Μνήμες φόνων (Salinui chueok / Memories of Murder) Poster ΠόστερΜνήμες φόνων

του Bong Joon Ho. Με τους Song Kang-ho, Kim Sang-kyung, Kim Roe-ha, Song Jae-ho, Byun Hee-Bong.


Ποιος είναι ο δολοφόνος;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Με κομμένη την ανάσα

Ο Bong Joon Ho ήταν ο θριαμβευτής των περασμένων Όσκαρ, μιας που η τελευταία του ταινία, τα υπέροχα «Παράσιτα», έγιναν το πρώτο φιλμ από τη Νότια Κορέα που τιμήθηκε με το μεγαλύτερο βραβείο του συγκεκριμένου θεσμού, γράφοντας ιστορία. Ο 50χρονος σκηνοθέτης γύρισε την πρώτη του ταινία το 2000. Ήταν το «Σκυλί που δαγκώνει» (Flandersui gae/ Barking Dogs Never Bite). Σε 19 χρόνια καριέρας θα έλεγε κανείς πως δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγικός, μιας που έχει γυρίσει συνολικά μόλις επτά μεγάλου μήκους ταινίες. Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του ήταν το «Μνήμες φόνων». Την ταινία την γύρισε το 2003. Και για τον υπογράφοντα, αυτή είναι η δεύτερη καλύτερη ταινία του μετά τα «Παράσιτα». Και το παράδοξο είναι πως βγαίνει τώρα για πρώτη φορά εμπορικά στη χώρα μας. Κάλλιο αργά παρά ποτέ...

Μνήμες φόνων (Salinui chueok / Memories of Murder) Poster Πόστερ Wallpaper
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο θεατρικό «Come and See» του Kim Gwang-rim. Ο συγγραφέας του θεατρικού δραματοποίησε την υπόθεση του πρώτου κατά συρροή δολοφόνου στην ιστορία της Νότιας Κορέας. Ο Bong Joon Ho δήλωσε πως χωρίς το θεατρικό, που του έδωσε τον μπούσουλα για τη δομή του σεναρίου του, η ταινία δεν θα μπορούσε να γυριστεί. Επίσης, ο σκηνοθέτης (και συνσεναριογράφος) δήλωσε πως τον επηρέασε και το graphic comic του Alan Moore «From Hell», το οποίο καταπιάνονταν με τη δράση του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Το «From Hell» έγινε ταινία το 2001 από τους αδελφούς Hughes με πρωταγωνιστή τον Johnny Depp, ο Bong Joon Ho όμως δήλωσε απογοητευμένος από τη συγκεκριμένη κινηματογραφική μεταφορά.

Η υπόθεση: 1986. Στη Νότια Κορέα γίνονται καθημερινά διαδηλώσεις εναντίον της στρατιωτικής χούντας που κυβερνά βίαια την χώρα. Στην πόλη Hwaeseong της επαρχίας Gyunggi βρίσκεται δολοφονημένη μια όμορφη, νεαρή γυναίκα, μέσα σε ένα χαντάκι. Είναι η δεύτερη γυναίκα που βρίσκεται δολοφονημένη στην περιοχή και μάλιστα με τον ίδιο τρόπο: βιασμένη, με δεμένα τα χέρια και με το εσώρουχό της χωμένο στο στόμα της. Την υπόθεση αναλαμβάνουν δύο αδαείς και αγροίκοι αστυνομικοί του τοπικού τμήματος, οι οποίοι δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν ανήθικες μεθόδους προκειμένου να πετύχουν αυτό που θέλουν. Δέρνουν και βασανίζουν υπόπτους και προσπαθούν με κάθε τρόπο να παίρνουν ψεύτικες ομολογίες, χωρίς να νοιάζονται ιδιαίτερα για το αν αυτός που βασανίζουν είναι ο πραγματικός ένοχος.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η... τεχνική τους δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Αποτυγχάνουν διαρκώς. Όταν καταφθάνει από τη Σεούλ ένας άλλος αστυνομικός, σαφώς πιο καταρτισμένος, σαφώς πιο έμπειρος, που ξέρει τι του γίνεται, αντιλαμβάνεται κάτι που είχε ξεφύγει από τα δύο λαμόγια – συναδέλφους του: πως τις δύο δολοφονίες διέπραξε το ίδιο άτομο, πως έχουν να αντιμετωπίσουν έναν serial killer και πως οπωσδήποτε οι δολοφονίες δεν θα σταματήσουν αν δεν γίνουν μεθοδικοί κι αν δεν σοβαρευτούν. Και βγαίνει αληθινός. Καθώς ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται, οι αστυνομικοί προσπαθούν να βρουν την άκρη αλλά δεν τα καταφέρνουν. Μια σειρά από μοτίβα τους φέρνουν πολύ κοντά στο να αποκαλύψουν την αλήθεια. Θα τα καταφέρουν;

