Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

3η ανταπόκριση – Κυριακή 4 Νοεμβρίου
Ο γύρος είναι ελληνικός!

Η αλήθεια είναι πως η επικαιρότητα δεν δίνει και πολύ μεγάλες ειδήσεις τελευταία κι αρχίζω κι ανησυχώ! Από πού να πιαστώ για αυτές τις λίγες γραμμές του εισαγωγικού σημειώματος; Από το ότι δεν έκανε το εννιά στα εννιά ο ΠΑΟΚ; Ε, κάποτε θα συνέβαινε κι αυτό. Από το ότι δημιουργήθηκε νέο ζωικό είδος, το Zonkey, που είναι λέει διασταύρωση ζέβρας με γαϊδουράκι; Κιούτ, αλλά δεν το λες και ακριβώς νέο, από αυτά με τα οποία ασχολούμαστε στα φεϊσμπούκια. Από το ότι στην ΠΕΚΚ βιώνουμε τελευταία μια εκδοχή του «Game of Thrones»; Ξέρετε, με Winter is Coming, με πουλιά που πετάνε από εδώ κι από εκεί, με μάχες εξουσίας (;;;;), μόνο σεξ δεν υπάρχει (;;;;;;) - δεν έχουμε αρκετές γυναίκες στην Ένωση, να προκύψει καμιά Καλίσι να πούμε, να φτιαχτούμε. Χμ, κανέναν δεν ενδιαφέρει τι γίνεται στον μικρόκοσμό μας. Από το ότι ο γύρος θα κατοχυρωθεί ως αποκλειστικά ελληνικό προϊόν; Ναι ρε μάγκα, αυτό είναι είδηση! Και θα έχει και ονομασία προέλευσης! Ποπ δηλαδή! Γιατί, άλλος ο γύρος στη Θεσσαλονίκη (που είναι ο κανονικός, ο πρόστυχος) κι άλλο ο γύρος στην Αθήνα (που τα μπερδεύουν οι χαμουτζήδες, όπως τα καλαμάκια και τις λεμονίτες). Άιντε, το κάναμε το χρέος μας, πάμε τώρα στις ταινίες μας – και σήμερα με τέσσερις θα ασχοληθούμε, να ξέρετε.

Roma TIFF 2018

Ο Alfonso Cuarón είναι σκηνοθετάρα ολκής. Δεν έχει γυρίσει πολλές ταινίες: μόλις οχτώ σε 27 χρόνια καριέρας. Έχει γυρίσει ταινία της σειράς «Χάρι Πότερ». Έχει γυρίσει τη δική του εκδοχή στις «Μεγάλες προσδοκίες». Μας πήρε τα μυαλά με το «Θέλω και τη μαμά σου» (η πιο αγαπημένη του ταινία για τον γράφοντα). Έσκισε με το συγκλονιστικό «Τα παιδιά των ανθρώπων». Έγινε ο πρώτος Μεξικάνος σκηνοθέτης που κέρδισε Όσκαρ σκηνοθεσίας για τη δουλειά που έκανε στο «Gravity». Και τώρα, στην όγδοη ταινία της καριέρας του σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό για παραπάνω από έναν λόγους. Είναι η πιο αυτοβιογραφική ταινία της καριέρας του, καθώς κατά 90% βασίστηκε σε αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία. Είναι μια ταινία που γύρισε με χρήματα από το Netflix. Το γεγονός ότι αυτή η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας αλλάζει εντελώς το παιχνίδι σε ότι αφορά την έννοια «κινηματογραφική ταινία» και «μέσο προβολής μιας ταινίας». Η ταινία αποτελεί την επίσημη πρόταση του Μεξικού για το ξενόγλωσσο Όσκαρ! Ο Guillermo Del Toro δεν δίστασε να δηλώσει πως αυτή είναι μία από τις πέντε πιο αγαπημένες του ταινίες όλων των εποχών!!! Μιλάμε για το Roma κι αν σας φαίνεται παράξενος ο τίτλος, θα πρέπει να γνωρίζετε πως έτσι ονομάζεται μια περιοχή της πρωτεύουσας του Μεξικού, η περιοχή στην οποία μεγάλωσε ο ίδιος ο Cuarón! Η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ ως μία από τις Ειδικές Προβολές του.

