Bohemian Rhapsody Poster ΠόστερBohemian Rhapsody

του Bryan Singer. Με τους Rami Malek, Lucy Boynton, Gwilym Lee, Ben Hardy, Joseph Mazzello, Aidan Gillen, Tom Hollander, Allen Leech, Mike Myers, Aaron McCusker


Is this the real life? Is this just fantasy?
του zerVo (@moviesltd)

Το φέρνω σαν τώρα στην μνήμη εκείνο το χάραμα, χειμωνιάτικο, κρύο, εποχές που λόγω εργασίας η έγερση μου βαρούσε πριν ο ήλιος ανατείλει. Τα μαντάτα τότες δεν έφταναν στιγμιαία όπως τώρα, υπήρχε μια σημαντική διαφορά φάσης, ίσαμε να φτάσουν στα αυτιά μας, γι αυτό και το συνήθειο που είχα αποκτήσει ήταν να ανοίγω το καρφωμένο στην μόδα της εποχής, CNN, χαζοκούτι. Breaking News έλεγε η κόκκινη λωρίδα και για να πω την αλήθεια δεν έδωσα και μεγάλη σημασία, αφού πίστευα πως αναφερόταν στην μόλις λίγων ωρών πρότερη ανακοίνωση πως είναι κτυπημένος από το AIDS. Που να πιστέψω πως από το είμαι άρρωστος, μέχρι το έχε γεια, δεν θα είχε συμπληρωθεί ούτε ένα 24ωρο? Η πρώτη, ασυναίσθητη αντίδραση, ήταν να πάρω στα χέρια το πιο αγαπημένο μου LP, το ζωντανά γραμμένο και χιλιοπαιγμένο Live Magic και να ανοίξω το εξώφυλλο φάκελο, για να δω ξανά την μαγική πανοραμική φωτογραφία του ιπτάμενου ελικοπτέρου, πάνω από ένα πλήθος, ούτε μπορώ να φανταστώ πόσων μυριάδων κόσμου. Η απώλεια μου τούτη την ώρα, ήταν που κατάλαβα πως μέρος αυτού του σε φρενίτιδα λαού, δεν πρόκειται να γίνω ποτέ. Κρίμα, Φρεντ!

Bohemian Rhapsody Quad Poster Πόστερ
Λονδίνο 1970. Κάτω από την φλώρικη μαρκίζα Smile, παίζουν στα μικρά νυχτερινά κέντρα της πρωτεύουσας, τρεις νεαροί και άβγαλτοι μουσικοί, ο κιθαρίστας Μπράιαν Μέι, ο ντράμερ Ρότζερ Τέιλορ και ο πιο πρόσφατος στην ομήγυρη μπασίστας Τζον Ντίκον, που ψάχνουν εναγωνίως τον τραγουδιστή που θα κλείσει το μουσικό κουαρτέτο. Περιφερόμενος από το κολέγιο που φοιτά, στο αεροδρόμιο που σαν αχθοφόρος βγάζει το χαρτζιλίκι του, ο γεμάτος καλλιτεχνικές ανησυχίες Φαρούκ Μπουλσάρα, γιος Περσών μεταναστών, με το που συναντηθεί για πρώτη φορά με τους συνομήλικους του αρτίστες, θα αντιληφθεί πως τα χνώτα τους ταιριάζουν απόλυτα. Καμία πρόβα, καμιά οντισιόν! Αυτός είναι ο λιντ σίνγκερ που έψαχνε το συγκρότημα.

Που θα αλλάξει μονομιάς το όνομα του σε Φρέντι Μέρκιουρι, παρασύροντας σε καινούργια βαφτίσια την ταιριαστή τετράδα: Queen! Τι πιο βρετανικό θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, πόσω μάλλον οι δαιμόνιοι ατζέντηδες της Emi, που στα αρχικά βήματα της νεότευκτης ομάδας, άρτι πραγματοποιήσας - ρεφενέ - το δισκογραφικό της ντεμπούτο, εντόπισαν μια πραγματική φλέβα χρυσού! Και όσο το συνθετικό ταλέντο σκορπούσε αφειδώς νότες και μελωδίες, άλλο τόσο ο μύθος των παιδιών από τις φτωχογειτονιές της Λόνδρας μεγάλωνε, περνώντας πολύ γρήγορα σε φήμη και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Και με μόλις μια πενταετία ζωής, στο τέταρτο τους άλμπουμ, θα σπάσουν όλα τα ρεκόρ δημοτικότητας, χάρη σε μια ροκ μπαλάντα, που ανάμεσα στους θλιμμένους της στίχους, σκορπούσε πέρα δώθε ακατάληπτες κραυγές και ονόματα. Σκαραμούς, Σκαραμούς...