Η άποψή μας: To 2019 ήταν η χρονιά του Bong Joon Ho. Τα πήρε όλα κι έφυγε! Και Όσκαρ και Χρυσό Φοίνικα! Και τα «Παράσιτα» αναγνωρίστηκαν ως η πιο σπουδαία ταινία της περασμένης χρονιάς. Υπήρξαν αντιρρήσεις – θα συνεχίσουν να υπάρχουν – ας μην... κολλήσουμε τώρα σ' αυτό. Μέσα από τα «Παράσιτα», πάντως, ο απίστευτος αυτός δημιουργός από την Νότια Κορέα, έγινε γνωστός (ή έστω, ακούστηκε το όνομά του) ακόμα και σε ανθρώπους που βλέπουν ελάχιστες ταινίες: δεν έχουν τον κινηματογράφο στη ζωή τους σε υψηλή θέση - μόνο για τα βασικά. Ο Bong Joon Ho δεν έχει καμιά τεράστια σε αριθμό ταινιών φιλμογραφία. Κι αν εξαιρέσει κανείς το «Όκτζα» (τρομερή αποτυχία – μπορείτε να τη δείτε στο Netflix – μια εντελώς ανεκδιήγητη, στρατευμένη ταινία υπέρ του βιγκανισμού) κι άντε και την πρώτη του, όλες οι υπόλοιπες ταινίες του μπορούν να χαρακτηριστούν με χρήση του επιθέτου «γαμάτη» σε διάφορους βαθμούς – και ιδίως τον υπερθετικό: υπεργαμάτη!

Το «Μνήμες φόνων» είναι μια ταινία φα-ντα-στι-κή! Ξεκινάει ως ένα – ακόμα – αστυνομικό θρίλερ, με μπόλικα κωμικά στοιχεία μιας buddy movie, για να καταλήξει σε μια θεοσκότεινη αλληγορία για τη φύση του κακού και για το ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Ο σκηνοθέτης πετυχαίνει άριστες επιδόσεις σε πολλαπλούς τομείς. Αρχικά, κατορθώνει να δημιουργήσει απίστευτο σασπένς σε μια ταινία όπου το φινάλε το γνωρίζεις εκ των προτέρων! Κάτι ανάλογο είχε καταφέρει μόνον ο David Fincher με το «Zodiac». Και στις δύο ταινίες οι σκηνοθέτες «φωτογραφίζουν» τον ένοχο, χωρίς όμως – όπως οι αστυνομικοί που προσπαθούν να εξιχνιάσουν τα εγκλήματα – να μπορούν να είναι σίγουροι γι' αυτό. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο Fincher είναι πιο αυστηρός και ιστορικά ακριβής σε αντίθεση με τον εκ Κορέας συνάδελφό του, που ενδιαφέρεται περισσότερο για άλλα πράγματα.