Η υπόθεση: Μεξικό, 1970. Το Μουντιάλ που διοργανώθηκε στη χώρα έχει τελειώσει αφήνοντας μόνο κάποιες αφίσες στους δρόμους της πρωτεύουσας να λειτουργούν ως ενδεικτικά του τεράστιου αθλητικού γεγονότος. Η πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι εκρηκτική. Στη συνοικία Ρόμα ζουν μεσοαστικές οικογένειες. Μία από αυτές είναι εκείνη του γιατρού Κυρίου Αντόνιο. Το σπίτι του είναι μεγάλο και μέσα επικρατεί χάος. Σ' αυτό ζουν η σύζυγός του Κυρία Σοφία, η μητέρα της και τα τέσσερα παιδιά της με τον γιατρό: ο Τόνιο, ο Πάκο, ο Πέπε και η Σόφι. Υπάρχει κι ένας σκύλος, που συνέχεια χέζει στο διάδρομο όπου ο γιατρός παρκάρει την κουρσάρα του. Το σπίτι φροντίζουν δύο υπηρέτριες με ινδιάνικες ρίζες. Η Κλέο και η Αντέλα. Η Κλέο είναι πολύ δεμένη με τα παιδιά. Είναι εκείνη που τα βάζει να κοιμηθούν τα βράδια. Η Κλέο γνωρίζει τον Φερμίν, έναν όμορφο νεαρό, παθιασμένο με τις πολεμικές τέχνες. Θα μείνει έγκυος. Κι ο Φερμίν θα εξαφανιστεί. Πολλά θα συμβούν στη ζωή της Κλέο. Πολλά θα συμβούν στις ζωές των μελών της οικογένειας. Πολλά θα συμβούν στο Μεξικό. Και η ζωή δεν θα πάψει να συνεχίζεται...

Η άποψή μας: Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψουν αυτό το έπος, πραγματικά. Μια ταινία – εμπειρία, που κάθε της εικόνα κουβαλάει τη δύναμη και την ποίηση μιας ολόκληρης ζωής. Ο Alfonso Cuarón βυθίζεται στα έγκατα της μνήμης του, εξορίσει εμπειρίες και συναισθήματα και γεννάει ένα μικρό θαύμα. Είναι ένας Θεός, πραγματικά! Κι αυτό είναι και το μοναδικό μα κρίσιμο για ορισμένους ψεγάδι της ταινίας: ο ίδιος στέκεται εντέλει πάνω από την ταινία. Ο δημιουργός μέσα από την ταινία φαντάζει σημαντικότερος από το δημιούργημά του. Μικρό το κακό, πραγματικά. Με εκθαμβωτικό ασπρόμαυρο για πρώτη φορά στην καριέρα του ο Μεξικάνος δημιουργός (που εδώ εκτελεί χρέη σκηνοθέτη, σεναριογράφου, διευθυντή φωτογραφίας και μοντέρ!) αποτυπώνει μια χρονιά από τη ζωή μιας οικογένειας, της οποίας και ο ίδιος ήταν μέλος, μέσα από τα μάτια ή μάλλον με επίκεντρο την οικιακή βοηθό.

Κι ενώ θεωρητικά κάποια από τα υλικά μπορεί να παραπέμπουν σε σαπουνόπερα (χωρισμός, εγκυμοσύνη, γκομενιλίκια) ο Cuarón δημιουργεί ένα έργο τέχνης. Γιατί αυτό σημαίνει έργο τέχνης: να μετουσιώνεις το καθημερινό σε σπουδαίο. Τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης είναι ενταγμένο στο πρωτογενές υλικό του οργανικά κι όχι τεχνητά και δήθεν. Πχ, το επαναλμβανόμενο μοτίβο του αεροπλάνου που πετάει ψηλά στον ουρανό. Το βλέπουμε στο πρώτο πλάνο, να καθρεφτίζεται στα μπουγαδόνερα, το βλέπουμε και στο τελευταίο. Το εξηγεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης: υπάρχει η ζωή που ζούμε και υπάρχει η ζωή που συνεχίζεται πέρα από εμάς. Τόσο απλό, τόσο λειτουργικό, τόσο έξυπνο. Η κινηματογραφοφιλία του είναι πανταχού παρούσα – ακόμα και αναφορές στο ίδιο το δικό του κινηματογραφικό έργο κάνει! Είναι σαν τον μικρότερο σε ηλικία ήρωα της ταινίας, που λέει συχνά διάφορα στην Κλέο, του στυλ «παλιότερα, όταν ήμουν ναυτικός»! Ένα 7χρονο πιτσιρίκι κάνει αναφορά σε βιώματα από προηγούμενη ζωή του!