Κοντά μισό αιώνα μετά την ημέρα που τα τέσσερα παλικαράκια σχημάτισαν μια από τις πιο ονομαστές μπάντες που γνώρισε ποτέ το μεγάλο νησί - σε μουσικό ύφος, σε αντίθεση με την ονομασία, αναμφίβολα την πιο "αμερικάνικη" - αν μετρήσει κανείς τους ύμνους που έχουν καταγραφεί για τα κατορθώματα τους, θα χρειαστεί βδομάδες ολόκληρες. Μα την μοίρα να παίζει, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ένα περίεργο παιχνίδι, την στιγμή που οι fantastic four ετοιμάζονταν να διαβούν το κατώφλι της ενηλικίωσης και να γράψουν καινούργια, ακόμη πιο σημαντικά κεφάλαια στην καριέρα τους. Ή μήπως λες όχι? Δεν είχαν απολύτως τίποτα νέο να προσφέρουν και το αντίο στον μάταιο τούτο κόσμο του φρόντμαν τους, ήταν αρκετό για να πασπαλίσει με ακόμη περισσότερη θρυλόσκονη την δεδομένα τεράστια διαδρομή τους.

Ομολογώ, ποτέ δεν υπήρξαν φίλος των δραματοποιημένων μουσικών βιογραφιών, των αποκαλούμενων ως είδος biopics, όπως ακριβώς ένα είναι και ετούτο εδώ το λογικά γραμμικής αφήγησης φιλμ, που πολύ σύντομα αφήνει πίσω τον θυρεό των Queen, για να ασχοληθεί με το φαινόμενο Φρέντι Μέρκιουρι. Ενός αντισυμβατικού χαρακτήρα, που ουδέποτε μπήκε στα καλούπια που πρόσταζαν τα ήθη της συντηρητικής Πάρσι φαμίλιας του, που ουδέποτε σκέφτηκε με βάση τα προμαγειρεμένα πατρόν των δισκογραφικών φιρμών, που ουδέποτε έπαιξε το παιχνίδι των φαταούληδων ιμπρεσάριων. Αντιθέτως, όπως συμβαίνει με κάθε ροκ σταρ που σέβεται το ίματζ του, οδήγησε τον εαυτό στα άκρα, σε μια καθημερινότητα πλούσια σε καταχρήσεις, ουσίες και εφήμερους - πέραν των βασικών, σερνικών και θηλυκών - έρωτες, δημιουργώντας μια επαναστατική, όσο και βασιλεύουσα περσόνα, που η εποχή είχε μεγάλη ανάγκη. Και δυστυχώς, ολοκληρωμένη προβολή μιας τέτοιας πολυεπίπεδα εμβληματικής προσωπικότητας, δεν είναι δυνατόν να δώσει κανένα, έστω και καλοφτιαγμένο δράμα, σε αντίθεση με την τεκμηρίωση (Days Of Our Lives, The Great Pretender, for example) που και βέβαια στην έκθεση των οποιονδήποτε βίων, παίζει εντός έδρας.

Για να είμαι απόλυτα δίκαιος με το Bohemian Rhapsody, οφείλω να ομολογήσω πως χάρη στην εμπειρία από προηγούμενες απόπειρες παρουσίασης καλλιτεχνικού βίου, είχα την προνοητικότητα να κρατώ μικρό καλάθι. Ακόμη κι αν δεν ήξερα πως το πρότζεκτ σέρνεται για καμιά δεκαετία, έχοντας αλλάξει τρεις, τέσσερις δυνητικούς πρωταγωνιστές (υπέρμαχος φανατικός υπήρξα του πολυμορφικού Sacha Baron Cohen, fuck!) ή πως ολοκληρώθηκε μετά κόπων και βασάνων, με τον υπερεκτιμημένο Bryan Singer, που εντέλει είδε την τζίφρα του στα κρέντιτς, να παίρνει την άγουσα για τα αποδυτήρια, για ανάρμοστη συμπεριφορά, πολύ πριν το τελικό σφύριγμα της λήξης των γυρισμάτων. Ζόρια. Ζόρια που θα πιθανότατα θα κάνουν τον ευαίσθητο Φρεντ εκεί πάνω στα αστέρια που κόβει βόλτες, να μην μπορεί να σταθεί από την στενοχώρια. Anyway...

Το κόλπο, στημένο προβλέψιμα απολύτως, από τον μίστερ Usual Suspects, παρακολουθεί αποσπάσματα από την ζωή του Φαρούκ / Φρέντι, προτάσσοντας τον εννοείται σε υπέρμετρο βαθμό σε σύγκριση με τους υπόλοιπους μηδενισμένους τρεις (σφάλμα, μιλάμε για τεράστιες μορφές της μουσικής επίσης) και ρίχνοντας διαρκώς κλεφτές ματιές στην κλειδαρότρυπα της κρεβατοκάμαρας του, είτε όταν είχε σιμά του την αιώνια μνηστή του Μαίρη Όστιν (καμία σχέση με το κορίτσι των 80s ονείρων μας στο καταπληκτικό Sing Street, η Lucy Boynton) είτε τον αγαπητικό του, Τζιμ Χάτον. Είναι και ο τομέας δηλαδή που το ντοκιμαντέρ, με την χρήση των οπτικοακουστικών δεδομένων, υπερισχύει δυναμικά της δραματουργίας, που πρέπει καλά και σώνει να μεταβληθεί σε πιπεράτη κιτρινιά, για να αποκτήσει ενδιαφέρον. Το δέσιμο, προς το φινάλε και ενόσω ο Μέρκιουρι γνωρίζει πως οι ημέρες του είναι μετρημένες, με τον αγώνα κατά των ανίατων ασθενειών, σώζει κάπως την κατάσταση, ιδίως όταν η κάμερα στροβιλίζεται πάνω από το κατάμεστο Γουέμπλευ για ένα εικοσάλεπτο, αναπαριστώντας την θρυλική εμφάνιση των Queen στο ανεπανάληπτο Live Aid.

Στο νου πάντως σε ολάκερο το εύρος της Βοημικής Ραψωδίας, μου ερχόταν εκείνη η περίπτωση της κατά Stone βιογραφίας των Doors, που εξίσου πολυδιαφημίστηκε, επίσης τραυματίστηκε ενόσω φιλμαριζόταν και πάλι είχε να κάνει με την εικόνα ενός άπιαστου θεού του πενταγράμμου, που έφυγε νωρίς. Και όχι τόσο για όλα ετούτα τα κοινά δημιουργικά στοιχεία, μα για τον πολύ επίπεδο τρόπο προσέγγισης του σεναρίου, στην απεικόνιση της σύνθεσης επών που έχουν χαραχτεί με γράμματα ανεξίτηλα στην λίμπρο ντόρο της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας. Οι βασικές έξι νότες που παίζει στο πιάνο ο Φρέντι όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, προτού τελειοποιήσει το αριστούργημα του, το βαράτε παλαμάκια του Μέι, αγόρια και κορίτσα πάνω στην έδρα για να γράψουμε το We Will Rock You, το κάντε ησυχία και μην παρεκτρέπεστε του Ντίκον, γιατί κάτι πιάνω στην ρυθμ γκιτάρ μου, που ταιριάζει γάντι με το Bites The Dust. Οκ, δεν πείθεται κανείς, η μουσική ούτε συλλαμβάνεται, ούτε καταγράφεται με τέτοιες παιδιάστικες, σύμφωνα με το σκριπτ, μεθόδους.

Επί ένα και πλέον έτος, το προμόσιον είχε για τιμή του και καμάρι του την φυσική ομοιότητα εκείνου που επελέγη για να ενσαρκώσει τον μύθο. Φάουλ αποξαρχής! Φυσικά και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της μόστρας του τραγουδιστή ήταν η περίεργη οδοντοστοιχία του, μα εδώ οι υπεύθυνοι του μέικ απ, το παράκαναν, μετατρέποντας τον μετριότατο, για ακόμη μια φορά, υποκριτικά, Rami Malek, σε κάστορα. Ευκαιρία χαμένη για τον ανερχόμενο ηθοποιό, που δεν εκμεταλλεύτηκε το αβάντζο της απόδοσης ενός τέτοιου εμβληματικού ειδώλου. Που έτσι κι αλλιώς, απαντώντας στο ερώτημα που ο ίδιος έθεσε στο Who Wants To Live Forever, παραμένει αιώνια ολοζώντανος, σαν να μην έφυγε ποτέ, στις θύμησες των φανς, εν αντιθέσει με το απλώς διεκπεραιωτικά δομημένο αφιέρωμα που φτιάχτηκε για εκείνον και προβλέπω πολύ γρήγορα θα λησμονηθεί, από το ίδιο ακριβώς κοινό.

Bohemian Rhapsody Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Νοεμβρίου 2018 από την Odeon!