Το εκπληκτικό είναι πως ο υπαίτιος των δολοφονιών στην Νότια Κορέα συνελήφθη το... 2019!!! Πέρσι! Την χρονιά που έτσι κι αλλιώς ανήκει στον Bong Joon Ho! Ταυτοποιήθηκε το DNA του! Όταν γυριζόταν η ταινία, όμως, οι έρευνες της αστυνομίας συνεχίζονταν και η ταυτότητα του serial killer δεν είχε αποκαλυφθεί. Σασπένς λοιπόν. Ένα το κρατούμενο. Δύο: παρά το γεγονός ότι μιλάει για ειδεχθή εγκλήματα ο σκηνοθέτης μειώνει το αίμα, τη βία, το στοιχείο σοκ, στο ελάχιστο. Δεν τον ενδιαφέρει να κερδίσει τον θεατή πρόσκαιρα, να τον εντυπωσιάσει και να τον «ουδετεροποιήσει». Όχι, θέλει τον θεατή ενεργό. Θέλει τον θεατή να συμμετέχει στην έρευνα. Τον θέλει στην τσίτα, με το μυαλό εν εγρηγόρσει, με τις αισθήσεις τεταμένες. Τον θέλει από τη μια να μεγεθύνει κάθε λεπτομέρεια με την επιμέλεια ενός εντομολόγου και από την άλλη να μην χάνει τη μεγάλη εικόνα. Να ζουμάρει στο ελάχιστο και να χρησιμοποιεί ευρυγώνιο για το μέγιστο.

Τρίτο και βασικότερο: η ταύτιση με τους ήρωες – αντιήρωες. Το βασικό δίπολο είναι ο ένας από τους δύο τοπικούς μπάτσους, ο επαρχιώτης και ο άλλος μπάτσος που έρχεται από τη Σεούλ. Ο πρώτος, ο εξαιρετικός όπου κι αν τον έχω πετύχει Song Kang-ho (ο πατέρας στα «Παράσιτα») είναι η αποθέωση του γεμάτου ελαττώματα αστυνομικού. Βίαιος, μαλαγάνας, καταπιεστικός, χρησιμοποιεί κάθε μέσο προκειμένου να έχει το επιθυμητό για εκείνον αποτέλεσμα. Δεν τον ενδιαφέρει ο τρόπος: μόνον το αποτέλεσμα. Παρορμητικός, με το αίμα του να βράζει, έχει το μυαλό αλλά προτιμάει τον εύκολο δρόμο. Η αλήθεια δεν έχει σημασία. Παραποιεί στοιχεία, πιέζει «αγαθούς» υπόπτους, σπρώχνει και σπρώχνεται στα άκρα. Γιατί δεν είναι κάργα ανήθικος; Μα γιατί θέλει να βρει τον δολοφόνο. Κι ας πηγαίνει ακόμα και σε... μάγισσες και χαρτορίχτρες!

Από την άλλη, ο αστός αστυνομικός είναι ορθολογιστής. Εξετάζει στοιχεία, δεν τα κατασκευάζει. Κινείται μεθοδικά, όχι παρορμητικά. Τον ενδιαφέρει η συνεργασία, όχι ο ανταγωνισμός. Όσο όμως κυλάει ο καιρός και οι έρευνες δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα επέρχεται μια άκρως ενδιαφέρουσα αντιστροφή: οι χαρακτήρες εξελίσσονται. Και ο άξεστος αστυνομικός είναι αυτός που τελικά κρατάει τα γκέμια την ίδια στιγμή που η αδυναμία και τα αδιέξοδα οδηγούν τον ορθολογιστή αστυνομικό στα όρια του παροξυσμού! Δεν μου έρχεται στο μυαλό αυτήν τη στιγμή κάποια άλλη αστυνομική (εντός ή εκτός εισαγωγικών) ταινία, στην οποία γίνεται τόσο σπουδαία δουλειά στην παρουσίαση τρισδιάστατων χαρακτήρων, ανθρώπων με σάρκα και οστά, με ελαττώματα και προτερήματα, όχι κάποια προκάτ κατασκευάσματα.