Και είναι αλήθεια πως αυτός είναι ο μόνος άρρεν χαρακτήρας που σκιαγραφείται θετικά – άντε, ίσως και ο οδηγός της οικογένειας. Οι υπόλοιποι άντρες, ακόμα και τα μεγαλύτερα σε ηλικία αδέλφια του, αλλά κυρίως ο πατέρας τους, παρουσιάζονται με μελανά χρώματα. Τα παιδιά με την κακία και την ανταγωνιστικότητα μέσα τους, με τη βία να ελλοχεύει και ο πατέρας με την απουσία του, ένας υποκριτής και ψεύτης, αδύναμος να φέρει εις πέρας τις υποχρεώσεις του. Για να μην μιλήσουμε για τον Φερμίν. Έναν τύπο που ασπάζεται το «νους υγιής εν σώματι υγιή» αλλά ο νους είναι σάπιος, όντας ένας τιποτένιος παρακρατικός εντέλει (τρομερή η σκηνή της συνάντησης στο επιπλάδικο, κατά τη διάρκεια των ταραχών). Έτσι κι αλλιώς, στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν αφιέρωσε την ταινία του ο Cuarón κι αυτό το μοντέλο της οικογένειας ασπάζεται κατά πως φαίνεται. Οι άντρες δεν κάνουν...

Όλη η ταινία σε μαγεύει αισθητικά, υπάρχουν όμως σκηνές που ξεχωρίζουν. Η σκηνή του μεγάλου σεισμού και τα αποτελέσματά της μέσα στο μαιευτήριο: ακόμα και στη μεγαλύτερη καταστροφή, ακόμα και κάτω από τα χαλάσματα, η νέα ζωή θα καταφέρει να επιβιώσει. Η σκηνή στα κύματα, εκείνη της διάσωσης: πάλι η φύση η τόσο συγκλονιστική, μπορεί να επιφέρει την καταστροφή στα μικρά, στα ανθρώπινα, η ζωή όμως θα συνεχίσει. Θα σωθεί. Ο Cuarón όμως ξέρει να κινηματογραφεί άψογα και σκηνές πλήθους. Όπως εκείνη της επίδειξης πολεμικών τεχνών. Ή εκείνη της καταγραφής της εξέγερσης των φοιτητών – μια εξέγερση που ιστορικά στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 140 ανθρώπους. Και η πολιτική κατάσταση λοιπόν και το ιστορικό πλαίσιο αντάμα με την οικογενειακή ζωή. Η μη επαγγελματίας ηθοποιός που υποδύεται την Κλέο είναι τρομερή, σε μια ήσυχη, μα τόσο δυνατή ερμηνεία, σε μια ταινία, που σε κάνει να αναρωτιέσαι: όταν είναι να δημιουργηθούν τόσο σημαντικά έργα τέχνης έχει σημασία από πού προέρχονται τα χρήματα; Άντε τώρα να απαντήσεις...

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – θα αρχίσει να προβάλλεται στο Netflix παγκοσμίως από τις 14 Δεκεμβρίου – θα προηγηθεί έξοδος της ταινίας σε κινηματογραφικές αίθουσες για μικρό χρόνο προβολής – στην Ελλάδα τα κινηματογραφικά δικαιώματα της ταινίας τα έχει η Seven Films)


Διαβολόψαρο (Kraben rahu / Manta Ray) TIFF 2018

Ήρθε η στιγμή να ασχοληθούμε με την πρώτη ταινία που είδαμε από το Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα. Πρόκειται για μια ταινία από την Ταϊλάνδη. Τίτλος της: Διαβολόψαρο (Kraben rahu / Manta Ray) του Phuttiphong Aroonpheng. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας όπου, προβαλλόμενη στο τμήμα «Orizzonti», τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας του τμήματος. Κι εμείς την είδαμε μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας FestivalScope τον περασμένο Σεπτέμβρη, όταν δηλαδή προβλήθηκε στο σπουδαιότερο φεστιβάλ της γείτονος χώρας. Και τώρα κάνουμε το περίφημο πουλμουρ. Πουλάμε μούρη δηλαδή.

Η υπόθεση: Κοντά σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ταϊλάνδης, στη θάλασσα της οποίας χιλιάδες Rohingya μετανάστες έχουν πνιγεί, κυνηγημένοι από το καθεστώς της γειτονικής χώρας, της Μιανμάρ, ένας τοπικός ψαράς με οξυζεναρισμένα ξανθά μαλλιά, βρίσκει έναν αναίσθητο, τραυματισμένο άνδρα στο δάσος. Σώζει τον ξένο, τον πηγαίνει στο σπίτι του, τον φροντίζει και του προσφέρει τη φιλία του. Μιας που ο ξένος δεν γνωρίζει τη γλώσσα, μένει αμίλητος. Ή μήπως είναι μουγκός; Ίσως δεν μπορεί να μιλήσει από το σοκ που βίωσε. Όπως και να ΄χει, ο ψαράς τον «βαφτίζει» Θονγκτσάι, προς τιμήν του πιο γνωστού και δημοφιλούς ποπ σταρ της χώρας του. Όταν ο ψαράς κάποια στιγμή εξαφανίζεται αδιευκρίνιστα, ο Θονγκτσάι προσπαθεί να συνεχίσει τη νέα ζωή του. Κι όταν η πρώην σύζυγος του ψαρά επιστρέφει στο σπίτι και βάφει τα μαλλιά του Θονγκτσάι, ο άντρας «οικειοποιείται» το σπίτι, τη δουλειά, τη γυναίκα, την ταυτότητα του φίλου του.

Η άποψή μας: Κάτι τους... ταΐζουν εκεί στην Ταϊλάνδη και γυρίζουν τόσο αφαιρετικές – ποιητικές – υπέροχες οπτικά ταινίες. Μετά τον Apichatpong Weerasethakul, τον αγαπημένο των απανταχού κινηματογραφικών φεστιβάλ ανά τον κόσμο, που άμα λάχει τσιμπάει και βραβειάρες στις Κάννες, ιδού κι ένας συμπατριώτης του, που έχει ολοφάνερο ταλέντο αλλά ρε παιδί μου, δεν υπάρχει περίπτωση να εκτιμηθεί η ταινία του αν ενδεχομένως βγει σε εμπορικό κύκλωμα. Αυτή δεν είναι μια ταινία για το μεγάλο κοινό. Κακώς αλλά... έτσι είναι η ζωή! Μόνο στα φεστιβάλ ανά τον κόσμο μπορεί να εκτιμηθεί και από σινεφίλ, που διψάνε για τέτοιου είδους ταινίες. Που, αν ψηθείς να την παρακολουθήσεις κι έχεις δυο δράμια υπομονή, μόνο θετικά στοιχεία θα μπορέσεις να αποκομίσεις. Αρχικά, ο σκηνοθέτης παίρνει σαφή πολιτική θέση, κόντρα στη λογική που επικρατεί στη χώρα του. Αφιερώνει την ταινία του στους πρόσφυγες Rohingya. Πρόσφυγες που εκδιώκονται από τη χώρα τους, δεν είναι όμως και ακριβώς καλοδεχούμενοι στην Ταϊλάνδη. Όπου κυνηγιούνται. Και δολοφονούνται!

Ο ψαράς μας στην ταινία βγάζει έξτρα εισόδημα θάβοντας νεκρούς μετανάστες. Συμμετέχει μάλιστα και σε τάγματα... εφόδου! Έως ότου βρίσκει τον ημιθανή πρόσφυγα. Και τον βοηθάει. Και αποφασίζει να εγκαταλείψει τη δεύτερη «δουλειά» του. Κάτι που, βεβαίως, έχει συνέπειες για τον ίδιο. Εννοείται ότι οι αναλογίες με την αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών σε όλον τον κόσμο δεν χρειάζονται περισσότερη επισήμανση. Από εκεί και πέρα, αυτό που πραγματικά εντυπωσιάζει τον θεατή όταν βλέπει την ταινία, είναι ο υπέροχος, ιμπρεσιονιστικός τρόπος κινηματογράφησης. Έχει μερικές σκηνές η ταινία με τις οποίες παθαίνεις πλάκα με την εξόφθαλμη εικαστική ομορφιά τους. Όπως πχ η εναρκτήρια σκηνή, με τον κυνηγό που μέσα στις νύχτες φοράει λαμπάκια σαν εκείνα με τα οποία στολίζουμε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα και κυνηγάει μέσα σε δάσος (τι κυνηγάει μέσα στο δάσος; κατάντια), στο οποίο λαμπυρίζουν χιλιάδες πετράδια!

Ο ορισμός της μαγικής σκηνής, πραγματικά! Όπου το έδαφος του δάσους θαρρείς και είναι ο κρυμμένος βυθός μιας αόρατης θάλασσας, γεματης καλούδια και ομορφιά. Αυτή είναι μια σκηνή που επαναλαμβάνεται κατά κάποιον τρόπο μέσα στην καλύβα του ψαρά, τη συνοδεία υπέροχων φωτορρυθμικών, γοητευτικού τραγουδιού κι ενός χορευτικού μπλουζ ανάμεσα στους δύο άντρες που αποτυπώνει την ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία και επαφή. Ο ψαράς μαθαίνει διάφορα στον πρόσφυγα με σκοπό να τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του. Ο ψαράς (που δεν έχει όνομα, είναι ανώνυμος, είναι ένας από εμάς) χρησιμοποιεί τα πετράδια που βρίσκει στο δάσος, για να γητεύσει σαλάχια και να μπορέσει να τα αιχμαλωτίσει. Manta Ray (ο αγγλικός τίτλος της ταινίας) είναι ένα είδος τεράστιου σαλαχιού, που ευδοκιμεί σε εκείνα τα μέρη. Και η σκηνή με τα σαλάχια είναι επίσης εκπληκτικής ομορφιάς.

Είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα ταινία αυτή, αλλά με τόσο λίγο λόγο, τόσο αφαιρετική, τόσο μη κλασική στην αφήγησή της, που ο κόσμος που ενδεχομένως θα μπει σε κινηματογραφική αίθουσα να τη δει, έξω από το context ενός φεστιβάλ, θα κλωτσήσει. Αν δεν κλωτσήσει, όμως, θα απολαύσει ένα συναρπαστικό οπτικά φιλμ. Που δεν φοβάται να φωνάξει δυνατά τη διαμαρτυρία του για μια σύγχρονη εθνοκάθαρση.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Κυριακή 4 Νοεμβρίου στις 17.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Μπροστά στις ρόδες (Podbrosy / Jumpman) TIFF 2018

Ο Ivan I. Tverdovskiy είναι παλιός γνώριμος του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η πρώτη του ταινία «Μάθημα αποκατάστασης» (Klass korrektsii, 2014) αφού έκανε πέρασμα από μια σειρά από σημαντικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο, έλαβε μέρος και στο διαγωνιστικό τμήμα του δικού μας φεστιβάλ, κερδίζοντας μάλιστα (δικαίως!) το βραβείο κοινού. Η δεύτερη ταινία του, το Ζωολογία (Zoologiya, 2016) προβλήθηκε στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες» εκείνης της χρονιάς. Πιστός στο σχήμα «κάθε δύο χρόνια, μία ταινία», ο Tverdovskiy φέρνει στην πόλη μας την τρίτη του μεγάλου μήκους ταινία και πάλι στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Τίτλος της: Μπροστά στις ρόδες (Podbrosy / Jumpman). Κι αυτή, όπως και οι δύο προηγούμενές του, ξεκίνησε την καριέρα της από το φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.

Η υπόθεση: Ο Ντένις είναι ένας υπερήρωας διαφορετικός από τους υπόλοιπους: μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο κι έμαθε να γίνεται αρεστός στα άλλα παιδιά χάρη στη μοναδική του ικανότητα να μη νιώθει πόνο εξαιτίας μιας πάθησης από την οποία πάσχει. Μια μέρα εμφανίζεται στο ορφανοτροφείο η μητέρα του, που τον εγκατέλειψε όταν ακόμη ήταν βρέφος, πριν από 16 ολόκληρα χρόνια και ουσιαστικά τον απαγάγει. Ο Ντένις χαίρεται, επειδή αγαπάει τη μητέρα του. Εκείνη, όμως, απλά τον χρησιμοποιεί. Μαζί με μια σειρά από συνεργάτες της, έχει βρει έναν σκοτεινό τρόπο να κερδίζει χρήματα ξεγελώντας διάφορους πλουσίους. Ο Ντένις αρχίζει να πετάγεται μπροστά σε αμάξια για να τον χτυπήσουν, ώστε ακολούθως η συμμορία να ζητήσει εκβιαστικά χρήματα από τους οδηγούς τους. Kαθώς όμως οι σωματικές και συναισθηματικές πληγές του θεραπεύονται, ξεκινά να αισθάνεται ανθρώπινος κι αρχίζει να αντιλαμβάνεται την οδύνη που του προξενούν όλοι αυτοί οι χαμογελαστοί άνθρωποι που είναι έτοιμοι να καταστρέψουν εκ βάθρων την κοινωνία.

Η άποψή μας: Αυτό που συμβαίνει με τον 30χρονο Ρώσο σκηνοθέτη, είναι κάτι που προσωπικά δεν το έχω συναντήσει συχνά: οι ταινίες του όσο πάει, αντί να βελτιώνονται, να γίνονται καλύτερες, γίνονται χειρότερες. Η πρώτη του ταινία ήταν πραγματικά σπουδαία και διέθετε δυο, τρεις σκηνές που σου έκοβαν την ανάσα. Ακόμα θυμάμαι τη σκηνή με το παράτολμο ξάπλωμα ενός από τους νεαρούς βασικούς πρωταγωνιστές στις ράγες του τρένου κι ένα ατσαλένιο θηρίο να περνάει από πάνω του με ιλιγγιώδη ταχύτητα! Η επόμενη ταινία του, ήταν μεν κουλαμάρα, με τη... θεία που έβγαλε ουρά, αλλά ήταν κάτι που το άντεχες - και η κυρία ήταν πολύ καλή στο ρόλο της. Τη συγκεκριμένη ηθοποιό την έχει σε μικρό ρόλο και στην τρίτη του ταινία, αλλά εδώ ο σκηνοθέτης έχει χάσει πλέον τη μπάλα κανονικότατα! Το premise ενός αγοριού που δεν αισθάνεται πόνο, θα ερχόταν σε σούπερ αντιδιαστολή με το «Mister Glass» του Σιάμαλαν, αν σε έναν ιδεατό κόσμο οι δύο ταινίες μπορούσαν να προβάλλονται παράλληλα, την ίδια εποχή, στις κινηματογραφικές αίθουσες ανά τον κόσμο! Αρκεί βέβαια αυτή η ταινία να ήταν καλή. Γιατί, για την ταινία του Σιάμαλαν υποψιαζόμαστε πως θα είναι αριστούργημα.

Τούτη εδώ κάθε άλλο παρά αριστούργημα είναι. Αν θα θέλαμε να την χαρακτηρίσουμε με μία μόνο λέξη, θα χρησιμοποιούσαμε τη λέξη «υστερική». Ένα coming of edge φιλμ ουσιαστικά, που παράλληλα επιχειρεί να κατακεραυνώσει την σύγχρονη διεφθαρμένη σε όλες της τις εκφάνσεις Ρωσία του Πούτιν. Μόνο που ο Tverdovskiy δεν είναι Zvyagintsev. Και οι ήρωες της ταινίες του δεν μπορούν ποτέ να λειτουργήσουν σε ανθρώπινο επίπεδο (ακόμα και ο Ντένις που είναι ο περισσότερο αθώος από όλους κι ας συμμετέχει στην κομπίνα) επειδή λειτουργούν περισσότερο ως εργαλεία, ως όργανα για να πει ο σκηνοθέτης τα δικά του. Ο Ντένις το μόνο που θέλει είναι η αποδοχή από τη μητέρα του. Η μητέρα του όμως το μόνο που θέλει είναι χρήματα. Και δεν έχει κανένα μητρικό φίλτρο. Είναι τόσο βαθιά διεφθαρμένη, που η όποια της άτσαλη προσπάθεια να προσεγγίσει τον γιο της μόνο ως φλερτ και τάση για... αιμομιξία μπορεί να μεταφραστεί. Και δυστυχώς για τον σκηνοθέτη το αιμομικτικό στοιχείο φαίνεται πως χρησιμοποιείται απλά για να προκαλέσει ακόμα περισσότερο η ταινία. Να σοκάρει τον θεατή, έτσι, χωρίς πρόγραμμα.

Τα σιχτιρίσματα είναι πάμπολλα, καθώς η επιλογή αυτή του γυρίζει μπούμερανγκ. Καμία σχέση με τη λογική της ταινιάρας «Οι κλέφτες» (The Grifters, 1990) του Stephen Frears, όπου και πάλι έχουμε μια σχέση περίεργη ανάμεσα σε μια μητέρα και τον γιο της, σχέση καθαρά εκμετάλλευσης από τη μεριά της μητέρας. Οι σκηνές στο δικαστήριο αντί να καυτηριάζουν τη διαφθορά εντέλει προκύπτουν ως προφανείς και αδιάφορες έως εκνευριστικές καταγγελίες ενός κωλόπαιδου. Ενδιαφέρουσα η κατάληξη: όταν πλέον ο Ντένις δεν είναι χρήσιμος, απλά... τον «αποσύρουν», μιας που πάντα υπάρχει ένα αναλώσιμο ανθρώπινο σκουπίδι, έτοιμο να χρησιμοποιηθεί ως ένα ακόμα γρανάζι μιας καλολαδωμένης μηχανής. Πολύ κακό για το τίποτα εντέλει. Κλείνοντας, και θέλοντας να επιδείξουμε για άλλη μια φορά το εύρος των κινηματογραφικών γνώσεων και αναφορών του γράφοντος, σας λέμε το εξής: το κόλπο με ανθρώπους που πετάγονται μπροστά σε αμάξια για να πάρουν χρήματα από ασφαλιστικό τομέα, το είδαμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια σε ταινία του Στάθη Ψάλτη και συγκεκριμένα στο «Μαντέψτε τι κάνω τα βράδια»! Όπου η Καίτη Φίνου ντυνόταν γιαγιά, σε συνεννόηση με τον γκόμενο-συνεργό της και πεταγόταν μπροστά σε αμάξια που πήγαιναν αργά σε κάτι ερημιές! Και ο Ψάλτης ήταν ένα από τα θύματά των απατεώνων. Που όταν πάει να βοηθήσει τη γιαγιά Φίνου, που ντεμέκ έχει χτυπήσει με το αμάξι του, πετάει τη φοβερή ατάκα: «πολύ σκληρό βυζί έχει για γιαγιά»! Αυτά είναι!

Σε εκείνη την ταινία όλο αυτό ήταν διασκεδαστικό. Σε τούτη την ταινία όλο αυτό είναι σπαστικό! Και βίαια απωθητικό. Το καταλάβατε ότι καθόλου δεν μου άρεσε η ταινία, έτσι;

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Παρασκευή 9 Νοεμβρίου στις 23.15 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Night Out TIFF 2018

Ο Στράτος Τζίτζης μου είναι πολύ συμπαθής ως σκηνοθέτης. Στην καραούλτρα-με-εμπορικές-προδιαγραφές πρώτη του ταινία, το περίφημο «Η αγάπη είναι ελέφαντας», το έχω γράψει πάμπολλες φορές, υπάρχει μία από τις πιο αγαπημένες μου σκηνές από καταβολής ελληνικού κινηματογράφου. Η σκηνή με την κωδική ονομασία «Αν δεν τη γαμήσω, θα σκάσω» και πρωταγωνιστές της σκηνής τους Φίλιππο Σοφιανό, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου και σε δεύτερο – φαντασιακό – επίπεδο την Γωγώ Μαστροκώστα! Αυτή ήταν η μοναδική του κωμωδία. Μετά σοβάρεψε, αλλά συνέχισε να γυρίζει πολύ καλές ταινίες: «Σώσε με» (2001), «45 τετραγωνικά» (2010), «Καύση» (2016). Πλέον, είναι κάτοικος Βερολίνου. Και η νέα του ταινία Night Out είναι γυρισμένη εξολοκλήρου στη γερμανική πρωτεύουσα. Και για τις επιδόσεις με τις οποίες μας είχε συνηθίσει έως τώρα, αυτή είναι η πρώτη του άκυρη προσπάθεια. Πριν πηδήξει στο σκάμμα όχι μόνο έχει πατήσει με την άκρη του παπουτσιού του την πλαστελίνη: ουσιαστικά, γλίστρησε σε αυτήν...

Η υπόθεση: Ένας γκέι γκαλερίστας, του οποίου ο σύζυγος φροντίζει το μωρό παιδί τους. Μια γυναίκα, η οποία ψάχνει να βρει τον άγνωστο που την κατέστησε έγκυο. Ένας Κούρδος από τη Συρία, που ψάχνει απεγνωσμένα για γυναικεία επαφή. Μια πιτσιρίκα, ερωτευμένη με μια πανκ τραγουδίστρια, που έχει την τάση να κλέβει ότι της αρέσει. Ένας αρχιτέκτονας με ένα μεγαλεπήβολο και κοστοβόρο σχέδιο για επιπλέοντα νησιά και η εντελώς υποστηριτική σύντροφός του. Ένας Βρετανός καλλιτέχνης με πρόβλημα αλκοολισμού. Η σύζυγός του, η οποία δυσκολεύεται πάρα πολύ να κοιμηθεί. Ένα πολύχρωμο μείγμα ετερο-ομοφυλόφιλων, μόνων ή σε παρέες, βγαίνουν να διασκεδάσουν ένα βράδυ Σαββάτου στο Βερολίνο, εξερευνώντας τη νυχτερινή πόλη και τις σχέσεις τους. Οι δρόμοι που θα πάρουν συγκλίνουν τελικά στο KitKatClub, θρυλικό για τα «διονυσιακά» πάρτι του, όπου θα έρθουν τα πάνω κάτω.

Η άποψή μας: Αν κάτι πετυχαίνει σωστά η νέα ταινία του Στράτου Τζίτζη είναι να αποδώσει την ατμόσφαιρα μιας από τις σημαντικότερες μητροπόλεις της Ευρώπης, του Βερολίνου. Μια πόλη στην οποία πάντα έχει κάτι να κάνεις. Μια πόλη που οι νύχτες της είναι προκλητικά ενδιαφέρουσες για όσους θέλουν να ξεδώσουν. Όπως λέει και ο ίδιος ο Τζίτζης στο σκηνοθετικό του σημείωμα «η ταινία εκφράζει την πρωταρχική ανθρώπινη ανάγκη να γεφυρώσει το κενό που μας χωρίζει με την αιωνιότητα μέσω διονυσιακών γλεντιών με χορό, ποτό και όργια». Ίσως όμως επειδή ποτέ δεν έχω συμμετάσχει σε τέτοιο πάρτι (δεν με έπαιζαν ρε από παιδί τα άλλα παιδάκια) και δεν ξέρω αν έχω αυτήν την πρωταρχική ανάγκη του να συμμετάσχω σε ένα όργιο (μάλλον είμαι τόσο συντηριτούκλα του κερατά) όλο αυτό το πανηγύρι δεν με ακούμπησε.

Ο ρυθμός είναι ο σωστός, η καταγραφή της νύχτας είναι σχεδόν ντοκιμαντερίστικη, ο σκηνοθέτης δεν κρίνει τους ήρωές του, αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν θάλλει. Είναι το (λογικά) μικρό μπάτζετ που φταίει; Είναι το σενάριο, που σου δίνει την αίσθηση του «κάτι θέλω να πω αλλά δεν μου βγαίνει να το πω έτσι όπως θέλω να το πω»; Είναι η υποκριτική αδυναμία των ηθοποιών; Σκηνές πχ όπως εκείνη στην γκαλερί ή εκείνη στην ουρά έξω από ένα κλαμπ είναι και κακογραμμένες και κακοπαιγμένες. Φαντάζομαι πως έξω από τον μικρόκοσμό μου υπάρχουν γυναίκες σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, που αποφασίζουν ξαφνικά πως ήρθε επιτέλους η στιγμή να μάθουν ποιος είναι ο πατέρας του μωρού τους, αποτέλεσμα ενός παθιασμένου (δίχως άλλο) one night stand – κατά πάσα πιθανότητα σε ένα dark room. Με αφετηρία ένα χούφτωμα από αγνώστους σε gay parade. Μια ιστορία από τις πολλές μικρές της ταινίας, που δεν οδηγεί πουθενά: ολοφάνερα δεν ολοκληρώνεται.

Η αλήθεια είναι πως είχα ακούσει από συνάδελφο για το KitKatClub, σε μια από τις τελευταίες παρουσίες μου στο φεστιβάλ Βερολίνου (όπου βλέπω μόνο ταινίες και γράφω – εκεί μας κατάντησαν οι αλήτες) και μου είχε εξάψει τη φαντασία. Ε, ο σκηνοθέτης μπαίνει στα άδυτα του συγκεκριμένου κλαμπ όπου συμβαίνουν τα Σόδομα και τα Γόμορα! Δεν νομίζω πως έχουν κατορθώσει πολλοί να μπουν στο κλαμπ με κάμερα και να γυρίσουν σκηνές για ταινία (απαγορεύεται η χρήση κινητού μέσα στο κλαμπ για να καταλάβετε) οπότε είναι επιτυχία του σκηνοθέτη το ότι γύρισε.. πράγματα και θαύματα εκεί μέσα. Αλλά ως εκεί. Ίσως για ένα νεανικό κοινό, που είναι στη φάση, και γουστάρει να παρτάρει και να απολαμβάνει όλες τις σωματικές ηδονές στο μέγιστο βαθμό, η ταινία να είναι ελκυστική με τη χαλαρότητα και την μη σοβαροφάνειά της. I'm too old, να τα λέμε αυτά...

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Κυριακή 4 Νοεμβρίου στις 14.00 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live