Cosmic Candy
Φιλμ, γλυκό και τραγανό σαν καραμέλα; Χμ...
Η Ρηνιώ Δραγασάκη γεννήθηκε το 1980. Σπούδασε Σκηνοθεσία και Ντοκιμαντέρ. Έχει γράψει και σκηνοθετήσει τέσσερις μικρού μήκους, ντοκιμαντέρ και το Cosmic Candy είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί, συνυπογράφοντας και το σενάριο με την Κατερίνα Κακλαμάνη. Ένα σενάριο το οποίο ξεκίνησε να γράφεται από το 2014 καθώς συμμετείχε στο εργαστήριο ανάπτυξης σεναρίων !f Sundance Istanbul Screenwriters Lab.
Περισσότερα... »
της Ρηνιώς Δραγασάκη. Με τους Μαρία Κίτσου, Μάγια Πιπερά, Κίμωνα Κουρή, Δημήτρη Λάλο, Δημήτρη Δρόσο, Φώτη Θωμαϊδη, Εύη Δοβέλου, Elena Mirtchofska, Αντώνη Τσιοτσιόπουλο.
Ταινία – τερηδόνα;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Φιλμ, γλυκό και τραγανό σαν καραμέλα; Χμ...
Η Ρηνιώ Δραγασάκη γεννήθηκε το 1980. Σπούδασε Σκηνοθεσία και Ντοκιμαντέρ. Έχει γράψει και σκηνοθετήσει τέσσερις μικρού μήκους, ντοκιμαντέρ και το Cosmic Candy είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί, συνυπογράφοντας και το σενάριο με την Κατερίνα Κακλαμάνη. Ένα σενάριο το οποίο ξεκίνησε να γράφεται από το 2014 καθώς συμμετείχε στο εργαστήριο ανάπτυξης σεναρίων !f Sundance Istanbul Screenwriters Lab.
Το Cosmic Candy έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Fantastic Fest του Τέξας και διακρίθηκε στο 60ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (όπου έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα) με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και το βραβείο του ελληνικού τμήματος του WIFT (Women in Film & Television).
Η υπόθεση: Η Άννα ζει μόνη της κι εργάζεται ως ταμίας σε σουπερμάρκετ. Είναι απόμακρη και αγενής, της αρέσει να τρώει φαγητό σε κονσέρβα και να παραγγέλνει άχρηστα αντικείμενα από το ίντερνετ. Κάποια στιγμή, χωρίς μεγάλη προθυμία είναι η αλήθεια, αναγκάζεται να πάρει υπό την προστασία της την Πέρσα, το δεκάχρονο κορίτσι του διπλανού της διαμερίσματος στην Αθήνα, ύστερα από την μυστηριώδη εξαφάνιση του πατέρα του. Η Πέρσα αγαπάει υπερβολικά το μπλε σκουφί της και την Μαντώ Μαυρογένους. Και βρίσκει αφάνταστα διασκεδαστική την Άννα.
Την Άννα που ενώ μέχρι πρότινος ζούσε μια ρουτινιάρικη ζωή, με «φανταστικές» αποδράσεις στα όνειρά της, θα βρεθεί να προσπαθεί να βγάλει άκρη με την Πέρσα και την ίδια στιγμή, να διαπραγματεύεται την απόλυσή της με το αφεντικό της και να βρίσκεται μπλεγμένη, για πρώτη φορά στη ζωή της, σε ένα ρομαντικό ειδύλλιο με τον συνάδελφό της, τον Παντελή. Κι όλα αυτά υπό την επήρεια υπερβολικής ποσότητας Κόσμικ Κάντυ, της καραμέλας που σκάει στο στόμα.
Η άποψή μας: Ρε γαμώτο, πραγματικά νιώθω τρομερή αμηχανία όταν καλούμαι να γράψω ένα κριτικό κείμενο για μια (ελληνική) ταινία την οποία, όταν παρακολουθούσα, σκεφτόμουνα διαρκώς: wtf? Α, και για όσους δεν γνωρίζουν τα αρχικά: what the fuck? Ελληνιστί ακούγεται πολύ πιο χυδαίο: τι στον πέο, αλλά πιο... μμμ, να, χυδαίο. Και ξέρετε, όταν είναι να θάψεις μια ταινία, το κείμενο βγαίνει ευκολότερα, οι ατάκες προκύπτουν σε χρόνο dt, μπορείς να γράψεις πολύ μεγάλες κακίες. Αλλά, ιδίως στις ελληνικές ταινίες, νιώθω άσχημα. Όχι όταν με εκνευρίζουν: εκεί σολάρω κανονικά και δεν με νοιάζει. Αλλά στις ταινίες που διαφαίνεται ένα άλφα ταλέντο να χαραμίζεται εξαιτίας ενός ανεκδιήγητου σεναρίου (ξέρετε, η μόνιμη πληγή του ελληνικού σινεμά), νιώθω άβολα.
Ας είναι. Τι σας νοιάζει εσάς η δική μου μη βολικότητα; Εσείς θέλετε να μάθετε για την ταινία, σωστά; Να τη δείτε ή να μην τη δείτε; Καλή ή μάπα το καρπούζι; Λοιπόν, για να το θέσω κομψά: έχει μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία η ταινία αλλά πέραν αυτού, ουδέν. Με μεγαλύτερο πρόβλημα, το σενάριο. Και μου κάνει φοβερή εντύπωση το γεγονός πως προέκυψε μέσα από εργαστήριο ανάπτυξης σεναρίων! Πραγματικά, απορώ... Τι είναι η ταινία; Κωμωδία; Σάτιρα; Κοινωνική; Θρίλερ; Αδύνατον να βάλεις μια ταμπέλα κατηγοριοποίησης. Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν ένας δημιουργός κινείται επιτυχώς ανάμεσα στα κινηματογραφικά είδη, προκύπτουν αριστουργήματα.
Εδώ, από τη στιγμή που η δημιουργός μπορεί να ήξερε τι ήθελε να κάνει αλλά δεν το πέρασε στην ταινία, προκύπτει... υπογλυκαιμικό σοκ! Ναι, να δούμε τη ζωή μέσω της λοξής ματιάς μιας sui generis ηρωίδας, αλλά το «λοξό» δεν αρκεί για να την κάνει ενδιαφέρουσα. Να την κάνει να τη συμπαθήσουμε. Να μας παρασύρει στο τριπάκι της. Να μας γοητεύσει. Να μας προκαλέσει ένα άλφα ενδιαφέρον βρε αδελφέ. Τίποτε από όλα αυτά. Μια αδιάφορη γυναίκα, που ζει μια βαρετή ζωή, και περνάει καλά μόνο στα όνειρά της. Το στήσιμο των ονειρικών σκηνών δείχνει ένα ταλέντο, μια γόνιμη φαντασία, μια σιγουριά. Ε, αν αφηνόταν σε αυτό το πλαίσιο όλη η ταινία ίσως τα πράγματα να προέκυπταν πάρα πολύ καλύτερα. Τώρα; Αφήστε. Μέχρι και η μουσική του Felizol καταντάει εκνευριστική, σε απόλυτη αρμονία με τα επί της οθόνης δρώμενα.
Και μέσα σε όλον αυτόν τον χαμό η Μαρία Κίτσου, που έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό (αυτό που έτσι κι αλλιώς δεν πάει σινεμά, παρά μόνο μια στις χίλιες, για να δει – έστω – την Ευτυχία) μέσω του δημοφιλούς σίριαλ «Άγριες μέλισσες» (προσωπικά, την αγάπησα για τις μικρού μήκους ταινίες στις οποίες συμμετείχε, ιδίως εκείνο το «807» το έχω μέσα στην καρδιά μου) προσπαθεί να μην την παρασύρει το σαθρό οικοδόμημα, το οποίο καταρρέει χωρίς ποτέ να πάρει κάποια συγκεκριμένη μορφή. Δεν μπορεί όμως να σώσει την ταινία. Πλάκα πλάκα, μόνο το τραγουδάκι με το τοστ σου μένει στο μυαλό. Και στην αρχή της ταινίας ήθελα κι εγώ να βρω λίγη κόσμικ κάντυ ή το ανάλογο που έπαιρνα πιτσιρικάς, το έβαζα στο στόμα μου κι εκείνο έσκαγε εκκωφαντικά. Πάνω στη γλώσσα μου. Μέσα στο κεφάλι μου. Κανείς άλλος δεν την... άκουγε. Χα.
Η υπόθεση: Η Άννα ζει μόνη της κι εργάζεται ως ταμίας σε σουπερμάρκετ. Είναι απόμακρη και αγενής, της αρέσει να τρώει φαγητό σε κονσέρβα και να παραγγέλνει άχρηστα αντικείμενα από το ίντερνετ. Κάποια στιγμή, χωρίς μεγάλη προθυμία είναι η αλήθεια, αναγκάζεται να πάρει υπό την προστασία της την Πέρσα, το δεκάχρονο κορίτσι του διπλανού της διαμερίσματος στην Αθήνα, ύστερα από την μυστηριώδη εξαφάνιση του πατέρα του. Η Πέρσα αγαπάει υπερβολικά το μπλε σκουφί της και την Μαντώ Μαυρογένους. Και βρίσκει αφάνταστα διασκεδαστική την Άννα.
Την Άννα που ενώ μέχρι πρότινος ζούσε μια ρουτινιάρικη ζωή, με «φανταστικές» αποδράσεις στα όνειρά της, θα βρεθεί να προσπαθεί να βγάλει άκρη με την Πέρσα και την ίδια στιγμή, να διαπραγματεύεται την απόλυσή της με το αφεντικό της και να βρίσκεται μπλεγμένη, για πρώτη φορά στη ζωή της, σε ένα ρομαντικό ειδύλλιο με τον συνάδελφό της, τον Παντελή. Κι όλα αυτά υπό την επήρεια υπερβολικής ποσότητας Κόσμικ Κάντυ, της καραμέλας που σκάει στο στόμα.
Η άποψή μας: Ρε γαμώτο, πραγματικά νιώθω τρομερή αμηχανία όταν καλούμαι να γράψω ένα κριτικό κείμενο για μια (ελληνική) ταινία την οποία, όταν παρακολουθούσα, σκεφτόμουνα διαρκώς: wtf? Α, και για όσους δεν γνωρίζουν τα αρχικά: what the fuck? Ελληνιστί ακούγεται πολύ πιο χυδαίο: τι στον πέο, αλλά πιο... μμμ, να, χυδαίο. Και ξέρετε, όταν είναι να θάψεις μια ταινία, το κείμενο βγαίνει ευκολότερα, οι ατάκες προκύπτουν σε χρόνο dt, μπορείς να γράψεις πολύ μεγάλες κακίες. Αλλά, ιδίως στις ελληνικές ταινίες, νιώθω άσχημα. Όχι όταν με εκνευρίζουν: εκεί σολάρω κανονικά και δεν με νοιάζει. Αλλά στις ταινίες που διαφαίνεται ένα άλφα ταλέντο να χαραμίζεται εξαιτίας ενός ανεκδιήγητου σεναρίου (ξέρετε, η μόνιμη πληγή του ελληνικού σινεμά), νιώθω άβολα.
Ας είναι. Τι σας νοιάζει εσάς η δική μου μη βολικότητα; Εσείς θέλετε να μάθετε για την ταινία, σωστά; Να τη δείτε ή να μην τη δείτε; Καλή ή μάπα το καρπούζι; Λοιπόν, για να το θέσω κομψά: έχει μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία η ταινία αλλά πέραν αυτού, ουδέν. Με μεγαλύτερο πρόβλημα, το σενάριο. Και μου κάνει φοβερή εντύπωση το γεγονός πως προέκυψε μέσα από εργαστήριο ανάπτυξης σεναρίων! Πραγματικά, απορώ... Τι είναι η ταινία; Κωμωδία; Σάτιρα; Κοινωνική; Θρίλερ; Αδύνατον να βάλεις μια ταμπέλα κατηγοριοποίησης. Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν ένας δημιουργός κινείται επιτυχώς ανάμεσα στα κινηματογραφικά είδη, προκύπτουν αριστουργήματα.
Εδώ, από τη στιγμή που η δημιουργός μπορεί να ήξερε τι ήθελε να κάνει αλλά δεν το πέρασε στην ταινία, προκύπτει... υπογλυκαιμικό σοκ! Ναι, να δούμε τη ζωή μέσω της λοξής ματιάς μιας sui generis ηρωίδας, αλλά το «λοξό» δεν αρκεί για να την κάνει ενδιαφέρουσα. Να την κάνει να τη συμπαθήσουμε. Να μας παρασύρει στο τριπάκι της. Να μας γοητεύσει. Να μας προκαλέσει ένα άλφα ενδιαφέρον βρε αδελφέ. Τίποτε από όλα αυτά. Μια αδιάφορη γυναίκα, που ζει μια βαρετή ζωή, και περνάει καλά μόνο στα όνειρά της. Το στήσιμο των ονειρικών σκηνών δείχνει ένα ταλέντο, μια γόνιμη φαντασία, μια σιγουριά. Ε, αν αφηνόταν σε αυτό το πλαίσιο όλη η ταινία ίσως τα πράγματα να προέκυπταν πάρα πολύ καλύτερα. Τώρα; Αφήστε. Μέχρι και η μουσική του Felizol καταντάει εκνευριστική, σε απόλυτη αρμονία με τα επί της οθόνης δρώμενα.
Και μέσα σε όλον αυτόν τον χαμό η Μαρία Κίτσου, που έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό (αυτό που έτσι κι αλλιώς δεν πάει σινεμά, παρά μόνο μια στις χίλιες, για να δει – έστω – την Ευτυχία) μέσω του δημοφιλούς σίριαλ «Άγριες μέλισσες» (προσωπικά, την αγάπησα για τις μικρού μήκους ταινίες στις οποίες συμμετείχε, ιδίως εκείνο το «807» το έχω μέσα στην καρδιά μου) προσπαθεί να μην την παρασύρει το σαθρό οικοδόμημα, το οποίο καταρρέει χωρίς ποτέ να πάρει κάποια συγκεκριμένη μορφή. Δεν μπορεί όμως να σώσει την ταινία. Πλάκα πλάκα, μόνο το τραγουδάκι με το τοστ σου μένει στο μυαλό. Και στην αρχή της ταινίας ήθελα κι εγώ να βρω λίγη κόσμικ κάντυ ή το ανάλογο που έπαιρνα πιτσιρικάς, το έβαζα στο στόμα μου κι εκείνο έσκαγε εκκωφαντικά. Πάνω στη γλώσσα μου. Μέσα στο κεφάλι μου. Κανείς άλλος δεν την... άκουγε. Χα.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Ιανουαρίου 2020 από την Weird Wave!