Και είναι πολύ μεγάλη η συμβολή αυτής της παρουσίασης τρισδιάστατων χαρακτήρων στην επιτυχία της ταινίας. Κι αυτό επειδή ο θεατής ταυτίζεται μαζί τους. Δεν θέλει να τους μοιάσει, δεν τους κοιτάζει σαν θεούς, σαν κάποιους άριστους υπερήρωες, αλλά σαν τον εαυτό του, με τα καλά του και τα κακά του. Και τους καταλαβαίνει και τους νιώθει. Κι όταν οι δύο αστυνομικοί φτάνουν τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά, νιώθει την ήττα τους, τη συντριβή τους, την κατάπτωσή τους. Δεν υπάρχει καμία λύτρωση για τους απελπισμένους... Μετά το αδιέξοδο των ερευνών των αστυνομικών, η ταινία μας μεταφέρει στο παρόν της, στο έτος όπου γυρίστηκε, στο 2003. Ο επαρχιώτης αστυνομικός έχει αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό, έχει αστικοποιηθεί, φοράει κοστούμι. Μια μέρα, στο πλαίσιο ενός επαγγελματικού ταξιδιού, επιστρέφει στον τόπο των εγκλημάτων.

Αποφασίζει να κατεβεί από το αυτοκίνητο και να επισκεφτεί το χαντάκι, εκεί όπου βρέθηκε το πρώτο πτώμα. Στην απέραντη πεδιάδα, ένα περαστικό κοριτσάκι που γυρίζει από το σχολείο, θα τον δει και θα τον ρωτήσει τι κάνει εκεί. Θα ακολουθήσει διάλογος ανάμεσα στους δυο. Και κάποια στιγμή ο πρώην αστυνομικός θα ακούσει εμβρόντητος το κοριτσάκι να λέει πως πριν κάποιες μέρες ένας άλλος άνδρας (ο ένοχος;) είχε σταθεί στο ίδιο ακριβώς σημείο και της είχε πει πως το επισκέφθηκε επειδή κάποια χρόνια πριν είχε κάνει κάτι εκεί. Κι όταν ρωτάει το κοριτσάκι «πώς έμοιαζε ο άντρας αυτός;» το κοριτσάκι, εντελώς φυσικά, απαντάει «να, ξέρεις, συνηθισμένος». Ναι, δεν έχουν κέρατα οι κακοί, οι δολοφόνοι, οι βιαστές. Ζουν ανάμεσά μας. Μπορούν μάλιστα – πέρα από τα παραμυθένια στερεότυπα – να έχουν μαλακά χέρια και αγγελικό πρόσωπο. Και ο πρώην αστυνομικός βιώνει ξανά την ήττα. Αλλά αυτήν τη φορά σπάει τον τέταρτο τοίχο. Και κοιτάζει κατευθείαν την κάμερα. Δηλαδή, το κοινό. Δηλαδή, εμάς.

Κι εδώ παίζεται ένα εύστοχο ακόμα παιχνίδι. Γιατί ο συγκεκριμένος αστυνομικός είχε δηλώσει γεμάτος έπαρση, πως μπορεί να καταλάβει έναν ένοχο, απλά κοιτώντας τον στα μάτια. Όπως αποκάλυψε ο σκηνοθέτης, λοιπόν, το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου έγινε επειδή πίστευε πως την ταινία θα την έβλεπε και ο πραγματικός ένοχος, το βλέμμα του αστυνομικού θα έπεφτε επάνω του και ίσως οι ενοχές θα τον οδηγούσαν στο να παραδοθεί... Είναι πραγματικά απορίας άξιον το γεγονός πως αυτή η ταινία, που πέρα όλων των άλλων, κάνει κριτική και για την τότε πολιτική κατάσταση στην Νότια Κορέα (ο σκηνοθέτης είναι καταφανέστατα αριστερός και το έχει αποδείξει πολλάκις, πάρτε πχ και δείτε το «Snowpiercer») με την δικτατορία να επιβάλλει τον τρόμο, με μόνιμες διαδηλώσεις αλλά και με ένταση στις σχέσεις με τους βόρειους γείτονες, δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα εμπορικά και δεν κυκλοφόρησε ούτε καν σε dvd!

Δεν χάνεται με τίποτε! Κι εννοείται, όλα είναι πιο ωραία στη μεγάλη οθόνη!

Μνήμες φόνων (Salinui chueok / Memories of Murder) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 4 Ιουνίου 2020, για πρώτη φορά, σε επιλεγμένους κινηματογράφους και στο Cinobo!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική