν τη θέση τους, ενώ τρέμουν την κοινή γνώμη. Η ταινία είναι φτιαγμένη με τη λογική των μεγάλων φλασμπάκ που ξετυλίγουν όλη την ιστορία καθώς στον παρόντα φιλμικό χρόνο παρακολουθούμε την κατάθεση της Σλόαν σε μια ειδική επιτροπή της Γερουσίας των ΗΠΑ. Ενδιαφέρον φιλμ, με πολύ καλές ερμηνείες (κυρίως από την Chastain), καλογραμμένο σενάριο (από έναν πρωτοεμφανιζόμενο σεναριογράφο μάλιστα!) κι ένα έξυπνο φινάλε με ανατροπή. Σίγουρα δεν θα νιώσεις ότι σου κλέψαν τα λεφτά σου!

Κυρία Σλόαν (Miss Sloane) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Ιουνίου 2017 από την Spentzos Films
Περισσότερα... »

Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ (Ma Loute) PosterΟικογένεια Βαν Πέτεγκεμ
του Bruno Dumont. Mε τους Fabrice Luchini, Juliette Binoche, Valeria Bruni Tedeschi, Jean-Luc Vincent, Brandon Lavieville, Raph, Didier Després, Cyril Rigaux, Laura Dupré, Thierry Lavieville, Lauréna Thellier


«Μικροαστοί, θα σας φάνε, τα παιδιά σας»...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Μια ταινία πιο... γραφική από τη Σαντορίνη!

Bruno Dumont ρε φίλε. Ένας σκηνοθέτης που δεν έχει το θεό του! Που έχει χαράξει την δική του, ιδιαίτερη πορεία, και μα τω θεό (!!!) δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το αν οι ταινίες του θα έχουν έστω κι έναν θεατή να τις παρακολουθήσει! «Παιδί» του φεστιβάλ των Καννών, έχει να επιδείξει μερικά εξαιρετικά δείγματα δουλειάς, τα οποία όμως είναι δύσκολο να τα παρακολουθήσει ο μέσος θεατής, αν τελικά υπάρχει αυτός στην πραγματικότητα ή είναι απλά ένας όρος - στατιστικό κατασκεύασμα. Έχοντας στην συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών του ερασιτέχνες ηθοποιούς ως πρωταγωνιστές, τα καταφέρνει περίφημα στο να αποτυπώνει κυνικά ωμές σκηνές βίας και σεξ. Αλλά βρε παιδί μου, ο άνθρωπος έχει κάκαλα. Και η μέχρι τώρα φιλμογραφία του περιλαμβάνει μερικά πραγματικά διαμάντια.

Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ (Ma Loute) Quad Poster
Έχουμε και λέμε λοιπόν: «Η ζωή του Ιησού» (La vie de Jésus, 1997 – ειδική αναφορά στη διεκδίκηση της Χρυσής Κάμερας στο φεστιβάλ των Καννών), «Ανθρωπότητα» (L'humanité, 1999, ταινίαρος, πήρε μέρος στο διαγωνιστικό των Καννών και τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και τα βραβεία ανδρικής και γυναικείας ερμηνείας), «Twentynine Palms» (2003, συγκλονιστική ταινία, συμμετοχή στο διαγωνιστικό του φεστιβάλ Βενετίας), «Φλάνδρα» (Flandres, 2006, η τελευταία του σπουδαία ταινία, κέρδισε για δεύτερη φορά το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ των Καννών), «Hadewijch» (2009, δεν την έχω δει), «Έξω σατανά» (Hors Satan, 2011, έπαιξε στο «Ένα κάποιο βλέμμα» του φεστιβάλ των Καννών και είχε ψήγματα του παλιού, καλού εαυτού του) και «Camille Claudel 1915» (2013, πρώτη του συνεργασία με ηθοποιό του βεληνεκούς της Juliette Binoche και πρώτη του συμμετοχή στην Berlinale, στο διαγωνιστικό τμήμα). Αυτή λοιπόν, η ταινία που αποτέλεσε την αφορμή να σκαλίσουμε λίγο το φιλμικό παρελθόν του Dumont είναι η 8η μεγάλου μήκους του. Συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του περσινού φεστιβάλ των Καννών και είναι μάλλον η χειρότερη ταινία της καριέρας του! Βέβαια, δεν συμφωνούν οι πάντες: το Cahiers du cinéma έβαλε τη συγκεκριμένη ταινία στο Νο5 της λίστας του με τις καλύτερες ταινίες του 2016! Να τα λέμε κι αυτά! Και ήταν και υποψήφια για εννέα (9!!!) βραβεία Cesar, μη κερδίζοντας τελικά κανένα...

Η υπόθεση: Καλοκαίρι, 1910. Στον κόλπο που δημιουργείται στις εκβολές του ποταμού Σλακ στον Ατλαντικό Ωκεανό, στα βόρεια της Γαλλίας, μια σειρά ανεξήγητων εξαφανίσεων τουριστών έρχεται να ταράξει την περιοχή. Ο βαρέων βαρών αστυνομικός επιθεωρητής Μασίν και ο οξυδερκής Μαλφέ διερευνούν την υπόθεση. Οι δυο τους θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια παράξενη ιστορία αγάπης ανάμεσα στον ΜαΛουτ, γιο μιας οικογένειας ψαράδων με περίεργες διατροφικές συνήθειες και την Μπιλί της οικογένειας Βαν Πέτεγκεμ, μιας μεγαλοαστικής (και θα μπορούσε κάποιος να πει, έκφυλης) οικογένειας από την Λιλ, που διαθέτει το εξοχικό της στην περιοχή.

Η άποψή μας: Έχετε δει άλλη ταινία του Dumont; Όχι; Θα σας πρότεινα να δείτε μία από τις πρώτες τέσσερίς του λοιπόν πριν αισθανθείτε την ανάγκη να παρακολουθήσετε τούτη εδώ. Όπως αναφέραμε και στην εισαγωγή, καμιά του ταινία δεν είναι... φιλική προς τον θεατή. Σε όλες του τις ταινίες απαιτείται ένα μίνιμουμ ανοχής και υπομονής από μέρους του θεατή για να μπορέσει να τις εκτιμήσει όπως τις αξίζει. Όλες του οι ταινίες βρίθουν μισανθρωπισμό! Εδώ, όμως, το πράγμα ξεφεύγει πέρα από κάθε όριο. Τούτη η ταινία αποτελεί προσπάθεια του Dumont να γυρίσει κωμωδία! Ναι, καλά ακούσατε, κωμωδία, από έναν άνθρωπο που ανάθεμά με αν υπάρχει έστω και μισό πλάνο σε κάποια από τις προηγούμενες επτά ταινίες του όπου κάποιος από τους ήρωες χαμογελά έστω! Και δεν είναι ότι γυρίζει κωμωδία – δικαίωμά του είναι! Είναι ότι γυρίζει σλάπστικ κωμωδία εποχής με πολιτικές αναφορές και μεταφορές (!), με το ανομοιογενές μείγμα να μην τον δικαιώνει σχεδόν ποτέ! Αν λοιπόν στόχος είναι να μας δείξει πως οι μεγαλοαστοί είναι τόσο έκφυλοι (ένα παιδί είναι καρπός αιμομιξίας) και τόσο ανώμαλοι (το ίδιο παιδί είναι κορίτσι που ντύνεται αγόρι ή το αντίστροφο – αυτό αντιλαμβάνονται οι ψαράδες, έτσι, να εξηγούμαστε να μην παρεξηγούμαστε, μην μας πουν και ομοφοβικούς) που αξίζει να φαγωθούν - στην κυριολεξία - ο Dumont το πετυχαίνει με την πρώτη! Δεν χρειάζεται επανάληψη.

Αυτό λοιπόν που χαλάει τα πάντα στη συγκεκριμένη ταινία είναι από τη μια η διαρκής επανάληψη αστείων που εννοείται πως από κάποια στιγμή και μετά κουράζουν κι από την άλλη το κοινωνικό σχόλιο, που φουσκωμένο σε υπερθετικό βαθμό, χάνει το στόχο του. Οι φτωχοί είναι άσχημοι, βρώμικοι, βίαιοι και ανθρωποφάγοι (τους υποδύονται κατά βάση πρωτοεμφανιζόμενοι και ερασιτέχνες ηθοποιοί, στην κλασική παράδοση του Dumont) και οι μεγαλοαστοί είναι έκφυλοι, υπερβολικοί και ηλίθιοι! Δύο άτομα ξεχωρίζουν: η Μπιλί (που μερικές φορές ντύνεται ως ο Μπιλί) και η υπηρέτρια των Πέτεγκεμ. Η Μπιλί και η ηθοποιός Raph που την υποδύεται, είναι τα μοναδικά όμορφα πράγματα που υπάρχουν στην ταινία! Εντάξει, και η τοποθεσία έχει τη... γραφικότητά της (αλλά όπως λέει και ο ΜαΛουτ «είναι συνηθισμένη») και στα κουστούμια έχει γίνει τρομερή δουλειά. Πέρα από αυτό, μηδέν. Ο χοντρός επιθεωρητής κυλάει μια, κυλάει δυο, ε, στην τρίτη σταματάς να γελάς. Η σεζ λονγκ χαλάει μια, χαλάει δυο, ε, στην τρίτη σταματάς να γελάς. Και η προσπάθεια των διάσημων ηθοποιών να παίξουν τους μεγαλοαστούς όσο πιο γκροτέσκα μπορούν (προφανώς με εντολή σκηνοθέτη) βγάζει τραγικά αποτελέσματα.

Η Juliette Binoche δεν έχει υπάρξει πχ πιο αντιπαθητική σε καμιά άλλη ταινία της! Από εκεί και πέρα τα περί καπιταλισμού, θρησκείας, θαυμάτων και ερώτων περισσότερο ως μπαταριές στο κενό φαντάζουν παρά ως δομικά στοιχεία μιας ταινίες. Πολύ σουρεάλ αδελφέ και δεν σου βγήκε. Το κακό είναι πως μια χαρά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ταινία η φράση που εκστομίζει ο (εννοείται βλαμμένος) αδελφός της μεγαλοκυρίας που υποδύεται η Valeria Bruni Tedeschi (που παίζει την υπερφίαλη, αλλά... αντέχεται, όπως και ο Fabrice Luchini, που υποδύεται τον καμπούρη σύζυγό της, ο οποίος κάθε φορά που κινείται, ακούμε τα πόδια του να τρίζουν, μουάχαχαχαχα, πολύ αστείο – not...): η φράση λοιπόν (την οποία τη λέει καμιά δεκαριά φορά στα αγγλικά): «We know what to do, but we do not do». Ναι, μπορεί να ταιριάζει για την ανθρωπότητα, γενικώς, αλλά ισχύει και για τη συγκεκριμένη ταινία σου Bruno μου...

Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ (Ma Loute) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Ιουνίου 2017 από την Weird Wave
Περισσότερα... »

Για Όνομα του Θεού (Mes trésors) PosterΓια Όνομα του Θεού
του Pascal Bourdiaux. Με τους Jean Reno, Reem Kherici, Camille Chamoux, Alexis Michalik, Bruno Sanches, Pascal Demolon, Natalia Verbeke, Amory Cazal


Σόι πάει το Βασίλειο!
του zerVo (@moviesltd)

Πως καταλαβαίνεις πως μπήκε ο Ιούνης? Μα πολύ απλά κοιτάζεις τις κινηματογραφικές κυκλοφορίες της εβδομάδας και μέσα σε αυτές υπάρχει η πρώτη Φραντσέζικη κομεντί της θερινής σεζόν, που σέρνει τον χορό της ανά εβδομαδιαίας περιοδικότητας εξόδου στις αίθουσες και μιας παρόμοιας, όπως συνηθίζεται, εδώ και τόσα καλοκαίρια. Όπως φαίνεται, κάποιες (εφήμερες) επιτυχίες - έκπληξη, κωμωδιών Τρικολόρ κοπής, κατά το παρελθόν, έχουν συνδυάσει το χαλικάκι και τον ξέσκεπο ουρανό με ετούτες, με συνέπεια οι διανομείς να φροντίζουν να τις ρίξουν όλες μαζί παρέα στο πύρινο ριλίζ, που στην θεωρία τους πηγαίνει καλύτερα από το χειμωνιάτικο. Χμ... Καλή τους επιτυχία!

Για Όνομα του Θεού (Mes trésors) Wallpaper
Η Καρόλ είναι εσωστρεφής, ελάχιστα κοινωνική, έχει μόνο έναν φίλο που συναναστρέφεται μαζί του μέσω διαδικτύου, διαθέτει όμως άριστη ικανότητα στον χειρισμό των ηλεκτρονικών υπολογιστών, σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να χακάρει τα πάντα, άσχετα αν ποτέ στο παρελθόν δεν έχει πέσει στην παγίδα να παρανομήσει. Η Καρολίν αντιθέτως είναι κοινωνικότατη, δηλώνει πάντοτε το παρόν στα γκλαμουράτα γκαλά της Κυανής Ακτής, εκεί που εντοπίζει με ευκολία τους στόχους της και χάρη στην ακαταμάχητη γοητεία τους προσεγγίζει αποσπώντας από τις τσέπες τους με ταχυδακτυλουργικό τρόπο, ότι πολύτιμο κουβαλούν. Η Καρόλ και η Καρολίν, δεν φαίνεται, αλλά είναι ετεροθαλείς αδελφές, που ποτέ τους δεν γνώρισαν πατέρα, μιας κι εκείνος τοις εγκατέλειψε πριν ακόμη γεννηθούν.

Και πλέον, έχοντας φτάσει στο κατώφλι των εξήντα του χρόνων, το έχει μετανιώσει. Ο Πατρίκ, από τους πλέον διάσημους διαρρήκτες της χώρας, πολύ δύσκολα δεν πετυχαίνει τον σκοπό του να ξαφρίσει τις περιουσίες που έχει βάλει στο μάτι. Έχοντας αποτύχει οικτρά στο πιο πρόσφατο πλάνο του, χάρη στην προδοσία του στενότερου του συνεργάτη, θα επιστρέψει δριμύτερος στην δράση, έχοντας σαν στόχο όχι μόνο την εκδίκηση, αλλά και ένα συλλεκτικής αξίας βιολί Στραντιβάριους, που η αξία του κοστολογείται περί τα 15 εκατομμύρια ευρώ. Και σε αυτό το κόλπο γκρόσο, θα θελήσει να συνεργαστεί με τις ικανότατες θυγατέρες του, που μέχρι τώρα τον θεωρούσαν πεθαμένο!

Όπως συμβαίνει λοιπόν στο συντριπτικό ποσοστό των made in France διασκεδαστικών, με μαθηματική συνέπεια, ενενηντάλεπτων φιλμς, έτσι ακριβώς γίνεται και εδώ, στην περίπτωση του Mes Tresors, όπου η χαλαρότητα και η αφέλεια, ορίζουν τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της γλαφυρής αφήγησης. Τίποτα πρωτότυπο δηλαδή δεν αποτελεί τον βασικό θεματικό σπινθήρα του στόρι, όπως όμως και τίποτα ενοχλητικό, συνάμα, δεν προδιαθέτει άσχημα, αφού φροντίζει γι αυτό το σταθερό τέμπο της εξιστόρησης, που ποτέ δεν χαμηλώνει στάθμες. Γρήγορες εναλλαγές πλάνων, μουσικό σάουντρακ που τονίζει το σασπένς, ευρηματικά μελετημένη heist στον ορίζοντα και άντε πάμε να ξαφρίσουμε το πανάκριβο μουσικό όργανο που κρύβεται σε ένα σαλέ κάπου στις χιονισμένες Άλπεις.

Αν παίζει ιδιομορφία στην πλοκή, είναι που ο μπαμπάς λήσταρχος, με μακρά θητεία στην στενή, επιστρατεύει για να πιάσει την τελευταία (?) καλή, τις μεγαλοκοπέλες κοράκλες του, που έχουν τριανταρήσει κι ακόμη δεν έχουν αποκατασταθεί, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι και του ραφιού. Το εύρημα στην περίπτωση της ταινίας που παρουσιάζει ο δίχως προηγούμενες δάφνες ντιρέκτορ Pascal Bourdieaux, είναι που ο Πατρίκ, έχει σαν βασικό του ατού τις μεταμφιέσεις, οπότε και κανένα υποψήφιο θύμα του, δεν τον αναγνωρίζει. Κάπου ενδιάμεσα σε Όμπραξ και Ίθαν Χαντ προβάλλει δηλαδή ο στυλάτος αν και σε μια κάποια ηλικία πλέον, Jean Reno, που έχει τον αέρα του μπον βιβέρ, την αεικινησία του αρχικλέφτη και την εκφραστικότητα στην φάτσα για να το βγάλει όλο αυτό σε κωμικό πακέτο. Και χορεύει και μπουνίδια ρίχνει και τρεχαλητό ξαμολάει, γενικά κάνει τα πάντα ο έμπειρος Γάλλος σταρ για να δικαιολογήσει το μεροκάματο του!

Έχοντας παρέα του δύο φρέσκα πρόσωπα του σινεμά Φρανσέζ, την σαφώς πιο ώριμη υποκριτικά της δυάδας των κορασίδων, Camille Chamoux, που από νερντ ασχημόπαπο εξελίσσεται σε καταλύτη του σχεδίου, αλλά και την ανατολίτικων χαρακτηριστικών σεξοβόμβα Reem Kherici, με τις Ιταλοτυνήσιες ρίζες, που σε κάθε της εμφάνιση στο εκράν κόβει την ανάσα. Δίνοντας στο αρσενικό κοινό έναν σημαντικό λόγο στο να μην υποχωρήσει αδιάφορος στο πίσω μέρος του καθίσματος του, για όσα συμβαίνουν στην μεγάλη οθόνη, καρτερώντας την κάθε επόμενη φορά που ντυμένη εκθαμβωτικά, θα επανεμφανιστεί. Συνεπώς ακόμη κι αν δεν αποτελεί τίποτα το ιδιαίτερο, ούτε το ξεχωριστό, μηδέ το σπάνιο, αντιθέτως ακολουθώντας πιστά την γνωστή γαλλόφερτη επίπεδη και κοινότοπη συνταγή, το Mes Tresors, μοιάζει ταμάμ επιλογή για αγιόκλημα και γιασεμί. Σημασία έχει το πόσες τέτοιες κομεντί - που διόλου τυχαία φέρουν στην μαρκίζα το όνομα του Θεού, για να θυμίσουν το μέγκα χιτ του Mon Dieu - μπορεί να αντέξει ο θερινός σινεφίλ οργανισμός. Και η τσέπη του βεβαίως...

Για Όνομα του Θεού (Mes trésors) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Ιουνίου 2017 από την Odeon
Περισσότερα... »

Η Βασίλισσα της Ισπανίας (La reina de España) PosterΗ Βασίλισσα της Ισπανίας
του Fernando Trueba. Με τους Penélope Cruz, Antonio Resines, Neus Asensi, Ana Belén, Javier Cámara, Chino Darín, Loles León, Arturo Ripstein, Jorge Sanz, Rosa Maria Sardà, Santiago Segura, Cary Elwes, Clive Revill, Mandy Patinkin


Hey, Macarena!
του zerVo (@moviesltd)

36 βασανιστικά χρόνια ήταν αυτά και δύσκολα λησμονιούνται. Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, που ο πανέμορφος τόπος της Ιβηρικής διατηρήθηκε, μετά από μια σειρά αιματηρών εσωτερικών τριγμών, στον γύψο, γεγονός που οδήγησε λογικότατα στην στέρηση των ατομικών ελευθεριών των πολιτών και στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, στον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό μαρασμό, αλλά και στην πλήρη απομόνωση του. Δεν είναι παράλογο λοιπόν, τα σημάδια που άφησε στην Ισπανία το μακροχρόνιο πέρασμα της Χούντας του Φράνκο από την εξουσία, να είναι ανεξίτηλα, ακόμη και στις μέρες μας, σχεδόν μισό αιώνα μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος και να επιχειρούνται συγκρίσεις του δημοκρατικού μεν, αλλά προβληματικού σε ότι έχει να κάνει με την στήριξη των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, που έχουν νιώσει βαθιά στο πετσί τους την οικονομική κρίση που διανύουμε, μοντέλου, του σήμερα, με το αυταρχικό χθες. Που τόσο πολύ πάλεψε ο μαχητικός Μεσόγειος λαός να αποτινάξει από πάνω του, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον.

Η Βασίλισσα της Ισπανίας (La reina de España) Wallpaper
Αρχές της δεκαετίας του '50. Την στιγμή που οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες επουλώνουν τις πληγές τους, μετά το οριστικό τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και κάποιες εξ αυτών έχουν εκδημοκρατιστεί, μετά από μακρά περίοδο διακυβέρνησης από τους στρατιωτικούς, η Εσπάνια παραμένει βουτηγμένη στον λήθαργο και αποκλεισμένη από τις διεθνείς κοινότητες, εξαιτίας των πραξικοπηματιών που την κυβερνούν. Σε μια απόπειρα να ανοίξουν οι δίαυλοι επικοινωνίας με την Δύση, η χώρα θα ανοίξει τα σύνορα της στο Χόλιγουντ, ελπίζοντας πως οι παραγωγοί του θα επενδύσουν σε ταινίες που θα γυριστούν εκεί. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί και η ιστορική υπερπαραγωγή Η Βασίλισσα της Ισπανίας, που την σκηνοθεσία της έχει αναλάβει ο θρυλικός και με περισσότερα από 200 φιλμς στο παλμαρέ του, πλην υπερήλικας Τζον Σκοττ, που θα έχει για βασική του πρωταγωνίστρια, στον ρόλο της Ιζαμπέλας της Καστίλης, την φημισμένη Σπανιόλα, αν και πολιτογραφημένη Αμερικανίδα, σούπερ σταρ Μακαρένα Γρανάδα!

Από την πρώτη στιγμή η τιμημένη ακόμη και με Όσκαρ - όπως μας αποκαλύπτουν τα επίκαιρα της εποχής - ηθοποιός, δεν θα δει με καλό μάτι την επιστροφή της στα πάτρια εδάφη, έχοντας άσχημες μνήμες από το κυνηγητό που είχε υποστεί ο αριστερών πεποιθήσεων πατέρας της από τους φασίστες, γεγονός που την οδήγησε να αυτοεξοριστεί, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω της. Η συνάντηση της με τους παλιούς της κομπανιέρους, από τον καιρό που άσημη ακόμη έπαιζε στα περιοδεύοντα θεατρικά σανίδια, η επανεμφάνιση ενός καλού φίλου, που θεωρούταν χαμένος στα Ναζιστικά στρατόπεδα κατοχής αλλά και ο ξαφνικός έρωτας που θα νιώσει για τον όμορφο νεαρό (και κρυφοαντιστασιακό) βοηθό στα γυρίσματα, θα αναπτερώσουν το ηθικό της, ώστε να δώσει τον καλύτερο της εαυτό στην ερμηνεία.

Σε ποια ακριβώς σοβαρή ταινία είναι το ερώτημα, αφού από την πρώτη κιόλας στιγμή το συνολικό πρότζεκτ, μοιάζει με ένα κακοστημένο αστείο, αφού τόσο οι Γιάνκηδες, μέλη του καστ ή του συνεργείου, δεν δείχνουν ικανοί να προσαρμοστούν στις δύσκολες μεσογειακές συνθήκες, την ίδια ώρα που οι περιορισμοί που έχει επιβάλλει η Χούντα, θα φτάσουν ίσαμε το καμπ που έχει εγκατασταθεί η παραγωγή. Κάτι που θα ξυπνήσει στις καρδιές των ντόπιων ηθοποιών την επαναστατική φλόγα, ώστε ακόμη και μπροστά στο ενδεχόμενο να επισκεφτεί ο ίδιος ο Δικτάτορας τα γυρίσματα, να επιθυμήσουν να του δείξουν πως δεν τον φοβούνται και θα έδιναν και την ψυχή τους για να επικρατήσει η Ελευθερία.

Από το βασικό όνομα της κεντρικής ηρωίδας, οι σινεφίλ θα έχουν κατανοήσει πως πρόκειται για μια θεματική συνέχεια της μεγάλης ιντερνάσιοναλ επιτυχίας La Nina De Tus Ojos, που ο αναγνωρισμένος δημιουργός, Οσκαρούχος στα 1994 για το Belle Epoque, Fernando Trueba, είχε υπογράψει μια εικοσαετία πριν. Είκοσι χρόνια που έχουν περάσει και στην πραγματικότητα της πλοκής, από τότε που η Hey Μακαρένα, ενζενί ακόμα, έκανε τα πρώτα της βήματα στην τέχνη. Και που σε αντίθεση με την πατρίδα της που πολιτικοκοινωνικά διαρκώς ολισθαίνει, εκείνη έχει φτάσει την καριέρα της στο απόγειο. Συνεπώς όπως αντιλαμβάνεται εύκολα όποιος είχε παρακολουθήσει εκείνη την πρώτη, επίσης καυστική σάτιρα από τον Μαδριλένο ντιρέκτορα, το ίδιο ακριβώς ύφος ακολουθείται κι εδώ, που στην ουσία το περιοριστικό σοσιολογικό περιβάλλον, έχει μεταβληθεί, στο χειρότερο του.

Δεδομένα στους πνευματώδεις διαλόγους ανάμεσα στους καλλιτέχνες - σε φόρμα Coenική, του τύπου Hail, Caesar - βασιλεύει η αλληγορία, γεννώντας έτσι τα συνθήματα πάλης, που χαμηλόφωνα στην αρχή, πολύ πιο έκδηλα στην συνέχεια κάνουν την εμφάνιση τους. Η ταινία μέσα στην ταινία, όμως, είναι μια τεχνική που όχι σε λίγα της σημεία προκαλεί κομφούζιο και αναταραχή στην ορθολογική σκέψη της πλατείας. Το βασικό σύνθημα του Trueba είναι πως πάντοτε η Τέχνη θα πρέπει να διατηρεί τον πλέον ενεργό ρόλο σε καταστάσεις αφόρητες που πλήττουν καίρια την κοινωνία. Και να ορίσει μέσα από την αρτιστική έμπνευση, τις διεξόδους εκείνες, που θα οδηγήσουν την άβουλη μάζα στην επανάσταση. Ακόμη και στο προς το τέλος πλάνο, που λαμβάνει χώρα μια μυστική, μαζική αντιεξουσιαστική πράξη, το γλαφυρό στυλ της ανάλαφρης σε όλα τα επίπεδα κομεντί, δεν εγκαταλείπεται, συνεπώς και η κορύφωση του φινάλε, μοιάζει ξεκομμένη και ημιτελής.

Παρόλο που η εκλαμπρότατη και διασημότερη πρέσβειρα της Ισπανίας στην νεότερη κινηματογραφική ιστορία, Penelope Cruz, μοιάζει όπως συνήθως με οπτασία, μέσα στην χρυσοποίκιλτη στολή της βασιλίσσης, εντούτοις δεν μπορούμε να πούμε πως η παρουσία της εδώ είναι κάτι το ξεχωριστό ή το ασυνήθιστο. Η Νίνια των Ονείρων μας, μπορεί να έχει κλείσει τους 43 Απρίληδες ζωής και να μην της φαίνεται ούτε κατά διάνοια, αν επιθυμεί όμως να παραμείνει στην κορυφή του φιλμικού ενδιαφέροντος, θα πρέπει να αφήσει κατά μέρος, τέτοιου είδους χωρίς σπουδαίο εξωΙσπανικό ενδιαφέρον σίκουελ και να επανέλθει στις πιο σοβαρές ερμηνείες. Που εντός ολίγου κλείνουν δεκαετία απουσίας, από τον καιρό της Cristina Barcelona και των Abrazos Rotos.

Η Βασίλισσα της Ισπανίας (La reina de España) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Ιουνίου 2017 από την Tanweer
Περισσότερα... »

100 Μέτρα (100 Metros) Poster100 Μέτρα
του Marcel Barrena. Με τους Dani Rovira, Karra Elejalde, Alexandra Jiménez, David Verdaguer, Clara Segura, Alba Ribas, Bruno Bergonzini, Ricardo Pereira, Manuela Couto, Marc Balaguer


Ο Αγώνας είναι η μόνη Επιλογή
του zerVo (@moviesltd)

Πιστολιά είναι. Εκείνη η ανατρεπτική στιγμή που με ρουτινιάρικη θλίψη στην έκφραση ο Δόκτορας ανακοινώνει στον μέχρι προ ολίγων στιγμών υγιέστατο απέναντι του, πως έχει κτυπηθεί από ασθένεια δυσκολοκατάβλητη. Και μάλιστα ευθύτατης βολής, ειδικά αν αναφερθούμε σε ετούτο το μοντέρνο εκφυλιστικό σαράκι, που τρώγει μετά μανίας τα εγκεφαλικά κύτταρα νέων (συνήθως) ανθρώπων, διαλύοντας τους το κεντρικό νευρικό σύστημα και παντελώς ύπουλα προκαλώντας τους σε μικρό χρονικό διάστημα, απρόβλεπτες κινητικές δυσλειτουργίες. Η εύκολη λύση είναι η παράδοση στο ριζικό του αυτοάνοσου, να μην παλέψεις καν να αποφύγεις την σφαίρα, να μην την κοντράρεις στα ίσια, να υπομείνεις απόξαρχης και μέχρι τέλους, με κεφάλι σκυθρωπό, το μαρτύριο που σου έκρυβε η μοίρα. Και σε ένα χρόνο από την επίσημη ανακοίνωση να αδυνατείς να διασχίσεις έστω 100 Μέτρα. Η δύσκολη είναι να σταθείς στα πόδια και να το παλέψεις! Καμία υποταγή, όσο ακόμη είμαι ζωντανός!

100 Μέτρα (100 Metros) Wallpaper
Αν εξαιρέσεις την πρόσκαιρη, όπως ελπίζει, παρουσία του στρυφνού και αυταρχικού πεθερού του, Μανόλο, στο σπίτι τους, η ζωή του 35χρονου Ραμόν, μοιάζει ονειρεμένη. Στέλεχος υψηλόβαθμο απίστευτα κερδοφόρας διαφημιστικής επιχείρησης είναι, με μισθό που του επιτρέπει να διαβιώνει άνετα, στο πλευρό του ανήλικου γιου του Μάριο και της αγαπημένης του συζύγου Ινμα, που εντός ολίγου θα φέρει στον κόσμο και το δεύτερο παιδί τους. Κάποιες μικροενοχλήσεις που θα νιώσει τελευταία, στην βάδιση, την ομιλία και την αφή, θα τον στείλουν στο κρεβάτι των εξετάσεων, από όπου τα μαντάτα όμως, θα είναι δυσάρεστα. Ο Ραμόν πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Απόγνωση!

Με τις αρνητικές πληροφορίες για την υποχθόνια νόσο που τον κτύπησε, περί της συχνότητας των υποτροπών της και των συνεπειών που αφήνουν εκείνες πίσω ανά περίπτωση, να τον μαστίζουν ανελέητα, ο νεαρός άντρας θα χάσει κάθε ενδιαφέρον για το είναι του, την φαμίλια του, τον επαγγελματικό περίγυρο του. Άλλωστε και η αρρώστια, έστω και στο αρχικό της στάδιο, έχει δείξει τα δόντια της και σταδιακά τον καθηλώνει. Ηθικό που θα αναστηλωθεί μονομιάς, στο άκουσμα της διοργάνωσης μαζικού αγώνα Τριάθλου, μαραθώνιου δρόμου, κολύμβησης ανοιχτής θαλάσσης και ετάπ ποδηλασίας, στον οποίο θα θελήσει παντελώς απροσδόκητα να πάρει μέρος. Για να αποδείξει πρωτίστως στον ίδιο πως μπορεί να βγει νικητής στην μάχη με την απομυελίνωση. Και που αν συμβεί, θα ισοδυναμεί με ανθρώπινο θαύμα!

Ανέλπιστα σε ετούτο τον τίμιο πόλεμο, ο Ραμόν θα βρει συμπαραστάτη τον μέχρι πρότινος μισητό πατέρα της γυναίκας του. Εκείνον που πλέον θα τον προσεγγίσει σαν να ήταν δικό του παιδί και μέσα από τα προβλήματα που κι εκείνος αντιμετωπίζει, θα του δώσει απαιτούμενα μαθήματα πάλης ώστε να μονομαχήσει με το δεινό και να αναδειχθεί θριαμβευτής! Βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά είναι η ιστορία που με ανθρωπιά και αισιοδοξία μας περιγράφει η ταινία 100 Metros, αν και δεν χρειάζεται πολύ σκέψη από τον θεατή για να το αντιληφθεί, εφόσον η MS έχει εξαπλωθεί τάχιστα στις ημέρες μας και όλο και κάποια περίπτωση πειθαρχημένου μαχητή της θα γνωρίζει. Κάποιου που αντιλαμβάνεται το κτύπημα σαν πρόκληση και δεν χαμηλώνει βλέμμα, αλλά κοιτάζει με ελπίδα στον ορίζοντα, ξέροντας καλά πως έτσι κι αλλιώς η μόνη επιλογή, δεν είναι η παραίτηση, αλλά η δυναμική ολομέτωπη ρήξη!

Αυτή την ιστορία αφηγείται δίχως να αποφεύγει ευκολίες και μελοδραματισμούς, που εδώ όμως είναι αναγκαίοι και απαιτούμενοι, ο Ισπανός ντιρέκτορας Marcel Barrena, στήνοντας την καταμεσίς της μεγαλούπολης, εκεί που βασιλεύει το στρες, η αγωνία, ο φόβος, η ανασφάλεια, η φρίκη, βασικά συστατικά δηλαδή για την εξάπλωση αυτού του είδους των νευρολογικών παθήσεων. Μαζί με τα συγκινητικά περιστατικά που παίζουν σε πρώτο πλάνο στην πλοκή, συνυπάρχει κι ένα πιο γλαφυρό τέμπο, που το υποστηρίζει ο πιο γηρασμένος της ομήγυρης, ο ίσαμε προ ολίγου εχθρικός father in law. Που λειτουργεί σαν άλλος Rockyσιος Μίκι, προετοιμάζοντας με αθλητικά πρότυπα τον γαμπρό του για να λάβει μέρος στο επίπονο αγώνισμα, ακολουθώντας συνάμα όμως και εναλλακτικές (δοκιμασμένες σύμφωνα με κάποια επιστημονικά εγχειρίδια πάντως) πρακτικές, απαγορευμένης φύσης, όπως το κάπνισμα της φούντας! Είναι οι στιγμές που χαμογελά και το κοινό παρέα με τους ευδιάθετους παρόλο τον κατακερματισμό τους, επί της οθόνης ήρωες, ελπίζοντας αντάμα τους πως το κακό θα ξορκιστεί, κρατώντας το ηθικό σταθερά ψηλά, μέχρι το φινάλε.

Εξαιρετική η πρωταγωνιστική παρουσία του ταχύτατα ανερχόμενου Σπανιόλου κωμικού Dani Rovira, στον απαιτητικό ρόλο του πιστολισμένου από την πολλαπλή σκλήρυνση. ο συμπαθητικός Ράφα του ευχάριστου και πετυχημένου στα box office δίπτυχου των Ocho Appelidos, κατορθώνει να αποδώσει σωστά τις θλιβερές εκφράσεις που ζητά ο χαρακτήρας του, ειδικά όταν πέφτει στην δίνη του relapse. Έχει άλλωστε την αμέριστη βοήθεια στο πλευρό του της Κυράς του, όπως την ενσαρκώνει η όμορφη Αραγόνα Alexandra Jimenez, μα κυρίως του έμπειρου και θεατρικής εμπειρίας Βάσκου Karra Elejalde, που συνεχίζει να του κάνει την ζωή μαρτύριο, όπως συνέβη και στον Έρωτα Αλά Ισπανικά. Πολύ ενδιαφέρουσα προσθήκη στο κτίσιμο υποπλοκής, που αποσπά την ματιά από το δεδομένα τραγικό περιβάλλον του θέματος και που λειτουργεί καταλυτικά στην μέθοδο της επίτευξης του στόχου, τόσο του προστατευόμενου του,, όσο όμως και του ίδιου. Το οπτιμιστικό αποτέλεσμα, που μακάρι να ισχύει για όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις πασχόντων από ΣΚΠ, δεν περιμένει κανείς να το αντικρίσει την ώρα που ο Ραμόν πλησιάζει, όπως αναμένεται εν μέσω βουρκώματος των βολβών, στο φίνις. Το έχει καταλάβει πολύ νωρίτερα, από την ώρα που τίθεται ο πρωταρχικός στόχος της κάλυψης των (φαινομενικά ελάχιστων, μα τόσο σημαντικών) πρώτων 100 Metros. Θρίαμβος ελπίδας, κόντρα στο θηρίο, που δίνει το σύνθημα για την συνέχιση και ολοκλήρωση του άθλου και την ανάδειξη του αποφασισμένου να μην τα παρατήσει ποτέ, Μαραθωνοδρόμου, σε Ολυμπιονίκη της ζωής!

100 Μέτρα (100 Metros) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Ιουνίου 2017 από την Seven Films
Περισσότερα... »



Ελληνικό Box Office 25 - 28 Μαΐου 2017 by OPTOMA


Φιλμ
Διανομή
Wks Αίθουσες
4ήμερο Ελλάδας
Σύνολο Ελλάδας
1
Pirates of the Caribbean: Dead Men Tell No Tales
Feelgood Ent.
1
214
108.145
108.145
2
Alien: Covenant
Odeon
2
48
7.037
37.725
3
The Boss Baby
Odeon
8
47
6.461
133.328
4
King Arthur: Legend of the Sword
Tanweer
3
29
4.945
74.435
5
The Dinner
Tanweer
1
29
3.843
3.843
6
Smurfs: The Lost Village
Feelgood Ent.
9
28
3.228
144.532
7
Norm Of The North
Tanweer
3
33
2.428
9.639
8
Guardians of the Galaxy Vol. 2
Feelgood Ent.
4
17
2.091
81.338
9
Aquarius
Seven Films
1
4
1.018
1.018
10
Polina Danser Sa Vie
Odeon
1
16
878
878


Περισσότερα... »

Οι Πειρατές της Καραϊβικής: Η Εκδίκηση του Σαλαζάρ (Pirates of the Caribbean: Dead Men Tell No Tales) PosterΟι Πειρατές της Καραϊβικής: Η Εκδίκηση του Σαλαζάρ
των Joachim Rønning, Espen Sandberg. Με τους Johnny Depp, Javier Bardem, Brenton Thwaites, Kaya Scodelario, Kevin McNally, Geoffrey Rush, Orlando Bloom, Golshifteh Farahani, Stephen Graham, David Wenham, Martin Klebba


Μια οικογένεια είμαστε, όλοι εμείς, οι Πειρατές!
του zerVo (@moviesltd)

Αποτέλεσε ένα από τα πιο έξυπνα πρότζεκτς, που έφεραν ποτέ πάνω τους την υπογραφή της μπράντας του αξεπέραστου Μπάρμπα Ουώλτ. Αυτός ο συνδυασμός της ναυτικής περιπέτειας εποχής με το μεταφυσικό στοιχείο, αρχικά σχημάτισε ουρές εκατοντάδων μέτρων στα θεματικά πάρκα της Disneyland, από επισκέπτες που ήθελαν να βιώσουν από κοντά το εντυπωσιακό έκθεμα. Σε συνέχεια βεβαίως της εκμετάλλευσης του τίτλου, οι Πειρατές της Καραϊβικής, εκεί κάπου στις αρχές του Μιλένιουμ, έπαψαν να είναι απλώς κέρινοι και απέκτησαν και σελιλόιντ υφή, με συνέπεια να πραγματοποιηθεί το απόλυτο τζακ ποτ για την Disney, που αντιλήφθηκε πως έχει στα χέρια της ένα χρυσοφόρο κινηματογραφικό πλάνο. Η μία μετά την άλλη οι συνέχειες ακολούθησαν το πρωτότυπο Black Pearl που έσπασε ταμεία κι έτσι απρογραμμάτιστα, η τριλογία μετεξελίχθηκε σε καρέ, για να φτάσουμε σήμερα, δεκαπέντε χρόνια σχεδόν μετά το Start, στο πέμπτο τεύχος του σίριαλ, που μπορεί να φθίνει ποιοτικά, διατηρεί σε υψηλά στάνταρντς τα εμπορικά του επιτεύγματα όμως...

Οι Πειρατές της Καραϊβικής: Η Εκδίκηση του Σαλαζάρ (Pirates of the Caribbean: Dead Men Tell No Tales) Wallpaper
Εννέα χρόνια έχουν περάσει από εκείνη την μοιραία νύχτα που ο μικρούλης Χένρυ Τέρνερ θα πληροφορηθεί πως ο αγαπημένος του πατέρας, είναι καταδικασμένος από μια πανίσχυρη κατάρα, να παραμείνει εγκλωβισμένος στο σάπιο βυθισμένο κουφάρι του Flying Dutchman και πλέον ήλθε η στιγμή να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να τον απελευθερώσει. Έχοντας μελετήσει καλά όλους τους θαλασσινούς θρύλους και παραδόσεις, καπετανόπουλο πια, γνωρίζει πως η μοναδική του ελπίδα θα είναι να ανακαλύψει που ακριβώς είναι κρυμμένη η πανίσχυρη Τρίαινα του Ποσειδώνα, που η χρήση της είναι ικανή να σπάσει όλα τα ξόρκια που έχουν κατά καιρούς ακουστεί στους ωκεανούς. Για να επιτύχει τον στόχο του, είναι αναγκασμένος να συνεργαστεί με τον μονίμως μέθυσο και αναξιόπιστο Κάπτεν Τζακ Σπάροου, διαβόητο πειρατή που έχει χάσει με τα ανήθικα καμώματα του, την εμπιστοσύνη ακόμη και του για δεκαετίες πιστού του πληρώματος.

Ακόμη κι αν δεν δείχνει ικανός, εξαιτίας της ολοήμερης παράδοσης του στο πιοτό, να φέρει εις πέρας ακόμη και την πιο απλή αποστολή, ο Σπάρρου είναι εκείνος που έχει στην κατοχή του την μοναδική πυξίδα που μπορεί να οδηγήσει καράβι στο πολύτιμο και πανίσχυρο κειμήλιο. Μαζί με την όμορφη τυχοδιώκτη και κυνηγημένη από άπαντες ως μάγισσα, Καρίνα Σμάιθ, που θα κάνει την καρδιά του να σκιρτήσει, ο Χένρυ θα τραβήξει την μακριά ρότα αναζήτησης πάνω στο Μαύρο Μαργαριτάρι, χωρίς να έχει υπολογίσει στην έκρηξη εκδικητικής οργής του Σπανιόλου Καπετάνιου Σαλαζάρ και του απέθαντου πληρώματος της κατακερματισμένης Βασιλικής Φρεγάτας του, που ζητά την τιμωρία του Σπάροου, θεωρώντας τον υπαίτιο για το κακό που τον βρήκε!

Και κάπως έτσι, ακολουθώντας πιστά την πορεία στον ορίζοντα, που χάραξε εκείνη η πρώτη φορά των Pirates Of The Caribbean από τα χέρια του ιδανικού για την θέση του σκηνοθέτη του πλάνου Gore Verbinski, παίρνει φόρα το πιο πρόσφατο μέρος της πενταλογίας, το οποίο δεν έχει να επιδείξει ούτε κάτι το πρωτοφανές, ούτε τίποτα το ευρηματικό στην εξέλιξη του. Ελάχιστες καινοτομίες έχει να προσφέρει η πλοκή της Εκδίκησης του Σαλαζάρ, που για ακόμη μια φορά αντλεί την δυναμική του από τα εντυπωσιακά και εξαιρετικά προσεγμένα οπτικοακουστικά εφέ, που κατά περιόδους κόβουν την ανάσα, απεικονίζοντας από καταπληκτικές ναυμαχίες, καταξεσκισμένους φαντασματένιους ναύτες, κουρσάρους, καρχαρίες, μέχρι και σχίσματα της θαλάσσης, στην Μωσαική τελική σεκάνς, όπου κάνει την εμφάνιση της η θαυματουργή Τριντέντ.

Λιγότερα είναι τα θετικά στοιχεία, σε σχέση με τα αρνητικά, στην ταινία που υπογράφει το ντουέτο σκηνοθετών από την Σκανδιναβία των Ronning και Sandberg, που είχαν επιμεληθεί την διεύθυνση του επίσης θαλασσινού ενδιαφέροντος Kon-Tiki. Κυρίως σε ότι έχει να κάνει με την καρικατουρική, πλέον, μορφή του βουλιαγμένου στο ρούμι Σπάροου, που σωστά για την εξέλιξη της δράσης, υπέχει πια περιφερειακού ρόλου, με αντιφατικά ηγετική παρουσία, αφού μπορεί να δηλώνει το παρόν σε όλες σχεδόν τις σκηνές του έργου (εννοείται πως στις περισσότερες βρίσκεται με μια αγχόνη περασμένη στο λαιμό του) δεν βρίσκεται όμως ο ίδιος στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Εκεί που έχει περάσει από τούδε και στο εξής ο μικρός καπεταναίος με το πανίσχυρο DNA, γιόκας του Orlando Bloom - Γουίλ και της Keira Knightley - Ελίζαμπεθ, που εννοείται θα πρωταγωνιστήσει και σε οποιαδήποτε μελλοντική "όλοι μια οικογένεια είμαστε πλέον" εκδοχή, δυστυχώς όμως με την μορφή του άνευρου και μισκάστ Brenton Thwaites, που δεν πολυκολλάει στο γενικότερο σύνολο.

Στα συν αναμφίβολα περνάει και το γεγονός πως, συνοδευτικά με την διατήρηση του ασταμάτητου τέμπο, επιχειρείται μια πιο οικογενειακή προσέγγιση στον μύθο, που μπορεί από ένα σημείο και μετά να μυρίζει προβλεψιμότητα, δείχνει όμως πως οι ιθύνοντες το παλεύουν να τονώσουν το στόρι που λογικά έχει βαρύνει μετά από τόσα τσάπτερς. Το τρίγωνο των αστέρων Depp - Bardem - Rush λειτουργεί απλώς και μόνο σαν μαγνήτης των υποψήφιων θεατών, που θα διαβάσουν τα ονόματα τους στην μαρκίζα. Ο ωραίος Johnny δεν διαβαίνει και τις καλύτερες ημέρες της καριέρας του και μετά από ένα σωρό φλόπες, μόνο η σιγουριά των Πειρατών μπορεί να τον διατηρήσει ζωντανό στο σταρικό επίκεντρο. Ο Ίβηρας Javier παλεύει πολύ, το πρόσφατο διάστημα, να διαγράψει όσα σπουδαία έχει καταγράψει στο παλμαρέ του, από την αρχή της πορείας του. Όσο για τον έμπειρο Αυστραλέζο Geoffrey είναι ο τύπος που του αρκούν δύο τρεις ατάκες για να επιβιώσει ερμηνευτικά. Στ' αλήθεια γιατί στην μυθοπλασία...

Εκτιμώ πως με το Dead Men Tell No Tales, που μάλλον αποδεικνύεται το πιο αδύναμο κρικάκι στην Πειρατική αλυσίδα, αντιγράφοντας θεματικά όσο μπορεί περισσότερο το προ αιώνων ορίτζιναλ, οι φανατικοί φίλοι της σειράς, θα μείνουν ικανοποιημένοι, μιας και τους προσφέρει όσα ζητούν αφήνοντας το αντίτιμο στο γκισέ, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Άλλωστε μιλάμε για έναν τίτλο που έχει πάρει από καιρό φθίνουσα πορεία, δεν ανταποδίδει με την ίδια ευκολία πίσω στα ταμεία της Disney όσα κόστισε, δίχως πάντως ετούτο να σημαίνει πως δεν ορίζει ένα ασφαλές στοίχημα για τους χρηματοδότες. Ένα διωράκι, τίγκα στην αλμύρα και το ιώδιο, που χωρίς να με χαλάει, μου έδωσε την εντύπωση πως το είχα παρακολουθήσει κάποτε ξανά...

Οι Πειρατές της Καραϊβικής: Η Εκδίκηση του Σαλαζάρ (Pirates of the Caribbean: Dead Men Tell No Tales) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Μαΐου 2017 από την Feelgood Ent.
Περισσότερα... »



Cannes Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Μια τετράδα ενδιαφερουσών ταινιών στο διαγωνιστικό

Την Κυριακή (σήμερα δηλαδή!) το βράδυ γίνεται η τελετή απονομής των βραβείων του επίσημου προγράμματος του 70ου φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών. Ενός φεστιβάλ που θα περάσει στην ιστορία ως ένα από τα πιο αδύναμα σε ότι αφορά το διαγωνιστικό τμήμα. Ας είναι, ενδιαφέρουσες ταινίες είδαμε και κάποιες από αυτές άγγιξαν τον χαρακτηρισμό «μεγάλες». Δεν είδαμε όμως (επαναλαμβάνω, στο διαγωνιστικό) εκείνη την ταινία που θα γράψει ιστορία. Σίγουρα η ταινία του Λάνθιμου είχε το κάτι διαφορετικό κι αν βραβευτεί θα αποτελέσει ένδειξη μεγάλης τόλμης από μέρους της επιτροπής – κι ας μην μου άρεσε ή να το θέσω καλύτερα, η ταινία με εντυπωσίασε, με εξόργισε, με έκανε να τη θαυμάσω, με έκανε να βαρεθώ, με εκνεύρισε και θέλω πλέον να δω τι μπορεί να κάνει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης χωρίς τον αυτοκόλλητό του, Φιλίππου, μιας που (νομίζω) έχουν κάνει το weird και το σκοτεινό μανιέρα και αυτοσκοπό.

Κυριακή κοντή γιορτή και θα σας συμβούλευα να μην τζογάρετε! Οι βραβεύσεις στα φεστιβάλ δεν έχουν καμία σχέση με τα Όσκαρ όπου πραγματικά μπορείς να ποντάρεις εκ του ασφαλούς. Πάμε στις ταινίες μας.

You Were Never Really Here Cannes 2017

H Lynne Ramsay είναι σπουδαία σκηνοθέτιδα, πραγματικά από τις λίγες γυναίκες που κάνουν τόσο σκληρό σινεμά, με κινηματογραφικά δοκίμια πάνω στη σύγχρονη βία, όχι με τον εμπορικό, εξωστρεφή και στρατόκαβλο τρόπο της Kathryn Bigelow πχ, αλλά με βαθύ, υπαρξιακό τρόπο. Η ταινία της You Were Never Really Here διεκδικεί τον Χρυσό Φοίνικα. Ήρθε στις Κάννες την τελευταία στιγμή πραγματικά: στη δημοσιογραφική προβολή δεν ήταν έτοιμοι οι τίτλοι τέλους για να καταλάβετε! Και με τούτη, την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της μετά τα «Ratcatcher» (1999, προβλήθηκε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα»), «Morvern Callar» (2002, προβλήθηκε στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών») και «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» (We Need to Talk About Kevin, 2011, προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών), η κατά τρεις μέρες μεγαλύτερή μου σπουδαία Σκοτσέζα αποδεικνύει πως μια χαρά μπορεί να τα καταφέρει και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και σε φιλμ είδους (κατά μία έννοια) χωρίς να βάζει νερό στο κρασί της.

Η υπόθεση: Ο Τζο είναι ένας βασανισμένος άνθρωπος. Ως παιδί βίωσε ενδοοικογενειακή βία, καθώς ο πατέρας του βιαιοπραγούσε τόσο πάνω στη μητέρα του όσο και πάνω στον ίδιο. Ως πράκτορας του FBI βίωσε γεγονότα, που τον στοίχειωσαν. Ως στρατιώτης στην... επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ βίωσε πράγματα, που τον συγκλόνισαν. Πλέον ζει με τη γηραιά και χρήζουσα φροντίδα μητέρα του, καταπίνει χάπια για να αντέξει τον πόνο στο χαρακωμένο και πληγωμένο μυαλό και κορμί του και φλερτάρει με την ιδέα να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο. Τον κρατάει ζωντανό το γεγονός ότι θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία μιας αποστολής – έστω, με το αζημίωτο: να βρίσκει εξαφανισμένα ανήλικα κορίτσια, μπλεγμένα δολίως σε κυκλώματα πορνείας και να τιμωρεί όσους εμπλέκονται σε αυτά. Κι όταν λέμε «τιμωρεί» εννοούμε «σκοτώνει». Η τελευταία υπόθεση που αναλαμβάνει, όμως, θα τον φέρει αντιμέτωπο με τη διαφθορά σε ανώτερα επίπεδα, καθώς η Νίνα, το κορίτσι που ψάχνει, είναι κόρη ενός Αμερικάνου γερουσιαστή και στην εξαφάνισή της εμπλέκεται ένας άνθρωπος υπεράνω πάσης υποψίας...

Η άποψή μας: Ε, ναι λοιπόν, η Lynne Ramsay κάνει τον «Ταξιτζή» του 21ου αιώνα – οι αναλογίες είναι εμφανέστατες. Γι' αυτό και προτείνω σε αγαπητούς συναδέλφους να μην βιάζονται στις (αρνητικές τους) κρίσεις για την ταινία. Το ίδιο έκανε ο Ραφαηλίδης με την ταινία του Scorsese και μάλλον το μετάνιωσε πικρά αργότερα. Γιατί βρε παιδί μου, όλες οι ταινίες αυτοδικίας δεν είναι ίδιες. Είναι σαν να λέμε τη γνωστή φράση – πιπίλα «καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται». Έ, όχι ρε φίλε, μην εξισώνεις το θύτη με το θύμα! Ναι, η αστική δημοκρατία χρησιμοποιεί το Νόμο για να διατηρεί την Τάξη, για να μην μετατραπεί η κοινωνία, η κάθε ευνομούμενη κοινωνία, σε ζούγκλα. Και σας ρωτώ: είναι αυτό που ζούμε στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες δημοκρατία; Είναι δημοκρατία να είσαι παιδεραστής και να μην την πληρώνεις επειδή έχεις δύναμη και φράγκα αλλά να μπαίνεις στη φυλακή επειδή, ξέρω 'γω, έθιξες τον... Παϊσιο; Είναι ρητορική μίσους να λες «καλά του κάνανε του Παπαδήμου» και δεν είναι ρητορική μίσους να λες «κάτω η χούντα των Συριζανέλ» ή «κλείστε τώρα τα social media»;;;;; Πίσω στην ταινία μας.

Στα χέρια κάποιου άλλου σκηνοθέτη, η πρώτη ύλη από την pulp νουβέλα του Jonathan Ames θα μπορούσε να δώσει ως τελικό αποτέλεσμα κάτι στο πλαίσιο και στο μήκος κύματος του «Death Wish». Ή για να μην πάμε τόοοοσο πίσω, στις ταινίες με πρωταγωνιστή τον Charles Bronson, ας μνημονεύσουμε τις ταινίες τύπου «Taken», όπου η αυτοδικία έχει γίνει πλέον απλά ένας αστερίσκος της πλοκής, το εναρκτήριο λάκτισμα, για να δούμε μια σπινταριστή περιπέτεια. H Lynne Ramsey είναι έμπειρη, ξέρει τις παγίδες και τις αποφεύγει. Σαφώς και κάνει την καταγγελία της αλλά πιο πολύ την ενδιαφέρει η ψυχή του πρωταγωνιστή της. Το λακωνικό σε λέξεις σενάριό της βρίσκει τον απόλυτο εκφραστή της στο πρόσωπο (ναι, στο πρόσωπο) και την εσωτερική ερμηνεία ενός από τους πιο σπουδαίους σύγχρονους ηθοποιούς παγκοσμίως!

Με πυκνή γενειάδα που – κοίτα να δεις τώρα – μου τον έκανε να μοιάζει πάρα πολύ με τον Mel Gibson στην πρόσφατη «Βίαιη δικαιοσύνη» (Blood Father), ο Joaquin Phoenix θερίζει! Τον βλέπεις και με το βλέμμα του, την ανάσα του, τον τρόπο που λέει τις ελάχιστες λέξεις που χρησιμοποιεί, βιώνεις τον πόνο του χαρακτήρα που υποδύεται. Τον βλέπεις και ανατριχιάζεις! Τον βλέπεις και ξέρεις πως διορθώνοντας (βίαια) το κακό που κάνουν γουρούνια σε μικρά κορίτσια προσπαθεί να μην τρελαθεί, να μην σαλτάρει, να εξιλεωθεί. Δεν σώζει τα κορίτσια – εκείνα τον σώζουν! Είναι πραγματικά απίστευτος. Και εξαιρετικός στα δύο του δίδυμα. Τόσο με τη μητέρα του (πολύ καλή η Judith Roberts) όσο κυρίως με την πιτσιρίκα Ekaterina Samsonov, που περνάει σχεδόν απαρατήρητη σε μια άλλη ταινία στην οποία την είδαμε στις Κάννες, στο διαγωνιστικό, στο «Wonderstruck». Η σχέση του με τη μικρή Νίνα που υποδύεται η Samsonov δεν είναι ανάλογη με εκείνη του De Niro με την Foster στον «Ταξιτζή». Είναι πιο βαθιά, πιο δεμένη, πιο ολοκληρωμένη.

Παρά το σκοτεινό, σκοτεινότατο θέμα της, η ταινία διαθέτει σκηνές κατάμαυρου χιούμορ. Καθώς μαθαίνει απαραίτητες αλήθειες από έναν άνθρωπο που οδηγεί στο θάνατο, ο Τζο ξαπλώνει μαζί του στο πάτωμα, κρατιούνται χέρι χέρι και τραγουδούν μαζί το «I’ve Never Been To Me» της Charlene! Ξέρετε, αυτό το τραγούδι που μεταξύ των άλλων λέει «Oh I've been to Nice and the Isle of Greece»!!! Γενικώς, η ηχητική μπάντα είναι ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της ταινίας. Τη μουσική υπογράφει ο θεούλης Jonny Greenwood των Radiohead, δεύτερη φορά για ταινία της Ramsey και τρίτη φορά για ταινία με πρωταγωνιστή τον Phoenix (καθώς ο Joaquin έχει πρωταγωνιστήσει στις δύο από τις τρεις ταινίες του Paul Thomas Anderson για τις οποίες έχει γράψει μουσική ο Greenwood!). Και το μοντάζ είναι πρωταγωνιστής και η διεύθυνση φωτογραφίας είναι εξαιρετική, τίποτα δεν μοιάζει άστοχο, ακόμα και οι σινεφίλ αναφορές είναι πανταχού παρούσες (εκείνο το διαλυμένο γυαλί πόσο «Αδέσποτα σκυλιά» και Peckinpah είναι ρε παιδιά – άλλη ταινία που κατηγορήθηκε για φασιστική στην εποχή της, όπως και ο «Ταξιτζής» για το θέμα της αυτοδικίας – είπαμε, είναι και η οπτική και η ηθική με την οποία διαπραγματεύεσαι ένα θέμα). Αλλά και... «Oldboy» έχουμε – ο δικός μας σκοτώνει με σφυρί – είθε να κρατούσε και δρεπάνι!

Υπάρχουν σκηνές πραγματικής ποίησης (όπως εκείνη της βύθισης στο ποτάμι, με τις πέτρες, μια διπλή υγρή ταφή με μία επιστροφή) υπάρχει και μία αστοχία: το φινάλε πριν το φινάλε. Φοβερό σε δύναμη, σοκαριστικό, «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία» και ματωμένα χρήματα, αλλά λίγο γίνεται προς εντυπωσιασμό. Το happy end (κι όμως!) εντέλει το κερδίζουν οι δύο ήρωες. Σπουδαία ταινία, indeed. Και σε όσους δεν άρεσε, δεν ήταν πραγματικά εκεί όταν προβαλλόταν...

Aus dem Nichts Cannes 2017

Της... αυτοδικίας λοιπόν στην αρχή αυτής της ανταπόκρισης, αλλά και στη συνέχειά της. Μιας που μιλάμε για τη νέα ταινία του πολύ πολύ αγαπημένου μας Fatih Akin, Aus dem Nichts (In the Fade). Πλάκα πλάκα, αυτή είναι η ένατη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του τουρκικής καταγωγής Γερμανού σκηνοθέτη, που αγαπάει το Αμβούργο (όπου γεννήθηκε) και την Ελλάδα (κι εμείς τον αγαπάμε, τα αισθήματα είναι αμοιβαία)!. Και είναι μόλις η δεύτερη ταινία του, που συμμετέχει στο διαγωνιστικό του φεστιβάλ των Καννών! Η προηγούμενη με την οποία διεκδίκησε τον Χρυσό Φοίνικα ήταν η ταινία «Η άκρη του ουρανού» (Auf der anderen Seite, 2007). Μάλιστα, εκείνη η ταινία κέρδισε το βραβείο σεναρίου και το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής! Για να δούμε τι θα κάνει τούτη εδώ.

Η υπόθεση: Η Κάτια είναι μια Γερμανίδα που ζει στο Αμβούργο. Είναι ερωτευμένη με τον κουρδικής καταγωγής Νούρι Σεκέρτσι, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή για εμπόριο ναρκωτικών. Εκεί θα τον παντρευτεί. Έξι χρόνια μετά, ο Νούρι έχει βγει από τη φυλακή, δουλεύει ως νομοταγής πολίτης και επιχειρηματίας, η Κάτια κρατάει τα λογιστικά του βιβλία κι έχουν αποκτήσει μαζί κι έναν αξιολάτρευτο γιο, τον Ρόκο. Μια μέρα η Κάτια θα αφήσει τον Ρόκο στο γραφείο του πατέρα του για να πάει με την κολλητή της σε ένα σπα. Επιστρέφοντας, θα μάθει τα άσχημα νέα: έκρηξη βόμβας διέλυσε το γραφείο και σκότωσε τον Νούρι και τον Ρόκο! Η Κάτια είναι συντετριμμένη, τόσο που θέλει να βάλει τέλος στη ζωή της. Όταν η αστυνομία, με τη βοήθεια της Κάτιας, παύει να ψάχνει στην κατεύθυνση του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών ως κίνητρο της βομβιστικής επίθεσης, αλλά συλλαμβάνει δύο νεοναζί ως υπαίτιους, υποκινούμενους από ρατσιστικό μίσος, η Κάτια παίρνει κουράγιο για να τους δει να τιμωρούνται. Θα τιμωρηθούν όμως; Μπορεί η δικαιοσύνη να τη δικαιώσει; Ή θα χρειαστεί να πάρει η ίδια το νόμο στα χέρια της;

Η άποψή μας: Μετά την αστοχία της «Μαχαιριάς» και το μικρό αλλά γλυκύτατο «Βερολίνο, Αντίο», που είδαμε (οι λίγοι που το είδαμε) φέτος στις αίθουσες της χώρας μας, ο Akin επιστρέφει σε ακόμα μεγαλύτερη φόρμα με τούτη τη δραματική ταινία. Είναι παράδοξο το γεγονός ότι η πρωταγωνίστρια της ταινίας, η Diane Kruger, παίζει για πρώτη φορά την Γερμανίδα σε γερμανική παραγωγή, όντας... Γερμανίδα. Η γυναίκα έχει παίξει σε δεκάδες ταινίες, κυρίως όμως γαλλικές ή και χολιγουντιανές παραγωγές. Κλείνουμε την παρένθεση. Η ταινία έχει σαφή διακριτά μέρη. Στην αρχή, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Akin μας συστήνει τους ήρωές του και με λιτές λεπτομέρειες μας βάζει στον κόσμο τους. Δεν φαφλατίζει, δεν απεραντολογεί, είναι καίριος, άμεσος, μας συστήνει τους ήρωές του και δεν μπορούμε παρά να τους συμπαθήσουμε. Ναι ρε παιδί μου, κι ένας μπλεγμένος με ναρκωτικά άνθρωπος μπορεί να έχει μια δεύτερη ευκαιρία, μπορεί να γίνει συνειδητοποιημένος πολίτης, θετικός για το κοινωνικό σύνολο, καλός οικογενειάρχης, όλα αυτά. Και μετά έρχεται η έκρηξη. Και η απώλεια. Και ο θάνατος.

Και στο κάδρο κυριαρχεί πλέον η Kruger. Που πνίγεται μέσα στη θλίψη. Που προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έγινε και γιατί έγινε. Που δεν μπορεί να συνέλθει. Που είναι διαλυμένη. Αλλά που έχει τη διαύγεια να υπερασπιστεί τη μνήμη του άνδρα της και του παιδιού της. Όταν η αστυνομία αφήνει υπονοούμενα ότι ο άνδρας της έμπλεξε ξανά με τα ναρκωτικά και πως η έκρηξη είχε ως κίνητρο το ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αντιδράει. Λογικά. Και αντιπροτείνει κάτι που της φαίνεται απολύτως λογικό επίσης: τη βόμβα την έβαλαν νεοναζί. Έτσι κι αλλιώς, καθώς έφευγε από το γραφείο, μίλησε με μια κοπέλα που άφησε το ποδήλατό της έξω από το γραφείο. Μια κοπέλα με χαρακτηριστικά... Άριας φυλής. Δεν την πιστεύει όμως κανείς. Και προχωράει σε μια πράξη, που εκείνη τη στιγμή της φαίνεται η πιο... λογική (και πάλι, αυτό το άτιμο το μυαλό). Μέσα στο μπάνιο κόβει τις φλέβες της.

Σ' αυτό το σημείο παραδόξως τούτη η ταινία θυμίζει τη βραβευμένη με Χρυσή Άρκτο φέτος στο Βερολίνο ταινία «On Body and Soul» της Ildikó Enyedi: και στις δύο, οι γυναίκες πρωταγωνίστριες σώζονται μετά από απόπειρα αυτοκτονίας μέσα στη μπανιέρα από ένα τηλεφώνημα. Η σκηνή που βγαίνει η Kruger από το γεμάτο αίμα μπάνιο της θα μπορούσε να είχε παρθεί από το «Carrie» ή από ταινία του Argento! Από αυτό το σημείο και μετά, η λογική της ταινίας αλλάζει. Γίνεται ένα δικαστικό δράμα. Και ο Akin χάνει για λίγο την ισορροπία του. Το ασπρόμαυρο κυριαρχεί στη δικαστική αίθουσα, το ασπρόμαυρο κυριαρχεί και σε ότι αφορά τους συμμετέχοντες στη δίκη. Οι νεοναζί κατηγορούμενοι (η κοπέλα με το ποδήλατο όπου ήταν παγιδευμένη η βόμβα και ο σύντροφός της) και ο δικηγόρος τους σκιαγραφούνται ως το απόλυτο κακό και η Kruger και ο δικός της δικηγόρος ως το απόλυτο καλό. Λογικό (υπερβολική χρήση της λέξης, αλλά ναι, απολύτως δικαιολογημένα): σκατά στους φασίστες και δεν μπορεί φασίστας να είναι καλός άνθρωπος. Αλλά να, ίσως θα μπορούσε να το δουλέψει λίγο περισσότερο αυτό το τμήμα ο σκηνοθέτης. Ήταν εύκολο γι' αυτόν να το αφήσει έτσι. Τέλος πάντων.

Στις σκηνές του δικαστηρίου κάνει μεγάλη εμφάνα και ο Γιάννης Οικονομίδης, ο γνωστός σκηνοθέτης μας, που υποδύεται έναν χρυσαυγίτη (!!!) ο οποίος δίνει άλλοθι στους κατηγορούμενους (ότι και καλά, την εποχή που έγινε η επίθεση, βρίσκονταν στο ξενοδοχείο του, στην Ελλάδα), όταν ο ίδιος ο πατέρας του νεοναζί τον κατηγορεί ξεκάθαρα ως βέβαιο οργανωτή της επίθεσης (πάρα πολύ καλός για άλλη μια φορά ο Ulrich Tukur στον μικρό του ρόλο). Και μετά; Η δικαιοσύνη όντας τυφλή (ή κάνοντας τα στραβά μάτια εκεί που πρέπει κι εκεί που θέλει) αφήνει τους κατηγορούμενους ελεύθερους λόγω έλλειψης αρκετών επιβαρυντικών στοιχείων. Εσείς τι θα κάνατε στη θέση της Kruger, με δεδομένη την ενοχή των κατηγορούμενων, παρά την άδικη απόφαση του δικαστηρίου; Θα τους συγχωρούσατε; Μπράβο, αυτό θα σας έκανε καλούς Χριστιανούς. Ή θα ζητούσατε να πάρετε εκδίκηση; Κι εδώ μπαίνει και πάλι το ακανθώδες ζήτημα της αυτοδικίας.

Κι άλλη παρένθεση εδώ: στο «120 battements par minute» τα μέλη της Act Up, βλέποντας πως η κυβέρνηση Μιτεράν και η δικαιοσύνη δεν κάνουν τίποτε για να αντιμετωπιστεί η μάστιγα του Aids, προβαίνουν σε δυναμικές αντιδράσεις. Μεταξύ αυτών, πετάνε μπαλόνια ή καπότες (δεν θυμάμαι) γεμάτες με ψεύτικο αίμα, σε ανευθυνο-υπεύθυνους. Δεν είναι αυτό... αυτοδικία; Δεν αντιδρούν σε κάτι που μπορεί να στερήσει τη ζωή τους, που τους αδικεί κατάφωρα, παίρνοντας το νόμο στα χέρια τους; Έχουν άδικο; Δεν ασκούν βία; Ναι, οι γραμμές είναι πολύ λεπτές, αλλά με αφορμή και τα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας μετά την επίθεση στον Παπαδήμο, τα όσα έγραψε ο Φιλιππάκης, η μήνυση Στουρνάρα, λίγο έλεος, εντάξει; Αυτοδικία, λοιπόν. Το ποιος θα αποφασίσει αν είναι σωστή ή λάθος έχει να κάνει με το από ποια μεριά του φράχτη βρίσκεσαι. Κι εδώ, όμως, ο Akin το παλεύει το θέμα όπως και η πρωταγωνίστριά του. Ο άνδρας της σκοτώθηκε, το παιδί της σκοτώθηκε, η δικαιοσύνη την πρόδωσε και οι δολοφόνοι βρίσκονται εκεί έξω (στην Ελλάδα συγκεκριμένα!!!), να κρύβονται (γνωστά θρασύδειλα), μέχρις ότου αποφασίσουν να προχωρήσουν σε κάποια άλλη πράξη βίας, και πάλι ατιμώρητη. Τι κάνεις; Πώς πολεμάς τον φασισμό; Αν βάλει απλά τα εκρηκτικά και τους σκοτώσει, όπως σχεδιάζει αρχικά η Kruger, θα εξισωθεί με αυτούς στα βλέμματα κάποιων θεατών – όχι όλων, αλλά λέμε. Δεν μπορεί όμως και να τους αφήσει και ατιμώρητους. Οπότε... «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των άλλων αλλοφύλων».

Συγκλονιστική ταινία, που σε στιγμές θυσιάζει τη λεπτότητα υπέρ του μηνύματος. Αυτό.

L'amant double Cannes 2017

Και πάμε στην πιο απολαυστική ταινία του διαγωνιστικού τμήματος – με διαφορά! Το L'amant double του François Ozon είναι το πιο αστείο πάτσγουορκ – φόρος τιμής σε 586 χιλιάδες σκηνοθέτες και σκηνές που έχουμε δει στο παρελθόν! Κι έχει τουλάχιστον μια δική του, ολόδική του σκηνή, που πλέον είναι ανθολογίας. Θα επανέλθουμε, γιατί εδώ είμαστε στην εισαγωγή! Η 18η μεγάλου μήκους ταινία του 50χρονου σκηνοθέτη είναι μόλις η τρίτη του που διεκδικεί τον Χρυσό Φοίνικα, μετά τις ταινίες «Η πισίνα» (Swimming Pool, 2003) και «Νέα & όμορφη» (Jeune & jolie, 2013), συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών. Αν κάνει την... αποκοτιά και της δώσει κανάν Χρυσό Φοίνικα ο Almodovar σήμερα το βράδυ, θα μιλάμε για την πιο fun βράβευση όλων των εποχών. Και όσο να πεις, το προτιμώ, από το να βραβευτεί το φαβορί κατά πως φαίνεται «120 battements par minute», μια ταινία δύο ωρών και 20 λεπτών που οι δύο ώρες της διαδραματίζονται σε ένα αμφιθέατρο όπου μαζεύονται τα μέλη της Act Up και μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε, the french way. Πολύ κινηματογραφικό ενδιαφέρον, τι να πω! Ήδη η συγκεκριμένη ταινία κέρδισε το βραβείο της FIPRESCI ως η καλύτερη του διαγωνιστικού – για να μην μπερδευόμαστε, η ταινία του Campillo, όχι του Ozon. Οι συνάδελφοι, όπως διαπίστωσα και από τα βραβεία που έδωσε η Διεθνής Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, σίγουρα στερούνται χιούμορ – ή διαθέτουν μπόλικο από αυτό...

Η υπόθεση: Η Κλοέ είναι μια πανέμορφη, νέα γυναίκα. Παλιότερα μάλιστα δούλευε ως μοντέλο. Διαμαρτύρεται για πόνους στο στομάχι της. Κι όταν οι γιατροί στους οποίους απευθύνεται δεν της βρίσκουν τίποτε σωματικό, αποφασίζει με την παρότρυνση κάποιου από αυτούς να πάει σε ψυχίατρο, μιας που το πρόβλημά της κατά πως φαίνεται, είναι ψυχολογικό. Πηγαίνει στον Πολ Μεγιέρ και βρίσκει τις συναντήσεις μαζί του εξαιρετικά απελευθερωτικές. Εκείνος την ακούει κι εκείνη ξανοίγεται ολοένα και περισσότερο. Κάποια στιγμή της λέει πως δεν μπορεί να την βλέπει πια, καθώς την έχει ερωτευθεί. Οι συνεδρίες ολοκληρώνονται, η Κλοέ δείχνει ευτυχισμένη, οι πόνοι έχουν φύγει και οι δυο τους... παντρεύονται και ζουν μαζί. Η Κλοέ πιάνει δουλειά σε ένα μουσείο, όλα δείχνουν καλά. Τα προβλήματα θα επιστρέψουν όταν η Κλοέ αντιληφθεί πως δεν ξέρει σχεδόν τίποτε για τον Πολ, ενώ εκείνος γνωρίζει τα πάντα για εκείνην. Γιατί της κρύβει πράγματα; Ποια η σχέση του επίσης ψυχιάτρου Λουί Ντελόρντ με τον Πολ; Γιατί μοιάζουν σαν δυο σταγόνες βροχής; Κι εντέλει, τι είναι αυτοί οι πόνοι στο στομάχι, που επιστρέφουν;

Η άποψή μας: Αρχίζει η ταινία, πέφτουν οι τίτλοι αρχής και βλέπουμε την Κλοέ να της κόβουν τα μακριά μαλλιά. Η μουσική είναι ωραία, οι τίτλοι πέφτουν χαλαρά, η Marine Vacth, που υποδύεται την Κλοέ είναι πανέμορφη, όλα καλά. Κατ. Κοντινό. Γκρο πλάνο ρε παιδιά, πως το λένε. Κάτι βγαίνει από έναν σάρκινο ροζ σωλήνα. Βλέπουμε ένα υπέροχο αιδοίο. Βρισκόμαστε σε ιατρείο και η γυναικολόγος μόλις έχει τελειώσει μια κολποσκόπηση, βγάζοντας τον κολποδιαστολέα. Το αιδοίο, εκεί, σε όλη του την υπέροχη μεγαλοπρέπεια. Κατ. Και μοντάζ κατευθείαν με το πράσινο, υγρό μάτι της Κλοέ. Σε κάθετη λήψη. Όχι οριζόντια. Με το μετείκασμα να στέλνει κατευθείαν το μήνυμα: αιδοίο ίσον μάτι! Με το μάτι βλέπουμε τη ζωή. Από το αιδοίο γεννιέται η ζωή! Ρε τον μπαγάσα, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο Ozon κάνει μια υπέροχη δήλωση για το σινεμά (που ως γνωστό είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο) για τη ζωή και αποτίνει έναν βλάσφημο φόρο τιμής στον «Ανδαλουσιανό σκύλο» του Luis Buñuel και του Salvador Dalí! Εκεί, ένα ξυράφι κόβει ένα μάτι!

Εννοείται πως στην ταινία δεν υπάρχει κανένας σκύλος, παρά μόνο στον τίτλο. Ε, στην ταινία του Ozon το πόσο πολλές γάτες υπάρχουν (ζωντανές και βαλσαμωμένες) δείχνουν ότι συνεχίζει το αστείο, χωρίς μέτρο, έτσι, γαμάτα! Και μην ξεχνάμε βεβαίως πως στα αγγλικά η γάτα είναι γνωστή και ως pussy, ήτοι, μουνί. Πω πω πω, και δεν έχουμε ξεκινήσει ακόμα, έτσι; Ο Ozon δημιουργεί ένα ερωτικό θρίλερ και διασκεδάζει αφάνταστα στην πορεία! Οι αναφορές του πέφτουν η μία μετά την άλλη με ρυθμό πολυβόλου! Προφανέστατη αναφορά νούμερο ένα: «Οι διψασμένοι» (Dead Ringers, 1988) του David Cronenberg. Δίδυμοι γυναικολόγοι εκεί δίδυμοι (;;;;;) ψυχίατροι εδώ. Η μήτρα όμως, στο επίκεντρο και των δύο ταινιών. Τα πολλαπλά είδωλα, το παιχνίδι με τα τζάμια και τους καθρέφτες, παραπέμπει τουλάχιστον στον Orson Welles και στην «Κυρία της Σαγκάης» (The Lady from Shanghai, 1947). Οι πρώτες συναντήσεις με τον Πολ, όπου το μοντάζ φέρνει τα δύο πρόσωπα κοντά ενώ βρίσκονται μακριά είναι ντάλε κουάλε Brian De Palma.

Ο Ozon παίζει, το είπαμε αυτό, έτσι; Και ασχολείται με τη γυναικεία υστερία. Με τη γυναικεία ψυχρότητα. Όταν η Κλοέ έρχεται για πρώτη φορά στη ζωή της σε οργασμό και πάλι ο θεούλης Γάλλος χρησιμοποιεί κάμερα μέσα στον κόλπο που τον δείχνει (τον κόλπο) να γεμίζει με κολλώδες υγρό και να ανοιγοκλείνει από χαρά – όπως έλεγε μια παλιά συνάδελφος στον «Αγγελιοφόρο»: «χειροκροτάει το παπάκι της» (παιδιά, σόρι, αν γράφω τα πράγματα όπως ακριβώς είναι θα χαρακτηριστώ χυδαίος – που είμαι, αλλά να, προσπαθώ να κρατάω τα προσχήματα)! Και βέβαια, έχει πολύ Hitchcock η ταινία. Πολύ! Και μια διεστραμμένη (;;;) οπτική πάνω στο σεξ, αλά Verhoeven.

Όλα όσα βλέπουμε στην ταινία τα βλέπουμε μέσω της Κλοέ, που είναι βέβαια αυτό που λέμε «μη αξιόπιστος αφηγητής». Α, ναι, τώρα θυμήθηκα: και Polanski παιδιά βάζει ο Ozon, και Polanski της «Αποστροφής»! Μετά το υπέροχο «Frantz», την πιο ήσυχη, διακριτική, τρυφερή θα τολμούσα να πω ταινία της φιλμογραφίας του, ο Ozon αποφασίζει να ξεσαλώσει! Το καταδιασκεδάζει κι αυτό περνάει και στην αίθουσα! Αυτή ήταν η πιο φαν δημοσιογραφική προβολή όλου του φεστιβάλ! Βάζει και μια επιστημονικότητα σε όλο αυτό, αλά Trier για το τι είναι κανιβαλιστικά δίδυμα ή παρασιτικά δίδυμα, για το πως προκύπτουν λόγω ιδιαίτερης βιολογίας οι γάτες, έχει και φροϊδικές και λακανικές αναφορές για το βλέμμα, μιλάμε, την κάναμε λαχείο στην προβολή! Εννοείται ότι χρησιμοποιεί και σκηνές ονείρου (όλα τα κλισέ, είναι τρομερός!) και σε μια από αυτές που... πονάει, θα ξανασκεφτείτε πολύ την έννοια του strap-on όπως τη γνωρίζατε. Βρε τι θυσίες κάνει ένας άνδρας όταν αγαπάει...

Η Marine Vacth είναι πανέμορφη (και η ομοιότητά της με την δική μας Δάφνη Πατακιά είναι συγκλονιστική – θα μπορούσαν άνετα να παίξουν τις αδελφές σε μια ταινία προσεχώς – είναι πιο όμορφη από τη δική μας, αλλά η Δάφνη μας είναι σαφώς πιο ταλαντούχα και εννοείται πιο ερωτική – η Vacht όντως βγάζει μια ψυχρότητα – τέλειο κάστινγκ by the way). Ο Jérémie Renier ανταποκρίνεται επαρκώς στις ανάγκες του διπλού του (!!!!) ρόλου κι έχουμε και μια εμφάνιση από τις σπάνιες τα τελευταία χρόνια της επίσης γυναικάρας στα νιάτα της, Jacqueline Bisset. Δεν ξέρω πόσο άλλαξε τα φώτα στο βιβλίο της Joyce Carol Oates «Lives of the Twins» πάνω στο οποίο βασίστηκε το σενάριο (η Joyce το έγραψε χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Rosamond Smith) αλλά ο Ozon μας... έφτιαξε, ποικιλοτρόπως με την ταινία του! Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμασταν. Εύγε, ζήτω και μπράβο!

Good Time Cannes 2017

Τελευταία ταινία από το διαγωνιστικό που είδαμε είναι μία που έχει ελληνικό ενδιαφέρον. Είναι το Good Time των αδελφών Safdie (του Ben και του Joshua). Γιατί έχει ελληνικό ενδιαφέρον; Μα γιατί πίσω από την ταινία βρίσκεται το Hercules Film Fund, ένα fund ειδικού σκοπού που διευθύνεται από τον Πάρι Κασιδόκωστα-Λάτση. Και για αυτό φαντάζομαι ο βασικός ήρωας της ταινίας, τον οποίο υποδύεται ο Robert Pattinson, είναι ελληνικής καταγωγής! Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία των αδελφών Safdie, που στην Ελλάδα τους ανακαλύψαμε μέσω του Λευτέρη Αδαμίδη, όταν ηγούνταν του τμήματος «Ημέρες Ανεξαρτησίας» στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και τους είχε καλέσει κιόλας στην πόλη μας. Για να δούμε τι έχουν να μας δώσουν τα δύο αυτά παράξενα αδέλφια προσεχώς...

Η υπόθεση: Ο Κόνι Νίκας είναι ένας ελληνικής καταγωγής νεαρός, που έτυχε να ανήκει στους φτωχούς αυτού του κόσμου. Είναι απίστευτα προστατευτικός απέναντι στον μικρότερο αδελφό του, τον Νικ Νίκας (σ.σ.: μουάχαχαχαχαχα), ο οποίος έχει πνευματική καθυστέρηση (μου διαφεύγει αυτήν τη στιγμή ο πολιτικά ορθός όρος). Θα τον αρπάξει από μια συνεδρία με έναν ψυχίατρο, ελευθερώνοντάς τον και μαζί θα προχωρήσουν σε μια ληστεία τράπεζας! Όλα βαίνουν καλώς, αλλά τελικά, όχι, όλα πάνε σκατά! Η αστυνομία τους στριμώχνει, τα χρήματα μαρκάρονται από κόκκινη μπογιά που σκάει και ο Νικ συλλαμβάνεται αφού τραυματίζεται άσχημα και τον πάνε στο νοσοκομείο όπου φυλάσσεται από την αστυνομία, τυλιγμένος με γάζες σε όλο του το κεφάλι. Ο Κόνι γλυτώνει. Προσπαθεί να μαζέψει χρήματα για να βγάλει τον αδελφό του με εγγύηση. Δεν τα καταφέρνει. Και μετά αποφασίζει να... απαγάγει τον αδελφό του από το νοσοκομείο. Το τι θα ακολουθήσει θα είναι μια από τις πιο παράξενες νύχτες που έχει ζήσει ποτέ κάποιος στη Νέα Υόρκη!

Η άποψή μας: Σαν να συνάντησε το «Μετά τα μεσάνυχτα» (After Hours, 1985) του Martin Scorsese το «Εκτός ορίων» (Crank, 2006) των Neveldine – Taylor είναι ετούτη η σπιντάτη κατάδυση στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης. Ναι, είναι μια περιπέτεια η ταινία, με μπόλικη βία κι ακόμα περισσότερο διεστραμμένο χιούμορ, αλλά δεν είναι περιπέτεια από αυτές που κυριαρχούν στα μούλτιπλεξ. Κι αυτό γιατί αν ξύσει κανείς λίγο την επιφάνεια θα βρει από κάτω μια εξαιρετική, πικρή, κριτική ματιά στο σύγχρονο αστικό τοπίο των άσχημων μεγαλουπόλεων, των γεμάτων αποξενωμένων ανθρώπων, όπου ο παραλογισμός είναι το κυρίαρχο στοιχείο.

O Robert Pattinson μπορεί να δίνει και την καλύτερη ερμηνεία της έως τώρα καριέρας του, όντας ένας άνθρωπος που μεγάλωσε χωρίς αγάπη και φροντίδα, έχει τις καλύτερες προθέσεις, αγαπά και προστατεύει τον αδελφό του, αλλά δεν μπορεί παρά να κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο σε κρίσιμες καταστάσεις. Και να διαλέγει πάντα τον λάθος δρόμο, την λάθος κίνηση, τη λάθος έκφραση. Η σχέση του με τον απαχθέντα (δεν σας λέω περισσότερα γιατί θα σας χαλάσω μια από τις πιο διασκεδαστικές σκηνές της ταινίας) βγάζει πολύ γέλιο, η σχέση του με την πιτσιρίκα αφροαμερικάνα, που μπαίνει στην περιπέτεια από καθαρή βαρεμάρα, λέει πολλά για την αμερικάνικη κοινωνία (ακόμα και η επιλογή των αδελφών να κλέψουν την τράπεζα φορώντας μάσκες αφροαμερικάνων δηλώνει πολλά περισσότερα από οποιαδήποτε ταινία καταγγελίας), η ηχητική μπάντα είναι σπουδαία, τα δάνεια από την αισθητική των seventies είναι καλοδεχούμενα, γενικώς απορώ γιατί μερικοί συνάδελφοι ξίνισαν απέναντι σε τούτη την ταινία. Ωραιότατη ήταν και άφησε υποσχέσεις για ένα ακόμα καλύτερο μέλλον.

Αυτά παιδιά. Έμεινε να στείλω άλλη μια ανταπόκριση... μετά το πέρας του φεστιβάλ, στην οποία θα αναφερθώ σε μερικές ακόμα ταινίες και συγκεκριμένα στις ταινίες «The Florida Project» του Sean Baker, το «Nos années folles» του André Téchiné, το «La Novia del Desierto» των Cecilia Atán, Valeria Pivato και το «Makala» του Emmanuel Gras. Για να δούμε τι θα δούμε στην αποψινή απονομή...

Θοδωρής Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2016 Live
Περισσότερα... »



Cannes Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Καμία ταινία – βόμβα δεν έσκασε στην Κρουαζέτ

Και περιμένουμε που λέτε στην ουρά για να δούμε αν θα καταφέρουμε να μπούμε στην πρώτη δημοσιογραφική προβολή της νέας ταινίας του François Ozon και «σκάει» η είδηση: παγιδευμένος με εκρηκτικά φάκελος εξερράγη μέσα στο θωρακισμένο αυτοκίνητο του (πρώην πρωθυπουργού μεταξύ των άλλων – και κυρίως τραπεζίτη), Λουκά Παπαδήμου. Τρεις τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Παπαδήμος! Και αφού είδαμε την ταινία και μπήκαμε στα σόσιαλ μίντια για να δούμε πως αντέδρασε ο κόσμος απέναντι στην είδηση, δεν νιώσαμε καμία έκπληξη. Ο κλασικός διχασμός. Από τη μία «καλά του κάνανε», «θα σφίξουν λίγο οι κώλοι», «δεν θα ψηφίζουν πλέον όλοι ναι σε όλα», «κανείς δεν ασχολήθηκε με την έκρηξη – εργατικό ατύχημα στον Ασπρόπυργο» και από την άλλη «απειλή για την δημοκρατία», «ύποπτοι μπαχαλάκηδες», «η μόνη χώρα στην Ευρώπη με εσωτερική τρομοκρατία», «είμαστε όλοι Παπαδήμος» (αυτό το τελευταίο, εντάξει, μεγάλο σουξέ). Βγήκε κι έκανε δήλωσε και ο Σημίτης. Ο Σημίτης ρε παιδιά! Καταδικάζουμε τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται – μουάχαχαχαχαχαχα, και άρχισαν και οι θεωρίες συνωμοσίας. Ευτυχώς, γυρνάω σύντομα και θα ξαναγίνουν όλα αυτά μέρος της καθημερινότητάς μου. Μου έλειψαν...

Ξέχασα να αναφερθώ στο θρίαμβο της Μάντσεστερ Γιουνάιτετ απέναντι στον Άγιαξ, ξέρετε, την ολλανδική ομάδα που μονίμως μας στερεί εμάς τους ΠΑΟΚτζήδες την είσοδο στο τιμημένο Τσάμπιονς Λιγκ. Φέτος τα πράγματα αλλάζουν. Τσιμπήσαμε το κυπελλάκι, πάμε να πάρουμε και την πρωτιά στα πλέι οφ, να ενισχυθούμε και λίγο και ποιος μας πιάνει!

Djam Cannes 2017

Σήμερα, σε ότι αφορά τις ταινίες, θα μιλήσω μόνο για μία. Θα είναι μια ανταπόκριση αφιερωμένη σε μία ταινία. Γιατί αυτή η ταινία έγινε η αγαπημένη μας του φεστιβάλ. Σίγουρα δεν είναι η καλύτερη που είδαμε. Είναι αυτή όμως που αγαπήσαμε βαθιά, με όλο μας το είναι. Μιλάω βεβαίως για το «Djam» του Tony Gatlif, που προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα, ως μοναδική νέα ταινία του προγράμματος «Cinéma de la plage». Ουσιαστικά, είναι ένα πρόγραμμα που δομείται από ταινίες οι οποίες προβάλλονται στην παραλία των Καννών, κάτι σαν θερινός κινηματογράφος με δωρεάν είσοδο. Και επιλέχτηκε τούτη η ταινία για προφανείς λόγους. Μπόλικη μουσική, χορός, ευθυμία παντού. Εμείς είδαμε την ταινία στη δημοσιογραφική προβολή της, μάθαμε όμως πως στην επίσημη προβολή, στην παραλία, έγινε πανικός, καθώς μετά την προβολή δόθηκε και συναυλία! Πανικός 100% δικαιολογημένος! Ο γεννημένος στην Αλγερία Michel Dahmani, γνωστός ως Tony Gatlif, έχει αράβικες και τσιγγάνικες ρίζες και είναι Γάλλος υπήκοος. Και όπως κάθε του ταινία, έτσι και τούτη, είναι γεμάτη μουσική και τραγούδια!

Η υπόθεση: Η Ντζαμ είναι μια νεαρή, 25χρονη Ελληνίδα, περιπετειώδης, ατίθαση και απελευθερωμένη από κάθε είδους σύμβαση. Ζει με τον θετό της πατέρα, τον Κακούργο, που τον αναφέρει ως «θείο» και τη νέα του γυναίκα (μιας που η δική της μητέρα, τρομερή τραγουδίστρια του ρεμπέτικου, έχει πεθάνει) στη Μυτιλήνη. Ο Κακούργος διατηρεί από τη μια ένα ταβερνάκι βουτηγμένο στα χρέη κι από την άλλη ένα καράβι, με το οποίο παλιότερα, όταν πήγαιναν ακόμα τουρίστες στο νησί, τους έκανε τον γύρο του ή κοντινές εξορμήσεις σε παραλίες. Πλέον, το καράβι είναι δεμένο στο λιμάνι της Μυτιλήνης μιας που ούτε τουρίστες υπάρχουν αλλά και δεν μπορεί να λειτουργήσει, καθώς έχει χαλάσει ένα βασικό εξάρτημα. Ο Κακούργος θα στείλει την Ντζαμ στην Κωνσταντινούπολη, όπου σίγουρα υπάρχουν τεχνίτες που μπορούν να αντιγράψουν το εξάρτημα και να φτιάξουν καινούργιο, έτσι όπως πρέπει. Εκεί, η Ντζαμ θα συναντήσει την Αβρίλ, μια νεαρή Γαλλίδα, χαμένη στο άπειρο, που πήγε στην Πόλη με στόχο να βοηθήσει πρόσφυγες από τη Συρία αλλά την εγκατέλειψε, μόνη και χωρίς χρήματα, ο φίλος της. Η Ντζαμ παίρνει την Αβρίλ υπό την προστασία της. Και μαζί θα περάσουν μια μεγάλη περιπέτεια. Μια περιπέτεια με πολλές στάσεις στη διαδρομή Κωνσταντινούπολη – Μυτιλήνη μέσω Καστανιών, Διδυμότειχου, Κομοτηνής και Καβάλας

Η άποψή μας: Χρειάστηκε ένας τσιγγάνος όπως ο Tony Gatlif για να γυρίσει την αγαπημένη μας ταινία για το εφετινό φεστιβάλ των Καννών λοιπόν! Το «Djam» είναι μια ταινία για το ρεμπέτικο και για την καλώς εννοούμενη έννοια της ελληνικότητας αλλά και για τους μετανάστες απανταχού του κόσμου. Δεν θα αρέσει στους νεοφιλελέδες, στους χίπστερ και στους φασίστες. Είναι μια ταινία όπου οι ήρωες πίνουν ούζο και μπύρα Βεργίνα κι όχι aperol spritz. Είναι μια ταινία όπου σε τοίχους είναι γραμμένο το PAOK Gate 4! Είναι μια ταινία στην οποία λάμπει - επαναλαμβάνω λάμπει - η Δάφνη Πατακιά! Όπου σκιζ' και πάει ο Μιχάλης Ιατρόπουλος ως ταξιτζής (και δείτε πως τον πληρώνει η Πατακιά!) και ο Γιάννης Μποσταντζὀγλου, που είναι απλά σπαραχτικός. Όπου εμφανίζεται αυτή η μορφάρα, ο Σόλων Λέκκας! Όπου καταγράφεται γνήσιο ελληνικό γλέντι στο «Ουζοθαραπεία», τον παραδοσιακό καφενέ του Γιάννη στον Αφάλωνα. Όπου η Ελλάδα της κρίσης αποτυπώνεται άλλοτε χαμηλότονα κι άλλοτε μαξιμαλιστικά, υπερβολικά, τραβηγμένα.

Και παντού, παντού, παντού, να υπάρχει έντονη η παρουσία των Σύριων μεταναστών, χωρίς να βλέπουμε ποτέ ούτε έναν από αυτούς. Υπάρχουν όμως στα αράβικα συνθήματα στους τοίχους, υπάρχουν στη διαδρομή των δύο κοριτσιών, υπάρχουν στα σωσίβια που είναι συσσωρευμένα, παρατημένα, instalattion του τρόμου, στις παραλίες της Λέσβου. Υπάρχουν στους στίχους των τραγουδιών των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ο νόστος. Η χαμένη πατρίδα... Δεν φεύγει μακριά από το γνωστό του ύφος ο Gatlif. Τα μουσικά του νούμερα είναι υπέροχα και τα τραγούδια που ακούγονται είναι απίθανα. Εντάξει, τραγουδούσα και ταρακουνιόμουν μόνος μου στο κάθισμα μέσα στην αίθουσα Bazin – ευτυχώς δεν με πήραν χαμπάρι οι συνάδελφοι από παντού στον κόσμο – ή μήπως με πήραν; Τι «Aman doktor», τι «Γκελ γκελ καϊξή», τι «Αγαπώ μια παντρεμένη» κι εκείνο το «Istemem babacim» (ευχαριστώ δημόσια τον Τέλλο Φίλλη, που με βοήθησε να το ταυτοποιήσω), τι τραγουδάρες ρε παιδιά! Και επιστρέφω στη μορφάρα, την Πατακιά. Που τραγουδά όλα τα τραγούδια μόνη της. Κι έχει τρομερή πλάκα το γεγονός ότι τα τραγούδια «εμφανίζονται» από το πουθενά, με μια κίνηση του χεριού – θεϊκό!

Η Πατακιά ρε παιδιά. Που έμαθε πέρα από το να τραγουδάει (ό,τι ακούμε είναι από τη φωνή της!), να παίζει μπαγλαμαδάκι και να χορεύει χορό της κοιλιάς. Μια σαρωτική παρουσία, δεν μπορεί να ξεκολλήσει το μάτι σου από πάνω της. Κι εντάξει, όπως και ο Γιάνναρης στο ανεκδιήγητο «Το τέλος της άνοιξης» και ο Gatlif τη βάζει να εμφανίζεται γυμνή, χωρίς να είναι απαραίτητο από το σενάριο – προς τέρψιν πάντως ημών που θαυμάζουμε το ωραίο. Γενικώς, τη βάζει να κάνει πράγματα... παράξενα: πχ σε μια σκηνή ζητάει από την Αβρίλ να της κάνει... αποτρίχωση με αφρό ξυρίσματος και ξυραφάκι. Κι όχι brazilian παρακαλώ! Σε μια άλλη σκηνή κατουράει στον τάφο του φασίστα παππού της! Τέτοια πράγματα! Αλλά βγαίνει αγέρωχη από κάθε σκηνή – μια δύναμη της φύσης που κολλάς επάνω της! Το μέλλον είναι όλο δικό της, η παρουσία της είναι μαγνητική, είναι θεά! Έχουμε λοιπόν, από τη μια την παρουσία της Πατακιά, που συναρπάζει. Έχουμε τα ρεμπέτικα, που εντάξει, παθαίνεις ζημιά, γιατί ο Gatlif ξέρει πως να κινηματογραφεί σκηνές τραγουδιού και μουσικής. Έχουμε ένα road movie γυναικείο, στο δρόμο του... μεταξιού, αυτόν που ακολουθούν οι Σύριοι πρόσφυγες. Έχουμε την φατσάρα, τον Simon Abkarian, τον αρμένικης καταγωγής ηθοποίαρο, που μιλάει και ελληνικά στην ταινία και σηκώνει τραπέζι με τα δόντια του, όπως οι παλιοί ρεμπέτες. Έχουμε σκηνές που σε λυγίζουν. Όπως εκείνη με τον γιο του Μποσταντζόγλου, ο οποίος, αφού τα χάνει όλα λόγω κρίσης, σκάβει τάφο και ζητάει να τον θάψουν όρθιο! Και ζωντανό! Ο οποίος αργότερα βρίσκει τα κορίτσια, πίνουν, τραγουδάνε, χορεύουν και εξομολογείται αποφασισμένος πως θα φύγει μετανάστης στη Νορβηγία: «θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Ναι ρε μάγκα, να δούμε ποιος θα μείνει στην Ελλάδα την τύχη μου μέσα – μάλλον μόνον οι «μένουμε-ευρώπηδες». Η Αβρίλ ως παρουσία δεν λέει και πολλά, λειτουργεί για να φωτίσει ακόμα περισσότερο η Ντζαμ.

Και για να μην αποθεώνουμε μόνο την ταινία, να πούμε και τα φάουλ της. Αρχικά, τα ονόματα: Ντζαμ και Κακούργος; Χμ. Εντάξει, το Ντζαμ είναι συμβολικό. Είναι αυτός που φεύγει, αυτός που ξεφεύγει, αυτός που χάνεται. Αλλά στην Ελλάδα δεν μπορεί κάποιος να ονομάζεται Ντζαμ, σωστά; Και γιατί το επίθετο Κακούργος ρε φίλε; Καλά, αυτά είναι λεπτομέρειες. Το βασικό «πρόβλημα» είναι άλλο: όταν έρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδας (να δείτε, θυμίστε μου σας παρακαλώ, ποιος ήταν διοικητής της για χρόνια, χμ...) να κατάσχουν την ταβέρνα του Κακούργου, η Ντζαμ αντιδρά... λαϊκίστικα. Τα «μας έχετε γαμήσει», «θα μου κατάσχετε και τα σκατά;», «μαλάκες, δεν ντρέπεστε», «τραπεζίτες κλέφτες» είναι κάπως πομπώδη και αφελή είναι η αλήθεια. Μπορεί να εκφράζουν εν πολλοίς το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να το δουλέψει περισσότερο ο Gatlif αυτό, όχι τόσο μέσα στα μούτρα, φαίνεται ψεύτικο κι ας είναι τόσο αληθινό. Εντέλει, ο Gatlif, κλείνει αισιόδοξα την ταινία του. Ανοιχτά, με ορίζοντα την ανοιχτή θάλασσα. Την οποία έχουν διασχίσει εκατομμύρια μετανάστες μέσα στους αιώνες.

Γεια σου ρε «Djam», για όλους όσους ζήσαμε ως μετανάστες, που οι γονείς μας ήταν μετανάστες, και που πολύ πιθανόν θα μεταναστεύσουμε ξανά και πάλι. «Θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Αγάπησα γιατί είναι μια ταινία φτιαγμένη με πάθος και οτιδήποτε φτιαγμένο με πάθος, έχει και λάθη, και παραβλέψεις και υπερβολές. Ουφ, θα έρθει στην Ελλάδα και τα ξαναλέμε! Και δεν νομίζω πως θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη ταινία για να είναι ταινία έναρξης του ερχόμενο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του Νοεμβρίου. Εννοείται με συναυλία μετά στην Αποθήκη στο Λιμάνι κι όχι τα συνηθισμένα ξενέρωτα πάρτι. Αυτά.

Θοδωρής Γιαχουστίδης

Cannes Film Festival 2016 Live
Περισσότερα... »